Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 38/2017

Αριθμός    38/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 3.9.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ…../2015) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος 1ου εναγομένου – εκκαλούντος κατά της υπ΄αριθ. 2157/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των ήδη διαδίκων και της 2ης εναγομένης και μη διαδίκου στην παρούσα κατ΄έφεση δίκη, ………..  και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή της ενάγουσας – εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς οι διάδικοι δεν προσκομίζουν ούτε επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, (518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, εφόσον για το παραδεκτό της άσκησής της κατατέθηκε  το υπ΄ αριθ. ……../4.9.2015 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ Γ΄ Πειραιά. Με την από 23.10.2012, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../23.10.2012) αγωγή της, η ενάγουσα, (ήδη εφεσίβλητη), …….. κατά των 1) ………., (ήδη εκκαλούντα) και 2) …………, (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι έχει καταστεί συγκυρία και συννομέας, κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου, μεταξύ άλλων οριζοντίων ιδιοκτησιών, ευρισκομένων σε πολυκατοικία κείμενη στο Κερατσίνι Αττικής και μιας ισογείου οικίας, επιφανείας 77,5 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 240%ο, αξίας, της όλης οικίας, 85.000 €. Ότι οι αδελφοί της 1) ………., (εκκαλών) και β) ……….., έχουν καταστεί εξ αδιαιρέτου συγκύριοι της ίδιας ως άνω οικίας, κατά ποσοστά ½ και ¼ αντιστοίχως. Ότι οι τελευταίοι, στις 4.11.2011 την απέβαλαν παράνομα και χωρίς τη θέλησή της από τη συννομή της ανωτέρω οικίας, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, έκτοτε δε και μέχρι την άσκηση της αγωγής  χρησιμοποιούν αυτήν οι ίδιοι. Ότι με βάση τη μισθωτική αξία της ιδανικής της μερίδας επί της οικίας κατά τις κρατούσες μισθωτικές συνθήκες για το παραπάνω χρονικό διάστημα, οι εναγόμενοι της οφείλουν το ποσό των  1.375 €, ως αποζημίωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού ακινήτου, άλλως, κατά τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία που υπέστη από την απώλεια των μισθωμάτων που αντιστοιχούν στην ιδανική μερίδα της, ως αποτέλεσμα της προαναφερθείσας παράνομης αποβολή της από τη συννομή και της εντεύθεν αδυναμίας κοινής χρήσης και εκμετάλλευσης αυτού. Ότι εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη  και δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ποσού 5.000 €, το οποίο οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας. Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής : α) να αναγνωρισθεί συννομέας της ως ανω οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου κατά το ως άνω  ποσοστό της, (1/4) εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της  αποδώσουν τη συννομή της κατά το μερίδιό της, επικουρικά δε να διαταχθεί η αποβολή τους από τη συννομή και η απόδοση σε αυτήν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και β) να υποχρεωθούν να της καταβάλουν εις ολόκληρον τα ποσά των 5.000 € ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων επί της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου, και 1.375 €, (ήτοι το ποσό των 125 € μηνιαίως που αντιστοιχεί στην αποζημίωση χρήσης με βάση τη μισθωτική αξία της ιδανικής της μερίδας κατά τις κρατούσες συνθήκες για χρονικό διάστημα 11 μηνών, ήτοι από την αποβολή της από τη συννομή μέχρι την άσκηση της αγωγής), άλλως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις ως αποζημίωση λόγω της απώλειας των μισθωμάτων που αντιστοιχούν στο ιδανικό της μερίδιο λόγω της παράνομης αποβολής της από τη συννομή και της εξ αυτής αδυναμίας εκμίσθωσής του (καθώς και το ποσό των 5.000 € από τη 2η εναγομένη λόγω της προσβολής της συννομής της επί του δικαιώματος υψούν επί του Γ΄υπέρ το ισόγειο ορόφου), και τα παραπάνω ποσά  νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, (αφού απέρριψε την αγωγή ως προς τη 2η εναγομένη), έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον 1ο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα και αφού αναγνώρισε την ενάγουσα – εφεσίβλητη συννομέα κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου επί της προαναφερθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας, υποχρέωσε τον 1ο  εναγόμενο να της αποδώσει τη συννομή κατά το ανωτέρω  ποσοστό, καθώς και να της καταβάλει το ποσό των 1.825 €, ήτοι τα ποσά των 825 € (ήτοι 75 € μηνιαίως ως αξία αποκλειστικής χρήσης κατά το ποσοστό της ενάγουσας επί 11 μήνες) και των 1.000 € ως χρηματική ικανοποίηση για την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος συννομής της κατά τα ανωτέρω. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την, μετά από παραδοχή της έφεσής του, εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό όπως απορριφθεί καθ΄ολοκληρίαν η αγωγή της εφεσιβλήτου. Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτοτυπικές φωτογραφικές απεικονίσεις, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι είναι αδελφοί και κατοικούν  στην επί της οδού …….. πολυκατοικία, στην οποία, πέραν της συγκυριότητας επί άλλων οριζοντίων ιδιοκτησιών αυτής, συνομολογείται ότι η εφεσίβλητη – ενάγουσα έχει καταστεί αποκλειστική κυρία του διαμερίσματος του Α΄ ορόφου, η …….. (2η εναγομένη και μη διάδικος στην παρούσα κατ΄ έφεση δίκη) έχει καταστεί αποκλειστική κυρία του διαμερίσματος του Β΄ορόφου, ενώ ως προς την οριζόντια ιδιοκτησία – διαμέρισμα του ισογείου, οι διάδικοι έχουν καταστεί εξ αδιαιρέτου συγκύριοι αυτής κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο εκκαλών – 1ος εναγόμενος, και από ¼ εξ αδιαιρέτου κάθε μία από τις εφεσίβλητη – ενάγουσα και η μη διάδικος αδελφή του. Στο ισόγειο αυτό διαμέρισμα κατοικούσε  η μητέρα τους μέχρι το θάνατό της το έτος 2011, μαζί με την οποία το συννέμονταν κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου έκαστος, έκτοτε δε συνέχισαν να ασκούν τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής κατά τα ποσοστά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ωστόσο, στις 4.11.2011, ο εναγόμενος – εκκαλών, άλλαξε την κλειδαριά του διαμερίσματος με συνέπεια η ενάγουσα – εφεσίβλητη να μην έχει πρόσβαση σε αυτό, μετέφερε δε προσωπικά της αντικείμενα που αυτή διατηρούσε εντός του διαμερίσματος σε άλλον χώρο, χωρίς να της τα επιστρέψει. Επιπροσθέτως, προέβη σε εκτεταμένη ανακαίνιση του διαμερίσματος και άρχισε να κατοικεί σε αυτό. Με τις ανωτέρω ενέργειές του, που έλαβαν χώρα χωρίς τη θέληση, ούτε τη γνώση της εφεσίβλητης – ενάγουσας, η οποία απουσίαζε εκτός Αττικής μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 2012, ο εκκαλών – εναγόμενος την απέβαλε παράνομα από τη συννομή της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι μετά την κοινοποίηση της από 28.2.2012 εξώδικης διαμαρτυρίας της εφεσίβλητης – ενάγουσας προς τον εκκαλούντα – εναγόμενο σχετικά με την αυθαίρετη κατάληψη του διαμερίσματος και την παράνομη αποβολή της από τη συννομή αυτού,  ο εκκαλών – εναγόμενος προσκάλεσε την εφεσίβλητη – ενάγουσα σε συνέλευση των κοινωνών στις 9.5.2012, δηλαδή 6 μήνες μετά την αποβολή της από τη συννομή της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας, προκειμένου να αποφασίσουν σχετικά με την παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης αυτής από τον εκκαλούντα και τον καθορισμό αποζημίωσης χρήσης προς την εφεσίβλητη και την έτερη αδελφή τους. Κατά τη συνάντηση αυτή στην οποία η εφεσίβλητη – ενάγουσα δεν παρέστη λόγω νέας απουσίας της εκτός Αττικής, οι παριστάμενοι εκκαλών – εναγόμενος και η έτερη αδελφή των διαδίκων ………, κατήρτισαν το ταυτόχρονο «πρακτικό συνέλευσης κοινωνίας συνιδιοκτητών της επί της οδού ……….. στο Κερατσίνι Αττικής πολυόροφης οικοδομής», στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και η απόφαση των παρισταμένων συνιδιοκτητών, δηλαδή του εκκαλούντος και της ως άνω έτερης αδελφής τους, αντιπροσωπευόντων εξ αδιαιρέτου ποσοστά ½ και ¼, αντίστοιχα, όπως προβούν σε επιδιορθώσεις της οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου με οικοδομικές εργασίες συνολικού κόστους 17.000 € και στη συνέχεια να παραχωρηθεί αυτή για αποκλειστική χρήση στον εκκαλούντα από 1.9.2012 και για χρονικό διάστημα 10 ετών τουλάχιστον, με αντίστοιχη υποχρέωση του τελευταίου για καταβολή αποζημίωσης για την αποκλειστική αυτή χρήση, ποσού 30 € μηνιαίως σε κάθε μία από τις αδελφές του, ήτοι την εφεσίβλητη και την ………… Ωστόσο, η απόφαση αυτή των παρισταμένων συγκοινωνών, ανεξαρτήτως του ότι έλαβε χώρα μετά την αποβολή της εφεσίβλητης – ενάγουσας από τη συννομή της οριζόντιας ιδιοκτησίας, δεν επιδρά ούτε επηρεάζει τη μερίδα του εκκαλούντος, αφού αφορά την κατάρτιση δικαιοπραξίας εκ μέρους της πλειοψηφίας με τον ίδιο ως τρίτο,  και ως εκ τούτου, η μερίδα αυτού (1/2 εξ αδιαιρέτου) δεν μπορεί να ληφθεί υπ΄όψιν για το σχηματισμό της πλειοψηφίας, καθώς αποβαίνει σε αυτοσύμβαση, (ΑΚ 235) και καθιστά την απόφαση αυτοδικαίως άκυρη, δεδομένου ότι η απόφαση της πλειοψηφίας δεν αφορά μόνο στις εσωτερικές σχέσεις των κοινωνών αλλά ενέχει και εξουσία αντιπροσώπευσης, (ΑΠ 255/2000, Δνη 41.1025, ΕφΠειρ 845/2004, ΕΔΙΚΠΟΛΥΚ 2006.292), δημιουργώντας σύγκρουση συμφερόντων των κοινωνών, με περαιτέρω συνέπεια την έλλειψη νομιμότητας της απόφασης με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, (Γεωργιάδης Σταθόπουλος ΕρμΑΚ, κάτω από το άρθρο 789 ΑΚ, σημ. 24, 32, σελ. 171, 172). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η δικαστική παρέμβαση προς τον καθορισμό διοίκησης και χρήσης του κοινού, (ΑΚ 790), μπορεί να ζητηθεί με σχετική αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει συμφωνία όλων ή της πλειοψηφίας των κοινωνών, καθώς, εάν υπάρχει τέτοια απόφαση των κοινωνών, παρέλκει η ρυθμιστική παρέμβαση του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος ισχυρίζεται αφ΄ενός μεν ότι υπάρχει  τέτοια απόφαση και δη της πλειοψηφίας των κοινωνών που σχηματίστηκε στις 9.5.2012, ως ανωτέρω, αφ΄ετέρου δε ότι το Δικαστήριο μπορεί να καθορίσει τη χρήση του κοινού ως άνω διαμερίσματος, παραχωρώντας την υπό τη νομική μορφή της μίσθωσης ή του χρησιδανείου στον εκκαλούντα, χωρίς προσκόλληση στους τύπους. Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι αντιφατικός και ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η ισχυριζόμενη από τον εκκαλούντα απόφαση της πλειοψηφίας δεν είναι έγκυρη, όπως αναφέρθηκε στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, ενώ δεν ζητήθηκε η ρυθμιστική παρέμβαση του Δικαστηρίου με τον ισχυρισμό ότι ελλείπει απόφαση των κοινωνών, παμψηφίας ή πλειοψηφίας, (ΑΠ 1118/1995, Δνη 38.589, ΑΠ 1769/1998, Δνη 32.92). Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 Α.Κ.: “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.” Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (πρβλ. Ολ Α.Π. 16/2006, 17/1995, 62/1990, Α.Π. 1871/2014, 1504/2013, 1623/2012, 91/2011, 1130/2011, 1521/2009, 279/2008, 298/2008). Περαιτέρω, εάν η ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά τα οποία, συνολικώς εκτιμώμενα προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ασκούμενο δικαίωμα, τα περιστατικά αυτά, προς το κατά τα άρθρα 262, 269 και 527 ΚΠολΔ αντίστοιχο δικαίωμα του εναγομένου, αποτελούν, κάθε ένα εξ αυτών, κεχωρισμένα «πράγματα», υπό την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ. Συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λάβει υπ΄όψιν του και να συνεκτιμήσει όλα τα περιστατικά τα οποία έχει προβάλλει ο εναγόμενος προς θεμελίωση της προαναφερθείσας ένστασης, τα οποία ομού συντρέχοντα, δύνανται να προσδώσουν καταχρηστικό χαρακτήρα στην άσκηση του δικαιώματος. Αυτό δεν συμβαίνει, όταν το Δικαστήριο έλαβε υπ΄όψιν του όλα τα προβληθέντα προς θεμελίωση της ένστασης  πραγματικά περιστατικά, αλλ΄απέρριψε μερικά από αυτά για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο, (ΑΠ 1080/2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΠειρ 20/2015, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για την παραδεκτή προβολή της  ένστασης του άρθρου 281 ΑΚ, απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Έτσι, κατά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό απαιτείται προβολή όλων των περιστατικών επί των οποίων θεμελιώνεται η κατάχρηση του δικαιώματος, να γίνεται επίκληση ότι αυτά συνολικώς συνιστούν τέτοια άσκηση και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής. Συνακόλουθα, η χωρίς δικαιολογημένη αιτία, κατά τα άρθρα 269 παρ. 2 και 527 ΚΠολΔ, παράλειψη προβολής κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όλων των περιστατικών στα οποία θεμελιώνεται η ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, καθώς και αντίστοιχου αιτήματος απόρριψης της αγωγής ως καταχρηστικής, συνεπάγεται απόρριψη της ένστασης ως απαράδεκτης, σε περίπτωση προβολής της στο Εφετείο για πρώτη φορά, (ΟλΑΠ 472/1983, ΝοΒ 32.48, ΑΠ 568/2014,ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 516/2015, ΝΟΜΟΣ).  Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος με τον ισχυρισμό του που περιλαμβάνεται στον 1ο λόγο της κρινόμενης  έφεσης, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε τον ισχυρισμό που είχε προβάλει στην πρωτοβάθμια δίκη περί καταχρηστικότητας της άσκησης της αγωγής λόγω της ύπαρξης της από 9.5.2012 ως άνω απόφασης της πλειοψηφίας των συγκοινωνών του ένδικου διαμερίσματος, περί παραχώρησης της χρήσης αυτού στον ίδιο. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, προκύπτει ότι ο εκκαλών – εναγόμενος προέβαλε την εν λόγω ένσταση πριν από την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά της εκκαλουμένης, επιπροσθέτως δε στις έγγραφες κατατεθείσες προτάσεις της πρωτοβάθμιας δίκης επανέλαβε, ότι η κρινόμενη αγωγή ασκείται καταχρηστικά λόγω της ύπαρξης ειλημμένης απόφασης από την πλειοψηφία των συγκοινωνών, (κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου των ισχυρισμών του), χωρίς όμως α) να εκθέτει περισσότερα και δη όσα εκθέτει στην παρούσα δίκη, περιστατικά, και β) να αιτείται την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτόν. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην αμέσως προηγουμένη νομική σκέψη και όσα προαναφερθέντα αποδείχθηκαν σχετικά με την έλλειψης νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης της πλειοψηφίας των συγκοινωνών, η κατά τον ανωτέρω τρόπο προβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε αυτήν, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, έστω και εν μέρει με διάφορη αιτιολογία η οποία συμπληρούται δια της παρούσης. Εξάλλου, στην παρούσα δίκη ο εκκαλών – εναγόμενος, παραπονούμενος για την απόρριψη της εν λόγω ένστασης από την εκκαλουμένη, επικαλείται επιπλέον περιστατικά, πέραν της νομιμότητας της απόφασης των συγκοινωνών, ήτοι  τη συγγενική τους σχέση ως αμφιθαλή αδέλφια, τη  συγκατοίκηση αυτού στο ένδικο διαμέρισμα με τα δύο εκ των (ενηλίκων) τέκνων του, την έλλειψη άλλης περιουσίας και την ισχυριζόμενη κατάσταση ανεργίας του, τα οποία δεν είχε επικαλεστεί στις πρωτόδικες προτάσεις του ως περιστατικά συνεκτιμώμενα για τη θεμελίωση της ένστασης της ΑΚ 281, επιπροσθέτως δε δεν επικαλείται δικαιολογημένη αιτία για την, για πρώτη φορά επίκλησή τους προς θεμελίωση της ένστασής του από το άρθρο 281 ΑΚ, στην παρούσα, κατ΄έφεση δίκη. Συνεπώς,  απαραδέκτως, (269, 527 ΚΠολΔ), λόγω της αδικαιολογήτως βραδείας προβολής  προτείνεται η από την ΑΚ 281 ένστασή του με βάση τα περιστατικά αυτά και ο σχετικός (1Ος) λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, ο μάρτυρας της ενάγουσας – εφεσίβλητης  κατέθεσε αόριστα ότι από πληροφορίες που συνέλεξε από την περιοχή, η μισθωτική αξία του διαμερίσματος ανέρχεται στα 590 € μηνιαίως, ενώ κατά το μάρτυρα του εναγομένου η μισθωτική αξία του διαμερίσματος ανέρχεται σε 160 – 200 € μηνιαίως. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω μάρτυρας απάντησε ανεπτυγμένα ότι η αναλογία της ενάγουσας – εφεσίβλητης με βάση το ποσοστό συνιδιοκτησίας της επί του ακινήτου που είναι ¼ εξ αδιαιρέτου, ανέρχεται σε 40 – 50 € μηνιαίως, δηλαδή όσα προσέφερε ο εκκαλών – εναγόμενος να της δίνει ως αποζημίωση χρήσης.  Από τον απλό αυτό μαθηματικό υπολογισμό προκύπτει ότι η μισθωτική αξία του ένδικου διαμερίσματος κατά τον κρίσιμο χρόνο  δεν ξεπερνά τα 230 €  μηνιαίως, ενώ η αναφορά του ίδιου μάρτυρα στο ποσό των 300 € έγινε το μεν με επιφύλαξη, το δε αορίστως. Σχετικά με την ως άνω μισθωτική αξία του ένδικου διαμερίσματος πρέπει να ληφθούν υπ΄όψιν και τα κατασκευαστικά στοιχεία αυτού, τα οποία η εφεσίβλητη – ενάγουσα δεν αμφισβητεί. Συγκεκριμένα, πρόκειται για κατασκευή  του 1970, χωρίς σύστημα κεντρικής θέρμανσης, χωρίς ηλιακό θερμοσίφωνα, χωρίς ντουλάπες ρουχισμού στα δύο υπνοδωμάτια, χωρίς ασφαλή εξώπορτα και κουφώματα παρότι βρίσκεται στο ισόγειο, (βλ. από 5.12.2013 «εκτίμηση πραγματοποιηθέντος κόστους εργασιών επισκευής και ανακαίνισης ισογείου διαμερίσματος» του πολιτικού μηχανικού ……..). Συνεπώς, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η μισθωτική αξία του ένδικου διαμερίσματος ανέρχεται στο ποσό των 300 € και ο σχετικός λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Περαιτέρω, στο πεδίο των αδικοπρακτικών, (ΑΚ 914), σχέσεων και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ, ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει «εύλογη», (έννοια που εμπεριέχεται σε αυτήν της «ανάλογης»), κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση δηλαδή, χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης έλαβε υπ όψιν του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, στερώντας έτσι το έδαφος της άμεσης εφαρμογής του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού η ευθεία επίκληση της διάταξης αυτής στερείται σημασίας καθώς δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικό σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου ΑΚ 932, προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Συγκεκριμένα, κατά τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης από το Δικαστήριο, επιβάλλεται να τηρούνται τα όρια που διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου αίσθηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, τα οποία αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και αυτό διότι μία απόφαση με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη περίπτωση, το δικαίωμα στην περιουσία του υποχρέου. Η αρχή αυτή εκφράζεται και στη διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια της ανεκτής αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο με το οποίο ένα άτομο αποστερείται ένα θεμελιακό δικαίωμά του, όπως η ιδιοκτησία του, (ΟλΑΠ 1/2015), ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2015.578, ΑΠ 76/2016, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών – εναγόμενος, παραπονείται κατά της εκκαλουμένης απόφασης  με τον 3ο λόγο της έφεσής του ότι το επιδικασθέν υπέρ της εφεσίβλητης – ενάγουσας, λόγω χρηματικής ικανοποίησης, ποσό των 1.000 €, είναι υπερβολικό, εν όψει της δικής του κακής οικονομικής κατάστασης σε αντίθεση με την ιδιαίτερα καλή οικονομική και περιουσιακή κατάσταση της αντιδίκου του, της αδιαφορίας της ως προς την εκμετάλλευση του ισογείου διαμερίσματός τους και της πεποίθησής του ότι η απόφαση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών ήταν έγκυρη και νόμιμη. Λαμβάνοντας δε υπ΄ όψιν τις προαναφερθείσες  συνθήκες υπό τις οποίες ο εκκαλών ενήργησε την παράνομη αποβολή της εφεσίβλητης από τη συννομή της ισόγειας ως άνω οριζόντιας συνιδιοκτησίας τους, της αυθαίρετης εγκατάστασης του εκκαλούντα – εναγομένου σε αυτήν, της δεδομένης έλλειψης απόφασης της παμψηφίας ή της πλειοψηφίας των κοινωνών καθώς αυτή δεν μπορεί να σχηματιστεί με συνυπολογισμό της μερίδας του εκκαλούντος – εναγομένου ως ανωτέρω, ή της ρυθμιστικής παρέμβασης του Δικαστηρίου, η οποία δεν ζητήθηκε,  το πταίσμα αυτού, την έκταση της προκληθείσας οικονομικής ζημίας της εφεσίβλητης η οποία στερήθηκε τη συννομή αυτού την οποία ενεργούσε μέχρι τη στιγμή της αποβολής έχοντας μάλιστα τοποθετήσει προσωπικά αντικείμενα εντός αυτού τα οποία ο εκκαλών – εναγόμενος δεν της επέστρεψε, ενώ παράλληλα προέβη σε εκτεταμένη ανακαίνιση αυτού χωρίς τη συναίνεσή της, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση των διαδίκων πλευρών για την οποία προκύπτει κατά βάση η διαφορά της ύπαρξης απολύτου κυριότητας της εφεσίβλητης – ενάγουσας της οικίας της επί του 1ου ορόφου της ίδιας οικοδομής),  η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ανέρχεται στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο προσδιόρισε τη χρηματική ικανοποίηση στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Εν όψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προ εξέταση, και γενομένων δεκτών των αντίστοιχων λόγων έφεσης πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και να δικαστεί κατ΄ουσίαν. Στη συνέχεια η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο (1ος) εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό  των χιλίων τριακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών, (1.332,5 €), [ήτοι (230 € ως μηνιαία μισθωτική αξία Χ ¼ που αντιστοιχεί στο εξ αδιαιρέτου ποσοστό της ενάγουσας = 57,5 € μηνιαίως Χ 11 μήνες = 632,5 €) συν 700 € ως χρηματική ικανοποίηση)] και δη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 εδ. τελ. ΚΠολΔ. Τέλος, η  δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης – ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του εκκαλούντος – εναγομένου κατά το λόγο της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, (176, 178, 183 και 191 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου με αριθμό ……./4.9.2015 στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 2157/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (Τακτική Διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει την από 23.10.2012, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……/2012)  αγωγή.

Δέχεται την αγωγή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη.

Υποχρεώνει τον εκκαλούντα – εναγόμενο να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το ποσό των χιλίων τριακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (1.332,5 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος μέρος των  δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ποσού χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Ιανουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ