Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 39/2017

Αριθμός  39/2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 29-12-2015 (αριθμ.εκθ.καταθ……/2015) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου που στρέφεται κατά της υπ΄αριθμ. 3469/2015 οριστικής απόφασης του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2 , 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ). Στις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Εξάλλου, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι’), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ.ΑΠ 1358/2015, ΑΠ 1767/2013,  ΑΠ 1490/2008, ΕφΠειρ 375/ 2014, ΕφΑθ 1781/2012,  ΕφΑθ 374/2010, ΕφΑθ 2888/ 2009,  ΔΕφΑθ 4565/2013, ΔΕφΑθ 1703/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως, διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας να δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 13/2013, 28/2011, 18/2009, 2/1993, 42/1990). Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 1 του ν. 2286/1995, οι συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., οφείλουν να καταρτίζονται εγγράφως, η δε διαδικασία τους ρυθμίζεται ήδη από το π.δ/γμα 118/2007, που αντικατέστησε το π.δ/γμα 394/1996. Γενικότερα ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρ. 41 του ν.δ/τος 496/1974 “περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.” ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και μεταγενέστερα κατά την υπ` αριθ. 2054839/452/0026/3 – 9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β`447/1992) 150.000 δραχμών ή 440,20 ευρώ, ήδη δε κατά την υπ` αριθ. 2/59649/ 0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ Β`1427/2001) 2.500 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρ. 4§1 και 20 §1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του άρθρ. 1§1 του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1372/2012), συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 84 του ν.δ/τος 321/1969 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” και ήδη με τις διατάξεις του άρθρ. 80 του μεταγενέστερου ν. 2362/1995 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ/γμα), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι` αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρ. 158 και 159§1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρ. 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΟλΑΠ 862/1984, ΑΠ 1626/1995, 181/2004, 1161/2009, 1135/2010, 1057/2011, 766/2014). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904 – 913 του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΑΠ 541/1978, 1646/1995, 250/2006, 322/2010, 1378/2011, 1462/2012, 766/2014). Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι` αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (Ολ. ΑΠ 218/1977). Με την από 21-11-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2011)  αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία στρεφόμενη κατά του εναγομένου Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου .. «………….» και ήδη εκκαλούντος, απευθυνόμενη ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εξέθετε ότι βάσει του καταστατικού της έχει ως αντικείμενο εργασιών : α) την ανάληψη και εκτέλεση πάσης φύσεως τεχνικών έργων (συμπεριλαμβανομένων και των εργασιών συντήρησης αυτών), την κατασκευή ηλεκτρικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων, την συντήρηση και επίβλεψη λειτουργίας ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων  β) την ανάληψη και εκπόνηση μελετών τεχνικών έργων  γ) την εισαγωγή και εμπορία πάσης φύσεως υλικών, μηχανημάτων που σχετίζονται με την εκτέλεση τεχνικών έργων, όπως και άλλων δραστηριοτήτων όπως λεπτομερώς περιγράφονται τόσο στο αρχικό καταστατικό της όσο και στο τροποποιημένο με την υπ αριθμ. …./23-06-2011 πράξη της Συμβ/ φου Αθηνών  …………., με την οποία αυτή (ενάγουσα εταιρεία) μετατράπηκε από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης σε ανώνυμη εταιρεία και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ των Ανώνυμων Εταιριών και καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι δυνάμει των αναφερομένων σ΄αυτήν (αγωγή) διαδοχικών, συναφθεισών μεταξύ της ίδιας και του εναγομένου ΝΠΔΔ, κατά το χρονικό διάστημα 2005- 2010, έγγραφων συμβάσεων έργου καθώς και πώλησης ειδών της εμπορίας της, εκτέλεσε όλες τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή επιμέρους εργασίες και πώλησε όλα τα κατ΄είδος, ποσότητα και τιμή περιγραφόμενα υλικά και μηχανήματα, τα οποία παραδόθηκαν στο εναγόμενο και για τα οποία εκδόθηκαν τα ενσωματούμενα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών συνολικού ποσού μετά ΦΠΑ 77.260,90 ευρώ και πώλησης αγαθών συνολικού ποσού μετά ΦΠΑ 47.897,50 ευρώ αντίστοιχα, Ότι το εναγόμενο αν και αποδέχθηκε τις σχετικές ως άνω εργασίες και παρέλαβε  ανεπιφύλακτα τα ως άνω πωληθέντα είδη, ωστόσο αρνείται την εξόφληση του τιμήματος των ανωτέρω υπηρεσιών και πωλήσεων αν και οχλήθηκε επανειλημμένα προς τούτο. Με βάση το ως άνω ιστορικό και ισχυριζόμενη περαιτέρω η ενάγουσα ότι το επιμέρους, εκ του κάτωθι συνολικά αιτούμενου , ποσό των 10.234 ευρώ, το οποίο αφορά στο υπ΄αριθμ. …../1-9-2005 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της οφείλεται σύμφωνα με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις,  ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατ΄άρθρ.223 και 224 του ΚΠολΔ ,κατά το ποσό των 44.286 ευρώ που αφορούσε το  εξοφληθέν από το εναγόμενο υπ΄αριθμ. …./12-4-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, να υποχρεωθεί το εναγόμενο με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να της καταβάλει το ποσό των 80.872,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την έκδοση εκάστου τιμολογίου και μέχρι την εξόφληση και τέλος να καταδικασθεί στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση η οποία αφού απέρριψε ό,τι έκρινε ως απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά εν μέρει ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 70.638,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εκκαλούν – εναγόμενο με την κρινόμενη έφεση και με το μοναδικό λόγο της, προβάλλοντας την αιτίαση ότι λανθασμένα η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε την ένδικη υπόθεση, εφ` όσον δεν είχε δικαιοδοσία προς τούτο, δοθέντος ότι η επίδικη διαφορά υπήγετο, ως διοικητική διαφορά, στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Όμως, η ένδικη αγωγή με το περιεχόμενο και αίτημα αυτής που προεκτέθηκε, εισάγει διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και όχι σ` αυτήν των διοικητικών δικαστηρίων, αφού ούτε από τις μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσες συμβάσεις έργου και πώλησης εμπορευμάτων,  ούτε από το κανονιστικό καθεστώς που τις διέπει ούτε από ρήτρες σ` αυτές προκύπτει ότι το εκκαλούν νοσοκομείο, που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, βρισκόταν, χάριν του σκοπού που επιδιώχθηκε με τις συμβάσεις, σε υπερέχουσα θέση, η οποία δεν προσιδιάζει στον με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, έναντι της αντισυμβαλλομένης του εφεσίβλητης εταιρείας.Οι εν λόγω δηλαδή συμβάσεις ρυθμίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο, καθόσον δεν περιελάμβαναν, ούτε άλλωστε γίνεται σχετική επίκληση στην αγωγή, ότι αυτές περιείχαν όρους που επέτρεπαν στο εναγόμενο νοσοκομείο μονομερείς επεμβάσεις σε όλο το συμβατικό πλαίσιο, ούτε διήποντο από εξαιρετικό υπέρ του τελευταίου νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς, έτσι ώστε να βρίσκεται σε υπερέχουσα θέση απέναντι στην εκτελέσασα τις άνω συμβάσεις έργου και πώλησης ενάγουσα, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται κυρίως ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως διοικητικής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δικάζοντας την αγωγή αυτή έκρινε πως η παραπάνω διαφορά, είναι ιδιωτικού δικαίου και ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την εκδίκασή της (απορρίπτοντας σιγή ως αβάσιμη την και αυτεπαγγέλτως ερευνώμενη ένσταση του εκκαλούντος – εναγόμενου Νοσοκομείου περί έλλειψης δικαιοδοσίας αυτού), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ως εκ τούτου ο αντίθετος περί των ανωτέρω ισχυρισμός του εναγομένου που αποτελεί τον μοναδικό λόγος έφεσης  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος όπως και η υπό κρίση έφεσή του , ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της.Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Σημειώνεται δε, ότι παρά το γεγονός ότι το ΝΠΔΔ που ηττάται απολαμβάνει όλων ανεξαιρέτως των προνομίων που παρέχονται στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρ. 99 §§ 1, 2 ΠΔ 30/1996, 28 Ν. 2579/1998) δεν συνεπάγεται τον κατ’ άρθρο 22 § 1 του Ν. 3693/1957 περιορισμό του ύψους της σε βάρος του δικαστικής δαπάνης και τούτο διότι η νομική υπηρεσία αυτού δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 1617/1999, ΕφΑθ 130/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3469/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία). ΚΑΙ

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 12η Ιανουαρίου 2017   και δημοσιεύθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2017 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ