Αριθμός 63/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το με αριθμό ………. δικόγραφο κλήσης επαναφέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……. και ……. εφέσεις μετά τη με αριθμό 615/2017 µη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, µε την οποία έγιναν δεκτές τυπικά οι ανωτέρω εφέσεις και αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτών, καθώς διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, προκειµένου να προσκοµιστούν µε επιµέλεια της εκκαλούσας- εφεσίβλητης ανώνυµης εταιρείας µε την επωνυµία «……….. Α.Ε.» τα κατατεθέντα στη Γραµµατεία του Μονοµελούς Πρωτοδικείου και συνηµµένα στην από 19-2-2014 λογοδοσία της ως άνω διαδίκου (αριθµός έκθεσης κατάθεσης ……… του Γραµµατέα του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) έγγραφα.
Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ` έφεση δίκη (άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ): «το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο, ως εκ τούτου δε και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254, 271 επ., 280 ΚΠολΔ εάν κάποιος παρέστη κανονικά κατά την προηγουμένη συζήτηση, κατά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη, όπως και στην αντίστροφη περίπτωση, όταν δηλ. δεν παρέστη στην αρχική αλλά μόνο στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση δικάζεται κατ` αντιμωλία (ΟλΑΠ 30/1997 ΑΠ Δ/ΝΗ/1997 (1522), ΝΟΒ/1998 188, β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική-νομολογιακή ανάλυση, τ. Β`, σ. 165). Ισχυρισμοί μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς για πρώτη φορά και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αφού έως τη δεύτερη εκφώνηση της υπόθεσης αυτή θεωρείται ότι διαρκεί (ΕφΔωδ 212/2009 ΤΝΠ-Νόμος). Κατά συνέπεια δεν απαιτείται η κατάθεση νέων προτάσεων ούτε η επίκληση νέων αποδεικτικών μέσων ή η επανυποβολή των ενστάσεων. Επιπλέον, δεν είναι αναγκαία η παράσταση του διαδίκου στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση. Ο διάδικος που παρίσταται νόμιμα σε ένα από τα δύο στάδια, ενώ απουσιάζει από το άλλο δικάζεται κατ`αντιμωλία (βλ. ΕφΠατρ. 463/2009, ΕφΘεσ.2976/2005 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 473 ΚΠολΔ και 303 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος από οποιαδήποτε αιτία, είτε από το νόμο είτε από σύμβαση (π.χ εντολή, εταιρία) ή από οιονεί σύμβαση (διοίκηση αλλοτρίων) ή από διάταξη τελευταίας βουλήσεως, διαχειρίστηκε ξένη, ολικά ή μερικά, περιουσία (ή έστω και μια υπόθεση) η οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, υποχρεώνεται σε λογοδοσία προς εκείνον την περιουσία ή την υπόθεση του οποίου διαχειρίστηκε. Υποχρέωση δηλ. για λογοδοσία μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε σύννομη σχέση (ενοχικού ή εμπραγμάτου ή άλλου δικαιώματος). Εάν δε ο δοσίλογος δεν πείθεται εκουσίως να προβεί σε λογοδοσία, εξαναγκάζεται σ` αυτό υπό του δικαστηρίου με αγωγή, για την οποία όμως δεν είναι απαραίτητο στοιχείο ούτε η κατάθεση του λογαριασμού, δηλαδή των κατ` ιδίαν εισπράξεων και δαπανών, αφού αυτά είναι κατ` αρχήν άγνωστα στον ενάγοντα, θα προκύψουν δε από τους λογαριασμούς, παρατηρήσεις και αντιπαρατηρήσεις που θα υποβληθούν, αλλά αρκεί το γεγονός της DE FACTO διαχειρίσεως ξένης περιουσίας (Βλ. Γ. Μπαλής Ενοχ. Δ. παρ. 35, Α. Λιτζερόπουλος στην Ερμ.ΑΚ. αρθρ. 303 αριθ. 3, Ευκλείδης Πολ.Δικ. παρ. 296 σελ. 3, Β. Μπέης, Αι διαδικασίαι ενώπιον του Μον. Πρωτοδικείου τ.β` σελ. 187 επ., ΑΠ 1184/1980 Νοβ 29.543, Εφ. Πατρών 321/1984 Νοβ 1985. 137, Εφ.Α, 4433/1976 Νοβ. 25.210). Η σχετική δε δίκη λογοδοσίας διέρχεται δύο στάδια καθώς και ένα άλλο, που μεσολαβεί μεταξύ των δύο τούτων, ήτοι το προπαρασκευαστικό του δευτέρου σταδίου. Κατά το πρώτο στάδιο ερευνάται απ` το δικαστήριο αν ο εναγόμενος έχει υποχρέωση λογοδοσίας και αν μεν τούτο συνομολογείται, εκδίδεται μη οριστική απόφαση, με την οποία υποχρεώνεται ο δοσίλογος (εναγόμενος) όπως εντός ορισμένης προθεσμίας, καταθέσει α) έγγραφο λογαριασμό που θα παράσχει αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων της υπόθεσης που διαχειρίστηκε, ως και το από την αντιπαράθεση αυτή προκύπτουν καθώς β) και τις σχετικές με αυτά (έσοδα-έξοδα) δικαιολογητικές αποδείξεις, εφόσον τούτο συνηθίζεται από τον τόπο, όπου γίνεται η διαχείριση. Η κατάθεση δε αυτών γίνεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και συντάσσεται σχετική έκθεση. Αν ο εναγόμενος δεν καταθέσει το λογαριασμό, η απόφαση που έχει εκδοθεί γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας και, όταν τελεσιδικήσει, μπορεί να εκτελεστεί ως προς τις διατάξεις της για τη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση. Αν όμως ο εναγόμενος συμμορφωθεί προς την απόφαση και καταθέσει λογαριασμό ή κατάλογο με όλα τα σχετικά έγγραφα, η δίκη προχωρεί στο δεύτερο στάδιο, όπου ερευνώνται τα κονδύλια του λογαριασμού (άρθρο 475 § 2 ΠολΔ), εκδίδεται μη οριστική απόφαση που υποχρεώνει τον ενάγοντα δεξίλογο να αποδείξει τις εισπράξεις και τον εναγόμενο δοσίλογο τις δαπάνες και την αναγκαιότητά τους, ενώ εξάλλου αν για τη διευκρίνηση, εκκαθάριση, συσχέτιση των διαφόρων αμφισβητουμένων κονδυλίων του λογαριασμού απαιτούνται ειδικές γνώσεις λογιστικής το Δικαστήριο διατάζει και τη διενέργεια σχετικής πραγματογνωμοσύνης. Μετά δε τη διεξαγωγή των αποδείξεων εκδίδεται οριστική απόφαση και η διαφορά επιλύεται. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την επακολούθηση του δεύτερου σταδίου, είναι η τήρηση της προδικασίας από τον εναγόμενο δοσίλογο, δηλαδή η εκπλήρωση της υποχρέωσης προς λογοδοσία, που υλοποιείται με την κατάθεση του λογαριασμού και των σχετικών εγγράφων (ΑΠ 978/1997 ΕλλΔνη 39. 110, ΑΠ 402/1996 ΕλλΔνη 39. 368, ΕφΘ 185/1998 ΕλλΔνη 39.1390). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 368, 387 και 388 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί συγκεκριμένου ζητήματος ή η διάταξη νέας ή επαναλήψεως ή συμπληρώσεως της αρχικής από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 867/1988 623 Δ 31. 327). Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται όταν το δικαστήριο δεν έχει τις αναγκαίες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για να ελέγχει το περιεχόμενο της αρχικής γνωμοδοτήσεως, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται κατά τρόπο που κλονίζει το δικαστήριο (ΕφΑθ 363/1992, ΑρχΝ 1992. 756, ΕφΠειρ 1026/86 ΕλλΔνη 88. 710, ΕφΠειρ 1026/1986 ΕλλΔνη 29. 710).
Με τη με αριθμό ………… ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εφεσίβλητος επικαλέσθηκε τα ακόλουθα: Ότι η πρώτη εναγόµενη, ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη εταιρεία µε την επωνυµία «……….. Α.Ε.», δραστηριοποιείται στον κλάδο της αγοράς, πώλησης και διαχείρισης σκαφών αναψυχής και στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της παρέχει προς το κοινό επενδυτικές υπηρεσίες. Ότι κατά το χρονικό διάστηµα από τέλη του έτους 2003 και µέχρι τα τέλη του έτους 2004, ο ήδη εκκαλών εφεσίβλητος ενάγων συµφώνησε µε την ως άνω ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη εναγοµένη ανώνυμη εταιρία να αγοράσει, ως επένδυση, ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος τύπου SUN ODYSSEY 32, αξίας 92.000 ευρώ, µέρος του τιµήµατος του οποίου (ήτοι το 40% της αξίας αυτού) θα κατέβαλε προκαταβολικά ενώ το υπόλοιπο (ήτοι το 60% της αξίας αυτού) θα το εξοφλούσε μέσω δανείου που θα λάμβανε από την Τράπεζα Πειραιώς την αποπληρωµή του οποίου θα εγγυάτο η πρώτη εναγόµενη ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη. Ότι, δυνάµει του από 18-5-2004 ιδιωτικού συµφωνητικού ανάθεσης και ανάληψης διαµεσολάβησης, ανέθεσε στην πρώτη εναγοµένη την αποκλειστική διαχείριση του αγορασθέντος απ’ αυτόν σκάφους για χρονικό διάστηµα πέντε ετών, το οποίο µε µεταγενέστερη συµφωνία µεταξύ των συµβαλλοµένων παρατάθηκε για ένα επιπλέον έτος, κατά τη διάρκεια του οποίου η τελευταία θα προέβαινε για λογαριασµό του ενάγοντος στην εκναύλωση του πλοίου σε τρίτους, στην είσπραξη των ναύλων και στην πληρωµή, δια των εισπραχθέντων ναύλων, τόσο των δόσεων του δανείου, µε σκοπό την ολοσχερή εξόφλησή του εντός της ως άνω πενταετίας, όσο και κάθε άλλης λειτουργικής δαπάνης του πλοίου, συµπεριλαµβανοµένης και της αµοιβής της για τη διαχείριση του πλοίου, ενώ το τυχόν, µετ’ αφαίρεση των ανωτέρω εξόδων, υπόλοιπο των ναύλων, θα το κατέθετε σε λογαριασµό του ενάγοντος που θα τηρείτο στην Τράπεζα Πειραιώς. Ότι, επιπλέον, συµφωνήθηκε, η εναγόµενη εταιρεία να προβαίνει σε εκκαθάριση των ναύλων και την απόδοση λογαριασμού προς τον ενάγοντα µία φορά το µήνα και εντός δέκα ηµερών από τη λήξη του ή σε κάθε περίπτωση µε το τέλος της τουριστικής περιόδου. Ότι, επί του σκάφους ενεγράφη πρώτη απλή ναυτική υποθήκη υπέρ της δανείστριας τράπεζας προς εξασφάλιση της απόδοσης του δανείου και δεύτερη απλή υποθήκη υπέρ της πρώτης εναγοµένης προς εξασφάλιση τυχόν απαίτησής της έναντι του ενάγοντος σε περίπτωση που αυτή υποχρεωνόταν να καταβάλει από τη δική της περιουσία κάποιο ποσό προς την ανωτέρω τράπεζα σε εξόφληση της οφειλής από τη σύµβαση δανείου, λόγω του ότι αυτή εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτρια υπέρ του ενάγοντος για την καταβολή της ως άνω οφειλής. Ότι, µετά την πάροδο του συµφωνηθέντος χρόνου, και ενώ είχε εξοφληθεί συναινετικά η υπέρ της ως άνω τράπεζας πρώτη ναυτική υποθήκη επί του πλοίου, ήδη από 26.11.2009 λόγω ολοσχερούς εξόφλησης του δανείου από τους εισπραχθέντες ναύλους, η πρώτη εναγόµενη αρνήθηκε να συναινέσει στην εξάλειψη της υπέρ αυτής δεύτερης ναυτικής υποθήκης, αν και είχε υποχρέωση, κατά τα συµφωνηθέντα, να προβεί σ’ αυτήν εντός µηνός από την εξάλειψη της πρώτης ναυτικής υποθήκης, ισχυριζόµενη για πρώτη φορά περί το µήνα Φεβρουάριο του έτους 2010, ότι έχει απαίτηση κατά του ενάγοντος από τη διαχείριση του σκάφους, συνολικού ποσού 13.176 ευρώ. Ότι την ύπαρξη της απαίτησης αυτής αρνήθηκε ο ενάγων ήδη εκκαλών εφεσίβλητος, παράλληλα δε κάλεσε την πρώτη εναγοµένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη εκκαλούσα να λογοδοτήσει για τις διαχειριστικές πράξεις (εισπράξεις και πληρωµές) που πραγµατοποίησε κατά το χρονικό διάστηµα από 18-5-2004 έως 31-12-2009 και να προσκοµίσει τα σχετικά νόµιµα φορολογικά παραστατικά. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, επικαλούµενος αφενός ότι η πρώτη εναγόµενη αρνείται να του δώσει λεπτοµερή λογαριασµό για τις διαχειριστικές της πράξεις, αν και έχει προς τούτο κληθεί επανειληµµένως, αφετέρου δε ότι από ιδιωτική λογιστική πραγματογνωμοσύνη, που διενεργήθηκε κατ’εντολήν του µε βάση όσα φορολογικά παραστατικά του είχε αποστείλει η πρώτη εναγόµενη, προκύπτει πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτού ποσού 39.452,73 ευρώ, αιτήθηκε α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόµενη σε παροχή λογοδοσίας για τη διαχείριση της περιουσίας του κατά τη χρονική περίοδο από 18-5-2004 έως 21-12-2009 και ειδικότερα να υποχρεωθεί σε ανακοίνωση λογαριασµού διαχείρισης που να περιέχει αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή, να επισυνάψει δε τα νόµιµα φορολογικά παραστατικά, β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγοµένης να του καταβάλει το κατάλοιπο του λογαριασµού, ποσού 39.452,73 ευρώ µε το νόµιµο τόκο, γ) σε περίπτωση µη κατάθεσης του λογαριασµού εκ µέρους της πρώτης εναγοµένης, ί) να απειληθεί κατ’ άρθρο 946 ΚΠολΔ κατά της πρώτης εναγοµένης χρηµατική ποινή ύψους 10.000 ευρώ και κατά της δεύτερης εναγοµένης, ήδη δεύτερης εφεσίβλητης, νόµιµης εκπροσώπου της πρώτης προσωπική κράτηση ενός µηνός και ίί) να καταδικασθεί η πρώτη εναγόµενη να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό, ως πιθανολογούµενο έλλειµµα της διαχείρισής της και δ) να καταδικασθεί η πρώτη εναγόµενη στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο µε την εκκαλούµενη με αριθμό 6483/2013 απόφασή του (σε πρώτο στάδιο), αφού έκρινε ορισµένη και νόµιµη την αγωγή (άρθρα 303,718,719 ΑΚ,176,473-477 και 946 παρ. 1 ΚΠολΔ), πλην του αιτήµατος περί καταβολής τόκων, ως προς το οποίο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας του, δέχθηκε την αγωγή κατά το περί λογοδοσίας αίτηµά της και α) υποχρέωσε την πρώτη εναγοµένη να παράσχει λογοδοσία στον ενάγοντα αναφορικά µε τη διαχείριση του ένδικου πλοίου του κατά το χρονικό διάστηµα από 18-5-2004 έως 31-12- 2009, β) όρισε προθεσµία δύο (2) µηνών από την επίδοση προς αυτήν (α’ εναγοµένης) της απόφασης, εντός της οποίας έπρεπε να καταθέσει στη Γραµµατεία του Δικαστηρίου λογαριασµό, ο οποίος να περιέχει πλήρη αντιπαράθεση των γενοµένων εσόδων και εξόδων, καθώς και το αποτέλεσµα της αντιπαράθεσης αυτής επισυνάπτοντας ταυτόχρονα όλα τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα, γ) καταδίκασε την πρώτη εναγοµένη σε χρηµατική ποινή ύψους 3.000 ευρώ υπέρ του ενάγοντος και τη δεύτερη εναγοµένη σε προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) µηνός, για την περίπτωση µη συµµόρφωσης της πρώτης εξ αυτών στην ανωτέρω υποχρέωσή της, δ) καταδίκασε την πρώτη εναγοµένη στην καταβολή του πιθανολογούµενου ελλείµµατος, ποσού 39.452,73 ευρώ στον ενάγοντα, για την περίπτωση µη εµπρόθεσµης κατάθεσης του λογαριασµού µε τα δικαιολογητικά, ε) επιφυλάχθηκε στο στάδιο εκείνο αναφορικά µε το αίτηµα περί καταβολής του καταλοίπου του λογαριασµού για το µετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσµίας στάδιο της δίκης και στ) καταδίκασε την πρώτη εναγοµένη στα δικαστικά έξοδα τoυ ενάγοντος. Στη συνέχεια μετά την κατάθεση λογοδοσίας από την πρώτη εναγομένη στις 20-2-2014 στη γραµµατεία του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου µε τα επισυναπτόµενα σ’ αυτήν δικαιολογητικά έγγραφα και τη διεξαγωγή δίκης σε δεύτερο στάδιο, εκδόθηκε από το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο η εκκαλούµενη με αριθμό 1950/2015 οριστική απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγοµένη …………. και δέχθηκε εν µέρει αυτήν ως προς την πρώτη εναγοµένη εταιρεία µε την επωνυµία «………Α.Ε.» ως ουσιαστικά βάσιµη και αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 34.067,03 ευρώ, καταδίκασε δε την πρώτη εναγοµένη σε µέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Ήδη κατά των παραπάνω αποφάσεων παραπονούνται οι εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι δηλαδή ο ενάγων εκκαλών και η πρώτη εναγομένη εφεσίβλητη για εσφαλµένη ερµηνεία και εφαρµογή του νόµου και κακή εκτίµηση των αποδείξεων, κατά τους ειδικότερα εκτιθέµενους λόγους των κρινόµενων εφέσεών τους, αιτούμενοι να εξαφανισθεί η εκκαλουµένη, ώστε, κατά µεν τον εκκαλούντα -ενάγοντα η αγωγή να γίνει δεκτή στο σύνολό της, κατά δε την εκκαλούσα- πρώτη εναγόµενη να απορριφθεί στο σύνολό της η κατ’ αυτής ένδικη αγωγή. Με τη με αριθμό 615/2017 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου συμπεριλήφθηκαν σκέψεις (και όχι διατάξεις) που αφορούν το μη βάσιμο του εβδόμου λόγου της …………….εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα πρώτη εναγομένη παραπονείτο για αοριστία της αγωγής, επιπλέον κρίθηκε ότι μη ορθώς η εκκαλουμενη με αριθμό 6483/2013 απόφαση παρέλειψε να επιδικάσει τόκους υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής κρίνοντας έτσι το Δικαστήριο τούτο βάσιμο τον πρώτο λόγο της με αριθμό …………….εφέσεως του ενάγοντος, ενώ αντίθετα έκρινε νομικά αβάσιμο το δεύτερο λόγο εφέσεως του με τον οποίο αυτός παραπονείτο ότι δεν λήφθηκε υπόψη η με αριθμό …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς. Τέλος εξέτασε την ουσία της υπόθεσης και έκρινε ότι η πρώτη εναγομένη δεν παρείχε αναλυτική ενημέρωση στον ενάγοντα σε ετήσια βάση για τους ναύλους που είχε εισπράξει και για τις πληρωμές που είχε πραγματοποιήσει παρά το ρητό όρο του από 18.5.2004 ιδιωτικού συμφωνητικού και ότι ο λογαριασμός που μετά από οχλήσεις του παρέδωσε και εμφάνιζε χρεωστικό σε βάρος του υπόλοιπο ύψους 13.176,77 ευρώ ήταν ατελής, καθόσον δεν αναφέρονταν σ’ αυτόν αναλυτικά τα έσοδα από την εκναύλωση του πλοίου, δηλαδή το ποσό του ναύλου για κάθε εκναύλωση, η τυχόν χορηγηθείσα έκπτωση, ούτε οι ζημίες του σκάφους που τυχόν καλύφθηκαν από τον ασφαλιστή του, και ότι ο ενάγων νομίμως δεν ενέκρινε το λογαριασμό, ούτε αναγνώρισε το αποτέλεσμά του, ζήτησε δε εκ νέου αναλυτικό λογαριασμό, πράγμα που δεν έπραξε η πρώτη εναγομένη, ενώ μετά από αντιδικία που επακολούθησε με αντικείμενο την εξάλειψη δεύτερης ναυτικής υποθήκης έκρινε ότι νομίμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να παράσχει λογοδοσία και ακολούθως το Δικαστήριο αυτό απέρριψε ως αβάσιμο, όπως αναφέρει, το δεύτερο σκέλος του έβδομου λόγου της με αριθμό …………….εφέσεως. Στη συνέχεια ανέβαλε να αποφασίσει οριστικώς και διέταξε επανάληψη της συζήτησης προκειµένου να προσκοµιστούν µε επιµέλεια της εκκαλούσας- εφεσίβλητης ανώνυµης εταιρείας µε την επωνυµία «……… Α.Ε.» τα κατατεθέντα στη Γραµµατεία του Μονοµελούς Πρωτοδικείου και συνηµµένα στην από 19-2-2014 λογοδοσία της ως άνω διαδίκου (αριθµός έκθεσης κατάθεσης ……… του Γραµµατέα του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) έγγραφα τα οποία δεν είχαν προσκομιστεί.
Για την πληρότητα της νομικής βάσης της ως άνω αγωγής, αρκεί η επίκληση του γεγονότος ότι ο δοσίλογος διαχειρίσθηκε υπόθεση ολικά ή μερικά του δεξίλογου με βάση οποιαδήποτε μεταξύ τους έννομη σχέση, χωρίς να απαιτείται ούτε παράθεση λογαριασμού ή κονδυλίων, αφού αυτά είναι καταρχήv άγνωστα στον ενάγοντα, ούτε ο προσδιορισμός του διεκδικούμενου με την αγωγή υπολοίπου, αφού αυτό θα προκύψει με την παράθεση λογαριασμού εκ μέρους του εναγομένου (ΑΠ 977/1977 ΕΕμπΔ 1988,73, ΑΠ 526/1992, ΕλλΔνη 34,1477, ΕφΘεσ 2646/1988 Αρμ. 1989,145). Επομένως τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η δοσίλογη ανώνυμη εταιρία με το πρώτο σκέλος του εβδόμου λόγου έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ομοίως κρίνονται απορριπτέα τα αναφερόμενα περί παραγεγραμμένης αξίωσης στο δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου εφέσεως διότι η στο άρθρο 303 ΑΚ στηριζόμενη αξίωση για ανακοίνωση λογαριασμού που θα περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων και επισύναψη των δικαιολογητικών υπόκειται στην κοινή εικοσαετή παραγραφή (ΑΚ 249), εκτός εάν ισχύει συντομότερη παραγραφή για την κύρια αξίωση, οπότε επεκτείνεται και σ` αυτήν (ΑΠ 174/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΕΜΠΔ 2010/416, ΔΕΕ 2010/919, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2010/740, ΝοΒ 2011/300, Δ/ΝΗ 2011/1392). Και τούτο διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η κύρια αξίωση του δεξίλογου (προς απόδοση των ναύλων που εισέπραξε η δοσίλογος από την εκναύλωση του σκάφους του στο όνοµα και για λογαριασµό αυτού), ανεξαρτήτως αν πηγάζει από σύµβαση ναυλοµεσιτείας, ή από σύμβαση διαχείρισης δεν υπάγεται σε καµία από ης ως άνω περιοριστικά αναφερόµενες αξιώσεις του άρθρου 250 αρ. 1 ενώ η απαίτηση για την απόδοση όσων αποκτήθηκαν από την εκτέλεση της σύμβασης εντολής (εσωτερική σχέση που συνδέει πλοιοκτήτη και διαχειρίστρια) υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή, η οποία δεν έχει συμπληρωθεί. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από τη δοσίλογο κρίνονται απορριπτέα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι αορίστως και αλυσιτελώς σε κάθε περίπτωση η δοσίλογος παραπονείται με το πρώτο σκέλος του έκτου λόγους εφέσεως ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι είναι διαχειρίστρια του σκάφου, ενώ αυτή ήταν ναυλομεσίτρια, καθώς δεν διευκρινίζει κατά τι θα επηρέαζε το υπόλοιπο (χρεωστικό ή πιστωτικό) η ιδιότητα της ως ναυλομεσίτριας.
Ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης της δοσιλόγου με τον οποίο αυτή επαναφέρει ένσταση εξώδικης λογοδοσίας πρέπει να αναφερθεί ότι η εξώδικη λογοδοσία από τον υπόχρεο προς λογοδοσία, θα πρέπει να παρέχεται με τους όρους και τον τύπο που διαγράφονται από το άρθρο 303 ΑΚ, δηλαδή με την παροχή έγγραφου λογαριασμού για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, στον οποίο να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, στον οποίο να επισυνάπτονται και τα δικαιολογητικά έγγραφα εφόσον τούτο συνηθίζεται, ενώ η έγκριση από τον δεξίλογο προϋποθέτει την ύπαρξη λογαριασμού, που πληροί ανωτέρω τύπους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδεικνύεται ότι η δοσίλογος προέβη σε ανακοίνωση πλήρους και λεπτομερούς λογαριασμού προς τον δεξίλογο ως προς τη διαχείριση του σκάφους αφού και η ίδια αμφισβητεί την ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη που πραγματοποίησε ο ήδη δεξίλογος ενάγων με βάση τα στοιχεία που του είχε πριν την αγωγή αποδώσει. Επομένως τα αναφερόμενα από τη δοσίλογο ανώνυμη εταιρία στον τρίτο λόγο της εφέσεως της είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Από τα αρθ. 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δεδικασμένο καλύπτει ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώστηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση που έχει τελεσιδίκως διαγνωσθεί αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης, μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ 1695/07 Νόμος). Δεδικασμένο δηλαδή παράγεται και από το αιτιολογικό της απόφασης, όταν σ` αυτό περιέχεται δικαστική διάγνωση και έχει εντεύθεν προσόντα διατακτικού (ΑΠ 2160/07 Νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως η δοσίλογος εταιρία εκτιμάται ότι παραπονείται για κακή ερμηνεία νόμου ισχυριζόμενη ότι έχει ήδη κριθεί τελεσίδικα ότι ο δεξίλογος της οφείλει ποσό ύψους 13.176,77 ευρώ. Η εδώ δοσίλογος ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητο πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά τη με αριθμό …………….αγωγή της επί της οποίας εξεδόθη η με αριθμό 551/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη διότι αυτή δεν προσκόμιζε τα απαραίτητα παραστατικά για να αποδείξει το χρεωστικό σε βάρος του εδώ δεξίλογου υπόλοιπο. H απόφαση αυτή επικυρώθηκε με τη με αριθμό 971/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που απέρριψε κατ’ουσίαν την έφεση της εδώ δοσιλόγου. Σε κάθε περίπτωση δεν υφίστατο ταυτότητα διαδίκων διαφοράς αλλά ούτε κριθέν προδικαστικό ζήτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση αφού δεν είχε προηγηθεί η παρούσα δίκη από την οποία θα προέκυπτε το χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο της λογοδοσίας και συνεπώς ο σχετικός λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος. Ομοίως κρίνεται απορριπτέος ο λόγος εφέσεως που αφορά τη μη λήψη υπόψη της με αριθμό ……….. ένορκης ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιώς βεβαίωση που ο δεξίλογος δεν επικαλείτο ότι είχε κλητεύσει σε αυτή το άλλο διάδικο μέρος αφού πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση των ενόρκων βεβαιώσεων στις προτάσεις με αναφορά στον αριθμό τους, στην αρχή ενώπιον της οποίας ελήφθησαν και στη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου (ΑΠ 1263/2010 δημ. Νόμος).
Από την εκτίµηση των χωρίς όρκο καταθέσεων του δεξίλογου ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθµα µε τις εκκαλούµενες αποφάσεις πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης, τη µε αριθµό κατάθεσης …….. έκθεση λογοδοσίας, από τη με αριθμό ……. ένορκη βεβαίωση του ……………. ενώπιον της συμβολαιογράφου της έδρας του Δικαστηρίου ……. που λήφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ και προσκομίζεται μετ’επικλήσεως κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ, στην οποία κλήθηκε νομότυπα κατ’άρθρο 422 του ΚΠολΔ το άλλο διάδικο μέρος σύμφωνα με τη με αριθμό ……… έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………, η οποία νομίμως προσκομίζεται στην παρούσα συζήτηση που όπως προαναφέρθηκε αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νοµίµως προσκοµίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα, είτε ως δικαστικά τεκµήρια, σε µερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική µνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Με τη με αριθμό 6483/2013 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, υποχρεώθηκε η δοσίλογος ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη πρώτη εναγομένη να παράσχει λογοδοσία στο δεξίλογο ήδη εκκαλούντα εφεσίβλητο ενάγοντα για τη διαχείριση του ένδικου πλοίου του κατά το χρονικό διάστημα από 18-5-2004 έως 31-12-2009, καθώς και όπως εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση σ’ αυτήν της ως άνω απόφασης να καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου εκείνου λογαριασμό, ο οποίος να περιέχει πλήρη αντιπαράθεση των γενομένων εσόδων και εξόδων και το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής, επισυνάπτοντας ταυτόχρονα και όλα τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα. Στον εμπροθέσμως κατατεθέντα λογαριασμό λογοδοσίας της δοσίλογου ανώνυμης εταιρίας, καθώς συντάχθηκε προς τούτο η με αριθμό ………… έκθεσης κατάθεσης, παρατίθενται στο σκέλος των εσόδων, τα ποσά που ο δοσίλογος εισέπραξε κατά τα έτη 2004, 2005, 2006, 2007, 2008 και 2009 από κάθε ναυλοσύμφωνο, αναφέροντας τον αριθμό του ναυλοσυμφώνου, τη διάρκεια αυτού και το εισπραχθέν για κάθε επιμέρους ναύλωσης ποσό σε ευρώ, σε δολάρια ΗΠΑ ή σε λίρες Αγγλίας (κατά μετατροπή των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ, με την εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία σε ευρώ), τα οποία προσδιορίζει συνολικά για όλα τα έτη διαχείρισης στο ποσό των 149.416,75 ευρώ. Στο σκέλος των εξόδων, η δοσίλογος παραθέτει τα έξοδα που σχετίζονται με τη διαχείριση κατ’ έτος, τα οποία κατηγοριοποιεί ως εξής: 1. Προμήθεια πράκτορα εξωτερικού, στην οποία παραθέτει το ύψος αυτής σε ευρώ. 2. Αμοιβή διαμεσολάβησης και υπηρεσιών της 3. Πληρωμή δόσεων δανείου στην Τράπεζα Πειραιώς, στην οποία παραθέτει τον αντίστοιχο αριθμό του σχετικού παραστατικού και το ύψος της δαπάνης σε ευρώ. 4. Λοιπά έξοδα, όπου παραθέτει τις λοιπές δαπάνες της διαχείρισης κατ’ έτος, την αιτιολογία κάθε μίας από αυτές, το ύψος της δαπάνης σε ευρώ. Το συνολικό σύνολο των εξόδων για όλο το χρονικό διάστημα διαχείρισης το προσδιορίζει σε 162.628,94 ευρώ, και μετ ‘ αφαίρεση του συνόλου των εξόδων από το σύνολο των εσόδων, υπολογίζει ότι υφίσταται κατάλοιπο υπέρ αυτής και σε βάρος του ενάγοντος, ύψους 13.212,19 ευρώ. Με τις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (σε δεύτερο στάδιο) προτάσεις του, αναφορικά με το λογαριασμό που κατέθεσε η πρώτη εναγόμενη, ο ενάγων ήδη εκκαλών εφεσίβλητος υποστήριξε, ως προς μεν το σκέλος των εσόδων, για την απόδειξη των οποίων ο ίδιος ευθύνεται, ότι τα έσοδα που συνομολογούνται από την εναγομένη ότι εισπράχθηκαν (149.416,75 ευρώ), υπολείπονται κατά 547,09 ευρώ από τα έσοδα που και ο ίδιος υποστηρίζει ότι εισπράχθηκαν κατά την επίδικη περίοδο, ήτοι 149.963,84 ευρώ. Αναφορικά δε με το σκέλος των δαπανών, ο ενάγων ανέφερε ότι δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης των δόσεων του δανείου στην Τράπεζα, ενώ δεν αμφισβήτησε τα λοιπά κονδύλια δαπανών του λογαριασμού, συνολικού ύψους 110.807,41 ευρώ, υφισταμένης, ως προς αυτά, δικαστικής ομολογίας του ενάγοντος ήδη εκκαλούντος εφεσιβλήτου, κατ’ αρθρ. 352 συνδ. 261 εδ.β’ ΚΠολΔ. Στη συνέχεια αμφισβήτησε και δεν αναγνώρισε ως νόμιμο το ποσό των 51.821,53 ευρώ, ισχυριζόμενος ότι: α) οι αναλυτικά αναφερόμενες απ’ αυτόν δαπάνες που αφορούν, κυρίως, την προμήθεια πράκτορα εξωτερικού, την ασφάλιση του σκάφους, την αμοιβή πλοιάρχου και το καλοκαιρινό σέρβις, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές, διότι τα έξοδα αυτών δε συνοδεύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία που προβλέπει ο ΚΒΣ του Ν. 3052/2002 και της ΠΟΑ 1270/2002 του Υπουργείου Οικονομικών, β) η αξία του τιμολογίου με αριθμό ………. που παρατίθεται στα έξοδα του διαχειριστικού έτους 2008, στην παρ. 4.7, με αριθμό εγγράφου 233 είναι 58,43 Ευρώ και όχι 5.843 Ευρώ, όπως παρατίθεται στη λογοδοσία και γ) η δαπάνη που αφορά ποσό 1.984 Ευρώ, αποτυπωμένη στο τιμολόγιο ………., στην παρ. 4.3 του λογαριασμού, για την αγορά εξωλέμβιας μηχανής και φουσκωτού, καταβλήθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία, ως αφορούσα ασφαλιστική ζημία και δε βαρύνει τον ίδιο. Επιπροσθέτως, παρατήρησε ότι α) κατά το από 18.5.2004 «ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης και ανάληψης διαμεσολάβησης», στο άρθρο 2 αυτού, προβλέπεται αμοιβή πράκτορα εξωτερικού σε ποσοστό 20% του ναύλου, η οποία όμως πρέπει να πιστοποιείται όχι αυθαίρετα, αλλά με συνοδευτικό παραστατικό εξόδων INVOICE ή DΕΒΙΤ ΝΟΤΕ, στο όνομα του πλοιοκτήτη, πλην όμως αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία δεν του έχουν δοθεί και (β) δεν υπάρχει αμφισβήτηση για την κατά το Νόμο 2743/1999 ασφάλιση του πλοίου, αλλά (προσβάλλεται) η αμέλεια της αντιδίκου να του χορηγήσει νόμιμα αποδεικτικά δαπάνης εμπρόθεσμα, για να εκπέσουν από τα έσοδα της επιχείρησής του. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί αποτέλεσαν παρατηρήσεις και αμφισβητήσεις, άλλως άρνηση της αλήθειας του λογαριασμού, αναφορικά με τα κονδύλια αυτά, ύψους 51.821,53 ευρώ, οι οποίες παραδεκτά προβλήθηκαν αφού τόσο ο λογαριασμός όσο και η αμφισβήτηση κονδυλίων στο δεύτερο στάδιο με τις προτάσεις είναι επιτρεπτή (ΑΠ 1599/2011 δημ. Νομος) και αποτελούν αντικείμενο απόδειξης. Ειδικότερα αφού ο δεξίλογος εκκαλών αναφέρει ότι διαπίστωσε αδικαιολόγητες διαφορές στα ποσά αρχικών δηλώσεων και στα ποσά λογοδοσίας ύψους 50.124,58 ευρώ στη συνέχεια αναλυτικά αναφέρει ότι δεν αποδέχεται τα εξής:
ΕΤΟΣ | ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟ | AIΤΙOΛOΓlA | ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ | ΠΟΣΟ | ΣΥΝΟΛΟ | ΠPOOΔEYΤΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ |
2004 | Έγγραφο 75.7 Έγγραφο 75.8 |
Προµήθεια πράκτορα εξωτερικού | Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 4.427,58 | ||
2004
(4.1) |
Έγγραφο 88
Έγγραφο 88α |
Ασφάλιση
σκάφους |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 980,35 | ||
2004
(4.2) |
Έγγραφο 89.1
έως 89.8 |
Καλοκαιρινό
σέρβις κ.λ.π. |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 3233,00 | ||
2004
(4.3) |
ΤΙMOΛOΓlO
00369/4-10-2004 |
Αγορά εξωλέµβιας και φουσκωτού | Δεν προσκομιστηκε το τιµολόγιο διότι το ποσό αυτό εισπράχθηκε από
την ασφαλιστική εταιρεία |
1984,00 | ||
2004
(4.13) |
Έγγραφο 100 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο
αποδεικτικό στοιχείο |
200,00 | ||
2004
(4.14) |
Έγγραφο 101 | Αµοιβή πλοιάρχου | Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 500,00 | 11.324,93 | 11.324,93 |
2005 | Έγγραφο 75.7 & 75.8 | Προµήθεια πράκτορα εξωτερικού | Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 3.293,56 | ||
2005
(4.1) |
Έγγραφο 113 | Ασφάλιση
σκάφους |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 1.021,00 | ||
2005
(4.14) |
Έγγραφο 126 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 300,00 | . | |
2005
(4.15) |
Έγγραφο 127 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 355,00 | ||
2005
(4.16) |
Έγγραφο 128 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 65,00 | 5.034,56 | 16.359,49 |
2006 | Έγγραφο 75.6, 75.7
& 75.8 |
Προµήθεια
πράκτορα εξωτερικού |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 3.612,20 | ||
2006
(4.1 ) |
Έγγραφο 142 | Ασφάλιση
σκάφους |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 793,80 | ||
2006
(4.2) |
Έγγραφο 143.1 έως
143,6 |
Καλοκαιρινό
σέρβις κλπ. |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 2.026,00 | ||
2006
(4.3) |
Έγγραφο 144 | Αµοιβή πλοιάρχου | Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 400,00 | 6.832,00 | 23.191,49 |
2007 | Έγγραφο 75.3,
75.5, 75.7, 75.8, 75.10, 75.12 |
Προµήθεια
πράκτορα εξωτερικού |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 4.688,11 | ||
2007
(4.1) |
Έγγραφο 183 | Ασφάλιση
Σκάφους |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 793,80 | ||
2007
(4.2) |
Έγγραφα 187.1
έως 187.4 |
Καλοκαιρινό
σέρβις κ.λ.π. |
ΠΡΟΣΟΧΗ! Τα
check ίn και checkout έχουν χρεωθεί στα τιµολόγια παροχής υπηρεσιών των παραγράφων 4.14 & 4.15/2007. Για τις λοιπές δαπάνες έχουν δοθεί παραστατικά. |
2.135,00 | ||
2007
(4.7) |
Έγγραφο 192 | Υδροδότηση του
πλοίου |
Δεν ελήφθη και
δεν υπάρχει απόδειξη στην επωνυµία «ΚΟΚΚΟΣ» |
50,00 | ||
2007
(4.9) |
Έγγραφο 194 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο
παραστατικό στοιχείο |
400,00 | ||
2007
(4.10) |
Έγγραφο 195 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 400,00 | 8.466,91 | 31.658,40 |
2008 | Έγγραφα 75.4,
75.7,75.8,75.12, 75.14 |
Προµήθεια
πράκτορα εξωτερικού |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 5.141,4 | ||
2008
(4.1 ) |
Έγγραφο 227 | Ασφάλιση
σκάφους |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 715,4 | ||
2008
(4.7) |
Τιµολόγιο Νο
2798/8-10-08 |
Αγορά καλωδίου,
µαξιλάρια ύπνου |
ΠΡΟΣΟΧΗ! Το
τιµολόγιο αυτό το γράφουν στη λογοδοσία µε αξία 5.843,00 € αντί του ορθού 58,43€
|
5.784,57 | ||
2008
(4.23) |
Έγγραφο 251 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο
αποδεικτικό στοιχείο |
115,00 | ||
2008
(4.24) |
Έγγραφο 252 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 300,00 | ||
2008
(4.25) |
Έγγραφο 253 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 65,00 | ||
2008
(4.26) |
Έγγραφο 254 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 65,00 | ||
2008
(4.28) |
Έγγραφο 257 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 115,00 | 12.301,37 | 43,959,77 |
2009 | Έγγραφα 75.1,
75.2, 75.7, 75.8, 75.9, 75.11, 75.13 |
Προµήθεια
πράκτορα εξωτερικού |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 4.401,36 | ||
2009
(4.1 ) |
Έγγραφο 271 | Ασφάλιση
σκάφους |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 666,40 | ||
2009
(4.2) |
Έγγραφα 272.1
έως 272.7 |
Καλοκαιρινό
σέρβις κ.λ.π. |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 2.394,00 | ||
2009
(4.14) |
Έγγραφο 286 | Αµοιβή
πλοιάρχου |
Χωρίς νόµιµο αποδεικτικό στοιχείο | 400,00 | 7.861,76 | 51.821,53 |
Τα αμφισβητούμενα αυτά έξοδα έπρεπε να αποδειχθούν από την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία και ήδη εκκαλούσα εφεσίβλητη με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες (Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠοΔ άρθρο 475, 1016), όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδείς μάρτυρας εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά πάντοτε ο διάδικος ενάγων ήδη εκκαλών ου αναφέρθηκε στην έλλειψη των νόμιμων παραστατικών. Λεκτέο στο σημείο αυτό ότι το έγγραφο πρέπει να έχει συνταχθεί σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους (άρθρο 432 του ΚΠολΔ). Βέβαια στην παρούσα διαδικασία το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του συμπληρωματικά και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τις διατάξεις του νόμου (άρθρο 270 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Εξάλλου τα ιδιωτικά έγγραφα εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ή εφόσον αποδείχθηκε η γνησιότητα τους έχουν την ακόλουθη αποδεικτική δύναμη: δημιουργούν σε βάρος του εκδότη τους, καθώς και εκείνου που τα υπέβαλε στο δικαστήριο πλήρη απόδειξη ως προς την προέλευση της περιεχόμενης δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου ενώ ως προς την αλήθεια της περιεχόμενης δήλωσης εκτιμώνται ελεύθερα ως εξώδικη ομολογία. Σε βάρος τρίτων δημιουργούν πλήρη απόδειξη μόνο ως τη χρονολογία που είναι βέβαιη (βλ. Μπέη Απόδειξη 1983, 180). Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα φωτοαντίγραφα που διέταξε το Δικαστήριο τούτο να προσκομιστούν και για τις δαπάνες που αμφισβητεί ο δεξίλογος αποδεικνύεται πράγματι ότι δεν προσκομίζονται χρεωστικά σημειώματα ή τιμολόγια στο όνομα του πλοιοκτήτη υπογεγραμμένα από τον εκδότη ώστε να έχουν το χαρακτήρα ιδιωτικού εγγράφου. Ειδικότερα η δοσίλογη εταιρία προσκομίζει μόνο αναγραφές των βιβλίων της που αφορούν αμοιβή πράκτορα εξωτερικού για το έτος 4.427,58 ευρώ, για το έτος 2005 ύψους 3.293,56 ευρώ, για το έτος 2006 ύψους 3.612,20 ευρώ αλλά δεν προσκομίζει σχετικά παραστατικά τιμολόγια και συνεπώς δεν αποδεικνύει τη σχετική δαπάνη που αμφισβητείται και η έλλειψη αυτή δεν αναπληρώνεται από τις αναγραφές του ονόματος του πράκτορα, του τόπου άφιξης και αναχώρησης και των σχετικών ημερομηνιών. Δηλαδή η δοσίλογος ότι μόνο δεν τήρησε την προβλεπόμενη από το ρητό όρο του από 18.5.2004 ιδιωτικού συμφωνητικού υποχρέωση της να παράσχει αναλυτική ενημέρωση στον ενάγοντα σε ετήσια βάση για τους ναύλους που είχε εισπράξει και για τις πληρωμές που είχε πραγματοποιήσει αλλά και τώρα δεν προσκόμισε τα νόμιμα παραστατικά αφού τα προαναφερόμενα βιβλία της δεν είναι έγγραφα τρίτου που αποδεικνύουν υπέρ της και δεν έχουν φυσικά το χαρακτήρα του χρεωστικού σηµειώµατος ή του τιµολογίου στο όνοµα του πλοιοκτήτη. Εξάλλου, και το µοναδικό εξ’ αυτών, υπ’ αριθµ. …… έγγραφο, το οποίο συνοδεύεται από απλό φωτοαντίγραφο του από 15.9.2008 εγγράφου στην αγγλική, το οποίο φέρει τον τίτλο «agent’s commission invoice», που αποτυπώνει ποσό 229,67 ευρώ, επίσης δε δύναται να ληφθεί υπόψη διότι δε φέρει υπογραφή και δεν έχει εκδοθεί στο όνοµα του πλοιοκτήτη, αλλά στο όνοµα της δοσίλογου (………… S.A.). Αντιθέτως από τα ……. προσκομιζόμενα έγγραφα (το δεύτερο είναι πιστοποιητικό ασφάλισης το οποίο προσκομίζεται στην αγγλική γλώσσα) αποδεικνύεται δαπάνη ύψους 980,35 ευρώ για το διάστημα από 13.4.4004 – 15.3.2005, από το έγγραφο 113 αποδεικνύεται σχετική δαπάνη ύψους 1.021 ευρώ για το έτος 2005, για την περίοδο 15.3.2006 – 15.3.2006 από το έγγραφο …….. αποδεικνύεται σχετική δαπάνη ύψους 793,80 ευρώ, για το έτος 2007 και για το χρονικό διάστημα από 15.3.2007 – 15.3.2008 η δαπάνη σύμφωνα με το …….. έγγραφο ανέρχεται 793,80 ευρώ, η σχετική δαπάνη για το έτος 2008 και την περίοδο από 15.3.2008 – 15.3.2009 σύμφωνα με το έγγραφο ………. ανέρχεται σε 715,40 ευρώ και για το έτος 2009 για την περίοδο 15.3.2009 έως 15.3.2010 η σχετική δαπάνη ανέρχεται σε 666,40 ευρώ. Συνεπώς η ανώνυμη εταιρία αποδεικνύει αμφισβητούμενη δαπάνη ασφαλίστρων ύψους (980,35 + 1.021 + 793,80 + 793,80 + 715,40 + 666,40 =) 4.970,75 Ευρώ. Η δεξίλογος με τον τρίτο λόγο εφέσεως παραπονέθηκε για την αναγνώριση της δαπάνης αυτής ως νόμιμης πλην όμως δεν προέβαλε συγκεκριμένο ισχυρισμό που να αφορά πραγματοποίηση με άλλο τρόπο της δαπάνης του πλοίου (υποχρεωτικά ασφαλισμένου εκ του νόμου) που αφορούσε την ασφαλιστική του σύμβαση το παραπάνω χρονικό διάστημα. Επιπλέον παρακάτω αρνείται ότι πραγματοποιήθηκε συγκεκριμένη δαπάνη αγοράς μηχανής η οποία όπως λέει καλύφθηκε από την ασφάλιση του σκάφους, ισχυρισμός που παρίσταται αντιφατικός αν γίνει δεκτό ότι το σκάφος δεν ήταν ασφαλισμένο. Τέλος το κρίσιμο θέμα επί της παρούσας δίκης δεν είναι το ότι δεν έχουν αποδοθεί τα νόμιμα παραστατικά για φορολογικούς λόγους, αλλά το αν πραγματοποιήθηκαν πράγματι οι επικαλούμενες από τη δοσίλογο δαπάνες. Επομένως δεν έχει βάσιμο ουσιαστικό έρεισμα ο ισχυρισμός της περί αρνήσεως ότι πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη. Περαιτέρω και αναφορικά με την αμφισβητούμενη από τον δεξίλογο εκκαλούντα δαπάνη καλοκαιρινού σέρβις συνολικού ύψους 9.788 ευρώ η δοσίλογη ανώνυμη εταιρία προσκομίζει για τα 2004, 2006, 2007 και 2009, στην έγγραφη λογοδοσία τα έγγραφα µε αριθµούς ………. έως …….., ……. έως ……, …….. έως ……. και …….. έως ….., τα οποία πρωτίστως αι σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να αναφερθεί ότι δεν αποτελούν τιμολόγια ή δελτία παροχής υπηρεσιών που να φέρουν τα ονόματα των διαδίκων μερών δηλαδή του δεξιλόγου και της δοσιλόγου ως εκδότριας (άρθρα 443, 445, 447 και 448 του ΚΠολΔ). Αυτά αποτελούν πίνακες που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα, και περιλαµβάνουν διαστήµατα ναύλων, είδος εργασίας και ποσό αυτής σε ευρώ υπογράφονται, δε, από πρόσωπο αναφερόµενο ως «base Μanager» και συνοδεύονται από “εγχειρίδιο ιδιοκτητών” της παρέχουσας το σέρβις εταιρείας, που διαλαµβάνει τον τύπο του σκάφους και λοιπές ενδείξεις που αφορούν το ύψος της δαπάνης του σέρβις για κάθε σκάφος. Η πραγματοποίηση όμως του σέρβις δεν μπορεί να αποδεικνύεται από την αναγραφή του ονόματος και του τύπου του σκάφους σε μια πρόχειρη κατάσταση από την οποία δεν προκύπτουν λεπτομέρειες ως προς τα ανταλλακτικά που αλλάχθηκαν τον τύπο του σέρβις την ανάγκη πραγματοποίησης της δαπάνης ή η ταυτότητα του δανειστή. Ο εκκαλών δεξίλογος δικαιολογημένα αρνείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι πραγματοποιήθηκαν οι συγκεκριμένες σχετικές δαπάνες διότι η δοσίλογος ήταν διαχειρίστρια και άλλων σκαφών αναψυχής και επομένως αφού δεν προσκομίζονται νόμιμα τιμολόγια ή χρεωστικά σημειώματα τα εν λόγω δικαιολογητικά δεν επαρκούν προς απόδειξη της πραγµατοποίησης των δαπανών αυτών από την δοσίλογο ανώνυμη εταιρία. Αναφορικά με την αμφισβητούμενη από τον δεξίλογο εκκαλούντα δαπάνη που αναφέρεται στο λογαριασµό της πρώτης εναγοµένης κατά το έτος 2004, υπό στοιχ. 4.3 και αφορά αγορά εξωλέµβιας µηχανής µε κοντό άξονα τύπου ΥΑΜΑΗΑ και αγορά φουσκωτού ίδιου τύπου, σε απόδειξη της οποίας επισυνάπτεται η πρώτη το µε αριθµό ……. τιµολόγιο, εκδόσεως του …….., ύψους 1.984 ευρώ με πίστωση πληρωμής 60 ηµερών δεν προσκομίζεται η εξοφλητική απόδειξη, ενώ ο δεξίλογος αρνείται αιτιολογημένα την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης ισχυριζόμενος ότι η αποτυπωµένη στο τιµολόγιο δαπάνη καλύφθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία, στα πλαίσια της σύµβασης ασφάλισης του σκάφους. Έτσι, η σχετική αναφερόµενη στο λογαριασµό δαπάνη τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιµη από ουσιαστική άποψη. Αναφορικά με την αμφισβητούμενη στη λογοδοσία απόδειξη της αµοιβής πλοιάρχου του ως άνω πλοίου, επισυνάπτονται, τα µε αριθµούς ………(για το έτος 2004), ……… (για το έτος 2005), …….. (για το έτος 2006), …….. (για το έτος 2007), ………. (για το έτος 2008) και ……… (για το έτος 2009) έγγραφα, τα οποία είναι όλα συντεταγμένα στην αγγλική γλώσσα, φέρεται ως εκδότης το νοµικό πρόσωπο «….. – ……..», αναγράφεται το όνοµα του πλοιάρχου (πλησίον της ένδειξης «conveyor»), το όνοµα του σκάφους, το δροµολόγιο και το ύψος της αµοιβής σε Ευρώ και στο τέλος αυτών τίθεται χώρος προς υπογραφή από τον πλοίαρχο skipper (τα περισσότερα όμως από αυτά δεν φέρουν ούτε μονογραφή του) και το νόµιµο εκπρόσωπο της «…… ….» (ορισµένα από τα έγγραφά αυτά φέρουν µονογραφές στο σηµείο τούτο, ενώ τα µε αριθµούς .. και …… έγγραφα φέρουν τη σφραγίδα της πρώτης εναγοµένης κάτω από την ένδειξη «.. – ..»), πλην όµως από αυτό και µόνο δεν δύναται, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, να συναχθεί ότι εκδότης των εν λόγω εγγράφων είναι η δοσίλογος, και ακολούθως από το περιεχόµενό τους, δε δύναται να συναχθεί ότι διαλαµβάνουν απόδειξη καταβολής από τη δοσίλογο στα εκεί αναφερόµενα πρόσωπα (skippers) των εκεί αναφεροµένων ποσών, ούτε, βέβαια, αποδείχθηκε, ότι τα ποσά αυτά συνιστούν αναγκαίες δαπάνες, που συντελέστηκαν στα πλαίσια της διαχείρισης του εν λόγω σκάφους και συνεπώς η σχετική δαπάνη ύψους 3.680 ευρώ κρίνεται απορριπτέα. Το έγγραφο ….. προσκομίζεται στα αγγλικά για την αιτιολόγηση δαπάνης για το έτος 2007, που αφορά υδροδότηση του σκάφους και η δοσίλογος επισυνάπτει στο λογαριασµό τη µε αριθµό ……… απόδειξη παροχής υπηρεσιών στα ελληνικά, από την οποία φαίνεται να έχει καταβάλει το ποσό των 50 Ευρώ, το νοµικό πρόσωπο µε την επωνυµία «……» και όχι η ίδια, και συνεπώς μετά την άρνηση του εν λόγω κονδυλίου του λογαριασµού, από µέρους του δεξίλογου και της µη απόδειξης, της καταβολής από την ίδια, για λογαριασµό του δεξίλογου του ως άνω ποσού, η σχετικά αναφερόµενη δαπάνη τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιµη από ουσιαστική άπoψη. Τέλος, προς απόδειξη της αναφερόµενης στο λογαριασµό δαπάνης, ……. που αφορά το έτος 2008, που αφορά αγορά καλωδίων και µαξιλαριών ύπνου, η πρώτη εναγοµένη επισυνάπτει στο λογαριασµό το µε αριθµό ……. δελτίο αποστολής – τιµολόγιο (επισυναπτόµενο έγγραφο υπ’ αριθµ. ….), από την επισκόπηση του οποίου συνάγεται σαφώς ότι το ύψος της εν λόγω δαπάνης ανέρχεται σε ποσό 58,43 ευρώ αντί του αναφεροµένου στον επίδικο λογαριασµό ποσού των 5.843 Ευρώ, παραδροµή την οποία συνομολογεί η δεξίλογος και η οποία δαπάνη δεν μπορεί να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν ως προς το υπερβάλλον ποσό των 5.784,57 ευρώ. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι δαπάνες αυτές δεν αποδεικνύονται με νόμιμα παραστατικά ορθά το νόμο ερμήνευσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβασιμος. Επίσης να σημειωθεί ότι ο υπολογισμός των δαπανών και εξόδων δεν χρειαζόταν ειδικές γνώσεις επιστήμης (βλ. άρθρο 368 ΚΠολΔ) ώστε να χρειάζεται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη και συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σε συνέχεια των ανωτέρω, οι δαπάνες που αποδείχθηκε ότι διενεργήθηκαν από µέρους της δοσιλόγου ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 115.896,81 Ευρώ, ήτοι : α) 110.867,63 Ευρώ, που αντιστοιχεί στις µη αµφισβητούµενες δαπάνες από τον δεξίλογο κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα + β) σύνολο δαπάνης για την ασφάλιση του σκάφους, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ύψους 4.970,75 Ευρώ + γ) δαπάνη αγοράς καλωδίων και µαξιλαριών ύπνου (τιµολόγιο ……….), ανερχόµενη σε ποσό 58,43 Ευρώ, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα. Σύµφωνα µε τα ανωτέρω αποδειχθέντα, το κατάλοιπο του επίδικου λογαριασµού τυγχάνει χρεωστικό, σε βάρος της δοσιλόγου ανώνυμης εταιρίας και ανέρχεται στο ποσό των στο ποσό των (έσοδα 149.963,84 Ευρώ – έξοδα 115.896,81 Ευρώ = 34.067,03 ευρώ. Να σημειωθεί ότι δεν προσβάλεται με λόγο έφεσης το κεφάλαιο των εσόδων που κατά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδείχθηκε (από το βαρυνόμενο προς αυτό διάδικο δεξίλογο από τα τιμολόγια που αυτός προσκόμισε) ότι ανέρχονται σε 149.963,84 ευρώ, δηλαδή κατά 547,09 ευρώ περισσότερα από τα αναγραφόμενα στο λογαριασμό λογοδοσίας. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης της δοσιλόγου και ο τρίτος λόγος έφεσης του δεξίλογου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Να σημειωθεί ότι δεν υφίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση ανάγκη των αιτηθέντων από την δοσίλογο προς επίδειξη εγγράφων διότι τα έγγραφα που συνοδεύουν τη λογοδοσία και προσκομίστηκαν επαρκούν για τη διάγνωση της διαφορά διότι στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε στάση δίκης, ενώ δεν υφίσταται και ανάγκη διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης όπως παραπονείται η δοσίλογος με σχετικό τέταρτο αβάσιμο λόγο εφέσεως, διότι δεν απαιτούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση ειδικές γνώσεις για την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και δη των εγγράφων που συνοδεύουν τη λογοδοσία. Εξάλλου ο υπερήμερος δοσόλογος οφείλει νόμιμους τόκους, αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ. Γι’αυτό και αν δυστροπεί ή αρνείται να υποβάλει κατάλογο λογοδοσίας με τα παραστατικά καταδικάζεται να καταβάλει το πιθανό έλλειμμα, το οποίο αντιστοιχεί στην ζημία την οποία υφίσταται ο δικαιούχος. Ως εκ τούτου, η αξίωση του δικαιούχου για το πιθανόν έλλειμμα γεννάται συγχρόνως με το ασκούμενο με την αγωγή του δικαίωμα για την παράδοση του καταλόγου και η απαίτησή του αυτή είναι ληξιπρόθεσμη και παράγει νομίμους τόκους από της επιδόσεως της αγωγής (ΑΠ 1896/2014 δημ. Νόμος). Επομένως κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως του δοσίλογου θα πρέπει να εξαφανιστεί μόνο ως προς την δοσίλογο ανώνυμη εταιρία και ως προς το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολή τόκων η εκκαλουμένη με αριθμό 1950/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει κατά το κεφάλαιο αυτό τη με αριθμό …….. αγωγή (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δοσιλόγου εκκαλούσας εφεσίβλητης πρώτης εναγομένης ανωνύμου εταιρίας να καταβάλει στο δεξίλογο εκκαλούντα εφεσίβλητο ενάγοντα το ποσό των 34.067,03 ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Με δεδομένο ότι από την όλη διαδικασία δεν αποδείχθηκε ότι ο δεξίλογος παραβίασε κακόπιστα το καθήκον αληθείας και συνεπώς κρίνεται απορριπτέος ο σχετικός περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος έφεσης της δοσίλογου, και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά κατ’ουσίαν αμφότερες οι εφέσεις κατά των εκκαλουμένων με αριθμό 6483/2013 και 1950/2015 οριστικών αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επειδή η με αριθμό ………. έφεση έγινε δεκτή κατά ένα μέρος και η εκκαλουμένη με αριθμό 1950/2015 εξαφανίστηκε ως προς το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων που πρωτοδίκως είχε απορριφθεί θα πρέπει να αποδοθούν στον εκκαλούντα τα με αριθμούς ……. παράβολα ΤαΧΔικ ποσού 60 ευρώ το καθένα και ………. παράβολα δημοσίου αξίας 20 ευρώ το καθένα (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ), ενώ θα διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων με αριθμούς … και ….. ΤαχΔικ ποσού 60 ευρώ έκαστο, και των παραβόλων δημοσίου με αριθμούς …….. ποσού 20 ευρώ το καθένα που κατατέθηκαν για το παραδεκτό της με αριθμό …….. εφέσεως που απορρίπτεται. Τα έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………….και …………….εφέσεις κατά των οριστικών αποφάσεων με αριθμούς 6483/2013 και 1950/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της με αριθμό ……. αγωγής
Απορρίπτει κατ’ουσίαν τη με αριθμό ….. έφεση και κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν τη με αριθμό ……….. έφεσή
Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν τη με αριθμό …….. έφεσή
Εξαφανίζει κατά ένα μέρος ως προς την πρώτη εναγομένη τη με αριθμό 1950/205 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων της με αριθμό …….. εφέσεως με αριθμούς ……. ΤαΧΔικ ποσού 60 ευρώ το καθένα και ………. δημοσίου αξίας 20 ευρώ το καθένα στον εκκαλούντα
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων της με αριθμό ….. εφέσεως με αριθμούς ……… ΤαχΔικ ποσού 60 ευρώ έκαστο, και των παραβόλων δημοσίου με αριθμούς ……. ποσού 20 ευρώ το καθένα
Κρατεί και δικάζει κατ’ουσία κατά το κεφάλαιο που εξαφάνισε τη με αριθμό ……… αγωγή
Αναγνωρίζει ότι η δοσίλογος εκκαλούσα εφεσίβλητη πρώτη εναγομένη ανώνυμος εταιρία οφείλει να καταβάλει στο δεξίλογο εκκαλούντα εφεσίβλητο ενάγοντα το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εξήντα επτά ευρώ και τριών λεπτών του ευρώ (34.067,03) ευρώ με το νόμιμο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ