Αριθμός 88/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 13-11-2015 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/13-11-2015, αριθμ. καταθ. ……/13-11-2015) κλήση της εφεσίβλητης – ενάγουσας νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση οριστικής, σε δεύτερο βαθμό, αποφάσεως η από 31-05-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../31-05-2013) αγωγή, μετά την έκδοση της υπ΄ αριθμ. 238/15-05-2015 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού έγινε δεκτή, τυπικά και κατ΄ουσίαν, λόγω της ερημοδικίας της εναγόμενης – εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η από 26-03-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./27-03-2014) έφεση αυτής (εναγόμενης – εκκαλούσας), εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, υπ΄ αριθμ. 1330/2014, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διακρατήθηκε η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, αναδικάστηκε η ανωτέρω αναφερόμενη αγωγή και διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου προς τον σκοπό προσκομιδής, με μέριμνα του επιμελέστερου διάδικου μέρους, επικυρωμένου αντιγράφου της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 596/2013, καταστάσα τελεσίδικη, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς Αθηνών επί της αυτής υποθέσεως. Ήδη προσκομίστηκε με νόμιμη επίκληση το ζητηθέν από το Δικαστήριο τούτο έγγραφο και, επομένως, πρέπει να χωρήσει ο έλεγχος της βασιμότητας της αγωγής.
ΙΙ. Από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν νομίμως και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Με την υπ΄ αριθμ. 6656/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί της από 16-06-2004 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/2004 αιτήσεως της εταιρείας, με την επωνυμία «……….», κατά των εταιρειών, με τις επωνυμίες «………..» και «………….», διατάχθηκε, προς εξασφάλιση απαιτήσεως της αιτούσας εταιρείας κατά των καθών η αίτηση εταιρειών, η συντηρητική κατάσχεση του με σημαία Παναμά πλοίου, με το όνομα «AT», νηολογίου Παναμά, κ.κ.χ. 6664, κ.ο.χ. 10541. Δ.Δ.Σ. .. και αριθμό I.M.O. …., και παρασχέθηκε η ευχέρεια στις καθών η αίτηση εταιρείες να ματαιώσουν την διαταχθείσα συντηρητική κατάσχεση με την κατάθεση στην Γραμματεία του εκδόσαντος την ανωτέρω δικαστική απόφαση Δικαστηρίου εγγυητικής επιστολής, αξιόχρεης στην Ελλάδα τράπεζας, ποσού πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000,00€). Αξιοποιώντας την ευχέρεια αυτή οι καθών η αίτηση εταιρείες έλαβαν από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία την υπ΄ αριθμ. ………../01-10-2004 εγγυητική επιστολή για το ανωτέρω χρηματικό ποσό και την κατέθεσαν αρμοδίως δια του δικηγόρου ……….. για δε το γεγονός της καταθέσεως συντάχθηκε η υπ΄ αριθμ. ……./01-10-2004 έκθεση καταθέσεως του αρμόδιου γραμματέα. Ακολούθως, η αιτήσασα το ασφαλιστικό μέτρο εταιρεία αξίωσε την πληρωμή της κατά των καθών η αίτηση εταιρειών με την έγερση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της από 29-10-2004 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/2004 αγωγής της επί της οποίας εκδόθηκε πρωτοδίκως η υπ΄ αριθμ. 6253/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατ΄έφεση η υπ΄ αριθμ. 135/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς αρχικά και η υπ΄ αριθμ. 4/2009 απόφαση του αυτού Δικαστηρίου μεταγενεστέρως, με τη δεύτερη δε από αυτές αναγνωρίστηκε ότι η πρώτη εναγόμενη («…………») υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ, κατά τον χρόνο της πληρωμής, του ποσού των πενήντα μιας χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα οκτώ δολαρίων Η.Π.Α. (51.938,00 $) νομιμοτόκως από τις 22-06-2004. Μετά ταύτα, η αιτήσασα την λήψη του ανωτέρω ασφαλιστικού μέτρου εταιρεία ζήτησε με την από 30-03-2009 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2009) αίτησή της, που απευθύνθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής και την απόδοση αυτής στον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………… Το εν λόγω Δικαστήριο, με την υπ΄ αριθμ. 3789/2009 απόφασή του, δέχτηκε την αίτηση, διέταξε την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής και την απόδοση του πρωτότυπου εγγράφου αυτής εκ μέρους του αρμόδιου γραμματέα προς τον αμέσως προηγουμένως κατονομαζόμενο δικηγόρο. Στο μεταξύ, στις 29-12-2006, οι εταιρείες «………….» και «………….» (ενάγουσα), στο πλαίσιο διευθετήσεως υφιστάμενων μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων, αποφάσισαν, μεταξύ άλλων, να αποδοθεί στην δεύτερη αυτών το ποσό που θα καθοριζόταν δικαστικά, σε περίπτωση παραδοχής της από 29-10-2004 αγωγής, και μάλιστα η πρώτη εταιρεία χορήγησε στον πληρεξούσιο δικηγόρο της την ανέκκλητη εντολή να αποδώσει το εισπραχθησόμενο, κατά τα ανωτέρω, χρηματικό ποσό στην, κατά τη συμφωνία, δικαιούχο εταιρεία. Περαιτέρω, από τα προμνησθέντα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι, ελλείψει, προφανώς, ενεργητικών περιουσιακών στοιχείων της οφειλέτριας, κατά την δικαστική απόφαση, εταιρείας, μετά την έκδοση της αποφάσεως περί καταπτώσεως της εγγυητικής επιστολής, ο εντολοδόχος δικηγόρος (……..) ή ο λήπτης αυτής (εγγυητικής επιστολής) δικηγόρος, κατ΄εντολήν του πρώτου, παρέδωσε στην ενάγουσα το σώμα του εγγράφου της εγγυητικής επιστολής. Ακολούθως, η ενάγουσα απευθύνθηκε στη τραπεζική εταιρεία που είχε εκδώσει την εγγυητική επιστολή και η δεύτερη ζήτησε την προσκομιδή σειράς εγγράφων αποδεικνυόντων την νομιμοποίηση αυτής (ενάγουσας) για την είσπραξη του ποσού της εγγυητικής επιστολής. Τα σχετικά έγγραφα προσκομίστηκαν και το αρμόδιο κατάστημα της τράπεζας (κατάστημα ………. Πειραιώς) με το από 02-06-2010 (αριθμ. πρωτ. ……….) έγγραφό του, το οποίο απέστειλε αρμοδίως, υπέβαλε τα σχετικά έγγραφα, αναμένοντας εντολή για την εκταμίευση του χρηματικού ποσού της εγγυητικής επιστολής. Σε απάντηση του αποσταλέντος εγγράφου το η παραλήπτρια υπηρεσία (Ειδικό Γραφείο Δικαστικού Πειραιά Β΄ ) της τράπεζας με το από 07-06-2010 (αριθμ. πρωτ. …….) έγγραφό της αρνήθηκε να δώσει εντολή για την εκταμίευση του χρηματικού ποσού της εγγυητικής επιστολής στην ενάγουσα εκτιμώντας ότι μοναδική δικαιούχος του χρηματικού ποσού ήταν η εταιρεία «…………». Η ενάγουσα, όταν έγινε γνώστρια της εκτιμήσεως αυτής της τράπεζας, απηύθηνε στην τελευταία την από 30-06-2010 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση και διαμαρτυρία της, που επιδόθηκε νομίμως (βλ. την με στοιχεία …..΄/ 01-07-2010 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….) με την οποία διαμαρτυρήθηκε σχετικά και επιφυλάχθηκε για την δικαστική διεκδίκηση του ποσού της εγγυητικής επιστολής. Σε απάντηση της ανωτέρω έγγραφης οχλήσεως, η τράπεζα με την από 05-07-2010 εξώδικη απάντηση – δήλωσή της που νόμιμα επιδόθηκε προς την ενάγουσα (βλ. την με στοιχεία …../06-07-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………….) αρνήθηκε να δεχτεί ως αληθή τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι δεν καταβάλλει το χρηματικό ποσό της εγγυητικής επιστολής και δήλωσε ότι αμφισβητεί την ιδιότητα αυτής (ενάγουσας) ως δικαιούχου του ένδικου χρηματικού ποσού. Προηγουμένως, η ενάγουσα είχε καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 13-05-2010 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/2010, αριθμ. καταθ. δικ. …../2010) αγωγή της κατά της τράπεζας ζητώντας να υποχρεωθεί αυτή (τράπεζα) να της καταβάλει ποσό πενήντα χιλιάδων ευρώ νομιμοτόκως, επικαλούμενη την εκ μέρους της κατοχή του σώματος του εγγράφου της ένδικης εγγυητικής επιστολής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, η καταστάσα τελεσίδικη, υπ΄ αριθμ. 596/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, αν και έκρινε εαυτό τοπικά αναρμόδιο να επιληφθεί της αγωγής, κατ΄εφαρμογήν, προφανώς, της αρχής της οικονομίας της δίκης εξέτασε την αγωγή και την απέρριψε ως αόριστη για τον λόγο ότι στο δικόγραφό της δεν γινόταν μνεία για τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε στην ενάγουσα η απαίτηση από την εγγυητική επιστολή και, λόγω της ελλείψεως αυτής, δεν προέκυπτε η σχετική νομιμοποίηση της ενάγουσας. Μετά ταύτα, η ενάγουσα ήγειρε την κρινόμενη αγωγή, η οποία, αφού κρίθηκε από το δικάσαν πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επαρκώς ορισμένη, κατά τα λοιπά παραδεκτή και νόμιμη, ως στηριζόμενη στα άρθρα 361, 455 επόμ., 713 επόμ. και 847 επόμ. ΑΚ, έγινε δεκτή και την ουσία της λόγω της τεκμαιρόμενης ομολογίας της εναγόμενης – εκκαλούσας εξαιτίας της ερημοδικίας της. Ωστόσο και η αγωγή αυτή εμφανίζει την αυτή έλλειψη με την αγωγή που εγέρθηκε εκ μέρους της ενάγουσας εταιρείας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ειδικότερα, παρόλη την επισήμανση της υφιστάμενης ελλείψεως από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και τον εμπλουτισμό της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αγωγής με πραγματικά περιστατικά αφορώντα τις σχέσεις των συμβληθέντων στην από 29-12-2006 έγγραφη σύμβαση, δεν προκύπτει από το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής ο νόμιμος λόγος περιελεύσεως στην ενάγουσα της επικαλούμενης απαιτήσεως των πενήντα χιλιάδων ευρώ ενόψει του ότι η απλή παράδοση της κατοχής του έγγραφου σώματος της εγγυητικής επιστολής στον κάτοχο δεν τον νομιμοποιεί αυτόχρημα να αναζητήσει το αναφερόμενο στην εγγυητική επιστολή χρηματικό ποσό και τούτο διότι στο εν λόγω έγγραφο δεν υπάρχει αξιογραφική ενσωμάτωση. Μάλιστα η έλλειψη αυτή έχει γίνει αντιληπτή από την ενάγουσα και, για τον λόγο αυτό, στις προτάσεις της παρούσας συζητήσεως, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε επιτρεπτά, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως του περιεχόμενου της αγωγής, ότι θα μπορούσε να συναχθεί ότι από την αγωγή προκύπτει ο ισχυρισμός ότι μεταξύ της ενάγουσας και της αρχικής δικαιούχου της εγγυητικής επιστολής συνάφθηκε σύμβαση εκχωρήσεως της σχετικής απαιτήσεως. Όμως η αξιολόγηση αυτή εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ήταν ανεπίτρεπτη για τον λόγο ότι δέχθηκε ως υποβληθέντα ισχυρισμό που δεν υποβλήθηκε και δεν μπορούσε να συναχθεί επιτρεπτά. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι και ο έτερος, περιεχόμενος στις αυτές προτάσεις, ισχυρισμός περί του ότι μεταξύ των ανωτέρω συμβληθεισών εταιρειών συμφωνήθηκε να εισπράξει η ενάγουσα το χρηματικό ποσό της εγγυητικής επιστολής λόγω πληρεξουσιότητας, δεν μπορεί να συναχθεί από το δικόγραφο της αγωγής για τον λόγο ότι δεν διατυπώνεται ούτε εν σπέρματι σ΄ αυτό (δικόγραφο αγωγής). Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή, έχουσα τις αυτές ελλείψεις με την αχθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τέτοια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω του υφιστάμενου δεδικασμένου που παρήχθη από την υπ΄ αριθμ. 596/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 321, 322§1 εδάφ. β΄ και 332 ΚΠολΔ.
ΙΙΙ. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (ενόψει του ότι η μη παραστάσα κατά τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εναγόμενη δεν υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα για την υπεράσπιση των ισχυρισμών της), κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της νικώσας εκκαλούσας – εναγόμενης, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της αντιστοίχως ηττώμενης εφεσίβλητης – ενάγουσας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ και 57§1, 58§§ 1, 2, 4 περ. α΄, 69§1 εδάφ. α΄, 2, 68§1, 63§1 στοιχ. i περ. α΄, 166 ν.4194/2013, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή. Και
Καταδικάζει την εφεσίβλητη – ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – εναγόμενης ορίζει δε το ποσό αυτών σε δύο χιλιάδες τριακόσια ενενήντα ευρώ (2.390,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16 Φεβρουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ