ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 101/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος και τη Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
I..Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’αριθ. 1091/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την εργατική διαδικασία έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της έως την άσκηση της εφέσεως δεν παρήλθε τριετία.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις του ν. 4335/2015 (ΦΕΚΑ’ 87/23-7-2015), που τροποποίησε τον ΚΠολΔ, γιατί η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε πριν την 1-1-2016 (αρθ. 9 παρ. 2 ν. 4335/2015).
Με την από 17-12-2014 (Γ.Α.Κ. ……../2014, Α.Κ. …../2014) αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, εργαζόμενοι με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως ναυτικοί (ο πρώτος ως υποπλοίαρχος, ο δεύτερος ως ναύκληρος, ο τρίτος ως Α’ μηχανοδηγός, ο τέταρτος ως μάγειρας και οι πέμπτος και έκτος ως ναύτες, στο υπό ελληνική σημαία ωκεανογραφικό πλοίο “Φ.”, πλοιοκτησίας του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ζητούν να τους επιδικασθούν, νομιμοτόκως από την επίδοση της, τα στην αγωγή αναφερόμενα ποσά, που αφορούν διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών τους και αποζημιώσεως αδείας των ετών 2013 και 2014 καθώς επίσης και μη καταβληθέντα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων των ίδιων ετών. Ισχυρίζονται ειδικότερα ότι από την αναφερόμενη αρχή της εργασιακής σχέσεως εκάστου εξ αυτών με το εναγόμενο έως και το έτος 2008 αμείβονταν με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων Ε/ Γ-Α/Κ πλοίων δυνάμει εκδιδόμενης κατ’έτος Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως, κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, η οποία, όμως, δεν εκδόθηκε από το έτος 2010 και μετά, παρ Όλο που συνέχισαν να υπογράφονται ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα οι αποδοχές τους να καθηλωθούν στα επίπεδα του έτους 2008 και μάλιστα μειωμένες αφού σε αυτούς όχι μόνο δεν καταβάλλονται οι αυξήσεις που προβλέπονται για τους λοιπούς εργαζόμενους στα πληρώματα των επιβατηγών πλοίων και καθορίζονται από τις οικείες ΣΣΝΕ των ετών 2009 έως και 2014 αλλά περαιτέρω δεν τους καταβάλλεται ούτε δώρο Πάσχα και Χριστουγέννων, κατ’ εφαρμογή των Ν.3833/2010, 3845/2010 και 4093/2012. Ότι η άρνηση των συναρμόδιων Υπουργών να συνυπογράψουν τη σχετική ΚΥΑ με την οποία οι αποδοχές τους θα καθορίζονταν σύμφωνα με την ΣΣΝΕ του έτους 2009 είναι παράνομη, αντίκειται στην επιχειρηματική συνήθεια που διαμορφώθηκε λόγω οικειοθελούς παροχής από το εναγόμενο σε αυτούς αποδοχών ίσων με εκείνες που προβλέπονται στις αντίστοιχες ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών-ακτοπλοϊκών πλοίων άλλως έχει συντελεσθεί κατά παράβαση δέσμιας αρμοδιότητας της Διοικήσεως και ότι σε κάθε περίπτωση είναι απευθείας εφαρμοστέες ως προς αυτούς οι εκάστοτε συναφθείσες ΣΣΝΕ για τις αμοιβές πληρωμάτων επιβατηγών -ακτοπλοϊκών πλοίων. Επικουρικά ζητούν να τους καταβληθούν τα αναφερόμενα ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες για κακή εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνιση της και την αποδοχή της αγωγής τους.
II.Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 3 Ν. 2919/2001 “3. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.). Το Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών (Ε.Κ.Θ.Ε.) και το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (Ι.ΘΑ.ΒΙ.Κ.) ενοποιούνται και εντάσσονται στο ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, ρυθμίζονται τα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε., όπως αναφέρονται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 25 του ν. 1514/1985″. Σχετικώς, εκδόθηκε το προεδρικό διάταγμα 164/2003 (ΦΕΚ Α’ 131/3-6-2003) σύμφωνα με το άρθρο 1 του οποίου: ” 1. Το ιδρυθέν με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν. 2919/2001 νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών” (ΕΛ.ΚΕ.ΘΕ.) είναι ερευνητικός φορέας του Δημοσίου Τομέα, εποπτεύεται από την Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 1514/85 και του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος και έχει έδρα στην κοινότητα Αναβύσσου Αττικής…” ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου ΠΔ “Σκοπός του ΕΛΚΕΘΕ είναι η διεξαγωγή επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, η πειραματική ανάπτυξη και επίδειξη, η διάδοση και εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας, ιδιαίτερα στους τομείς της μελέτης και προστασίας της υδρόσφαιρας, των οργανισμών της, των ορίων της με την ατμόσφαιρα, την ακτή και τον βυθό, των φυσικών, χημικών, βιολογικών και γεωλογικών συνθηκών που επικρατούν και διέπουν τα παραπάνω συστήματα, με (α) παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών, (β) υποστήριξη στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την κοινωνία, την οικονομία, τον πολιτισμό, (γ) οικονομική τους εκμετάλλευση είτε από το ΕΛΚΕΘΕ ή και τους εργαζόμενους σλ αυτό ή και από τρίτους”. Περαιτέρω, σύμφωνα το άρθρο 16 παρ. 1 του ίδιου ΠΔ : “1. Οι πόροι του ΕΛΚΕΘΕ προέρχονται από: α) Κρατικές επιχορηγήσεις από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης για την κάλυψη των εξόδων της λειτουργίας του συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας, β) Επιχορηγήσεις από το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης ή άλλων υπουργείων για την εκτέλεση ερευνητικών προγραμμάτων, έργων, μελετών, την προμήθεια εξοπλισμού και τη δημιουργία υποδομών, γ) Εισπράξεις από την εκμετάλλευση της περιουσίας του ΕΛΚΕΘΕ, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εισπράξεις από εκδόσεις, καθώς και από παραχώρηση της χρήσης εξοπλισμού, αδειών εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας και ερευνητικών αποτελεσμάτων, δ) Έσοδα από αξιοποίηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και από συμμετοχή σε επιχειρήσεις έντασης γνώσης και εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας, από δωρεές ή άλλες παροχές τρίτων και από σύναψη δανείων, ε) Έσοδα από την εκτέλεση ερευνητικών έργων για λογαριασμό του Δημοσίου, των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνών οργανισμών, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ και ιδιωτών, την πώληση τεχνολογικών προϊόντων, την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών καθώς και από κάθε άλλη δραστηριότητα σχετική με τους σκοπούς του Κέντρου”. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 εδαφ. β του ανωτέρω Ν. 1514/1985 “β) Με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Κ.Θ.Ε. μπορεί να προσλαμβάνεται το αναγκαίο για τα ερευνητικά πλοία του Ε.Κ.Θ.Ε. προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου για πλήρη ή μερική απασχόληση ή κατά πλουν. Επιτρέπεται επίσης με την ίδια διαδικασία για τη στελέχωση της ναυτικής υπηρεσίας του ινστιτούτου η πρόσληψη και του αναγκαίου για την εν γένει διαχείριση των πλωτών μέσων του Ε.Κ.Θ.Ε. λοιπού ναυτιλιακού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου για πλήρη ή μερική απασχόληση. Οι όροι αμοιβής και εργασίας του παραπάνω προσωπικού καθορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, Έρευνας και Τεχνολογίας, Εργασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και για το αντίστοιχο προσωπικό του Ερευνητικού Κέντρου Κρήτης (Ε.Κ.Ε.Κ.)”. Από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις αναμφίβολα προκύπτει ότι οι εργαζόμενοι ως ναυτικό προσωπικό στα ωκεανογραφικά πλοία του εφεσίβλητου (ΕΛΚΕΘΕ), μεταξύ των οποίων και οι εκκαλούντες, υπάγονται σε ειδικό εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς, συνδεόμενοι με το ανωτέρω ΝΠΔΔ με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου, χωρίς να είναι δημόσιοι υπάλληλοι, η δε μισθοδοσία τους καλύπτεται από κρατικές επιχορηγήσεις από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης και όχι από τα λοιπά έσοδα που εισρέουν στο ταμείο του εφεσίβλητου από άλλες πηγές και υπολογίζονται στον τακτικό προϋπολογισμό αυτού, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο εφέσεως. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από το εφεσίβλητο υπ’ αριθ. πρωτ. ………./19-2-2013 “ενημερωτικό σημείωμα” του Προϊσταμένου του Οικονομικού Τμήματος αυτού ……….., στο οποίο βεβαιώνεται ότι : “η δαπάνη για τη μισθοδοσία των πληρωμάτων των Ω/Κ πλοίων επιβαρύνει τις πιστώσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού ΕΛΚΕΘΕ, Φορέας 19-710 Κωδ 2416 του Κρατικού Προϋπολογισμού-Επιχορήγηση στο ΕΛΚΕΘΕ”. Περαιτέρω, οι αποδοχές αυτές καθορίζονται με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Έρευνας και Τεχνολογίας, Εργασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, κατά ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση παρεχόμενη στη Διοίκηση δυνάμει του ανωτέρω άρθρου 29 παρ. 2 εδαφ. β’ Ν. 1514/1985. Η διάταξη αυτή παρέχει στη Διοίκηση τη νομική δυνατότητα να ρυθμίζει ελεύθερα το περιεχόμενο της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως επιλέγοντας ανάμεσα σε διάφορες εξίσου νόμιμες λύσεις αφού δεν κάνει απολύτως καμία αναφορά στο ειδικότερο περιεχόμενο της εν λόγω ρυθμίσεως, δηλαδή εάν οι όροι εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων στα πλοία του εναγομένου θα πρέπει να ρυθμίζονται σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών -ακτοπλοϊκών πλοίων ή σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους πλοηγούς ή με τα ισχύοντα για άλλους κλάδους εργαζομένων σε πλοία. Από το έτος 2002 έως και το έτος 2009 εκδόθηκαν κατ’έτος αντίστοιχες ΚΥΑ που καθόριζαν την αμοιβή των πληρωμάτων των πλοίων “Α” και “Φ”, πλοιοκτησίας του εφεσίβλητου, σύμφωνα τα προβλεπόμενα ανά ειδικότητα στην εκάστοτε κυρωθείσα συλλογική σύμβαση εργασίας πληρωμάτων ακτοπλοϊκών -επιβατηγών πλοίων για καθένα από τα έτη 2002 έως και 2008 με δαπάνη του προϋπολογισμού της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας. Το έτος 2010 δεν υπεγράφη η σχετική κοινή υπουργική απόφαση μετά από άρνηση του Υπουργού Οικονομικών και έκτοτε οι εργαζόμενοι στα ανωτέρω πλοία αμείβονται με βάση την ΚΥΑ του έτους 2009 (ΥΑ 2/29117/0022 ΦΕΚ Β1385/2009), ενώ το έτος 2010, οι αποδοχές τους περιεκόπησαν σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 3833/2010, 3844/2010 και 3845/2010. Κατά της αρνήσεως της Διοικήσεως να προβεί σε έκδοση σχετικής υπουργικής αποφάσεως, πολλοί από τους εργαζομένους στα ανωτέρω πλοία άσκησαν αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί της οποίας δεν προκύπτει έκδοση αποφάσεως. Ωστόσο, όπως ανωτέρω αναφέρεται, το περιεχόμενο της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως εναπόκειται απολύτως στη διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως αφού η προαναφερόμενη νομική διάταξη (αρθ. 29 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 1514/1985), με την οποία η Διοίκηση εξουσιοδοτείται να καθορίζει, με υπουργική απόφαση, τους όρους εργασίας και αμοιβής του ναυτικού προσωπικού του εφεσίβλητου, δεν αναφέρει ούτε ενδεικτικώς ποιο πρέπει να είναι το ειδικότερο περιεχόμενο αυτής (δηλαδή εάν οι όροι εργασίας και αμοιβής του προσωπικού θα είναι όμοιες με αυτές των πληρωμάτων επιβατηγών πλοίων ή των πλοηγών ή άλλης κατηγορίας εργαζομένων) αλλά αφήνει τη ρύθμιση αυτή στην απόλυτη κρίση της Διοικήσεως, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται τα αντίθετα. Οι εργαζόμενοι ναυτικοί στα προαναφερόμενα πλοία του εφεσίβλητου, μεταξύ των οποίων και οι εκκαλούντες, δεν υπάγονται ως εκ της φύσεως του επαγγέλματος τους απευθείας στη ρύθμιση της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ των πληρωμάτων επιβατηγών -ακτοπλοϊκών πλοίων, όπως αυτοί ισχυρίζονται με τον τρίτο λόγο εφέσεως, αλλ’ η εφαρμογή ως προς αυτούς της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ γινόταν κατά ρητή νομοθετική επιταγή βάσει της κατ’ έτος εκδιδομένης υπουργικής αποφάσεως, όπως προαναφέρεται, το δε νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις συμβάσεις εργασίας τους, όπως αυτό ανωτέρω παρατίθεται, δεν τους εξομοιώνει με τα πληρώματα των επιβατηγών-ακτοπλοϊκών πλοίων αλλά αφήνει τη ρύθμιση αυτή στην εξουσία της Διοικήσεως. Τούτο ανεξαρτήτως του ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι είναι μέλη των αντίστοιχων επαγγελματικών ναυτικών σωματείων και της ΠΝΟ καθώς και του ότι υπάγονται ως προς το ασφαλιστικό καθεστώς τους στο NAT. Οι νόμοι 3833/2010, 3845/2010 και 4093/2012, με τους οποίους επιβλήθηκαν περικοπές στις αποδοχές των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, κατά ρητή πρόβλεψη τους εφαρμόζονται και στο προσωπικό των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, που εργάζονται σε αυτά με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι οι εκκαλούντες (βλ. άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 3833/2010, αρθ. 3 παρ 1-3 Ν. 3845/2010 και αρθ. 1 παρ. Γ’ Ν. 4093/2012), χωρίς να γίνεται διάκριση στο είδος της παρεχόμενης εργασίας, δηλαδή εάν είναι χερσαία ή ναυτική, ή εάν η σχέση εργασίας τους είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αρκεί ότι μισθοδοτούνται από τον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό. Από τις παραπάνω ρυθμίσεις εξαιρείται ρητώς μόνο το ναυτικό προσωπικό της Πλοηγικής Υπηρεσίας (αρθ. 6 Ν. 3872/2010) όχι λόγω της ιδιότητας του αλλά διότι δεν μισθοδοτείται σε βάρος του Δημόσιου Προϋπολογισμού (αρθ. 7 παρ. 1 και 4 Ν. 3142/1955), ενώ ο καθορισμός των αποδοχών του σύμφωνα με τις αποδοχές των ναυτικών που εργάζονται σε επιβατηγά πλοία εσωτερικού απορρέει απευθείας από το νόμο (αρθ. 10 Ν. 3142/1955). Τέλος, επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στον χώρο της επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί ν” αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει, όταν ο εργοδότης είτε ρητά με ανακοίνωση του υπόσχεται στους εργαζομένους την χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει την βάση αμοιβαίας δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη τον χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους, χωρίς να έχει νομική δέσμευση και δη από την σύμβαση (ΑΠ 48/2015 258/2012, 431/2011, 1277/2010 -“Νόμος”). Οι παροχές αυτές και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά και ομοιόμορφα και επί μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρούν τον χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών, και ιδίως αν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα ανάκλησης τους (διακοπής) ή με νεότερη συμφωνία με τον εργαζόμενο παρασχεθεί αυτό το δικαίωμα (αρθ. 361 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή, από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ” επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση της καταβολής των παροχών αυτών και κατά συνέπεια, η από τον εργοδότη, κατ΄ ενάσκηση του ως άνω διευθυντικού δικαιώματος του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής δεν θεμελιώνει αξίωση του εργαζομένου για συνέχιση της καταβολής μιας τέτοιας παροχής (ΑΠ 48/2015). Συνεπώς, όταν οι παροχές δίδονται βάσει νόμου, συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή κανονισμού, δεν πρόκειται για “οικειοθελή” παροχή και άρα δεν δημιουργείται επιχειρησιακή συνήθεια. Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση, εφόσον η υπαγωγή των εκκαλούντων στις ρυθμίσεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών – ακτοπλοϊκών πλοίων από το έτος 2002 έως και το έτος 2008 γινόταν βάσει νομοθετικής προβλέψεως (υπουργικής αποφάσεως) δεν μπορεί να γίνει λόγος για επιχειρηματική συνήθεια, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο εφέσεως.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η υπό κρίση αγωγή είναι μη νόμιμη κατά την κύρια βάση της εφόσον ο καθορισμός των αποδοχών των εκκαλούντων με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών πλοίων γινόταν έως και το έτος 2009 κατά την απόλυτη κρίση της Διοικήσεως με έκδοση αντίστοιχης ΚΥΑ ενώ το έτος 2010 δεν εκδόθηκε τέτοια ΚΥΑ και η μισθοδοσία τους εξακολουθεί να γίνεται με βάση την ΣΣΝΕ έτους 2008, όπως προέβλεπε η προαναφερόμενη ΚΥΑ έτους 2009, αλλά με τις περικοπές που επέβαλαν οι νόμοι 3833/2010, 3845/2010 και 4093/2010, οι οποίοι, για τους λόγους που ανωτέρω εκτίθενται, εφαρμόζονται και στους εκκαλούντες. Οι δε εκκαλούντες δεν μπορούν να υπαχθούν απευθείας στις ρυθμίσεις των ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών-ακτοπλοϊκών πλοίων των ετών 2013 και 2014, ως εκ του ειδικού νομοθετικού καθεστώτος που διέπει την εργασιακή τους σχέση με το εφεσίβλητο, όπως αυτό (καθεστώς) ανωτέρω παρατίθεται αλλά και των υπηρεσιών που οι εκκαλούντες παρέχουν αφού ο σκοπός του εναγομένου είναι ερευνητικός και με τα πλοία του δεν παρέχονται ακτοπλοϊκές υπηρεσίες στο επιβατηγό κοινό αλλά διεξάγονται επιστημονικές έρευνες, ενώ λόγος για επιχειρηματική συνήθεια δεν μπορεί να γίνει, όπως ήδη εκτέθηκε. Μη νόμιμη είναι η αγωγή και κατά την επικουρική βάση της με την οποία επιχειρούν οι εκκαλούντες να θεμελιώσουν τις αξιώσεις τους στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, γιατί η αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή από αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 170/2016, 1468/2010 κ.α- “Νόμος”), προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω καθόσον δεν γίνεται επίκληση διαφορετικών πραγματικών περιστατικών από αυτά που παρατίθενται για τη θεμελίωση της κύριας βάσεως της αγωγής και ειδικότερα δεν γίνεται ούτε απλή επίκληση τυχόν ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας των εκκαλούντων (ΑΠ 680/2011 – “Νόμος”).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική βάση της, αλλ’ ορθώς το νόμο εφάρμοσε και όλοι οι λόγοι εφέσεως, με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας γιατί η ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ήταν δυσχερής (αρθ. 179 , 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων -Δέχεται τυπικά την έφεση. -Απορρίπτει αυτή (έφεση) κατ’ ουσίαν.
-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 28 Φεβρουαρίου 2017.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ