ΠΕΡΙΛΗΨΗ :
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση. Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή. Δέχεται την αγωγή εν μέρει. Έξοδα
Aριθμός 102/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η, επαναφερόμενη προς συζήτηση και έκδοση οριστικής αποφάσεως στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μετά τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά τη δικάσιμο της 20-09-2015, με την από 01-10-2015 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/01-10-2015, αριθμ. καταθ. …../01-10-2015 κλήση, από 19-01-2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../20-01-2015) έφεση του ενάγοντος , ήδη εκκαλούντος, κατά της εναγόμενης, ήδη εφεσίβλητης, και της υπ΄ αριθμ. 1828/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκρινε αντιμωλία των διαδίκων μερών και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 – 676 ΚΠολΔ την από 19-12-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../21-12-2011) αγωγή και δέχτηκε αυτή εν μέρει, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, εφόσον ακριβές επίσημο αντίγραφο αυτής επιδόθηκε στην εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη, στις 22-12-2014 (βλ. την προσκομιζόμενη με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ….΄/22-12-2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ηρακλείου ……….) και το πρωτότυπο δικόγαφο της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 20-01-2015 (βλ. την από 20-01-2015 έκθεση της αρμόδιας Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………. επί του δικογράφου της εφέσεως). Ασκήθηκε δηλαδή σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 495§§ 1,2, 496§1, 497,498§1 εδάφ. α΄, 500, 511, 513§1 εδάφ. α΄στοιχ. β΄,516§1, 517, 518§1, 520§1 ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστούν, κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
2.Ο ενάγων (………….) στην από 19-12-2011 αγωγή του εξέθεσε ότι στις 03-12-2009 στον Πειραιά Ν. Αττικής, σε εκτέλεση, ατύπως καταρτισθείσας, συμβάσεως ναυτικής εργασίας, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρείας, με το όνομα «Φ.Π.». Ότι υπηρέτησε στο προαναφερόμενο πλοίο με την αναφερθείσα ειδικότητά του έως και τις 13-01-2010, οπότε απολύθηκε λόγω υποβολής του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση. Ότι επαναυτολογήθηκε στο αυτό πλοίο στις 25-01-2010 με την αυτή ειδικότητα και υπηρέτησε σ΄ αυτό έως και τις 08-04-2010, οπότε απολύθηκε μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Ότι, τέλος, επαναυτολογήθηκε στο αυτό πλοίο με την αυτή ειδικότητα και παρέμεινε υπηρετώντας σ΄αυτό έως και τις 07-12-2010, οπότε απολύθηκε μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Ότι οι πάσης φύσεως αποδοχές του για την παροχή της εργασίας του στο ένδικο πλοίο, το οποίο ήταν ενταγμένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιώς – Ηρακλείου Κρήτης – Πειραιώς, συμφωνήθηκε να ορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας πληρωμάτων ακτοπλοϊκών πλοίων. Ότι καθόλο το χρονικό διάστημα της απασχολήσεώς του στο ένδικο πλοίο παρείχε τις υπηρεσίες του εργαζόμενος επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως ενώ το πλοίο πραγματοποιούσε και πλόες εξπρές. Ότι, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του κατά την απασχόλησή του υπερωριακά κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες έλαβε μικρότερο του δικαιούμενου χρηματικό ποσό ενώ μικρότερο του δικαιούμενου χρηματικό ποσό έλαβε για τα επιδόματα Πάσχα έτους 2010, Χριστουγέννων 2010 και λόγω συμμετοχής του σε πλόες εξπρές. Ότι τα δικαιούμενα, μετά την αφαίρεση των ληφθέντων, χρηματικά ποσά για τις ανωτέρω προσδιοριζόμενες νόμιμες αιτίες ανέρχονται στα ποσά των 11.058,59€, 2.947,27€, 849,17€, 1.893,18€ και 4.653,65€ ήτοι συνολικά στο ποσό των 21.401,86€. Ότι το εν λόγω χρηματικό ποσό αρνείται να του καταβάλει η εναγόμενη εταιρεία και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθεί σχετικά με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το προκύπτον, κατά τα ανωτέρω, συνολικό χρηματικό ποσό νομιμοτόκως από του χρονικού σημείου της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αντιδίκου του.
3.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η ως άνω έχουσα αγωγή είναι αόριστη κατά το μέρος της το επιστηρίζον το επιμέρους αίτημά της για την καταψήφιση υπέρ του ενάγοντος του ποσού των 4.653,65€ που αφορούσε υπόλοιπο αμοιβών για συμμετοχή του σε πλόες εξπρές και, κατά τα λοιπά, ότι ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του κατά τα χρονικά σημεία της ναυτολογήσεώς του εργαζόμενος στο ένδικο πλοίο επί έντεκα (11) ώρες ημερησίως. Ακολούθως, υπολόγισε τα δικαιούμενα από τον ενάγοντα χρηματικά ποσά, αφαιρώντας από αυτό που αφορούσε την αμοιβή του για παροχή υπερωριακής εργασίας το ποσό που προέκυπτε ότι είχε λάβει λόγω καταβολής σ΄ αυτόν ποσοστού χρημάτων από τις εισπράξεις των κυλικείων του πλοίου, κάνοντας δεκτό σχετικό ισχυρισμό της εναγόμενης εταιρείας. Μετά ταύτα υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα τα ποσά των 798,93€ και 1.767,55€ ήτοι το συνολικό ποσό των 2.566,48€, το οποίο αντιστοιχούσε σε διαφορές καταβλητέων και καταβληθέντων χρηματικών ποσών για τα επιδόματα εορτών έτους 2010, νομιμοτόκως από της τελευταίας απαναυτολογήσεως του ενάγοντος ως και τα έξοδα της δίκης ποσού 440,00€.
4.Κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έκρινε όπως παραπάνω σημειώνεται, παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του ο ενάγων – εκκαλών. Ειδικότερα, με την έφεσή του, η οποία διαρθρώνεται σε πέντε λόγους εφέσεως, παραπονείται ο προαναφερόμενος διάδικος αποδίδοντας στην εκκαλούμενη απόφαση τόσο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και κακή εκτίμηση του εισφερθέντος στην πρωτοβάθμια δίκη αποδεικτικού υλικού. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς του, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την αναδίκαση της αγωγής, την παραδοχή αυτής στο σύνολό της και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης.
5.Στο άρθρο 33 της από 31-03-2011 Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την με στοιχεία 3525.1.5.1/01/05-05-2011 απόφαση του Υπουργού Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄760/06-05-2011) και ισχύει από 01-01-2010 και εξής, ορίζονται τα ακόλουθα: «(στην § 1) Σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. (στην § 2) Αν κατ΄εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά την διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ. η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου. (στην § 3) Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα κατά την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού κατά περίπτωση πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. (στην § 4) Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται η πρόσθετη αμοιβή. (στην § 5) Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για το πέραν των (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού. (στην § 6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. (στην § 7) Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α. Εφ΄όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στον λιμένα αφετηρίας) είμαι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο β. (στην § 8) Εδικά για τα πλοία δρομολογιακών γραμμών στις οποίες έχει ήδη με οποιοδήποτε τρόπο αναγνωρισθεί και καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για την αιτία αυτή με όρους και προϋποθέσεις ευνοϊκότερες από αυτές που ορίζονται στην παρούσα σύμβαση εξακολουθούν να ισχύουν οι ευνοϊκότεροι αυτοί όροι και προϋποθέσεις οι οποίοι και θεωρούνται όροι αυτής της σύμβασης.». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) Σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα παραπάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ασαφώς ή ελλιπώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο αυτού. Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 252/2006 Δ 2006. 1066, 524/2002, ΕλλΔνη 43. 1612, 1296/1983 ΝοΒ 32. 1008). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, εάν στο δικόγραφο της αγωγής γίνεται αναφορά του ισχυρισμού ότι, αναφορικά με ορισμένη οφειλή, τα μέρη κατάρτισαν, τυπικά ή ατύπως, σύμβαση (αιτιώδους) αναγνωρίσεως αυτής (οφειλής) ή των στοιχείων αυτής (οφειλής) ή μέρους αυτών, η αγωγή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αόριστη εφόσον γίνεται συνοπτική και όχι εκτεταμένη και αναλυτική αναφορά των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου. Επομένως, στην υπόψη περίπτωση στην οποία ο ενάγων ισχυρίστηκε στην αγωγή του ότι η εναγόμενη εργοδότιδά του εταιρεία έχει αναγνωρίσει τόσο με σκοπό επιβεβαιωτικό όσο και με σκοπό αποδεικτικό την ύπαρξη οφειλής της από συγκεκριμένο αριθμό πλόων («δρομολογίων») εξπρές στους οποίους συμμετείχε ο ενάγων, η μη παράθεση στην αγωγή του αριθμού των τακτικών ανά εβδομάδα δρομολογίων του συγκεκριμένου πλοίου και συγκεκριμένων προσδιοριστικών στοιχείων του μαθηματικού τρόπου εξευρέσεως των αναφερομένων στην αγωγή πλόων («δρομολογίων») εξπρές δεν καθιστά την αγωγή αόριστη (ΜονΕΠ 626/2014 Ελλ Δνη 2015.508 = δημοσιευμένη και στην ΤΝΠ Νόμος) και, από τον λόγο τούτο, απορριπτέα, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για την σχετική κρίση του εν λόγω Δικαστηρίου παραδεκτά προβάλλεται και είναι βάσιμος.
6.Στο άρθρο 7 ν. 1876/1990 ορίζονται τα ακόλουθα: (στην § 1) Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως εργασίας έχουν άμεση και καταναγκαστική ισχύ. (στην §2) Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους. (στην §3) Όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια. Από τη διάταξη της παραγράφου 2 του προαναφερόμενου άρθρου προκύπτει ευθέως ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από την συλλογική σύμβαση εργασίας και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της συνάψεως της ατομικής συμβάσεως εργασίας αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη προς καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες, των νομίμων, αποδοχές εκείνων, οι οποίες θα θεσπιστούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργείται η αιτία, για την οποία και καταβλήθηκαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Τούτο ισχύει και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ΄αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8§4 ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζονται στην πάγια, κατ΄αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπονται από σ.σ.ν.ε.. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικά και πάγια στον ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία σ.σ.ν.ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στην ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη μονομερώς να καταλογιστεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού απορρέουσες από την σύμβαση. Το, ως άνω, «επιμίσθιο» δύναται, όμως, να καταλογιστεί σε μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπόμενων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνο τότε, όταν υπάρχει σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Άλλως, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον, ως άνω, καταλογισμό, περιορίζοντας έτσι, μονομερώς, τις συμβατικές αποδοχές του εργαζόμενου (ΜονΕΠ 322/2015, 11/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος με περαιτέρω παραπομπές στην νομολογία και την θεωρία).
7.Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………. (αποδείξεως) και ……….. (ανταποδείξεως) που εξετάστηκαν, αφού τηρήθηκε η προβλεπόμενη στον νόμο προδικασία (βλ. τις προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση με στοιχεία …΄/27-12-2011 και …΄/09-02-2012 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών των Πρωτοδικείων Ηρακλείου Κρήτης και Πειραιώς …….. και ……..), ενώπιον των Ειρηνοδικών Πειραιώς …….. και ………, συνταγεισών των υπ΄αριθμ. …/01-03-2012 και …./16-02-2012 ένορκων βεβαιώσεων, και το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός στην Α΄ Ναυτική Περιφέρεια, με αριθμό …. στο Μητρώο Εργατών Θαλάσσης, σε εκτέλεση ατύπως καταρτισθείσας, στις 03-12-2009, στον Πειραιά Ν. Αττικής, προκαταρκτικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας, ναυτολογήθηκε αυθημερόν (03-12-2009), με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο, με το όνομα «Φ.Π.» και αριθμό νηολογίου β΄ κλάσεως Ηρακλείου Κρήτης …, κ.ο.χ. 24352,2, Δ.Δ.Σ. … και αριθμό Ι.Μ.Ο. ….., πλοιοκτησίας της εναγόμενης ναυτιλιακής εταιρείας. Στο εν λόγω πλοίο ο ενάγων υπηρέτησε με την ανωτέρω ειδικότητά του έως και τις 13-01-2010, οπότε απολύθηκε λόγω υποβολής του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση. Ακολούθως, στις 25-01-2010, ναυτολογήθηκε ομοιοτρόπως στον Πειραιά στο αυτό πλοίο με την αυτή ειδικότητα και υπηρέτησε σ΄ αυτό έως και τις 08-04-2010, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της ναυτολογήσεώς του, μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Στις 07-05-2010, επαναυτολογήθηκε στο αυτό πλοίο, με την αυτή ειδικότητα, στον Πειραιά και υπηρέτησε σ΄ αυτό έως και τις 14-10-2010, οπότε απολύθηκε λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο για να επαναυτολογηθεί αυθημερόν (14-10-2010) και να παραμείνει υπηρετώντας στο πλοίο έως και τις 07-12-2010, οπότε απολύθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου. Κατά τη χρονική περίοδο της υπηρεσίας του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο εντός του έτους 2010 αυτό (πλοίο) ήταν ενταγμένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιάς – Ηράκλειο –Πειραιάς και πραγματοποιούσε πλόες ως εξής: Τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Σάββατο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιώς την 22:00 ώρα και κατέπλεε στο λιμάνι του Ηρακλείου την 05:00 ώρα της επόμενης ημέρας. Την 22:00 ώρα των αυτών ημερών απέπλεε από το λιμάνι του Ηρακλείου και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιώς την 05:00 ώρα της επόμενης ημέρας. Τις ημέρες Παρασκευή και Κυριακή απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιώς την 22:45 ώρα και κατέπλεε στο λιμάνι του Ηρακλείου την 05:00 ώρα της επόμενης ημέρας ενώ την 22:45 ώρα των αυτών ημερών απέπλεε από το λιμάνι του Ηρακλείου και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιώς την 05:00 ώρα της επόμενης ημέρας. Περαιτέρω, το ένδικο πλοίο για να είναι δυνατή η εκτέλεση των πλόων του με το ανωτέρω πρόγραμμα πραγματοποίησε κατά την ενδιαφέρουσα χρονική περίοδο, πέραν των βραδυνών, και ημερήσιους πλόες για τους οποίους θα γίνει λεπτομερής αναφορά στην οικεία θέση. Εξάλλου, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι τα χρονικά όρια της καθημερινής απασχολήσεως του ενάγοντος δεν ήσαν επακριβώς καθορισμένα ενόψει της ιδιαιτερότητας της εργασίας των ναυτικών του ξενοδοχειακού τμήματος στο πλοίο, η οποία (ιδιαιτερότητα) προκύπτει από την διακύμανση της κινήσεως των επιβατών ανάλογα με την εποχή, τις εορταστικές περιόδους, τον αριθμό των εκτελούμενων πλόων, την πληρότητα της συνθέσεως του πληρώματος του πλοίου. Ωστόσο, πέραν πάσης αμφιβολίας, οι ναυτικοί του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου κατά την άσκηση των ποικίλων καθηκόντων τους (προετοιμασία των καμπινών, υποδοχή επιβατών, τακτοποίηση αυτών στις καμπίνες, εξυπηρέτηση επιβατών στις τραπεζαρίες, καθαριότητα αυτών κτλ) απασχολούνταν καθημερινά πέρα από το νόμιμο ωράριο των οκτώ (8) ωρών η απασχόλησή τους δε αυτή ανερχόταν, κατά μέσο όρο, σε τέσσερις (4) ώρες ημερησίως ήτοι απασχολούνταν επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως. Άλλωστε, το γεγονός αυτό, της καθημερινής δηλαδή υπερωριακής απασχολήσεως των εν λόγω ναυτικών κατά την άσκηση της υπηρεσίας τους στο πλοίο, αναγνώριζε εκ προοιμίου η εναγόμενη εταιρεία και, για τον λόγο αυτό, προέβλεπε στον κλειστό μισθό με τον οποίο αμείβονταν και σταθερό χρηματικό ποσό κατά μήνα για την κάλυψη της σχετικής απαιτήσεώς τους. Επομένως, κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την χρονική έκταση της απασχολήσεως του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο και προσδιορίζοντας αυτή σε έντεκα (11) ώρες ημερησίως έσφαλε σχετικά με την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και, για τον λόγο αυτό, ο τρίτος, παραδεκτά προβληθείς, λόγος της κρινόμενης εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι μέρος της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ενάγοντος αποτέλεσε η συμφωνία κατά την οποία ποσό ανερχόμενο σε ποσοστό 10% των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων – κυλικείων και bars του πλοίου θα διανεμόταν, με ευθύνη του αρχιθαλαμηπόλου αυτού (πλοίου), στα υπηρετούντα στο ξενοδοχειακό τμήμα του πλοίου μέλη του πληρώματός του προς τον σκοπό της καλύψεως τυχόν δικαιουμένων αμοιβών τους για την εκ μέρους τους παροχή υπερωριακής εργασίας. Ενόψει των ανωτέρω παρατιθέμενων αποδεικτικών παραδοχών, ο ενάγων δικαιούταν να λάβει ως αντιπαροχή για την εκ μέρους του παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία τα εξής χρηματικά ποσά: 1. Για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές 206 καθημερινές + 43 Κυριακές + 103 ημερήσιοι πλόες (08, 10, 29, 31/01, 05, 07, 12, 15, 19, 21,26, 28/02, 05, 07, 12, 14, 21, 23, 26, 27, 31/03, 01, 02, 05/04, 07, 09, 14, 16, 21, 24, 28, 30/05, 04, 06, 11, 13, 16, 18, 20, 23, 25, 27, 30/06, 02, 03, 04, 07, 09, 11, 14, 16, 18, 21, 23, 25, 26, 27, 28, 29, 30/07, 01, 02, 03, 04, 05, 06, 08, 09, 10, 11, 12, 13, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 29, 30/08, 01, 03, 05, 08, 10, 12, 17, 19, 24, 26/09, 01, 03, 08, 10, 15, 17, 22, 24/10) = 352 χ 4 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως = 1408 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως χ 8,16€ ωρομίσθιο υπερωριακής απασχολήσεως = 11.489,28€ Για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες 43 Σάββατα + 10 αργίες + 14 ημερήσιοι πλόες (27/03, 19, 26/06, 03, 10, 17, 24, 31/07, 07, 14, 21, 28/08, 04, 11/09) = 53 χ 12 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως + 14 χ 4 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως = 636 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως + 56 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως = 692 ώρες υπερωριακής απασχολήσεως χ 9,80 € ωρομίσθιο υπερωριακής απασχολήσεως = 6.781,60€ και συνολικά για τις υπ΄ αριθμ. 1 και 2 νόμιμες αιτίες ποσό 18.270,88€ (11.489,28€ + 6.781,60€) έναντι του οποίου (ποσού) ο ενάγων έλαβε συνολικά ποσό 11.670,44€ (109,61€ + 59,01€ + 253,01€ + 253,01€ + 210,82€ + 253,01€ + 253,01€ + 253,01€ + 253,01€ + 253,01€ + 253,01€ + 59,01€ + 148,58€ + 80,02€ + 342,79€ + 342,79€ + 285,69€ + 342,79€ + 342,79€ + 342,79€ + 342,79€ + 342,79€ + 342,79€ + 80,02€ + 570,86€ + 322,28€ + 494,97€ + 246,38€ + 473,49€ + 793,82€ + 1.726,10€ + 497,25€ + 329,90€ + 337,27€) και απομένει προς καταβολή ποσό 6.600,44€ (18.270,88€ – 11.670,44€). 3. Για επίδομα Πάσχα έτους 2010 87 ημέρες συνολικής απασχολήσεως : 8 = 10,88 οκταήμερα χ [ 1.129,58€ μηνιαίος μισθός ενέργειας + 248,51€ επίδομα Κυριακών + 562,20€ αντίτιμο τροφής (30 ημέρες χ 18,74€) + 34,35€ επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 406,90€ αποδοχές άδειας με τροφοδοσία (1.378,09€ : 22 ημέρες = 62,64€ χ 5 ημέρες + 5 ημέρες χ 18,74€ ημερήσια τροφοδοσία = 313,20€ + 93,70€) + 1.816,19€ μέση μηνιαία αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας (18.270,88€ : 10,06 μήνες συνολικής απασχολήσεως) = 4.197,73€ : 2 = 2.098,86€ χ 1/15 =] 139,92€ = 1.522,32€ έναντι του οποίου (ποσού) ο ενάγων έλαβε ποσό 669,43€ και απομένει προς καταβολή ποσό 852,89€ (1.522,32€ – 669,43€). 4. Για επίδομα Χριστουγέννων έτους 2010 215 ημέρες συνολικής απασχολήσεως : 19 = 11,32 δεκαεννιαήμερα χ 4.197,73€ χ 2/25 = 3.801,46€ έναντι του οποίου (ποσού) ο ενάγων έλαβε ποσό 1.899,00€ και απομένει προς καταβολή ποσό 1.902,46€ (3.801,46€ – 1.899,00€). 5. Για αμοιβή λόγω συμμετοχής σε πλόες εξπρές 63,97 πλόες εξπρές (1,33 + 1,33 + 4,00 + 4,64 + 4,00 + 8,00 + 13,99 + 19,99 + 6,66) χ 4.197,73€ μέσος μηνιαίος μισθός : 30 = 8.950,68€ έναντι του οποίου (ποσού) ο ενάγων έλαβε ποσό 4.386,75€ (89,03€ + 89,03€ + 267,77€ + 312,62€ + 267,77€ + 535,53€ + 936,51€ + 1.338,16€ + 445,83€ + 104,50€) και απομένει προς καταβολή ποσό 4.563,93€ (8.950,68€ – 4.386,75€). Συνεπώς, στον ενάγοντα οφείλεται ακόμη, πέραν του καταβληθέντος, κατά τα ανωτέρω, συνολικού ποσού, για τις προαναφερόμενες νόμιμες αιτίες το συνολικό ποσό των 13.919,72€ (6.600,44€ + 852,89€ + 1.902,46€ + 4.563,93€) το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει η εναγόμενη εταιρεία με τους νόμιμους τόκους από την επόμενη ημέρα (08-12-2010) της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του (07-12-2010). Μετά από αυτά, κατά παραδοχή και των τρίτου και τέταρτου λόγων εφέσεως, που παραδεκτά προβλήθηκαν και είναι βάσιμοι, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή και στην ουσία της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο προς εκδίκαση, να αναδικαστεί η αγωγή και να γίνει δεκτή, σύμφωνα με τα παραπάνω κατά τα στο διατακτικό.
8.Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα αναλογούντα στην έκταση της νίκης του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 178§1, 189§1, 191§2, 591§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ, 57§1, 58§§1, 3, 4 περ. α΄, 63§1 περ. i στοιχ. α΄, 68§1, 69§1 εδάφ. α΄ και 166 Παράρτημα Ι Β΄ ν. 4194/2013, όπως στο διατακτικό.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 1828/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση.
Αναδικάζει την αγωγή.
Δέχεται αυτή εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων δεκαεννιά χιλιάδων ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών του ευρώ (13.919,72€) νομιμοτόκως από της 08-12-2010 έως την ολοσχερή εξόφληση. Και
Καταδικάζει την εναγόμενη – εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος ορίζει δε το ποσό αυτών σε εννιακόσια ογδόντα πέντε ευρώ (985,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Φεβρουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ