Αριθμός 123/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η από 08-09-2015 αριθμ. εκθ. καταθ. …../15-09-2015) έφεση του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος κατά της εναγόμενης εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, και της υπ΄ αριθμ. 3331/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 – 676 ΚΠολΔ, επί της από 17-12-2014 (γεν. αριθμ. καταθ. ……/18-12-2014, αριθμ. καταθ. ……/18-12-2014) αγωγής και έκανε αυτή δεκτή εν μέρει, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, εφόσον όπως προκύπτει από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα, δεν χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως ούτε βεβαίως παρήλθε τριετία από την δημοσίευση αυτής. Ασκήθηκε, επομένως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 495§§1, 2, 496, 499, 500, 511, 513§1 περ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517 εδάφ. α΄, 518§2, 520§1, 491§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335 /2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532, 591§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ) και να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρα 533§1, 591§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ).
II. Ο ενάγων (………..) στην από 17-12-2014 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές προκαταρκτικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκαν στον Πειραιά Ν. Αττικής μεταξύ αυτού (ενάγοντος) και της νόμιμα εκπροσωπούμενης εναγόμενης εταιρείας («………..») ναυτολογήθηκε επανειλημμένα στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο πλοιοκτησίας της, με το όνομα «Δ.», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό ….., κ.ο.χ. 9834 και Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……, με την ειδικότητα του Α΄ μηχανοδηγού, για να παρέχει τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα αυτή κατά τους πλόες του πλοίου στις γραμμές που κάθε φορά ήταν ενταγμένο. Ότι υπηρέτησε στο προαναφερόμενο πλοίο, με την ανωτέρω ειδικότητα, από τις 18-10-2012 έως και τις 16-02-2013, από τις 19-03-2013 έως και τις 23-07-2013, από τις 22-08-2013 έως και τις 24-12-2013 από τις 23-01-2014 έως και τις 17-06-2014 και από τις 17-07-2014 έως και τις 18-11-2014, αμειβόμενος με τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα κάθε φορά οικεία συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας. Ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων του απασχολιόταν καθημερινά (των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών συμπεριλαμβανομένων) επί δεκατρείς (13) ώρες. Ότι έναντι των δικαιούμενων αμοιβών του για την παροχή της εργασίας του, τις οποίες αναλυτικά υπολογίζει, έλαβε μικρότερα των προκυπτόντων χρηματικά ποσά με αποτέλεσμα να του οφείλονται, πέραν των ληφθέντων, και τα ακόλουθα ποσά: 1. Για παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες ποσό 20.285,23€, 2. για συμμετοχή του σε πλόες δημόσιας υπηρεσίας ποσό 2.195,65€, 3. για συμμετοχή του σε πλόες εξπρές 1.764,27€, 4. για διαφορές επιδομάτων εορτών Πάσχα 2013, Χριστουγέννων 2013, Πάσχα 2014 και Χριστουγέννων 2014 ποσά 906,87€, 2.136,42€, 961,69€ και 1.967,07€ και 5. για αποζημίωση μη χορηγηθεισών αδειών διανυκτερεύσεως ποσό 1.338,37€ ήτοι συνολικά ποσό 31.555,57€. Ότι η εναγόμενη αρνείται να του καταβάλει το ανωτέρω συνολικό χρηματικό ποσό και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθεί με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του ως παραδεκτή, νόμιμη και κατ΄ ουσίαν βάσιμη μετά δε από παραδεκτά γενόμενο περιορισμό του όλου αρχικού καταψηφιστικού ποσού σε εν μέρει καταψηφιστικό να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία να του καταβάλει το ποσό των 20.285,23€ νομιμότοκα από τη λήξη της τελευταίας συμβάσεώς του (18-11-2014) άλλως από την επίδοση της αγωγής, να αναγνωριστεί ότι η αυτή διάδικος οφείλει να του καταβάλει τα λοιπά χρηματικά ποσά με τους νόμιμους τόκους ως άνω και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της εναγόμενης.
III.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε παραδεκτή και νόμιμη ως προς το κύριο αίτημά της την ως άνω έχουσα αγωγή ακολούθως δε χώρησε στον έλεγχο των αποδείξεων. Περαιτέρω, αφού αξιολόγησε τις αποδείξεις, δέχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε καθημερινά υπερωριακή εργασία διάρκειας δύο (2) ωρών με αποτέλεσμα να δικαιούται, πέραν των ληφθέντων, ποσό 3.980,49€ στο οποίο όμως καταλόγισε υπέρτερο τούτου χρηματικό ποσό το οποίο είχε λάβει ο ενάγων από την εναγόμενη εταιρεία με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», δεχθέν ότι μεταξύ των διαδίκων μερών είχε καταρτιστεί κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος σχετική συμφωνία περί καταλογισμού. Ακολούθως, κρίνοντας τις λοιπές αποδείξεις έκρινε ότι στον ενάγοντα οφείλεται ποσό 1.995,04€ για την υπό στοιχεία II. 2 νόμιμη αιτία, ποσό 736,83€ για την υπό στοιχεία II.3 νόμιμη αιτία, ποσά 537,34€, 1.269,28€, 559,31€ και 1.065,16€ για την υπό στοιχεία III.4 νόμιμη αιτία. Τέλος, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή κατά το μέρος της το επιστηρίζον το χρηματικό κονδύλιο που αναφέρεται στην υπό στοιχεία III.5 νόμιμη αιτία. Επομένως, αναγνώρισε ότι στον ενάγοντα οφείλεται το συνολικό ποσό των 6.162,96€ (1.995,04€ + 736,83€ + 537,34€ + 1.269,28€ + 559,31€ + 1.065,16€) με τους νόμιμους τόκους από τις 18-11-2014.
IV.Κατά της, ως άνω, κρινάσης αποφάσεως παραπονείται με την ένδικη έφεσή του ο ενάγων, ήδη εκκαλών, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αλλά και κακή εκτίμηση του εισφερθέντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αποδεικτικού υλικού. Ειδικότερα, με την έφεσή του, η οποία διαρθρώνεται σε τέσσερις (4) λόγους, ο αμέσως προαναφερόμενος διάδικος παραπονείται: 1. Επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτός (ενάγων) παρείχε τις υπηρεσίες του εργαζόμενος στο πλοίο της εναγόμενης εταιρείας επί δέκα (10) ώρες ημερησίως ενώ από τις αποδείξεις προέκυπτε ξεκάθαρα ότι η απασχόλησή του διαρκούσε επί δεκατρείς (13) ώρες, όπως στην αγωγή του εξέθετε, και, επιπλέον, γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως παραδεκτό αποδεικτικό μέσο ένορκη βεβαίωση που δόθηκε με επιμέλεια της εναγόμενης εταιρείας μετά την συζήτηση καίτοι το περιεχόμενο αυτής αφορούσε ευθέως στην ανταπόδειξη και όχι στην αντίκρουση ισχυρισμού που διατυπώθηκε για πρώτη φορά κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. 2. Επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι μεταξύ αυτού (ενάγοντος) και της εναγόμενης εταιρείας είχε συμφωνηθεί τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονταν σ΄αυτόν εκ μέρους της ως έκτακτες αμοιβές να καταλογίζονται σε τυχόν απαιτήσεις του για εκ μέρους του παροχή υπερωριακής εργασίας ενώ τέτοια συμφωνία ουδέποτε είχε γίνει και, επιπλέον, τα καταβληθέντα χρηματικά ποσά είχαν καταβληθεί ως αντάλλαγμα για την εκ μέρους του διενέργεια έκτακτων εργασιών. 3. Επειδή το αυτό Δικαστήριο, μη υπολογίζοντας για τον προσδιορισμό των λοιπών αγωγικών κονδυλίων την αμοιβή του για τον ορθό αριθμό ωρών καθημερινής υπερωριακής απασχολήσεως, προσδιόρισε εσφαλμένα το ύψος αυτών. Επιπλέον δε, γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε για τον προσδιορισμό των ποσών των ανωτέρω αγωγικών κονδυλίων και το σταθερά καταβαλλόμενο επίδομα ιματισμού. Και 4. Επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε εσφαλμένα ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή του κατά το μέρος το επιστηρίζον το κονδύλιο το αφορόν αποζημίωση για την μη χορήγηση δικαιούμενων αδειών διανυκτερεύσεως. Ζητεί δε να γίνει τυπικά και κατ΄ ουσίαν δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου του.
V. Στο άρθρο 7 ν. 1876/1990 ορίζονται τα ακόλουθα: (στην § 1) Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής συμβάσεως εργασίας έχουν άμεση και καταναγκαστική ισχύ. (στην §2) Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους. (στην §3) Όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια. Από τη διάταξη της παραγράφου 2 του προαναφερόμενου άρθρου προκύπτει ευθέως ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από την συλλογική σύμβαση εργασίας και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της συνάψεως της ατομικής συμβάσεως εργασίας αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη προς καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες, των νομίμων, αποδοχές εκείνων, οι οποίες θα θεσπιστούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργείται η αιτία, για την οποία και καταβλήθηκαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Τούτο ισχύει και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ΄αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8§4 ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζονται στην πάγια, κατ΄αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπονται από σ.σ.ν.ε.. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικά και πάγια στον ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία σ.σ.ν.ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στην ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη μονομερώς να καταλογιστεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού απορρέουσες από την σύμβαση. Το, ως άνω, «επιμίσθιο» δύναται, όμως, να καταλογιστεί σε μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπόμενων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνο τότε, όταν υπάρχει σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Άλλως, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον, ως άνω, καταλογισμό, περιορίζοντας έτσι, μονομερώς, τις συμβατικές αποδοχές του εργαζόμενου (ΜονΕΠ 322/2015, 11/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ Νόμος με περαιτέρω παραπομπές στην νομολογία και την θεωρία). Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι τακτικές αποδοχές του ναυτικού, βάσει των οποίων υπολογίζονται η πρόσθετη αμοιβή για συμμετοχή του σε πλόες εξπρές και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη πάγια και σταθερά ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας αυτού (ναυτικού) τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (βλ. ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 = ΕΝαυτΔ 2003.345 = ΤΝΠ Νόμος, 214, ΕΠ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 . 19 = ΤΝΠ Νόμος, 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011. 387 = ΤΝΠ Νόμος, 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011. 262 = ΤΝΠ Νόμος, 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011. 97 = ΤΝΠ Νόμος, 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009. 102 = ΤΝΠ Νόμος). ΄Eτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται η αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας, οι αποδοχές άδειας με το αντίτιμο τροφής, το επίδομα πλόων δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής), εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικά σχετικούς πλόες, η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης οχημάτων καθώς και αυτή που αφορά πρόσθετη αμοιβή για εκτέλεση επιπλέον εργασιών (έκτακτες αμοιβές), εφόσον καταβάλλεται τακτικά στον ναυτικό και αφορά πράγματι επιπλέον εργασίες, ενώ, αντίθετα, το επίδομα ιματισμού δεν συνυπολογίζεται σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας και λόγω της παροχής αυτού σε είδος συνήθως (βλ. ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59. 1300 = ΕΕργΔ 2005.237 = ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012. 381 = ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕΠ 200/2016 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ Νόμος, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο», τ. 1ος, αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 529§1 εδάφ. α΄ΚΠολΔ στην κατ΄έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, η διάταξη δε αυτή εφαρμόζεται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 591§1 εδάφ. α΄ του ίδιου Κώδικα, και στην ειδική διαδικασία των άρθρων 664 – 676 ΚΠολΔ, αφού δεν αντιβαίνει στις ειδικές διατάξεις των άρθρων 670 και 671 ΚΠολΔ, οι οποίες κατά τη διάταξη του άρθρου 674§2 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην κατ΄ έφεση δίκη και έτσι ρυθμίζουν και την ενώπιον του εφετείου απόδειξη κατά την διαδικασία αυτή. Εξάλλου, σύμφωνα ειδικότερα με την διάταξη του άρθρου 671§1 εδάφ. τελευτ. ΚΠολΔ στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερεις τουλάχιστον ώρες. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το εφετείο, κατά την ειδική αυτή διαδικασία, ως νέο αποδεικτικό μέσο ένορκη βεβαίωση, η οποία δόθηκε οποτεδήποτε μετά την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, που αποτελεί και την μοναδική προϋπόθεση εγκυρότητας και λήψεως αυτής υπόψη από το αντίστοιχο δικαστήριο στο οποίο προσκομίζεται (βλ. ΑΠ 509/2011 ΝοΒ 2011.1863 = ΤΝΠ Νόμος, 771/2010 ΧρΙΔ 2011.111 όπου και παρατηρήσεις Π. Γιαννόπουλου = ΔΕΕ 2011.1070 = ΤΝΠ Νόμος).
VI. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ……….., που εξετάστηκαν αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία (βλ. την προσκομιζόμενη με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ………/ 12-05-2015 έκθεση επιδόσεως της από 11-05-2015 κλήσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……… και τη διατυπωθείσα στα πρακτικά της συζητήσεως της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγόμενης εταιρείας περί λήψεως ένορκης βεβαιώσεως του δεύτερου των προαναφερθέντων μαρτύρων), ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ……… και της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. …./13-05-2015 και …./15-05-2015 ένορκων βεβαιώσεων (σημειώνεται ότι η δεύτερη των ανωτέρω ένορκων βεβαιώσεων λαμβάνεται παραδεκτά υπόψη από το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με όσα παρατίθενται υπό στοιχείο V της παρούσας), και από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Ο ενάγων που είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός με στοιχεία στο Μ.Ε.Θ. ….., σε εκτέλεση προκαταρκτικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Α΄μηχανοδηγού στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο πλοιοκτησίας της εναγόμενης εταιρείας, με το όνομα «Δ.», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό ….., κ.ο.χ. 9834 και Διεθνές Διακριτικό Σήμα ….., στις 18-10-2012 στο λιμάνι του Πειραιώς, και υπηρέτησε σ΄ αυτό (πλοίο) με την ανωτέρω ειδικότητα έως τις 11-12-2012, οπότε απολύθηκε λόγω αντικαταστάσεως ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, για να ναυτολογηθεί αυθημερόν (11-12-2012) στο αυτό πλοίο και να υπηρετήσει έκτοτε διαρκώς έως και τις 16-02-2013, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιώς, λόγω λήψεως άδειας έως τις 16-03-2013. Επαναυτολογήθηκε στις 19-03-2013 στο αυτό λιμάνι στο ίδιο πλοίο και υπηρέτησε σ΄ αυτό έως και τις 11-06-2013, οπότε απολύθηκε λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, για να ναυτολογηθεί αυθημερόν (11-06-2013) στο αυτό πλοίο και να υπηρετήσει έκτοτε διαρκώς έως και τις 23-07-2013, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιώς, λόγω λήψεως άδειας έως τις 23-08-2013. Επαναυτολογήθηκε στις 22-08-2013 στο αυτό λιμάνι στο ίδιο πλοίο και υπηρέτησε σ΄ αυτό έως και τις 10-12-2013, οπότε απολύθηκε λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς αυτού σε νέο, για να ναυτολογηθεί αυθημερόν (10-12-2013) στο αυτό πλοίο και να υπηρετήσει έκτοτε διαρκώς έως τις 24-12-2013, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιώς, λόγω λήψεως άδειας έως τις 24-01-2014. Στις 23-01-2014 επαναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιώς στο αυτό πλοίο και υπηρέτησε σ΄ αυτό έως και τις 06-06-2014, οπότε απολύθηκε λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, για να ναυτολογηθεί αυθημερόν (06-06-2014) στο αυτό πλοίο και να υπηρετήσει έκτοτε διαρκώς έως τις 17-06-2014, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιώς, λόγω λήψεως άδειας έως τις 17-07-2014. Τέλος, ναυτολογήθηκε στο αυτό πλοίο στις 17-07-2014 στο λιμάνι του Πειραιώς και παρέμεινε υπηρετώντας σ΄ αυτό έως τις 18-11-2014, οπότε απολύθηκε στο ίδιο λιμάνι, λόγω λήψεως άδειας έως τις 18-12-2014. Κατά τις αμέσως προαναφερόμενες χρονικές περιόδους, κατά τις οποίες ο ενάγων υπηρέτησε στο ένδικο πλοίο, αυτό (πλοίο) πραγματοποιούσε καθημερινούς (αλλά διάφορους κάθε ημέρα) πλόες μεταξύ των λιμανιών των νησιών Ρόδου, Καστελορίζου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Κω, Σύμης, Λέρου, Λειψών, Αστυπάλαιας και Πειραιώς, υπηρετούσαν δε σ΄ αυτό τέσσερις μηχανοδηγοί, από τους οποίου οι τρεις πραγματοποιούσαν καθημερινές οκτάωρες βάρδιες χωρισμένες σε δύο τετράωρα, ήτοι από ώρα 08:00 έως ώρα 12:00 και από ώρα 20:00 έως ώρα 24:00, από ώρα 12:00 έως ώρα 16:00 και από ώρα 00:01 έως ώρα 04:00, από ώρα 16:00 έως ώρα 20:00 και από ώρα 04:00 έως ώρα 08:00, ενώ ο ένας ασκούσε καθήκοντα «ντεημάνη». Έτσι, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά σε δύο τετράωρες βάρδιες ή ως «ντεημάνης» παραλλήλως δε, μετά την συμπλήρωση των οκτώ ωρών απασχολήσεώς του, παρείχε τις υπηρεσίες του για την εύρυθμη λειτουργία του πλοίου για χρονικό διάστημα που δεν ξεπερνούσε τις τρεις ώρες καθημερινά, όπως, ορθά δέχτηκε, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Στο αποδεικτικό αυτό συμπέρασμα οδηγείται και το Δικαστήριο τούτο κυρίως από το γεγονός ότι στο πλοίο υπηρετούσαν κατά τα ενδιαφέροντα χρονικά διαστήματα τέσσερις μηχανοδηγοί όσοι δηλαδή προβλέπονταν από την οργανική σύνθεση του πλοίου με αποτέλεσμα, αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι παρείχε πέντε ώρες καθημερινά υπερωριακή εργασία, να πρέπει να συναχθεί το παράλογο συμπέρασμα ότι στο πλοίο παρεχόταν εργασία, εντός του ωραρίου, διάρκειας τριάντα δύο ωρών, και επιπλέον εργασία, πέραν αυτού (ωραρίου), διάρκειας είκοσι ωρών. Όμως μια τέτοια παραδοχή θα σήμαινε ότι το ένδικο πλοίο δεν ήταν ένα λειτουργικό μεταφορικό μέσο με τις συνήθεις ανάγκες και κάποιες έκτακτες τέτοιες αλλά ένα διαρκές εργοτάξιο αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και έτερος ισχυρισμός του ενάγοντος ότι λάμβανε (και, προφανώς, όχι μόνο αυτός)έκτακτες αμοιβές για πραγματοποιηθείσες εκ μέρους του έκτακτες εργασίες στο αντικείμενό του. Εξάλλου, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν στηρίζεται μόνο στις ανωτέρω παραδοχές αλλ΄ ,επιπλέον, στηρίζεται στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως ο οποίος, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, υπηρέτησε στο ένδικο πλοίο με την ειδικότητα με την οποία υπηρέτησε και ο ενάγων και δεν αντικρούεται πειστικά από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως ο οποίος, εργαζόμενος στον ξενοδοχειακό τομέα του πλοίου ως θαλαμηπόλος, δεν μπορούσε να έχει σαφή αντίληψη τόσο του είδους των καθηκόντων του ενάγοντος όσο και της ακριβούς χρονικής εκτάσεως αυτών κατέθεσε δε όσα κατέθεσε όντας δέκτης πληροφοριών εκ μέρους του ενάγοντος γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία ήθελε γίνει δεκτό ότι είχε άμεση αντίληψη των ανωτέρω παραμέτρων, θα έπρεπε να γίνει παραλλήλως δεκτό ότι δεν απασχολιόταν στα «εγκατεσπαρμένα» χρονικά μέσα στο εικοσιτετράωρο καθήκοντά του αλλά παρατηρούσε τα της απασχολήσεως του ενάγοντος. Επομένως, εφόσον, όπως ήδη σημειώθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην αυτή αποδεικτική παραδοχή, δεν έσφαλε σχετικά με την εκτίμηση του εισφερθέντος κατά την αποδεικτική διαδικασία υλικού και, για τον λόγο αυτό, πρέπει οι, παραδεκτά προβληθέντες, πρώτος και τρίτος λόγος κρινόμενης εφέσεως να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τα προμνησθέντα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι κατά την κατάρτιση των προκαταρκτικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, είτε αυτές καταρτίζονταν ατύπως είτε εγγράφως, γινόταν αμοιβαίως αποδεκτό ότι στον ενάγοντα θα καταβάλλεται εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας πέραν των μηνιαίων αποδοχών και χρηματικό ποσό, ως έκτακτη αμοιβή, το οποίο θα ήταν δυνατό να καταλογίζεται σε αξιώσεις για υπερωριακή εργασία ή άλλες αξιώσεις εκ μέρους αυτού (ενάγοντος) και, επιπλέον θα ήταν δυνατό η καταβολή αυτού να διακοπεί οποτεδήποτε. Η, ως άνω, έχουσα μερικότερη συμφωνία κρίνεται ότι αποτελούσε πάντοτε περιεχόμενο της συνολικής προκαταρκτικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ενάγοντος για τον λόγο ότι αυτή ήταν, χωρίς εξαιρέσεις, η «πολιτική» ναυτολογήσεων της εναγόμενης εταιρείας μάλιστα δε μία φορά τουλάχιστον περιλήφθηκε σε γραπτό κείμενο (βλ. την από 29-06-2013 σύμβαση ναυτικής εταιρείας). Άλλωστε, την επιμέρους αυτή συμφωνία δεν αρνείται πειστικά ο ενάγων ισχυριζόμενος ότι πράγματι έλαβε από την εναγόμενη εταιρεία διάφορα χρηματικά ποσά ως έκτακτες αμοιβές πλην όμως αυτά καταβλήθηκαν για την εκ μέρους του (πέραν της παροχής πεντάωρης καθημερινά υπερωριακής εργασίας) εκτέλεση διάφορων εργασιών στο πλοίο, οι οποίες (εργασίες) αμείβονται, κατά τις οικείες σ.σ.ν.ε. ξεχωριστά, χωρίς ωστόσο να τις κατονομάζει και να τις προσδιορίζει χρονικά. Πέραν, τούτων, πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο γνωρίζει από τη δικαιοδοτική του λειτουργία ότι παρόμοιου περιεχομένου συμφωνία συναντάται στο σύνολο σχεδόν των συμβάσεων ναυτικής εργασίας στην ακτοπλοΐα ανεξάρτητα από την ταυτότητα της εργοδότιδας ναυτιλιακής εταιρείας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ως υφιστάμενη την ανωτέρω μερικότερη συμφωνία και προσέδωσε σ΄ αυτή τη λειτουργία που προσδίδει και το Δικαστήριο τούτο, ουδόλως έσφαλε τόσο αναφορικά με την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού όσο και ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, ο, παραδεκτά προβληθείς, δεύτερος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη εταιρεία κατά τους μήνες Ιανουάριο, Απρίλιο, Μάιο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2013 όπως και κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Οκτώβριο του έτους 2014, καίτοι τούτο ήταν δυνατό χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο η ασφάλεια του πλοίου, του πληρώματος ή εξ άλλου λόγου, δεν χορηγήθηκαν στον ενάγοντα άδειες διανυκτερεύσεως στο λιμάνι απόπλου του πλοίου (Πειραιάς), σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 16 των από 06-06-2013 και 08-04-2014 Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Πλοίων ετών 2013 και 2014, που κυρώθηκαν με τις υπ΄ αριθμ. 3525.1.1.5/01/31-07-2013 (ΦΕΚ Β΄2079/26-08-2013) και 3525.1.5/01/13-06-2014 (ΦΕΚ Β΄1664/24-06-2014) αποφάσεις του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου. Επομένως, δικαιούται αποζημίωση συνολικού ποσού 1.338,37€ ήτοι 23 δικαιούμενες άδειες διανυκτερεύσεως χ 1.280,19€ μισθός ενέργειας των ανωτέρω σ.σ.ν.ε. χ 1/22 = 23 χ 58,19€ = 1.338,37€. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός της εναγόμενης εταιρείας ότι οι άδειες στις οποίες γίνεται αναφορά ανωτέρω δόθηκαν και ότι το γεγονός αυτός αποσιωπά ο ενάγων δεν κρίνεται πειστικός για τον λόγο ότι για τη χορήγηση άδειας διανυκτερεύσεως πρέπει να γίνεται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και η εγγραφή αυτή να θεωρείται από την αρμόδια λιμενική αρχή (άρθρα 16§3 των ανωτέρω σ.σ.ν.ε.). Επομένως, ο παραδεκτά προβληθείς τέταρτος λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ώστε να προκύψει ενιαίος προς εκτέλεση τίτλος, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη εταιρεία οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.501,33€ (6.162,96€ + 1.338,37€) νομιμοτόκως από της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ενάγοντος (18-11-2014), σύμφωνα με το διατακτικό.
VII.Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα αναλογούντα στην έκταση της νίκης του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 178§1, 189§1, 191§2, 591§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ, 57§1, 58§§1, 3, 4 περ. α΄, 63§1 περ. i στοιχ. α΄, 68§1, 69§1 εδάφ. α΄ και 166 Παράρτημα Ι Β΄ ν. 4194/2013, όπως στο διατακτικό.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3331/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση.
Αναδικάζει την αγωγή.
Δέχεται αυτή εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό επτά χιλιάδων πεντακοσίων ενός ευρώ και τριάντα τριών λεπτών του ευρώ (7.501,33€) νομιμοτόκως από της 18-11-2014 έως την ολοσχερή εξόφληση. Και
Καταδικάζει την εναγόμενη – εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος ορίζει δε το ποσό αυτών σε εξακόσια εξήντα πέντε ευρώ(665,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Μαρτίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ