Αριθμός 64/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 307 του ΚΠολΔ «Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάζει να επαναληφθεί η συζήτηση. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, οι κλήσεις για συζήτηση και τα αποδεικτικά της επίδοσης συντάσσονται ατελώς. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στην περίπτωση, που για οποιονδήποτε λόγο δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες από τη συζήτηση πολιτικής υπόθεσης. Μόλις συμπληρωθεί οκτάμηνο, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης.». Περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, εφόσον κάποιος εκ των διαδίκων δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την προσδιορισμένη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 307 του ΚΠολΔ, ημέρα ανασυζήτησης της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, πρέπει να αποδειχθεί η σχετική κλήτευση αυτού. Η μη κλήτευση δε του απολιπόμενου διαδίκου για την ανασυζήτηση έχει ως συνέπεια την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης (ΕφΑθ 143/2013, ΕφΠατρ 450/2010, ΕφΠατρ 1253/2007, ΕφΛαρ 519/2007). Εξάλλου, η, κατ΄ άρθρο 307 του ΚΠολΔ, επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αποτελεί, όπως και εκείνη του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση (ΑΠ 82/2015, ΕφΑθ 720/2012 ΕλλΔνη 2013/1093, ΕφΘεσ 1927/2012 Αρμ 2013/1503, ΕφΑθ 1503/2010). Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον η αρχική και επαναλαμβανόμενη συζήτηση συνιστούν τα δύο στάδια μίας ενιαίας συζήτησης, βάσει των διατάξεων των άρθρων 307, 254 και 280 του ΚΠολΔ, ο διάδικος, ο οποίος παρίσταται νόμιμα σε ένα από τα δύο αυτά στάδια, δικάζεται κατ΄ αντιμωλίαν (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. I, άρθρο 254, σελ. 530, άρθρο 280, σελ. 569, άρθρο 307, σελ. 612). Ο διάδικος, δηλαδή, ο οποίος δεν παρίσταται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, είχε όμως παρασταθεί προσηκόντως στην προηγούμενη συζήτηση, δικάζεται κατ΄ αντιμωλίαν (ΕφΑθ 1503/2010, ΕφΑθ 961/2009, ΕφΠατρ 1009/2008, ΕφΠατρ 1253/2007, ΕφΑθ 1849/2001, ΕφΑθ 3365/1995), χωρίς μάλιστα να απαιτείται η εκ νέου κατάθεση έγγραφων προτάσεων, αλλά αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις, οι οποίες κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη (ΕφΠειρ 275/2014, ΕφΘεσ 151/2012), επιτρεπομένης βέβαια της συμπλήρωσης αυτών (ΕφΛαρ 459/2015, ΕφΛαρ 502/2013, ΕφΑθ 313/2012, ΕφΑθ 3334/2011 ΕλλΔνη 2013/1096, ΕφΔυτΜακ 88/2011 Αρμ 2 014/1168). Αντιστρόφως, βάσει των ίδιων ως άνω διατάξεων, ο διάδικος, ο οποίος δεν παρέστη στην αρχική, αλλά μόνο στην επαναλαμβανόμενη, εφόσον καταθέσει νομότυπα προτάσεις, δικάζεται κατ΄ αντιμωλίαν (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΕμπΔ 2013/417, ΕφΔωδ 212/2009, ΕφΠατρ 351/2008, ΕφΔωδ 52/2000). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 142 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο διορισμός αντικλήτου γίνεται είτε με δήλωση του ενδιαφερομένου στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου της κατοικίας του, είτε με ρήτρα σε σύμβαση. Η δήλωση για τον διορισμό του αντικλήτου γίνεται αυτοπροσώπως ή με ειδικό πληρεξούσιο και αν την πραγματοποιεί κάτοικος του εξωτερικού, η δήλωση αυτή γίνεται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου της πρωτεύουσας. Στο άρθρο δε 143 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του. 2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον αντίκλητο, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του ενδιαφερομένου, οι οποίες πρέπει να επιδίδονται στον ίδιο. 3. Η επίδοση της κλήσης για την συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος. 4. Η επίδοση σε πρόσωπο που έχει τη διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά στον αντίκλητο, εφόσον αναφέρεται στον κύκλο των υποθέσεων για τις οποίες έχει γίνει ο διορισμός του, και όταν ακόμη πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του παραλήπτη της επίδοσης.». Επιπροσθέτως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 96 του ΚΠολΔ «1. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων. 2. Η πληρεξουσιότητα μιας αρχής μπορεί να δοθεί σε δικηγόρο και με έγγραφο της που περιέχει τα στοιχεία που αναγράφονται στην παράγραφο 1. 3. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα Πρακτικά ή στην έκθεση. Ειδικά, για τις εργατικές διαφορές η πληρεξουσιότητα μπορεί να δίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή.». Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 139 παρ. 1 του ΚΠολΔ η έκθεση η οποία συντάσσεται για την επίδοση, πρέπει να περιέχει και μνεία του προσώπου προς το οποίο παραδόθηκε το προς επίδοση έγγραφο με την πρόδηλη έννοια της μνείας της ταυτότητας του φυσικού προσώπου και της ιδιότητας αυτού. Η μνεία του ονοματεπωνύμου μπορεί να μη γίνεται στο κυρίως κείμενο της εκθέσεως, αλλά να αναφέρεται τούτο και πριν από την υπογραφή αυτού που παρέλαβε το έγγραφο. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ΄ αρ. 68/2018 (αρ. καταθ. ……….) πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς φέρεται προς επανάληψη της συζήτησης η υπ΄ αρ. καταθ. ……… έφεση της εκκαλούσας κατά των εφεσίβλητων και κατά της υπ΄ αρ. 859/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έφεση η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την 17-11-2016, πλην όμως, μετά το πέρας αυτής, με την υπ΄ αρ. 55/2018 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά η σχετική δικογραφία, εκτός άλλων, αφαιρέθηκε από την Εφέτη Πειραιά. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την παρούσα επαναλαμβανόμενη συζήτηση, η εκκαλούσα παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, ενώ οι εφεσίβλητοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο. Από τις από 19-6-2018 δυο εκθέσεις επίδοσης του Επιμελητή Δικαστηρίων …….. που βρίσκονται στη δικογραφία και αφορούν τους δύο εφεσίβλητους προκύπτει ότι αντίγραφο της προαναφερόμενης υπ΄ αρ……… πράξεως ορισμού δικασίμου και της κάτωθι αυτής κλήσεως της Γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς με την οποία καλούνται οι απολιπόμενοι εφεσίβλητοι αντίστοιχα να εμφανισθούν κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας για την επανάληψη της συζήτησης της εφέσεως, δεν επιδόθηκε προσωπικά στους ίδιους τους εφεσίβλητους, αλλά σε αυτές αναγράφεται, μεταξύ άλλων, «Και αφού βρήκα», ακολουθεί κενό που δεν έχει συμπληρωθεί, ενώ στη θέση «Ο ΠΑΡΑΛΑΒΩΝ» αναγράφεται στην πρώτη από αυτές «Ο Πληρεξ. Δικηγόρος» και έπεται υπογραφή [χωρίς τα στοιχεία αυτού (Δικηγόρου), ήτοι πατρώνυμο, κατοικία και διεύθυνσή του], και στη δεύτερη από αυτές (αναγράφεται) «Πληρεξ. Δικηγόρος» και έπεται υπογραφή [χωρίς επίσης τα στοιχεία αυτού (Δικηγόρου), ήτοι πατρώνυμο, κατοικία και διεύθυνσή του]. Από τα στοιχεία, όμως, της δικογραφίας, δεν προκύπτει, ότι ο εν λόγω Δικηγόρος έχει διοριστεί αντίκλητος των εφεσίβλητων, σύμφωνα με τους οριζόμενους στη νομική σκέψη της παρούσας τρόπους. Στην πρωτοβάθμια δίκη ο ενάγων στη θέση του οποίου, κατά την ένδικη έφεση, υπεισήλθαν οι ήδη εφεσίβλητοι, είχε παρασταθεί με άλλον πληρεξούσιο Δικηγόρο, ενώ εξάλλου και εάν ενδεχομένως είχε παρασταθεί ως πληρεξούσιος Δικηγόρος των εφεσίβλητων κατά την πρωτοβάθμια δίκη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί και αντίκλητός τους για τις επιδόσεις που αφορούν τη δευτεροβάθμια δίκη, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, η εξουσία του παρασταθέντος πρωτοδίκως πληρεξούσιου Δικηγόρου παύει με την περάτωση της πρωτοβάθμιας δίκης. Συνεπώς, εφόσον δεν υφίσταται διορισμός του με κάποιον από τους νόμιμα προβλεπόμενους τρόπους η επίδοση προς αυτόν είναι άκυρη (πρβλ. ΑΠ 909/2004, ΕφΠειρ 421/2009). Επομένως, εφόσον, κατά τα ως άνω, δεν αποδεικνύεται νόμιμη κλήτευση των απολιπόμενων εφεσίβλητων, πρέπει να κηρυχθεί αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης εφέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υπ΄ αρ. καταθ. ……….. εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου Δικηγόρου της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ