Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 166/2017

Αριθμός    166/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ερασμία Λιούλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τ0ν Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση από 11.6.2015 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/11.6.2015 έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 4334/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 20.1.2010 και με αριθμό καταθέσεως ……../26.1.2010 αγωγή του ενάγοντος………………., έχει ασκηθεί νομότυπα και προ πάσης επιδόσεως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, γεγονός που εξάλλου δεν αμφισβητείται (άρθρα 495 παρ. 1 και  2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517 και  518 παρ.1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), εφόσον έχουν καταβληθεί και τα νόμιμα, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, παράβολα, όπως αποδεικνύεται από τα υπ’ αριθμούς … και …/2015 έντυπα παράβολα του ΤΑΧΔΙΚ και τα ., …………/2015 έντυπα παράβολα του Δημοσίου.

Με την ένδικη αγωγή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι δεν υφίσταται οφειλή με βάση το αναφερόμενο σε αυτήν (αγωγή) τιμολόγιο ποσού 18.114,09 ευρώ, που εξέδωσε η εναγομένη, ισχυριζόμενη ότι υποχρεούται να της καταβάλει τούτο ως εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία  «….» για οφειλές από την πρυμνοδέτηση του πλοίου με το όνομα «J.», κυριότητας της άνω εταιρίας, επικαλούμενος ότι αυτός δεν τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος της φερόμενης ως υπόχρεης εταιρείας, επικουρικώς δε επικαλείται, ότι, στο αξιούμενο από την εναγομένη ποσό του τιμολογίου περιλαμβάνονται υπερβολικές προσαυξήσεις επί του αρχικώς οφειλομένου ποσού κατά παράβαση των συνταγματικών κανόνων χρηστής διοίκησης και των εξ αυτής απορρεουσών αρχών της αναλογικότητας και της εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν κατά το κύριο αίτημα και ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, κατά το επικουρικώς υποβληθέν και επιβλήθηκαν τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης από 470,00 € εις βάρος του ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο εκκαλών, με την ένδικη έφεσή του, παραπονείται για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτήν και οι οποίοι ανάγονται αποκλειστικά σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση αυτής με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική του δαπάνη.

Κατά το άρθρο 25 ΑΚ οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και, αν δεν ορίστηκε τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο, που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πνεύμα της Συμβάσεως της Ρώμης της 19.6.1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε με το ν. 1792/1988 και αποτελεί από 14.1.1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, με την ισχύ που δίνει σε αυτό το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος και με την οποία ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Κατ` άρθρο 1 παρ. 3 της ως άνω Σύμβασης, που επικρατεί του άρθρου 25 ΑΚ: «Η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης» (ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 40. 269). Το εφαρμοστέο δίκαιο επί συμβατικών ενοχών, πρέπει να αναζητηθεί με βάση την εφαρμογή του συνδετικού κανόνα του άρθρου 4 σημ. 1 εδ. α` της από 19.6.1980 Σύμβασης της Ρώμης και του άρθρου 25 εδ. β`ΑΚ. Κατά τον κανόνα αυτό εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σχέση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται, ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα της έννομης σχέσης, τέτοιες δε ειδικές συνθήκες εν προκειμένω αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκομένων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών και ιδίως η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης πολιτείας, (ΑΠ 384/2005, Εφ Πειρ 262/2012, Εφ Πειρ 36/2012 ΤΝΠ, Νόμος).

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου, επικαλούμενος ότι, κατά παράβαση του άρθρου 28 παρ. 1 Συντάγματος και ενώ οι Διεθνείς Συμβάσεις, από της ισχύος τους αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν πάσης άλλης αντιθέτου διατάξεως νόμου, έτσι ώστε ο Ν. 2893/1954 με τον οποίο κυρώθηκε η από 03/08/1951 Σύμβασις Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Η.Π.Α., υπερισχύει παντός εσωτερικού νόμου, ότι η εταιρεία “………” την οποία εκπροσωπεί έχει ως καταστατική της έδρα το DELAWARE των Η.Π.Α. και ότι, ως εκ τούτου, εσφαλμένα δεν αντιμετωπίστηκε από την εκκαλουμένη κατά το δίκαιον της έδρας της, αλλά με βάση τη Σύμβαση της Ρώμης του 1980, παρά το ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην υπό κρίση υπόθεση, είναι το δίκαιο του DELAWARE, για τις ενδοσυμβατικές ενοχές και όχι το ελληνικό.

Από την προσήκουσα εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα και παραδεκτά προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και αυτών που δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα (άρθρο 454 παρ. 1 ΚΠολΔ), επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ  το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (σχ. ΑΠ 1627/2010, Δνη 2011, 432, 489, ΑΠ 1511/2009, ΝοΒ 2010, 1719), των εν γένει ισχυρισμών των διαδίκων, όσους νόμιμα επανυποβάλλουν με τις προτάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Διά της από 10-12-2004 αιτήσεως, η οποία υποβλήθηκε προς την εναγομένη μέσω του ναυτικού πρακτορείου με την επωνυμία «………….», με αριθμό πρωτοκόλλου 19448 γνωστοποιήθηκε προς αυτήν ότι το με ελληνική σημαία Φ/Γ πλοίο «Α.» Νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …., που ανήκε στην πλοικτήτρια εταιρεία με την επωνυμία «……………», προερχόμενο από το ναυπηγείο ……, επρόκειτο να καταπλεύσει στο λιμάνι του Πειραιά κενό φορτίου και ζητήθηκε η χορήγηση θέσης προκειμένου να εξυπηρετηθεί η επισκευή του. Η εν λόγω αίτηση έγινε δεκτή από το Τμήμα Προσορμήσεως της εναγομένης και εγκρίθηκε η παραβολή/ πρυμνοδέτηση του άνω πλοίου στη θέση «ΜΩΛΟΣ Δ.Ε.Η.» για το χρονικό διάστημα από 15.12.2004 έως 24.12.2004, σύμφωνα με τη διαδικασία του οικείου άρθρου του Κανονισμού αυτής παρά τα ναύδετα ΑΡ ΟΜΕΓΑ. Στην αίτηση αυτή στη θέση «Στοιχεία εκπροσώπου ή διαχειριστή, τίτλος εταιρίας» αναγράφηκε η επωνυμία της εταιρίας και το όνομα του ενάγοντος ως νομίμου εκπροσώπου αυτής. Ακολούθως, υποβλήθηκε η από 15.12.2004 αίτηση του ιδίου ως άνω ναυτικού πρακτορείου με την επωνυμία «……….», με το ίδιο αίτημα, που παρελήφθη από την Αγκυροβολία της εναγομένης αυθημερόν και φέρει σχετική σφραγίδα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, με τη σημείωση ότι ουδεμία κατάσχεση υφίστατο επί του ως άνω πλοίου μέχρι την ημέρα υποβολής της αιτήσεως, ήτοι την 15.12.2004, συνημμένα δε υποβλήθηκε και υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 του νομίμου εκπροσώπου του άνω ναυτικού πρακτορείου …………, με την οποία ο τελευταίος δεσμεύθηκε να προσκομίσει εντός 10 ημερών για το υπό πρακτόρευσή του ως άνω πλοίο σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ πλοιοκτητών και επισκευαστή. Από το περιεχόμενο της αιτήσεως προκύπτει ότι ο ενάγων, τελών εν γνώσει των ισχυόντων Κανονισμού και Τιμολογίων Δικαιωμάτων επί πλωτών ναυπηγημάτων στη λιμενική περιοχή που διαχειρίζεται η εναγομένη, αποδέχθηκε ελευθέρως και ανεπιφυλάκτως άπαντες τους όρους αυτών, όταν αιτήθηκε τη διάθεση της ως άνω θέσης από την εναγομένη, προκειμένου να εκτελεστούν εργασίες επισκευής και μετασκευής στο πλοίο «Α», το οποίο, όπως δήλωσε ο ενάγων εγγράφως ανήκε στην άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία «……….», με έδρα το Κερατσίνι (….. .). Στην οπίσθια όψη της αίτησης, που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη, συμπληρώθηκαν από την αρμόδια Υπηρεσία της, τα προβλεπόμενα στοιχεία και στις 24-12-2004 εγκρίθηκε από τη Διεύθυνση Συντονισμού Εργασιών/Τμήμα Προσορμίσεως ΟΛΠ η παραβολή/πρυμνοδέτηση του πλοίου, οπότε καταρτίσθηκε η σχετική σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Η εναγόμενη Ο.Λ.Π. Α.Ε., πρώην ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» έχει στην αποκλειστική της αρμοδιότητα τη διοίκηση του Λιμένος Πειραιώς, ως καθολική διάδοχος του ΟΛΠ, μετά δε και τη μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία με το Ν. 2688/99 συνεχίζει να διατηρεί όλα τα προνόμια του Δημοσίου, τα οποία απολάμβανε και ο ΟΛΠ, δυνάμει της παρ. 2 του δευτέρου άρθρου του ως άνω νόμου, η οποία παραπέμπει στον ιδρυτικό νόμο του πρώην ΝΠΔΔ, ήτοι τον Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951 (ΦΕΚ 8 Α’) και εξακολουθούν να ισχύουν γι’ αυτήν οι νόμοι και τα κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα, όπως και οι υπουργικές αποφάσεις, που αφορούσαν τον ΟΛΠ ως ΝΠΔΔ, δυνάμει της παρ. 4 του πέμπτου άρθρου του Ν. 2688/99, όπως και οι εκδοθέντες κατά τις διατάξεις του Ν. 1559/50 Κανονισμοί, όπως ρητά προβλέπει η παρ. 6 του δευτέρου άρθρου του Ν. 2688/99, κατά την οποία «Οι αναγκαίοι για την εκπλήρωση του σκοπού της Εταιρίας ΟΛΠ Α.Ε. Κανονισμοί εκδίδονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Διεύθυνσης. Μέχρι την έκδοση των Κανονισμών του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται οι Κανονισμοί που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος», ενώ κατά την παρ. 7 του ιδίου άρθρου «Οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΛΠ Α.Ε. που αφορούν Κανονισμούς και Τιμολόγια δημοσιεύονται στο δεύτερο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως». Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού και Τιμολογίων Δικαιωμάτων επί πλοίων – πλωτών ναυπηγημάτων στη Ναυπηγοεπισκευαστική Περιοχή του ΟΛΠ, «1. Υπόχρεοι για την καταβολή στον ΟΛΠ των υπό του παρόντος Κανονισμού προβλεπομένων πάσης φύσεως δικαιωμάτων, που βαρύνουν και παρακολουθούν το ναυπήγημα, είναι ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής και ο κατά τον χρόνο της δημιουργίας της απαίτησης ναυτικός πράκτωρ ή, ελλείψει τοιούτου, ο ενεργήσας ως νόμιμος αντιπρόσωπος του ναυπηγήματος, ευθυνόμενοι έκαστος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Στην έννοια του όρου πλοιοκτήτης περιλαμβάνεται και ο κύριος του πλοίου. 2. Κατ’ εξαίρεση, οφειλόμενα δικαιώματα επί ναυπηγημάτων των οποίων οι πλοιοκτήτες ή εφοπλιστές διαμένουν στην αλλοδαπή βεβαιώνονται επ’ ονόματι των ναυτικών πρακτόρων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους». Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε πλήρως ιδίως από τις νόμιμα προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη σχετικές αιτήσεις του προαναφερθέντος Ναυτικού Πρακτορείου «………..», ότι, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας «……………..», ζητήθηκε η χορήγηση διαδοχικών παρατάσεων παραμονής του άνω πλοίου στην ίδια θέση, με σκοπό την αποπεράτωση των εργασιών επισκευής του, όπως εγκρίθηκε από τα αρμόδια όργανα της εναγομένης μέχρι 20-1-2005, πλην όμως η παραμονή του πλοίου παρατάθηκε αυθαίρετα έως τις 11-2-2005, οπότε εκδόθηκε επί πιστώσει από την εναγομένη το από 24-2-2005 υπ’ αριθ. 4493 σειρά 06 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών λόγω της αυθαίρετης πρυμνοδέτησης του πλοίου, που μετονομάσθηκε σε «J.», από την 21-1-2005 μέχρι την 11-2-2005, ύψους 29.025,92 ευρώ, κατά τα σχετικώς οριζόμενα στο άρθρο 6 του από 01.06.2004 ισχύοντος ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ και ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΠΙ ΠΛΟΙΩΝ/ΠΛΩΤΩΝ ΝΑΥΠΗΓΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗ ΝΑΥΠΗΓΟ-ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΟΛΠ. Από το ποσό αυτό καταβλήθηκαν σταδιακά τα ποσά των 9.465,74 ευρώ και 1.446,09 ευρώ, οπότε υπολείπεται προς καταβολή το ποσό των 18.114,09 ευρώ. Υπόχρεος για την καταβολή του ως άνω υπολοίπου ποσού στην εναγομένη είναι ο ενάγων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άνω παρατιθέμενο άρθρο 9 παρ. 1 και 2 του έχοντος ισχύ νόμου Κανονισμού του ΟΛΠ, τα οποία ρητώς αποδέχθηκε ο ίδιος, όπως πλήρως αποδείχθηκε, εκπροσωπώντας την πλοιοκτήτρια εταιρεία «…………..» κατά το χρόνο σύναψης της ένδικης σύμβασης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με την ως άνω νομική σκέψη, αφού πρόκειται περί ιδιωτικής διαφοράς από διεθνή έννομη σχέση. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε από όλα τα ανωτέρω ότι πρόκειται για ιδιωτική σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, αφού η πλοιοκτήτρια τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία με έδρα στο Delaware των ΗΠΑ, πλην όμως ο ίδιος ο ενάγων εκπροσωπώντας νομίμως αυτήν δήλωσε ως έδρα το Κερατσίνι Αττικής στη διεύθυνση …………. Ακόμη, εκτός από την προμνημονευόμενη έγγραφη δήλωση του ενάγοντος προς την εναγομένη, από το νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την τελευταία  από 23-3-2005 μνημόνιο συμφωνίας μεταξύ του πρώτου (ενάγοντος) και των . ………………. και ……… ., αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, μέχρι την ως άνω ημερομηνία, ήταν ο διευθυντής και αξιωματούχος της αλλοδαπής εταιρείας «………..», όμως το στοιχείο αυτό δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της Πολιτείας DELAWARE των ΗΠΑ, καθόσον κατά το χρόνο σύναψης της ένδικης σύμβασης ο ενάγων υποβλήθηκε και αποδέχθηκε ρητά και αδιαμφισβήτητα τους όρους του Κανονισμού του ΟΛΠ, ήτοι το Ελληνικό Δίκαιο και επί πλέον πρόκειται για πλοίο με ελληνική σημαία και ο ίδιος είχε δηλώσει κάτοικος Κερατσινίου. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ούτε από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, από 23-5-2008 πιστοποιητικό περί της ιδιότητας του ……. ως μοναδικού διευθυντή της εταιρείας «………..», αφού την ιδιότητα αυτή δεν είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης. Με βάση τα ανωτέρω και όσα διαλαμβάνονται στην άνω μείζονα σκέψη, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που ήχθη στην ίδια κρίση και δέχθηκε ότι σαφώς συνάγεται ότι τα μέρη υποβλήθηκαν στις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, το οποίο και εφάρμοσε, ουδόλως έσφαλε και ο σχετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν.

Κατά το άρθρο 216 § 1 α’ ΚΠολΔ, μεταξύ των απαραίτητων στοιχείων της αγωγής, είναι η σαφής έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, ως εισαγωγικό δικόγραφο, ήτοι πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, της οποίας ζητείται να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία, δηλαδή να παραθέτει τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν το δικαίωμα για την παροχή έννομης προστασίας (σχ. ΑΠ 679/2016, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών ισχυρίσθηκε, όπως προεκτίθεται, ότι ο υπολογισμός του συνολικά οφειλομένου ποσού έλαβε χώρα κατά παράβαση των συνταγματικών κανόνων χρηστής διοίκησης και των εξ αυτής απορρεουσών αρχών της αναλογικότητας και της εμπιστοσύνης του διοικουμένου και περιλαμβάνονται σε αυτό υπερβολικές προσαυξήσεις επί του αρχικώς οφειλομένου ποσού και ζήτησε να αναγνωρισθεί επικουρικά ότι δεν υφίσταται η εν λόγω οφειλή. Υπό τα ανωτέρω, ωστόσο, εφόσον δεν διευκρινίζεται στην αγωγή ποιό είναι το ύψος των παρανόμων προσαυξήσεων, που υπολογίσθηκε κατά παράβαση των άνω αρχών, είναι ανέφικτη η δικαστική εκτίμηση της νομιμότητας ή μη του σχετικού ισχυρισμού, ο οποίος προβάλλεται αορίστως και τυγχάνει ως εκ τούτου απαράδεκτος. Συνεπώς και ο λόγος αυτός εφέσεως, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών ότι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο το σχετικό αίτημα η εκκαλουμένη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσιβλήτου σε βάρος του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 183 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ. 1,  63 παρ. 1β, 84 παρ. 1 και 160 του ν. 4194/2013 περί του Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 11.6.2015 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/11.6.2015 έφεση κατά της με αριθμό 4334/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων που μνημονεύονται στο σκεπτικό. Και,

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε διακοσίων πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 4 Απριλίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ