Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 175/2017

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  175/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I.Με την από 28.9.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………./29.9.2015 κλήση του εκκαλούντος, νομίμως φέρεται προς συζήτηση, η κρινόμενη από 10.3.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …/13.3.2015 και του παρόντος Δικαστηρίου ………../13.3.2015 έφεση του, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.96/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και απέρριψε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την από 29-1-2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/2014 αγωγή του, σε βάρος των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1  ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε τριετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα του λόγου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

II.Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθεσε ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκε στον Πειραιά, στις 26-4-2013, μεταξύ αυτού και της νομίμως εκπροσωπούμενης από τον τρίτο εναγόμενο, πρώτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας εγκατεστημένης στον Πειραιά, διαχειρίστριας του υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ Φ/Γ πλοίου «I», πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας, της οποίας αντιπρόσωπος στην Ελλάδα είναι η πρώτη εναγομένη, ναυτολογήθηκε στο εν λόγω πλοίο, υπό την ειδικότητα του πλοιάρχου, αντί των αναφερομένων συμφωνηθέντων μηνιαίων αποδοχών και ότι στις 30-8-2013 υπέστη εργατικό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που επαρκώς περιγράφονται, με συνέπεια να διαγνωστεί με χονδροπάθεια δεξιάς επιγονατίδας και αποκόλληση του χόνδρου και μικρότερου βαθμού χονδροπάθεια στο αριστερό γόνατο και εξαιτίας του ατυχήματος να αποναυτολογηθεί στις 9-10-2013, ζήτησε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 72.360,86 ευρώ, για μισθούς ασθενείας τεσσάρων μηνών, ιατρικά έξοδα και ως αποζημίωση λόγω της πρόσκαιρης πλήρους ανικανότητας του προς εργασία, που προκλήθηκε από το εν λόγω ατύχημα, για χρονικό διάστημα επτά μηνών, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απόλυσης του, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

III. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η εν λόγω πάθηση του ενάγοντος δεν ήταν απότοκος εργατικού ατυχήματος, αλλά αποτελούσε χρόνια βλάβη, την οποία αγνοούσε, απορρίφθηκε αυτή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εκκαλών-ενάγων με την κρινόμενη έφεση του, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

IV.Kατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατ’ άρθρον 38 του ΕισΝΑΚ), το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, κατ’ άρθρον 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β΄ του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004 767). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βιαίου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Πάντως, γίνεται δεκτό ότι συντρέχουν οι όροι του ως άνω βιαίου συμβάντος, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου, η οποία μπορεί και να προϋπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση, συνεχίζεται η απ’ αυτόν παροχή της εργασίας, έστω και υπό κανονικές συνθήκες και για μικρό ακόμη χρόνο, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης του, εφόσον ενόψει της εξασθένησης των δυνάμεων του εργαζομένου, του είδους της εργασίας και των εν γένει περιστάσεων, είναι αντίθετη προς τις αρχές των άρθρων 288 και 662 του ΑΚ, η από τον εργοδότη (και τους προστηθέντες του) αξίωση εξακολούθησης της εργασίας, γιατί οι ίδιες συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας που ήταν πριν κανονικές, μετά τον κλονισμό της υγείας του εργαζομένου έχουν πλέον το χαρακτήρα των ασυνήθων και εξαιρετικών. Στην τελευταία περίπτωση, βασική προϋπόθεση για τη μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικώς δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την ως άνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεως του. Σημειωτέον ότι βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας και με βάση αυτή την πληροφόρηση ο πλοίαρχος οφείλει να αξιολογήσει την περίπτωση και να ενεργήσει αναλόγως. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο πλοίαρχος δύναται να έχει άμεση γνώση, όταν τα συμπτώματα αυτά είναι έκδηλα και εμφανή. Έτσι, χωρίς την ύπαρξη βιαίου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη, από τον ως άνω νόμο, προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 1690/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013 17, ΕφΠειρΜον 23/2013 ΠειρΝ 2013 164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013 22). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει μόνον την αγωγή από το ν.551/1915. Ειδικότερα, τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Έτσι, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ’ αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα. Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του κυρίου της επιχείρησης είτε την περιορισμένη κατ’ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997 ΕλλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011 304).

V.Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, την υπ’αριθμ……/2-5-2014 ένορκη βεβαίωση του ………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκε επιμελεία των εναγομένων-εφεσιβλήτων, μετά από νομότυπη, κατ’ άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ, κλήτευση του αντιδίκου, (υπ’αριθμ………./30-4-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………..), καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με το άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), καθώς και όσα έγγραφα σε ξένη γλώσσα προσκομίζονται με επίκληση, χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, λαμβανόμενα υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1511/2009 ΝοΒ 2010.1719, ΑΠ 1627/2010 ΕλλΔνη 2011.431), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, στις 26-4-2013, μεταξύ του ενάγοντος Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, πλοιάρχου, κατόχου του με αριθμό …….. ναυτικού φυλλαδίου και της νομίμως εκπροσωπούμενης από τον τρίτο εναγόμενο πρώτης εναγομένης εταιρίας, διαχειρίστριας του υπό σημαία Μάρσαλ Φ/Π πλοίου «I», νηολογίου Ματζούρο με αριθμό ……, ολικής χωρητικότητας 33.044 κόρων και 57.000 τόνων νεκρής (αδρανούς) μάζας και αντιπροσώπου της εδρεύουσας στη Λιβερία δεύτερης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την επομένη σ’αυτό στην Σιγκαπούρη, υπό την ειδικότητα του πλοιάρχου, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 9.000 ευρώ, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των φορτηγών πλοίων χωρητικότητας άνω των 4.500 τόνων D.W. Ο ενάγων-εκκαλών ισχυρίζεται ότι στις 30-8-2013, εν πλω με προορισμό το λιμάνι Γουαλαρού (Wallaroo) της Αυστραλίας, υπό συνθήκες μεγάλης θαλασσοταραχής, ήτοι ένταση ανέμου 9 μποφώρ και μεγάλων σουέλ, ανεβαίνοντας τη σκάλα για να φτάσει στη γέφυρα του πλοίου, έχασε την ισορροπία του και έπεσε με τα γόνατα, με αποτέλεσμα δύο ημέρες αργότερα να αρχίσουν φριχτοί πόνοι στο δεξί γόνατο και να αδυνατεί να μετακινηθεί, οπότε άρχισε να λαμβάνει ισχυρά παυσίπονα, ενώ περίπου στις 20-9-2013 άρχισαν δυνατοί πόνοι και στο αριστερό γόνατο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα του, οπότε ζήτησε για δεύτερη φορά την αντικατάσταση του, που έλαβε χώρα στις 8-10-2013, ενώ λόγω κωλυσιεργιών των εναγομένων δεν κατέστη δυνατό να επισκεφθεί ιατρό στο Γουαλαρού, παρά μόνο κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, όπου διαγνώστηκε με χονδροπάθεια δεξιάς επιγονατίδας και αποκόλληση του χόνδρου και μικρότερου βαθμού χονδροπάθεια στο αριστερό γόνατο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στις 30-8-13, σύμφωνα με τις αναφορές του ίδιου του ενάγοντος με την ιδιότητα του πλοιάρχου προς την πρώτη εναγομένη διαχειρίστρια του πλοίου για την θέση του πλοίου, την πορεία του και τις συνθήκες πλεύσης, το πλοίο έπλεε προς το λιμάνι ΝΑVLΑΚΗI της Ινδίας και όχι προς το λιμάνι Γουαλαρού της Αυστραλίας, η διεύθυνση του ανέμου ήταν νοτιοδυτική με ένταση έξι μποφώρ και ο κυματισμός δύο μέτρα, δηλαδή δεν επικρατούσαν συνθήκες μεγάλης θαλασσοταραχής. Περαιτέρω, δεν υπήρξε καμία αναφορά του ενάγοντος για το επικαλούμενο ατύχημα, ούτε την ίδια, ούτε τις επόμενες ημέρες, παρά μόνο αρκετά αργότερα, στις 23-9-2013, ενημέρωσε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τον πράκτορα της πρώτης εναγομένης εταιρείας στο Γουαλαρού της Αυστραλίας, ενόψει της προσέγγισης του πλοίου στον εν λόγω λιμένα, ότι έχει έντονο πόνο στο αριστερό του γόνατο, χωρίς όμως να το συσχετίζει με την επικαλούμενη πτώση του, αυτός δε προέβη άμεσα στις αναγκαίες ενέργειες προκειμένου να εξετασθεί ο ενάγων από ιατρό-παθολόγο στο Γουαλαρού, πλην όμως αυτό κατέστη ανέφικτο, καθόσον την επομένη του κατάπλου του πλοίου, ήτοι στις 4-10-2013, δεν υπήρχαν διαθέσιμα ραντεβού, κατόπιν μεσολαβούσε Σαββατοκύριακο (5-10-2013 και 6-10-2013) και ακολουθούσε ημέρα τοπικής αργίας (7-10-2013), ενώ στις 8-10-2013 είχε δρομολογηθεί η απόλυση του και ο επαναπατρισμός του, παρείσχε δε στον ενάγοντα κάθε δυνατή συνδρομή για την αγορά του ειδικού επιδέσμου, που ζήτησε. Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, στις 11-10-2013 επισκέφθηκε το Θεραπευτικό Κέντρο Αθηνών “…………..” όπου, κατόπιν της υποβολής του σε ακτινολογικό έλεγχο, διαγνώστηκε ότι πάσχει από σύνδρομο επιγονατιδομηριαίας αμφοτέρων των γονάτων, σύμφωνα με την από 14-10-2013 γνωμάτευση του ορθοπεδικού …….-., που τον παρέπεμψε και σε μαγνητική τομογραφία γονάτων και επεξεργασίας χόνδρων και του συνέστησε θεραπευτική και φυσιοθεραπευτική αγωγή. Κατά την διενέργεια του μαγνητικού συντονισμού των γονάτων και της επεξεργασίας χόνδρου, διαπιστώθηκε ευμεγέθης εστία χονδροπάθειας της δεξιάς επιγονατίδας με δημιουργία μεγάλου κρατήρα και κατά τόπους αποκόλληση του χόνδρου από το υποχόνδρινο οστούν και αρκετά μικρότερων διαστάσεων τρίτου βαθμού εστία χονδροπάθειας στην ακρολοφία της αριστερής επιγονατίδας, σύμφωνα με τις από 3-12-2013 βεβαιώσεις της ανώνυμης εταιρείας μαγνητικής τομογραφίας “…….”. Εν συνεχεία και συνεπεία της άσκησης της κρινόμενης αγωγής σε βάρος των εναγομένων, οι τελευταίοι του απηύθηναν την από 10-2-2014 εξώδικη πρόσκληση, προκειμένου να προσέλθει να εξεταστεί από τον ορθοπεδικό χειρούργο ιατρό της επιλογής τους, …………., του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, προσκομίζοντας τις ως άνω ιατρικές του εξετάσεις και γνωματεύσεις. Πράγματι, ο ενάγων ανταποκρίθηκε και αφού εξετάστηκε από τον ανωτέρω ιατρό, που έλαβε γνώση και των εξετάσεων, στις οποίες είχε υποβληθεί, γνωμάτευσε ότι ο ενάγων “δεν υπέστη οστεοχόνδρινο κάταγμα, το οποίο προϋποθέτει βλάβη του οστού και του υπερκείμενου αρθρικού χόνδρου. Αντιθέτως πάσχει από χονδροπάθεια της επιγονατιδομηριαίας αρθρώσεως, δεξιά περισσότερο από αριστερά, η οποία είναι χρόνια νόσος του αρθρικού χόνδρου απαιτεί μακρό χρόνο αναπτύξεως αρκετά έτη και είναι βραδέως εξελισσόμενη. Η εν λόγω νόσος απαιτεί κατά κανόνα συντηρητική θεραπεία με φάρμακα και φυσιοθεραπεία”, όπως διαλαμβάνεται στην από 17-2-2014 ιατρική γνωμάτευση του. Οι γνωματεύσεις των ανωτέρω ιατρών δεν αποκλίνουν, αλλά αντίθετα ταυτίζονται, ως προς την πάθηση του ενάγοντος, συνωδά και προς το γενόμενο εργαστηριακά ακτινολογικό και μαγνητικό έλεγχο του ασθενούς, δεδομένου ότι ουδέποτε ο πρώτος, ως άνω, ιατρός επιλογής του ενάγοντος  γνωμάτευσε ότι ο ενάγων υπέστη οστεοχόνδρινο κάταγμα επιγονατιδομηριαίας αμφοτέρων των γονάτων, καθόσον από την ενδελεχή επισκόπηση του περιεχομένου του από 11-10-2013 εγγράφου του εν λόγω ιατρού, όπου αναφέρεται τούτο, συνάγεται εναργώς ότι δεν αποτελεί διάγνωση, αλλά μια ατεκμηρίωτη εκτίμηση κατά την προσέλευση του ενάγοντος στο ιατρείο του, που δεν επιβεβαιώθηκε από τα εργαστηριακά ευρήματα, η δε σχετική αναγραφή έγινε προκειμένου να δικαιολογηθεί η υποβολή του ενάγοντος σε ακτινολογικό έλεγχο και ισχυρή αντιφλεγμονώδη θεραπευτική αγωγή. Εξαλλου, είναι αντίθετο προς τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και της λογικής, ο ιατρός να προβαίνει σε διάγνωση προτού ο ασθενής υποβληθεί στον οικείο εργαστηριακό έλεγχο και πράγματι μέχρι την σύνταξη του επίμαχου παραπεμπτικού εγγράφου προς εξέταση και λήψη φαρμάκων, ο ενάγων δεν είχε υποβληθεί στις αναγκαίες εργαστηριακές εξετάσεις και επομένως, δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει ο ανωτέρω ιατρός, αν υπήρχε ή όχι κάταγμα, ούτε αυτό θα μπορούσε να διαγνωσθεί με ασφάλεια μόνο από την κλινική εξέταση του ασθενούς. Η διάγνωση της πάθησης του ενάγοντος έλαβε χώρα μετά το αποτέλεσμα του ακτινολογικού ελέγχου και επιβεβαιώθηκε και με την γενόμενη αργότερα μαγνητική τομογραφία, διαλαμβάνεται δε αρχικά στην από 14-10-2013 διάγνωση του εν λόγω ιατρού και ακολούθως, μετά την επανεξέταση του ασθενούς, στην από 7-4-2014 ιατρική γνωμάτευση του ιδίου, στις οποίες ουδέν αναφέρεται περί κατάγματος παρά μόνο για χονδροπάθεια (χόνδρινες βλάβες) κατά τα ανωτέρω ειδικότερα εκτιθέμενα. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το ότι ο θεράπων ιατρός του, του συνέστησε μετά την θεραπευτική και φυσιοθεραπευτική αγωγή, που ακολούθησε, να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση είτε αρθροσκόπησης- χονδροπλαστικής, είτε αντικατάστασης των επιγονατιδομηριαίων αρθρώσεων, καθόσον δεν πρόκειται για επεμβάσεις αποκατάστασης κατάγματος, όπως αβασίμως υπολαμβάνει ο ενάγων. Άλλωστε, αν πράγματι είχε υποστεί κάταγμα, η αντιμετώπιση του χειρουργικώς θα ελάμβανε χώρα άμεσα και όχι μετά την πάροδο οκτώ μηνών. Μήτε σε περίπτωση επέλευσης κατάγματος άμφω των γονάτων από την επικαλούμενη πτώση του στις 30-8-2013, θα επαρκούσε η λήψη των παυσίπονων φαρμάκων Panandol και ασπιρίνης, τα οποία μάλιστα, κατά τους ισχυρισμούς του, που διαλαμβάνονται και στο άνευ βεβαίας χρονολογίας συνταχθέντος από τον ίδιο οικείου μη κωδικοποιημένου πρωτοκόλου, που δεν περιήλθε σε γνώση των εναγομένων, άρχισε να τα λαμβάνει από τις 12-9-2013 για την θεραπεία των πόνων στον μηνίσκο του αριστερού γονάτου, ενώ εξακολουθούσε να ασκεί τα καθήκοντα του και μόλις στις 23-9-2013 ενημέρωσε, κατά τα προεκτεθέντα, τον πράκτορα της πρώτης εναγομένης στο Γουαλαρού. Όσον αφορά τον λόγο της αιτούμενης απόλυσης του στις 9-9-2013, όπως αποδείχθηκε, ανάγεται στην έλλειψη ομαλής συνεργασίας με τον Α΄μηχανικό του πλοίου, …………., αφού υπήρχε έλλειψη εμπιστοσύνης και συνεννόησης μεταξύ τους, όπως προκύπτει από την προηγηθείσα προσκομιζόμενη   με επίκληση από τους διαδίκους σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία, όπου δεν υφίσταται καμία μνεία του ενάγοντος για βλάβη της υγείας του από ατύχημα, ούτε περιελήφθη τέτοιος λόγος στην από 9-9-2013 ηλεκτρονική επιστολή του (email) για την αποναυτολόγηση του, που δεν μπορούσε να υλοποιηθεί άμεσα λόγω μη εύρεσης αντικαταστάτη, ενώ στις 25-8-2013 είχε ζητήσει την αντικατάσταση του και ο ίδιος ο Α΄μηχανικός, “για προσωπικούς λόγους και λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων με τον κ.Πλοίαρχο”, όπως ανέφερε στην σχετική ηλεκτρονική επιστολή του προς τον αρχιπλοίαρχο της πρώτης εναγομένης, …………, που διαβίβασε προς την τελευταία ο ίδιος ο ενάγων με την ιδιότητα του πλοιάρχου του I.. Τελικά οι αποναυτολογήσεις και των δύο ναυτικών έλαβαν χώρα στις 8-10-2013, αφότου κατέπλευσε το πλοίο στο λιμάνι Γουαλαρού και κατέφθασαν σ’αυτό στις 3-10-2013 από την Ελλάδα ο νέος πλοίαρχος και ο νέος Α΄ μηχανικός και μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών παράδοσης και παραλαβής του πλοίου.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η πάθηση του ενάγοντος στους χόνδρους των επιγονατιδομηριαίων αρθρώσεων, δεν συνιστά ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή της εργασίας του, εφόσον  προήλθε από τη βαθμιαία αλλοίωση και φθορά των αρθρικών χόνδρων και όχι από έκτακτη και  αιφνίδια επενέργεια κάποιου εξωτερικού αιτίου και δη εξαιτίας της πτώσης του στην σκάλα προς την γέφυρα του πλοίου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται.  Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν ήταν  συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της και συνετέλεσαν στην επιδείνωση της πάθησης του, μήτε, μετά την εκδήλωση της προϋπάρχουσας σε λανθάνουσα έστω κατάσταση νόσου, οι  κανονικές, δυσμενείς μεν αλλά σύμφυτες με τα καθήκοντα του, συνθήκες παροχής της εργασίας του, απέβησαν εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα  του βιαίου συμβάντος από κωλυσιεργία ή αμέλεια των οργάνων και προστηθέντων της αντιπροσώπου της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας για την κατάσταση της υγείας του. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτή ανταποκρινόμενη στην υποχρέωση της για πρόνοια και προστασία της ζωής και της υγείας του εργαζομένου ναυτικού, αφότου ενημερώθηκε από τον ίδιο για την εκδήλωση της νόσου με έντονους πόνους, την οποία δεν γνώριζε, ούτε υπαίτια αγνοούσε, δεν αξίωσε την συνέχιση της απασχόλησης του, αλλά στο πρώτο λιμάνι προέβη στην απόλυση του, όπως είχε ήδη δρομολογηθεί, κατόπιν της από 9-9-2013 αίτησης του και επιμελήθηκε την άμεση παλιννόστηση του ρυθμίζοντας όλα τα σχετικά διαδικαστικά θέματα, καθώς επίσης προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την παροχή ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης στον ενάγοντα. Σημειωτέον, ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν πρόκειται για προϋπάρχουσα νόσο, αφού κρίθηκε ικανός για ναυτολόγηση, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον οι εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε για να βεβαιωθεί η σχετική ικανότητα του, ήταν γενικές εξετάσεις αίματος, ούρων και βιοχημικές και δεν έλαβε χώρα ορθοπεδικός έλεγχος, η δε κλινική του εξέταση έγινε από παθολόγο, καθώς επίσης προσκόμισε την από 1-6-2012 κάρτα υγείας, προκειμένου να εκδοθεί το σχετικό πιστοποιητικό ικανότητας, που ομοίως δεν προϋποθέτει ορθοπεδική εξέταση.

Επομένως, αφού η χονδροπάθεια των επιγονατιδομηριαίων αρθρώσεων του ενάγοντος, δεν οφείλεται στη μεσολάβηση εξωτερικού γεγονότος (βιαίου συμβάντος), κατά την εκτέλεση της ως άνω εργασίας του ή επ’ αφορμή αυτής, ούτε oι συνθήκες εργασίας του ενάγοντος στο εν λόγω πλοίο, καθ’όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του, συνδέονται με την πρόκληση ή την επιδείνωση της εν λόγω πάθησης του, μήτε αυτές κατέστησαν υπό την εκδήλωση της νόσου ασυνήθεις και εξαιρετικώς δυσμενείς, η εν λόγω πάθηση του ενάγοντος δεν συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων του Ν. 551/1915, μήτε απολύθηκε, λόγω ασθενείας, κατά τα προεκτιθέμενα και συνεπώς, δεν θεμελιώνονται οι αγωγικές αξιώσεις του ενάγοντος κατά των εναγομένων, καθισταμένης της αγωγής απορριπτέας, ως κατ’ουσίαν αβάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως ότι δεν στοιχειοθετείται εργατικό ατύχημα και ακολούθως απέρριψε την αγωγή, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών  του ενάγοντος, που διαλαμβάνονται στον μοναδικό λόγο της έφεσης του, ως αβασίμων.

VI.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος – ενάγοντος, λόγω της ήττας του, το σύνολο των δικαστικών εξόδων των εναγομένων – εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.96/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 6 Απριλίου 2017.

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ