Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 197/2017

Αριθμός    197/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η από 01-06-2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …../01-06-2016, ειδ. αριθμ. καταθ. …../01-06-2016) έφεση της καθής οι ανακοπές και ήδη εκκαλούσας κατά των ανακοπτόντων και ήδη εφεσίβλητων και της υπ΄ αριθμ. 2699/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς-Ναυτικού Τμήματος, που έκρινε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία επί των συνεκδικασθεισών από 24-02-2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../04-03-2010) και 31-03-2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/06-04-2010) ανακοπών και έκανε δεκτή κατά ένα μέρος την πρώτη από αυτές απέρριψε δε την δεύτερη, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως παραλλήλως δε δεν παρήλθε τριετία από την δημοσίευσή της, και σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται και η προσκομιδή του προβλεπόμενου παραβόλου. Ασκήθηκε δηλαδή σύμφωνα με τις προβλέψεις των διατάξεων των άρθρων 495§§1, 2, 4, 496, 499, 500, 511, 513§§1 στοιχ. β΄, 2, 516§1, 517, 518§2, 520§1 ΚΠολΔ και 9§4 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστούν, κατά την ανωτέρω αναφερόμενη διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

II.Με την από 24-02-2010 ανακοπή ο οριστικός σύνδικος (δικηγόρος ……….) της πτωχεύσεως της ετερόρρυθμης ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «…………», και των συμπτωχευσάντων ………….. ζήτησε την ακύρωση της από 03-02-2010 επιταγής προς πληρωμή που είναι γραμμένη κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου  απογράφου εκτελεστού της με αριθμό ……/1998 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της από 03-02-2010 επιταγής προς πληρωμή που είναι γραμμένη κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό ……/1999 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  και της κατασχέσεως του ενυπόθηκου ακινήτου για την οποία (κατάσχεση) συντάχθηκε η με αριθμό …../23-02-2010 έκθεση κατασχέσεως ενυπόθηκου ακινήτου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………… για τους περιεχόμενους στο δικόγραφο αυτής (ανακοπής) επτά, με περισσότερα του ενός σκέλη οι περισσότεροι, λόγους. Περαιτέρω, με την από 31-03-2010 ανακοπή ο αυτός οριστικός σύνδικος με την ιδιότητά του ως συνδίκου της πτωχεύσεως της ……….. ζήτησε την ακύρωση της κατασχέσεως του ενυπόθηκου ακινήτου για την οποία συντάχθηκαν αφενός μεν η με αριθμό ……/11-03-2010 έκθεση κατασχέσεως ενυπόθηκου ακινήτου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……. αφετέρου δε η με αριθμό ……/19-03-2010 περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως ενυπόθηκου ακινήτου για διενέργεια πλειστηριασμού του αυτού, ως άνω, δικαστικού επιμελητή για τους περιεχόμενους στο δικόγραφο αυτής (ανακοπής) επτά, με περισσότερα του ενός σκέλη οι περισσότεροι, λόγους.

III. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς-Ναυτικό Τμήμα) με την με αριθμό 6671/2010 απόφασή του απέρριψε τέσσερις (κοινούς σε αμφότερες τις ανακοπές) από τους λόγους ανακοπής (ή σκέλη αυτών) καθώς και τον έκτο (κοινό, επίσης, λόγο) κατά το ένα σκέλος του έκρινε δε ορισμένους και νόμιμους τον έκτο λόγο, κατά το έτερο σκέλος του, όπως και τον έβδομο (κοινό) λόγο των ανακοπών (σημειώνεται ότι η ανωτέρω απαρίθμηση των λόγων των ανακοπών δεν ταυτίζεται με την απαρίθμηση των λόγων στις οποίες προέβη κατά την σύνταξη των ανακοπών του ο συντάκτης αυτών). Ακολούθως, το αυτό Δικαστήριο, για τον έλεγχο του εύρους της ουσιαστικής βασιμότητας του περιεχομένου των κριθέντων ορισμένων και νόμιμων λόγων ανακοπής, αφού ανέβαλε την έκδοση της οριστικής του αποφάσεως, διέταξε την διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Ο διορισθείς πραγματογνώμων διενήργησε την διαταχθείσα (λογιστική) πραγματογνωμοσύνη και συνέταξε την χωρίς ημερομηνία (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./18-10-2011) έκθεσή του. Μετά ταύτα, η υπόθεση επαναφέρθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη με αριθμό 2699/2014 οριστική απόφασή του με την οποία έκανε δεκτή εν μέρει την από 24-02-2010 ανακοπή, απέρριψε την από 31-03-2010 ανακοπή και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα.

IV.Κατά της ανωτέρω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σε όση έκταση έκανε δεκτή την από 24-02-2010 ανακοπή, παραπονείται με την ένδικη έφεσή της η μερικώς ηττηθείσα καθής η ανακοπή. Συγκεκριμένα, με τους τρεις λόγους της εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται τόσο για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  όσο και για πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού εκ μέρους της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της από 24-02-2010 ανακοπής, την απόρριψη αυτής και την καταδίκη των αντιδίκων της στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

V.Στις παραγράφους 1, 4, 6 και 7 του  άρθρου 30 ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 ν. 2912/2001, ορίζονται τα εξής: (στην §1) «Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά, ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31.12.2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε, ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ’ ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31.12.1985 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-2000. Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού.», (στην §4) «Από της ισχύος του παρόντος νόμου τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται: α) Να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης, στους οφειλέτες που οι οφειλές τους εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγράφου 1, το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους. β) Να μη λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, μέχρι τις 30 Απριλίου 2000 και να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει, μέχρι την 31-12-2001……», (στην § 6) «Τα πιστωτικά ιδρύματα με τους περιορισμούς των παραγράφων 1 και 5 του παρόντος δύνανται να συμφωνούν με τους οφειλέτες τους όρους και τρόπο εξόφλησης των οφειλών που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.», (στην § 7) «Από 1-1-2002 αίρεται η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα, με δήλωση του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίσει το οφειλόμενο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ποσό της απαίτησης…».  Ακολούθησε ο ν. 3259/2004, ο οποίος στις παραγράφους 1, 2, 3, 4, 8 και 12 του άρθρου 39 ορίζει τα ακόλουθα: (στην § 1)  «Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.» (στην § 2) «Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις.» (στην § 3) «Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης.» (στην § 4) «Στην περίπτωση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί κατά την ισχύ του Ν. 2789/2000 και το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000,00 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000,00 ευρώ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και του α’ εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Η αληθής έννοια του παραπάνω εδαφίου είναι ότι σε περίπτωση περισσοτέρων συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων λαμβάνεται υπόψη το ληφθέν κεφάλαιο του κάθε δανείου ή πίστωσης χωριστά και ότι τα τιθέμενα ως άνω όρια του αρχικού κεφαλαίου των 400.000 ευρώ και της οφειλής των 2.201.000 ευρώ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την 31.10.1999, λαμβάνονται υπόψη διαζευκτικά και όχι σωρευτικά. Και στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ούτε η συνέχιση διαδικασιών που έχουν αρχίσει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα προχωρήσουν, κατά τους όρους των τελευταίων δύο εδαφίων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σε ρύθμιση της εξόφλησης της κατά περίπτωση συνολικής οφειλής που απορρέει από τις παραπάνω συμβάσεις, μετά από αίτηση των οφειλετών ή των εγγυητών που πρέπει να υποβληθεί στα πιστωτικά ιδρύματα μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο. Μη εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης κατά τα προαναφερθέντα ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών, παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης.» (στην § 8) «Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος.» (στην § 12) « Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει.». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως, τόσο τις προϋποθέσεις, όσο και το ύψος του ex lege επιτασσόμενου περιορισμού των οφειλών από τόκους, το οποίο (ύψος) προσδιορίζει μέσω απλού αριθμητικού υπολογισμού, χωρίς να προσαπαιτεί τη μεσολάβηση συμφωνίας των μερών ή δικαστικής αποφάσεως. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι οφειλέτες μπορούν, περαιτέρω, να συμφωνούν «τους όρους και τον τρόπο εξοφλήσεως των οφειλών» που ρυθμίζονται, όχι, επομένως, και την ύπαρξη ή το ύψος τους. Οι συμβαλλόμενοι μπορούν, βεβαίως, σε περίπτωση διαφωνίας, να προσφεύγουν στα δικαστήρια, η απαγγελλόμενη, όμως, επί της διαφοράς δικαστική κρίση απλώς αναγνωρίζει την αμέσως και αυτοδικαίως επερχόμενη από την εφαρμογή του νόμου έννομη συνέπεια. Τέλος, προβλέπεται η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως για ένα ορισμένο διάστημα, μετά την πάροδο του οποίου το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση, σε οποιοδήποτε στάδιο είχε αυτή καθηλωθεί, δηλώνοντας απλώς το ποσό της οφειλής, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Τούτων δοθέντων, ο νόμος ούτε την επιβαλλόμενη από το άρθρο 915 ΚΠολΔ βεβαιότητα της απαιτήσεως θίγει, αφού δεν προσθέτει σ’ αυτή αίρεση ή προθεσμία, ούτε καθιστά το περιεχόμενό της εκκρεμές ή αμφίβολο. Εξάλλου ούτε ανεκκαθάριστη είναι κατά το άρθρο 916 ΚΠολΔ η απαίτηση, αφού το ύψος της προκύπτει από αυτόν και μόνο τον εκτελεστό τίτλο με την τέλεση ορισμένων αριθμητικών πράξεων (ΑΠ 506/2016, 1095/2014, 2240/2009 δημοσιευμένες στην τνπ Νόμος). Από τις αυτές, ως άνω, διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι το πολλαπλάσιο των απαιτήσεων περιορίστηκε με το άρθρο 39 § 1 ν. 3259/2004 μόνο ως προς το ανώτατο όριο του τετραπλασίου των απαιτήσεων, που οριζόταν με τον προηγούμενο νόμο και δεν καταργήθηκαν οι λοιπές με τον νόμο αυτό διαβαθμίσεις των απαιτήσεων ως προς το πολλαπλάσιο αυτών ανάλογα με τον χρόνο συνάψεως των πιστωτικών συμβάσεων. Συνεπώς, ως πολλαπλάσιο ισχύει το διπλάσιο της οφειλής εάν η σχετική σύμβαση καταρτίστηκε μεταξύ 01-01-1991 και 31-12-2000 (ΑΠ 506/2016 α΄ δημοσίευση στην τνπ Νόμος, 842/2012 α΄ δημοσίευση στην τνπ Νόμος = ΕΕμπΔ 2013.121).

VI.Από την ανώμοτη κατάθεση του από τους ανακόπτοντες ………….. και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της καθής η ανακοπή ………….., που περιέχονται στα από 21-09-2010 πρακτικά της συζητήσεως της από 24-02-2010 ανακοπής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από την χωρίς ημερομηνία (αριθμ. εκθ. καταθ. …../18-10-2011) έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα οικονομολόγου ……….. και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν νομίμως και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Δυνάμει της με αριθμό …../10-12-1993 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και της από 10-12-1993 πρόσθετης πράξεως, που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της προαναφερόμενης συμβάσεως, οι οποίες καταρτίστηκαν στον Πειραιά Ν. Αττικής, μεταξύ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας («………..»), ως δανείστριας, και ομάδας εταιρειών (………….), ως πιστούχων, συμφωνήθηκε η χορήγηση εν λόγω εταιρείες πιστώσεως μέχρι το ποσό των 120.000.000,00 δρχ (352.164,34€). Στην σύμβαση αυτή συμβλήθηκαν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενοι οι ……………., εγγυηθέντες την εμπρόθεσμη εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου που τυχόν θα προέκυπτε από την ανωτέρω σύμβαση πιστώσεως, ευθυνόμενοι από κοινού και εις ολόκληρον ο καθένας με τις πιστούχες εταιρείες και ως αυτοφειλέτες. Επειδή, στην πορεία, ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν εξοφλήθηκαν από τους πιστούχους, η εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία, στις 04-09-1995, προχώρησε στο οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντος λογαριασμού παρακολουθήσεως της ένδικης πιστώσεως, ο οποίος, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (04-09-1995), παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος των πιστούχων συνολικού ποσού 107.857.954,00 δρχ (316.531,05€), το οποίο μεταφέρθηκε στον τηρούμενο με αριθμό 216517-1 λογαριασμό οριστικής καθυστερήσεως. Για την ανωτέρω απαίτησή της, η εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό ……/1998 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας οι εφεσίβλητοι οφειλέτες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην δανείστριά τους εκκαλούσα εις ολόκληρον ενεχόμενοι μέρος της ανωτέρω αναφερόμενης απαιτήσεώς της, ποσού 70.000.000,00 δρχ (205.429,20€) νομιμοτόκως από τις 16-06-1998 έως την εξόφληση πλέον τόκων υπερημερίας επί των εκάστοτε καθυστερουμένων τόκων υπερημερίας από τις 16-06-1998 έως την εξόφληση και του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε.) που αναλογούσε επί των τόκων ως και ποσό 2.075.000,00 δρχ (6.089,50€) για τα δικαστικά έξοδα. Επιπροσθέτως, η εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό ……/1999 διαταγής πληρωμής του αυτού, ως άνω, Δικαστή, δυνάμει της οποίας οι αυτοί οφειλέτες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην αυτή δανείστριά τους το λοιπό ποσό της απαιτήσεώς της, ποσού ύψους 46.023.996 δρχ (135.066,75€) νομιμοτόκως από τις 30-06-1999 έως την εξόφληση πλέον τόκων υπερημερίας επί των εκάστοτε καθυστερουμένων τόκων υπερημερίας από τις 30-06-1999, ανατοκιζομένων κάθε εξάμηνο, έως την εξόφληση και του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (Ε.Φ.Τ.Ε.) που αναλογούσε επί των τόκων ως και ποσό 1.560.000,00 δρχ (4.578,13€) για τα δικαστικά έξοδα. Οι ανωτέρω αναφερόμενες διαταγές πληρωμής επιδόθηκαν δύο φορές στους καθών αυτές και, επειδή συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, απέκτησαν ισχύ δεδικασμένου. Ακολούθως, μετά την έκδοση του ν. 3259/2004, οι υπόχρεοι οφειλέτες από την ανωτέρω αναφερόμενη σύμβαση πιστώσεως ζήτησαν, με αίτησή τους, από την δανείστρια τραπεζική εταιρεία την υπαγωγή τους στις ευνοϊκές για τους οφειλέτες προβλέψεις του άρθρου 39 του νόμου και τον επαναπροσδιορισμό της οφειλής τους από την προαναφερόμενη σύμβαση αλλά και από την σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό με αριθμό ………./1981. Στις 11-01-2005, η εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία γνωστοποίησε στους αιτηθέντες οφειλέτες της ότι, στις 04-08-2004 (ημερομηνία ισχύος του ν. 3259/2004), η συνολική οφειλή τους από τις ανωτέρω συμβάσεις πιστώσεως ανερχόταν στο ποσό των 1.245.784,50€, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τις σχετικές διατάξεις του νόμου, ενόψει του ότι, για να αξιολογήσει εάν οι αιτηθέντες οφειλέτες μπορούσαν να υπαχθούν στις ευνοϊκές προβλέψεις αυτού (νόμου), υπολόγισε αθροιστικά τις οφειλές που απέρρεαν από κάθε σύμβαση πιστώσεως και όχι καθεμία από αυτές ξεχωριστά. Ισχυριζόμενη, λοιπόν, ότι δεν υφίσταται δυνατότητα υπαγωγής της περιπτώσεως των αιτηθέντων οφειλετών της στις ευνοϊκές προβλέψεις του ν. 3254/2004 προέτρεψε αυτούς (οφειλέτες) να προσέλθουν για να καταρτιστεί με την συμμετοχή τους σύμβαση ρυθμίσεως της ληξιπρόθεσμης οφειλής. Πράγματι, συνήφθη, στις 27-01-2005, μεταξύ των διαδίκων μερών σύμβαση τμηματικής εξοφλήσεως της ληξιπρόθεσμης οφειλής, στο πλαίσιο της οποίας προβλεπόταν η καταβολή του ποσού της οφειλής εντός προθεσμίας πέντε ετών σε δέκα ισόποσες, συνεχείς και διαδοχικές τοκοχρεωλυτικές δόσεις η πρώτη των οποίων ήταν καταβλητέα στις 27-01-2007 ενώ η τελευταία στις 27-07-2011. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, μετά την περιέλευση σε κατάσταση πτωχεύσεως της πιστούχου εταιρείας και των εγγυητών της ανωτέρω συμβάσεως, η εκκαλούσα, μετά την υποβολή αιτήσεως του συνδίκου της πτωχεύσεως, γνωστοποίησε σ΄ αυτόν ότι η οφειλή από την με αριθμό ……/10-12-1993 σύμβαση πιστώσεως, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 ν. 3259/2004, ανερχόταν, στις 04-08-2004, στο συνολικό ποσό των 556.248,12€ ενώ, αν υπολογιζόταν σύμφωνα με το διατακτικό των με αριθμούς …/1998 και …../1999 διαταγών πληρωμής θα ανερχόταν την αυτή ημερομηνία στο ποσό των 832.637,62€. Αποδεικνύεται, επίσης, ότι η εκκαλούσα, για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς της από την με αριθμό …../10-12-1993 σύμβαση πιστώσεως, επέδωσε στον σύνδικο της πτωχεύσεως των ανωτέρω, στις 04-02-2010, αντίγραφα από πρώτο απόγραφο εκτελεστό των με αριθμούς ……/1998 και ……/1995 διαταγών πληρωμής κάτω από τα οποία ήταν γραμμένες οι από 03-02-2010 επιταγές προς πληρωμή, με τις οποίες επιτασσόταν ο σύνδικος της πτωχεύσεως να καταβάλει τα ποσά των 541.989,79€ και 356.832,16€, πλέον τόκων υπερημερίας από 22-01-2009 έως την ολοσχερή εξόφληση, με το ισχύον τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας, πλέον, επίσης, τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, ανατοκιζόμενων από τις 22-01-2009 ανά εξάμηνο έως την ολοσχερή εξόφληση. Ακολούθως, δυνάμει των ανωτέρω επιταγών προς πληρωμή, η εκκαλούσα επέβαλε αναγκαστικές κατασχέσεις σε ακίνητο κυριότητας της …………, συνταγεισών των με αριθμούς …../23-02-2010 και ……/11-03-2010 εκθέσεων αναγκαστικής κατασχέσεως ενυπόθηκου ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γεωργίου Βασιλακόπουλου καθώς και της με αριθμό …../19-03-2010 περιλήψεως κατασχετήριας εκθέσεως ενυπόθηκου ακινήτου του αυτού, ως άνω, δικαστικού επιμελητή. Συνεπώς, από τον συνδυασμό των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύονται και των όσων παρατίθενται υπό στοιχείο V προκύπτει ότι, για τον καθορισμό της βάσεως της οφειλής των εφεσίβλητων οφειλετών, το προκύπτον χρηματικό ποσό έπρεπε, εφόσον η σύμβαση πιστώσεως έκλεισε στις 04-09-1995, να πολλαπλασιαστεί με συντελεστή 2 και όχι με συντελεστή 3 που χρησιμοποίησε η εκκαλούσα. Καταλήγοντας, λοιπόν, στο αυτό συμπέρασμα η εκκαλούμενη απόφαση και η προηγηθείσα αυτής, με αριθμό 6671/2010, δεν έσφαλαν σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών νόμων (ν. 2789/2000 και 3259/2004) και, για τον λόγο αυτό, ο παραδεκτά προβληθείς πρώτος λόγος της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω και σε σχέση με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως με τον οποία αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση το σφάλμα ότι έτρεψε το μέρος της απαιτήσεως το οποίο έκρινε ότι διατηρεί η εκκαλούσα κατά των εφεσίβλητων, ύψους 116.857,22€, σε άτοκο ενώ από τον νόμο προβλέπεται η έντοκη καταβολή του, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Πράγματι, με τον τρίτο λόγο της από 24-02-2010 ανακοπής τους οι εφεσίβλητοι είχαν ισχυριστεί ότι το χρηματικό ποσό το οποίο θα κρινόταν από το Δικαστήριο που θα επιλαμβανόταν αυτής (ανακοπής) ότι όφειλαν δεν μπορούσε να θεωρηθεί τοκοφόρο διότι η εκκαλούσα με την περιγραφόμενη συμπεριφορά της περιήλθε σε καθεστώς υπερημερίας δανειστή με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην οφείλονται εκ μέρους τους τόκοι για το ποσό αυτό, σύμφωνα με την πρόβλεψη της διατάξεως του άρθρου 356 ΑΚ. Όμως, ο λόγος αυτός της από 24-02-2010 ανακοπής δεν κρίθηκε ούτε με τη με αριθμό 6671/2010 απόφαση ούτε με τη με αριθμό 2699/2014 απόφαση, παραμένοντας μετέωρος εφόσον σιωπηρή παραδοχή αυτού δεν νοείται. Στο αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγήσει η διατύπωση της σχετικής διατάξεως του διατακτικού της με αριθμό 2699/2014 αποφάσεως σύμφωνα με την οποία: «Κηρύσσει άκυρες τις από 3-2-2010 επιταγές προς εκτέλεση, που έχουν συνταχθεί κάτωθι των αντιγράφων εξ απογράφου α΄ εκτελεστού των υπ΄ αριθμ. …./1998 και …../1999 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου αντίστοιχα, κατά το ποσό που υπερβαίνει το ύψος των 70.464,90 ευρώ και των 463392,32 ευρώ αντίστοιχα.» εφόσον στην διάταξη αυτή γίνεται λόγος μόνο για τα επιμέρους κεφάλαια της όλης οφειλής και δεν διαλαμβάνεται πρόβλεψη για την τοκοφορία αυτών ή μη. Επομένως, η εκκαλούσα δεν διατηρεί έννομο συμφέρον για την προβολή του σχετικού λόγου της εφέσεώς της και, για τον λόγο αυτό, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 68 και 533§1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ο διορισθείς, κατά τα ανωτέρω,  πραγματογνώμων κατά την σύνταξη της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του δέχτηκε ότι οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν τμηματικά το συνολικό ποσό των 544.388,09€ έως τις 04-08-2004 σε πίστωση του με αριθμό ……/1993 λογαριασμού ενώ το πράγματι καταβληθέν συνολικό χρηματικό ποσό ανήλθε σε 506.559,18€ η υφιστάμενη δε διαφορά ποσού 36.671,50€ οφείλεται στο ότι στο φερόμενο ως καταβληθέν συνολικό χρηματικό ποσό για τον εν λόγω λογαριασμό συνυπολογίστηκε και το ανωτέρω το οποίο, όμως, αφορούσε τον έτερο λογαριασμό με αριθμό …../1981. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι το σφάλμα του πραγματογνώμονα οφείλεται στο ότι υπολόγισε ως καταβληθέντα σε πίστωση του με αριθμό …../1993 λογαριασμού και ποσά που είχαν κατατεθεί στους κοινούς για αμφότερους τους λογαριασμούς των εφεσίβλητων, με αριθμούς …/161082-1 και …../162425-3, λογαριασμούς εξόδων. Μάλιστα, προς απόδειξη της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού της εφέσεώς της επικαλείται χωρίο από τις σελίδες 29-30 της από 24-02-2010 ανακοπής των εφεσίβλητων. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως ο έλεγχος της βασιμότητάς του δεν μπορεί να λάβει χώρα με αναδίφηση στα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα αλλά με διευκρινιστική κατάθεση του διορισθέντος πραγματογνώμονα, σύμφωνα με την πρόβλεψη της διατάξεως του άρθρου 384 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην έκκλητη δίκη. Συντρέχει, επομένως, νόμιμη περίπτωση, αφού αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας της ένδικης εφέσεως, να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με την πρόβλεψη της διατάξεως του άρθρου 254§1 ΚΠολΔ, που και αυτό εφαρμόζεται στην έκκλητη δίκη (άρθρο 524§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ), με σκοπό να εμφανιστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά τα στο διατακτικό, ο συντάξας την λογιστική πραγματογνωμοσύνη πραγματογνώμων και παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με το εριζόμενο θέμα.

VII.Διάταξη με τον προσδιορισμό και την επιβολή δικαστικών εξόδων δεν θα περιληφθεί στην απόφαση αυτή για τον λόγο ότι δεν έχει στο σύνολό της οριστικό χαρακτήρα (άρθρο 191§2 ΚΠολΔ).

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 2699/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα).

Αναβάλλει να αποφανθεί επί της ουσίας της εφέσεως. Και

Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ώστε, σε δικάσιμο που θα οριστεί αρμοδίως, εμφανιστεί ενώπιον του αυτού ακροατηρίου ο συντάξας την λογιστική πραγματογνωμοσύνη πραγματογνώμων και παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με το, ως άνω, εριζόμενο θέμα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 25 Απριλίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων -του εφεσιβλήτου, παραστάντος αυτοπροσώπως, ως δικηγόρου- και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ