Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 40/2017

Αριθμός  40/2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 10-02-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./2014) έφεση της ηττηθείσας εναγομένης που στρέφεται κατά της υπ΄αριθμ. 6755/2013 οριστικής απόφασης του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1, 517εδ.α , 518 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).Με την από 15-12-2008 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2008) αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη εξέθετε ότι δυνάμει της υπ΄αριθμ. …./3- 4-2007 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του Συμβ/ φου Αθηνών, ……… σε συνδυασμό και με την υπ΄αριθμ. …../ 22-10-2008 τροποποιητική και συμπληρωματική αυτής πράξη του ιδίου ως άνω Συμβ/φου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία καταχωρήσεων του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, απέκτησε από κληρονομία του αποβιώσαντος πατέρα της ……… κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου την κυριότητα του λεπτομερώς περιγραφομένου σ΄αυτήν (αγωγή) κατά έκταση και όρια οικοπέδου μετά της επ΄αυτού υφισταμένης ισόγειας οικίας, που βρίσκεται στη θέση «……….» στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Σαλαμίνας Αττικής. Ότι η εναγομένη ήδη εκκαλούσα είναι συγκύρια του ακινήτου αυτού κατά το υπόλοιπο ποσοστό των 5/8 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ΄αριθμ. …./ 2003 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβ/φου Σαλαμίνας, ………. και του υπ΄αριθμ. …../ 16-04-2008 συμβολαίου της Συμβ/φου ……….., που μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία καταχωρήσεων.Με αυτό το ιστορικό και επικαλούμενη ότι η εναγομένη δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή του επίκοινου ακινήτου, η αξία του οποίου κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ανερχόταν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, στο ποσό των 180.000 ευρώ, η ενάγουσα ζήτησε, προς το σκοπό λύσεως της κοινωνίας, να διαταχθεί η πώλησή του με πλειστηριασμό, ώστε να λάβει κάθε κοινωνός το μέρος του πλειστηριάσματος που αναλογεί στη μερίδα του, λόγω του ότι η αυτούσια διανομή αυτού είναι ανέφικτη, καθώς επίσης να ορισθεί ο αναφερόμενος σ΄αυτήν (αγωγή)   Συμβολαιογράφος ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, πλην 1) του αιτήματος περί ορισμού Συμβολαιογράφου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, το οποίο κρίθηκε απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 2, 927 και 954 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο συγκύριος που επισπεύδει τον πλειστηριασμό ορίζει και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, δεδομένου ότι στον ΚΠολΔ δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 1092 παρ. 2 της παλαιάς ΠολΔ, κατά την οποία το Δικαστήριο που διέτασσε την πώληση του κοινού πράγματος διόριζε και τον αρμόδιο Συμβολαιογράφο και συνεπώς εν προκειμένω εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις  2) του αιτήματος για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής που κρίθηκε ως μη νόμιμο,  αφενός μεν γιατί τα αποτελέσματα της απόφασης που διατάσσει τη διανομή επέρχονται με την τελεσιδικία της (άρθρα 492- 493 ΚΠολΔ), αφετέρου δε γιατί η απόφαση στη δίκη διανομής δεν εκτελείται αναγκαστικώς, καθόσον δεν νοείται αναγκαστική εκτέλεση σε διαπλαστική απόφαση και 3) του αιτήματος περί καταδίκης της εναγομένης στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το οποίο τύγχανε επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον τα έξοδα της δίκης διανομής βαρύνουν τη διανεμητέα περιουσία και συμψηφίζονται μεταξύ των διαδίκων κατά το λόγο της συγκυριότητάς τους στο κοινό πράγμα. Περαιτέρω δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε την πώληση με πλειστηριασμό του ως άνω ακινήτου και τη διανομή του πλειστηριάσματος κατά το λόγο της συγκυριότητας των διαδίκων στο ως άνω ακίνητο, κατένειμε τη δικαστική δαπάνη ανάλογα με τη μερίδα που αναλογεί σε κάθε διάδικο μέρος στο ακίνητο και καταδίκασε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 422 ευρώ. Ήδη κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα- εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της για τον λόγο που αναφέρεται σ΄αυτήν και που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια ν΄απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει εφαρμογή και επί αγωγής διανομής κοινού πράγματος (ΑΠ 473/2004 ΕλλΔνη 2004.1619, ΑΠ 13/2004 ΝοΒ 52,1198), η οποία αποτελεί μορφή ασκήσεως του δικαιώματος συγκυριότητας που κατάγεται στη δίκη (ΑΠ 219/1999 ΕλΔ 40,628, ΑΠ 2085/1983 ΝοΒ 33.34, ΕφΑθ 3455/1991 ΕλλΔνη 34.1628), η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή η διαμορφωθείσα εξαιτίας της, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, πραγματική κατάσταση, καθιστούν τη μεταγενέστερη άσκησή του μη ανεκτή, ως τείνουσα στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες, εφόσον από την συμπεριφορά του δικαιούχου, συναρτώμενη με εκείνη του υπόχρεου, έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση πως δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα (ΑΠ 473/2004 ό.π.). Εξάλλου, πότε συντρέχει προφανής υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, θα κριθεί από τις συγκεκριμένες κατά περίπτωση περιστάσεις, ενώ τέτοια δεν συντρέχει όταν η λύση της κοινωνίας δεν εξυπηρετεί έναν από τους κοινωνούς ή προσκρούει στα συμφέροντά του (ΑΠ 1034/2002 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1895/2009 ΕλλΔνη 2010.678, ΕφΑθ 6546/2008 ΕλλΔνη 2009.557).Δεν νοείται δε καταχρηστική άσκηση μη υπάρχοντος δικαιώματος, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί (ΟλΑΠ 17/1997, ΑΠ 151/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε νομίμως κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής, συνομολογώντας την συγκυριότητα αυτής και της ενάγουσας, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά, αντικρούοντας όμως κατά τα λοιπά αυτήν (αγωγή), προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας, την οποία (ένσταση) επαναφέρει με σχετικό λόγο της έφεσης. Ειδικότερα, με τον μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί διότι η δικαστική διανομή του ακινήτου ζητείται κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος από την ενάγουσα, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 281 του ΑΚ ισχυριζόμενη : α) ότι η ενάγουσα παρέλειψε να έρθει σε επαφή μαζί της, ώστε να διαπραγματευτούν από κοινού τη δυνατότητα εξώδικης διανομής του επίκοινου ακινήτου, λύση προφανώς πιο συμφέρουσα από την πώληση των ιδανικών τους μεριδίων σε πλειστηριασμό, αφού συνήθως τα πλειστηριαζόμενα ακίνητα πωλούνται σε τιμή κατώτερη της πραγματικής τους αξίας, β) ότι η ενάγουσα άσκησε την αγωγή αν και γνώριζε ότι η εναγομένη βρισκόταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση λόγω του θανάτου του συζύγου της και πατέρα της εναγομένης ……….., αλλά και σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, καθόσον σε εκτέλεση της υπ΄αριθμ. 540/ 2008 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού είχε ήδη καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 56.331 ευρώ προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας της και γ) ότι η ενάγουσα γνώριζε ότι το όλο ακίνητο μαζί με το τμήμα του επίκοινου, έχει αγοραστεί με δαπάνες της ίδιας  (της εναγομένης) και του αποβιώσαντος συζύγου της και ότι αποτελούσε την εξοχική τους κατοικία στην οποία τόσο αυτή (εναγομένη) όσο και ο σύζυγός της όσο ζούσε, είχαν περάσει το μεγαλύτερο μέρος της κοινής τους ζωής και είχε δεθεί συναισθηματικά με το συγκεκριμένο ακίνητο. Όμως, τα ως άνω επικαλούμενα για τη θεμελίωση της εν λόγω ενστάσεως πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος και δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της αγωγής διανομής σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας.  Και τούτο, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα, δεν είχε δημιουργηθεί από τη συμπεριφορά της ενάγουσας πραγματική κατάσταση επί του επίκοινου ακινήτου, η οποία ανατρέπεται με την άσκηση της αγωγής, ούτε η εναγομένη ήδη εκκαλούσα επικαλείται ορισμένως ότι προηγήθηκε συμπεριφορά της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης τέτοια, που δημιούργησε σ΄αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της προς λύση της κοινωνίας, όπως με συγκεκριμένα περιστατικά περί αδράνειας αυτής, ούτε το δικαίωμα αυτής να επιδιώξει τη δικαστική διανομή του εν λόγω κοινού ακινήτου προκαλεί την εντύπωση έντονης, σε βάρος της εναγομένης, αδικίας.  Επίσης, ούτε μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η λύση της κοινωνίας επειδή δεν εξυπηρετεί ή προσκρούει στα συμφέροντα της εναγομένης ,ούτε άλλωστε η χρήση του επίκοινου ακινήτου από την εναγομένη κατά τα προαναφερόμενα προσδίδει σ΄αυτό το χαρακτήρα του διαρκούς προορισμού. Εξάλλου, κατάχρηση δικαιώματος δεν αποτελεί το γεγονός ότι το επίκοινο θα πωληθεί σε τιμή κατώτερη από την πραγματική του αξία, αφού σε όλες τις υποθέσεις διανομής ακινήτων με πλειστηριασμό ο εν γένει κανόνας είναι τα πλειστηριαζόμενα ακίνητα να πωλούνται σε τιμή κατώτερη της πραγματικής τους αξίας, πολύ δε περισσότερο ενόψει της δυνατότητας της εναγομένης να λάβει μέρος στον πλειστηριασμό και να αναδειχθεί υπερθεματίστρια αποκτώντας και την αποκλειστική κυριότητα του επίκοινου ακινήτου.  Συνεπώς κατόπιν των ανωτέρω,ο εν λόγω ισχυρισμός (ένσταση) της εναγομένης απορριπτέος τυγχάνει μη νόμιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την πιο πάνω ένσταση της εναγομένης – εκκαλούσας, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως και η υπό κρίση έφεσή της, ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω,  η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσία και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α`, 51/12-3-201

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία την έφεση κατά της υπ αριθμ. 6755/ 2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία)

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του υπ΄αριθμ. Α/Α  …………/2014 ΔΙΠΛΟΤΥΠΟ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΤΥΠΟΥ Α΄ παραβόλου άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 12η Ιανουαρίου 2017 και δημοσιεύθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2017 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ