Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 93/2017

Αριθμός    93/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Μέξα-Ευδαίμονος, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Οι  κρινόμενες εφέσεις του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου  και του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 3272/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 511, 513, 517, 518 ΚπολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτές και πρέπει αφού συνεκδικαστούν λόγω συναφείας να ερευνηθούν κατ ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522, 533 ΚΠολΔ) για να κριθεί η βασιμότητα των λόγων τους, οι οποίοι αναφέρονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 και 2 του ν. 3127/2003 για την “τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2644/1998 για τη κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις” σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας του θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον: α) νέμεται, μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003) αδιαταράκτως για δέκα έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, το ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α` και β` προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο μέχρι 2000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλυτέρου των 2000 τ.μ. οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του ν. 3127/2003, πρέπει ο νομέας μεταξύ άλλων με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου (ΑΠ 863/2011, ΑΠ 1271/2011). Ο νομέας θεωρείται κακής πίστεως μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται στον χρόνο νομής του διαδόχου (ΑΠ 863/2011, ΑΠ 1271/2011).

Με την από 29-8-2012 αγωγή του ο ……………. που στρέφονταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου ζήτησε να αναγνωριστεί  αποκλειστικός κύριος μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας-ισόγειας οικίας 85 τμ που είναι κτισμένη σε οικόπεδο 112,50 τμ και βρίσκεται στο Δήμο Κερατσινίου Δραπετσώνας με ΚΑΕΚ ………. διορθώνοντας την αρχική εγγραφή που έφερε ως αποκλειστικό κύριο το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Στην δίκη που άνοιξε με την αγωγή  άσκησε την από 24-5-2013 κύρια παρέμβαση το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» με αίτημα να απορριφθεί η αγωγή και να αναγνωριστεί αυτό κύριος του επιδίκου. Επί της αγωγής και της κύριας παρεμβάσεως εκδόθηκε η εκκαλουμένη η οποία έκανε δεκτή την αγωγή  και απέρριψε την κύρια παρέμβαση. ’Ηδη με τις εφέσεις το εναγόμενο και το κυρίως παρεμβαίνον ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου όσον αφορά το ελληνικό δημόσιο να απορριφθεί η αγωγή και το Π.Ε.Τ να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβασή του και να αναγνωριστεί αυτό κύριος του επιδίκου.

Από τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει  του ……/12-1-1994 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ….. και με α.α. ….. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, περιήλθε, κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στον ενάγοντα- καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ………, λόγω αγοράς από τον …………..,  ένα οικόπεδο, μετά της εντός αυτού ευρισκομένης οικίας, το οποίο βρίσκεται στη θέση «……» Κερατσινίου Αττικής και έχει εμβαδόν, αφενός, κατά τον κάτωθι αναφερόμενο τίτλο κτήσης της δικαιοπαρόχου του εν λόγω πωλητή, 112,50 τ.μ., αφετέρου, κατά νεότερη καταμέτρηση και λόγω ρυμοτομίας του, σύμφωνα με το από 30-12-1993 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….., 80 τ.μ., ενώ, κατά την επιμέτρηση του Εθνικού Κτηματολογίου, 105 τ.μ., εμφαίνεται δε στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορεύει γύρωθεν με οδό …., με οδό …. και με ιδιοκτησίες με ΚΑΕΚ ………… και με ΚΑΕΚ ……….. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στον δικαιοπάροχο του ενάγοντος, …….. αρχικά, δυνάμει του ……./1988 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή εκ μέρους της συζύγου του ……….. της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ….. και με α.α. …… των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, κατά ψιλή κυριότητα, ενώ, ακολούθως κατόπιν του θανάτου της δωρήτριας στις 21-7-1989,η οποία είχε παρακρατήσει εφ’ όρου ζωής την επικαρπία, περιήλθε σε αυτόν κατά πλήρη κυριότητα. Η τελευταία είχε καταστεί κυρία με αγορά δυνάμει του ……/1956 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ….. και με α.α. …. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το επίδικο προήλθε από διανομή που έγινε το έτος 1953 μεγαλύτερης έκτασης 578 στρεμμάτων και επικαλείται τίτλους για την έκταση αυτή των απώτατων δικαιοπαρόχων του (οικογένεια ……) που ανάγονται στο έτος 1908 και την οποία(έκταση) αυτοί κατέτμησαν σε πολύ μικρότερα τμήματα και πώλησαν σε ιδιώτες οι οποίοι ανοικοδόμησαν σε αυτά κατοικίες εδώ και δεκαετίες. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το επίδικο έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Κερατσινίου ήδη από το έτος 1970 με το από 3.4.1970 Διάταγμα (ΦΕΚ Α 85/22-4-1970) και με την από 22-7-1992 (ΦΕΚ Δ 971/25-9-1992) αναθεώρηση του ρυμοτομικού σχεδίου του ομώνυμου Δήμου (βλ. την από 24-1-2012 βεβαίωση της Προϊσταμένης του Τμήματος Πολεοδομίας του Δήμου Κερατσινίου) και βρίσκεται σε περιοχή κατοικημένη από πολλά χρόνια που είχε κατατμηθεί από δεκαετίες σε οικόπεδα. Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο ενάγων από τότε που το αγόρασε αλλά και οι δικαιοπάροχοι του από τότε που το απέκτησαν ασκούσαν συνεχώς  σε αυτό με καλή πίστη όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής. Ειδικότερα ο ενάγων έκτισε σε αυτό κατοικία την οποία συντηρούσε και επισκεύαζε, το επέβλεπε, το δήλωνε στο Ε9 της Εφορίας και πλήρωνε τους αναλογούντας σε αυτό φόρους (ΕΝΦΙΑ).Οι δικαιοπάροχοί του το είχαν περιφράξει, το επέβλεπαν, έκτισαν και συντηρούσαν την οικία, το επόπτευαν και   εν γένει ασκούσαν όλες τις πράξεις που εκδήλωναν την βούλησή τους να το εξουσιάζουν από το έτος 1956 και εφεξής, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτους και ειδικότερα από όργανα του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου ή του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο μάλιστα εκτός του ότι εισέπραττε τους φόρους δεν προέβη ποτέ στη σύνταξη πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής  κατά τις διατάξεις περί δημοσίων κτημάτων για να αποβάλει τον ενάγοντα και τους δικαιοπαρόχους του. Δηλαδή τόσο ο ενάγων  όσο και οι δικαιοπάροχοί του νέμονται το επίδικο, με νόμιμο τίτλο, διάνοια κυρίου και καλή πίστη, πιστεύοντας ακράδαντα ότι το είχαν αγοράσει από αληθινούς κυρίους και ότι δεν προσβάλλουν το δικαίωμα κυριότητας κανενός άλλου, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών  (30) ετών μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 3127/2003 (17.3.2003) και χωρίς να τους έχει γνωστοποιηθεί τυχόν δικαίωμα του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, του Ελληνικού Δημοσίου ή τρίτου προσώπου σε αυτό. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την κτήση της νομής του επιδίκου, τόσο από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, όσο και από τον ίδιο, αυτοί τελούσαν σε κακή πίστη. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι, κατά την κτήση της νομής, καθένας είχε την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα επ’ αυτού και ότι δεν προσέβαλε την κυριότητα άλλου και δη του Ελληνικού Δημοσίου ή του κυρίου παρεμβαίνοντος Π.Ε.Τ. Η κρίση αυτή, ειδικότερα, συνάγεται από το γεγονός, ότι κατά την κτήση της νομής του επιδίκου από την  δικαιοπάροχό του  …………….. το έτος 1956, αυτή δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζε τα προβαλλόμενα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου ή του Π.Ε.Τ., αφού αυτά προβλήθηκαν το πρώτον στα πλαίσια της κτηματογράφησης της περιοχής οπότε καταχωρήθηκε με απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων του Κτηματολογίου, ως δημόσιο κτήμα και περαιτέρω, κατά την κτήση της νομής από τον ενάγοντα το έτος 1994, αυτός δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζε την προβολή των άνω δικαιωμάτων, αφού το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και το Π.Ε.Τ μέχρι τότε δεν είχαν προβεί σε κάποια εμφανή ενέργεια σε αυτό αλλά ούτε και στα γειτονικά, ούτε είχαν εκδόσει ποτέ σε βάρος του πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. ‘Ηδη το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι το επίδικο δεν ανήκε ποτέ στην κυριότητα του ενάγοντος ενόψει της έλλειψης κυριότητας του άμεσου και των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων του, ως ιδιοκτησία εμπίπτουσα στο καταγεγραμμένο με ΑΒΚ ….. δημόσιο κτήμα εκτάσεως 1000 στρεμμάτων το οποίο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου 10.000 στρεμμάτων και είναι γνωστό με την ονομασία «………» ή «…..» συνορεύει δε ανατολικά με το λόφο …., δυτικά με γαίες της Μονής ……, αρκτικά με το λειβάδιο …. και μεσημβρινά εν μέρει με γαίες που παραχωρήθηκαν από αυτό στον ……….. και εν μέρει με εθνικές γαίες που ανήκαν κατά κυριότητα στη διαλυθείσα Μονή ……….. Περιήλθε δε σε αυτό δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου και των υπηκόων του στο οποίο ανήκε πριν και μέχρι την επανάσταση του 1821 β) άλλως δυνάμει της άνω συνθήκης και των πρωτοκόλλων  ως αδέσποτο. γ) Επικουρικά βάσει των διατάξεων του β.δ. της 17-11-1836, ως εκ του δασικού χαρακτήρα του, άλλως δ) βάσει των διατάξεων του β.δ. της 3/15-12-1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου κανείς δεν έχει παρουσιάσει έγγραφο (ταπί), άλλως ε) με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. ’Ομως και αν θεωρηθούν βάσιμοι οι άνω ισχυρισμοί του Δημοσίου η κυριότητά του έχει απωλεσθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. α β’ Ν. 3127/2003 και ο ενάγων έχει αποκτήσει την κυριότητα του με πρωτότυπο τρόπο δυνάμει της άνω αναφερόμενης διάταξης. Τούτο διότι όπως αναφέρθηκε αποδείχθηκε ότι από το έτος 1956, οπότε η απώτερη δικαιοπάροχος του ενάγοντος ……….. εγκαταστάθηκε, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, στη νομή του κατόπιν αγοράς αυτού, και τουλάχιστον μέχρι το έτος 1989, οπότε ο άμεσος δικαιοπάροχος του  ………….. εγκαταστάθηκε, επίσης σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, στη νομή του δυνάμει της ανωτέρω μεταβίβασης από χαριστική αιτία, και τουλάχιστον μέχρι το έτος 1994, οπότε ο ίδιος ο ενάγων εγκαταστάθηκε στη νομή του από επαχθή αιτία και μετά, ασκούνται αδιαταράκτως σε αυτό για συνολικό χρονικό διάστημα μεγαλύτερο  της τριακονταετίας μέχρι την έναρξη ισχύος του άνω νόμου (17-3-2003) όλες οι πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του με καλή πίστη και χωρίς να τους βαρύνει βαρειά αμέλεια καθώς το απέκτησαν δυνάμει νομίμων τίτλων και με την πεποίθηση ότι αποκτούσαν από αληθινό κύριο  αφού ουδέποτε ενοχλήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο ή από οποιονδήποτε τρίτο. Το κυρίως παρεμβαίνον Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο ισχυρίζεται ότι έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, που αποτελεί μικρό τμήμα  της άνω  ευρύτερης περιοχής που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ ……, διότι αυτό ανήκε κατά κυριότητα στη  Μονή ……… μετά τη διάλυση της οποίας η περιουσία της περιήλθε σε αυτό με το β.δ. της 19.8./25.9.1833 ενώ προηγουμένως το νεμόταν η άνω Μονή από το έτος 1700 μέχρι τη διάλυσή της κατά το άνω διάταγμα και έτσι αυτό έχει αποκτήσει το δικαίωμα κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής και της έκτακτης χρησικτησίας. Πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ανήκε στην ακίνητη περιουσία της Μονής ………., περιελθόν από τη διάλυση της στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος ΝΠΔΔ, όπως αυτό ισχυρίζεται. Ούτε αποδείχθηκε ότι είχαν ασκηθεί πράξεις νομής, ελέγχου εποπτείας, συντήρησης ή εκμετάλλευσης για οποιοδήποτε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε αυτό εκ μέρους του κυρίως παρεμβαίνοντος. Κατόπιν αυτών εφόσον το επίδικο στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς εσφαλμένα καταχωρήθηκε ως ανήκον στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου η ανωτέρω αρχική εγγραφή πρέπει να διορθωθεί, να γίνει η αγωγή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη να απορριφθεί, η κύρια παρέμβαση και  να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων είναι πλήρης και αποκλειστικός κύριος αυτού,  να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, ώστε στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……… να αναγραφεί ως πλήρης και αποκλειστικός κύριος ο ενάγων, ………., με τίτλο κτήσης το ……../1994 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νομίμως μεταγεγραμμένο στον τόμο …. και με α.α. … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, διαγραφομένου του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, που φαίνεται (εσφαλμένως) ως πλήρης και αποκλειστικός κύριός του. Εξάλλου η αγωγή είναι νόμιμη και ορισμένη διότι αναφέρει με ορισμένο και συγκεκριμένο τρόπο τις πράξεις νομής  που ασκούνταν από τους δικαιοπαρόχους του και από τον ίδιο τον ενάγοντα καθώς και τα στοιχεία  από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη τους. Εξάλλου ορθά έγινε δεκτή από την εκκαλουμένη η ένσταση ιδίας κυριότητας του ενάγοντος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.3127/2003. Τούτο διότι αυτή παραδεκτώς προβλήθηκε από τον ενάγοντα με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απαντώντας στην κύρια παρέμβαση του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, και δεν συνιστά μεταβολή της, στηριζόμενης σε παράγωγο αλλά και πρωτότυπο τρόπο, αγωγής  του, με προσθήκη νέας σε αυτήν ιστορικής βάσης, η οποία (προσθήκη) θα ήταν ανεπίτρεπτη, κατ`άρθρα 106,111 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΛαρ 324/2011 ΤΝΠ Ισοκράτης). Γι’αυτό πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι και των δύο εφέσεων με τους οποίους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται τα αντίθετα. Επομένως η εκκαλουμένη που έκρινε όμοια δεν έσφαλε και γι΄αυτό πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι και των δύο εφέσεων καθώς και οι εφέσεις στο σύνολό τους με τους οποίους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται τα αντίθετα. Τέλος πρέπει να  συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού  κατ΄ άρθρο 179 και 183 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τις δύο εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτές κατ’ουσίαν.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 17 Φεβρουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων,  των δικαστικών πληρεξουσίων του υπό στοιχ Α εκκαλούντος-2ου των υπό στοιχ Β εφεσιβλήτων και 2ου των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων-υπό στοιχ Β εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του 1ου εκ των υπό στοιχ Α-Β εφεσιβλήτου.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ