Αριθμός 66 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 9-10-2015 έφεση (με αριθμ. κατάθ. ………..) της δεύτερης καθ’ης η ανακοπή κατά της με αριθμ. 3294 /2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 933, 583 επ.), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείο (ΚΠολΔ 19). Ασκήθηκε, δε, νομότυπα (ΚΠολΔ 495, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1 και 517) και εμπρόθεσμα, ήτοι, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (ΚΠολΔ 518 παρ.1). Συνεπώς, αφού έχει κατατεθεί και το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 παράβολο, ποσού 200 ευρώ, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια, ως άνω διαδικασία (ΚΠολΔ 524 παρ. 1) το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 533 παρ. 1).
Επειδή η εκούσια αναστολή του πλειστηριασμού ή η αναστολή του με κοινή συναίνεση επισπεύδοντος και οφειλέτη, αποτελεί δικονομική συνδικαιοπραξία, με την οποία η διενέργεια του πλειστηριασμού αναστέλλεται για ορισμένο χρονικό διάστημα κατά τρόπο δεσμευτικό(τουλάχιστον για τον επισπεύδοντα δανειστή), που αποτελεί έκφανση της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης (361ΑΚ) και ήδη βρίσκει εμμέσως έρεισμα στη διάταξη του άρθρ.1019 παρ.2 ΚΠολΔ, η οποία εξαιρεί και δε συνυπολογίζει για την ανατροπή της κατάσχεσης, όχι μόνο το χρόνο της αναστολής, που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση, αλλά και το χρόνο αναστολής, που χορηγήθηκε με κοινή συναίνεση του επισπεύδοντος και του οφειλέτη, η οποία βεβαιώνεται με συμβολαιογραφική πράξη. Για την ισχύ της συμφωνίας αυτής, η οποία επιφέρει αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού άνευ ετέρου, χωρίς ειδικότερα ν’απαιτείται δικαστική απόφαση που να τη διατάσσει, δεν απαιτείται αναγκαίως, η τήρηση συμβολαιογραφικού τύπου, τον οποίο για διαφορετικό σκοπό απαιτεί το άρθρ.1019 παρ.2, ούτε η κατάρτιση αυτής ενώπιον του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Όμως το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής πρέπει να προσαρμόζεται προς τη λειτουργία του αντίστοιχου θεσμού και ιδίως προς την με το άρθρ.1000 ΚΠολΔ ρύθμιση του θεσμού της αναστολής, δηλαδή εντός του πλαισίου αυτού και ειδικότερα, εντός σ’αυτό οριζόμενης χρονικής οριοθέτησης (εξάμηνου) από την αρχική ημέρα πλειστηριασμού. Συναίνεση των άλλων δανειστών, ακόμη και των αναγγελμένων με ισχύ κατάσχεσης δεν απαιτείται. Από την άποψη των συνεπειών η εκούσια αναστολή του πλειστηριασμού δε διαφέρει από τη δικαστική αναστολή του άρθρ.1000, δηλαδή, η βούληση των μερών επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα της κατά το άρθρ.1000 απόφασης. Επίσης, η φύση της εκούσιας αναστολής καθιστά αυτήν αντικείμενο προσβολής με την ανακοπή των άρθρων 933επ. και παρέχει δυνατότητα προσβολής με την ίδια ανακοπή, των διαδικαστικών πράξεων, που επιχειρήθηκαν εναντίον του περιεχομένου της αναστολής. Ο λόγος γι’ακυρότητες του πλειστηριασμού λόγω εκούσιας αναστολής πρέπει να ενταχθεί στο γενικό σύστημα των δικονομικών ακυροτήτων, όπως ισχύει στο άρθρ. 159 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με τις βάσεις του συστήματος η ενέργεια της συμφωνίας είναι υποκειμενική. Δηλαδή, ο πλειστηριασμός θα ματαιώνεται, αλλά θα δικαιούνται οι δανειστές, που έχουν τα προσόντα του νόμου να υποκαθίστανται με τις προϋποθέσεις του άρθρου 973 και κατ’ακολουθίαν οι δανειστές, οι οποίοι έχουν τίτλο εκτελεστό θα μπορούν μεταγενέστερεα ν’αποδυναμώνουν την αναστολή, αν είναι αντίθετη προς τη συμφωνημένη ματαίωση του πλειστηριασμού. Τα αντικειμενικά όρια της αναστολής εξαρτώνται από το περιεχόμενο της συμφωνίας, με την οποία μπορούν να εξαιρεθούν από την αναστολή ορισμένες πράξεις εκτέλεσης (όπως συνήθως η δήλωση συνέχισης της διαδικασίας του πλειστηριασμού από τον έως τούδε επισπεύδοντα). Επομένως, οι απαγορευμένες κατά την προθεσμία αναστολής εκτελεστικές πράξεις προκύπτουν από τη συμφωνία των μερών (Β. Βαθρακοκοίλης, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας», έκδ.1997, άρθρ.1000, παρ.28). Περαιτέρω, επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 του Α.Κ., 933 ΚΠολΔ και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι λόγο ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Στην περίπτωση, δε, κατά την οποία η αντίθεση αυτή αναφέρεται στην εγκυρότητα του ιδίου του εκτελεστού τίτλου και συνιστά ουσιαστικό ελάττωμά του, με την επιδίωξη εκτελέσεως διά τίτλου τυπικώς μεν εγκύρου, ο οποίος όμως επιτεύχθηκε αντιθέτως προς το άρθρο 281 Α.Κ. ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 α` του ΚΠολΔ. Αν, όμως, η αντίθεση στα κριτήρια του 281 Α.Κ. αφορά πρωτογενώς τη διενέργεια του πλειστηριασμού ο λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1γ ΚΠολΔ. Εξάλλου, αν η καταχρηστικότητα συνδέεται με ορισμένη συμπεριφορά του επισπεύδοντος, η οποία, συνδυαζόμενη με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε και με τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, δημιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα διενεργηθεί ο πλειστηριασμός έτσι ώστε η μεταγενέστερη διενέργειά του λόγω της μεταβολής της στάσεως του επισπεύδοντος να προκαλέσει μη αναμενόμενες και μη ανεκτές δυσμενείς συνέπειες για τον οφειλέτη, για να επιφέρει αυτή ακυρότητα του πλειστηριασμού απαιτείται και γνώση εκ μέρους του υπερθεματιστή της συμπεριφοράς του επισπεύδοντος και των όσων συνέβησαν πριν από τον πλειστηριασμό, τα οποία καθιστούν τη διενέργεια αυτού καταχρηστική υπό την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., αφού ο υπερθεματιστής ζημιώνεται, κυρίως, από την ακύρωση του πλειστηριασμού (Ολ. Α.Π. 12/2009, Α.Π. 340/2006, Α.Π.1107/2003). Μόνη, πάντως, η διαβεβαίωση του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή προς τον οφειλέτη ότι θα συναινέσει στην αναστολή ή ματαίωση του πλειστηριασμού, υπόσχεση που δεν έλαβε συμβατική μορφή και δόθηκε ερήμην του υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού και των άλλων δανειστών, που τυχόν έχουν αναγγελθεί, δεν μπορεί να οδηγήσει σε κρίση ακυρότητας του πλειστηριασμού, χωρίς επίκληση ότι και ο υπερθεματιστής είχε γνώση των όσων συνέβησαν πριν από τον πλειστηριασμό(ΑΠ 8976/2007 Δημοσ. Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα και ήδη, εφεσίβλητη, με την από 25-7-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. ……….) ανακοπή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυριζόταν ότι η πρώτη καθ’ ης η ανακοπή καταχρηστικά επέσπευσε εις βάρος της τον από 25-7-2012 πλειστηριασμό του περιγραφόμενου αναλυτικά στην ανακοπή του διαμερίσματος, ιδιοκτησίας της, παρά την ύπαρξη προφορικής μεταξύ τους συμφωνίας ότι δεν θα προχωρήσει ο πλειστηριασμός, όπως είχε συμβεί επανειλημμένως, δεδομένου ότι η ανακόπτουσα κατέβαλε τμηματικά μέρος της οφειλής της, ζητούσε, δε, για το λόγο αυτό, την ακύρωση του επισπευσθέντος από την πρώτη καθ’ης και διενεργηθέντος την 25-7-2012 πλειστηριασμού, δυνάμει της υπ’ αριθμ……… έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ………… και της υπ’αριθμ. …… περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της ίδιας Συμβολαιογράφου, του ως άνω ακινήτου κατακυρωθέντος στη δεύτερη των καθ’ων και ήδη εκκαλούσα, τραπεζική εταιρεία.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτή την ανακοπή και, δεχόμενο, ορθά, ως ορισμένο και νόμιμο τον μοναδικό και στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, λόγο της ανακοπής, ακύρωσε τον σε βάρος της ανακόπτουσας διενεργηθέντα, στις 25-7-2012, πλειστηριασμό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη καθ’ης η ανακοπή και ήδη, εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, οι οποίοι συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό, στη συνέχεια, να απορριφθεί η ανακοπή.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της ανακόπτουσας και ήδη, εφεσίβλητης (η δεύτερη καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα δεν εξέτασε μάρτυρα), που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επαναπροσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Με επίσπευση της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμης εταιρείας, με βάση την με αριθμ. …… έκθεση κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ….. και σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. ……. διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και δυνάμει της με αριθμ. ……. έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου και κατακύρωσης και της με αριθμ. …… περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στις 8-7-2013, εκπλειστηριάσθηκε ένα διαμέρισμα ξεχωριστή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία του ισόγειου ορόφου της οικοδομής, που βρίσκεται στη Νίκαια Αττικής και επί της οδού … αριθμ. …, το οποίο αποτελείται από τρία κύρια δωμάτια και βοηθητικούς χώρους και έχει επιφάνεια 65 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 150/οο και συνορεύει γύρωθεν με την οδό …….., με ιδιοκτησία ……, ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και ιδιοκτησία αγνώστου. Το ακίνητο αυτό έχει ΚΑΕΚ ……… στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας. Το ως άνω διαμέρισμα και η όλη οικοδομή είναι κτισμένη επί ενός οικοπέδου, επιφανείας 198,5 τ.μ. και σύμφωνα με το κτηματολόγιο 196 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στον αστικό προσφυγικό συνοικισμό …….. της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Νικαίας Αττικής, τέως Δήμου Πειραιά, νυν της περιφερειακής ενότητας Πειραιά του Δήμου Νικαίας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, της δημοτικής ενότητας Νικαίας της περιφέρειας Αττικής, τετράγωνο …, αριθμός ., εντός σχεδίου πόλεως και επί της οδού … αριθμ. . και συνορεύει βόρεια με την με αριθμό … ιδιοκτησία επί πλευράς μέτρων 18,99, νότια με τις με αριθμούς … ιδιοκτησίες επί πλευράς μέτρων 18,73, ανατολικά με την με αριθμό ……. ιδιοκτησία επί πλευράς μέτρων 10,50 και δυτικά με την οδό … επί προσώπου 10,50. Το ως άνω ακίνητο κατακυρώθηκε στη δεύτερη των καθ’ ων, αντί του ποσού των 46.800 ευρώ. Της κατάσχεσης του ως άνω ακινήτου είχε προηγηθεί η επίδοση της από 27-4-2011 επιταγής προς πληρωμή της καθ’ης η ανακοπή επισπεύδουσας εταιρείας, κάτω από αντίγραφο από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό …… διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία διιατασσόταν η ανακόπτουσα να της καταβάλει το ποσό των 16.753,19 ευρώ και 50 ευρώ για σύνταξη εντολής εκτέλεσης, νομιμότοκα από την επίδοση, πλην του κονδυλίου των τόκων, όπως λεπτομερώς αναγράφεται στην υπ’ αριθμ. ……….. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …… και στην ως άνω κατασχετήρια έκθεση. Η ως άνω οφειλή προέρχεται από την υπ’ αριθμ. …… τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, που εκδόθηκε από τον ………., σε διαταγή της ανακόπτουσας στις 30.11.2010, στη Θεσσαλονίκη, με χρέωση του με αριθμό …….. λογαριασμού του στην ως άνω τράπεζα, την οποία παρέδωσε στον αδελφό της ανακόπτουσας, …….., ο οποίος την οπισθογράφησε, εν γνώσει της ανακόπτουσας και για λογαριασμό της και την παρέδωσε στον …….., ο οποίος με τη σειρά του την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην ……. και αυτή, εν συνεχεία, την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην πρώτη των καθ’ ων, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται από τη δεύτερη των καθ’ων. Η ως άνω επιταγή δεν πληρώθηκε όταν εμφανίστηκε για πληρωμή στις 8.12.2010 και σφραγίστηκε, με αποτέλεσμα να εκδοθεί η ως άνω, υπ’ αριθμ. …… διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το πιο πάνω αναγκαστικώς κατασχεθέν ακίνητο έφερε κατά το χρόνο της κατάσχεσης, τα πιο κάτω βάρη, ήτοι:1) Προσημείωση υποθήκης, με αριθμό και ημερομηνία καταχώρησης …….., για 84.000 ευρώ, υπέρ της …. Τράπεζας (ΕΛΛΑΣ) Α.Ε., η οποία εγγράφηκε δυνάμει της υπ’αριθμ. 45.783 Σ/07-07-2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατά της οφειλέτιδος και ήδη, εφεσίβλητης-ανακόπτουσας, 2)Προσημείωση υποθήκης, με αριθμό και ημερομηνία καταχώρησης …….., για ποσό 147.457,83 ευρώ υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ……. A.E (ήδη εκκαλούσας)., η οποία εγγράφηκε δυνάμει της υπ’αριθμ. 4712/14-5-2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της οφειλέτιδος και ήδη εφεσίβλητης-ανακόπτουσας, 3)Προσημείωση υποθήκης, με αριθμό και ημερομηνία καταχώρησης ……. για 48.000 ευρώ υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία …….. A.E. (δεύτερης καθ’ης η ανακοπή και, ήδη, εκκαλούσας), η οποία εγγράφηκε, δυνάμει της υπ’αριθμ. 6295/23-10-2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οφειλέτιδος και ήδη, εφεσίβλητης-ανακόπτουσας. Ο πλειστηριασμός είχε οριστεί, δυνάμει της υπ’αριθμ. …… έκθεσης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ……. και της υπ’αριθμ……. περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του ίδιου δικαστικού επιμελητή, για τις 16-11-2011, πλην, όμως, ανεστάλη, δυνάμει της υπ’αριθμ. 6014/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδ. ασφαλιστικών μέτρων), η οποία διέταξε την διόρθωση της πιο πάνω έκθεσης κατάσχεσης και της περίληψης αυτής, ως προς την εκτίμηση του ακινήτου από 40.000 ευρώ σε 60.000 ευρώ και την τιμή της πρώτης προσφοράς από 37.000 ευρώ σε 40.000 ευρώ και όρισε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού την 11-01-2012.. Κατόπιν παραγγελίας, στις 6-12-2011, της πληρεξούσιας δικηγόρου της επισπεύδουσας εταιρείας, προς τον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή, προκειμένου να εκδώσει Α΄ επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης και να ορίσει ημερομηνία πλειστηριασμού την 11-1-2012, ο τελευταίος εξέδωσε την υπ’αριθμ. ………΄ επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης και όρισε τον πλειστηριασμό για την ως άνω ημερομηνία (11-1-2012), οπότε ματαιώθηκε, εκ νέου, κατόπιν προφορικής συμφωνίας μεταξύ της επισπεύδουσας εταιρείας και της οφειλέτιδας, η οποία, επιθυμώντας να αποφευχθεί ο πλειστηριασμός, συμφώνησε με την πληρεξούσια δικηγόρο της επισπεύδουσας να ξεκινήσει σταδιακή αποπληρωμή της οφειλής. Σε εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας, η οφειλέτρια, διά χειρός του αδελφού της, ………., κατέβαλε, στις 11-1-2012, δηλαδή, την ημερομηνία του πλειστηριασμού, στον δικαστικό επιμελητή, ……., το ποσό των 1.000 ευρώ, για την κάλυψη μέρους των εξόδων κατάσχεσης και περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης (βλ. προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη-ανακόπτουσα με αριθμ…….. απόδειξη είσπραξης, που εξέδωσε ο προαναφερόμενος δικαστικός επιμελητής) και επομένως, τα χρήματα αυτά εισέπραξε για τα ως άνω έξοδα της εκτέλεσης, ο προαναφερόμενος δικαστικός επιμελητής. Επιπλέον, την ίδια ημέρα, ο ……… παρέδωσε στον ίδιο δικαστικό επιμελητή, μία συναλλαγματική ποσού 3.000 ευρώ, με ημερομηνία λήξης 23-1-2012, συναλλαγματική, η οποία, όπως ρητά αναγράφηκε στην εκδοθείσα από τον ίδιο, ως άνω επιμελητή και προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη, με αριθμ………..απόδειξη είσπραξης, δόθηκε ως εγγύηση για την ως άνω διαταγή πληρωμής, για την οποία επισπευδόταν αναγκαστική εκτέλεση και δεν αποτελούσε εξόφληση χρέους, ούτε ανανέωση, αλλά αποτελούσε διευκόλυνση πληρωμής, ενώ αν δεν πληρωνόταν το ποσό της εν λόγω συναλλαγματικής, ρητά, ομοίως, συμφωνήθηκε ότι θα ίσχυε η διαταγή πληρωμής για όλο το ποσό και θα συνέχιζε ο πλειστηριασμός, κατ’εντολή της πληρεξούσιας δικηγόρου της επισπεύδουσας, ………. Εξόφληση, ωστόσο, του ποσού της ως άνω συναλλαγματικής, μέχρι την ημερομηνία λήξης της, ουδόλως αποδείχθηκε, καθώς, δεν προσκομίστηκε από την οφειλέτρια ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη σχετική απόδειξη είσπραξης. Στη συνέχεια, στις 3-2-2012, η ανακόπτουσα, ομοίως διά χειρός του αδερφού της, …….., κατέβαλε στον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή, έναντι του λογαριασμού από την ως άνω διαταγή πληρωμής, το ποσό των 300 ευρώ και στις 14.2.2012, το ποσό των 200 ευρώ και στη συνέχεια, στις 12.3.2012 κατέβαλε το ποσό των 200 ευρώ (βλ. τις προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη-ανακόπτουσα, τρεις(3) αποδείξεις είσπραξης, με τις ως άνω ημερομηνίες, στις δύο τελευταίες απ’τις οποίες αναγράφεται ότι εισπράχθηκε το αναγραφόμενο ποσό των 200 ευρώ, κατ’εντολή και για λογαριασμό της επισπεύδουσας εταιρείας). Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η οφειλέτρια από 11-1-2012 μέχρι 12-3-2012 κατέβαλε τμηματικά έναντι της οφειλής της, πλέον εξόδων εκτέλεσης, το συνολικό ποσό των (1.000+300+200+ 200=)1.700 ευρώ. Από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο του 2012, η οφειλέτρια ανακόπτουσα και ήδη, εφεσίβλητη, ουδέν άλλο ποσό κατέβαλε στην επισπεύδουσα εταιρεία, για τη σταδιακή εξόφληση της οφειλής της και, για το λόγο αυτό, στις 22-6-2012, η πρώτη, διά της πληρεξούσιας αυτής δικηγόρου, ………, παρήγγειλε στον προαναφερόμενο δικαστικό επιμελητή, να εκδώσει Β΄ επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης και να ορίσει τον πλειστηριασμό για την 25-7-2012..΄Ετσι, στις 26-6-2012, κοινοποιήθηκε στην οφειλέτρια και ήδη εφεσίβλητη, η με αριθμ. …….. επαναληπτική περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης και ορίστηκε ως νέα ημερομηνία πλειστηριασμού η 25-7-2012. Η ανακόπτουσα και ήδη, εφεσίβλητη, σε ουδέν σημείο της ανακοπής της αναφέρει, ούτε αποδεικνύει, ότι, μετά την κοινοποίηση της ως άνω Β΄ επαναληπτικής περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, έλαβε χώρα νέα έγγραφη ή προφορική συμφωνία μεταξύ της ίδιας και της επισπεύδουσας εταιρείας περί μη διενέργειας και του, για την 25-7-2012 ορισθέντος πλειστηριασμού ή ότι προέβη στην καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού και ποιού, προκειμένου να ανασταλεί εκ νέου ο ορισθείς για την ως άνω ημερομηνία πλειστηριασμός. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατό να της δημιουργήθηκε η εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα διενεργηθεί ο πλειστηριασμός και ότι θα ανασταλεί και αυτός. Μόνη η άσκηση του δικαιώματος της επισπεύδουσας για συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας για την είσπραξη της απαίτησής της, δεδομένης της οφειλής της ανακόπτουσας και της μη καταβολής, οποιουδήποτε άλλου χρηματικού ποσού, για σταδιακή εξόφληση της οφειλής της, μέχρι την ημερομηνία του νέου πλειστηριασμού, δεν αρκεί για να προσδώσει χαρακτήρα καταχρηστικότητας αν δεν συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, που να μπορούν να στηρίξουν την επικαλούμενη κατάχρηση δικαιώματος, όπως για παράδειγμα, ότι είχε εξοφληθεί η απαίτηση για την οποία επισπευδόταν ο πλειστηριασμός ή ότι το υπόλοιπο τα απαίτησης ήταν ανάξιο λόγου για τη συνέχιση του πλειστηριασμού. Εξάλλου, δεν επικαλέστηκε η ανακόπτουσα, ούτε κατατέθηκε από το μάρτυρά της, ότι η εκκαλούσα, ως υπερθεματίστρια, που κυρίως θα ζημιωνόταν από την ακύρωση του πλειστηριασμού, είχε οποιαδήποτε γνώση για τυχόν συμφωνία μεταξύ επισπεύδουσας και οφειλέτριας για εκούσια αναστολή του τελευταίου αυτού πλειστηριασμού. Απ’ όλα τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά της επισπεύδουσας εταιρείας υπερέβη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επομένως, η εκκαλουμένη, που δέχθηκε τον μοναδικό λόγο της ανακοπής, ως βάσιμο και κατ΄ουσίαν και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, έσφαλε και γι’ αυτό πρέπει, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης, να εξαφανιστεί και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και δικαστεί περαιτέρω, να απορριφθεί η ανακοπή κατ΄ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητης, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, λόγω του ότι η έφεση έγινε δεκτή θα πρέπει να επιστραφεί το παράβολο, ποσού 200 ευρώ, στην εκκαλούσα κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ(βλ. τέσσερα (4) παράβολα Δημοσίου, με αριθμ………..και δύο (2) παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., με αριθμ………).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 9-10-2015 έφεση (με αριθμ. κατάθ. ………) κατά της με αριθμ. 3294/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση καιΔΙΚΑΖΕΙ την από 25-7-2013 (αριθ. εκθ. καταθ……….) ανακοπή.ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εφεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000) ευρώ.ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού 200 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ