Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 121/2017

Αριθμός    121/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Μέξα-Ευδαίμονος, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της εναγομένης εταιρίας κατά της 4004/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών), που έκανε δεκτή εν μέρει αγωγή των εναγουσών και επεδίκασε σε καθεμία από αυτές τα αναφερόμενα σε αυτήν ποσά για μισθούς υπερημερίας, αναλογία αποδοχών και επιδόματος αδείας, δώρου εορτών και αποζημίωση απόλυσης έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 511, 513, 517, 518 ΚπολΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατ ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522, 533 ΚΠολΔ) για να κριθεί η βασιμότητα των λόγων της, οι οποίοι αναφέρονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Από τις ένορκες επ’ ακροατηρίω καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς επίσης από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, τις με αριθμ…………/16.01.2014 ένορκες  βεβαιώσεις, που δόθηκαν με πρωτοβουλία της εναγόμενης ενώπιον του Ειρηνοδίκου Πειραιά, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθησαν μεταξύ των εναγουσών-εφεσιβλήτων και της εκκαλούσας-εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία και πώληση γυναικείων εσωρούχων, καλσόν και συναφών ειδών, οι ενάγουσες προσλήφθηκαν, η πρώτη στις 09.02.2000, η  δεύτερη στις 03.11.1997, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως πωλήτριες, αντί συμφωνηθεισών μηνιαίων (καθαρών) αποδοχών, ποσού 900,65 ευρώ η πρώτη και 1.097,61 ευρώ η δεύτερη. Παρόλο δε που οι ενάγουσες εκτελούσαν επιμελώς και με ευσυνειδησία τα καθήκοντά τους, η εναγομένη από τον Αύγουστο του 2012 και εφεξής έπαυσε να καταβάλει σ’ αυτές τις μηνιαίες  αποδοχές τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου έτους επικαλούμενη οικονομική δυσχέρεια, πρότεινε στις ενάγουσες να αποδεχθούν την μείωση των μηνιαίων αποδοχών τους, κατά ποσοστό 20% προκειμένου να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας τους, πρόταση την οποία  οι τελευταίες αρνήθηκαν επειδή τους οφείλονταν οι μισθοί τους, οι οποίοι ήταν απολύτως απαραίτητοι για την κάλυψη των βιοτικών και οικογενειακών αναγκών τους από τον Αύγουστο και η εναγομένη δεν προσδιόριζε το χρόνο εξόφλησής τους. Μετά από αυτό στις 10.12.2012 η τελευταία προέβη σε έγγραφη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους με προμήνυση (προειδοποίηση) προθεσμίας 4 μηνών, λόγω της προϋπηρεσίας τους, δηλώνοντας ταυτόχρονα σε αυτές ότι στο τέλος της άνω προθεσμίας, οπότε και θα επέρχονταν τα αποτελέσματα της καταγγελίας, θα κατέβαλε την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Στη συνέχεια επειδή η εναγομένη εξακολουθούσε να μην καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές τους οι ενάγουσες, με την από 12.12.2012 εξώδικη δήλωσή τους, την οποία κοινοποίησαν σε αυτήν στις 17.12.2012 (βλ. την υπ’ αριθμ. ……/17.12.2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………) προέβησαν σε επίσχεση εργασίας. Σε απάντηση η εναγομένη τους απηύθυνε την από 21.12.2012 εξώδικη απάντησή της, την οποία κοινοποίησε σ’ αυτές στις 24.12.2012, με την οποία τους δήλωνε ότι θεωρεί την ασκηθείσα εκ μέρους τους επίσχεση εργασίας ως παράνομη και καταχρηστική, καθόσον οι οφειλομενες σ’ αυτές αποδοχές αντιστοιχούσαν σε μικρό χρονικό διάστημα, και η καθυστέρηση οφείλονταν στη σοβαρή οικονομική δυσπραγία της, ενώ ταυτόχρονα τις καλούσε να επανέλθουν στην εργασία τους εντός προθεσμίας 48 ωρών. Οι ενάγουσες δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση αυτή, εξακολουθώντας να ασκούν το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, οπότε η εναγομένη, με νέα (από 31.12.2012) εξώδικη δήλωσή της, την οποία κοινοποίησε σ’ αυτές στις 31.12.2012  τους γνωστοποίησε ότι η μη προσέλευσή τους στην εργασία τους εντός της ανωτέρω ταχθείσας προθεσμίας, εκλαμβάνεται από αυτήν ως καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εκ μέρους τους, με οικειοθελή αποχώρηση. Παράλληλα  με τις από 31.12.2012 έγγραφες αναγγελίες της «Οικειοθελούς Αποχώρησης Μισθωτού» προς τον ΟΑΕΔ, τις οποίες κατέθεσε στον ανωτέρω οργανισμό στις 08.01.2012, γνωστοποίησε σ’ αυτόν το γεγονός της (δήθεν) οικειοθελούς αποχώρησης των εναγουσών από την επιχείρησή της. Από τότε η εναγόμενη ουδέν κατέβαλε στις ενάγουσες μέχρι και τις 10.04.2013,οπότε και έληξε η 4μηνη προθεσμία της προμήνυσης, πλην των αποδοχών του μηνός Αυγούστου, τις οποίες κατέβαλε στις 14-12-2012 και του Δώρου Χριστουγέννων 2012 το οποίο κατέβαλε στις 21.12.2012 ενώ δεν κατέβαλε  ούτε τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Για το λόγο αυτό οι ενάγουσες άσκησαν την κρινόμενη αγωγή τους με την οποία ζητούσαν, μεταξύ άλλων, να αναγνωριστεί η εγκυρότητα της δήλωσης επίσχεσης της εργασίας τους και να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει μισθούς υπερημερίας λόγω αυτής, επιδόματα αδείας και εορτών και αποζημίωση απόλυσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η λύση των εργασιακών σχέσεων των εναγουσών έγινε στις 10.4.2013 οπότε έληξε το 4μηνο του χρόνου της προμήνυσης δεδομένου ότι όπως αναφέρθηκε στις 10.12.2012 η εναγομένη τις είχε καταγγείλει εγγράφως με προμήνυση (προειδοποίηση) προθεσμίας 4 μηνών. Επομένως η κρινόμενη αγωγή που επιδόθηκε σε αυτήν στις 8-7-2013 έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ήτοι εντός του τριμήνου και αντίστοιχα του εξαμήνου από τότε (10.4.2013) σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 και 2 του ν. 3198/1955 κατά το οποίο κάθε διαφορά σχετικά με την αμφισβήτηση ως προς το κύρος ή μη της λύσης της σχέσης εργασίας  ασκείται εντός  τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεώς της ενώ η αξίωση για την αποζημίωση απόλυσης ασκείται εντός αποσβεστικής προθεσμίας έξι μηνών. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η έναρξη των άνω προθεσμιών έλαβε χώρα στις 30.12.2012 οπότε περιήλθε σε γνώση των εναγουσών η θέλησή της να θεωρήσει καταγγελθείσες τις συμβάσεις εργασίας τους με οικειοθελή αποχώρηση εκ μέρους τους λόγω αρνήσεως επανόδου στα καθήκοντά τους είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Και τούτο διότι την άνω  ημερομηνία δεν έλαβε χώρα ρητή ή σιωπηρή καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εκ μέρους της αλλά δήλωσή της ότι θεωρεί την αποχή από τα καθήκοντά τους ως καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εκ μέρους τους πράγμα μη νόμιμο. Τούτο διότι ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να θεωρήσει λυμένη την σύμβαση εργασίας μετά από δήλωση επίσχεσης εργασίας του εργαζόμενου (πρβλ. ΑΠ 1412/1986 ΕλΔ 1987,1030).Ακόμη δε και σε καταχρηστική επίσχεση εργασίας, ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει την απουσία του εργαζόμενου ως οικειοθελή αποχώρηση από μόνο το γεγονός της καταχρηστικής επίσχεσης (πρβλ. ΑΠ1502/2010). Και ναι μεν αποδείχθηκε ότι τα τελευταία χρόνια και κατά το επίδικο χρονικό διάστημα η εναγομένη, στα πλαίσια της ευρύτερης οικονομικής κρίσης αντιμετώπιζε  οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται από το έτος 2009 σταδιακή μείωση του κύκλου εργασιών της (τζίρου) κατά 20%  περίπου ετησίως και των καθαρών κερδών της κατά 30% περίπου ετησίως ενώ είχε οφειλές προς το Δημόσιο (Δ.Ο.Υ.) το Ι.Κ.Α και τον Ο.Ο.Α.Ε, όμως μόνη η οικονομική δυσπραγία της ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι αποτελεί σημαντικό και μόνιμο περιορισμό της δραστηριότητάς της, δεν επαρκεί για να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας των εναγουσών η  οποία έγινε με σκοπό να υποχρεωθεί αυτή να τους καταβάλει τις δεδουλευμένες και καθυστερούμενες αποδοχές τους, που ήταν  άμεσα και επιτακτικά αναγκαίες για τη διαβίωσή τους, καταχρηστική. Και τούτο διότι αυτή δεν αναφέρονταν σε ασήμαντη αντιπαροχή αλλά σε σημαντική δεδομένου ότι η εναγομένη καθυστερούσε την πληρωµή τριών τουλάχιστον μισθών ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η καθυστέρηση οφείλονταν σε απρόβλεπτες ή σε εξαιρετικά δυσµενείς για αυτήν περιστάσεις ή αντιξοότητες (παρόλη την άνω οικονομική δυσπραξία της) ούτε ότι η επίσχεση θα της προξενούσε δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζηµία σε σχέση µε το σκοπούμενο αποτέλεσµα, ούτε ότι κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια για την οικονομική ανάκαμψή της προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τις ενάγουσες (βλ.σχετ.ΑΠ940/2015, 2094/2014, 790/2014, 1342/2014 1502/2010). Και ναι μεν η επίσχεση έγινε την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων και του νέου έτους που η εναγομένη ανέμενε να αυξήσει το τζίρο της αλλά έγινε με αποκλειστικό σκοπό την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εναγουσών και όχι για να πλήξουν την επιχείρησή της. Κατόπιν αυτών κρίνεται πως η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας εκ μέρους των εναγουσών συντελέστηκε, εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, καθώς και προς εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίον θεσπίστηκε. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αγωγή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα δηλ. μέσα στις προβλεπόμενες από το νόμο (τρίμηνη και εξάμηνη) προθεσμίες και ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας των εναγουσών δεν ασκήθηκε καταχρηστικά δεν έσφαλε και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως με τους οποίους η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα. Περαιτέρω αλυσιτελώς προβάλλεται ο λόγος με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι κακώς δεν λήφθησαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οι ένορκες βεβαιώσεις με αρ………./16-1-2014 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά μετά τη συζήτηση της υποθέσεως με την αιτιολογία ότι δεν χρησίμευσαν προς αντίκρουση αυτοτελών ισχυρισμών των εναγουσών δεδομένου ότι αυτές λήφθηκαν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο όπως ήδη αναφέρθηκε. Κατόπιν αυτών εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι  πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού την οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 2 Μαρτίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ