ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Έφεση. Στην περίπτωση, κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Μη προσήκουσα η παράσταση του εκκαλούντος στη συζήτηση της έφεσης με τον ανωτέρω τρόπο. Απορρίπτει την έφεση λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος.
Αριθμός 68/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο άρθρο 524 παρ. 2 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, ενόψει του ότι η ένδικη έφεση κατατέθηκε στις 22-09-2016, βλ. Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠολΔ» εκδ. 2η τομ. Ι σελ. 760 – 761 αρ. 25), που αφορά την κατ’ έφεση δίκη, ορίζεται ότι «Η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528 …». Επίσης, στο άρθρο 528 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011) ορίζεται ότι «Εάν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα, στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς, να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικώς. Στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνον πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Μάλιστα, η κατά το άρθρον 528 του ΚΠολΔ απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει όχι μόνον για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, (γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται), ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Επίσης, στην εν λόγω περίπτωση, εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος, και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ιδίου νόμου), στην οποία ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται …» και η απόρριψη αυτή συντελείται κατ’ ουσίαν, ανεξαρτήτως από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (βλ. ΑΠ 476/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1040/2013 ΧρΙΔ 2014 128, ΑΠ 280/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρΜον 210/2016 ΝΟΜΟΣ, Αθ. Πανταζόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» Κ. Οικονόμου σελ. 304 αρ. 11). Ειδικότερα, στην περίπτωση της ερημοδικίας του εκκαλούντος, η οποία περιλαμβάνει και τη μη προσήκουσα παράστασή του, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν επισπεύδει τη συζήτηση ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και εφόσον την επισπεύδει ο απολειπόμενος (ή ο μη προσήκων παριστάμενος) διάδικος, τότε δεν απαιτείται η σχετική κλήτευσή του, σε περίπτωση δε που αυτά βεβαιωθούν, οφείλει να απορρίψει την ασκηθείσα έφεση, χωρίς άλλη έρευνα, κατ’ εφαρμογήν των προαναφερθεισών διατάξεων (βλ. ΑΠ 651/2012 ΝοΒ 2012 2393, ΑΠ 280/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 361/2011 ΝοΒ 2011 1572, Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» Κ. Οικονόμου σελ. 228 αρ. 29). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. γ και δ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατά το άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η αναβολή της συζήτησης και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου, υπό την προϋπόθεση ότι η προηγούμενη κλήτευση ήταν νόμιμη και εμπρόθεσμη (βλ. ΑΠ 640/2007 ΕλλΔνη 2007 825, ΑΠ 676/2003 ΝοΒ 2004 41, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη ο.π. σελ. 768 αρ. 4).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων και της εκκαλούμενης απόφασης, προκύπτει ότι η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως (αρ. καταθ. ……….) κατά της υπ’ αριθ. 2884/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί της από 2-5-2012 (αρ. εκθ. καταθ. ………) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην αυτού (εκκαλούντος), επισπεύδεται από τον τελευταίο (εκκαλούντα), αφού αντίγραφο της εφέσεως αυτής, μετά της από 22-09-2016 πράξεως περί προσδιορισμού δικασίμου, για τη δικάσιμο της 18ης Μαΐου 2017, επιδόθηκε με δική του επιμέλεια στον εφεσίβλητο (βλ. την υπ’ αριθ. …… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….). Επίσης, από την έρευνα του οικείου πινακίου προκύπτει ότι, κατά την ως άνω δικάσιμο (18-5-2017), η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε για την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με σχετική σημείωση στο πινάκιο, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επέχει θέση κλητεύσεως ως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευση των διαδίκων για τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο. Ακόμη, κατά την τελευταία δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εφεσίβλητος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του, ενώ ο εκκαλών δεν εμφανίστηκε και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρον 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ (βλ. την από 14-09-2018 δήλωση). Όμως, η παράσταση αυτή του πληρεξούσιου δικηγόρου του εκκαλούντος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν είναι η προσήκουσα και ο διάδικος (εκκαλών) που ο ίδιος εκπροσωπεί θεωρείται δικονομικώς απών, ο οποίος πρωτοδίκως είχε δικαστεί ερήμην. Ως εκ τούτου η άσκηση της εφέσεως από τον εκκαλούντα θα επέφερε την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως ούτως ή άλλως, με συνέπεια να είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην ο εκκαλών και να απορριφθεί η έφεσή του. Επίσης, για την περίπτωση που θα ασκηθεί το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, πρέπει να ορισθεί το παράβολο ερημοδικίας για τον εκκαλούντα (άρθρα 501, 502 παρ.1. 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Ακόμη, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως διάδικος που ηττήθηκε κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 183, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του εκκαλούντος.
Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Απορρίπτει την έφεση.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου (με αριθμούς ……………), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, την 1-2-2019, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ