Αριθμός 130/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ΄αριθ…… και …… από 21.4.2016 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών ………, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους εφεσίβλητους. Οι τελευταίοι όμως δεν εμφανίστηκαν στη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο. Πρέπει συνεπώς να δικαστούν ερήμην αλλά η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες, (614 παρ. 3, 621 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την εισαγωγή του ν. 4335/2015). Η κρινόμενη, από 10.1.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./16.3.2016), έφεση των πρωτοδίκως μερικώς νικησάντων εναγόντων ……….. και ………. κατά της εταιρίας με την επωνυμία «………», της …….. και του …………, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς κατατέθηκε στο Γραμματέα του εκδόσαντος την εκκαλουμένη πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 21.4.2015, όπως προκύπτει από τις υπ΄αριθ. ….. και ……. εκθέσεις επίδοσης της ίδιας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας, (518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, χωρίς ν΄απαιτείται κατάθεση παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης, λόγω του είδους της διαδικασίας, (495 παρ. 3, σε συνδυασμό με 614 αρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν με την εισαγωγή του ν. 4335/2015). Με την από 15.12.2012, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../27.12.2012), αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εξέθεταν ότι στις 21.1.2011 απολύθηκαν από την επιχείρηση της 1ης εναγομένης – 1ης εφεσίβλητης εταιρίας όπου απασχολούνταν από το 1982 και από το 1989 αντίστοιχα ως εργατοτεχνίτες μαρμάρου, μετά από καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας τους από τους αντιδίκους τους, με τους αναφερόμενους όρους, συνθήκες, ωράριο και αποδοχές που αναφέρονται στην αγωγή. Ότι δεν τους καταβλήθηκε αποζημίωση απόλυσης, παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων – εναγομένων, οι οποίοι με δόλο πέτυχαν να πείσουν τους ενάγοντες – εκκαλούντες να μην ασκήσουν τη σχετική αγωγή και έτσι να διαδράμει η σχετική εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της αξίωσής τους αυτής. Ότι επίσης δεν τους καταβλήθηκε αποζημίωση άδειας, επίδομα άδειας και επιδόματα εορτών για το χρονικό διάστημα της τελευταίας πενταετίας πριν την άσκηση της αγωγής. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσαν όπως υποχρεωθούν οι αντίδικοι τους, ήτοι η εργοδότιδα ομόρρυθμη εταιρία και οι 2η και 3ος ως ομόρρυθμα μέλη αυτής, να τους καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στον μεν 1ο το ποσό των 24.551,34 €, στο δε 2ο το ποσό των 22.719,34 €, νομιμοτόκως από την απόλυσή τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μετά δε από περιορισμό του αιτήματός τους σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι τους οφείλεται το ποσό των 6.582,33 € για τον 1ο και το ποσό των 5.973,33 € για το 2ο και να υποχρεωθούν τους καταβάλουν τα ποσά των 17.969,01 € και 16.746,01 € αντίστοιχα στον καθένα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δίκασε ερήμην των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών και εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφασή του, δυνάμει της οποίας η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού απερρίφθη το ως αόριστο το κονδύλιο της αποζημίωσης απόλυσης και ως ουσιαστικά αβάσιμα τα κονδύλια των επιδομάτων αδείας και εορτών, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση των εφεσιβλήτων – εναγομένων να καταβάλουν στους εκκαλούντες – ενάγοντες τα ποσά που αντιστοιχούν στην αιτουμένη αποζημίωση απόλυσης, ήτοι των 6.582,33 € για τον 1ο και το ποσό των 5.973,33 € για το 2ο, νομιμοτόκως από την 21.1.2011και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν όπως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη προς το σκοπό της ολικής αποδοχής της αγωγής τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθoύν τα εξής : Αν ο εργοδότης δεν χορήγησε την άδεια έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο μισθωτός δικαιούται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 ν.δ. 3755/1957, ν` αξιώσει την πληρωμή αποζημίωσης ίσης προς το διπλάσιο των αποδοχών της άδειας, καθώς και το επίδομα άδειας, έστω και αν ο μισθωτός δεν υπέβαλε σχετική αίτηση. Η διάταξη απαιτεί προηγούμενη διαπίστωση της παράλειψης του εργοδότη από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Εργασίας. Η διοικητική αυτή ενέργεια δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος περί διπλασιασμού των αποδοχών άδειας, αλλ` αποδεικτικό στοιχείο της παράλειψης του εργοδότη, η οποία μπορεί ν` αποδειχθεί και μ` άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 889/89 ΕΕργΔ49 σελ. 686). Για τη θεμελίωση όμως της αξίωσης του διπλασιασμού των αποδοχών της άδειας δεν αρκεί η μη χορήγηση της άδειας έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, αλλά χρειάζεται και υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε (ΑΠ 889/89 ο.π.). Πταίσμα του εργοδότη δεν υπάρχει όταν ο μισθωτός δεν έκανε χρήση της χορηγηθείσης άδειας ή σκόπιμα απέφυγε να τη ζητήσει (ΑΠ 1224/76 ΕΕργΔ 36. 224). Η υπαιτιότητα και οι βαθμοί αυτής, καθώς και η παρανομία είναι νομικές έννοιες και, επομένως, αν τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν υπάγονται σε μία απ` αυτές τις έννοιες, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Έτσι, όταν ζητούνται αποδοχές αδειών παρελθόντων ετών στο διπλάσιο πρέπει, για το ορισμένο της αγωγής (216 ΚΠολΔ), να αναφέρεται σ` αυτή ότι ο ενάγων ζήτησε, γραπτά ή προφορικά, εγκαίρως την άδεια του αυτούσια για συγκεκριμένο έτος και ότι ο εργοδότης αρνήθηκε να του χορηγήσει την αιτηθείσα άδειας, εξαναγκάζοντάς τον στην παροχή της εργασίας του κατά το χρόνο ακριβώς, κατά τον οποίο έπρεπε να λάβει την άδεια, και όχι να γίνεται μόνο χρήση της νομικής αξιολογικής συμπερασματικής έννοιας της «υπαιτιότητας» του εργοδότη, χωρίς, δηλαδή, να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, οδηγούν στη δικανική κρίση περί πραγμάτωσης της εν λόγω αξιολογικής νομικής έννοιας (ΑΠ 96/77 ΕΕΔ36. 398). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, οι ενάγοντες ζήτησαν κονδύλια με αιτία την αποζημίωση άδειας και όχι τις αποδοχές άδειας, για τις οποίες ουδείς λόγος γίνεται στην αγωγή. Είναι φανερό ότι τα σχετικά αγωγικά αιτήματα για κάθε έναν από τους ενάγοντες αφορούν επιδίκαση αποζημίωσης (αστικής ποινής), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 ν.δ. 3755/1957. Για τη θεμελίωση, όμως, της αξίωσης του διπλασιασμού των αποδοχών της άδειας δεν αρκεί η μη χορήγηση της άδειας έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, πράγμα που, εν πάσει περιπτώσει δεν αποδείχθηκε, αλλά χρειάζεται και υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφριάς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε. Τα στοιχεία αυτά δεν εξιστορούνται στην αγωγή, όπως προκύπτει από την ανάγνωσή της. Επομένως, η αγωγή, αναφορικά με τα αιτήματα αυτά, είναι σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες αόριστη, πράγμα που ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως και πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, η εκκαλούμενη, που απέρριψε τα κονδύλια αποζημίωσης άδειας ως αόριστα με την ίδια αιτιολογία, ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Γι` αυτό ο σχετικός λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι ενάγοντες υποστηρίζουν τ` αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, (ΕφΛαρ 49/2013, Δικογραφία ……….).Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά και των εγγράφων που οι εκκαλούντες – ενάγοντες νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στο Άνω Φανάρι Τροιζηνίας, το έτος 1982 ο 1ος ενάγων και το έτος 1989 ο 2ος ενάγων, έγγαμοι και οι δύο, κατήρτισαν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την εναγομένη ομόρρυθμη εταιρία, την οποία εκπροσωπούσαν οι λοιποί εναγόμενοι, ομόρρυθμοι εταίροι αυτής, για να εργαστούν στην επιχείρηση σχιστηρίου και εμπορίας μαρμάρων που διατηρούσε η 1η εναγομένη, ως φορτοεκφορτωτής ο 1ος και ως εργατοτεχνίτης κοπής ο 2ος, με τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα ΣΣΕ, (για τους όρους αμοιβής και εργασίας εργατοτεχνιτών – εργατοτεχνιτριών στα εργοστάσια και εργαστήρια κοπής και επεξεργασίας μαρμάρου, για τους εργατοτεχνίτες σε εργασία κοπής, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι είναι επικεφαλής, ούτε όμως και νεοπροσληφθέντες), αποδοχές. Απολύθηκαν στις 21.1.2011, χωρίς να τους καταβληθούν, μεταξύ άλλων, τα προβλεπόμενα επιδόματα αδείας και εορτών, τα οποία ουδέποτε κατεβλήθησαν. Ειδικότερα, από τις υπ΄αριθ. πρωτ. …. και ….. από 8.11.2011 προσκομιζόμενες και στον παρόντα βαθμό αιτήσεις για διενέργεια εργατικής διαφοράς των εναγόντων αντίστοιχα, προκύπτει ότι ζήτησαν επιδόματα αδείας και εορτών για τα έτη 2009, 2010 και 2011 και όχι για τα έτη 2007 και 2008 που ζητούνται επίσης με την αγωγή για κάθε έναν από τους ενάγοντες. Επίσης, από το προσκομιζόμενο και στον παρόντα βαθμό υπ΄αριθ. …../2.12.2011 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς που ακολούθησε τις ως άνω αιτήσεις και συνετάγη από την Επιθεωρήτρια Εργασίας ………. του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πειραιά, προκύπτει ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία αυτής με τον 3ο εναγόμενο, ο τελευταίος δήλωσε ότι πράγματι οφείλονται τα ποσά που αιτούνται οι προσφεύγοντες (– ενάγοντες) και ότι θα εξοφληθούν μέχρι την 31.1.2012, πράγμα που δεν έγινε και συνεπώς τα σχετικά ποσά τους οφείλονται. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 §§ 16 και 17 του ν. 4504/66 ορίζεται, ότι: “Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ` οιοδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ` αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνη τας αποδοχάς ενός δεκαπενθημέρου, δια τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθια ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…”. Έτσι, για επίδομα αδείας οφείλονται στους ενάγοντες τα εξής ποσά : Στον 1ο ενάγοντα :Α. Για επίδομα αδείας 2009 : 13 ημερομίσθια Χ 52,74 € = 685,62 €. Β. Για επίδομα αδείας 2010 : 13 ημερομίσθια Χ 52,74 € = 685,62 € και Γ. Για επίδομα αδείας 2011 και δη μέχρι την 21.1.2011 οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας τους, δικαιούται αναλογία επιδόματος αδείας, που αντιστοιχεί σε 13 ημερομίσθια κατ΄ έτος για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, ή σε αντίστοιχο κλάσμα εφόσον η εργασία για το έτος αυτό διήρκεσε μέχρι την 21.1.2011, (ΕφΔωδ14/2015, ΝΟΜΟΣ) :51,34 € (= 0,91 ημερομίσθια Χ 56,42 €) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.422,58 € (= 685,62 + 685,62 + 51,34).Στο 2ο ενάγοντα : Για επίδομα αδείας 2009 : 13 ημερομίσθια Χ 49,38 € = 641,94 €. Β. Για επίδομα αδείας 2010 : 13 ημερομίσθια Χ 49,38 € = 641,94 € και Γ. Για επίδομα αδείας 2011 και δη μέχρι την 21.1.2011 οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του, δικαιούται αναλογία επιδόματος αδείας, που αντιστοιχεί σε 13 ημερομίσθια κατ΄έτος για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, ή σε αντίστοιχο κλάσμα εφόσον η εργασία για το έτος αυτό διήρκεσε μέχρι την 21.1.2011, (ΕφΔωδ14/2015,ο.π.) : 44,93 € (= 0,91 ημερομίσθια Χ 49,38 €) και συνολικά για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.328,81 € (=641,94 + 641,94 + 44,93). Σημειωτέον, ότι με βάση τη Δ.Α. 50/2009 της ΣΣΕ 30/2009 εργατοτεχνιτών εργοστασίων και εργαστηρίων κοπής και επεξεργασίας μαρμάρων, που ισχύει από 1.1.2009 και έχει καταστεί υποχρεωτική με βάση την ΥΑ 409/67, ΦΕΚ Β56/26.1.2010, το βασικό ημερομίσθιο για εργατοτεχνίτες σε εργασία κοπής ανέρχεται σε 34,83 €, προσαυξανόμενο με ποσοστό 10% για επίδομα γάμου, συν 5% για κάθε τριετία και μέχρι 10 τριετίες, συν 12% για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. Συνεπώς, το βασικό ημερομίσθιο για τον 1ο ενάγοντα ανέρχεται σε 34,83 + 10% επίδομα γάμου από 3,483 € + 5% Χ 7 τριετίες + 12% επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, ήτοι συνολικά 58,16 €, πλην όμως ο ίδιος υπολογίζει το αίτημά του για τα ανωτέρω έτη σε 52,74 €, 52,74 € και 56,42 €, αντίστοιχα, ποσά με βάση τα οποία υπολογίζεται το επιδικαστέο ποσό για την αιτία αυτή, (106 ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει και για το 2ο ενάγοντα, του οποίου το ημερομίσθιο ανέρχεται με βάση τ΄ανωτέρω σε 54,68 €, ενώ εκείνος, για το ίδιο χρονικό διάστημα υπολογίζει το αίτημά του με ημερομίσθιο 49,38 €, 49,38 € και 51,20 €, αντίστοιχα. Περαιτέρω, με το ν. 1082/1980 νομιμοποιήθηκε ο μισθολογικός χαρακτήρας των επιδομάτων εορτών των Χριστουγέννων και Πάσχα, ενώ ταυτόχρονα δόθηκε η δυνατότητα να καθορισθεί με αποφάσεις των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών πάγιο σύστημα για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών. Στο πλαίσιο αυτής της εξουσιοδότησης εκδόθηκαν οι ΥΑ 19430/1980 και ΥΑ 19040/1981 που ρυθμίζουν το νομοθετικό καθεστώς των επιδομάτων εορτών. Αξίωση για το επίδομα έχουν οι μισθωτοί εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε στη χρονική περίοδο ανάμεσα στις δύο γιορτές. Έτσι, το επίδομα εορτών Χριστουγέννων είναι ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, ενώ το επίδομα εορτών Πάσχα είναι ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, υπολογίζονται δε αμφότερα βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντίστοιχα (ΑΠ 1241/2007 ΔΕΕ 2008.1159, ΕφΑθ 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555), και καταβάλλονται ολόκληρα, εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο διήρκησε χωρίς διακοπή καθ’ όλη την χρονική περίοδο, που ορίζεται για κάθε περίπτωση και που είναι, για μεν το δώρο Πάσχα, από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου, για δε το δώρο Χριστουγέννων, από 1 Μαΐου μέχρι 30 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Εάν, όμως η εργασιακή σχέση διήρκησε μικρότερο χρονικό διάστημα, μέσα στα χρονικά όρια, που αναφέρθηκαν, τότε καταβάλλεται σαν δώρο Χριστουγέννων ποσό ίσο με τα 2/25 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια, ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 19ημερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσης, και σαν δώρο Πάσχα ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού ή 1 ημερομίσθιο, ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής, για κάθε 8ημερο χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσης. Για κάθε χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ημέρου ή του 8ημέρου, αντίστοιχα, δικαιούνται ανάλογο κλάσμα (ΑΠ 1425/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 14/2015, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 767/2005 ΔΕΕ 2005.1329).Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες δικαιούνται, σύμφωνα με τ΄ανωτέρω, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ως εξής : Για τον 1ο ενάγοντα : Α. Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2009, το ποσό των 1.318,5 €, (:25 ημερομίσθια Χ 52,74 €). Β. Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 1.410,5 €, (: 25 ημερομίσθια Χ 56,42 €) και συνολικά για επιδόματα Χριστουγέννων, το ποσό των 2.729 €. Γ. Για επίδομα εορτής Πάσχα 2009, το ποσό των 791,1 € (:15 ημερομίσθια Χ 52,74 €). Δ. Για επίδομα εορτής Πάσχα 2010, το ποσό των 791,1 € (:15 ημερομίσθια Χ 52,74 €). Ε Για επίδομα εορτής Πάσχα 2011, (αναλογία), το ποσό των 112,84 € (2 ημερομίσθια Χ 56,42 €) και συνολικά για επιδόματα Πάσχα, το ποσό των 1.695,04 €. Επομένως συνολικά για επιδόματα εορτών ο 1ος ενάγων δικαιούται το ποσό των 4.424,04 € (: 2.729 + 1.695,04). Για το 2ο ενάγοντα : Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2009, το ποσό των 1.185,12 €, (:24 ημερομίσθια, όπως αιτείται Χ 49,38 €). Β. Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 1.280 €, (: 25 ημερομίσθια Χ 51,20 €, όπως αιτείται) και συνολικά για επιδόματα Χριστουγέννων, το ποσό των 2.465,12 €. Γ. Για επίδομα εορτής Πάσχα 2009, το ποσό των 740,7 € (:15 ημερομίσθια Χ 49,38 €). Δ. Για επίδομα εορτής Πάσχα 2010, το ποσό των 740,7 € (:15 ημερομίσθια Χ 49,38 €). Ε Για επίδομα εορτής Πάσχα 2011, (αναλογία), το ποσό των 112,84 € (2 ημερομίσθια Χ 56,42 €) και συνολικά για επιδόματα Πάσχα, το ποσό των 1.594,24€. Επομένως συνολικά για επιδόματα εορτών ο 2ος ενάγων δικαιούται το ποσό των 4.059,36 € (2.465,12 + 1.594,24). Σημειώνεται ότι οι ενάγοντες υπολογίζουν τα ημερομίσθια για τις ανωτέρω αιτίες στα ποσά των 52,74 € και 52,74 € για το 2009, 52,74 € και 56,42 € για το 2010 και 56,42 € για το 2011, ο 1ος ενάγων και 49,38 € και 49,38 € για το 2009, 51,20 € και 49,38 € για το 2010 και 51,20 € για το 2011, ο 2ος ενάγων και συνεπώς επί των ποσών αυτών υπολογίζονται τα συνολικά κονδύλια, (106 ΚΠολΔ), ως ανωτέρω. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τα ανωτέρω κονδύλια ως ουσιαστικά αβάσιμα έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα κονδύλια των επιδομάτων αδείας και εορτών. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να κρατηθεί και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο κατ΄ουσίαν κατά τα αντίστοιχα ως άνω κεφάλαια και η αγωγή που είναι νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, στηριζόμενη στις προεκτεθείσες διατάξεις, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στον 1ο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.846,62 € (1.422,58 + 4.424,04) και στο 2ο ενάγοντα το ποσό των 5.388,17 € (1.328,81 + 4.059,36). Σημειωτέον, ότι για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τα επιδόματα αδείας τάσσεται από το νόμο (αρθρ 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν. 1082/1960.4§1 του α.ν. 539/1945, του ν. 4504/1961 και 1§3 του ν.δ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ήμερα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο του οικείου έτους, αντίστοιχα), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, σε περίπτωση δε λύσης της σχέσης εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο, πριν ο μισθωτός λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται ο μισθωτός αυτός δικαιούται να λάβει τις αποδοχές και το επίδομα αδείας κατά τον χρόνο λύσης της σχέσης εργασίας, που αποτελεί δήλη ημέρα πληρωμής, από την οποία και οφείλεται τόκος υπερημερίας (άρθρο 341. 345 ΑΚ · ΑΠ 796/2011).Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες ζητούν η τοκοδοσία των αγωγικών αιτημάτων τους να αρχίσει από την ημέρα της απόλυσής τους, ήτοι την 21.1.2011, (και όχι την 18.12.2006 όπως προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στην κρινόμενη αγωγή), άλλως από την επίδοση της αγωγής. ΄Ετσι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, τα παραπάνω ποσά πρέπει να τους καταβληθούν από την επομένη της απόλυσής τους, (21.1.2011), εκτός από το κονδύλιο της αναλογίας επιδόματος εορτής Πάσχα 2011, η τοκοδοσία του οποίου αρχίζει από 1.5.2011 και το κονδύλιο της αναλογίας επιδόματος αδείας 2011, η τοκοδοσία του οποίου αρχίζει από 1.1.2012, δεδομένου ότι η αγωγή επιδόθηκε στις 28.12.2012, (βλ. υπ΄αριθ. ….. και ….. ταυτόχρονες επιδόσεις της Δικαστικής Επιμελήτριας …………..). Ειδικότερα, οι εναγόμενοι πρέπει να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στον 1ο ενάγοντα : Για επίδομα αδείας 2009, το ποσό των 685,62 € νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για επίδομα αδείας 2010, το ποσό των 685,62 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για αναλογία επιδόματος αδείας 2011, το ποσό των 51,34 €, νομιμοτόκως από 1.1.2012, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2009, το ποσό των 1.318,5 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 1.410,5 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για επίδομα εορτής Πάσχα 2009, το ποσό των 791,1 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για επίδομα εορτής Πάσχα 2010, το ποσό των 791,1 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης και για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2011, το ποσό των 112,84 €, νομιμοτόκως από 1.5.2011, ήτοι συνολικά Στο 2ο ενάγοντα : Για επίδομα αδείας 2009, το ποσό των 641,94 € νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για επίδομα αδείας 2010, το ποσό των 641,94 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για αναλογία επιδόματος αδείας 2011, το ποσό των 44,93 €, νομιμοτόκως από 1.1.2012, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2009, το ποσό των 1.185,12 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 1.280 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για επίδομα εορτής Πάσχα 2009, το ποσό των 740,7 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης, για επίδομα εορτής Πάσχα 2010, το ποσό των 740,7 €, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης και για αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα 2011, το ποσό των 112,84 €, νομιμοτόκως από 1.5.2011.Επίσης, πρέπει να οριστεί το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ερημοδικασθέντων εφεσιβλήτων, (501, 502 παρ.1, 505 παρ. 2βΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των εφεσιβλήτων κατά ένα μέρος, λόγω της εν μέρει ήττας και εν μέρει νίκης των διαδίκων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, (178 παρ. 1, 183, 191ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων.
Ορίζει το παράβολο της ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Δέχεται την από 10.1.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./2016), έφεση τυπικά και κατ΄ουσίαν.
Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 1626/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ΄ουσίαν.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγομένους όπως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον καταβάλουν στους ενάγοντες : Α. Στον 1ο ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών, (5.682,44 €)νομιμοτόκως από 22.1.2011, το ποσό των πενήντα ένα ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (51,34 €) νομιμοτόκως από 1.1.2012 και το ποσό των εκατόν δώδεκα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών,(112,84 €)νομιμοτόκως από 1.5.2012.Στο 2ο ενάγοντα : Το ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων τριάντα ευρώ και τεσσάρων λεπτών, (5.230,4 €), νομιμοτόκως από 22.1.2011, το ποσό των σαράντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (44,93 €) νομιμοτόκως από 1.1.2012 και το ποσό των εκατόν δώδεκα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (112,84 €) νομιμοτόκως από 1.5.2011 και τα παραπάνω ποσά μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Eπιβάλλει εις βάρος των εφεσιβλήτων μέρος της δικαστικής δαπάνης των εκκαλούντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €). Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Μαρτίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου των εκκαλούντων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ