Αριθμός 135/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Πέττα-Χριστοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 951/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε με τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ΚΠολΔ, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Με την από 8/10/2013 αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εναντίον της εκκαλούσας εταιρίας και του …………, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίστηκε, ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε στη 1/6/2004 από την εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία, για να εργαστεί σε αυτήν ως οδηγός βαρέων οχημάτων και μηχανικός των οχημάτων αυτών επί 25 ημέρες μηνιαίως, με πλήρες ωράριο και με μηνιαίο μισθό 1.332,00 ευρώ, προσέφερε δε τις υπηρεσίες του μέχρι και τις 12/4/2013, οπότε η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία τον απέλυσε (επιδίδοντάς του την από 11/4/2013 εξώδικη δήλωση – καταγγελία) χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης και χωρίς μέχρι τότε να του έχει καταβάλει τα αναφερόμενα στην αγωγή του ποσά για δεδουλευμένους μισθούς, δώρα και επιδόματα. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 26.250,00 ευρώ νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά του εναγομένου φυσικού προσώπου ως μέσου εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα. Με δήλωσή του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο ενάγων έτρεψε παραδεκτά το σύνολο των αιτουμένων κονδυλίων από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος της που στρεφόταν εναντίον του εναγομένου φυσικού προσώπου συμψηφίζοντας τη μεταξύ αυτών δικαστική δαπάνη, δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή εναντίον της εκκαλούσας – εναγόμενης εταιρίας, αναγνώρισε την υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 25.158,25 ευρώ εντόκως κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις και καταδίκασε την εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον εφεσίβλητο – ενάγοντα μέρος της δικαστικής δαπάνης. Εναντίον της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία παραπονείται με την κρινόμενη έφεση και ζητεί την ολοσχερή εξαφάνισή της, την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της εναντίον της αγωγής του εφεσίβλητου – ενάγοντα και την καταδίκη του τελευταίου στη δικαστική δαπάνη της.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, ……….. και …………. αντίστοιχα, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι και από τα υπ’ αυτών εκατέρωθεν επικαλούμενα και συνομολογούμενα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε προφορικά στη 1/6/2004, η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία προσέλαβε τον εφεσίβλητο – ενάγοντα, Αλβανό υπήκοο, για να εργαστεί σε αυτήν ως οδηγός βαρέων οχημάτων. Ο εφεσίβλητος ενάγων κατά την πρόσληψή του κατείχε άδεια οδήγησης φορτηγών αυτοκινήτων Γ’ κατηγορίας με διάρκεια από 19/3/2004 έως 23/3/2014 (βλ. αυτήν προσκομιζόμενη) και είχε και τις νόμιμες προϋποθέσεις για εργασία στην Ελλάδα ως αλλογενής σύζυγος ομογενούς από Αλβανία κατέχοντας το υπ’ αριθμ. ……… ειδικό δελτίο ταυτότητος ομογενούς (βλ. αυτό προσκομιζόμενο σε συνδ. με την επίσης προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./17-10-2011 βεβαίωση της Δ/νσης Αλλοδαπών Αττικής). Περαιτέρω συμφωνήθηκε, ότι θα λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές ύψους 1.330,00 ευρώ για 5νθήμερη εβδομαδιαία εργασία και επί 8 ώρες καθημερινής απασχόλησής του. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων – εφεσίβλητος απασχολήθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία με την προαναφερόμενη ιδιότητά του μέχρι και τις 12/4/2013, οπότε η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία κατήγγειλε τη μέχρι τότε υφιστάμενη μεταξύ τους σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου επιδίδοντάς του το από 11/4/2013 έγγραφο.
Με τον 1ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία παραπονείται, ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα έκρινεν ότι η εναντίον της αγωγή ήταν παραδεκτή και ορισμένη, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι αυτή ήταν αόριστη, διότι ο ενάγων – εφεσίβλητος δεν διέλαβε σε αυτήν ότι κατείχε την προβλεπόμενη στο νόμο άδεια οδήγησης (α’ σκέλος) και ότι κατείχε και την προβλεπόμενη στο νόμο άδεια παραμονής και εργασίας του στην Ελλάδα (β΄ σκέλος).
Η παράλειψη όμως του ενάγοντα να αναφέρει στην αγωγή (με την οποία διεκδικεί αξιώσεις από σύμβαση εργασίας) τα αναγκαία για το κύρος αυτής στοιχεία, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι έχει εφοδιαστεί με άδεια ικανότητας οδηγού ή πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας εργασίας ή προκειμένου περί αλλοδαπού άδεια παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα (γεγονός, που άλλωστε εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο), όπου τα στοιχεία αυτά απαιτούνται κατά νόμο, δεν καθιστούν την αγωγή αόριστη και το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να εξετάσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Μόνο αν προβληθεί σχετικός ισχυρισμός από τον εναγόμενο, οφείλει ο ενάγων να προτείνει και να αποδείξει ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι παραπάνω προϋποθέσεις (Α.Π. 1710/2007 ΝοΒ 2008, 698 – Εφ.Λαμ. 100/2011 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια ορθά απερρίφθη ο σχετικός ισχυρισμός της εκκαλούσας – εναγόμενης εταιρίας περί αοριστίας της αγωγής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινεν ότι η αγωγή ήταν ορισμένη και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί ο 1ος λόγος της κρινόμενης έφεσης.
Με το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία παραπονείται, ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη απόφαση εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 908 και 904 Α.Κ. (α’ σκέλος) και ότι κακώς έλαβε υπόψη της τα αναφερόμενα στην έφεση έγγραφα, τα οποία δεν προσκομίστηκαν με τις προτάσεις, αλλά με την προσθήκη – αντίκρουση, που ο ενάγων κατέθεσε μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Ο λόγος αυτός, κατά το σκέλος του που αναφέρεται στις διατάξεις των άρθρων 908 και 904 του Αστικού Κώδικα πρέπει να απορριφθεί ως βασιζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση και ως αλυσιτελής, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινεν ότι ο ενάγων δικαιούται τα διεκδικούμενα από αυτόν ποσά με βάση έγκυρη (και όχι άκυρη) σύμβαση εργασίας, κατά την οποία δεν εφαρμόζονται οι αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ως προς τα διεκδικούμενα κονδύλια, τις οποίες και δεν εφάρμοσε.
Οσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού αυτού, από την επισκόπηση των προτάσεων, που ο εφεσίβλητος – ενάγων κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι αυτός πράγματι δεν είχε καταθέσει εμπρόθεσμα (μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο) τα έγγραφα, που τώρα επαναπροσκομίζει και συγκεκριμένα την επαγγελματική άδειά του οδήγησης και τα δικαιολογητικά για την άδεια παραμονής και εργασίας του στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσκόμιση νέων αποδεικτικών μέσων, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται σ’ αυτό πρώτη φορά ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια.
Στην προκειμένη περίπτωση τα έγγραφα αυτά (επαγγελματική άδεια οδήγησης και δικαιολογητικά παραμονής και εργασίας του εφεσίβλητου – ενάγοντα στην Ελλάδα) παραδεκτά προσκομίζονται με επίκληση από τον ενάγοντα – εφεσίβλητο ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και λαμβάνονται υπόψη από αυτό σύμφωνα με τη διάταξη αυτή (ΚΠολΔ 529), με δεδομένο και το γεγονός, ότι σε κάθε περίπτωση η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία δεν επικαλείται πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια του αντιδίκου της, που εξάλλου καμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις δεν προέκυψε κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου. Σημειωτέον ότι και ο Αρειος Πάγος, με τη υπ’ αριθμ. 482/2016 απόφασή του, δεν απέρριψε ως απαράδεκτη την προσκόμιση εγγράφων για πρώτη φορά με την προσθήκη των προτάσεων και ενώπιον του Εφετείου.
Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί και ο 2ος λόγος της κρινόμενης έφεσης.
Με τον 3ο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία ισχυρίζεται ότι δεν έπρεπε να επιδικαστεί σε βάρος της η αποζημίωση απόλυσης του ενάγοντα – εφεσίβλητου αφενός λόγω ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του (α’ σκέλος) και αφετέρου διότι αυτή περιήλθε σε ανυπαίτια αδυναμία να αποδεχθεί την εργασία του εξαιτίας ανυπαιτίου κωλύματος, το οποίο συνίσταται στο ότι είχε διακόψει κάθε εμπορική δραστηριότητά της ήδη από το μήνα Φεβρουάριο του 2012 και το γεγονός αυτό, ως ανωτέρα βία, την απαλλάσσει από την υποχρέωσή της να καταβάλει στην αιτηθείσα αποζημίωση απόλυσης.
Ο λόγος αυτός κατά το α΄ σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το δικαστήριο κρίνει ότι η ένδικη σύμβαση εργασίας του εφεσίβλητου – ενάγοντα ήταν έγκυρη.
Κατά το δεύτερο σκέλος αυτού ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί επίσης ως αβάσιμος, διότι η κακή οικονομική κατάσταση και η συνεπεία αυτής διακοπή κάθε εμπορικής δραστηριότητας της εκκαλούσας – εναγόμενης εταιρίας δεν αποτελεί ανωτέρα βία και επομένως δεν επηρεάζει την υποχρέωση αυτής (ως εργοδότη) να καταβάλει την ένδικη αποζημίωση απόλυσης (Εφ.Αθ. 2392/2005 ΔΕΕ 2005, 1335 – Α.Π. 585/1988 ΔΕΝ 44, 1239 – Εφ.Αθ. 6849/1992 ΕλλΔνη 34, 195).
Με τον 4ο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε σε βάρος της το ποσό των 665,00 ευρώ ως επίδομα αδείας του έτους 2013, διότι μέσα στο έτος αυτό ο εφεσίβλητος – ενάγων εργάστηκε για 102 ημερολογιακές ημέρες και θα έπρεπε να λάβει επίδομα αδείας ισούμενο με 6 ημερομίσθια, δηλαδή 191,52 ευρώ.
Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 539/1945 και του ν. 4504/1966 (άρθρ. 3 παρ. 16), όπως ισχύουν, μετά την πάροδο δύο ημερολογιακών ετών εργασίας στον ίδιο εργοδότη, ο εργαζόμενος δικαιούται να λαμβάνει ολόκληρο το προβλεπόμενο σε αυτές ποσό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας από την 1η Ιανουαρίου του 3ου ημερολογιακού έτους και μετέπειτα. Κατά συνέπεια νόμιμα υπολογίστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το ποσό του επιδόματος αδείας του τελευταίου έτους απασχόλησης του εφεσίβλητου – ενάγοντα και επιδίκασε σε αυτόν το ποσό των 665,00 ευρώ.
Μετά από τα πιο πάνω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – ενάγοντα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης εταιρίας σύμφωνα με το άρθρο 176 ΚΠολΔ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την κρινόμενη έφεση και
Καταδικάζει την εκκαλούσα – εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον εφεσίβλητο – ενάγοντα το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16 Μαρτίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ