Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 164/2017

Αριθμός  164/2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη, και Ιωάννα Πέττα-Χριστοπούλου,   Εφέτη, Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση από 26.5./2015 (αριθ. κατ. δικ. …../2015) έφεση του ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 26 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 επ. και 511 επ. ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 31.5.2012 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28.5.2015, χωρίς να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρ. 518§2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της ασκήσεώς της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο κατ’ άρθρο 495§4 εδ. α’ και γ’ παράβολο.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων524§1 και 271§1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η έφεση ή η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Αν η έφεση και η κλήση προς συζήτηση δεν επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εφεσιβλήτου. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 226§4 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατά το άρθρο 498§2 ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδριάσεως να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων, που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για να εμφανισθεί κατά τη δικάσιμο αυτή δεν απαιτείται, καθόσον η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Τούτο βέβαια προϋποθέτει ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση, ή είχε παραστεί νομίμως κατά την ίδια δικάσιμο και έτσι, με τη νομότυπη παράσταση και μη εναντίωσή του, καλύφθηκε η μη νόμιμη κλήτευσή του κατά την αρχική δικάσιμο (βλ. ΑΠ 479/2012 – ΑΠ 12/2011 – ΑΠ 640/2007 και ΕφΚρ 183/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση από την υπ’ αριθ. …/2.6.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………, την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινομένης εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 3.3.2016 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Κατά τη δικάσιμο αυτή, σύμφωνα με τα καταχωρηθέντα στο πινάκιο εγγραφής των υποθέσεων της ημερομηνίας αυτής, η εφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο και ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατόπιν δε δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος περί αποχής του από την εκδίκαση της υποθέσεως, αυτή ανεβλήθη για την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο. Εν όψει δε του ότι η εφεσίβλητη κλητεύθηκε νομότυπα για την αρχική δικάσιμο και δεδομένου ότι η εκ του πινακίου αναβολή ισοδυναμεί με κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιθέμενα, πρέπει αυτή να δικασθεί ερήμην, πλην όμως η συζήτηση της υποθέσεως να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524§4 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη από 30.3.2009 (αριθ. κατ. δικ. ……/2009) αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι τόσο ο ίδιος όσο και η εναγομένη είναι φαρμακοποιοί και διατηρούν φαρμακεία στην …. της Πάρου του νομού Κυκλάδων ο πρώτος και στον Πειραιά επί της οδού ………….η δεύτερη. Ότι το Μάιο του 2006 η εναγομένη, την οποία γνώριζε ως συνάδελφο από 10ετίας, ήλθε σε επικοινωνία μαζί του και του ζήτησε οικονομική βοήθεια, προκειμένου να αντιμετωπίσει ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς τρίτους, κυρίως προμηθευτές φαρμάκων, ύψους πολλών χιλιάδων ευρώ, που απειλούσαν την επιχείρησή της με άμεση και βέβαιη χρεοκοπία. Ότι μετά από επίμονες παρακλήσεις της εναγομένης και προκειμένου να σταματήσουν δικαστικές ενέργειες τρίτων σε βάρος της επιχείρησής της, η οποία υπολειτουργούσε, δέχθηκε να καλύψει τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά χρέη της, ύψους 130.000 ευρώ, κατά το ήμισυ, ήτοι κατά το ποσόν των 65.000 ευρώ, καθώς επίσης και να προβεί δια του ποσού αυτού σε αγορά φαρμάκων και λοιπών εμπορευμάτων, τα οποία η ίδια αδυνατούσε να προμηθευθεί, λόγω των υπέρογκων οφειλών της προς τους προμηθευτές της. Ότι τις ως άνω καταβολές θα πραγματοποιούσε σταδιακά στο διάστημα από Νοέμβριο του 2006 έως τα τέλη Νοεμβρίου 2007, οπότε, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, η εναγομένη, ως αντάλλαγμα, θα υποχρεούταν να μεταβιβάσει προς αυτόν ποσοστό 49% της επιχειρήσεώς της, δια της συστάσεως φαρμακευτικής εταιρείας, κατ’ άρθρο 1963/1991, με σκοπό την από κοινού εκμετάλλευσή της (επιχείρησής της), στην οποία θα συμμετείχε ο ίδιος (ενάγων) με το προαναφερθέν ποσοστό και η εναγομένη με το υπόλοιπο 51%. Ότι σε εκτέλεση των ως άνω συμφωνηθέντων εξέδωσε σε διαταγή της εναγομένης τις εκτιθέμενες μεταχρονολογημένες επιταγές, που παραδόθηκαν από τον ίδιο, για λογαριασμό της, σε τρίτους και συγκεκριμένα στις φαρμακευτικές εταιρείες ……………. καθώς και στους προμηθευτές ……. και ….., στους οποίους αυτή όφειλε μεγάλα χρηματικά ποσά. Ότι εξέδωσε συνολικά σε διαταγή της δεκαεννέα (19) επιταγές, προσδιοριζόμενες κατά τον αριθμό, την ημερομηνία εκδόσεώς τους και το ποσόν, οι οποίες πληρώθηκαν σε φαρμακευτικές εταιρείες και προμηθευτές, απ’  όπου η εναγομένη προμηθεύθηκε εμπορεύματα (φάρμακα, καλλυντικά, σκευάσματα κ.λπ.), τα οποία αδυνατούσε, λόγω των υπέρογκων χρεών της να προμηθευθεί μέχρι τότε, και από την πώληση αυτών και το εισπραχθέν κέρδος μπόρεσε να εξοφλήσει σταδιακά τα λοιπά χρέη της επιχειρήσεώς της, που άρχισε πλέον να λειτουργεί κανονικά. Ότι επιπλέον, ρητά συμφωνήθηκε με την εναγομένη, πως η καταβολή οποιουδήποτε άλλου ποσού πέραν των εξήντα πέντε χιλιάδων 65.000) ευρώ, θα ισχύει ως παροχή δανείου προς αυτήν, το οποίο θα πρέπει εντός ευλόγου χρόνου και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου να του επιστραφεί. Ότι προς το σκοπό αυτό ο ενάγων κατέβαλε σ’ αυτήν το ποσόν των 20.000 ευρώ δια της εκδόσεως σε διαταγή της και παραδόσεως των αναφερόμενων σ’ αυτήν (αγωγή) δέκα (10) τραπεζικών επιταγών, ποσού 20.000 ευρώ η καθεμία, στην εταιρεία «………….» προς εξόφληση υφισταμένης οφειλής της εναγομένης καθώς και το ποσόν των 4.000 ευρώ σε μετρητά, για τη σύναψη μίσθωσης καταστήματος σε νέα διεύθυνση, ήτοι της κατέβαλε επιπλέον το ποσό των (20.000 + 4.000 =) 24.000 ευρώ, ούτως ώστε το ποσόν του δανείσματος να ανέλθει συνολικά στα [(75.755,58 – 65.000 =) 9.755,58 + 24.000 =] 33.755,58 ευρώ. Ότι από το ως άνω ποσό η εναγομένη του επέστρεψε 29.500 ευρώ και του οφείλει το υπόλοιπο ποσόν των 4.255,58 ευρώ. Ότι παρότι ο ενάγων εκπλήρωσε στο ακέραιο την παροχή του, η εναγομένη, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του, αρνήθηκε να εκπληρώσει τις αναληφθείσες συμβατικές υποχρεώσεις της, ήτοι αφενός να του μεταβιβάσει το συμφωνηθέν ποσοστό (49% της επιχειρήσεώς της) και να συμπράξει στη σύσταση μεταξύ τους φαρμακευτικής εταιρείας και αφετέρου να του επιστρέψει το ως άνω ποσόν των 4.255,58 ευρώ, που αποτελεί το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσόν του δανείσματος. Με βάση δε το παραπάνω ιστορικό και επικαλούμενος επιπλέον ζημία ύψους 16.250 ευρώ, συνισταμένη στο κέρδος που απώλεσε και που μετά βεβαιότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα απεκόμιζε, εάν το άνω ποσόν των 65.000 ευρώ το διέθετε για αγορά φαρμάκων της δικής του φαρμακευτικής επιχείρησης, παραθέτοντας ως μόνο στοιχείο προσδιορισμού αυτού (κέρδους) το νόμιμο ποσοστό (25%) επί της τιμής αγοράς των πωλουμένων φαρμάκων, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη κυρίως λόγω αθετήσεως της συμβατικής υποχρεώσεως αλλά και λόγω της αδικοπρακτικής της συμπεριφοράς, συνισταμένης στην εξαπάτησή του, καθόσον η υπόσχεσή της προς μεταβίβαση της επιχειρήσεώς της δεν ήταν αληθής αλλά σκοπό είχε να τον παραπλανήσει, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την επιχείρησή της, όλως δε επικουρικά και κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να του καταβάλει: Α) ως αποζημίωση: α) το ποσόν των 65.000 ευρώ, για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας και β) το ποσόν των 16.250 ευρώ, προς αποκατάσταση της αποθετικής του ζημίας και Β) το ποσόν των 4.255,58 ευρώ ως υπόλοιπο οφειλομένου δανείου, τα ως άνω δε ποσά νομιμοτόκως από 3.3.2008, ημερομηνία οχλήσεως της εναγομένης για την καταβολή των ως άνω ποσών, με την από 20.2.2008 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

Από τις διατάξεις των άρθρων 111§2, 117, 118 και 216 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο της αγωγής. Η έλλειψη ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη, το δε δικαστήριο οφείλει να την απορρίψει εξ αυτού του λόγου (ΑΠ 467/2000 ΕλΔ 41.1571, ΑΠ 187/1999 ΕλΔ 41.1301, ΑΠ 1320/1998 ΕλΔ 40.113).

Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί και θεραπευθεί ούτε με τις έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος, ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 280/1992 Δικ 23.1065, ΕΑ 7395/1998 ΕλΔ 40.1104). Ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής είναι η ιστορική βάση αυτής, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση όλων των ισχυρισμών και πραγματικών περιστατικών από τα οποία, κατά τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου (και ειδικότερα από την εφαρμοστέα νομική διάταξη) πηγάζει το επίδικο δικαίωμα και η υπό του ενάγοντος επικαλούμενη έννομη συνέπεια. Η αναγραφή δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και μάλιστα με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη, για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν, το δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της αγωγής και να διατάξει τις επιβαλλόμενες αποδείξεις, το δε, ο εναγόμενος να αμυνθεί κατά της θεμελιούμενης επ’ αυτών αγωγικής αξιώσεως. Εάν τα γεγονότα αυτά δεν αναφέρονται ή αναφέρονται με ασάφειες και ελλείψεις, η αγωγή είναι αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη (ΕφΑθ 8511/2005). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 382 και 33 ΑΚ συνάγεται ότι στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο ο ίδιος έχει ευθύνη (ΑΚ 330-334), ο αντισυμβαλλόμενος, που έχει ήδη εκπληρώσει τη δική του παροχή, δικαιούται να απαιτήσει, κατ’ επιλογή του, αποζημίωση, ήτοι το πλήρες διαφέρον για τη μη εκπλήρωση της παροχής. Επομένως, με βάση τα προεκτεθέντα, ο ενάγων για τη θεμελίωση της προς αποζημίωση αξιώσεώς του και κατά συνέπεια για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, απαιτείται να προσδιορίζει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο: 1) Τη συναφθείσα με το αντισυμβαλλόμενο μέρος συμφωνία, ούτως ώστε να προκύπτει ασφαλώς η παρ’ εκάστου οφειλόμενη παροχή, 2) την αδυναμία παροχής από πταίσμα του οφειλέτη του και 3) την εκ του λόγου τούτου προκληθείσα σ’ αυτόν ζημία (σχ. ΑΠ 1561/1997, δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινομένη αγωγή, κατά την κυρία βάση της, με την οποία επιδιώκεται η καταβολή αποζημιώσεως, συνεπεία υπαίτιας αδυναμίας παροχής της εναγομένης, πάσχει αοριστίας καθόσον τα σχετικά με την επικαλούμενη επίδικη συμφωνία πραγματικά περιστατικά είναι ασαφή, ανακόλουθα και αντιφατικά. Πιο συγκεκριμένα, ενώ αρχικά ο ενάγων εκθέτει ότι, ενόψει του κινδύνου χρεοκοπίας της ενάγουσας, λόγω της κακής πορείας της επιχειρήσεώς της, ανέλαβε να εξοφλήσει κατά το ήμισυ και συγκεκριμένα κατά το ποσόν των 65.000 ευρώ τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές οφειλές της προς τρίτους και κυρίως προς τους προμηθευτές φαρμάκων, ύψους 130.000 ευρώ, ακολούθως αναφέρει ότι με τα ίδια αυτά χρήματα συμφωνήθηκε να προβεί σε αγορά φαρμάκων, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη λειτουργία του το φαρμακείο και να αντιμετωπισθούν τα χρέη του. Στη συνέχεια δε, αναφερόμενος σε επιταγές ποσού 75.000 ευρώ, τις οποίες προσδιορίζει κατά την ημερομηνία εκδόσεως, κατά το ποσόν και το δικαιούχο εκάστης, καταλήγει ότι «με αυτές πληρώθηκαν φαρμακευτικές εταιρείες και προμηθευτές από τους οποίους η εναγομένη προμηθεύθηκε εμπορεύματα (φάρμακα, καλλυντικά, σκευάσματα κ.λπ.), τα οποία αδυνατούσε, λόγω των υπέρογκων χρεών της να προμηθευθεί μέχρι τότε και από την πώληση αυτών και το εισπραχθέν κέρδος μπόρεσε να εξοφλήσει σταδιακά τα λοιπά χρέη της επιχειρήσεώς της, που άρχισε πλέον να λειτουργεί κανονικά». Οι ως άνω εκτιθέμενες ασάφειες και ο συνεπεία αυτών μη επακριβής προσδιορισμός των συμφωνηθέντων, δυσκολεύουν το Δικαστήριο να αποφανθεί περί της νομιμότητος της ένδικης αγωγής, αλλά και να ορίσει τα αποδεικτέα θέματα, επιπλέον δε καθιστούν δυσχερή την άμυνα της εναγομένης κατά των θεμελιούντων την αγωγή αξιώσεων. Επομένως, κατά το ως άνω κεφάλαιο της ένδικης αγωγής, που αφορά την αιτουμένη αποζημίωση με βάση την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο αυτό συμπέρασμα, ορθά έκρινε κατ’ αποτέλεσμα, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία σε κάθε περίπτωση αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Συνεπώς, οι σχετικοί (πρώτος και τρίτος) λόγοι εφέσεως με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Περαιτέρω, ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός μπορεί να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Κατά την κρατούσα δε στη νομολογία άποψη, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μια σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 1730/2008, ΑΠ 1190/2007, ΑΠ 1120/2005, ΕφΑθ 175/2010, δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 914ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζομένη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή παραλείψεως, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με την αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149ΑΚ και 386ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως προς αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε. Ειδικότερα απατηλή συμπεριφορά υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσον ή τέχνασμα σε άλλον την σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσον υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βουλήσεως και την επιχειρηθείσα πράξη ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 481/2012, ΑΠ 1730/2008, ΑΠ 1516/1999, δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Η υπόσχεση όμως εκπληρώσεως παροχής στο μέλλον, συνδυαζομένη με ψευδή παράσταση εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού, όπως είναι η ενδιάθετη πρόθεση του δράστη να μην εκτελέσει τη συμβατική ή νόμιμη υποχρέωσή του στο μέλλον, δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και επομένως δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 893/2004, ΕλΔ 2004.1602, ΑΠ 224/2002, ΕλΔ 2002.1505).

Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αγωγή όσον αφορά το ίδιο παραπάνω κεφάλαιο της αιτουμένης αποζημιώσεως, κατά τη συρρέουσα βάση της ευθύνης από αδικοπραξία, είναι μη νόμιμη, καθόσον τα ιστορούμενα σ’ αυτήν περιστατικά, περί συνομολογήσεως συμβάσεως μεταβίβασης ποσοστού της επιχείρησης της εναγομένης, δια της συστάσεως φαρμακευτικής εταιρείας με σκοπό την από κοινού εκμετάλλευσή της από τους διαδίκους και αθέτησης της επίδικης σύμβασης από την εναγομένη, δεν μπορούν να θεμελιώσουν πρωτογενή ευθύνη της από αδικοπραξία, καθόσον οι επικαλούμενες ενέργειες ή παραλείψεις της, διαπραττόμενες χωρίς την επίδικη σύμβαση, δεν είναι παράνομες, ως μη αντικείμενες στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο (άρθρο 914ΑΚ) γενικό καθήκον του να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, κατά τα ανωτέρω.

Εξάλλου, εν όψει και του  ότι, η αποδιδόμενη στην εναγομένη απατηλή συμπεριφορά εστιάζεται στην κατά το χρόνο συνάψεως της επίδικης συμφωνίας ενδιάθετη πρόθεση αυτής να μην εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση στο μέλλον, ούτως ώστε να μην στοιχειοθετείται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, το αδίκημα της απάτης, η ένδικη αγωγή κατά την εν λόγω συρρέουσα αδικοπρακτική της βάση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τον τέταρτο λόγο της κρινομένης εφέσεως είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Τέλος, όσον αφορά την επιχειρούμενη θεμελίωση της αγωγής, κατά το ίδιο αυτό κεφάλαιο της αιτουμένης αποζημιώσεως, στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω και της επιβοηθητικής φύσεώς της, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία ο πλουτισμός επήλθε από διάταξη νόμου ή έγκυρη σύμβαση ή κάποιον άλλο τρόπο, παρά μόνον εάν υπάρχει διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναζήτησή του (ΑΠ 493/2010, ΧρΙΔ 2011, 338, ΑΠ 2018/2007, ΕφΘεσ 1045/2009, Αρμ. 2010, 971, 1649). Στην προκειμένη περίπτωση, ο επικαλούμενος πλουτισμός της εναγομένης και αληθής υποτιθέμενος, δεν είναι αδικαιολόγητος, αλλά αντιθέτως οφείλεται στην προαναφερθείσα νόμιμη αιτία (συμβατική σχέση). Επομένως, και κατά την εν λόγω επικουρική βάση της (άρθρο 904ΑΚ) η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο που κατέληξε στο αυτό συμπέρασμα ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ως εκ τούτου πρέπει και ο λόγος αυτός (πέμπτος λόγος) να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 806ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα και άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου, αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε, από το δανειστή προς τον οφειλέτη ορισμένο χρηματικό ποσόν ή άλλα τυχόν συμφωνηθέντα αντικαταστατά πράγματα, σε εκτέλεση συμβάσεως δανείου (πρβλ. ΑΠ 889/2010 ΔΕΕ 2010.1037, ΕφΠαρ 163/2011). Εξάλλου, εν όψει του ότι, κατά την κρατούσα στις συναλλαγές άποψη η επιταγή θεωρείται «χρήμα» και είναι πληρωτέα «άμα τη εμφανίσει», η παράδοσή της στο δανειζόμενο, συνιστά παράδοση των δανεισθέντων χρημάτων, τελειούσα τη σύμβαση του δανείου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που διέλαβε στο σκεπτικό του ότι το σχετικό αίτημα πάσχει αοριστίας, λόγω του ότι ο ενάγων δεν εκθέτει ότι πληρώθηκαν οι δοθείσες, δυνάμει της συμβάσεως του δανείου επιταγές, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθόσον η σωρευόμενη αγωγή εκ της συμβάσεως δανείου περιείχε όλα τα αναγκαία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσης, στοιχεία και συγκεκριμένα εκτίθετο σ’ αυτήν ότι παραδόθηκαν από τον ενάγοντα, κατόπιν συμφωνίας του με την εναγομένη, στους δανειστές αυτής ισόποσες με το ποσόν του δανείου επιταγές, για τις οποίες μάλιστα αναφερόταν ότι πληρώθηκαν στους δικαιούχους ή δόθηκαν προς εξόφληση αυτών, ενώ το ποσόν των 4.000 ευρώ εδόθη στον εκμισθωτή της φαρμακευτής επιχείρησης της εναγομένης σε μετρητά. Συνεπώς με βάση τα προεκτεθέντα η σωρευόμενη αγωγή με την οποία αιτείται ο ενάγων το ποσό των 4.255,58 ευρώ, ως υπόλοιπο του συμφωνηθέντος δανείσματος, είναι πλήρως ορισμένη. Επίσης είναι και νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 806ΑΚ, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 808, 340, 341, 345 του ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, κατά το εν λόγω κεφάλαιο η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως αυτού, από τις υπ’ αριθ. ….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πάρου ………. οι δύο πρώτες και της συμβολαιογράφου Αθηνών ………… η τρίτη, οι οποίες ελήφθησαν μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. υπ’ αριθ. …./16.4.2010 έκθεση επιδόσεως της από 15.4.2010 γνωστοποιήσεως μαρτύρων – κλήσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………) για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, από τις υπ’ αριθ. ………../6.6.2008 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομίμου κλητεύσεως  της εναγομένης, για να χρησιμοποιηθούν σε προγενέστερη δίκη ασφαλιστικών μέτρων και ως εκ τούτου θα ληφθούν υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 913/2008, ΑΠ 218/2007, ΑΠ 1379/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο εκκαλών, τα οποία λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα διαδικασία, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου και εκτιμώνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Οι διάδικοι είναι και οι δύο φαρμακοποιοί και διατηρούν φαρμακεία ο πρώτος στην … Πάρου  και η δεύτερη στον Πειραιά επί της οδού …………… Επίσης ο ενάγων εκμεταλλευόταν ταυτόχρονα και δύο ακόμη φαρμακεία, τα οποία είχε ενοικιάσει από τους ιδιοκτήτες τους οι οποίοι από λόγους προσωπικούς και οικονομικούς δεν είχαν τη δυνατότητα να τα λειτουργούν και συγκεκριμένα ένα στα Σεπόλια Αττικής του οποίου η άδεια λειτουργίας ανήκε στην φαρμακοποιό ………… και το άλλο στην Κίμωλο του οποίου η άδεια λειτουργίας ανήκε στην ……………. Το έτος 2006, η εναγομένη, έχοντας επηρεασθεί ψυχολογικά από προηγηθείσα αποτυχημένη προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης, είχε περιέλθει σε αδυναμία να ανταποκριθεί στις ανάγκες διαχείρισης και εν γένει λειτουργίας του φαρμακείου της. Για το λόγο αυτό απευθύνθηκε στον οικονομικά εύρωστο ενάγοντα, με τον οποίο γνωρίζονταν από το Πανεπιστήμιο και διατηρούσαν φιλική σχέση, ζητώντας του οικονομική ενίσχυση. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στις 10.10.2006 στη νήσο Πάρο σύμβαση δανείου, σε εκτέλεση της οποίας ο ενάγων εξέδωσε κατά τον άνω τόπο και χρόνο δέκα (10) μεταχρονολογημένες επιταγές της ALPHA BANK και συγκεκριμένα τις υπ’ αριθ. ……….. επιταγές με αντίστοιχες αναγραφόμενες ημερομηνίες εκδόσεως 30.11.2006, 31.12.2006, 31.1.2007, 28.2.2007, 31.3.2007, 30.4.2007, 31.5.2007, 30.6.2007, 31.7.2007 και 31.8.2007, ποσού δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ εκάστη, όλες σε διαταγή της εναγομένης και οπισθογραφηθείσες από την ίδια, με τις οποίες εξοφλήθηκαν ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς τη δικαιούχο φαρμακευτική εταιρεία με την επωνυμία «………….», απ’ όπου προμηθευόταν φάρμακα. Προς απόδειξη της συμβάσεως αυτής η εναγομένη συνέταξε και υπέγραψε την προσκομιζομένη από 10.10.2006 δήλωσή της, η οποία μάλιστα φέρει θεώρηση του γνησίου της υπογραφής της. Όσον αφορά το φερόμενο ως καταβληθέν, σαν μίσθωμα και εγγύηση του νέου καταστήματος της εναγομένης, ποσόν των 4.000 ευρώ, ουδόλως αποδείχθηκε ότι προέβη σε τέτοια καταβολή ο ενάγων και μάλιστα στα πλαίσια συμβάσεως δανείου με την εναγομένη. Τέλος, το αιτούμενο για την ίδια αιτία (εκ της συμβάσεως δανείου) ποσόν των πέραν των 65.000 ευρώ και μέχρι τα 74.755,58 ευρώ, ήτοι των 9.755,58 ευρώ, εν όψει του ότι συνέχεται με το ως άνω κεφάλαιο της ένδικης αγωγής, κατά το οποίο αυτή εκρίθη ως αόριστη, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ερεύνης στην παρούσα δίκη. Με βάση, επομένως, τα προαναφερόμενα και δεδομένου ότι το ποσόν του, κατά τα ανωτέρω, συναφθέντος δανείου των 20.000 ευρώ, εμπεριέχεται στο, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, ποσόν των 29.500 ευρώ που η εναγομένη επέστρεψε στον ενάγοντα, δεν προκύπτει η ύπαρξη υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού από σύμβαση δανείου εκ μέρους της εναγομένης. Κατόπιν αυτών, γενομένου δεκτού του σχετικού (δευτέρου) λόγου εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη η κρινόμενη έφεση, κατά το προσβληθέν αυτό  κεφάλαιο και να εξαφανισθεί ως προς αυτό η εκκαλούμενη, αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη της περί δικαστικών εξόδων, τα οποία θα επανακαθορισθούν, παρελκούσης κατόπιν τούτου της ερεύνης του σχετικού (έκτου λόγου) εφέσεως. Ακολούθως και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν ως προς το αναφερόμενο κεφάλαιο της εκκαλουμένης (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ή ένδικη αγωγή κατ’ αυτό, ήτοι κατά τη βάση της που αφορά τη σύμβαση δανείου. Τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (στο δεύτερο βαθμό δεν υπεβλήθη σε έξοδα και ούτε άλλωστε υπεβλήθη σχετικό αίτημα, λόγω της ερημοδικίας της) θα επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος (άρθρα 176, 183, 191§2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της αποφάσεως. Επίσης, πρέπει να ορισθεί παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής από την ερημοδικαζομένη εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502§1 και 505§2 ΚΠολΔ), κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Τέλος, μετά την, κατ’ αποδοχή της κρινόμενης εφέσεως, εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΑΠ 532/2016) πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα κατ’ άρθρο 495§4 εδ. δ’ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης την από 26.5.2015 (αριθ. κατ. δικ. ……./2015) έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 2638/31.5.2012 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Ορίζει παράβολο ερημοδικίας, ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Δέχεται αυτήν τυπικά και κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη κατά το μέρος της που αφορά τη βάση της ένδικης αγωγής από τη σύμβαση δανείου.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 30.3.2009 (αριθ. κατ. δικ. ……/2009) αγωγής.

Απορρίπτει αυτήν.

Καταδικάζει τον ενάγοντα εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης – εφεσίβλητης, για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων πεντακοσίων (1500) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 2α Μαρτίου 2017   και δημοσιεύθηκε στις 31 Μαρτίου 2017 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους  και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ