Αριθμός 167/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24-11-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3775/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 22-10-2015 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) την 26-11-2015 [άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 495 και 518 παρ. 2 ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη έφεση ασκήθηκε την 26-11-2015, ήτοι πριν την 1-1-2016]. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως ποσού διακοσίων (200) ευρώ, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς ως εργατικής [άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), εφαρμόζεται δε εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015].
Με την από 24-2-2015 (αρ. καταθ. ……./2015) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, επικαλούμενος ότι από το έτος 2007 εργάζεται, δυνάμει ατομικής συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός αστικών λεωφορείων στην εναγομένη, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτή (αγωγή) λόγους, να αναγνωριστεί α) η ακυρότητα της υπ΄ αρ. 1689/2014 αποφάσεως και της µε την απόφαση αυτή επικυρωθείσας ποινής που του επέβαλε το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο της εναγοµένης και β) η ακυρότητα της υπ΄ αρ. 2050/2013 αποφάσεως και της µε την απόφαση αυτή επιβληθείσας ποινής της επίπληξης που του επέβαλε το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συµβούλιο της εναγοµένης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3775/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, την 22-10-2015, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι δεν φαίνεται να µπορεί να στοιχειοθετηθεί κάποιος λόγος µε βάση τον οποίο να θεµελιώνεται παραβίαση των ορίων που τάσσει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, εφόσον δεν αποδείχθηκε, σε καµία περίπτωση, ότι η εναγοµένη, διαµέσου των Πρωτοβάθµιου και Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικών Συµβουλίων της, ενήργησε, κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως, µε την επιβολή, στον ενάγοντα, των ποινών αυτών, δέχθηκε ότι οι αποφάσεις αµφοτέρων των Πειθαρχικών Συµβουλίων, πάσχουν ως προς την αιτιολόγησή τους. Δέχτηκε, επίσης, ότι είναι άκυρες αυτοδίκαια (άρθρο 180 του ΑΚ) και αναγνώρισε την ακυρότητα της υπ΄ αρ. 1689/2014 αποφάσεως και της µε την απόφαση αυτή επικυρωθείσας ποινής που επέβαλε στον ενάγοντα το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο της εναγοµένης και της υπ΄ αρ. 2050/2013 αποφάσεως και της µε την απόφαση αυτή επιβληθείσας ποινής της επίπληξης που του επέβαλε το Πρωτοβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο της εναγοµένης. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 24-11-2015 (αρ. καταθ. …../2015) έφεση η εναγομένη και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.
Η απόφαση των αρμόδιων Πειθαρχικών Συμβουλίων, τα οποία ενεργούν ως εργοδοτικά όργανα και αποφασίζουν σε εκπλήρωση υποχρεώσεως του εργοδότη απέναντι στους εργαζομένους, που πηγάζει από την ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας και τον κανονισμό που τη συμπληρώνει, υπόκειται στον έλεγχο των πολιτικών Δικαστηρίων αναφορικά με τη νομιμότητά της, αν εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο με νόμιμη σύνθεση, αν τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, αν η πράξη ή η παράλειψη συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα σύμφωνα με το νόμο, αν είναι δικαιολογημένη, αν η ποινή που επιβλήθηκε προβλέπεται από τον κανονισμό κι αν είναι ανάλογη με τη βαρύτητα του παραπτώματος ή αν η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας έγινε καθ΄ υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή και τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει η πειθαρχική εξουσία στo πλαίσιo της διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 78/2013, ΑΠ 199/2008, ΑΠ 1690/2006, ΑΠ 1567/2006, ΕφΘεσσαλ 1443/2014). Εξάλλου, η αγωγή του εργαζομένου για την ακύρωση της πειθαρχικής απόφασης στρέφεται πάντοτε κατά του εργοδότη, ανεξάρτητα από το όργανο, που του επέβαλε την πειθαρχική ποινή (ΑΠ 78/2013). Σύμφωνα με το νόμο 2669/1998 (ΦΕΚ Α΄ 283/18-12-1998) «Οργάνωση και λειτουργία των Αστικών Συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων», μεταξύ άλλων, διαλαμβάνονται διατάξεις αναφορικά με τον πειθαρχικό έλεγχο των εργαζομένων στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΟΔΙΚΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ», καθορίζονται τα Πειθαρχικά Συμβούλια, Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια, τα πειθαρχικά παραπτώματα και οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται, με την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, στο απασχολούμενο προσωπικό του. Η απόφαση των Πειθαρχικών Συμβουλίων, τα οποία είναι όργανα της εργοδότριας Ο.ΣΥ. ΑΕ, πρέπει, κατά το άρθρο τριακοστό πέμπτο παρ. 2 του ως άνω νόμου, να είναι έγγραφη, αιτιολογημένη, και σύμφωνα με την παρ. 3 του ως άνω άρθρου, πρέπει να εκδίδεται εγγράφως και να αναγράφεται σε αυτή α) ο τόπος και ο χρόνος έκδοσης, β) ο τίτλος του πειθαρχικού οργάνου, που εκδίκασε την υπόθεση, γ) το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα, ο χρόνος και ο τόπος της διάπραξής του, δ) η ύπαρξη ή όχι απολογίας και προφορικής υποστήριξης, ε) η ομόφωνη ή κατά πλειοψηφία λήψη απόφασης και στ) η αθώωση του εργαζομένου ή η επιβαλλόμενη ποινή. Η ως άνω απόφαση υπόκειται στον έλεγχο των τακτικών πολιτικών Δικαστηρίων, ως προς την ουσιαστική κρίση, αλλά μόνο αν αυτή, υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα οποία επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατ΄ άρθρο 281 του ΑΚ, όπως όταν κρίθηκε ο μισθωτός πειθαρχικά τιμωρητέος και επιβλήθηκε συγκεκριμένη πειθαρχική ποινή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν οι πιο πάνω αρχές.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος ……….. (η εναγομένη δεν ζήτησε την εξέταση μάρτυρά της) που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται (η κατάθεση) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, με σαφή επίκληση του περιεχομένου τους, και ο εφεσίβλητος (πρβλ. ΑΠ 224/2016) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [σε μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται παρακάτω ειδική μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε κατά το έτος 2007 από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έκτοτε προσφέρει τις υπηρεσίες του σ΄ αυτήν (εναγομένη) με την ειδικότητα του οδηγού αστικών λεωφορείων, εκτελώντας, για ικανό χρονικό διάστηµα, το δροµολόγιο της λεωφορειακής γραµµής «…………..». Την 29-7-2013 προσκλήθηκε, εγγράφως, από την εναγοµένη, σε απολογία για τις υπηρεσιακές παραβάσεις (τα πειθαρχικά παραπτώµατα) που του αποδόθηκαν ότι έλαβαν χώρα την 29-6-2013, όταν οδηγούσε το υπ΄ αρ. κυκλοφορίας ………. λεωφορείο στην ανωτέρω λεωφορειακή γραµµή και εργαζόµενος κατά τη βάρδια 18:10-01:15, κατά την εκτέλεση του δροµολογίου, µε ώρα αναχώρησης 22:55 από την αφετηρία. Ειδικότερα, αποδόθηκε στον ενάγοντα ότι οδηγούσε επικίνδυνα, ότι µιλούσε συνεχώς στο κινητό του τηλέφωνο και ότι επιδείκνυε συµπεριφορά ανάρµοστη για υπάλληλο της εναγοµένης. Η κλήση αυτή προς απολογία έλαβε χώρα κατόπιν της υπ΄ αρ. …../6677 καταγγελίας της (επιβάτιδας) …………. Της καταγγελίας αυτής σε βάρος του ενάγοντος επιλήφθηκε το Πρωτοβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο της εναγοµένης, στο οποίο παραπέμφθηκε ο ενάγων και, το οποίο, βάσει του υπ΄ αρ. 29/50/13-12-2013 πρακτικού και µε την υπ΄ αρ. 2050/23-12-2013 απόφασή του, αντίγραφο του αποσπάσµατος της οποίας προσκοµίζεται, επέβαλε στον ενάγοντα την πειθαρχική ποινή της επίπληξης, βάσει του άρθρου 30 περ. A-1 του Γενικού Κανονισµού Προσωπικού (της εναγοµένης), µε την αιτιολογία «Διότι στις 29/06/13 εργαζόµενος στην γραµµή (…..) κατά την πραγµατοποίηση του δροµολογίου της 22.55΄ ώρας από Αφετηρία οδηγούσε επικίνδυνα και µιλούσε συνεχώς στο κινητό του τηλέφωνο». Κατά της αποφάσεως αυτής, ο ενάγων άσκησε εµπρόθεσµα την από 10-1-2014 έφεσή του. Η συζήτηση της εφέσεως προσδιορίστηκε για την 21-3-2014, οπότε αναβλήθηκε, κατόπιν εισήγησης του προέδρου του Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικού Συµβουλίου της εναγοµένης, σε χρόνο µετά το Σεπτέµβριο του 2014, για το λόγο ότι εκκρεµεί έκδοση δικαστικής αποφάσεως, εφόσον ο ενάγων υπέβαλε έγκληση, την 22-11-2013, σε βάρος της ανωτέρω καταγγέλλουσας, µε την οποία (ο ενάγων) αποδίδει στην καταγγέλλουσα ότι τέλεσε, σε βάρος του, τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταµήνυσης (άρθρο 229 του ΠΚ) και της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 του ΠΚ). Ακολούθως, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της εναγομένης, όπως προκύπτει από το απόσπασμα τελεσίδικης απόφασης 1689/2-12-2014 αυτού (Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου) στη συνεδρίαση της 3-10-2014 απέρριψε την έφεση του ενάγοντος και επικύρωσε την παρά του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την ως άνω 2050/23-12-2013 απόφαση, επιβληθείσα ποινή (επίπληξη) ως καλώς επιβληθείσα. Ειδικότερα, το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο της εναγοµένης, σύµφωνα µε το από 3-10-2014 απόσπασµα πρακτικού της 12ης/2014 συνεδρίασής του, λαµβάνoντας την υπ΄ αρ. 285/2014 απόφαση, κατά πλειοψηφία, επικύρωσε την ποινή της επίπληξης που επιβλήθηκε με την ως άνω απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, μειοψηφούντος του εκπροσώπου των εργαζομένων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, έκρινε ότι δεν φαίνεται να µπορεί να στοιχειοθετηθεί κάποιος λόγος µε βάση τον οποίο να θεµελιώνεται παραβίαση των ορίων που τάσσει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, εφόσον δεν αποδείχθηκε, σε καµία περίπτωση, ότι η εναγοµένη, διαµέσου των Πρωτοβάθµιου και Δευτεροβάθµιου Πειθαρχικών Συµβουλίων της, ενήργησε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστεως µε την επιβολή στον ενάγοντα των ποινών αυτών. Η κρίση αυτή του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης ή αντέφεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα ανωτέρω και τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, οι αποφάσεις αμφοτέρων των Πειθαρχικών Συµβουλίων, πάσχουν ως προς την αιτιολόγησή τους. Ειδικότερα, ενώ απαιτείται να υπάρχει, στην ίδια την απόφαση, ειδική αιτιολογία στα θέµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της πειθαρχικής διαδικασίας, [η οποία (αιτιολογία) δεν μπορεί να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο εγγράφων, πολύ περισσότερο όταν αυτά (έγγραφα) δεν μνημονεύονται στην απόφαση αυτή και δεν συνάγεται από αυτή (απόφαση) ότι συνεκτιμήθηκαν για την έκδοση αυτής], η αιτιολογία, εν προκειµένω, στην πρωτοβάθµια απόφαση, εξαντλείται στα κάτωθι: «Διότι στις 29/06/13 εργαζόµενος στην γραµµή (420) κατά την πραγµατοποίηση του δροµολογίου της 22.55΄ ώρας από Αφετηρία οδηγούσε επικίνδυνα και µιλούσε συνεχώς στο κινητό του τηλέφωνο». Ειδικότερα, δεν υπάρχει, εν προκειµένω, η απαιτούµενη ειδική αιτιολογία, εφόσον δεν παρατίθεται κανένας συλλογισµός θεµελιούµενος σε συγκεκριµένα ρητά μνηµονευόµενα στην απόφαση αποδεικτικά µέσα, [όπως σε κατάθεση µάρτυρα ειδικά, στην προφορική ανάπτυξη της απολογίας του ενάγοντος κατά την ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συµβουλίου διαδικασία, στην έγγραφη καταγγελία της επιβάτιδας και σε άλλα έγγραφα], βάσει του οποίου οποιοσδήποτε να µπορεί να αντιληφθεί ότι πράγµατι έχουν τελεστεί τα ανωτέρω πειθαρχικά παραπτώµατα από τον ενάγοντα. Εξάλλου δεν εξειδικεύεται ο όρος «οδηγούσε επικίνδυνα» εφόσον και πάλι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να προσδιορίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η επικίνδυνη οδήγηση, ώστε τόσο ο ενάγων-πειθαρχικά διωκόµενος, όσο και, αντίστοιχα, το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο να µπορούν να ελέγξουν την ορθότητα της υπαγωγής των κρίσιµων πραγµατικών περιστατικών στην έννοια του επικίνδυνου, σφάλµα στο οποίο υποπίπτει και το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο το οποίο µάλιστα αρκείται στην απλή επικύρωση της απόφασης του Πρωτοβαθµίου τοιούτου και χωρίς να εµπεριέχει στην κρίση του ούτε την ανωτέρω (ελλιπή) αιτιολογία. Εξάλλου οι ισχυρισμοί που προβάλλει η εκκαλούσα, μεταξύ άλλων, και κατ΄ εκτίμηση αυτών, α) ότι στα πειθαρχικά συμβούλια συμμετέχουν διοικητικοί υπάλληλοί της, χωρίς νομικές γνώσεις και ιδιαίτερη νομική κατάρτιση και β) ότι βασικότερο είναι να μετακινείται με ασφάλεια το επιβατικό κοινό από το να τηρείται ο τύπος της ύπαρξης ή μη πλήρους αιτιολογίας των πειθαρχικών αποφάσεων, είναι απορριπτέοι καθόσον ως προς τον πρώτο τα Πειθαρχικά Συμβούλια οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις τους αιτιολογούνται, κατ΄ άρθρο τριακοστό πέμπτο παρ. 2 του Ν. 2669/1998, νόμος που προβλέπει τη συγκρότηση και λειτουργία αυτών (Πειθαρχικών Συμβουλίων) και ως προς τον δεύτερο η υποχρέωση για αιτιολόγηση των αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων δεν αναιρεί την υποχρέωση για ασφαλή μετακίνηση του επιβατικού κοινού. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και, εφόσον αµφότερες οι αποφάσεις πάσχουν κατά το σκέλος τους αυτό, είναι άκυρες. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και αναγνώρισε την ακυρότητα της υπ΄ αρ. 1689/2014 αποφάσεως και της µε την απόφαση αυτή επικυρωθείσας ποινής που επέβαλε στον ενάγοντα το Δευτεροβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο της εναγοµένης και της υπ΄ αρ. 2050/2013 αποφάσεως και της µε την απόφαση αυτή επιβληθείσας ποινής της επίπληξης που του επέβαλε το Πρωτοβάθµιο Πειθαρχικό Συµβούλιο της εναγοµένης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της από 24-11-2015 (αρ. καταθ. ……../2015) έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα στα οποία καταδικάζεται ο διάδικος που νικήθηκε και επιδικάζονται στο διάδικο που νίκησε κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 επ. του ΚΠολΔ, έχει δε την έννοια ότι είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο με το οποίο προσβάλλεται η απόφαση ως προς μόνη τη διάταξη περί εξόδων, κατά παράλειψη κάθε άλλου παραπόνου επί της ουσίας της υποθέσεως (ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 1000/2005 ΕλλΔνη 2006.107, ΑΠ 1356/2003 ΕλλΔνη 2004.1033). Ως ουσία της υποθέσεως νοείται κάθε τι που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξαρτήτως αν αφορά ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα (ΑΠ 1306/1990 ΕλλΔνη 1992.311, ΕφΘεσσαλ 1077/2007, ΕφΑθ 11024/1988). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, ο διάδικος που ηττήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔ το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίζει όλα τα δικαστικά έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ως προς τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί της δικαστικής δαπάνης, ισχυριζόμενη ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην έφεση, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την καταδίκη της στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, ποσού 450 ευρώ, αντί να συμψηφίσει αυτήν, αφού, μεταξύ άλλων, σταθμίζοντας τα συντελεσθέντα πραγματικά περιστατικά, το γεγονός ότι ακυρώνει τις δύο αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων, όχι για λόγους ουσιαστικούς, αλλά τυπικούς, ελλείψει επαρκούς αιτιολογίας, καθώς επίσης (σταθμίζοντας) τη βαρύτητα του τελεσθέντος αδικήματος, έπρεπε να συμψηφίσει τουλάχιστον τη δικαστική δαπάνη. Ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι παραδεκτός αφού κατά τα προαναφερόμενα προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ), πρέπει δε, όμως, να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Τούτο δε διότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω κανένας από τους προβλεπόμενους, κατ΄ άρθρο 179 του ΚΠολΔ, λόγους συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, ειδικότερα δε η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκε δεν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Αντιθέτως, συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος επιβολής των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, λόγω της νίκης του πρώτου έναντι της δεύτερης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 63 παρ. 2 και παράρτημα Ι του Ν. 4194/2013 (ανεξαρτήτως του ότι ακυρώθηκαν οι δύο αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων, όχι για λόγους ουσιαστικούς, αλλά τυπικούς, ελλείψει επαρκούς αιτιολογίας, και ανεξαρτήτως της βαρύτητας του πειθαρχικού παραπτώματος, καθόσον αυτά δεν συνιστούν λόγους για το συμψηφισμό της δικαστικής δαπάνης), το αντικείμενο δε της αγωγής δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων του ενάγοντος που νίκησε στο ποσό των 450 ευρώ. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης και όρισε αυτά στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό τελευταίο λόγο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 24-11-2015 (αρ. καταθ. …./2015) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3775/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ΚΠολΔ).
Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Απριλίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ