Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 171/2017

{print-me]

Αριθμός    171/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Πέττα-Χριστοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη από 1.4.2016 (αριθμ. κατ. δικ. ………../2016) έφεση  του ανακόπτοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 1695/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη  επιδόθηκε στον καθού η ανακοπή στις 3.3.2016 (βλ. υπ΄ αριθμ. …΄/3.3.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………) και η  κρινομένη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 4.4.2016, ήτοι εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των (30) ημερών (άρθρα 495 επ, 511, 513 παρ 1 β, 516 παρ 1, 517, 518 παρ 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της ασκήσεώς της καταβλήθηκε το απαιτούμενο κατ΄ άρθρο 495 παρ 4 εδ γ΄ ΚΠολΔ παράβολο, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Με την ένδικη ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ο ανακόπτων ζήτησε την ακύρωση : α) της από 18.5.2010 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού του υπ΄ αριθμ ……/2007 συμβολαίου  της συμβολαιογράφου Νικαίας …….., β) της υπ΄ αριθμ. …./28.6.2010 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… και γ)  της υπ΄ αριθμ. …/9.7.2010  περιλήψεως της παραπάνω κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε κατά ένα  μέρος την ανακοπή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και ακύρωσε μερικά και ειδικότερα ως προς το υπερβάλλον τα 12.111,53 ευρώ ποσόν, τις προαναφερόμενες πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο ανακόπτων, για τους αναφερόμενους στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί  η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918, 919 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού που οφείλεται, δεν είναι, όμως, αναγκαία η αναφορά του ιστορικού κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον γίνει αυτός ο διαχωρισμός η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται πλέον στον οφειλέτη να αποδείξει  την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων. Εάν η επιταγή δεν περιέχει τα πιο  πάνω αναγκαία στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα αυτής, η οποία κηρύσσεται από το Δικαστήριο, εφόσον προκαλείται δικονομική βλάβη στον οφειλέτη, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο (βλ. ΑΠ 72/1995 ΕλΔ 38.585-ΑΠ 194/1995 ΕλΔ 37.101-ΕφΛαρ 255/2012 δημ ΝΟΜΟΣ-ΕφΑθ 2535/1998 ΕλΔ 40.384-Χαμηλοθώρη-Κλουκίνα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Γενικό μέρος, έκδοση 2003 σελ 235).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής ο οποίος επαναφέρεται ως πρώτος λόγος της κρινομένης εφέσεως, ο ανακόπτων-εκκαλών ισχυρίζεται ότι η από 18-5-2010 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο του υπ΄ αριθμ. …./2007 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Νικαίας …………… πάσχει  αοριστίας, διότι, ενώ επιτάσσεται με αυτήν να καταβάλει, μεταξύ άλλων, στον καθ΄ ου η ανακοπή-εφεσίβλητο το ποσόν των 520 ευρώ, για την έκδοση  πρώτου απογράφου εκτελεστού, για την έκδοση του  αντιγράφου αυτού και για τη σύνταξη της επιταγής και την επίδοσή της, εν τούτοις δεν γίνεται αναλυτική αναφορά των επί μέρους ποσών για κάθε αιτία ξεχωριστά, με αποτέλεσμα την εκ του λόγου αυτού ακυρότητα της επιταγής, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής  είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, διότι, ο ανακόπτων δεν επικαλείται το στοιχείο της δικονομικής του  βλάβης, αναφέροντας συγχρόνως συγκεκριμένα πραγματικά  περιστατικά προς θεμελίωση και δικαιολόγηση της βλάβης  του αυτής από τις επικαλούμενες ελλείψεις της επιταγής προς πληρωμή και ούτε βέβαια αποδείχθηκε οποιαδήποτε βλάβη του  εξ αιτίας αυτών (ελλείψεων). Παραλείποντας, όμως, ο ανακόπτων να αναφέρει τα θεμελιωτικά του εξεταζόμενου λόγου γεγονότα,  στέρησε, αφενός από τον καθού το δικαίωμά του  να αμυνθεί αποτελεσματικά, αμφισβητώντας την όποια προβαλλόμενη δικονομική του βλάβη, αφετέρου από το Δικαστήριο τη δυνατότητα,  αφού λάβει γνώση των ανωτέρω γεγονότων, να διαμορφώσει τη δικαιοδοτική του   κρίση, δηλαδή να αποφανθεί για το νόμιμο ή μη του συγκεκριμένου λόγου ανακοπής και δη να  διαπιστώσει την ύπαρξη ή μη της δικονομικής βλάβης και κατόπιν, κρίνοντας ότι δεν μπορεί  να αποκατασταθεί διαφορετικά η τελευταία, παρά μόνο με  την κήρυξη της ακυρότητας κατ΄ άρθρο  159 παρ 3 ΚΠολΔ, να τον κάνει δεκτό κατ΄ ουσίαν και να ακυρώσει, ως προς το ανωτέρω ποσόν,  την ένδικη επιταγή.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 951 ΚΠολΔ «1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική  απαίτηση γίνεται με κατάσχεση περιουσίας εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή με αναγκαστική διαχείριση ή με προσωπική κράτηση. 2. Η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε  περισσότερα από όσα χρειάζονται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα  έξοδα της εκτέλεσης». Η ρύθμιση της  δεύτερης αυτής παραγράφου, που απηχεί την αρχή  της αναλογικότητας αλλά και αποτελεί  έκφανση  της γενικής αρχής του ΚΠολΔ, για την απαγόρευση καταχρηστικής  διαδικαστικής συμπεριφοράς (άρθρο 116 ΚΠολΔ), έχει ως σκοπό  να αποτρέψει την εκ μέρους του δανειστή καταπίεση του οφειλέτη με τη δέσμευση δυσανάλογης προς την απαίτηση  περιουσίας του τελευταίου, πρέπει δε να ερμηνεύεται με ευρύτητα, δεδομένου ότι με την  επιβολή της κατασχέσεως δεν είναι βέβαιο πόσοι δανειστές θα αναγγελθούν, με αποτέλεσμα να  μην είναι γνωστό αν το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί  καλύπτει όλες τις απαιτήσεις των  δανειστών, πάντοτε βέβαια σε συνδυασμό με  τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, η τήρηση των οποίων επιβάλλεται στους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους τους και τους πληρεξουσίους τους στα πλαίσια της ασκήσεως δικονομικών δικαιωμάτων από την προαναφερόμενη διάταξη του  άρθρου 116 ΚΠολΔ (ΑΠ 551/2005 ΕλΔ 2007.460- ΕφΑθ 6367/2007 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Συνέπεια της παραβάσεως της ως άνω διατάξεως είναι ο περιορισμός της κατασχέσεως  σε ανάλογα περιουσιακά στοιχεία με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη, και όχι η  ακυρότητά της. Περαιτέρω, από το συνδυασμό  των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, 20 παρ 1 και 25 παρ 3 του Συντάγματος, συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος που  ανήκει στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και  η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής  εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου  281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως (ΟλΑΠ 448/1984 ΝοΒ 1985.61-ΑΠ 95/2006 ΕλΔ 2006.475-ΕφΑθ 1433.2007-ΕφΑΔ 2008.235). Κατά την έννοια μάλιστα της διατάξεως  του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει η  προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να  προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του  δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση  που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία,  χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή  να επάγονται την απόσβεση  του δικαιώματος, καθιστούν  μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 1248/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, περίπτωση καταχρηστικότητας της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να  υφίσταται, κατά περίπτωση, και όταν το ποσό της απαίτησης  είναι ελάχιστο σε σχέση με τη  (δυσανάλογα μεγάλη) αξία του κατασχεθέντος  περιουσιακού στοιχείου [βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας : Ερμηνευτική-  Νομολογιακή Ανάλυση (κατ΄ άρθρο), τόμος  Ε΄ (άρθρα 904-981), έκδοση 1997, άρθρο 951 αρ 14].

Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, τον οποίο επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της κρινομένης εφέσεώς του, ο  ανακόπτων-εκκαλών ισχυρίζεται ότι η επισπευδόμενη, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. …./28.6.2010 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας και της υπ΄ αριθμ. ……/9.7.2010 περιλήψεως της ως  άνω κατασχετήριας έκθεσης, σε βάρος του εκτέλεση προς ολοσχερή ικανοποίηση της επίδικης αξίωσης του καθού η ανακοπή, καταχρηστικώς  κατ΄ άρθρο 951 ΚΠολΔ επεκτάθηκε σε περισσότερα του ενός ακίνητα, δεδομένου ότι  το ισόγειο κατάστημα, που κατασχέθηκε, επαρκεί για την  ικανοποίηση της επίδικης αξίωσης, αφού, όπως διατείνεται, η εμπορική αξία αυτού ανέρχεται  σε τουλάχιστον 50.000 ευρώ. Κατόπιν δε αυτών αξιώνει να ακυρωθεί η διαδικασία της κατάσχεσης και αναγκαστικής εκτέλεσης, ως προς τις ως άνω  προσβαλλόμενες πράξεις, λόγω του ότι η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση είναι καταχρηστική. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, που είναι νόμιμος, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 116, 281 και 951 παρ 2 ΚΠολΔ, πρέπει  να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα  ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας  συνεδριάσεως αυτού, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν  μετ΄ επικλήσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα  πραγματικά περιστατικά : Με επίσπευση του  καθ΄ ου και με εκτελεστό τίτλο το υπ΄αριθμ. ………./2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Νικαίας ……………, αντίγραφο  από απόγραφο  πρώτο εκτελεστό του οποίου, με την κάτωθι αυτού από 18.5.2010 επιταγή προς πληρωμή, ο καθ΄ου κοινοποίησε στον ανακόπτοντα, επιτάσσοντάς τον  να του καταβάλει για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, το συνολικό ποσόν των 27.780 ευρώ, κατασχέθηκαν αναγκαστικά, δυνάμει της υπ΄ αριθμ …/28.6.2010 εκθέσεως αναγκαστικής  κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες  ιδιοκτησίες του ανακόπτοντος, ευρισκόμενες επί πολυόροφης οικοδομής, κειμένης στη συμβολή των οδών ………. (ήδη ……….) αριθ ….., στη Νίκαια Αττικής. Πιο συγκεκριμένα κατασχέθηκε ένα κατάστημα του ισογείου ορόφου, επιφανείας 19,10 τμ και μία αποθήκη του υπογείου, επιφανείας 4,52 τμ, όπως ειδικότερα τα ακίνητα αυτά περιγράφονται στην ανωτέρω έκθεση. Ακολούθως, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. …../9.7.2010 περιλήψεως κατασχετήριας έκθεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού  επιμελητή, τα πιο πάνω ακίνητα εκτέθηκαν σε αναγκαστικό πλειστηριασμό  και  ορίσθηκε ως ημερομηνία διενεργείας του η  22.9.2010. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αξία της ως άνω κατασχεθείσας οριζοντίου ιδιοκτησίας εκτιμήθηκε από τον συντάξαντα την προσβαλλομένη έκθεση  αναγκαστικής  κατασχέσεως στο ποσόν των 60.000 ευρώ  συνολικά, η δε τιμή πρώτης προσφοράς αυτών ορίσθηκε στα 2.3 της ως άνω αξίας τους, ήτοι στο  ποσόν των 40.000 ευρώ. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι το κατάστημα και η αποθήκη απετέλεσαν ενιαίο αντικείμενο πώλησης, καθόσον η τελευταία αποτελεί συμπλήρωμα του πρώτου και ο προσδιορισμός  της αξίας αμφοτέρων τελεί σε συνάρτηση με το γεγονός αυτό. Ακόμη, ο συντάξας την  ως άνω κατασχετήρια  έκθεση δικαστικός επιμελητής έλαβε υπόψη κατά τη σύνταξή της όχι μόνον την  απαίτηση  του καθού αλλά και τους νομίμους τόκους, καθώς και τα έξοδα της εκτέλεσης, τα  οποία θα είναι αυξημένα σε περίπτωση αναβολών του  πλειστηριασμού ή και σε τυχόν περίπτωση αναπλειστηριασμού. Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι ενδέχεται να υπάρχουν και άλλες απαιτήσεις τρίτων σε βάρος του ανακόπτοντος, για τις οποίες οι δικαιούχοι τους θα μπορούσαν να αναγγελθούν στην επισπευδόμενη  εκτέλεση, ο δικαστικός επιμελητής δικαιολογημένα προέβη στην κατάσχεση αμφοτέρων των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών του ανακόπτοντος, χωρίς τούτο να προσκρούει στην  καλή πίστη ή στα χρηστά ήθη. Εξάλλου, η απαίτηση με βάση την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση (27.780 ευρώ πλέον νομίμων τόκων και εξόδων αναγκαστικής εκτέλεσης), είναι μεν μικρότερη από την προαναφερόμενη αξία των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων (συνολικά 60.000 ευρώ), δεν δύναται  όμως να χαρακτηρισθεί ως  δυσανάλογα μικρή σε σχέση με αυτήν και ούτε άλλωστε από κανένα αποδεικτικό  μέσον προέκυψε η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού του ανακόπτοντος ότι ο καθ΄ου επέβαλε αναγκαστική  κατάσχεση και στο δεύτερο ακίνητο (αποθήκη του υπογείου) όχι με κύριο σκοπό να ικανοποιηθεί  η απαίτησή του, αλλά για να προκαλέσει στον ίδιο (ανακόπτοντα)  οικονομική βλάβη.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ 4 ΚΠολΔ, οι ισχυρισμοί οι οποίοι αφορούν την απόσβεση της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας γίνεται η εκτέλεση, πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως (παραχρήμα), διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Η ρύθμιση,  που καθιερώνει η διάταξη αυτή, είναι ειδική και  υπερισχύει των διατάξεων της τακτικής ή της ειδικής διαδικασίας, με την οποία εκδικάζεται κατά τα λοιπά η ανακοπή και αποσκοπεί με το απαράδεκτο που καθιερώνει, στην αποφυγή  παρέλκυσης της εκτελεστικής  διαδικασίας και τον περιορισμό των δικών περί την  εκτέλεση, ώστε να μην αποδυναμώνονται οι εκτελεστοί  τίτλοι με την καθυστέρηση της εκτελέσεώς τους.

Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο  και το σκοπό της αλλά και  από το γεγονός ότι αφορά δίκες περί την εκτέλεση, όπου οι απαιτήσεις είναι εξοπλισμένες με εκτελεστό  τίτλο, άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, με την οποία, αν και την προϋποθέτει δεν  ταυτίζεται εννοιολογικώς, αλλά απόδειξη  των αποσβεστικών της εκτελούμενης  απαίτησης ισχυρισμών κατά την υποβολή τους, μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να φαλκιδευθεί και το δικαίωμα του αντιδίκου για ανταπόδειξη. Ειδικότερα, ως έγγραφο που αποδεικνύει αμέσως, νοείται όχι μόνον το συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά και το ιδιωτικό, εφόσον όμως προέρχεται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση ή ενδεχομένως και από τρίτο αν είναι έγγραφο διαθέσεως και όχι έγγραφο μαρτυρίας, όπως είναι το περιέχον βεβαίωση ή μαρτυρία του εκδότη έγγραφο για κάποιο περιστατικό ευρισκόμενο εκτός αυτού (ΕφΑΘ 805/1987 ΕλΔ 29. 307, ΕφΑΘ 5632/1985 ΕλΔ 27.117 βλ. και Πελαγία Γέσιου – Φάλτση, Δίκαιο Αναγκ. Εκτέλεσης Γενικό Μέρος σελ. 642). Συνεπώς, για την απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών των αποσβεστικών της απαίτησης (όπως είναι οι ισχυρισμοί για την εξόφληση της απαίτησης, για την δόση αντί καταβολής, για την ύπαρξη ανανέωσης, για τον συμβιβασμό, για την ύπαρξη συμφωνίας αφέσεως χρέους, για την ύπαρξη συμφωνίας συμψηφισμού κ.λ.π.) δεν επιτρέπονται αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους της ως άνω διάταξης, ούτε ένορκες βεβαιώσεις, ούτε εξέταση μαρτύρων, ούτε επαγωγή όρκου, γιατί τα μέσα αυτά θεωρούνται ως μη παρέχοντα “παραχρήμα” απόδειξη. Η αδυναμία “παραχρήμα” απόδειξης δεν άγει σε ουσιαστική απόρριψη των αποσβεστικών ισχυρισμών αλλά σε απόρριψη τους ως απαράδεκτων και αυτεπαγγέλτως (ΟλΑΠ 10/1993 ΕλΔ 35.1243, ΑΠ 622/1999 ΕλΔ 41. 81, ΕφΑΘ 5377/2001 ΕλΔ 45. 529, βλ. Μπρίνιας Αναγκ. Εκτέλ. τόμ. Α΄ σελ. 439 επ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 416 ΑΚ “Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή”. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ό,τι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση (ΑΠ 44/2004). Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής και εκείνης του άρθρου 422 του ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος για την πληρωμή ορισμένου χρέους εάν ισχυρισθεί ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Μόνο δε αν ο δανειστής (ενάγων) -αποδεχόμενος την καταβολή- αντιλέγει με αντένσταση, ισχυριζόμενος ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά το χρέος του οφειλέτη προς αυτόν από άλλη αιτία, τότε ο δανειστής επί τη αρνήσει του οφειλέτη υποχρεούται ν’ αποδείξει την ύπαρξη του άλλου χρέους, οπότε στον οφειλέτη απόκειται περαιτέρω με αντένσταση να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη βάσει του άρθρου 422 του ΑΚ (ΑΠ 892/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο ανακοπής, που επαναφέρεται ως τρίτος λόγος της κρινομένης εφέσεως, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση των προαναφερόμενων πράξεων   αναγκαστικής   εκτέλεσης, ισχυριζόμενος ότι έχει εξοφλήσει την απαίτηση για την οποία επισπεύδεται εναντίον του η αναγκαστική εκτέλεση. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος στηριζόμενος στην διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και σύμφωνα με το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ και με όσα πιο πάνω αναπτύχθηκαν προβάλλεται παραδεκτά, μόνο εάν αποδεικνύεται αμέσως, άλλως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι με το υπ’ αριθ. ………/6-7-2005 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Νικαίας …………., που καταρτίσθηκε μεταξύ της κυρίας του οικοπέδου, που βρίσκεται επί της διασταυρώσεως των οδών ……….. του Δήμου Νίκαιας Αττικής (συνοικία …..), ………… και του καθ’ ου η ανακοπή, εργολάβου οικοδομών, ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να κατασκευάσει επί του ανωτέρω οικοπέδου, πολυκατοικία, κατά το σύστημα της αντιπαροχής. Μεταξύ των αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών, που συμφωνήθηκε να περιέλθουν στον καθ’ ου ως εργολαβικό αντάλλαγμα ήταν και η με στοιχείο Ε-ΣΤ ενιαία οριζόντια ιδιοκτησία (μεζονέτα), η με στοιχεία ΘΣ-6 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου υπογείου, η με στοιχεία ΘΣ-7 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου υπογείου, ένα ισόγειο κατάστημα και η με στοιχείο Υ-1 αποθήκη υπογείου. Με το υπ’ αριθ. …../2-3-2007 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νικαίας, ο καθ’ ου (με τη σύμπραξη και της οικοπεδούχου) πώλησε και μεταβίβασε στον ανακόπτοντα την ως άνω μεζονέτα και τις δύο θέσεις στάθμευσης υπογείου, ενώ η εν λόγω οριζόντια ιδιοκτησία (μεζονέτα) ήταν ημιτελής, αντί αναγραφόμενου στο πιο πάνω συμβόλαιο συνολικού τμήματος 269.567,16 ευρώ, πλην, όπως αποδείχθηκε, αντί πραγματικού τιμήματος 300.000 ευρώ, το οποίο ύστερα από συμφωνία των διαδίκων δεν ανεγράφη στο συμβόλαιο για λόγους φορολογικούς. Εξάλλου, με το υπ’ αριθμ. …./2-3-2007 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νίκαιας, ο καθ’ ου (με τη σύμπραξη και της οικοπεδούχου) πώλησε και μεταβίβασε στον ανακόπτοντα το ως άνω ισόγειο κατάστημα και την αποθήκη, ενώ αυτό (κατάστημα) ήταν ημιτελές, αντί αναγραφόμενου στο ως άνω συμβόλαιο συνολικού τιμήματος 27.059,72 ευρώ (συνολικής αξίας βάσει αντικειμενικών κριτηρίων 27.059,72 ευρώ). Ο ανακόπτων με τον ανωτέρω λόγο ανακοπής του, ισχυρίζεται ότι το συνολικό τίμημα των δύο ως άνω αγοραπωλησιών ανήρχετο στο συνολικό ποσό των 296.626,88 ευρώ (269.567,16 + 27.059,72), προς εξόφληση του οποίου ο ίδιος έλαβε δάνειο από την τράπεζα «EFG Eurobank Ergasias», ποσού 300.000 ευρώ, με το οποίο προέβη σε τμηματική αποπληρωμή του τιμήματος, εξοφλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πλήρως την απαίτηση του καθ’ ου από το ανωτέρω υπ’ αριθμ. ……/2-3-2007 συμβόλαιο, ποσού 27.059,72 ευρώ, βάσει του οποίου επισπεύσθηκε εναντίον του η επίδικη αναγκαστική εκτέλεση. Προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού του, ο ανακόπτων προσκομίζει μετ’ επικλήσεως α) το από 02.03.2007 δελτίο κατάθεσης της τράπεζας «EFG Eurobank – Ergasias», σύμφωνα με το οποίο κατέθεσε ποσό 30.432,84 ευρώ στον υπ’ αριθ. …………. λογαριασμό του καθ’ ου στην άνω τράπεζα, β) αντίγραφο έκδοσης της υπ’ αριθμ. ………. τραπεζικής επιταγής της τράπεζας «EFG Eurobank – Ergasias»„ ποσού 96.000 ευρώ, σύμφωνα με το οποίο ο καθ’ ου εξέδωσε την ως άνω επιταγή εις διαταγήν του ανακόπτοντος, γ) αντίγραφο έκδοσης της υπ’ αριθμ. ………… τραπεζικής επιταγής της τράπεζας «EFG Eurobank – Ergasias»,, ποσού 96.000 ευρώ, σύμφωνα με το οποίο ο καθ’ ου εξέδωσε την ως άνω επιταγή εις διαταγήν του ανακόπτοντος και δ) αντίγραφο έκδοσης της υπ’ αριθμ. ………. τραπεζικής επιταγής της τράπεζας «EFG Eurobank – Ergasias», ποσού 77.567,16 ευρώ, σύμφωνα με το οποίο ο καθ’ ου εξέδωσε την ως άνω επιταγή εις διαταγήν του ανακόπτοντος. Ο ανωτέρω ισχυρισμός παραδεκτώς προβάλλεται, εφόσον η καταβολή του ανωτέρω ποσού των 300.000 αποδεικνύεται και παραχρήμα από τα προαναφερόμενα έγγραφα, ωστόσο ελέγχεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον αποδείχθηκε ότι το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε στον καθ’ ου όχι προς εξόφληση της επίδικης απαίτησης του τελευταίου για το τίμημα του ως άνω ισογείου καταστήματος και της αποθήκης, για την ικανοποίηση της οποίας (απαίτησης) επισπεύσθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος η προκείμενη αναγκαστική εκτέλεση, αλλά προς εξόφληση αποκλειστικά και μόνο του πραγματικού τιμήματος της ανωτέρω με στοιχείο Ε-ΣΤ οριζόντιας ιδιοκτησίας (μεζονέτας), το οποίο ως προελέχθη ανήρχετο στο ανωτέρω ποσό των 300.000 ευρώ και στο οποίο αντιστοιχούσε και το ισόποσο δάνειο, που ο ανακόπτων έλαβε από την τράπεζα «EFG Eurobank – Ergasias». Ως εκ τούτου κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση εξοφλήσεως του ανακόπτοντος, που προβάλλεται με το συγκεκριμένο λόγο ανακοπής.

Από τα άρθρα 361, 440, 441 AK, με σαφήνεια προκύπτει, εκτός άλλων, ότι ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Επέρχεται δε αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλον, ενώ η αντίστοιχη πρόταση επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν. Με βάση δε την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, δεν αποκλείεται η δυνατότητα απόσβεσης απαιτήσεων με συμψηφισμό – κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών, όπως αυτή καθορίζεται από τα μέρη ( ΑΠ 363/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1438/2005 ΕλλΔνη 47,181, ΑΠ 769/2004 ΕλλΔνη 46,173, ΑΠ 253/2002 ΕλλΔνη 44,148), ενώ είναι δυνατόν η εν λόγω σύμβαση περί συμψηφισμού να αφορά και μέλλουσες απαιτήσεις, ακόμη και υπό αίρεση ή υπό προθεσμία (ΑΠ 769/2004 ό.π.). Ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού, ως αποσβεστικός λόγος των ενοχών, παραδεκτά προτείνεται ως λόγος ανακοπής κατά της εκτέλεσης, εμπίπτων στον περιορισμό του άρθρου 933 παρ. 4 ΚΠολΔ της άμεσης “παραχρήμα” απόδειξης (ΑΠ 253/2002 ό.π., ΑΠ 622/1999 ΕλλΔνη 41,81, ΑΠ 753/1994 ΕλλΔνη 1995,841, ΕφΑΘ 5377/2001 ΕλλΔνη 45,527, ΕφΑΘ 1141/1995 ΕλλΔνη 37,1626). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο ανακοπής, που επαναφέρεται ως τέταρτος λόγος της κρινομένης εφέσεως, ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση των προαναφερόμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, ισχυριζόμενος ότι κατά του καθ’ ου διατηρεί ανταπαίτηση, ομοειδή και ληξιπρόθεσμη με την ένδικη απαίτηση του, συνολικού ποσού 70.733,04 ευρώ, την οποία προτείνει σε συμψηφισμό με την ένδικη απαίτηση ποσού 27.780,00 ευρώ, κατά το μέρος που οι δύο αυτές απαιτήσεις καλύπτονται. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο ανακόπτων διατηρεί κατά του καθ’ ου, α) ανταπαίτηση ποσού 340,00 ευρώ, από δικαστικά έξοδα τα οποία επιδικάστηκαν στον ανακόπτοντα εις βάρος του καθ’ ου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 69/2008 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Νικαίας, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ίδιας της ως άνω αποφάσεως, που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τον ανακόπτοντα, β) ανταπαίτηση, ποσού 30.328,47 ευρώ, λόγω αποζημίωσης από την μη προσήκουσα παράδοση των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών στον ανακόπτοντα εκ μέρους του καθ’ ου, σύμφωνα με τους όρους των προαναφερόμενων υπ΄ αριθμ. ………/2.3.2007 και ……/2.3.2007 αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, η οποία (αποζημίωση) επιδικάσθηκε στον ανακόπτοντα  εις βάρος του καθ΄ ου, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 456/2013 τελεσίδικης απόφασης  του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, όπως  προκύπτει από το περιεχόμενο της ίδιας ως άνω  αποφάσεως, που προσκομίζεται μετ΄ επικλήσεως από  τον ανακόπτοντα. Επομένως, το συνολικό ποσόν  της ανταπαίτησης, που ο ανακόπτων διατηρεί  κατά του καθ΄ου  και το οποίο αποδεικνύεται  παραχρήμα από τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις ανέρχεται σε  (340+30.328,67=)30.668,47 ευρώ. Για το υπόλοιπο ποσόν της ανταπαίτησης ύψους (70.773,04-30.668,47=) 40.104,57 ευρώ, που ο ανακόπτων φέρεται να διατηρεί  κατά του καθ΄ου και την οποία προτείνει σε συμψηφισμό με την επίδικη απαίτηση του τελευταίου, δεν αποδεικνύεται παραχρήμα, με την προσκομιδή σχετικών εγγράφων ή με τη συνομολόγηση της ανταπαιτήσεως αυτής από τον καθ΄ ου η ανακοπή. Εν όψει αυτών η σχετική περί συμψηφισμού ένσταση του ανακόπτοντος, καθ΄ ο μέρος προτείνεται για το πέραν των 30.668,47 ευρώ ποσόν, είναι  απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα  παραπάνω εκτιθέμενα. Περαιτέρω, από την  ανωτέρω αποδεικνυόμενη παραχρήμα ανταπαίτηση  του ανακόπτοντος, ποσού 30.668,47 ευρώ, μέρος αυτής, ύψους  15.000 ευρώ, έχει συμψηφισθεί  ήδη με ισόποση απαίτηση του καθ΄ ου από αμοιβή του για εκτελεσθείσες εργασίες επί των επιδίκων οριζοντίων ιδιοκτησιών, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ΄ επικλήσεως από τον καθ΄ου υπ΄ αριθμ 71/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Νικαίας  και επομένως απομένει υπόλοιπο ποσού (30.668,47-15.000=) 15.668,47 ευρώ, κατά το οποίο μετά την προταθείσα εκ μέρους του  ανακόπτοντος ένσταση συμψηφισμού, θα επέλθει  απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, ούτως  ώστε η επίδικη απαίτηση του καθ΄ ου, για την οποία επισπεύσθηκε η  εν λόγω αναγκαστική εκτέλεση, να περιορισθεί  πλέον στο ποσόν των (27.780-15.668,47=)12.111.53 ευρώ.

Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο που έκρινε κατά τον ίδιο τρόπο, ήτοι δέχθηκε κατά ένα μέρος την ένδικη ανακοπή ως βάσιμη και στην ουσία της και ακολούθως ακύρωσε μερικώς : α) την από 18.5.2010 επιταγή  προς πληρωμή, β) την  υπ΄ αριθμ. …./28.6.2010 έκθεση αναγκαστικής  κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού  επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….. και γ) την υπ΄ αριθμ. …./9.7.2010 περίληψη της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης του  προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, μόνον ως  προς το υπερβάλλον τα 12.111,53 ευρώ ποσόν,  ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Κατόπιν αυτού πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινομένη έφεση και να επιβαρυνθεί ο ανακόπτων-εκκαλών με τα δικαστικά έξοδα του καθ΄ ου η εκτέλεση-εφεσιβλήτου στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 176, 191 παρ 2, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο  διατακτικό της αποφάσεως. Τέλος, λόγω της  ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο κατ΄ άρθρο 495 παρ 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 1.4.2016 (αριθμ. κατ. δικ. ………./2016) έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 1695/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται αυτήν τυπικά και την απορρίπτει κατ΄ ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 4 Απριλίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ