Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 172/2017

Αριθμός    172/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από  13- 09- 2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2015) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ΄αριθμ. 2495/2015 οριστικής  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως  εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης που έλαβε χώρα στις 09-09-2015 (βλ. την υπ΄αριθμ. …. Β/09-09-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, . .. .. και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  15-09-2015 (άρθρα 495 παρ.1και 2 , 500,511,513 παρ.1 περ.β΄ εδ.α΄, 516 παρ.1, 517εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ)

Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.)Από τη διάταξη του άρθρου 2 της «Διεθνούς Συνδιασκέψεως Εργασίας της Ουασιγκτώνος κλπ.» που κυρώθηκε με το ν. 2269/1920, προκύπτει ότι οι υπάλληλοι, οι οποίοι κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, ταυτίζονται σε μεγάλο μέρος με τον εργοδότη και εξαιρούνται πολλών ευεργετικών διατάξεων για τους εργαζομένους, μη υποκείμενοι σε σχετικές διατάξεις περί χρονικών ορίων εργασίας. Επίσης οι παραπάνω υπάλληλοι δεν έχουν αξίωση για την απόδοση της ωφελείας του εργοδότη από την παροχή εργασίας πέραν του νομίμου ωραρίου, κατά το άρθρο 904 ΑΚ, διότι αυτή δεν οφείλεται σε παράνομη αιτία, ούτε αξίωση για συμπληρωματική αμοιβή, κατά το άρθρο 659 ΑΚ, για εργασία πέραν της συνήθους ή της συμφωνημένης, διότι είναι ασυμβίβαστος με την ιδιότητα αυτών ως διευθυνόντων υπαλλήλων, ο περιορισμός της απασχολήσεως τους μέσα σε ορισμένα χρονικά όρια (ΑΠ 1123/1993 ΔΕΝ 50.186, ΑΠ 919/1986 ΔΕΝ 43.418, ΑΠ 230/1985 ΔΕΝ 42.17, Βλαστού, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 1994, τόμ. Α`, σελ. 510, αριθ. 392). Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, ως πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι προαναφερόμενες διατάξεις, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω των εξαιρετικών προσόντων τους ή της ιδιάζουσας εμπιστοσύνης του εργοδότου προς αυτά, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως όλης της επιχειρήσεως ή σημαντικού τομέα της και εποπτείας του προσωπικού, ώστε όχι μόνο να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως, αλλά και να διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, λόγω της ασκήσεως των δικαιωμάτων του εργοδότη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και επωμίζονται, ορισμένες φορές, και ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που έχουν θεσπισθεί για το συμφέρον των εργαζομένων, αμειβόμενοι συνήθως με μισθό, που υπερβαίνει κατά πολύ τα νόμιμα -ελάχιστα- όρια και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπάλληλους αποδοχές. Γι` αυτό και τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί εξαιρούνται από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβαση εργασίας τους. Η έννοια δε της διευθυντικής θέσεως, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου της θέσης αυτής, προσδιορίζεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχομένων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαίως, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους υπόλοιπους εργαζομένους. Είναι αναγκαίο, πάντως, να υπογραμμισθεί ότι πρέπει να διακρίνονται οι υπάλληλοι με διευθυντικά καθήκοντα από τους διευθύνοντες υπαλλήλους. Οι πρώτοι είναι δυνατόν να προΐστανται σε ένα τομέα της επιχειρήσεως, να προσφέρουν υπεύθυνες υπηρεσίες και να εκτελούν δημιουργικά τις οδηγίες που προέρχονται από πρόσωπα που βρίσκονται στα ανώτερα ιεραρχικά επίπεδα. Αντίθετα, οι διευθύνοντες υπάλληλοι είναι αναγκαίο να διαθέτουν υψηλό βαθμό αυτονομίας και δημιουργικότητας, έτσι ώστε να δέχονται μόνο γενικές οδηγίες από το ανώτατο επιχειρηματικό όργανο, εμφανιζόμενοι έτσι ως άμεσοι εκπρόσωποι του τόσο προς τα έξω όσο και προς τα μέσα, αναπαράγοντας την επιχειρηματική φυσιογνωμία στις πιο σημαντικές εκδηλώσεις της. Με άλλα λόγια, δεν είναι τόσο η υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών του υπαλλήλου και του παραγόμενου από αυτόν έργου, που θα οδηγήσει στον πιο πάνω χαρακτηρισμό, αφού τα στοιχεία αυτά μπορεί να συντρέχουν και σε υπαλλήλους με απλά διευθυντικά καθήκοντα, όσο η ευρεία έκταση των εξουσιών διευθύνσεως και εκπροσωπήσεως και ο επιτελικός χαρακτήρας, που συναντώνται μόνο στην κατηγορία των διευθυνόντων υπαλλήλων (ΑΠ 478/2014, ΑΠ 1746/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1123/1993 ΔΕΝ 50.186, ΑΠ 206/1987 ΔΕΝ 44.134, ΑΠ 2060/1986 ΔΕΝ 44.133, ΑΠ 919/1986 ΔΕΝ 43.418,  ΕφΘεσ 435/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 37/1997 Αρμ 19971261, ΕφΠειρ 819/1993 ΔΕΝ 50.1158, Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, 1995, σελ. 236-266 και εκεί παραπομπές, Κ. Παπαδημητρίου, Οι διευθύνοντες υπάλληλοι και το εργατικό δίκαιο, ΔΕΝ 50.1137-1150 και εκεί παραπομπές).Ο ενάγων – εκκαλών με την από  29-07-2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../ 2014) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθετε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε στις 2-1-2004 με την εναγομένη εταιρεία προσλήφθηκε για να εργαστεί ως υπεύθυνος πωλήσεων των προϊόντων της στην επαρχία, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως ήτοι από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή και οκτώ (8) ώρες ημερησίως, έναντι των εκάστοτε συμφωνημένων μηνιαίων αποδοχών του κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄αυτήν (αγωγή).Ότι προσέφερε ανελλιπώς τις υπηρεσίες του στην εναγομένη μέχρι τις 31-1-2014, οπότε η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, απασχολούμενος καθημερινά επί 11 ώρες ημερησίως, με αποτέλεσμα να οφείλεται σ΄αυτόν με βάση την σύμβαση εργασίας του, αμοιβή για υπερεργασία και κατ΄εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-1-2014, όπως ειδικότερα κάθε κονδύλιο προσδιορίζεται κατ΄είδος και ποσό στην αγωγή.Ότι επικουρικά τα ανωτέρω κονδύλια οφείλονται σ΄αυτόν (ενάγοντα) σύμφωνα με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον η εναγομένη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος του από τη μη καταβολή των αμοιβών αυτών, τις οποίες θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο που θα απασχολούσε με τα ίδια τυπικά προσόντα, υπό τις ίδιες συνθήκες και για το ίδιο χρονικό διάστημα, ο δε πλουτισμός της σώζεται.Με βάση τα περιστατικά αυτά και μετά το νομότυπο εν μέρει περιορισμό του αγωγικού αιτήματος (από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό) με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα πρακτικά αλλά και με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρ. 224, 294, 295 και 297 ΚΠολΔ) ο ενάγων ζήτησε : α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.008 ευρώ για αμοιβή κατ΄εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 1-4-2009 έως 30-6-2010, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση και β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 77.634,60 ευρώ για αμοιβή παρασχεθείσας υπερεργασίας για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-1-2014, για αμοιβή κατ΄εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 31-3-2009 και από 1-7-2010 έως 31-1-2014, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Επικουρικώς δε, ζήτησε τα παραπάνω ποσά σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο ως άνω Δικαστήριο αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή κατά την κύρια βάση της, απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση που στηρίζεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής μόνο ως προς το αναγνωριστικό σκέλος της, κατοπιν δε, απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την αγωγή  και συμψήφισε κατ΄άρθρ.179 ΚΠολΔ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του με τους περιεχομένους σ’ αυτήν  λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί  την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του.Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος και την χωρίς όρκο κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου εκείνου από  όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 529 παρ. 1 α` του ΚΠολΔ, ΑΠ 133/2012  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 395 παρ. 1, 591 παρ. 1, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (άρθρ. 671 παρ. 1 εδ. α` και 674 παρ. 2 του ΚΠολΔ, βλ ολΑΠ 15/2003 Δ 35-513), χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον ενάγοντα από 4-11- 2014, 18-11-2014, 8-11-2014 και άνευ ημερομηνίας υπεύθυνες δηλώσεις του άρθρου 8 Ν.1599/ 1986 των ………………. αντίστοιχα, οι οποίες αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα διότι δόθηκαν από τρίτα πρόσωπα προκειμένου κατά την κρίση του Δικαστηρίου να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για την παρούσα δίκη χωρίς να τηρηθεί η από το άρθρο 671 παρ.1 ΚΠολΔ διαδικασία (ολ ΑΠ 8/1987, ΑΠ 887/ 2015, ΑΠ 373/ 2002, ΑΠ 431/ 2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Η εναγομένη εταιρεία έχει ως εμπορική δραστηριότητα την παραγωγή και εμπορία πάσης φύσεως ειδών ζαχαροπλαστικής και αρτοποιίας, προέλευσης εσωτερικού και εξωτερικού ως και των πρώτων υλών. Στις 2-1-2004 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος, ο τελευταίος προσλήφθηκε για να εργαστεί ως Επιθεωρητής –  Πωλητής  των προϊόντων της στις περιοχές της Πελοποννήσου, της Κρήτης, της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας , των Ιονίων Νήσων και των Κυθήρων, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως από Δευτέρα έως Παρασκευή και οκτώ ώρες ημερησίως. Οι μηνιαίες μικτές αποδοχές του συμφωνήθηκαν στο ποσό των 2.520 ευρώ από 1-1-2009 έως 31-3-2009, στο ποσό των 2.640 ευρώ από 1-4-2009 έως 30-6-2009 και στο ποσό των 2.733 ευρώ από 1-7-2010 έως 31-1-2014.Στα καθήκοντα του ενάγοντος περιλαμβανόταν η μετάβασή του, πλην του Νομού Αττικής και στις παραπάνω γεωγραφικές περιφέρειες, δύο ή τρείς ημέρες την εβδομάδα για την προώθηση των προϊόντων της εναγομένης, είτε με την λήψη παραγγελιών από παλαιούς πελάτες , είτε με την προσέλκυση νέων πελατών, δειγματίζοντας και προωθώντας υφιστάμενα και νέα προϊόντα. Για το λόγο αυτό η εναγομένη είχε χορηγήσει αυτοκίνητο στον ενάγοντα, ενώ κάθε έτος αυτός (ενάγων) λάμβανε ως οικειοθελή παροχή από την εναγομένη «bonus» ίσο με ένα μηνιαίο μισθό και σε περίπτωση που θα πετύχαινε τους στόχους που ο ίδιος εισηγείτο προς αυτή, είχε συμφωνηθεί  «bonus» ίσο με τρείς μηνιαίους μισθούς. Επιπλέον δε, ο ενάγων είχε ευχέρεια καθορισμού των ωρών αναχώρησής του για την επαρχία, του αριθμού των προγραμματισμένων συναντήσεων με παλαιούς και νέους πελάτες και τη διάρκειά τους. Ο ενάγων δεν αποδείχθηκε ότι είχε αποφασιστικές αρμοδιότητες, δεν εκπροσωπούσε την εναγομένη εταιρεία έναντι τρίτων, δεν λάμβανε σημαντικές αποφάσεις για το υπόλοιπο προσωπικό της, αλλά ούτε και επωμιζόταν ποινικές ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που είχαν θεσπισθεί υπέρ των εργαζομένων. Ως εκ τούτου δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου και το γεγονός ότι οι αποδοχές του ήταν ανώτερες των λοιπών υπαλλήλων της εναγομένης, δικαιολογείται από τα προαναφερόμενα καθήκοντά του που περιελάμβαναν τη συχνή μετακίνησή του εκτός έδρας, ενώ ναι μεν διαμόρφωνε μόνος του το ωράριο εργασίας του, πλην όμως ελεγχόταν γι΄αυτό από την εναγομένη αφού ο ενάγων ενημέρωνε τον νόμιμο εκπρόσωπό της (όπως με σαφήνεια κατέθεσε ο τελευταίος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) όταν αποχωρούσε νωρίτερα πριν το πέρας του ωραρίου του, από την έδρα της εταιρείας. Επίσης ο ενάγων δεν ήταν χρήστης κωδικού ενεργοποίησης – απενεργοποίησης του συναγερμού της εναγομένης, μη δυνάμενος να έχει πρόσβαση στις εγκαταστάσεις της, όποτε έκρινε σκόπιμο προς τούτο, γεγονός ενδεικτικό της θέσης του ως απλού υπαλλήλου αυτής, ενώ για να απουσιάσει από την εργασία του έπρεπε να ζητήσει άδεια όπως όλοι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι. Εξάλλου, ούτε το γεγονός ότι εισηγείτο στην εναγομένη με ποιους πελάτες θα συνεργαστεί, του προσέδιδε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου, δεδομένου ότι αυτό ακριβώς ήταν το αντικείμενο της εργασίας για την οποία είχε προσληφθεί. Επομένως εφόσον, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων δεν ήταν διευθυντικό στέλεχος, έχουν εφαρμογή και σ΄αυτόν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, ώστε σε περίπτωση υπέρβασης του νομίμου ημερησίου και εβδομαδιαίου ωραρίου του, να δικαιούται να λαμβάνει σχετική αμοιβή. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία όμως δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή επί έντεκα (11) ώρες ημερησίως. Την κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν κλονίζει η κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθόσον ο ίδιος έχει εγείρει όμοιες αξιώσεις σε βάρος της εναγομένης και βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη μ΄αυτήν σε συνδυασμό δε και με το γεγονός ότι ο ενάγων ουδέποτε πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του στις 31-1-2014, δεν διαμαρτυρήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στην εναγομένη ή στο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας για την μη καταβολή αμοιβής υπερεργασίας και κατ΄εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, λαμβανομένου υπόψη και του σημαντικού χρηματικού ποσού στο οποίο αντιστοιχούν οι αμοιβές αυτές κατά τους ισχυρισμούς του. Σημειώνεται δε ότι ειδικά για τις ημέρες που ο ενάγων απασχολείτο στην έδρα της εναγομένης εταιρείας, η υπερωριακή του απασχόληση ήταν αδύνατη, αφού τα γραφεία της έκλειναν περί ώρα 5 μμ, με χρήση ειδικού κωδικού συναγερμού, ο οποίος δεν είχε χορηγηθεί στον ενάγοντα, ώστε να μπορεί να αναχωρεί αργότερα, ενώ πολλές φορές αναχωρούσε πριν τη συμπλήρωση οκτώ ωρών εργασίας, εν γνώσει του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης …………., όπως αναφέρει στην χωρίς όρκο κατάθεσή του.Ως προς την εργασία του δε στην επαρχία, ο ενάγων δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει συγκεκριμένα στοιχεία όπως πχ. αριθμό πελατών και συναντήσεων που πραγματοποιούσε, διάρκεια κάθε συνάντησης με παλαιούς ή νέους πελάτες κ.λπ. από τα οποία εύκολα να μπορεί να συναχθεί ποιο ακριβώς ήταν το ωράριο εργασίας του όταν επισκεπτόταν τις γεωγραφικές περιφέρειες της αρμοδιότητάς του. Αντιθέτως αποδείχθηκε φθίνουσα πορεία του τζίρου που πραγματοποιούσε ετησίως και αδυναμία του να προσελκύσει νέους πελάτες, γεγονός που οδήγησε την εναγομένη στην απόφαση να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του. Επομένως, οι όψιμοι – έξι μήνες μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του και αφού είχε ευδοκιμήσει εν μέρει σε πρώτο βαθμό η όμοια αγωγή του εξετασθέντος ως άνω μάρτυρά του …………. (βλ. υπ΄αριθμ. 3198/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δημοσιεύθηκε την 1-7-2014) – αγωγικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος περί παροχής από αυτόν εργασίας καθ΄ υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, καθ΄όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του – υπολογίζονται σ΄αυτές ακόμη και οι ημέρες που βρισκόταν σε άδεια ή συνέπιπταν με αργία- δεν αποδείχθηκαν και για το λόγο αυτό η υπό κρίση αγωγή ως μη αποδεδειγμένη πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.    Τούτων δοθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.  Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσία και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 2495/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών). ΚΑΙ Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 5 Απριλίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ