Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 174/2017

Aριθμός    174/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Οι υπό κρίση, από 18-8-2014 (………./2014) και από 23-6-2015 (…../2015) δύο εφέσεις, η πρώτη των εναγόντων και η δεύτερη του εναγομένου, κατά της υπ’αριθμόν 3463/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 παρ1 & 2, 511, 516, 517, 518 παρ2, 520 παρ1, 674 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Οι εφέσεις αυτές κατά της ίδιας εκκαλουμένης οριστικής απόφασης είναι συναφείς, γι’αυτό και πρέπει αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’αρθρον 524παρ1 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, διότι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 656 εδ.α` ΑΚ, 6 της από 26/2/75 ΕΓ-ΣΣΕ, 9 της 1/82 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών και 6 της από 13/3/86 ΕΓΣΣΕ με το οποίο ορίζεται ότι η «η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας των εργαζομένων που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας, ορίζεται σε 40 ώρες.      Οι αποδοχές των εργαζομένων παρά τον περιορισμό των ωρών εργασίας τους δεν μειώνονται…» συνάγεται ότι ο μισθωτός που απασχολείται υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, στο οποίο το άνω συλλογικό εβδομαδιαίο ωράριο, των 40 ωρών, κατανέμεται στις πέντε εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, αντί των έξι (6), όπως συμβαίνει υπό το σύστημα της εξαήμερης εβδομαδιαίας απασχολήσεως, δικαιούται εφόσον παρέχει την εργασία του και τις πέντε εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και για συνολική σε αυτές απασχόληση 40 ωρών, δηλαδή την αυτή κατά ποσότητα εργασία με τον απασχολούμενο κατά το συνολικό τούτο εβδομαδιαίο ωράριο στις έξι (6) εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, τις αποδοχές έξι (6) εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, τις αποδοχές έξι (6) ημερομισθίων (ΑΠ 1368/2003 ΔΕΝ 2004/179, ΕφΠατρ 416/2009, ΝΟΜΟΣ).

 

Με την από 20-12-2012 (/…../2012) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι, εκθέτουν ότι προσελήφθησαν από τον εναγόμενο, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ο μεν πρώτος την 1-8-2006, ο δε δεύτερος στις 31-10-2011, για να εργασθούν ως εργάτες σε εργασίες συντήρησης κήπων, στην επιχείρηση που διατηρούσε με έδρα τον Πειραιά. Ότι εργάσθηκαν για 6 ημέρες εβδομαδιαίως και 10 ώρες ημερησίως χωρίς να τους καταβληθούν οι νόμιμες αποδοχές τους και ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε προφορικώς τις συμβάσεις τους στις 7-11-2012 χωρίς να τους καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση. Με αυτό το ιστορικό, και επικαλούμενο την υπερημερία του εναγομένου, οι ενάγοντες ζήτησαν την καταψήφιση του τελευταίου στην προς αυτούς καταβολή του ποσού των 71.188,80€ και επικουρικώς του ποσού των 66.254€ στον πρώτο, και του ποσού των 20.242,20€ και επικουρικώς των 14.406,60€ στο δεύτερο από αυτούς, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, υπερωρίες, υπερεργασία, δώρα, επιδόματα αδείας, μισθούς υπερημερίας και επικουρικώς αποζημίωση απολύσεως, για τον καθένα αντιστοίχως, νομιμοτόκως από τότε που το κάθε αγωγικό κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η εκκαλουμένη, η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς τον β’ ενάγοντα και την έκανε μερικώς δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη ως προς τον α’ ενάγοντα, για το ποσό των 2.237,55€ καταψηφιστικά και 6.711,20€ αναγνωριστικά, νομιμοτόκως κατά τα αιτηθέντα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους, αιτιώμενοι εσφαλμένη  ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνισή της, με σκοπό, οι μεν ενάγοντες να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν η αγωγή τους, ο δε εναγόμενος να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή.

Από την επανεκτίμηση των ένορκων ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων αποδείξεων και ανταποδείξεως που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου εκείνου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Ο εναγόμενος, ο οποίος είναι κηπουρός, διατηρεί ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «……………», με έδρα τον Πειραιά, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας τη διακόσμηση καταστημάτων και οικιών και την παροχή υπηρεσιών σχεδιασμού και επίβλεψης χώρων πρασίνου, πεζοδρομίων, περιφράξεων κλπ. Η έναρξη εργασιών της ατομικής του επιχείρησης έγινε στις 16-4-2008 (βλ σχετική βεβαίωση από την αρμόδια Γ’ Δ.Ο.Υ Πειραιά). Πριν από την έναρξη της ανωτέρω ατομικής δραστηριότητας, ο εναγόμενος ήταν μισθωτός στην εταιρία με την επωνυμία «……………», όπως αυτό προκύπτει από τα αποσπάσματα του ατομικού του λογαριασμού ασφάλισης σε συνδυασμό και με τα εκκαθαριστικά σημειώματα της εφορίας, των αντιστοίχων ετών, από όπου δηλώνεται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες. Μετά την έναρξη της ατομικής του επιχείρησης και αφού την οργάνωσε και άρχισε να αναλαμβάνει εργασίες, και συγκεκριμένα κατά τις 5-2-2009, ο εναγόμενος προσέλαβε τον α’ ενάγοντα με την ιδιότητα του ανειδίκευτου εργάτη, όπως τούτο προκύπτει από την έναρξη ασφάλισής του στον ασφαλιστικό του φορέα (ΙΚΑ), απορριπτομένου του ισχυρισμού του τελευταίου (α’ ενάγοντα) ότι απασχολούνταν στον εναγόμενο από 1-8-2006, αφού τότε ο εναγόμενος δεν είχε την ατομική επιχείρηση αλλά ήταν ίδιος μισθωτός σε άλλη εταιρία, όπως προαναφέρθηκε. Η κρίση δε του Δικαστηρίου περί της προσλήψεως του α΄ενάγοντος κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία, και όχι στις 12-10-2009, όπως αναφέρει ο εναγόμενος και έχει αναγγελθεί στις αρμόδιες αρχές, ενισχύεται και από την κατάθεση του επιμελεία του (εναγομένου) εξετασθέντα μάρτυρα, που είναι φίλος του και κατοικεί πλησίον του καταστήματός του στον Πειραιά, και ο οποίος κατέθεσε ότι προσέλαβε τον α’ ενάγοντα από τότε που ξεκίνησε την συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων εργαζόταν πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή και επί οκτώ ώρες ημερησίως, ενώ δεν εργαζόταν τα Σάββατα, όπως αβασίμως επικαλείται, καθόσον, ο εναγόμενος, ως ευρισκόμενος σε διάσταση, διέθετε το Σαββατοκύριακο προς επικοινωνία με τα τέκνα του. Ειδικότερα δε, η κρίση του Δικαστηρίου περί της οκτάωρης απασχόλησης του ενάγοντα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι απασχολούνταν επί δεκάωρο καθημερινώς (και το Σάββατο και μάλιστα από το έτος 2006, χωρίς να πληρώνεται) στηρίζεται στο γεγονός ότι  σε μία νεοσύστατη ατομική επιχείρηση, με πολύ περιορισμένο κύκλο εργασιών και με παροχή προσωπικής εργασίας από τον ίδιο τον εναγόμενο, επαρκούσε η εντός του νομίμου ωραρίου απασχόληση του ενάγοντα. Επομένως, απορριπτέα ως αβάσιμα τυγχάνουν τα αγωγικά κονδύλια (του ά’ ενάγοντα) περί παράνομης υπερωρίας, υπερεργασίας και εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη. Για τους ίδιους δε λόγους, δεν υπήρχε ανάγκη πρόσληψης δεύτερου ατόμου ως βοηθητικού προσώπου – εργάτη, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο δεύτερος ενάγων, ο οποίος, ως μόνο αποδεικτικό στοιχείο της εργασιακής του σχέσεως με τον εναγόμενο (από 31-10-2011 έως 7-11-2012) προσκομίζει κάποιες φωτογραφίες, χωρίς να προκύπτει ο χρόνος αλλά και ο τόπος που έχουν ληφθεί, και όπου απεικονίζεται ο ίδιος μαζί με τον α’ ενάγοντα και με φόντο το επαγγελματικό όχημα του εναγομένου. Ωστόσο, οι φωτογραφίες αυτές δεν αρκούν για να θεμελιώσουν την ύπαρξη της επικαλούμενης εργασιακής σχέσεως, χωρίς το συνδυασμό άλλου πειστικού αποδεικτικού στοιχείου, αφού θα μπορούσαν να έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια τυχαίας επισκέψεως του β’ ενάγοντα στο χώρος εργασίας του α’ ενάγοντα. Άλλωστε, τα οικονομικά στοιχεία της πορείας της ατομικής επιχείρησης του εναγομένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αντιστοίχων ετών (2013, 2012, 2011, 2010, 2009) δεν δικαιολογούν την πρόσληψη δεύτερου ατόμου, το οποίο, ούτε ο επιμελεία του εναγομένου είδε ποτέ να απασχολείται, σε αντίθεση με τον α’ ενάγοντα, για τον οποίο κατέθεσε τα προεκτεθέντα. Επίσης αποδείχθηκε, ότι ο α’ ενάγων ελάμβανε ημερομίσθιο 30€, ενώ αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του στις 13-1-2012 (βλ σχετική αναγγελία αποχώρησης στον ΟΑΕΔ, υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα), απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού του περί προφορικής απολύσεώς του στις 7-11-2012, οπότε δεν δικαιούται μισθούς υπερημερίας, αλλά ούτε και την, επικουρικώς αιτηθείσα, αποζημίωση απολύσεως. Με βάση τα παραπάνω, ο α’ ενάγων, για το χρονικό διάστημα της απασχολήσεώς του δηλαδή από 5-2-2009 έως και 13-1-2012, και με σε συνδυασμό με τις οικείες ΣΣΕ,  δικαιούται για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών τα ακόλουθα ποσά : Α) Από 5-2-2009 έως 30-4-2009, δικαιούτο να λάβει το ποσό των 2.256,2€  (31,31€ ημερομίσθιο Χ 6ημερομίσθια Χ12,01 εβδομάδες), έναντι του οποίου έλαβε 2.161,8€ (30€ Χ6Χ12,01), οπότε του οφείλεται το υπόλοιπο από 94,4€. Β) Από 1-5-2009 έως 15-7-2010, δικαιούτο το ποσό των 12.485,34€ (33,03€ Χ6Χ63), έναντι του οποίου έλαβε 11.340€, οπότε του οφείλεται το υπόλοιπο από 1.145,34€. Γ) Από 16-7-2011 έως 3-6-2011, δικαιούτο το ποσό των 9.909€ (33,03€Χ6Χ50), έναντι του οποίου έλαβε 9.000€ και του οφείλεται το υπόλοιπο από 900€ και Δ) Από 4-6-2011 έως 13-1-2012, του οφείλεται το ποσό των 5.634,72€ (33,54€Χ6Χ28), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 5.040€ και του οφείλεται το υπόλοιπο από 594,72€. Δηλαδή, από την ανωτέρω αιτία του οφείλεται το συνολικό ποσό των 2.734,46€. Ωστόσο, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, υπολόγισε τις δεδουλευμένες αποδοχές του α’ ενάγοντα με βάση τα 5 ημερομίσθια εβδομαδιαίως αντί του ορθού των 6 εβδομαδιαίως, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην κρίση ότι ο ενάγων είχε εξοφληθεί, αφού κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του ως εισπραχθέντα ποσά, και ανεξαρτήτως της προβολής σχετικής ενστάσεως εξοφλήσεως από τον εναγόμενο, προέκυψε ότι η σχετική αγωγική αξίωση είχε υπερκαλυφθεί. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο α’ ενάγων δικαιούται για το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε στον εναγόμενο ως αποδοχές άδειας τα εξής ποσά: για το έτος 2009 το ποσό των 825,75 Ευρώ (33,03 Χ 25), για το έτος 2010 το ποσό των 825,75 Ευρώ (33,03 Χ 25), για το έτος 2011 το ποσό των 839,25 Ευρώ (33,57 Χ 25) και για το έτος 2012 το ποσό των 839,25 Ευρώ (33,57 Χ 25) [καθώς αν η σχέση εργασίας λυθεί κατά το τρίτο ή σε οποιοδήποτε επόμενο ημερολογιακό έτος οφείλονται στο μισθωτό οι αποδοχές της πλήρους άδειας και επιδόματος αδείας τις οποίες θα ελάμβανε εάν κανονικά του εχορηγείτο η άδεια του κατά το έτος αυτό, βλ. I. Ληξουριώτη Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 3η έκδοση, σελ. 451]. Συνολικά επομένως ο πρώτος ενάγων δικαιούται ως αποδοχές άδειας το ποσό των 3.330 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ουδέν καταβλήθηκε στον πρώτο ενάγοντα κι ως εκ τούτου οφείλεται όλο το ως άνω ποσό. Επίσης ο πρώτος ενάγων δικαιούται ως επίδομα αδείας για το έτος 2009 το ποσό των 429,40 Ευρώ (33,03 Ευρώ Χ 13), για το έτος 2010 το ποσό των 429,40 Ευρώ (33,03 Ευρώ Χ 13), για το έτος 2011 το ποσό των 436,40 Ευρώ (33,57 Ευρώ Χ 13) και για το έτος 2012 το ποσό των 436,40 Ευρώ (33,57 Ευρώ Χ 13). Συνολικά επομένως ο πρώτος ενάγων δικαιούται ως επιδόματα άδειας το ποσό των 1731,6  Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ουδέν καταβλήθηκε στον πρώτο ενάγοντα κι ως εκ τούτου οφείλεται όλο το ως άνω ποσό. Ο πρώτος ενάγων δικαιούται επίσης για το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε στον εναγόμενο ως δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα τα εξής ποσά: 1) Για δώρα εορτών Χριστουγέννων: για το έτος 2009 το ποσό των 825,75 Ευρώ (33,03 Χ 25), για το έτος 2010 το ποσό των 825,75 Ευρώ (33,03 Χ 25), για το έτος 2011 το ποσό των 839,25 Ευρώ (33,57 Χ 25) ενώ για το έτος 2012 δεν του οφείλεται δώρο Χριστουγέννων καθώς εργάστηκε έως 13.01.2012. 2) Για δώρα εορτών Πάσχα: για το έτος 2009 το ποσό των 350,95 Ευρώ (33,03 Ευρώ Χ 10,625 αναλογούντα σε 85 ημέρες εργασίας ημερομίσθια δώρου), για το έτος 2010 το ποσό των 495,45 Ευρώ (33,03 Χ 15), για το έτος 2011 το ποσό των 495,45 Ευρώ (33,03 Χ 25) και για το έτος 2012 το ποσό των 54,55 Ευρώ (33,57 Ευρώ Χ 1,625 αναλογούντα σε 13 ημέρες εργασίας ημερομίσθια δώρου). Συνολικά επομένως ο πρώτος ενάγων δικαιούται ως δώρα εορτών Χριστουγέννων το ποσό των 2.490,75 Ευρώ και ως δώρα εορτών Πάσχα το ποσό των 1396,40 Ευρώ. Έναντι των ποσών αυτών ουδέν καταβλήθηκε στον πρώτο ενάγοντα κι ως εκ τούτου οφείλονται όλα τα ως άνω ποσά.

Δηλαδή, στον α’ ενάγοντα οφείλεται συνολικώς από τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 11.683,21€, από το οποίο 8.762,4€ αναγνωριστικά και 2.920,8€ καταψηφιστικά, νομιμοτόκως όπως έκρινε η εκκαλουμένη, η οποία δεν εκκαλείται ως προς αυτή τη διάταξη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή του β’ ενάγοντα ως ουσιαστικώς αβάσιμη και δέχθηκε την αγωγή του α’ ενάγοντα, ως μερικώς βάσιμη και για τα ποσά των 6.711,2€ και 2.237,55€, αναγνωριστικά και καταψηφιστικά αντιστοίχως, για τα κονδύλια των αποδοχών αδείας, επιδόματος αδείας και δώρων εορτών, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι περί του αντιθέτου αφενός έφεση του εναγομένου και αφετέρου οι 1ος,, 4ος και 5ος λόγοι της έφεσης των εναγόντων. Εντούτοις, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε το κονδύλιο των δεδουλευμένων αποδοχών του α’ ενάγοντος, αντί του ορθού δηλαδή να το κάνει δεκτό για το ποσό των 2.734,46€ και δη 2.050,84€ αναγνωριστικό και 683,62€ καταψηφιστικό, αντιστοίχως, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του α’ ενάγοντα ως προς το 2ο λόγο της και το συναφή με αυτόν 3ο  που αφορούν το ανωτέρω κονδύλιο, ως ουσιαστικώς βάσιμη, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, στο σύνολό της για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 Δνη 26/642, ΕΠειρ 555/2006  ΔΕΕ 2006/1179), καθώς και ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη στο σύνολό της, και χωρίς ειδικό λόγο έφεσης, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 Δνη 39/825). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ’ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγομένος να καταβάλει στον α’ ενάγοντα το ποσό των 683,62€ για το υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών και αναγνωριστικά το ποσό των 2.050,84€ και συνολικώς το ποσό των 8.762,04€ αναγνωριστικά και το ποσό των 2.921,17€ καταψηφιστικά, νομιμοτόκως όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του α’ ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εναγομένου, ανάλογα με έκταση της ήττας και νίκης του καθενός, ενώ τα έξοδα του εναγομένου – εφεσιβλήτου, από την απόρριψη της εφέσεως του β’ ενάγοντος – εκκαλούντος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του τελευταίου, καθώς επίσης, σε βάρος του εκκαλούντος  – εναγομένου πρέπει να επιβληθούν τα έξοδα εφεσιβλήτου – α’ ενάγοντος, της απορριφθείσας β’ εφέσεως (176, 178παρ1, 183 ΚΠολΔ),  κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.

Συνεκδικάζει τις από 18-8-2014 (…../2014) και από 23-6-2015 (…../2015) εφέσεις.

Δέχεται τυπικά την από 23-6-2015 (…./2015) έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας από 500€

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την από 18-8-2014 (…../2014) έφεση, ως προς τον α’ εκκαλούντα και την απορρίπτει κατ’ουσίαν ως προς τον β’ εκκαλούντα.

Καταδικάζει τον β’ εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των 500€.

Εξαφανίζει την 3463/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειριαώς (διαδικασία εργατικών διαφορών), ως προς τον α’ εκκαλούντα.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της από 20-12-2012 (……./2012) αγωγής, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο (δεδουλευμένων αποδοχών).

Δέχεται την αγωγή εν μέρει.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον α’ ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι ενός ευρώ και δέκα επτά λεπτών (2.921,17), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στον α’ ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρών και τεσσάρων λεπτών (8.762,04), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.

Καταδικάζει τον εναγόμενος σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του α’ ενάγοντα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800)€.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 6 Απριλίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ