Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 179/2017

Αριθμός    179/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 εδ. β «κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/25-7-2011 (και ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης) «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Έτσι, για την εξαφάνιση της ερήμην πρωτόδικης απόφασης, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της έφεσης (εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση), η οποία επιφέρει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και η υπόθεση φέρεται προς κρίση και διάγνωση, κατά το νομικό και πραγματικό της μέρος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει τη δυνατότητα ο εκκαλών να προτείνει όλους τους ισχυρισμούς του, τους οποίους πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, επιδιώκοντας έτσι τη διόρθωση των σφαλμάτων του, ενώ την εξαφάνιση της απόφασης που εκδόθηκε κατ` αντιμωλία επιφέρει η παραδοχή κάποιου λόγου της, ως βάσιμου κατ` ουσίαν (ΑΠ 1906/2008, ΑΠ 829/2008, ΑΠ 446/2007, ΤΝΠ: ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔ 46.1100, ΕφΑΘ 933/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6103/2005 ΕλΔ 47.904, ΕφΘεσ 1626/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1971/99, Αρμ. 1999.1248, ΕφΛαμ 22/2011, ΕφΛαμ.48/2011).

Στη προκειμένη περίπτωση, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1, 511 επ. 518 παρ.2 ΚΠολΔ) η από 30-6-2014 και με αριθμ. καταθ………../2014 κρινόμενη έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος εναγόμενου κατά της με αριθμ. 2854/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην του, κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 28-9-2012 και με αριθμ. κατάθεσης …../4-10-2012 αγωγή του ενάγοντος και ήδη, εφεσίβλητου περί χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Περαιτέρω, εφόσον ο εκκαλών προβάλλει ισχυρισμούς που αφορούν το παραδεκτό της αγωγής, καθώς και άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και κατ` ουσίαν και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ανωτέρω αγωγή, ως προς το παραδεκτό αυτής, καθώς και την νομική και ουσιαστική της  βασιμότητα.

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 914 ΑΚ, σε περίπτωση παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, ο προσβληθείς με πράξη, η οποία συνεπάγεται μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια από τις εκφάνσεις της, δικαιούται να απαιτήσει την αποκατάσταση της προσγενόμενης σε αυτόν ζημίας από την προσβολή αυτή και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον συντρέχει υπαιτιότητα του προσβάλλοντος [ΑΠ Ολ 8/2008 ΕλλΔνη 49(2008),388]. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί και αφού έχει λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 59ΑΚ, πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: α) Η προσβολή στο δικαίωμα της προσωπικότητας (ΑΚ 57) ή του ονόματος (ΑΚ 58) πρέπει να είναι παράνομη, είναι, δε, παράνομη κατά την κρατούσα άποψη όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας είτε διότι συγκρούεται με συγκεκριμένη συναλλακτική υποχρέωση προστασίας της προσωπικότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος (ΑΠ1599/2000 ΕλΔνη 42, 1345, ΕφΑθ 1688/88 ΕλΔνη1998,667).Υποστηρίζεται και η άποψη ότι η προσβολή είναι παράνομη όταν αντιτίθεται στις επιταγές και απαγορεύσεις της έννομης τάξης, με τις οποίες προστατεύεται η προσωπικότητα (ΕφΑθ 2149/1978 Αρμ 32, 786, ΜΠρΑθ 17115/88 ΝοΒ37, 270),  β) η προσβολή πρέπει να είναι υπαίτια (ΑΠ 1143/2003 (αδημ.), ΑΠ 167/2000 ΕλΔνη 41, 772, ΕφΑθ 1688/98 ΕλΔνη 39, 667, γ) η προσβολή κατά την ορθότερη και κρατούσα άποψη πρέπει να είναι σοβαρή ή σημαντική και δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας (ΕφΑθ 10144/95 ΕλΔ 39, 150, ΠΠρΑθ 1322/97 ΝοΒ 2000, 285, ΜΠρΘες 14052/99 ΑρχΝ 2000, 111). Το πότε η προσβολή είναι σημαντική απόκειται στην κρίση του δικαστή, ο οποίος θα εκτιμήσει το προσβαλλόμενο αγαθό, τη βαρύτητα της προσβολής, τον τόπο, το χρόνο, τη διάρκεια, την υπαιτιότητα, τη συμπεριφορά του προσβληθέντος κ.α. και δ)απαιτείται αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί. Η ιδιαίτερη αναγραφή της προϋποθέσεως αυτής έχει σαν σκοπό να κάνει σαφή διάκριση μεταξύ αποζημίωσης για υλική ζημία και ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη και τούτο γιατί η αίτηση για αποζημίωση δεν περιλαμβάνει και την ικανοποίηση για ηθική βλάβη, καθόσον η τελευταία αποτελεί διακεκριμένη απαίτηση, η οποία πρέπει να ασκηθεί αυτοτελώς (Ι. Καράκωστα, Αστικός Κώδικας, άρθρ. 59, σελ. 355επ.). Εφόσον το δικαστήριο  διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, δεν έχει πλέον την ευχέρεια  να μην καταδικάσει τον προσβάλλοντα σε ικανοποίηση  της ηθικής βλάβης. Στην εύλογη κρίση του δικαστή απόκειται, το ποσό που θα επιδικασθεί στον προσβληθέντα. Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ο δικαστής θα λάβει υπόψη του το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της πράξης, την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, τη συμπεριφορά του υπεύθυνου για την πράξη, τις προσωπικές σχέσεις των μερών και το συντρέχον πταίσμα του παθόντος (βλ. Ι. Καράκωστα, ό.π., σελ.356). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, ψευδή καταμήνυση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 362, 363 και 229 του Π.Κ. Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ,  «Η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 115, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αγωγή πρέπει να περιέχει τα απαραίτητα κατά το νόμο στοιχεία για τη συγκρότηση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Ο ενάγων επωμίζεται το δικονομικό βάρος να επικαλεσθεί μόνον τα απαραίτητα και υποχρεωτικά στοιχεία της αγωγής, η οποία καθίσταται αόριστη μόνον από την ελλιπή ή ασαφή αποτύπωση αυτών και σε καμία περίπτωση από την απουσία (ή την παρουσία) των προαιρετικών στοιχείων της αγωγής, που μπορεί να συνίστανται και σε πλεονάζουσα αφηγηματική μορφή του δικογράφου, (βλ. και Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, ΚΠολΔ, κάτω από το άρθρο 216, σημ. 1, σελ. 460,ΕφΠειρ583/2015δημ/ση ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 28-9-2012 (με αριθμ.κατάθ. ……/2012) αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, κατ’άρθρ.224 ΚΠολΔ), ιστορούσε ότι την 21-12-2010, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, συμμαχώντας με τα αδέλφια του ενάγοντος, με τα οποία ο τελευταίος είχε κληρονομικές διαφορές και κατόπιν παρότρυνσης αυτών, προέβη σε ισχυρισμούς ψευδών γεγονότων σε βάρος του, τελώντας εν γνώσει της αναλήθειάς τους και συγκεκριμένα, κατήγγειλε στην αστυνομία ψευδώς ότι την 20-12-2010, ο ενάγων τον εξύβρισε και τον απείλησε, παρουσία της ανήλικης κόρης του πρώτου, με τις φράσεις “θα σας καθαρίσω όλους  παλιοπούστηδες, εγώ αθωώθηκα πανηγυρικά” και ότι κατείχε παράνομα όπλο. ΄Οτι εξαιτίας της ανωτέρω καταγγελίας επακολούθησε η αυτόφωρη σύλληψη του ενάγοντος στο γραφείο του στη Νίκαια, η έρευνα της αστυνομίας στους χώρους της οικίας του, η κράτησή του τη νύχτα στο κρατητήριο του Α.Τ. Νικαίας και η προσαγωγή του ενώπιον του ακροατηρίου του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις της εξύβρισης, της απειλής και της παράνομης οπλοφορίας, για τις οποίες αθωώθηκε με την υπ’αριθμ. 9404/2010 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου. ΄Οτι εξαιτίας των παραπάνω παράνομων πράξεων του εναγόμενου, που έχουν τελεστεί με δόλο του τελευταίου και συνιστούν τα ποινικά αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, έχει υποστεί υπαίτια και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του και έχει υποστεί ηθική βλάβη τόσο, ως πρόσωπο όσο και ως επαγγελματίας. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ο ενάγων, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος (άρθρ. 223, 295 παρ.1 και 297 ΚΠολΔ), ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, επιφυλασσόμενος για το ποσό των 44 ευρώ, προκειμένου να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στο ποινικό δικαστήριο, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει τα κατά νόμον απαιτούμενα στοιχεία, ήτοι, την προσβολή στο δικαίωμα της προσωπικότητας, το παράνομο αυτής, την υπαιτιότητα, την ηθική βλάβη και το ποσό (ΕφΑθ 4351/2002 ΕλΔνη 2003,200), χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο αυτής να αναφέρει ο ενάγων ποιά και πόσα ήταν τα περιστατικά, τα οποία συνετέλεσαν στο να λάβει χώρα το όλο συμβάν της 29-12-2010, με περιγραφή του τρόπου με τον οποίο έλαβαν χώρα τα περιστατικά αυτά, απορριπτομένων, έτσι, των περί αοριστίας της αγωγής, για το λόγο αυτό, ισχυρισμών του εναγόμενου-εκκαλούντος.

Περαιτέρω, επειδή κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζομένων μ’ αυτήν αντικειμενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΟλΑΠ 7/2002 ΕλλΔνη 2002, 681, ΟλΑΠ 19/1998, ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995). Για να υπάρχει κατάχρηση πρέπει η υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών κλπ να είναι προφανής. Προφανής είναι η υπέρβαση όταν η άσκηση του δικαιώματος οδηγεί σε αποτελέσματα που έρχονται σε αντίθεση με το περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη. Η υπέρβαση των ορίων κρίνεται αντικειμενικά και όχι με βάση τις υποκειμενικές πεποιθήσεις του δικαστή. Δεν αρκεί το γεγονός και μόνο ότι η άσκηση του δικαιώματος επιφέρει δυσμενή αποτελέσματα. Προφανής υπέρβαση π.χ. των ορίων υπάρχει: όταν αυτή προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου και όταν ο δικαιούχος δεν προσδοκά κανένα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος, τέτοια, δε, υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης αποτελεί και η αντιφατική συμπεριφορά του δικαιούχου (βλ. Ι. Καράκωστα, ό.π., σελ.810 και εκεί αναφερόμενη νομολογία).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εναγόμενος αρνείται την αγωγή και περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή ασκείται καθ’υπέρβαση του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και παραβιάζοντας κατάφωρα τις γενικές αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών χρηστών ηθών και για το λόγο αυτό ζητά την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενος, ειδικότερα ότι ο ενάγων είναι αυτός που ενεργεί με δόλο σε βάρος του, όπως εμφαίνεται από τις άνευ λόγου υποβληθείσες μηνύσεις, που έχει υποβάλλει ο τελευταίος σε βάρος του, κατά την τελευταία τετραετία, χωρίς ουδέποτε ο εναγόμενος να έχει καταδικασθεί, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αθώωσή του και πάλι κατόπιν μήνυσης του ενάγοντος, κατά τη δικάσιμο της 27-3-2014, ενώπιον του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, για δήθεν παραβάσεις των άρθρων 361 παρ.1, 333 και 308 παρ.1α του Π.Κ., ενώ  το ανωτέρω ποινικό δικαστήριο έγινε για περιστατικά, που δήθεν έλαβαν χώρα την 20-12-2010, ήτοι μία ημέρα πριν από την ημερομηνία, που αναφέρει ο ενάγων ότι έλαβε χώρα η δήθεν ψευδής καταμήνυση σε βάρος του, γεγονός, που καταδεικνύει τα άνευ λόγου και αιτίας εκδικητικά κίνητρα του ενάγοντος σε βάρος αυτού και σε βάρος της οικογένειάς του, λόγω της ευρύτερης σχέσης, που συνδέει την ευρύτερη οικογένειά του(πεθερό και πεθερά του) με τον αδελφό του ενάγοντος, … . Τα ως άνω, όμως, αναφερόμενα απ’ τον εναγόμενο πραγματικά περιστατικά και αληθή  υποτιθέμενα,  δεν στοιχειοθετούν την έννοια της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, ούτε και συνιστούν προφανή υπέρβαση, με την έννοια που εκτέθηκε, ήδη, παραπάνω, των αρχών και ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου 281Α.Κ., προφανή υπέρβαση την οποία, σε κάθε περίπτωση και δεν επικαλείται ο εναγόμενος-εκκαλών, ενόψει και του ότι ουδέν αναφέρει για το περιεχόμενο των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες, κατά τα απ’ αυτόν αναφερόμενα, αθωώθηκε κατά τη δικάσιμο της 27-3-2014 και, πέραν των γενικώς αναφερόμενων για εκδικητικά κίνητρα σε βάρος του εκ μέρους του ενάγοντος, ουδέν αναφέρει για το πώς συνδέονται οι σ’αυτόν αποδιδόμενες απ’ τον ενάγοντα, με την μήνυσή του, αξιόποινες πράξεις, με τα περιστατικά, που περιλαμβάνονται στην ένδικη αγωγή. Πρέπει, επομένως, η απ’ τον εναγόμενο προταθείσα και στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, ένσταση, ως μη νόμιμη να απορριφθεί.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 21 Δεκεμβρίου 2010 ο εναγόμενος κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι, στις 20 Δεκεμβρίου 2012, ο ενάγων τον εξύβρισε, τον απείλησε και κατείχε παράνομα όπλο. Ειδικότερα ότι χωρίς λόγο άρχισε να τον εξυβρίζει και να τον απειλεί με τις φράσεις «θα σας καθαρίσω όλους παλιοπούστηδες, εγώ αθωώθηκα πανηγυρικά», έχοντας στρέψει ταυτόχρονα εναντίον του την κάννη ενός όπλου. Επίσης, ότι παρούσα στο συμβάν ήταν η ανήλικη κόρη του, η οποία τρομοκρατήθηκε και της ανέβηκε η πίεση. Την ως άνω καταμήνυσή του ακολούθησε η αυτόφωρη σύλληψη του ενάγοντος, στις 21 Δεκεμβρίου 2010 και περί ώρα 14:00 στο γραφείο του στην . ………., η έρευνα της Αστυνομίας στους χώρους του γραφείου του και της οικίας του για την ανεύρεση του αναφερθέντος όπλου, η κράτησή του τη νύχτα στο κρατητήριο του Αστυνομικού Τμήματος Νίκαιας και η προσαγωγή του σε δίκη με τις κατηγορίες της εξύβρισης, της απειλής και της παράνομης οπλοφορίας, κατά την αυτόφωρη διαδικασία στις 22 Δεκεμβρίου 2010, οπότε όμως αναβλήθηκε για τις 29 Δεκεμβρίου 2010, λόγω απουσίας του εναγόμενου, ως μάρτυρα κατηγορίας. Στις 29 Δεκεμβρίου 2010, ο εναγόμενος εμφανίσθηκε ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και κατέθεσε σε βάρος του ενάγοντος ότι «άρχισε να τον βρίζει», ότι «έβγαλε ένα όπλο» και έλεγε «θα σας καθαρίσω όλους, παλιοπούστηδες», ότι «το όπλο το έβγαλε από την τσάντα του» και ότι «είδε την κάννη». Όλα τα παραπάνω δεν αποδείχθηκαν ως αληθή στο ακροατήριο και για το λόγο αυτό, το ως άνω δικαστήριο, με την με αριθμ. 9404/2010 απόφασή του τον αθώωσε,  με το σκεπτικό ότι «ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος των πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και περιγράφονται κατά τα συγκροτούντα την υποκειμενική και αντικειμενική τους υπόσταση πραγματικά περιστατικά στο διατακτικό. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο πέραν των όσων καταθέτει ο πολιτικώς ενάγων δεν επιβεβαιώθηκε η ουσιαστική βασιμότητα αυτών, ούτε εξάλλου ανευρέθη όπλο στην κατοχή του κατηγορουμένου, ούτε ο μηνυτής κατέθεσε με σαφήνεια περί του αν είδε και τι είδος όπλου κρατούσε ο κατηγορούμενος. Αντίθετα από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και την όλη διαδικασία δημιουργήθηκαν πλείστες αμφιβολίες στο Δικαστήριο για την βασιμότητα των αποδιδομένων στον κατηγορούμενο πράξεων». Οι ισχυρισμοί του εναγόμενου ότι ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή, αποκλειστικά και μόνο, αφ’ ενός, μεν, για να εκδικηθεί, μέσω αυτού, τα αδέλφια του, …. και ………, με τους οποίους και έχει κληρονομικές διαφορές και, επειδή θεωρεί ότι o ίδιος (ο εναγόμενος), λόγω του ότι ο πεθερός του, . …., είναι πνευματικός πατέρας του αδελφού του ενάγοντος, ….., παρακινείται κατ’αυτού από τα προαναφερόμενα αδέλφια του, αφ’ετέρου, δε, για να εκδικηθεί τον ίδιο τον εναγόμενο και την οικογένειά του, λόγω της πνευματικής αυτής σχέσης, που συνδέει την ευρύτερη οικογένειά του (πεθερό και πεθερά) με τον ……., δεν κρίνονται πειστικοί, καθώς, αφ’ενός, μεν, είναι προδήλως αόριστοι, δεδομένου ότι ουδόλως προσδιορίζει ο εναγόμενος σε ποιες πράξεις και ενέργειες έχει προβεί ο ίδιος, παρακινούμενος, όπως αβάσιμα, κατά τους ισχυρισμούς του, θεωρεί ο ενάγων, από τα αδέλφια του τελευταίου, ούτε αποδεικνύονται ως κατ’ουσίαν βάσιμοι, καθώς στις φιλονικίες και διενέξεις για κληρονομικούς λόγους, μεταξύ των αδελφών …. και … …, αφ’ενός και του ενάγοντος, αφ’ετέρου, που έχουν αρχίσει από το έτος 2005, έχει αναμειχθεί ενεργά κατά του ενάγοντος ο εναγόμενος, όπως προκύπτει, ενδεικτικά, από την με ημερομηνία θεώρησης του γνησίου της υπογραφής, 29-11-2013, υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν.1599/1986 του …. …, σύμφωνα με την οποία “Την 25-5-2010 επισκέπτομαι το γραφείο του  αρχιτέκτονα μηχανικού ………. για προσωπική μου υπόθεση… και ευρίσκομαι μπροστά στο εξής γεγονός: Η ……… να υβρίζει τον ……….. “ηλίθιε καραγκιόζη που κρύβεσαι θα σε βάλω φυλακή που είσαι έξω με αναστολή, δεν θα μου γλυτώσει ο ηλίθιος” παρουσία και άλλων προσώπων και όλα αυτά γιατί είπε ο ………. σε συνεργείο της ΕΥΔΑΠ που έφραζε την είσοδό του να μεταφέρει το φορτηγό και το τρακτέρ 2-3 μέτρα πιο πέρα γιατί έφραζε την είσοδο του γραφείου του ………. το οποίο και έπραξε ζητώντας και συγνώμη (το συνεργείο πραγματοποιούσε εργασίες στο ακίνητο των …….. και ….).Σε 5-10 λεπτά κατέφθασαν οι ………. και ………… και αφού εξύβρισαν μας απείλησαν και συγκεκριμένα: Εμένα με εξύβρισαν με την φράση και με απειλητικό ύφος “Θα σε γαμήσω  μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ μην ξανάρθεις”, ενώ ταυτόχρονα ο ……… στρέφεται εναντίον μου και σηκώνει το χέρι του και μου δίνει μια σφαλιάρα ή μπουνιά και για να προφυλαχτώ βάζω τα χέρια μου και μου πέφτει το κινητό που κρατούσα και έσπασε, παρουσία αστυνομικών οργάνων, χωρίς να φταίω σε τίποτα και βρέθηκα εκεί για ενημέρωση της υπόθεσής μου από τον κύριο ………. Ξέρω ότι οι συγκεκριμένοι (είναι οικογένεια) του δημιουργούν συνέχεια προβλήματα!!! Γνωρίζω επίσης ότι υποκινητής είναι ο .. ., που φιλοξενείται στο ίδιο ακίνητο (………….) από τον αδελφό του!”Η ενεργός ανάμιξη του εναγόμενου στις μεταξύ του ενάγοντος και των αδελφών του διαμάχες, που έλαβε τη μορφή σφοδρής προσωπικής αντιπαράθεσης με τον ενάγοντα, καταδεικνύεται και από το ότι μετά την υποβολή της υπ’αριθμ……/2012 μήνυσης απ’ τον ενάγοντα ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του εναγόμενου για το ότι στις 20-12-2010, δηλαδή, την ίδια ημερομηνία μ’αυτήν για την οποία καταμήνυσε κατά τα παραπάνω ο εναγόμενος τον ενάγοντα, α) πρόσβαλε με λόγο και έργο την τιμή του ενάγοντος, με τις λέξεις “θα σου γαμήσω τη γυναίκα άχρηστε, σε ζει η γυναίκα και η αδελφή σου, είσαι ένας άχρηστος, έλα ρε πούστη, αλλά δεν είσαι άνδρας φοράς φουστάνια  ρε φλώρε”, ενώ συγχρόνως τον έφτυνε, εκδηλώνοντας έτσι καταφρόνηση για το πρόσωπό του, β) απείλησε τον ενάγοντα με τις φράσεις “αν είσαι άνδρας έλα κάτω να σε σκοτώσω στο ξύλο, προκαλώντας του τρόμο και ανησυχία και γ) επιτέθηκε κατά του ενάγοντος προσπαθώντας να τον χτυπήσει με γροθιές, πλην όμως η πράξη του δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του και δη διότι τον συγκράτησε έτερο άτομο και έτσι ο ενάγων απέφυγε το χτύπημα. Οι δύο πρώτες από τις παραπάνω πράξεις του εναγόμενου, λόγω υφ’όρον παραγραφής, τέθηκαν στο αρχείο, για την, δε, τρίτη αθωώθηκε, κατά τη δικάσιμο της 27-3-2014, από το Β΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς. Η αθώωση του εναγόμενου για την σε βάρος του ενάγοντος απόπειρα σωματικής βλάβης, ουδόλως ανατρέπει το γεγονός ότι αυτός ψευδώς κατεμήνυσε τον ενάγοντα και κατέθεσε σε βάρος του ότι δήθεν τον εξύβρισε, τον απείλησε και, κατείχε παράνομα όπλα. Δεν αποδεικνύεται, εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή, αποκλειστικά και μόνο για να εκδικηθεί τα αδέλφια του μέσω του εναγόμενου, αφού πρώτος ο εναγόμενος προέβη σε ψευδή ανώμοτη κατάθεση και σε ψευδορκία μάρτυρα, ενώ σε καμμία περίπτωση η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης κατά του εναγόμενου θα αποτελούσε εκδίκηση σε βάρος των αδελφών του. Παρά την κατά τα παραπάνω, αθώωσή του, με την με αριθμ.9404/2010, ήδη, αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (βλ. από 22-11-2010 βεβαίωση του Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων έχει υποστεί επαγγελματική, οικονομική και περιουσιακή και εν γένει ηθική βλάβη και συγκεκριμένα, ενώ είναι σοβαρός επαγγελματίας (αρχιτέκτονας και κατασκευαστής πολυκατοικιών) δραστηριοποιούμενος από πολλών ετών στην περιοχή της Νίκαιας, ενώ είναι καλός οικογενειάρχης, με σύζυγο φαρμακοποιό και δυο ανήλικα παιδιά, με την οικογένειά του να κατοικεί επίσης στη Νίκαια και συγκεκριμένα δίπλα από το γραφείο του, βρέθηκε στην οδυνηρή θέση να δέχεται, κατά τις μεσημεριανές ώρες, την επιδρομή της αστυνομίας στο γραφείο του, την έρευνα για δήθεν όπλο στο γραφείο και στο σπίτι του και τη σύλληψή του και δέσμευσή του με χειροπέδες, θέαμα, το οποίο έκανε εντύπωση στη γειτονιά και  διαδόθηκε σε ολόκληρη την περιοχή της Νίκαιας, με αποτέλεσμα, παρόλη την καλή του φήμη, να δημιουργηθούν εύλογες αμφιβολίες για το ποιόν του ως ανθρώπου και επαγγελματία και να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία των συμπολιτών του και των υποψηφίων πελατών του, τους οποίους και απώλεσε. Παράλληλα, η αυτόφωρη σύλληψή του, η κράτησή του τη νύχτα στο κελί και η προσαγωγή του την επόμενη κιόλας μέρα σε δίκη προκάλεσαν τρομερή στενοχώρια, ανησυχία και αναστάτωση στη σύζυγο και τα ανήλικα παιδιά του, με συναισθηματικές συνέπειες και για τον ίδιο και για μία εβδομάδα, μέχρι την αθώωσή του. Εν τούτοις, η αθώωσή του, αν και ηρέμησε κάπως το κλίμα μέσα στην οικογένειά του, δεν εξάλειψε τη σε βάρος του δυσφήμιση και τη συνακόλουθη προσβολή της τιμής και της υπόληψής του, η οποία είχε ήδη προκληθεί ευρέως και ήταν δύσκολο να ανακοπεί. Στις πράξεις αυτές ο εναγόμενος προέβη από δόλο και συγκεκριμένα, εν γνώσει του ψεύδους των απ’αυτόν αναφερθέντων περιστατικών, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αποτελώντας η ενέργειά του αυτή ένα ακόμη επεισόδιο στον γενικότερο πόλεμο που μαινόταν την περίοδο εκείνη ανάμεσα στον ενάγοντα και τα δύο προαναφερόμενα αδέλφια του για κληρονομικές διαφορές, με συμμάχους τους, την οικογένεια του εναγόμενου και τον ίδιο τον εναγόμενο. Οι ως άνω υπαίτιες και παράνομες πράξεις του εναγόμενου, έχουν προσβάλει την προσωπικότητα του  ενάγοντος και έχουν προκαλέσει σ’αυτόν ηθική βλάβη, τόσο ως πρόσωπο όσο και ως επαγγελματία. Η ηθική αυτή βλάβη θα πρέπει να ικανοποιηθεί με την καταβολή σ’αυτόν χρηματικής ικανοποίησης, η οποία, λαμβανομένης υπόψη της έντασης του δόλου του εναγόμενου, της βλάβης του ενάγοντος, των εν γένει συνθηκών και της οικονομικής και κοινωνικής θέσης των διαδίκων, ανέρχεται, μετά την αφαίρεση ποσού ύψους 45 ευρώ, το οποίο προτίθεται να ζητήσει να του επιδικαστεί για την ίδια αιτία, ο ενάγων, παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, κατά του εναγόμενου, στο εύλογο ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει ο εναγόμενος στον ενάγοντα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Συνεπώς, πρέπει αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθούν όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου, που ηττήθηκε, θα επιβληθούν, όμως, μειωμένα, λόγω του ότι η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή (άρθρα 178, 183 και 189 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, το κατατεθέν από τον εκκαλούντα για το παραδεκτό της έφεσης παράβολο πρέπει να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου, λόγω της ήττας του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του Ν. 4055/2012.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθ. 2854/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000€), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου της έφεσης, ποσού διακοσίων (200) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει, μειωμένα, στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Απριλίου  2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ