Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 194/2017

Αριθμός  194/2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Βασιλική Χάσκαρη, Εισηγήτρια-Εφέτη και Ιωάννα Πέττα-Χριστοπούλου, Εφέτη και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 4-3-2015 (αρ. κατ. ………../2016) κλήση νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 16-11-2015 (αρ. κατ. …./2015) έφεση κατά της 2899/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (και της συνεκκαλουμένης υπ΄ αρι. 5555/2013 μη οριστικής αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου), που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.

Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου  που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και εμπρόθεσμα, πριν από την επίδοση της απόφασης αυτής, εφόσον δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλλου της δικογραφίας ούτε άλλωστε  οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει επιδοθεί η εν λόγω απόφαση ώστε να αρχίσει η  οριζόμενη από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ 1 ΚΠολΔ για την άσκηση της έφεσης προθεσμία των τριάντα (30) ημερών ούτε και παρήλθε τριετία από  τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ 1 και 2, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ 2 και 520 παρ 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί από το δικαστήριο αυτό, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, (άρθρο 533 παρ 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία.

Με την από 17-12-2007 (αρ. κατ. …../2007) αγωγή της η ενάγουσας και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι στις αρχές Νοεμβρίου 2002 εμφανίστηκε μια έντονη κοκκινίλα στο αριστερό της μάτι, η οποία σταδιακά  επεκτεινόταν και για το λόγο αυτό κατά το χρονικό διάστημα από 11-11-2002 έως 22-11-2002 επισκέφθηκε το ιατρείο του πρώτου εναγομένου. Ότι και στις έξι (6) επισκέψεις που πραγματοποίησε στο διάστημα αυτό  ο παραπάνω ιατρός την καθησύχαζε για την κατάσταση της υγείας της, πλην όμως η κατάσταση  άρχισε να επιδεινώνεται και για το λόγο αυτό αποφάσισε να επισκεφτεί το ιατρείο του δεύτερου εναγομένου, κατά το χρονικό διάστημα από 26-11-2002 έως 2-12-2002. Ότι ο εν λόγω ιατρός αντιμετώπισε το πρόβλημά της με τη χορήγηση κολυρίου χωρίς  όμως να επέρχεται βελτίωση και ότι αντίθετα η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Ότι στη συνέχεια με  δική της πρωτοβουλία επισκέφθηκε στις 2-12-2002 το Τζάνειο Νοσοκομείο, όπου ο γιατρός που την  εξέτασε  διέγνωσε ότι η κατάσταση του αριστερού  οφθαλμού της ήταν εξαιρετικά άσχημη και την  παρέπεμψε στην Κρατική Οφθαλμολογική Κλινική του Νοσοκομείου Γ. Γεννηματάς. Ότι στις 3-12-2002 έγινε καλλιέργεια υγρών του αριστερού οφθαλμού της και στις 4-12-2002, με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων διαγνώσθηκε ότι η ενάγουσα έχει μολυνθεί από το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας. Ότι έχει δημιουργηθεί κερατίτιδα στον οφθαλμό της από το φακό επαφής που φορούσε. Ότι παρέμεινε στο Νοσοκομείο αυτό για δώδεκα ημέρες και ότι έλαβε δραστική θεραπεία. Ότι έλαβε εξιτήριο στις 14-12-2002, αλλά της συστήθηκε συνεχής παρακολούθηση από το Τμήμα Κερατοειδούς του παραπάνω  Νοσοκομείου. Ότι σε μία από τις επισκέψεις  που πραγματοποίησε διαπιστώθηκε ότι εκτός από ακανθαμοιβάδα είχε δημιουργηθεί επισκληρίτιδα, η οποία της προκαλούσε αφόρητους πόνους και ότι της συστήθηκε να λαμβάνει τα αναφερόμενα στην αγωγή φαρμακευτικά σκευάσματα, μερικά από τα οποία τα προμηθευόταν από την Αμερική με δική της δαπάνη. Ότι στις 9-7-2003 χειρουργήθηκε στον αριστερό οφθαλμό λόγω αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς, στις 20-3-2003 υποβλήθηκε σε θεραπευτική κερατοπλαστική και στις 17-5-2006 υποβλήθηκε σε νέα μεταμόσχευση κερατοειδούς. Ότι σήμερα δεν βλέπει καθόλου από το αριστερό της μάτι  και ότι για την απώλεια της όρασής της ευθύνονται και οι δύο εναγόμενοι, οι οποίοι ενεργώντας αμελώς δεν διέγνωσαν όπως όφειλαν την πάθησή της, αλλά την υπέβαλαν σε αναποτελεσματική θεραπεία, με σκοπό να αποκομίσουν κέρδη από τις επανειλημμένες επισκέψεις της στα ιατρεία  τους, αλλά ούτε και φρόντισαν να την παραπέμψουν  έγκαιρα σε Νοσοκομείο. Με βάση το ιστορικό  αυτό και μετά το νομότυπο περιορισμό  του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω  ηθικής βλάβης από καταψηφιστικό σε εν μέρει  αναγνωριστικό, ζητεί : α) να αναγνωρισθεί ότι  καθένας από τους εναγόμενους οφείλει να της καταβάλλει εις ολόκληρον το ποσό των 1.972.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις υπαίτιες και ζημιογόνες ιατρικές πράξεις των εναγομένων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. β)  να υποχρεωθούν  οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το ποσό των14.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. γ) να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει  το ποσό των 11.485,10 ευρώ και ο δεύτερος  εναγόμενος  το ποσό των 11.275,10 ευρώ ως αποζημίωση για  την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή,  τα παραπάνω ποσά δε με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση  της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 5555/2013 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία  έκρινε ότι είναι νόμιμη η αγωγή αυτή, στηριζόμενη στις περί αδικοπραξιών διατάξεις καθώς και στις διατάξεις του Ν. 1565/1939 «Περί Κώδικος Ασκήσεως του Ιατρικού Επαγγέλματος» και του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας κ.λπ.) και στη συνέχεια ανέβαλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και διέταξε την επανάληψη  της συζητήσεως  και τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης και την περαιτέρω  συζήτηση της υποθέσεως εκδόθηκε η ως άνω εκκαλουμένη υπ΄ αριθμ. 2899/2015 οριστική απόφαση του προαναφερόμενου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η  αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την υπό κρίση έφεση η ενάγουσα-εκκαλούσα  για τους αναφερόμενους σ΄ αυτή λόγους και ζητεί την, κατά παραδοχή αυτής εξαφάνιση της εκκαλούμενης και κατά συνέπεια και της πιο πάνω αναγκαίως συνεκκαλουμένης μη οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 “περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, “ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελειώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρ. 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 1362/2007 181/2011, ΑΠ 424/2012). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 AK (ΑΠ 974/2014, ΑΠ 687/2013), ενώ η ευθύνη περισσότερων ιατρών για το αυτό ζημιογόνο αποτέλεσμα, στο οποίο υπήρξε συντρέχουσα αμέλεια τους, ταυτόχρονη ή και διαδοχική, ρυθμίζεται από το άρθρ. 926 εδ.α ΑΚ και ενέχονται από κοινού και εις ολόκληρο. Μάλιστα η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ” αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρ. 8 του ν. 2251/1994 “για την προστασία των καταναλωτών”, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια  να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του  (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1227/2007). Περαιτέρω,  το ιατρικό σφάλμα, εμφανίζεται με τη μορφή εκδήλωσης ορισμένης συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης ως αποκλίνουσας σε σχέση με αυτή την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας επιβάλλεται να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης σε σχέση με τους οποίους δεν υφίσταται αμφισβήτηση.  Υπό την έννοια αυτή, στο πεδίο της διερεύνησης της συνδρομής ιατρικού σφάλματος, συνδεόμενου με την επιλογή ορισμένης θεραπευτικής μεθόδου, η αναζήτηση και ο προσδιορισμός του ειδικότερου περιεχόμενου όσων κανόνων διαγράφουν εφαρμοζόμενα κριτήρια αξιολόγησης ως παράνομης της συμπεριφοράς του ιατρού, δεν επιχειρείται μέσω της αναγωγής στο πρότυπο της ίασης του ασθενούς, προσαρμοζόμενο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η κρίσιμη για την θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης διαπίστωση δεν συνδέεται με την απουσία επίτευξης ενός τέτοιου αποτελέσματος, αλλά με την επιβλαβή επίδραση της έλλειψης παροχής κατάλληλης ιατρικής φροντίδας. Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμελείας αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου, που στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και μη κοινοποίηση του κινδύνου που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς, εξέταση του ασθενούς, εργαστηριακές εξετάσεις, ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών) β) είτε ως εσφαλμένη πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος, εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται κακό στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας, είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα, (δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας. (ΑΠ 974/2014).

Κατά το άρθρο 388 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, αν κρίνει ότι υπάρχει λόγος, μπορεί ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη ή την επανάληψη ή τη συμπλήρωση της (ήδη ενεργηθείσας) πραγματογνωμοσύνης από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ 1 ΚΠολΔ, η οποία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στη διαδικασία της κατ΄ έφεση δίκης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 522, 529, 532, 533 και 535 παρ 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει για το βάσιμο των λόγων της εφέσεως, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, τα οποία έχουν ανάγκη συμπληρώσεως ή επεξηγήσεως, δύναται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, να διατάξει την επανάληψη της επ΄ ακροατηρίου συζητήσεως, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, προκειμένου να διενεργηθούν συμπληρωματικές αποδείξεις, μεταξύ των οποίων και πραγματογνωμοσύνη-αρχική, συμπληρωματική ή νέα- εάν κατά την κρίση του απαιτούνται προς τούτο ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (βλ. Ολ. ΑΠ 1285/1982, ΑΠ 2/2006, ΑΠ 132/1988, ΕΑ 1597/2011, ΕΑ 6/2009, ΕΘεσ 91/2009, ΕΑ3671/2007).  Στην προκειμένη περίπτωση, από τα  επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, το δικαστήριο δεν  μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα αν οι εναγόμενοι κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων τους παρέβησαν την υποχρέωσή τους να ενεργήσουν σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου τους, ζήτημα που αποτελεί απαραίτητο προαπαιτούμενο  και ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης και δη στην κρίση του δικαστηρίου περί της ουσιαστικής  βασιμότητας ή μη των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ΄ αριθμ 5555/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά πραγματογνώμονα ιατρού ………….., τα πρώτα συμπτώματα της  ακανθαμοιβάδας και η κλινική εικόνα (μικρή φλεγμονή του επιπεφυκότος που μετέπειτα εξελίσσεται σε φλεγμονή του κερατοειδούς) είναι απλά και συγχέονται με οποιαδήποτε επιπεφυκίτιδα, κάθε κόκκινο μάτι, αλλά από την έναρξη της θεραπείας για  μια απλή επιπεφυκίτιδα σε μια εβδομάδα θα έπρεπε να υπάρξει βελτίωση. Επίσης ο ίδιος πραγματογνώμονας αποφαίνεται ότι όταν κάποιος ασθενής με τα συμπτώματα της ενάγουσας επισκέπτεται οποιονδήποτε οφθαλμίατρο  είναι πρακτικώς  και ιατρικώς αδύνατο να διαγνωσθεί αν το μάτι πάσχει ή όχι από ακανθαμοιβάδα.

Στην προκειμένη περίπτωση όμως, με δεδομένο ότι και οι δύο εναγόμενοι διέγνωσαν, όπως και  οι ίδιοι υποστηρίζουν, ότι η ενάγουσα πάσχει από απλή επιπεφυκίτιδα και ότι δεν υπήρξε βελτίωση σε μία εβδομάδα, παρά τη χορήγηση θεραπευτικών κολλυρίων και λαμβανομένου υπόψη ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν πως η ενάγουσα ήταν χρήστης φακών επαφής και συνεπώς ανήκε στην κατηγορία των  ασθενών υψηλού κινδύνου αναφορικά με την επιμόλυνσή της με το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας, καθώς το 80% των χρηστών φακών επαφής έχει προσβληθεί από το μικρόβιο αυτό (βλ. σελ 13 της παραπάνω πραγματογνωμοσύνης), στο δικαστήριο γεννώνται εύλογα ερωτήματα περί του αν πράγματι ήταν πρακτικώς αδύνατο στους εναγόμενους, όπως και σε κάθε γιατρό της ειδικότητάς τους, να υποψιαστούν  ότι πρόκειται για ακανθαμοιβάδα (όπως αποφαίνεται ο ως άνω πραγματογνώμονας) ή αν η εσφαλμένη  διάγνωση για ύπαρξη επιπεφυκίτιδας οφείλεται σε αμέλειά τους. Επίσης το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο  να διερευνηθεί αν η έγκαιρη διάγνωση της νόσου της ενάγουσας (εντός μιας εβδομάδας) και η παραπομπή της σε εξειδικευμένο οφθαλμολογικό κέντρο θα είχε ως αποτέλεσμα  την πλήρη θεραπεία της και την αποφυγή της θεραπευτικής κερατοπλαστικής. Για τα παραπάνω  ζητήματα απαιτούνται ειδικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης.

Επομένως το δικαστήριο τούτο, προκειμένου να καταλήξει σε ασφαλή δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των λόγων της εφέσεως, που ανάγοντα σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κρίνει ότι πρέπει, χωρίς να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη  απόφαση, να διαταχθεί  η επανάληψη  της συζητήσεως στο ακροατήριο που έχει κηρυχθεί περαιωμένη, προκειμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 254, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 368 επ ΚΠολΔ, να διενεργηθεί (συμπληρωματική) ιατρική πραγματογνωμοσύνη για να διαπιστωθούν τα παραπάνω ώστε στη συνέχεια να κριθεί η βασιμότητα των λόγων της εφέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Αναβάλλει να αποφασίσει οριστικά

Διατάσσει την επανάληψη της ενώπιόν του συζητήσεως της εφέσεως προκειμένου να διενεργηθεί συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη.

Διορίζει πραγματογνώμονα τον ……….., Χειρουργό Οφθαλμίατρο, κάτοικο …. Αττικής, οδός ………., τηλ. …………, ο οποίος υποχρεούται  να δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας, ενώπιον του νεότερου κατά διορισμόν Εφέτη, που υπηρετεί στο Δικαστήριο τούτο και σε περίπτωση κωλύματος τούτου ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή του, σε ημέρα και ώρα που  θα ορισθεί αρμοδίως και αφού λάβει υπόψη του όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, που είναι χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και ιδίως, μεταξύ άλλων, την αγωγή και τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων, την έφεση, τις συνεκκαλούμενες 5555/2013 μη οριστική και 2899/2015 οριστική αποφάσεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, τις ιατρικές εξετάσεις της ενάγουσας, την από 11-6-2016 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του χειρουργού Οφθαλμιάτρου ……………, την από 17-2-2015 γνωμοδότηση του τεχνικού  συμβούλου των ήδη εφεσιβλήτων-εναγομένων και την επιδοτέα προς αυτούς απόφαση, και ζητήσουν  σχετικές πληροφορίες από τους διαδίκους, αποφανθεί ύστερα από μελέτη όλων των ιατρικών εγγράφων, με δεόντως αιτιολογημένη έκθεσή του, η οποία  θα κατατεθεί, με σύνταξη σχετικής εκθέσεως, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του και θα προσκομισθεί κατά την επαναληπτική συζήτηση της υποθέσεως, αναφορικά με τα εξής ζητήματα: 1) αν οι εναγόμενοι κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών τους προς την ενάγουσα επέδειξαν αμελή συμπεριφορά και έτσι δεν διέγνωσαν ότι ο αριστερός οφθαλμός της ενάγουσας είχε προσβληθεί από το μικρόβιο της  ακανθαμοιβάδας, παρά το γεγονός ότι α) είχε παρέλθει μία εβδομάδα από την έναρξη της θεραπείας για την επιπεφυκίτιδα χωρίς να υπάρξει  βελτίωση και ως εκ τούτου έπρεπε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να έχει προσβληθεί ο οφθαλμός της ενάγουσας από επιπεφυκίτιδα β) γνώριζαν ότι η ενάγουσα ήταν χρήστης φακών επαφής και συνεπώς ανήκε στην κατηγορία των ασθενών υψηλού κινδύνου αναφορικά με την επιμόλυνσή της με το μικρόβιο της ακανθαμοιβάδας. 2) αν η έγκαιρη διάγνωση της νόσου της ενάγουσας (εντός μίας εβδομάδος) και η παραπομπή της σε εξειδικευμένο οφθαλμολογικό κέντρο θα είχε ως αποτέλεσμα την  πλήρη θεραπεία της και την αποφυγή της θεραπευτικής κερατοπλαστικής (μεταμόσχευση κερατοειδούς).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 6η Απριλίου 2017   και δημοσιεύθηκε στις 25 Απριλίου 2017 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ