Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 198/2017

Αριθμός    198/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 31-8-2015 (αριθμ.εκθ.καταθ………./2015) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου που στρέφεται κατά της υπ΄αριθμ. 2801/2015 οριστικής απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. ΚΠολΔ) ασκήθηκε νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2 , 499, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄ εδ. α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1 , 520 παρ.1, 591 παρ.1 εδαφ.α΄ και 652  του ΚΠολΔ).

Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική  διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με τις από 10-10-2011 (αριθμ.καταθ…../2011)  και  από 7-8-2012 (αριθμ. καταθ. …./2012) αγωγές ο ενάγων ήδη εκκαλών εξέθετε ότι δυνάμει του από 28-12-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως εκμίσθωσε στους εναγομένους ήδη εφεσίβλητους ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 35τμ που βρίσκεται στην Αίγινα και επί της ………. προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν αυτοί, μαζί με τον έμπροσθεν αυτού εξωτερικό δημοτικό χώρο ως οβελιστήριο και για κάθε συναφή χρήση. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για πέντε έτη, αρχομένη την 1-1-2008 και λήγουσα την 31-12-2013 και ότι το μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 3.000 ευρώ. Ότι κατόπιν αιτήσεως των εναγομένων συμφωνήθηκε για το χρονικό διάστημα από από 1-1-2008 έως 31-5-2011 το μίσθωμα να μειωθεί στο ποσό των 1.000 ευρώ και ότι μετά την 1-6-2011 το μίσθωμα θα επανέλθει στο ποσό των 3.000 ευρώ.  ΄Οτι οι εναγόμενοι αν και κάνουν ακώλυτη χρήση του μισθίου δεν του έχουν καταβάλει τα μισθώματα μηνών Ιουνίου 2011 έως και Σεπτεμβρίου 2011 και ότι δυνάμει της από 5-9-2011 εξώδικης δήλωσής του που απέστειλε στους εναγομένους την ίδια ημέρα, κατήγγειλε την εν λόγω σύμβαση μίσθωσης, ζητώντας τους να του καταβάλουν το ποσό των 12.432 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα μισθώματα των ως άνω μηνών και να του αποδώσουν τη χρήση του μισθίου και με την από 10-10-2011 αγωγή του να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του αποδώσουν τη χρήση του ως άνω μισθίου, να αναγνωρισθεί ότι δοθείσα εγγύηση των 6.000 ευρώ κατέπεσε λόγω παράβασης του άρθρου 14 του συμφωνητικού μίσθωσης και να του καταβάλουν εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, άλλως κατ΄ισομοιρία το ποσό των 12.432 ευρώ που αντιστοιχούσε στα μισθώματα των μηνών Ιουνίου 2011 έως και Σεπτεμβρίου 2011, νομιμοτόκως από τότε που κάθε μίσθωμα κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την από 7-8-2012 αγωγή του ο ενάγων εκθέτοντας ό,τι εξέθεσε και με την από 10-10-2011 αγωγή του, δηλώνοντας ότι καταγγέλλει με την υπό κρίση αγωγή του την εν λόγω σύμβαση μίσθωσης, σε περίπτωση που η καταγγελία στην οποία προέβη δυνάμει της από 5-9-2011 εξώδικης δηλώσεώς του είναι ανενεργής, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν το ποσό των 33.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αποζημίωση χρήσης 11 μισθωτικών μηνών, ήτοι από τον Σεπτέμβριο του 2011 έως και τον Αύγουστο 2012 (3.000 ευρώ Χ 11 μήνες), άλλως το ποσό των 30.000 ευρώ, ως αποζημίωση χρήσης για τους μήνες Οκτώβριο 2011 έως και Αύγουστο 2012, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η σύμβαση μίσθωσης λύθηκε με την καταγγελία στην οποία προέβη με την από 10-10-2011 αγωγή του, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επιπλέον ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα.

Στη συνέχεια, με την από 10-5-2012 (αριθμ. καταθ. ……../2012) αγωγή τους οι ενάγοντες (εναγόμενοι στις ανωτέρω αγωγές) εξέθεταν ότι ουδέποτε το ως άνω μίσθωμα επανήλθε στο ποσό των 3.000 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-6-2011 και εντεύθεν και ότι με τις αναφερόμενες σ΄αυτήν (αγωγή) ενέργειες του εναγομένου (και ενάγοντος στις δύο ως ανω αγωγές) κατέστη από αποκλειστική υπαιτιότητά του η χρήση του μισθίου καταστήματος ανέφικτη. Ζήτησαν δε, δηλώνοντας ότι με την αγωγή τους καταγγέλλουν την εν λόγω σύμβαση μισθώσεως, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλλει τα παρακάτω ποσά : α) το ποσό των 6.000 ευρώ που αντιστοιχούσε στη δοθείσα εγγύηση κατά την κατάρτιση της μίσθωσης, β) το ποσό των 31.676,75 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική βλάβη που υπέστησαν και γ) το ποσό των 7.441,66 ευρώ ως αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη που απώλεσαν και συνολικά το ποσό των 45.118,41 ευρώ, νομιμοτόκως, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά τους έξοδα.

Επί των αγωγών αυτών που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 4328/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία μισθώσεων) η οποία για την από 10-5-2012 ως άνω αγωγή κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς το αγωγικό αίτημα επιδικάσεως ποσού 7.441,66 ευρώ, ως αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη, επειδή έκρινε ότι δεν προσκομίστηκε ούτε και οι ενάγοντες επικαλέστηκαν επίδοση της αγωγής στην αρμόδια ΔΟΥ και κατά τα λοιπά απέρριψε τις από 10-10-2011 και από 7-8-2012 αγωγές, καταδίκασε τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων που καθόρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, δέχθηκε εν μέρει την από 14-5-2012 (αριθμ. καταθ. …../2012) αγωγή, κήρυξε λυμένη την ως άνω μίσθωση, γενομένης δεκτής της καταγγελίας που έλαβε χώρα με την ως άνω αγωγή, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας που έλαβε χώρα με τις από 10-10-2011 (αριθμ. καταθ. …./2011), από 7-8-2012 (αριθμ. καταθ. …../2012), άλλως με την από 5-9-2011 εξώδικη δήλωση του εναγομένου, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στους ενάγοντες το ποσό των 20.794,16 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, διέταξε την απόδοση της χρήσης του μισθίου στον εναγόμενο (της αμέσως ανωτέρω αγωγής), κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων τα οποία όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Στη συνέχεια, μετά την έκδοση της ανωτέρω υπ΄αριθμ. 4328/ 2013 απόφασης, οι ενάγοντες της από 10-5-2012 (αριθμ. καταθ. …/2012) αγωγής, με την από 20-2-2015 (αριθμ. καταθ……/2015) κλήση τους επαναφέρουν προς συζήτηση αυτήν (άνω αγωγή) ως προς το μη οριστικό περί διαφυγόντων κερδών σκέλος της, ποσού 7.441,66 ευρώ της παραπάνω απόφασης.

Επί αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η υπ΄αριθμ. 2801/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την ειδική διαδικασία των μισθώσεων, με την οποία έγινε δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη η αγωγή ως προς το παραπάνω κονδύλιο (που κρίθηκε ορισμένο) ως προς τον πρώτο και την τρίτη των εναγόντων και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στους ανωτέρω ενάγοντες, σε έκαστον κατ΄ ισομοιρίαν, το αιτούμενο από αυτούς αγωγικό κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών ποσού 7.441,66 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως, επίσης επιβλήθηκαν στον εναγόμενο τα δικαστικά έξοδα των ανωτέρω εναγόντων, που ορίστηκαν στο ποσό των 350 ευρώ, απορρίφθηκε η αγωγή ως προς το δεύτερο ενάγοντα και καταδικάστηκε αυτός στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, που ορίστηκαν στο ποσό των 250 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του για τους περιεχόμενους σ΄αυτήν  λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το προσβληθέν ως άνω κεφάλαιό της ώστε αυτό να απορριφθεί.

Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση.  Περαιτέρω, η υπό των διατάξεων των άρθρων 297 – 298 ΑΚ προβλεπομένη αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα, που έχουν ληφθεί (ΑΠ 83/2002). Ως θετική ζημία νοείται η μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος, η οποία μπορεί να συνίσταται σε μείωση του ενεργητικού ή σε αύξηση του παθητικού του. Αποθετική ζημία ή διαφυγόν κέρδος είναι η μη επαύξηση της περιουσίας του ζημιωθέντος λόγω του ζημιογόνου γεγονότος, η οποία (επαύξηση) θα επερχόταν με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 1221/2001). Δηλαδή το διαφυγόν κέρδος αποτελεί μέγεθος που προσδιορίζεται μόνο υποθετικά. Είναι το κέρδος που θα αποκομιζόταν, αν δεν είχε επέλθει το ζημιογόνο γεγονός. Γίνεται, δηλαδή, αναγκαία ένας συλλογισμός για την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Οι υποθέσεις δεν χαρακτηρίζονται από τη βεβαιότητα και, ακόμη, δυσχερώς αποδεικνύονται. Για να διευκολύνει, λοιπόν, ο νόμος την απόδειξη, αφού η βεβαιότητα στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους είναι αδύνατη, αλλά και να θέσει φραγμό στις αχαλίνωτες υποθέσεις, ορίζει στην ΑΚ 298 εδ. 2 ότι, ως διαφυγόν κέρδος “λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί”. Χρειάζεται δηλαδή η δυνατότητα να προβλεφθεί το κέρδος από κάποιον μέσο, λογικό άνθρωπο με βάση αντικειμενικά κριτήρια (“σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων”) και μάλιστα να προβλεφθεί εκ των προτέρων, δηλαδή κατά το χρόνο του ζημιογόνου γεγονότος. Για την αποκατάσταση, συνεπώς, του διαφυγόντος κέρδους απαιτείται βάσιμη πιθανότητα για την επέλευση του κέρδους. Η ύπαρξη προπαρασκευαστικών μέτρων καθιστά ασφαλέστερη την προς τούτο πιθανότητα. Το τυχαίο ή απροσδόκητο ή απλώς ενδεχόμενο και για το λόγο αυτό αβέβαιο, ή το υποθετικό και από αβέβαιους και αστάθμητους παράγοντες ή ελπίδες εξαρτημένο διαφυγόν κέρδος, δεν αποδίδεται. Ο απαιτούμενος, στις κατ` ιδίαν περιπτώσεις, βαθμός πιθανότητας είναι διάφορος καθόσον εξαρτάται από τις ιδιαίτερες – συγκεκριμένες περιστάσεις. Η πιθανότητα της δυνατότητας πραγματοποίησης διαφυγόντος κέρδους δεν μπορεί να φτάνει μέχρι φαντασιώδους υπολογισμού (ΑΠ 1364/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σε αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 του ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια (ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 390/2004, ΑΠ 83/2002, ΑΠ 849/2002). Ειδικότερα για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφό της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 220/2012, ΑΠ 175/2010, ΑΠ 886/ 2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 511, 520, 522, 524 § 1, 525 § 1 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, το εφετείο στο οποίο, με την άσκηση της έφεσης, μεταβιβάζεται η υπόθεση, μέσα στα όρια που καθορίζονται απ` αυτή και τους πρόσθετους λόγους, έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή ασκήθηκε απαράδεκτα, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 ΚΠολΔ. Από τις παραπάνω διατάξεις δηλαδή προκύπτει ότι εάν με την έφεση ζητείται η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και η απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της ως μη νόμιμης ή ουσιαστικά αβάσιμης, αποδίδεται δηλαδή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο σφάλμα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ή τη νομιμότητα της αγωγής, το Εφετείο, στο οποίο έτσι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο σύνολό της, δεν κωλύεται να απορρίψει αυτεπαγγέλτως την αγωγή εν όλω ή εν μέρει ως αόριστη ούτε και να απορρίψει τα επί μέρους αγωγικά αιτήματα ή και ολόκληρη την αγωγή ως μη νόμιμη για λόγους άλλους από τους επικαλούμενους στην έφεση (AΠ 1216/1997, ΕφΑθ 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή τους ως προς το αιτούμενο ποσό των  7.441,66 ευρώ που αφορά τα διαφυγόντα κέρδη από την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και συγκεκριμένα από τη λειτουργία της επιχείρησης τους – οβελιστήριο, οι ενάγοντες ιστορούν τα εξής : «Λόγω της κατά τα παραπάνω διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησής μας, υπέστημεν περαιτέρω ζημία από την απώλεια χρηματικών εσόδων (διαφυγόντων κερδών) συνολικού ύψους 7.441,66 ευρώ, που με βεβαιότητα, άλλως με πολύ μεγάλη πιθανότητα θα αποκερδαίναμε εάν συνεχιζόταν η ομαλή λειτουργία της επιχείρησής μας μέχρι το τέλος του συμβατικού χρόνου διάρκειας της μισθωτικής σχέσης. Τούτο καθίσταται σαφές από τη λογιστική εικόνα της επιχείρησής μας για το πριν από τη διακοπή της χρονικό διάστημα, ήτοι από 1/1/2008 μέχρι και 30/9/2011, η οποία κατά μέσον όρο αναλύεται ως εξής : α) Έσοδα/Τζίρος : Η επιχείρηση κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχε συνολικά έσοδα ύψους εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000,00) ευρώ για τις τρείς (3) πλήρεις κλεισμένες οικονομικές χρήσεις, ήτοι των ετών 2008,2009 και 2010, το οποίο αντιστοιχεί σε ποσό πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ ανά έτος κατά μέσο όρο β) Έξοδα : Οι ετήσιες δαπάνες της επιχείρησης, δεδομένου και του εποχικού χαρακτήρα αυτής, ήτοι της λειτουργίας της ουσιαστικά για επτά (7) μήνες ανά έτος, ήτοι από τον Μάρτιο μέχρι και τον Οκτώβριο, ήταν οι ακόλουθες : 1. ετήσιο μίσθωμα (12Χ 1.000,00) 12.000,00 2. μισθοί και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τρία άτομα προσωπικό, ήτοι ένα άτομο ως σερβιτόρο (μηνιαία δαπάνη 600,00 ευρώ) και δύο άτομα στην κουζίνα (μάγειρας μηνιαία δαπάνη 650,00 ευρώ και βοηθός μηνιαία δαπάνη 450,00 ευρώ), 3. δαπάνη ΔΕΗ 4.000,00 ευρώ, 4. δαπάνη Δημοτικής Επιχείρησης Ύδατος 1.000,00 ευρώ 5. Δημοτικός φόρος 1.400,00 ευρώ 6. Προμήθειες 15.000,00 ευρώ και συνολικά 45.300,00 ευρώ.Επομένως, με δεδομένο ότι τα καθαρά κέρδη μας για την αμέσως προηγούμενη τριετή λειτουργία της επιχείρησης ανέρχονταν κατά μέσον όρο σε 4.700,00 ευρώ και με το επίσης δεδομένο ότι και για το υπολειπόμενο της μισθώσεως χρονικό διάστημα, η αποδοτικότητα της επιχείρησής μας θα ήταν τουλάχιστον ίση με την προηγούμενη, ευχερώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ζημία μας από τα διαφυγόντα κέρδη για το χρονικό διάστημα από την 1/6/2012 ήτοι από την καταγγελία της μισθώσεως και μέχρι τις 31/12/2013, οπότε θα έληγε η συμβατική της διάρκεια, θα ανέλθει συνολικά στο ποσό των 7.441,66 ευρώ {= 4.700,00 + 2.741,66 ( = 4.700,00 Χ 7/12 )}». Η αγωγή όμως ως προς το αιτούμενο κονδύλιο των 7.441,66 ευρώ που αφορά τα διαφυγόντα κέρδη των εναγόντων από την ως άνω επιχειρηματική δραστηριότητά τους είναι αόριστη καθόσον οι ενάγοντες δεν  αναφέρουν συγκεκριμένα και δεν παραθέτουν – έστω και ευσύνοπτα – το είδος και τον αριθμό των εμπορικών συναλλαγών – πωλήσεων που πραγματοποίησαν κατά τα αναφερόμενα ως άνω προηγούμενα έτη, τα οποία συγκρινόμενα μεταξύ τους θα καταδείκνυαν ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αυτοί θα αποκόμιζαν τα κέρδη αυτά, εάν δεν έληγε η συμβατική διάρκεια της εν λόγω μίσθωσης σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατόπιν τούτων το σχετικό αγωγικό κονδύλιο είναι αόριστο και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, δεκτού γενομένου ως βάσιμου και του αυτεπαγγέλτως ερευνωμένου ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου που αποτελεί και σχετικό λόγο έφεσης. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένο το παραπάνω κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και το Δικαστήριο τούτο δύναται και υποχρεούται να ελέγξει αυτεπαγγέλτως το ορισμένο της αγωγής ως προς το εν λόγω κονδύλιο ανεξάρτητα βέβαια από το αν υπάρχει ή όχι σχετικός λόγος εφέσεως , ενώ σε καμία περίπτωση δεν καθίσταται δυσμενέστερη η θέση του εκκαλούντος. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως κατ΄ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί η υπόθεση και να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος της που αφορά το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών ποσού 7.441,66 ευρώ. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες λόγω της εν μέρει ήττας τους  και ανάλογα με την έκταση αυτής, σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος- εναγομένου, κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτού, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης λόγω της νίκης του εκκαλούντος (αφού έγινε δεκτή η έφεσή του), πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ΄αυτόν του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσε με τα υπ΄αριθμ….. και …../2015 παράβολα Δημοσίου, εκ ποσού τριάντα (30) ευρώ και πενήντα  (50) ευρώ έκαστο αντίστοιχα, καθώς και με τα υπ΄αριθμ. …. και …../2015 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο (άρθρ. 495 παρ.3  εδαφ. ε΄ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθμ. 2801/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία μισθώσεων).

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της από 10-5-2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγής κατά το μέρος αυτής που αφορά το αγωγικό κονδύλιο περί διαφυγόντων κερδών ποσού 7.441,66 ευρώ.

Απορρίπτει την αγωγή ως προς το ανωτέρω κονδύλιο.

Καταδικάζει τους εφεσίβλητους- ενάγοντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος- εναγομένου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος απ΄αυτόν παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 25 Απριλίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ