ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 14/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εδρεύουσας στο ………….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «…………..», η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δέσποινα Λοΐζου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, κατά
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εδρεύουσας στον ………. και νομίμως εκπροσωπούμενης από το διαχειριστή της ……., κάτοικο ………., επί της οδού ……….. εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………», η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η καλούσα – εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.8.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../1.9.2011 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 4916/2013 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 30.9.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./30.9.2014 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 17η Σεπτεμβρίου 2015, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε. Ήδη η πιο πάνω έφεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 10.10.2015 κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης, που έχει κατατεθεί με αριθμό σχετικής εκθέσεως …../20.10.2015, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 18η.2.2016 και ακολούθως, κατόπιν αναβολής, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 10.10.2015 κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης – ενάγουσας (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …/20.10.2015), νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 30.9.2014 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./30.9.2014 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……../6.11.2014) έφεση της καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσας – εναγομένης κατά της με αριθμό 4916/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ύστερα από τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά την αρχικώς προς τούτο ορισθείσα δικάσιμο της 17ης.9.2015, συνεπεία της διενέργειας τότε των Εθνικών Βουλευτικών Εκλογών.
Κατά τη διάταξη της § 3 εδαφ. α του άρθρου 524 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 § 1 του Ν. 3994/2011 «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), που κατ’ άρθρο 77 αυτού άρχισε να ισχύει από την δημοσίευσή του και πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 2 του αυτού Νόμου, από 1ης.1.2016, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της § 2 του άρθρου 272 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό τέθηκε στη θέση του (καταργηθέντος προηγουμένου) άρθρου 272 με το άρθρο 30 του Ν. 3994/2011, «Αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του εναγομένου ή εκείνου που άσκησε κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 271, και σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος απορρίπτεται η αγωγή». Τέλος, στις διατάξεις των § 1 και 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, ορίζονται τα εξής: «Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα» (§ 1) και «Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου» (§ 2). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά την, κατά την τακτική διαδικασία, συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου απορρίπτεται η έφεσή του. Ο νομοθέτης προέβη στην ίδια επιλογή και σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ρύθμισε ρητά τις συνέπειες της ερημοδικίας του εκκαλούντος επί υποθέσεων εκδικαζομένων κατά τις ειδικές διαδικασίες της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, όπως συμβαίνει επί γαμικών διαφορών (άρθρο 603 § 1 ΚΠολΔ), επί εργατικών διαφορών (άρθρο 674 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ), επί διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρο 681 εδαφ. β ΚΠολΔ), καθώς και επί των υπολοίπων διαδικασιών, στις οποίες εφαρμόζονται αντίστοιχοι κανόνες. Παρότι οι δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας είχαν καταργηθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, ακόμη και στην τακτική διαδικασία, μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με το Ν. 2915/2001 «Επιτάχυνση της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και λοιπές δικονομικές και συναφείς ρυθμίσεις» (ΦΕΚ Α 109/29.5.2001), ο νομοθέτης εμμένει στην απόρριψη της έφεσης επί ερημοδικίας του εκκαλούντος σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, διαφοροποιώντας, εν μέρει τουλάχιστον, την αντιμετώπιση της ερημοδικίας σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας (ΜονΕφΠειρ. 13/2014, ΕφΠειρ. 127/2012, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα αυτά ισχύουν και επί μισθωτικών διαφορών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 654 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, που ορίζει ότι όταν ερημοδικεί ο εκκαλών η έφεσή του απορρίπτεται και η οποία εφαρμόζεται όταν με την έφεση προσβάλλεται απόφαση εκδοθείσα όχι μόνον κατά την διαδικασία των άρθρων 647 επομ. ΚΠολΔ αλλά και καθ’ οιαδήποτε άλλη, ακόμη και την τακτική, διαδικασία, εφόσον αυτή τυχόν εφαρμόστηκε αντί της προσήκουσας ειδικής διαδικασίας, κατά την οποία και θα έπρεπε κατά νόμο να εκδικαστεί η υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, επί ερημοδικίας του εκκαλούντος η απόρριψη της εφέσεως γίνεται κατ’ ουσία και όχι κατά τους τύπους, διότι, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσιβλήτου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο διότι, αν και στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται – κατά πλάσμα του νόμου – ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990, Δνη 1990/804 = Δ 1990/992 = ΕΕΝ 1990/433 = ΝοΒ 1990/1337, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128, ΑΠ 187/2012, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1439/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΔυτΜακ 28/2013, Αρμ. 2014/106, ΜονΕφΑθ 3981/2012, ΝοΒ 2013/972, ΕφΛαρ. 348/2011, Δικογραφία 2012/72, ΕφΑθ 4249/2005/526, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, 2009, αριθμ. 1050 – 1052, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, § 1767, σελ. 442, βλ. και ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 2150/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, κατά τις οποίες ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση). Προϋπόθεση, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, της ως άνω απορρίψεως είναι ότι ο κατά τη δικάσιμο απολιπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση είτε είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο) για να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Αντίθετα, αν ο απολιπόμενος διάδικος δεν είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν είχε εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο ή είχε εμφανισθεί αλλά δεν είχε λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη (ΑΠ 1578/2008, ΑΠ 1147/2008, ΑΠ 1439/2008, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 § 4 εδαφ. β και γ ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 498 § 2 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, ακόμα και αν αυτή διεξάγεται κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 654 § 2 εδαφ. α του Κώδικα αυτού, που αντιθέτως από ό,τι συμβαίνει στον πρώτο βαθμό, επιτάσσει την εγγραφή της εφέσεως σε πινάκιο (βλ. σχετ. και Ι. Κατρά, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, § 244, Γ, σελ. 743, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 654, αρ. 3, σελ. 917), αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ’ αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου, όταν ο απολιπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 365/2012, ΑΠ 12/2011, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η καλούσα – εφεσίβλητη με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκηθείσα από 31.8.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/1.9.2011 αγωγή της, στράφηκε εναντίον της ήδη καθ’ ης η κλήση – εναγομένης για την ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεών της, προερχομένων από έγκυρη σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους αναψυχής στις εγκαταστάσεις τουριστικού λιμένα, που αποτελεί σύμβαση μίσθωσης ακινήτου διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΜονΕφΠειρ. 847/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 734/2013, ΔΕΕ 2014/984, ΕφΠειρ. 605/2010, ΔΕΕ 2011/220, ΕφΑθ. 10868/1988, ΑρχΝ 1989/426, ΔΕΚ 428/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (ΜονΕφΠειρ. 234/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 847/2014, ο.π.). Επί της αγωγής αυτής, που εσφαλμένα εκδικάστηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία είχε εισαχθεί, εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αριθμ. 4916/2013 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 30.9.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/30.9.2014 έφεσή της. Τη συζήτηση της εφέσεως αυτής επέσπευσε η εφεσίβλητη, η οποία, αφού προσδιόρισε δικάσιμο για την εκδίκασή της την 17η.9.2015 (βλ. τη με αριθμό ………./6.11.2014 έκθεση προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς), επέδωσε στην εκκαλούσα ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με πράξη προσδιορισμού και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο εκείνη (βλ. τη με αριθμό ……../6.2.2015 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, στην οποία έχουν επισυναφθεί βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής και έκθεση εγχειρίσεως θυροκολληθέντος δικογράφου), κατά την οποία, όμως, η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω διεξαγωγής των Εθνικών Βουλευτικών Εκλογών. Ήδη η έφεση αυτή νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 10.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/20.10.2015) κλήση της εφεσίβλητης, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 18ης.2.2016, από την οποία αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως. Στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε προσηκόντως από την σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, μολονότι, όπως προκύπτει από τη με επίκληση εκ μέρους της εφεσίβλητης προσκομιζόμενη με αριθμό …………/10.11.2015 επιδοτήρια έκθεση του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, στην οποία έχουν επισυναφθεί βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής και έκθεση εγχειρίσεως θυροκολληθέντος δικογράφου, αντίγραφο της ως άνω κλήσεως με πράξη προσδιορισμού δικασίμου για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18ης.2.2016 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσα (άρθρα 124 §§ 1, 2, 126 § 1 περ. δ, 127 § 1 και 128 §§ 1, 4 ΚΠολΔ). Κατά τη δικάσιμο εκείνη, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την προκειμένη δικάσιμο, με σχετική σημείωση στο πινάκιο, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επέχει θέση κλήτευσης ως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευσή τους για τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο, αφού είχαν κλητευθεί νόμιμα για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία χώρησε η αναβολή. Να σημειωθεί εδώ ότι, ως εκ περισσού, η εφεσίβλητη επέδωσε στην καθ’ ης η κλήση [και] ακριβές αντίγραφο του με αριθμό 17/2016 πιστοποιητικού της Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου περί μετ’ αναβολή συζητήσεως της ένδικης κλήσης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./25.5.2016 επιδοτήρια έκθεση του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, στην οποία έχουν επισυναφθεί βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής και έκθεση εγχειρίσεως θυροκολληθέντος δικογράφου. Επομένως, η εκκαλούσα, που νόμιμα κλητεύθηκε αλλά δεν εκπροσωπήθηκε, πρέπει να δικαστεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεσή της, ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα. Επιπλέον, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως εκ μέρους της απολιπομένης εκκαλούσας (άρθρα 501, 502 § 1, 505 § 2, 653 § 1 και 654 § 2 εδαφ. α ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 184 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας ερήμην της εκκαλούσας.
Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως εκ μέρους της αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της αποφάσεως αυτής, στο χρηματικό ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).
Απορρίπτει την έφεση.
Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των επτακοσίων ευρώ (700 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Ιανουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ