Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 18/2017

Αριθμός   18/2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Εταιρείας με την επωνυμία ………….που εδρεύει στο  …………. και εκπροσωπείται νόμιμα,  η  οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο  Παναγιώτη Βρυώνη και τον ασκούμενο δικηγόρο Γεώργιο Μπένο.

 ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………, 2) ………… 3) Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εκπροσωπείται νομίμως και εδρεύει κατά το καταστατικό της στο ………., διατηρεί εγκατάσταση στην Ελλάδα με κεντρικά γραφεία στην ……. και υποκατάστημα ναυτιλιακών εργασιών στον ……..,  εκ των οποίων οι 1ος και 2ος εκπροσωπήθηκαν  από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο – Μιλτιάδη Ασπιώτη  (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και η   3η εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους  Νικόλαο Χαιρόπουλο και  Χαράλαμπο Χαιρόπουλο.

Η εκκαλούσα άσκησε  ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2012 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2447/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  με την από  29.10.2014  και με αριθμ. εκθ. κατάθ. ……/2014  έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 8η.10.2015 και, κατόπιν διαδοχικών αναβολών, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος  των 1ου και 2ου εκ των εφεσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 29-10-2014 έφεση (αριθ.κατ. …../2014), κατά της υπ’ αριθ. 2447/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου νομίμου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου, στις 29-10-2014, εντός εξήντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης στην εδρεύουσα στην αλλοδαπή εκκαλούσα (βλ. την από 1/9/2014 επισημείωση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ……….. επί του προσκομιζόμενου επιδοθέντος αντιγράφου αυτής). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015), που τροποποίησε τον ΚΠολΔ, γιατί η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε πριν την 1-1-2016 (αρθ. 9 παρ. 2 ν. 4335/2015).

ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος από πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη υποχρεώνεται να τον αποζημιώσει. Η ανωτέρω διάταξη, κατά την οποία αποτελεί αυτοτελή αδικοπραξία και γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, όταν η εναντίον των χρηστών ηθών συμπεριφορά γίνεται από πρόθεση και προκαλεί ζημία, είναι συμπληρωματική της ΑΚ 914 και επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευομένου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας. Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (ΑΚ 919) είναι: α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος) που αντίκειται στα χρηστά ήθη, β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ) πρόκληση της ζημίας αυτής σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του άλλου. Συνεπώς κύριο χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του 919 ΑΚ είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικά, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη, χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου ανθρώπου σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων. Ειδικότερα, αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του “χρηστώς και εμφρόνως” σκεπτόμενου ατόμου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με τη διαγωγή του (τυχόν) αντισυμβαλλομένου – “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 292/2015, 764/2014, 783/2014, 119/2013 – “Νόμος”). Η υποχρέωση αποζημιώσεως κατά το άρθρο 919 ΑΚ είναι μεν συμπληρωματική της υποχρεώσεως κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όχι όμως και επιβοηθητική ή επικουρική εκείνης. Συνεπώς, δεν αποκλείεται να θεμελιωθεί η αξίωση αποζημιώσεως και στις δύο αυτές διατάξεις, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτών (ΕφΠειρ 91/2016- “Νόμος”, ΕφΘεσσ 735/1993, Αρμ 1993, 332, Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 919, αριθ. 24).

ΙΙΙ. Οι τραπεζικές εργασίες διακρίνονται σε ενεργητικές και παθητικές. Ενεργητικές εργασίες είναι αυτές με τις οποίες τοποθετείται το χρήμα, ενώ παθητικές είναι αυτές με τις οποίες εμφανίζεται, παρουσιάζεται το χρήμα. Υπάρχουν όμως και άλλες εργασίες, που δεν μπορούν να καταταγούν σε κάποια από τις δύο αυτές κατηγορίες και που αφορούν την παροχή διαφόρων υπηρεσιών από την τράπεζα, που δεν συνδέονται με κάποιο οικονομικό χαρακτηριστικό (Γ. Βελεντζα, «Δίκαιο Τραπεζών και Τραπεζικών Συμβάσεων», 3η έκδοση, 2004, σ.499 – 500). Η σύγχρονη και κυριότερη τραπεζική εργασία και ταυτόχρονα και κύρια πηγή άντλησης των μέσων της τραπεζικής λειτουργίας και των κερδών των τραπεζών είναι η «σύμβαση κατάθεσης». Αυτή συνάπτεται με τη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων στην τράπεζα προς την οποίαν παρέχεται ταυτόχρονα η πληρεξουσιότητα να τ’ αποδώσει στο δικαιούχο, καταθέτη ή τρίτο, υπέρ του οποίου έγινε η κατάθεση, μόλις ζητηθούν. Εξάλλου, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μελών, μπορεί να πιστώνεται ο σχετικός λογαριασμός κατάθεσης με το προϊόν επιταγών ή άλλων αξιογράφων, που μεταβιβάζονται νόμιμα για το σκοπό αυτό από τον καταθέτη στην τράπεζα και καθορίζεται αν η πίστωση αυτή θεωρείται ή όχι οριστική πριν από την είσπραξη των ποσών αυτών. Η τραπεζική κατάθεση – όψης, ταμιευτηρίου, σε κοινό λογαριασμό – όπως και η κατάθεση στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, φέρουν το χαρακτήρα της ανώμαλης παρακαταθήκης (αρθρ. 830 παρ.1 εδ,β` ΑΚ). Αυτή συντελείται με μεταβίβαση της κυριότητας των παρακατατεθέντων στο θεματοφύλακα, ο οποίος έχει την υποχρέωση όταν λήξει η σύμβαση να αποδώσει στον παρακαταθέτη πράγματα (χρήματα) της ίδιας ποσότητας (βλ. Γ. Βελέντζα, ο.π., σ. 502 – 508). Περαιτέρω, το ν.δ. 1059/1971 “περί του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων”, διαλαμβάνει τα εξής: “Οι κάθε μορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα είναι απόρρητες. Το απόρρητο αυτό δεν ισχύει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, των σχετικών με τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και της εφαρμογής των νομισματικών, πιστωτικών και συναλλαγματικών κανόνων. Εξαιρετικά, επιτρέπεται η άρση του τραπεζικού απορρήτου ύστερα από ενέργεια του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ, στην περίπτωση που προσκομίζεται προσωπική επιταγή ποσού άνω του 1.000.000 δραχμών, για εξόφληση χρεών προς το Δημόσιο, οπότε και δίδεται πρόβλεψη και δέσμευση του ποσού υπέρ της ΔΟΥ” (άρθρο 1), “Διοικηταί, μέλη Διοικητικών Συμβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων ή υπάλληλοι Τραπεζών, οίτινες ως εκ των καθηκόντων των λαμβάνουν γνώσιν των τραπεζικών καταθέσεων, παρέχοντες καθ’ οιονδήποτε τρόπον οιανδήποτε περί αυτών πληροφορίαν, τιμωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών. Η συναίνεση ή έγκριση του υπέρ του οποίου το απόρρητον καταθέτου, ουδαμώς αναιρεί τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξεως. Οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται για τη Διοίκηση και τα λοιπά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος, προκειμένου να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις νομισματικών, πιστωτικών ή συναλλαγματικών κανόνων” (άρθρο 2 παρ. 1). “Τα εν παραγράφω 1 αναφερόμενα πρόσωπα, καλούμενα ως μάρτυρες εν πολιτική ή ποινική δίκη, ουδέποτε εξετάζονται περί των απορρήτων καταθέσεων και συναινούντος έτι του υπέρ του οποίου το απόρρητον καταθέτου και εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα, μετά από ειδικά αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του αρμόδιου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κυρίας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου, στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφόσον η παροχή των πληροφοριών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος” (άρθρο 3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 27 παρ. 1 ν. 1868/1989). Στην έννοια των καταθέσεων εμπίπτουν οι χρηματικές καταθέσεις σε δραχμές ή συνάλλαγμα, ελεύθερες ή δεσμευμένες, όψεως, προθεσμιακές ή σε τρεχούμενο λογαριασμό, καθώς και οι καταθέσεις υπέρ διαφόρων εξαγωγέων από επιστροφές ή χρηματικές επιδοτήσεις (πριμ). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, που καθιερώνουν το απόρρητο των εν γένει καταθέσεων σε Ελληνικές Τράπεζες, δεν προκύπτει ότι θεσπίσθηκε και το ακατάσχετο των αντιστοίχων, από τις καταθέσεις αυτές, απαιτήσεων, γιατί οι διατάξεις αυτές αναφέρονται αποκλειστικώς και μόνο στο απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων και όχι στη δυνατότητα ή μη κατασχέσεώς τους. Με την κατάσχεση ενασκείται δικαίωμα, για την ικανοποίηση του δε πρέπει να τηρηθεί η προβλεπόμενη στον ΚΠολΔ διαδικασία, στην οποία περιλαμβάνεται και η δήλωση του τρίτου (της Τράπεζας) σχετικά με την ύπαρξη της απαίτησης. Η δήλωση αυτή αποτελεί συνεπώς δικονομική υποχρέωση της Τράπεζας, απορρέουσα από την κατάσχεση για την ικανοποίηση του κατασχόντος δανειστή, η οποία διαφορετικά θα ματαιωνόταν. Απόρρητο, άρα, δεν υφίσταται στο μέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώματος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της κατάθεσης διότι το δικαίωμα αυτό κατισχύει. Κατ` ακολουθία, οι διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 1059/1971, δεν αποκλείουν την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων, ούτε απαγορεύουν την εκ μέρους της τράπεζας δήλωση, που προβλέπεται στο άρθρο 985 παρ. 1, 2 του ΚΠολΔ, περί του αν υπάρχει η απαίτηση από χρηματική στην τράπεζα κατάθεση, η οποία έγινε αντικείμενο κατασχέσεως, η δε τυχόν δήλωση της τράπεζας περί της υπάρξεως της καταθέσεως δεν είναι άκυρη. Τυχόν άρνηση της τράπεζας να προβεί στη δήλωση αυτή ή παράλειψη δηλώσεως εκ μέρους της, εντός της οριζόμενης οκταήμερης προθεσμίας, θεωρούμενη ως αρνητική της υπάρξεως της καταθέσεως δήλωση, είναι δεκτική ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 986 ΚΠολΔ, που προϋποθέτει δήλωση κατά το προηγούμενο άρθρο 985 (ΟλΑΠ 19/2001 Νο62002, 685, ΕφΛαρ 379/2003, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2003, σ.417), Εξάλλου, σύμφωνα με τη νεώτερη διάταξη του άρθρου 24 του ν. 2915/2001 «το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (Σ.Λ.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (Κ.Α.Α.) δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή». Με το παραπάνω άρθρο, η ισχύς του οποίου άρχισε, κατά το άρθρο 38 παρ. 1 του ίδιου νόμου, από την 29.5.2001, αίρεται το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικό ίδρυμα καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο σύστημα Άυλων Τίτλων του Κεφαλαίου. Η άρση όμως του απορρήτου είναι περιορισμένης έκτασης καθόσον η ισχύς της εκτείνεται μόνο έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής και μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή. Η άρση δηλαδή του απορρήτου αφορά κάθε μορφή κατάθεσης (ταμιευτηρίου ή άλλης μορφής, υπό προθεσμία ή μη, ξένων νομισμάτων κλπ.) αλλά σε έκταση μόνο του ύψους της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή του κεφαλαίου, των κάθε μορφής παρεχόμενων παροχών όπως πχ των τόκων και των εξόδων. Συνεπώς, από 29.5.2001 είναι επιτρεπτή η κατάσχεση (αναγκαστική ή συντηρητική) στα χέρια οποιουδήποτε πιστωτικού ιδρύματος, οποιασδήποτε κατάθεσης οφειλέτη του δανειστή, η οποία πρέπει να γίνει κατά τη διαγραφόμενη στα άρθρα 982 επ. διαδικασία. Ειδικότερα, για την κατάσχεση οποιασδήποτε κατάθεσης οφειλέτη του δανειστή στα χέρια τράπεζας πρέπει να επιδίδεται στην τελευταία κατασχετήριο κατά το άρθρο 983 του ΚΠολΔ, το οποίο πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης που στηρίζει την κατάσχεση στα χέρια της, το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, ως προς το οποίο εκτείνεται η δέσμευσή της, το αντικείμενο της κατάσχεσης, δηλαδή η χρηματική απαίτηση και η αιτία της οφειλής της τράπεζας, δηλαδή ότι πρόκειται για κατάθεση, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά της μορφής της κατάθεσης ή του αριθμού του λογαριασμού, του οποίου η ανεύρεση είναι ευχερής εφόσον αναφέρονται τα στοιχεία ταυτότητας του οφειλέτη – καταθέτη, ούτε του αριθμού του υποκαταστήματος στο οποίο υπάρχει η κατάθεση και του ποσού αυτής. Πρέπει επίσης να περιέχει επιταγή προς την τράπεζα για τη μη καταβολή σ` εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και διορισμό αντικλήτου αν συντρέχει η περίπτωση του αρ. 983 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ, η τράπεζα δε υποχρεούται να προβεί, σε κάθε περίπτωση, σε δήλωση κατά το άρθρο 985 ΚΠολΔ εντός της οριζόμενης στον νόμο προθεσμίας για την ύπαρξη της κατάθεσης, δηλαδή διαθεσίμων κεφαλαίων (αν υπάρχουν) στο ύψος για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, όχι πλέον αυτού, ή αν είναι μικρότερο, ποιο είναι αυτό, πληροφορώντας συγχρόνως το δανειστή σαφώς και συγκεκριμένα για την έννομη σχέση της με τον καταθέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων του ν.δ. 1059/1971 και άρθρου 12 του ν. 2198/1994, προκύπτει ότι στην έννοια των «κάθε μορφής καταθέσεων» περιλαμβάνονται όχι μόνον οι χρηματικές καταθέσεις αλλά και καταθέσεις άυλων τίτλων του Δημοσίου, ήτοι έντοκα γραμμάτια, ομόλογα ή τίτλοι ομολογιακών δανείων και, συνεπώς, η θεσπισθείσα μερική άρση του απορρήτου αφορά και τους τίτλους αυτούς (ΕφΘεσσαλ 702/2005, ΑΡΜ 2006, σ.1226). Στην έννοια των καταθέσεων εντάσσονται και οι καταθέσεις υπέρ τρίτου (αρθρ. 2 ν.δ. της 17ης Ιουλίου 1923), στις οποίες περιλαμβάνονται και τα χρηματικά εμβάσματα. Και γενικά, όταν ορισμένο χρηματικό ποσό βρίσκεται εις χείρας της τράπεζας βάσει ορισμένης άλλης έννομης σχέσης και κατ’ εφαρμογή ειδικής διάταξης νόμου, θεωρείται ως κατάθεση (I. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, υπό αρθ. 982, σ.1284). Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 24 ν. 2915/2001 δεν κατοχυρώνει γενική αξίωση του δανειστή για παροχή πληροφοριών σχετικά με τους λογαριασμούς του οφειλέτη του. Η ρύθμιση εγκαθιδρύει μόνον την υποχρέωση της τράπεζας για εμπρόθεσμη υποβολή της δηλώσεως του άρθρου 985 ΚΠολΔ, στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης διαδικασίας του ΚΠολΔ για την κατάσχεση στα χέρια τρίτου (βλ. ΕφΘεσσαλ 1013/2011, ΕΠΟΛΔ 2012, σ.395, με εκεί παραπομπές στη θεωρία). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 982 παρ. 1 ΚΠολΔ, μπορούν να κατασχεθούν σε χέρια τρίτου: «α) χρηματικές απαιτήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση κατά τρίτων, μη εξαρτώμενες από αντιπαροχή ή απαιτήσεις του κατά τρίτων για μεταβίβαση της κυριότητας κινητών μη εξαρτημένες από αντιπαροχή, β) κινητά πράγματά του που βρίσκονται στα χέρια τρίτου». Κατά την εν λόγω διάταξη κατάσχεται τόσον η υπό αίρεση ή προθεσμία, όσο και η μέλλουσα απαίτηση, υπό την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο της κατασχέσεως υφίσταται η βασική έννομη σχέση, η οποία και αποτελεί την παράγωγο αιτία της κατασχόμενης μέλλουσας απαιτήσεως (I. Μπρίνια, ο.π. υπό αρθ. 982 ΚΠολΔ, σ.1244, ΕφΛαρ 379/2003, ο.π., ΕφΑΘ 8540/1999 ΔΕΕ 2000, σ. 287). Από τη βασική αυτή έννομη σχέση πρέπει να προσδιορίζεται και το πρόσωπο του οφειλέτη της μέλλουσας απαιτήσεως, που επέχει θέση τρίτου. Δηλαδή κατάσχεται η δυνάμενη να προσδιορισθεί κατ’ είδος και οφειλέτη μέλλουσα απαίτηση. Όπου, όμως, ούτε καν σκιά υφίσταται μέλλουσας απαίτησης, συνδέουσας τον οφειλέτη και ορισμένο τρίτο, δεν τίθεται θέμα κατάσχεσης αυτής της απαίτησης, καίτοι ορισμένα πραγματικά περιστατικά, παρόντα ή μέλλοντα, λογικά δίνουν λαβή σε ενδεχόμενη μελλοντική απαίτηση (I. Μπρίνια, ο.π., υπό αρθρ. 982 ΚΠολΔ, σ.1244). Για να μπορεί να κατασχεθεί μια τέτοια απαίτηση, πρέπει να μπορεί να προσδιορισθεί κατ’ είδος και οφειλέτη, ανεξάρτητα αν κατά ποσό είναι αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, ο τρίτος υποχρεούται σε καταβολή, μετά τη γέννηση της απαίτησης και όχι απλώς μετά την πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας του άρθρου 988 παρ.1 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 5740/2011, ΔΕΕ 2011, σ.131, με εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Ειδικά, η κατάσχεση στα χέρια τράπεζας ως τρίτης έχει ρυθμισθεί ειδικότερα με τα άρθρα 87 – 94 του ν.δ. της 17ης Ιουλίου/13ης Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 αρ.3 ΕισΝΚΠολΔ. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ, που ισχύουν άμεσα, όπου υπάρχουν κενά, σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ.3 και 53 παρ.2 ν.δ. 1923.

IV. Η διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 2234/1994, που τροποποίησε το άρθρο 25 ν. 27/1975 , ορίζει τα ακόλουθα σχετικά με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις που έχουν εγκαταστήσει γραφεία ή υποκαταστήματα στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/67 σε συνδ. με α.ν. 378/1968 και αρθρο 25 Ν. 27/1975 όπως αντικαταστάθηκε με το παραπάνω άρθρο 4: «τα παραπάνω γραφεία ή υποκαταστήματα απολαμβάνουν των αναφερομένων στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου διευκολύνσεων και απαλλαγών, εφόσον καλύπτουν με εισαγωγή συναλλάγματος μη υποχρεωτικά εκχωρητέου: α. Τις ετήσιες δαπάνες λειτουργίας τους στην Ελλάδα με ισόποσο τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων (50.000) δολλαρίων Η.Π.Α. και β. Όλες γενικά τις πληρωμές στην Ελλάδα για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό τρίτων». Οι ανωτέρω εταιρείες δηλαδή υποχρεούνται να εξοφλούν τις “δραχμικές” υποχρεώσεις τους στην Ελλάδα (τα πάσης φύσεως έξοδα γραφείου, μισθοδοσίας υπαλλήλων κλπ) με αντίστοιχη εισαγωγή, “δραχμοποίηση” (ήδη “ευρωποίηση”) και εκχώρηση συναλλάγματος ύψους τουλάχιστον 50.000 δολαρίων ΗΠΑ ετησίως. Κάθε “δραχμικό” (ήδη σε ευρώ) έξοδο στο οποίο υποβάλλεται η επιχείρηση πρέπει να καλύπτεται με αντίστοιχη εκχώρηση συναλλάγματος. Η επιχείρηση υποβάλλει ανά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στην Τράπεζα της Ελλάδος (ήδη σε οποιαδήποτε εμπορική τράπεζα της επιλογής της, όπως εκτίθεται κατωτέρω) μια αναλυτική κατάσταση όλων των εξόδων της, τα οποία ήδη έχει εξοφλήσει με δραχμές (ήδη ευρώ) και ταυτοχρόνως συνυποβάλλει και εκχωρεί προς την Τράπεζα Βεβαιώσεις Αγοράς Συναλλάγματος (Β.Α.Σ.) του αυτού ποσού προς τα ανωτέρω δραχμικά (ήδη σε ευρώ) έξοδα. ‘Ετσι με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται ότι οι δραχμές (ευρώ) τις οποίες εξόδευσε αυτή η επιχείρηση προέρχονται από το συνάλλαγμα που έχει για το σκοπό αυτό δραχμοποιηθεί (ευρωποιηθεί). Προς τον ανωτέρω σκοπό τηρείται εξωλογιστικός λογαριασμός. Ο λογαριασμός αυτός δεν εμφανίζει στην κυριολεξία τραπεζικές καταθέσεις και αναλήψεις αλλά την εικόνα μιας διακίνησης συναλλαγματικών πράξεων, πραγματοποιούμενων επιχειρηματικών δαπανών και σχετικών διακανονιστικών συμψηφισμών. Ο λογαριασμός αυτός είναι μια ιδιόμορφη λογιστική κατάσταση που αποδεικνύει την ύπαρξη και τακτοποίηση συναλλαγματικών υποχρεώσεων. Ο εξωλογιστικός λογαριασμός δεν ανταποκρίνεται σε αντίστοιχη τραπεζική κατάθεση, δεν διαθέτει χρήματα αλλ΄απλώς δείχνει μια εικόνα με πιστωτικούς ή χρεωστικούς αριθμούς δραχμοποιημένου (και ήδη “ευρωποιημένου”) συναλλάγματος (βλ. Γεωργίου Σπαρτιώτη, Υποναυάρχου Λ.Σ ε.α. “Ναυτιλιακές Εταιρείας Α.Ν. 89/67” εκδόσεις Σταυριδάκη, σελ 216, 217, 218, 219επ). Σχετικώς έχει εκδοθεί η με αριθμό 493/1987 εγκύκλιος της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με την οποία: «ΚΕΦΑΛΑΙΟ A` – ΓΕΝΙΚΑ – 1) Όλα τα πλοία με ελληνική και ξένη σημαία που εκτελούν πλόες εξωτερικού οφείλουν να καταβάλλουν όλα τα έξοδά τους στα ελληνικά λιμάνια, καθώς και τα έξοδα που δημιουργούνται στην Ελλάδα ανεξάρτητα από την προσέγγιση του πλοίου, σε δραχμές καλυπτόμενες από εκχώρηση αντίστοιχου συναλλάγματος, εκτός από τα αλιευτικά υπερπόντιας αλιείας και σπογγαλιευτικά πλοία ανοικτής θάλασσας με ελληνική σημαία, τα τουριστικά επαγγελματικά πλοία – πλοιάρια του Ν. 438/76 και τις θαλαμηγούς με ξένη σημαία, των οποίων οι υποχρεώσεις καθορίζονται ειδικότερα παρακάτω. 2) Για την εισαγωγή του συναλλάγματος και τον εν γένει διακανονισμό των συναλλαγματικών υποχρεώσεων, υπόχρεος και υπεύθυνος είναι καταρχήν ο πλοιοκτήτης. Στις περιπτώσεις όμως που αυτός δεν είναι μόνιμος κάτοικος Ελλάδας ή πρόκειται για νομικό πρόσωπο που δεν εδρεύει στην Ελλάδα, τις υποχρεώσεις αυτές αναλαμβάνει ο εξουσιοδοτημένος απ’ αυτόν διαχειριστής ή ο πράκτορας ή ο εφοδιαστής, όταν αυτός αναλαμβάνει τον εφοδιασμό. 3) Η υποχρέωση εισαγωγής και εκχώρησης του συναλλάγματος είναι άμεση. Για τη διευκόλυνση όμως της κίνησης των πλοίων και του εφοδιασμού τους, παρέχεται η ευχέρεια της εισαγωγής του συναλλάγματος μέσα σε έξι μήνες από την πραγματοποίηση των εξόδων και τη δημιουργία των εν γένει υποχρεώσεων, με την προϋπόθεση ότι ο πλοιοκτήτης ή ο διαχειριστής ή ο πράκτορας ή ο εφοδιαστής τηρεί στην Τράπεζα της Ελλάδος εξωλογιστικό λογαριασμό ναυτιλιακού συναλλάγματος, μέσω του οποίου θα γίνει η τακτοποίησή τους. … ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ` – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ – ΕΞΩΛΟΓΙΣΤΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ – ΕΛΕΓΧΟΣ – Οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις, οι πλοιοκτήτες, οι πράκτορες, οι πλοίαρχοι, όλα τα ναυτικά γραφεία, τα γραφεία ταξιδίων και αεροπορικών εταιρειών έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται με τις οδηγίες που παρέχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος και κοινοποιούνται στις οργανώσεις τους, σχετικά με την παρακολούθηση και τον διακανονισμό των συναλλαγματικών τους υποχρεώσεων. Η παρακολούθηση των συναλλαγματικών υποχρεώσεων των πλοιοκτητών και λοιπών συναλλαγματικά υπόχρεοι ενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με εξωλογιστικούς λογαριασμούς. Υποχρέωση για άνοιγμα εξωλογιστικού λογαριασμού έχουν οι ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις που το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με πλοία ή αεροσκάφη που εκτελούν πλόες/πτήσεις εξωτερικού αντίστοιχα. Προκειμένου μια αλλοδαπή επιχείρηση να ανοίξει εξωλογιστικό λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει απαραίτητα να υπάρχει προηγουμένως έγκριση νόμιμης εγκατάστασής της στην Ελλάδα. … 1. Κίνηση Λογαριασμών – Πίστωση Λογαριασμών – Η πίστωση των εξωλογιστικών λογαριασμών του ναυτιλιακού συναλλάγματος θα ενεργείται με την κατάθεση στην αρμόδια υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος: α) Βεβαιώσεων εισαγωγής και εκχώρησης στην Τράπεζα της Ελλάδος ίδιου ναυτιλιακού συναλλάγματος του πλοιοκτήτη, που δεν είναι υποχρεωτικά εισακτέο γι’ άλλη αιτία, β) Πιστοποιήσεων ναύλου εκφρασμένων σε συνάλλαγμα και διακανονισμένων στην Ελλάδα σε δραχμές, μαζί με τα απαραίτητα δικαιολογητικά. γ) Εκχωρήσεων συναλλάγματος που θα προέρχονται από πραγματικές συναλλαγές των ενδιαφερομένων, δ) Λοιπών πιστωτικών στοιχείων για τα οποία χορηγείται ειδική έγκριση κάθε φορά από τα αρμόδια όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος (π.χ. εισιτήρια, δραχμικές εισπράξεις μέσα στα πλοία, υπερημερίες CONTAINERS κλπ.) και ε) διορθωτικών εγγραφών πορίσματος ελέγχου για την προσαρμογή του υπολοίπου. Χρέωση λογαριασμών – Η χρέωση των εξωλογιστικών λογαριασμών ενεργείται από την αρμόδια υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος με τα πάσης φύσεως έξοδα και τις πληρωμές που γίνονται στην Ελλάδα σε δραχμές για λογαριασμό των πλοίων ή των ναυτιλιακών επιχειρήσεων. Ειδικότερα η παραπάνω χρέωση των εξόδων και πληρωμών αφορά: α) Τα υποβαλλόμενα από τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις στην Τράπεζα της Ελλάδος εξοδολόγια, που μετατρέπονται στο νόμισμα τήρησης των λογαριασμών (Δολάρια ΗΠΑ) με τη μέση μηνιαία τιμή αγοράς συναλλάγματος που προκύπτει από τα ημερήσια Δελτία Τιμών της Τράπεζας της Ελλάδος του ημερολογιακού μήνα πραγματοποίησης του εξόδου ή της πληρωμής, β) Τις διάφορες προσωρινές χρεώσεις (χορηγήσεις συναλλάγματος, εκχωρήσεις, προεγκρίσεις καυσίμων κλπ.), γ) Τις ληξιπρόθεσμες δόσεις επισκευαστικών δανείων συναλλάγματος ή δραχμών που αναγγέλλονται στην Τράπεζα της Ελλάδος από τις χρηματοδότριες τράπεζες και τις υπερβάσεις δαπάνης επισκευών ή κατασκευών πλοίων των δανειοδοτούμενων επιχειρήσεων σε σχέση με το ληφθέν δάνειο (ΕΝΠΔ 60/17/16.5.83). δ) Τις χρεώσεις που προβλέπονται από τις ειδικές αποφάσεις των αρμόδιων συναλλαγματικών οργάνων κατά περίπτωση και ε) Τις διορθωτικές εγγραφές πορίσματος ελέγχου για την προσαρμογή του υπόλοιπου 3. Έλεγχος – Η περιοδική εκκαθάριση των εξωλογιστικών λογαριασμών διενεργείται μετά από έλεγχο των αρμόδιων οργάνων της Τράπεζας της Ελλάδος. Για να διευκολυνθεί ο έλεγχος στον προσδιορισμό της συναλλαγματικής θέση κάθε επιχείρησης, υποχρεούται αυτή να τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται από τον Κ.Φ.Σ. Ειδικότερα οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση του ελέγχου κάθε βιβλίο και στοιχείο που θα τους ζητηθεί και θα είναι απαραίτητο α) για τον προσδιορισμό του λογιστικού υπολοίπου που προκύπτει από τα βιβλία τους και β) για τη συμφωνία του παραπάνω υπολοίπου με το συναλλαγματικό υπόλοιπο του εξωλογιστικού λογαριασμού. Τέτοια στοιχεία είναι τα διαθέσιμα (ταμείο, λογαριασμοί δραχμών σε τράπεζες κλπ.), καθώς και οι λογαριασμοί απαιτήσεων μείον υποχρεώσεων. Εφιστάται η προσοχή των ελεγχόμενων ότι κανένα πιστωτικό συναλλαγματικό υπόλοιπο δεν αναγνωρίζεται στον εξωλογιστικό λογαριασμό, αν αυτό δεν προκύπτει από τα επίσημα βιβλία της επιχείρησης και τα ειδικότερα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω. Το πόρισμα του ελέγχου θα κοινοποιείται στους ενδιαφερομένους από την αρμόδια υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος. Από την ημερομηνία της κοινοποίησης του πορίσματος ελέγχου ο ενδιαφερόμενος πρέπει μέσα σε είκοσι ημέρες να διατυπώσει προς το Υποκατάστημα που παρακολουθεί τις συναλλαγματικές του υποχρεώσεις, έγγραφα τις τυχόν παρατηρήσεις του. Επισημαίνεται ότι κατά την υποβολή των αιτήσεων χορήγησης συναλλάγματος ή γενικά χρησιμοποίησης του τυχόν πιστωτικού υπόλοιπου του εξωλογιστικού λογαριασμού πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να έχουν υπόψη τους ότι αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα άλλο σκοπό, παρά μόνο για λογαριασμό της επιχείρησης του πλοιοκτήτη ή επιχειρήσεων ιδίων συμφερόντων. Επίσης το χορηγούμενο συνάλλαγμα δεν μπορεί να πουληθεί σε τρίτους (αναγνώριση) ούτε να χρησιμοποιηθεί για ανάγκες ή υποχρεώσεις προσώπων και επιχειρήσεων που είναι άσχετες με την επιχείρηση ή τον πλοιοκτήτη.». Στη συνέχεια εκδόθηκε η με αριθμό 421/18.2.1992 Εγκύκλιος της Τράπεζας της Ελλάδος, δυνάμει της οποίας ορίσθηκε ότι «με τις Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος υπ’ αρ 1963/29.7.91 και 2010/27.12.91 και την υπ’ αρ 485/7.10.91 απόφαση της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών θεμάτων καταργούνται από 1ης Μαρτίου 1992 οι εξωλογιστικοί λογαριασμοί, που τηρούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος για τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι διαχειρίστριες ή πλοιοκτήτριες ποντοπόρων ή μικτόπλοων πλοίων.». Ακολούθως, με την ίδια ως άνω Εγκύκλιο καθορίστηκε, αναφορικά με τις ενέργειες των ναυτιλιακών επιχειρήσεων και τραπεζών ότι : «Οι συναλλαγματικές υποχρεώσεις των ναυτιλιακών επιχειρήσεων προσδιορίζονται, όπως μέχρι σήμερα, από το σύνολο των πραγματοποιούμενων δαπανών τους στην Ελλάδα, από την άσκηση της ναυτιλιακής τους δραστηριότητας, καλύπτονται – τακτοποιούνται: α – Με δραχμές – που προέρχονται από εισπράξεις κατά την άσκηση της ναυτιλιακής τους δραστηριότητας και που, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, πραγματοποιούνται σε δραχμές. – που προέρχονται από προηγούμενη δραχμοποίηση, μη υποχρεωτικά εκχωρητέου συναλλάγματος, – που αποτελούν προϊόν δανείων, για τα οποία υπάρχει υποχρέωση εξυπηρέτησης από μη υποχρεωτικά εκχωρητέο συνάλλαγμα, β.- Με επιταγές ή εντολές σε συνάλλαγμα … Τις εκχωρήσεις συναλλάγματος ή άλλες βεβαιώσεις εισαγωγής και δραχμοποίησης συναλλάγματος (βεβαιώσεις συναλλαγματικές κάλυψης), οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις χορηγούν μέσω τραπεζών επιλογής τους, βάσει πιστωτικών στοιχείων που καταθέτουν σ’ αυτές (Βεβαιώσεις Αγοράς Συναλλάγματος, Εκχωρήσεις Συναλλάγματος, Πιστοποιήσεις Ναύλων και κάθε στοιχείο – δικαιολογητικό που καλύπτει εισπράξεις, εκ μέρους των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, σε δραχμές, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, από την άσκηση της ναυτιλιακής τους δραστηριότητας, όπως π.χ. εισπράξεις από πωλήσεις εισιτηρίων – επιβατών και ιδιωτικών οχημάτων κλπ.). Οι Τράπεζες, στις οποίες κατατίθενται πιστωτικά στοιχεία από τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, για τη χορήγηση εκχωρήσεων, θα ενημερώνουν με έγγραφό τους την Τράπεζα της Ελλάδος (Διεύθυνση Ελέγχου για την Εφαρμογή των Συναλλαγματικών Κανόνων), δίνοντας πλήρη και ακριβή στοιχεία της ταυτότητας των επιχειρήσεων προκειμένου να διενεργείται ο σχετικός έλεγχος. Όλα τα στοιχεία – δικαιολογητικά, που έχουν σχέση με την εκπλήρωση των συναλλαγματικών υποχρεώσεων των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, ευρισκόμενα είτε σ’ αυτές είτε στις Τράπεζες, θα φυλάσσονται και θα τίθενται στη διάθεση του Ελέγχου της Τράπεζας της Ελλάδος.». Με την ίδια ως άνω εγκύκλιο, καθορίσθηκε, αναφορικά με τη λειτουργία πλοίων που εκτελούν μικτούς πλόες, ότι «Οι επιχειρήσεις που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες των πλοίων αυτών, εισάγουν και δραχμοποιούν το σύνολο των σε συνάλλαγμα εσόδων τους, εντός τριμήνου από την είσπραξη, χωρίς να έχουν άλλη συναλλαγματική υποχρέωση. Αντίστοιχα επιτρέπεται : α. Η χορήγηση συναλλάγματος από τις Τράπεζες για την κάλυψη των σε συνάλλαγμα πληρωμών των εν λόγω επιχειρήσεων, δικαιούμενων τούτων να τηρούν λογαριασμούς καταθέσεων σε συνάλλαγμα, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, β. Η χορήγηση από τις Τράπεζες εγκρίσεων ώστε οι Τελωνειακές Αρχές να επιτρέπουν τους εφοδιασμούς των πλοίων από την εγχώρια αγορά με τροφοεφόδια, καύσιμα, λιπαντικά και λοιπά είδη που κρίνονται απαραίτητα για τη λειτουργία των πλοίων, καθώς και για την κάλυψη εξόδων μεταφορτώσεως. Η χορήγηση του συναλλάγματος και των εγκρίσεων θα γίνεται από μία και μόνο Τράπεζα και μάλιστα από ένα και μόνο Κατάστημα της επιλογής της επιχειρήσεως, στην οποία και δηλώνεται το εισαγόμενο και δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα. Η Τράπεζα αυτή θα πληροφορεί, για την τήρηση του σχετικού φακέλου, τη Διεύθυνση Ελέγχου για την Εφαρμογή των Συναλλαγματικών Κανόνων της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι Βεβαιώσεις Αγοράς Συναλλάγματος και άλλα πιστωτικά στοιχεία, που αφορούν την εισαγωγή και δραχμοποίηση του συναλλάγματος, θα φυλάσσονται στην επιχείρηση στη διάθεση του ελέγχου της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι πιο πάνω χορηγήσεις δεν θα συσχετίζονται προς το εισαγόμενο και δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα, που αποκτάται από την εκμετάλλευση των πλοίων». Από τα προαναφερθέντα, πρόδηλον καθίσταται ότι η έννομη σχέση που συνδέει τον εκάστοτε δικαιούχο του εξωλογιστικού λογαριασμού με την τράπεζα στην οποία αυτός τηρείται, δεν ενσωματώνει χρηματική απαίτηση του δικαιούχου του λογαριασμού έναντι της Τράπεζας. Ειδικότερα, ο λογαριασμός δεν αποτυπώνει χρηματική κατάθεση στην Τράπεζα όπου αυτός τηρείται, ήτοι σύμβαση μεταξύ του δικαιούχου του λογαριασμού και της τράπεζας, αναφορικά με τη μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων στην τράπεζα, με ταυτόχρονη υποχρέωση αυτής να τα αποδώσει στο δικαιούχο (ούτε, αντίστοιχα, εμπεριέχει σύμβαση πίστωσης του σχετικού λογαριασμού κατάθεσης με το προϊόν επιταγών ή αξιογράφων), όπως η σχέση αυτή εκτίθεται ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ, συνεπώς ο δικαιούχος του εν λόγω λογαριασμού δεν έχει έναντι της τράπεζας στην οποία αυτός τηρείται απαίτηση (πηγάζουσα από αυτόν τον λογαριασμό) καταβολής χρημάτων ή άλλων κατασχετών πραγμάτων.

V.Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη απέρριψε αφενός ως απαράδεκτη αφετέρου ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την από 20-12-2012 (αριθ.κατ…../2012) αγωγή, με την οποία η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, που είναι διεθνής επενδυτικός χρηματοοικονομικός οργανισμός με σκοπό τη διαχείριση και επένδυση κεφαλαίων σε διάφορους τομείς μεταξύ των οποίων και στη ναυτιλία, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, να της καταβάλουν, νομιμοτόκως από την επίδοσή της, ποσό ευρώ 11.306.934,57 ως αποζημίωση και ποσό ευρώ 99.956 ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της, ισχυριζόμενη ότι από την περιγραφόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά των οργάνων της τρίτης εναγομένης, τραπεζικής εταιρείας, εις χείρας της οποίας, ως τρίτης, επέβαλε (η ενάγουσα) συντηρητική κατάσχεση και την οποία συμπεριφορά προκάλεσαν ως ηθικοί αυτουργοί οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων, νόμιμος εκπρόσωπος και πρόεδρος του (διμελούς) διοικητικού συμβουλίου, αντιστοίχως, της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία “……………”, υπέστη αφενός περιουσιακή ζημία γιατί εξαιτίας της αναληθούς δηλώσεως τρίτου που υπέβαλε η τρίτη εναγομένη ματαιώθηκε η ικανοποίηση της αναφερόμενης απαιτήσεώς της (προερχόμενης από χορήγηση δανείου ύψους 6.550.000 δολαρίων ΗΠΑ) κατά της ανωτέρω εταιρείας αφετέρου ηθική βλάβη γιατί ετρώθη η φήμη της διεθνώς αφού η προκληθείσα σε αυτή ζημία ισοδυναμεί με απώλεια επενδύσεων των πελατών της, όπως όλα τα προηγούμενα αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα, τα οποία συμψήφισε η εκκαλουμένη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

VI.Στην περίπτωση κατασχέσεως στα χέρια τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 985 παρ. 1,3 ΚΠολΔ “Μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Αν η δήλωση παραλειφθεί ή είναι ανακριβής, ο τρίτος ευθύνεται να αποζημιώσει αυτόν που επέβαλε την κατάσχεση”. Κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 986 “μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δήλωση του άρθρου 985, όποιος επέβαλε κατάσχεση έχει δικαίωμα να την ανακόψει. Με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ. 3”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η υποχρέωση του τρίτου για αποζημίωση ορίζεται μόνον έναντι του επισπεύδοντος δανειστή και επιδιώκεται η αποζημίωση με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις. Η αγωγή αυτή δεν ανοίγει δίκη περί την εκτέλεση, καθόσον δεν προσβάλλει πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Η ευθύνη του τρίτου για αποζημίωση απορρέει από μόνο το γεγονός ότι παρέλειψε να υποβάλλει την δήλωση του άρθρου 985 παρ. 1 ΚΠολΔ ή ότι υπέβαλε ρητή αρνητική αλλ’ ανακριβή δήλωση (βλ. Μπρίνια Αναγκαστική Εκτέλεση, Β’ έκδοση, παρ. 464 Ι), δημιουργείται δε η υποχρέωσή του με μόνη την επιβολή της κατασχέσεως στα χέρια του, ανεξάρτητα αν υπάρχει η κατασχεμένη οφειλή. Η άσκηση αγωγής προς αποζημίωση δεν προϋποθέτει προηγούμενη άσκηση ανακοπής του κατασχόντος κατ` άρθρο 986 ΚΠολΔ. Η ερμηνεία αυτή θεμελιώνεται στο ότι, κατά το σύστημα του ΚΠολΔ, η ανακοπή του άρθρου 986 και η αγωγή αποζημιώσεως του άρθρου 985 παρ. 3 συνιστούν δύο ανεξάρτητα και διαφορετικά ένδικα βοηθήματα τόσο ως προς το σκοπό τους όσο και ως προς τα αποτελέσματά τους. Το δικαίωμα αποζημιώσεως δίνεται στον κατασχόντα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία της οφειλής. Έτσι, η ρητή αρνητική αλλ΄ανακριβής δήλωση του τρίτου, προς την οποία εξομοιώνεται η παράλειψή του να δηλώσει αν οφείλει ή όχι την κατασχεθείσα απαίτηση, δεν έχει άλλες συνέπειες, εκτός από την υποχρέωση αυτού να αποκαταστήσει τη ζημία που προκάλεσε στον κατασχόντα, χωρίς ο τελευταίος να είναι υποχρεωμένος να ασκήσει προηγουμένως και εμπροθέσμως την ανακοπή του άρθρου 986 (ΑΠ 448/2016 – “Νόμος”). Συνεπώς, η αγωγή αποζημιώσεως εκ του άρθρου 985 παρ. 3 εδ.β’ ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στην προθεσμία που θέτει το άρθρο 986 για την άσκηση ανακοπής και δεν είναι απαραίτητο για το παραδεκτό της να ασκηθεί εντός της ανωτέρω προθεσμίας (τριάντα ημερών από τη δήλωση του τρίτου), εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η ανακοπή εκ του άρθρου 986 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 448/2016 και Μπρίνια ο.π. παρ. 464 VI, Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, παρ. VII σελ. 811επ- contra ΑΠ 15/1993, Δνη 36, 1089). Περαιτέρω, προϋπόθεση της ευθύνης του τρίτου κατά το ανωτέρω άρθρο είναι η ζημία του κατασχόντος και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραλείψεως ή της δηλώσεως και της ζημίας, ανεξαρτήτως πταίσματος του τρίτου, η δε αποζημίωση περιλαμβάνει οποιαδήποτε ζημία απότοκο της συμπεριφοράς του τρίτου (βλ. Μπρίνια, ο.π. παρ. 464 ΙΙ και ΙΙΙ). Η υποχρέωση αποζημιώσεως που ιδρύει το ανωτέρω άρθρο βαρύνει μόνο τον τρίτο εις χείρας του οποίου επιβλήθηκε η κατάσταση, δηλαδή εν προκειμένω την τρίτη εναγομένη και όχι τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ούτε σε περίπτωση που ο τελευταίος είναι νομικό πρόσωπο τους νομίμους εκπροσώπους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη απέρριψε την από το ανωτέρω άρθρο βάση της αγωγής ως απαράδεκτη για το λόγο ότι δεν ασκήθηκε εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ αλλά μετά πάροδο ενός και πλέον έτους από αυτή. Ενόψει των ανωτέρω ο πρωτος και ο δεύτερος των εναγομένων, νόμιμος εκπρόσωπος και πρόεδρος, αντιστοίχως, του διμελούς διοικητικού συμβουλιου της καθης η εκτελεση εταιρείας με την επωνυμία “………………” δεν νομιμοποιούνται παθητικώς, κατά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του δικαστηρίου, για την άσκηση της εν λόγω αγωγής, και αυτή ορθώς κατ’ αποτέλεσμα απερρίφθη ως προς αυτούς ως απαράδεκτη αλλά με εσφαλμένη αιτιολογία η οποία πρέπει να αντικατασταθεί από τη μη δυσμενέστερη για την εκκαλούσα αιτιτολογία της παρούσας (αρθ.534 ΚπολΔ), ήτοι να απορριφθεί ως προς τον πρώτο και τον δεύτερο των εναγομένων η από το άρθρο 985 παρ.3 ΚπολΔ βάση της αγωγής ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής τους νομιμοποιήσεως, απορριπτομένης συνακολούθως της εφέσεως ως ουσιαστικά αβάσιμης κατά το οικείο σκέλος της. Κατά τα λοιπά, έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε ως προς την τρίτη εναγομένη (εις χείρας της οποίας επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση) ως απαράδεκτη την αγωγή κατά τη βάση της εκ του άρθρου 985 παρ. 3 ΚΠολΔ για το λόγο ότι δεν ασκήθηκε εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από τη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ αλλά μετά πάροδο ενός και πλέον έτους από αυτή και πρέπει, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του πρώτου λόγου εφέσεως, με τον οποίο προσβάλλεται το εν λόγω σφάλμα της εκκαλουμένης, να εξαφανισθεί αυτή ως προς την τρίτη εναγομένη κατά το μέρος της που αφορά στην από το άρθρο 985 παρ 3 ΚΠολΔ βάση της αγωγής (535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) κι αφού κρατηθεί η υπόθεση να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγή κατά την ανωτέρω βάση της. Κατά την ανωτέρω βάση της η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδομένη επί των προαναφερομένων νομοθετικών διατάξεων καθώς και εκείνων των άρθρων 914, 922 ΑΚ, 982, 983, 712, 176 ΚΠολΔ. Ως προς τη βάση της με την οποία επιχειρείται η θεμελίωση της φερόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και των τριών εναγομένων στην εκ μέρους των οργάνων της τρίτης εναγομένης μετά από παρότρυνση των δύο πρώτων εναγομένων αφενός παράσταση ψευδών γεγονότων και την απόκρυψη αληθών (αναληθές περιεχόμενο της δηλώσεως τρίτου, απόκρυψη της υπάρξεως “εξωλογιστικού λογαριασμού συναλλάγματος” επ’ όνοματι της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας) προς το σκοπό βλάβης της ενάγουσας αφετέρου στην παράβαση του άρθρου 3 περ. κ’  Ν. 3691/2008 σε συνδ. με άρθρο 232Α ΠΚ (μη συμμόρφωση σε διατακτικό αποφάσεως, πράξη από την οποία προκύπτει περιουσιακό όφελος, με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα) καθώς και ως προς την επικουρική βάση της με την οποία ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων αντίκειται στα χρηστά ήθη, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδομένη επιπροσθέτως των ανωτέρω και στα άρθρα 926, 919, 932 ΑΚ και 218 ΚΠολΔ.  Ακολούθως η αγωγή πρέπει κατά το μέρος που κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

VII. Aπό την εκτίμηση των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, της με αριθμό ……../8/18.2.2013 ενόρκου βεβαιώσεως του ‘…………….. ενώπιον του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Σύδνεϋ, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, η οποία δόθηκε με επιμέλειά της μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων κατ’ αρθρ. 270 παρ.2 ΚΠολΔ (βλ. τις με αριθμούς ……/7.2.2013, ………./7.2.2013 και …../7.2.2013 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……………, προς τους τρεις εναγόμενους, αντιστοίχως), όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, καθώς και των παραδεκτώς προσκομιζομένων για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (αρθ. 529 ΚΠολΔ) α) υπ’ αριθ. …./4-10-2016 ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, του ορκωτού λογιστή-ελεγκτή ……….., της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση των εφεσιβλήτων (βλ. υπ’ αριθ. ../26-9-2016, …./26-9-2016 και …./27-9-2016 εκθέσεις επιδόσεως του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή), β) υπ’ αριθ. …./2-10-2015 ενόρκου βεβαιώσεως του ………. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση των εφεσιβλήτων (βλ. …./28-9-2015, …./ 28-9-2015 και …../28-9-2015 εκθέσεις επιδόσεως του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή), γ) υπ’ αριθ. …../5-10-2016 και …../5-10-2016 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών ενόρκων βεβαιώσεων των ……… και …………, αντιστοίχως, των οποίων προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της εκκαλούσας (βλ…………΄/29-9-2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, της οποίας η επωνυμία μεταβλήθηκε, τον Φεβρουάριο του 2010, από ……………, είναι διεθνής επενδυτικός χρηματο-οικονομικός οργανισμός με έδρα το … (…..) των ……… (……………). Σκοπός της εταιρείας αυτής είναι η διαχείριση και επένδυση κεφαλαίων σε διάφορους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και η ναυτιλία. Ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγομένων είναι ναυτιλιακοί επιχειρηματίες, ασχολούμενοι με την πλοιοκτησία, τον εφοπλισμό και τη διαχείριση εμπορικών πλοίων, μεταξύ δε των εταιρειών που εκπροσωπούν, καθόσον αποτελούν μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, είναι και η εταιρεία με την επωνυμία ……………. . Η ως άνω εταιρεία, η οποία εδρεύει, κατά το καταστατικό της, στις Νήσους …., έχει εγκαταστήσει γραφείο στον …, επί της ……….., δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122/4061/24425 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β/140/5.2.2007). Με την εν λόγω υπουργική απόφαση εγκρίθηκε η υπαγωγή του γραφείου της ως άνω εταιρείας στις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2234/1994 , με το σκοπό όπως απασχολείται αποκλειστικά και μόνο με πράξεις που σχετίζονται με τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων πλοίων με Ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2β της ανωτέρω εγκριτικής διυπουργικής απόφασης, η εταιρεία «…………….» είχε μεταξύ των άλλων, υποχρέωση, «να ενημερώνει μέσα στο μήνα Ιανουάριο κάθε χρόνο τα παραπάνω Υπουργεία σχετικά με τη διεύθυνση του γραφείου η υποκαταστήματος της στην Ελλάδα, το αντικείμενο των εργασιών του, τον αριθμό, τα στοιχεία ταυτότητας και την ακριβή διεύθυνση διαμονής του ξένου και Ελληνικού προσωπικού που απασχολείται σ’ αυτό και το ποσό που εισάγεται κάθε χρόνο σε συνάλλαγμα και μετατρέπεται σε εθνικό νόμισμα. Το ποσό του εισαγόμενου κάθε χρόνο συναλλάγματος θα πιστοποιείται με την προσκόμιση στα Υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας των ακόλουθων εγγράφων: (α) Βεβαίωσης Τράπεζας ή Τραπεζών, που λειτουργούν στην Ελλάδα, από τις οποίες θα προκύπτει το συνάλλαγμα που εισήχθη και μετετράπη σε εθνικό νόμισμα κατά το παρελθόν έτος που στο σύνολό του δεν είναι κατώτερο των 50.000 δολ. ΗΠΑ. (β) Υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 με την οποία ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας θα βεβαιώνει για το συνολικό συνάλλαγμα που εισήγαγε και μετέτρεψε σε εθνικό νόμισμα η εν λόγω εταιρεία κατά το παρελθόν έτος. Στην ίδια υπεύθυνη δήλωση θα αναφέρονται και (i) το ποσό συναλλάγματος που χρησιμοποίησε για κάλυψη των πάσης φύσεως δαπανών λειτουργίας του γραφείου της στην Ελλάδα και το οποίο δεν δύναται να είναι κατώτερο των 50.000 δολ ΗΠΑ, (ii) τα ποσά συναλλάγματος που μετέτρεψε σε εθνικό νόμισμα η εταιρεία για την κάλυψη άλλων πληρωμών για λογαριασμό της ή για λογαριασμό τρίτων …». Η τρίτη εναγόμενη είναι Τράπεζα εδρεύουσα στο …………, έχει δε εγκατασταθεί και λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα, βάσει του άρθρου 13 του Ν. 3601/2007, παρέχουσα τις τραπεζικές εργασίες που προβλέπονται στο άρθρο 11 του νόμου αυτού. Μεταξύ των τομέων δραστηριότητάς της συγκαταλέγεται και η εξυπηρέτηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, η οποία κατά κύριο λόγο διενεργείται από το υποκατάστημά της στον ….., επί της …………… Περαιτέρω, η ενάγουσα διατηρεί κατά της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία ………. χρηματική απαίτηση, ύψους 6.650.000 ευρώ, πλέον τόκων, με επιτόκιο 16% από 7.10.2008 έως την 15.1.2010 (ημερομηνία έκδοσης της με αριθμό αναφοράς 2009 – 1640 απόφασης του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου – Τμήμα Βήματος Βασιλίσσης – Εμπορικό Δικαστήριο), οι οποίοι ανέρχονται στο ποσό των 1.027,045,17 Ευρώ και αυξάνονται κατά το ποσό των 3.392,42 ευρώ ημερησίως μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως, η οποία απορρέει από σύμβαση εγγυήσεως που κατήρτισε με την ως άνω εταιρεία, με αφορμή σύμβαση δανείου για την εκμετάλλευση του πλοίου SMI, νηολογίου . …, που καταρτίσθηκε επίσης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας «…………..». Επί της εν λόγω χρηματικής απαιτήσεως, εκδόθηκε η από 15.1.2010, με αριθμό αναφοράς (Folio) 2009 – 1640 απόφαση του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου – Τμήμα Βήματος Βασιλίσσης – Εμπορικό Δικαστήριο (High Court of Justice, Queen’s Bench Division – Commercial Court), δυνάμει της οποίας η εταιρεία …………. υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα τα ανωτέρω ποσά και η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική στην Ελλάδα δυνάμει της με αριθμό 3082/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας). Παραλλήλως, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μεταξύ άλλων ενδίκων βοηθημάτων, την από 17.12.2009 (αριθ. κατ. ………./17.12.2009) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της ως άνω εταιρείας “.…….”, με αίτημα την προς εξασφάλιση της από τη σύμβαση εγγυήσεως απορρέουσας απαιτήσεως της ενάγουσας κατ΄ αυτής, συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας αυτής (στα χέρια της ή στα χέρια τρίτων ευρισκομένης), μέχρι του ποσού των 3.325.000 ευρώ και ειδικότερα τη συντηρητική κατάσχεση του περιεχομένου κάθε επ’ ονόματί της σε οποιαδήποτε τράπεζα στην Ελλάδα τηρουμένου τραπεζικού λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένων και των στην τράπεζα …………..- τρίτη εναγομένη- τηρουμένων τραπεζικών λογαριασμών αυτής. Κατά την κατάθεση της εν λόγω αιτήσεως και σε συνέχεια σχετικού αιτήματος, χορηγήθηκε η από 17.12.2009 και ακολούθως, η από 17.12.2009 (νεώτερη, μετά την κατ’ αντιμωλία συζήτηση επί του αιτήματος χορηγήσεως προσωρινής διαταγής) προσωρινή διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας απαγορεύτηκε προσωρινά, μέχρι τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής και, ακολούθως, μέχρι τη συζήτηση της ως άνω αιτήσεως και με τον όρο να συζητηθεί αυτή την 15.1.2010, η κίνηση – ανάληψη κάθε τραπεζικού λογαριασμού, σε οποιοδήποτε νόμισμα που η καθής η αίτηση («……………») τηρούσε σε εγκατεστημένη ή εδρεύουσα στην Ελλάδα Τράπεζα. Η ως άνω προσωρινή διαταγή κοινοποιήθηκε στο υποκατάστημα της τρίτης εναγομένης την 12.30 ώρα της 18.12.2009. Η εν λόγω προσωρινή διαταγή διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρις ότου εκδόθηκε, επί της ως άνω αιτήσεως, η με αριθμό 2867/2010 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή η ως άνω αίτηση της ενάγουσας και διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της ………. είτε στα χέρια της είτε στα χέρια τρίτων και ιδίως των τηρουμένων σε ελληνικά ή εγκατεστημένα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα και τράπεζες λογαριασμών και ειδικότερα οποιουδήποτε υποκαταστήματος στην Ελλάδα της . . …., μέχρι του ποσού των 3.325.000 ευρώ, ήτοι του ημίσεος του οφειλομένου κεφαλαίου. Στη συνέχεια, η ενάγουσα επέδωσε στην τρίτη εναγόμενη και την εταιρεία με την επωνυμία «……….», την ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και κάλεσε την εδώ τρίτη εναγομένη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 712 ΚΠολΔ, να μην καταβάλει προς την οφειλέτιδά της, εταιρεία «…………», οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό ανεξαιρέτως μέχρι του ποσού των 3.325.000 ευρώ, είτε είναι ληξιπρόθεσμο είτε όχι, είτε τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία είτε όχι και να προβεί στη δημόσια κατάθεση του παραπάνω συντηρητικώς κατασχεμένου ποσού. Ακολούθως, η τρίτη εναγομένη προέβη στη με αριθμό ……../17.6.2010 δήλωση τρίτου (σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 712 ΚΠολΔ), δυνάμει της οποίας δήλωσε ότι «… υφίστανται σήμερα καταθέσεις μέχρι του συνολικού ποσού των δολαρίων ΗΠΑ δέκα χιλιάδων διακοσίων εξήντα επτά και είκοσι πέντε σεντς (10.267,25), εκ των οποίων ποσό δολαρίων ΗΠΑ δέκα χιλιάδων (10.000), η …….. έχει ήδη δεσμεύσει …” Στη συνέχεια, η ενάγουσα, η οποία εν τω μεταξύ, στις 22-12-2010, μετά από διενέργεια αναγκαστικού πλειστηριασμού του ανωτέρω πλοίου, εισέπραξε ως αναγγελθείσα δανείστρια, μετ΄αφαίρεση εξόδων, ποσό 5.427.873,04 δολαρίων ΗΠΑ (βλ. την ……/2010 πράξη εξόφλησης πίνακα κατάταξης του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………..), επέβαλε εκ νέου, με βάση την ως άνω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, την από 3.10.2011, συντηρητική κατάσχεση εις χείρας της τρίτης εναγόμενης ως τρίτης δανείστριας (βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την ενάγουσα, με αριθμούς ……./3.10.2011 και ……./7.10.2011 εκθέσεις επίδοσης προς την τρίτη εναγομένη και προς την εταιρεία «…………», αντίστοιχα), δυνάμει της οποίας η ενάγουσα δηλώνει τα εξής: «… κατάσχομε συντηρητικώς υπέρ ημών …. προς εξασφάλιση της στην ως άνω απόφαση περιγραφομένης απαιτήσεώς μας συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων στα χέρια της ως «τρίτης» το ποσό των 3.325.000 Ευρώ, άλλως οποιοδήποτε τυχόν μικρότερο ποσό βρίσκεται στα χέρια του υποκαταστήματος της ως άνω τράπεζας επ’ ονόματι της καθής η συντηρητική εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία “……….” που εδρεύει κατά το καταστατικό της στις νήσους ………… …, σε οποιονδήποτε τραπεζικό λογαριασμό οποιουδήποτε είδους ή μορφής (ταμιευτηρίου, όψεως, προθεσμίας ατομικού ή κοινού κλπ) ή τηρείται υπό τη μορφή ομολόγων, «ρέπος», μετοχών, μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων ως και παντός εν γένει ανωνύμου χρεογράφου ή πιστωτικής συμβάσεως (δάνειο, προεξοφλήσεις συναλλαγματικών, επιταγών, εγγυητική επιστολή ή ενέγγυα πίστωση) υπέρ αυτής ή οποιουδήποτε εν γένει οφειλομένου στην καθής η συντηρητική κατάσχεση από την ως άνω τράπεζα ποσού (και πάντως πέραν του ως άνω ήδη συντηρητικώς κατασχεθέντος ποσού των Δολ. ΗΠΑ … 10.267,25 και μέχρι του ποσού των ευρώ τριών εκατομμυρίων τριακοσίων είκοσι πέντε (3.325.000 Ευρώ) για oποιονδήποτε λόγο καθώς και περιεχομένου τραπεζικής θυρίδος της οποίας η καθ’ ης η εκτέλεση ως άνω εταιρεία “…………….” είναι δικαιούχος και γενικώτερα υπό μορφή οποιοσδήποτε κατάθεσης ορίζεται στο άρθρο 24 του Ν. 2915/2001». Σε συνέχεια της κατά τα άνω επιβληθείσης συντηρητικής κατασχέσεως εις χείρας της ως τρίτης, η τρίτη εναγόμενη προέβη, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, στη με αριθμό ……/10.10.2011 δήλωση τρίτου (σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 712 ΚΠολΔ), δυνάμει της οποίας δήλωσε ότι «… I) στους λογαριασμούς που τηρούνται επ’ ονόματι της καθ’ ης η συντηρητική κατάσχεση, υφίστανται σήμερα καταθέσεις μέχρι του συνολικού ποσού των δολαρίων ΗΠΑ δέκα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα και εβδομήντα επτά σεντς (10.290,77) εκ του οποίου: α) ποσό δολαρίων ΗΠΑ δέκα χιλιάδων (10.000,00), η …… έχει ήδη δεσμεύσει (blocked), δυνάμει της από 23.2.2007 σύμβασης ενεχυράσεως/εκχωρήσεως απαιτήσεως …., β) ποσό δολαρίων ΗΠΑ διακοσίων εξήντα επτά και είκοσι πέντε σεντς (267,25), η ………… έχει ήδη δεσμεύσει (blocked), υπέρ της ίδιας της ως άνω Συντηρητικώς Κατάσχουσας από την 09.6.2010, … και γ) ποσό δολαρίων ΗΠΑ είκοσι τριών και πενήντα δύο σεντς (23,52), έχει ήδη δεσμεύσει (blocked), υπέρ της ίδιας της ως άνω Συντηρητικώς Κατάσχουσας από την 03.10.2011 και II) ότι για τη δέσμευση του ποσού των δολλαρίων ΗΠΑ 10.267,25 (10.000 + 267,25) κατά τα ως άνω, η ……….. έχει ήδη καταθέσει νομίμως και εμπροθέσμως την υπ’ αριθμόν ………./2010 δήλωσή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών.» Στη συνέχεια, η ενάγουσα, μετά από έρευνα στην οποία προέβη, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, περί τα μέσα του έτους 2012, στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, διαπίστωσε ότι η ως άνω οφειλέτιδά της, εταιρεία “……….” είχε συντάξει και υποβάλει, προς το Υπουργείο Ναυτιλίας, τις από 29.1.2010, από 26.1.2011 και από 30.1.2012 βεβαιώσεις, δια των οποίων δήλωνε (δια του νομίμου εκπροσώπου της, εδώ πρώτου εναγόμενου) ότι «… Κατά το έτος 2009 (1/1/2009 – 31/12/2009) … Η εταιρεία εισήγαγε και ευρωποίησε για τις πάσης φύσεως δαπάνες του γραφείου της στην Ελλάδα μέσω της τραπέζης …….., το ποσό των Δολ. ΗΠA307.920», ότι «… Κατά το έτος 2010 (1/1/2010 – 31/12/2010) … Η εταιρεία εισήγαγε και ευρωποίησε για τις πάσης φύσεως δαπάνες του γραφείου της στην Ελλάδα μέσω της τραπέζης …………, το ποσό των Δολ. ΗΠΑ 1.553.400» και ότι «… κατά το έτος 2011 (1/1/2011 – 31/12/2011) … Η εταιρεία εισήγαγε και ευρωποίησε για τις πάσης φύσεως δαπάνες του γραφείου της στην Ελλάδα μέσω της τραπέζης … το ποσό των Δολ. ΗΠΑ 1.778.100». Αντίστοιχα, η τρίτη εναγόμενη είχε εκδώσει και χορηγήσει, μέσω του ναυτιλιακού υποκαταστήματος της στον Πειραιά (Τμήμα Εξυπηρέτησης Πελατείας), τις από 22.1.2010, από 21.1.2011 και από 24.1.2012 βεβαιώσεις, δυνάμει των οποίων βεβαίωνε, αντίστοιχα, ότι: α) «.. από την εταιρεία …………. κατατέθηκε στην Υπηρεσία μας, κατά το χρονικό διάστημα από 01 Ιανουάριου 2009 έως 31 Δεκεμβρίου 2009, το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ 1.307.920,00 ή Ευρώ 950.712,61, που αναλύεται σε 1.Βεβαιώσεις Αγοράς Συναλλάγματος USD 1.307.920,00 … Οι σχετικές βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος που έχουν εκδοθεί έχουν ακυρωθεί και κρατούνται στο αρχείο μας», β) « … από την εταιρεία ……………. κατατέθηκε στην Υπηρεσία μας, κατά το χρονικό διάστημα από 01 Ιανουαρίου 2010 έως 31 Δεκεμβρίου 2010, το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ 1.553.400,00 ή Ευρώ 1.188.802,00, που αναλύεται σε 1.Βεβαιώσεις Αγοράς Συναλλάγματος USD 1.553.400,00 … Οι σχετικές βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος που έχουν εκδοθεί έχουν ακυρωθεί και κρατούνται στο αρχείο μας» και γ) από την εταιρεία ……….. κατατέθηκε στην Υπηρεσία μας, κατά το χρονικό διάστημα από 01 Ιανουαρίου 2011 έως 31 Δεκεμβρίου 2011, το ποσό των Δολαρίων ΗΠΑ 1.788.100,00, που αναλύεται σε 1.Βεβαιώσεις Αγοράς Συναλλάγματος USD 1.788.100,00 … Οι σχετικές βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος που έχουν εκδοθεί έχουν ακυρωθεί και κρατούνται στο αρχείο μας». Οι ως άνω βεβαιώσεις αναφέρονται σε «αριθμό εξωλογιστικού λογαριασμού: 51420». Ακολούθως, η ενάγουσα απηύθυνε προς την τρίτη εναγόμενη τις από 2.8.2012 και από 27.8.2012 εξώδικες προσκλήσεις – δηλώσεις, δια των οποίων ζητούσε διευκρινίσεις αναφορικά με τα ανωτέρω και, ειδικότερα, αναφορικά με τη δυνατότητα τέλεσης πράξεων εισαγωγής στην Ελλάδα συναλλάγματος, μετατροπής αυτού σε ευρώ και διενέργειας πληρωμών, ενόψει του ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί της ως άνω εταιρείας (……………..) είτε είχαν δεσμευθεί βάσει προσωρινών διαταγών είτε είχαν κατασχεθεί συντηρητικώς. Σε απάντηση των ανωτέρω, η τρίτη εναγομένη απέστειλε προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας τις από 17.8.2012 επιστολές της, δια των οποίων της γνωστοποίησε το μεν ότι « … οι ισχυρισμοί σας ότι η εταιρεία ………….. έχει χρησιμοποιήσει τους λογαριασμούς της στην Τράπεζα για εισαγωγή αλλοδαπού συναλλάγματος, ακολούθως μετατροπής των ποσών αυτών σε ευρώ και χρήση τους για πάγιες πληρωμές δαπανών της .. δεν επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία κινήσεων λογαριασμών που τηρούνται στα αρχεία της Τράπεζας. Οι δε εγγραφές στα βιβλία της Τράπεζας σχετικές με τον ή τους τηρούμενους λογαριασμούς και τα αποσπάσματα που εκδίδονται αποτελούν πλήρη απόδειξη» το δε ότι «….. Η καθ΄ης τηρεί στην Τράπεζα μας και εξωλογιστικό λογαριασμό όπως προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 89/1967 αναφορικά με τις δαπάνες λειτουργίας της εγκατάστασής της στην Ελλάδα. Ο εξωλογιστικος λογαριασμός ωστόσο δεν είναι τραπεζικός λογαριασμός τηρούμενος στο σύστημα της Τράπεζας, ενώ η παρακολούθησή του γίνεται εξωλογιστικά μέσω ειδικού προγράμματος, στο οποίο έχουν πρόσβαση συγκεκριμένοι υπάλληλοι με κωδικό χρήστη. Καθίσταται σαφές ότι τέτοιου είδους λογαριασμός δεν αποτελεί περιουσιακό στοιχείο πελάτη μας για τον οποίον χορηγούνται πληροφορίες. Για το λόγο αυτό δεν εκδίδονται αποσπάσματα κίνησης του λογαριασμού αυτού και ευλόγως δεν συμπεριλαμβάνεται στις δηλώσεις τρίτου στις οποίες έχει προβεί η Τράπεζα, ούτε και στην από 17.8.2012 επιστολή μας. Επισημαίνεται δε ότι είναι πιθανό πελάτης να τηρεί στην Τράπεζά μας μόνο εξωλογιστικό λογαριασμό. Ο εξωλογιστικός λογαριασμός πιστώνεται με τα ποσά των Βεβαιώσεων Αγοράς Συναλλάγματος (ΒΑΣ), τις οποίες προσκομίζει ο πελάτης/δικαιούχος του εξωλογιστικού λογαριασμού και οι οποίες δύνανται να προέρχονται από οποιαδήποτε τράπεζα στην οποία ο ίδιος πελάτης τηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς. Οι βεβαιώσεις αυτές κατά την προσκόμισή τους, ακυρώνονται και αρχειοθετούνται από την Τράπεζα και ακολούθως δίνεται στον πελάτη συνολική βεβαίωση για τα ποσά συναλλάγματος που εισήγαγε σε όλες τις τράπεζες με βάση τις αντίστοιχες ΒΑΣ που προσκόμισε. Η διατύπωση των βεβαιώσεων, τις οποίες επισυνάπτετε στο εξώδικό σας, ήτοι «… κατατέθηκε στην Υπηρεσία μας…» αντικατοπτρίζει μόνο την κατάθεση των ΒΑΣ, σε έγχαρτη μορφή, στις οποίες περιγράφονται τα ποσά συναλλάγματος. Η διατύπωση αυτή ουδόλως έχει το νόημα ότι τα ποσά εισήχθησαν, ευρωποιήθηκαν και διακινήθηκαν από λογαριασμό της ίδιας της εταιρίας τηρούμενο στην Τράπεζά μας. Περαιτέρω σας ενημερώνω ότι αποτελεί συνήθη πρακτική να εισάγεται συνάλλαγμα από μια εταιρία για λογαριασμό άλλης, ιδίως δε αν οι λογαριασμοί της υπέρ ης η εισαγωγή συναλλάγματος εταιρίας τυγχάνουν δεσμευμένοι, δυνάμει δικαστικής απόφασης ή άλλης εντολής δέσμευσης επιδοθείσας εις χείρας της Τράπεζας μας, όπως είναι η προκειμένη περίπτωση της «……………….». Ομοίως, σε αυτήν την περίπτωση το συνάλλαγμα δεν διακινείται μέσω των λογαριασμών της καθ’ ης εταιρίας, αλλά από τους λογαριασμούς άλλης εταιρίας και ως εκ τούτου ουδόλως παραβιάζεται η υποχρέωση της Τράπεζας να συμμορφωθεί με δικαστική απόφαση ή εντολή δέσμευσης των λογαριασμών της καθ’ ης. Έχοντας εκθέσει τα ανωτέρω λοιπόν, επαναλαμβάνω ότι από 17/12/2009, ημερομηνία κατά την οποία επιδόθηκε νομίμως στην Τράπεζα Προσωρινή Διαταγή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας απαγορεύτηκε η κίνηση οποιουδήποτε ποσού από τους λογαριασμούς της καθ’ ης εταιρείας                 « …….» και εφεξής, ουδεμία κίνηση έχει πραγματοποιηθεί από τους λογαριασμούς τους οποίους η εν λόγω εταιρεία τηρεί στην Τράπεζα. Οι δε εγγραφές στα βιβλία της Τράπεζας σχετικές με τον ή τους τηρούμενους λογαριασμούς και τα αποσπάσματα που εκδίδονται, αποτελούν πλήρη απόδειξη».

Από τα προαναφερθέντα, λοιπόν, αναμφίβολα, αποδείχθηκε ότι στην τρίτη εναγομένη ετηρείτο ο υπ’ αριθ. ………. εξωλογιστικός λογαριασμός, στο όνομα της καθής η εκτέλεση εταιρείας με την επωνυμία ………., ο οποίος χρησίμευε για να είναι δυνατή η παρακολούθηση από την Τράπεζα της Ελλάδος της τηρήσεως εκ μέρους της ανωτέρω εταιρείας των συναλλαγματικών της υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Ν. 27/1975, όπως αυτές αναφέρονται ανωτέρω στην υπό στοιχείο IV σκέψη και δεν αποτελεί αυτός λογαριασμό στον οποίο υπάρχει κατάθεση χρημάτων ή άλλων κατασχετών πραγμάτων (όπως ομολογίες, μετοχές κλπ) αλλά αυτός λειτουργεί όπως ανωτέρω υπό στοιχείο IV εκτίθεται, ήτοι με την “κατάθεση” σε αυτόν αφενός βεβαιώσεων αγοράς συναλλάγματος αφετέρου εγγράφων που αποδεικνύουν την πληρωμή των εξόδων της εταιρείας από το συνάλλαγμα αυτό. Από το προαναφερόμενο περιεχόμενο των προσωρινών διαταγών (περί απαγορεύσεως κινήσεως/αναλήψεως κάθε τραπεζικού λογαριασμού) αλλά και από αυτό των επιβληθεισών συντηρητικών κατασχέσεων εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης (περί συντηρητικής κατασχέσεως του αναφερομένου σε αυτήν ποσού, σε οποιονδήποτε λογαριασμού οποιουδήποτε είδους και μορφής ή οποιουδήποτε εν γένει οφειλομένου στην καθής), ασφαλώς και δεν δύναται να συναχθεί υποχρέωση της τρίτης εναγόμενης α) περί απαγορεύσεως κινήσεως του εν λόγω εξωλογιστικού λογαριασμού, διότι αυτός δεν περιέχει καταθέσεις ούτε ενσωματώνει χρηματικές αξιώσεις έναντι της τράπεζας, κατά τα ανώτερω εκτεθέντα, ή β) περί συντηρητικής κατασχέσεως ή παροχής πληροφοριών σε σχέση με τον εν λόγω λογαριασμό, καθόσον αυτός δεν διαλαμβάνει κατάθεση χρημάτων ή αξιογράφων ούτε ενσωματώνει απαίτηση, παρούσα ή μέλλουσα ή υπό αίρεση του δικαιούχου έναντι της Τράπεζας. Ο ανωτέρω “εξωλογιστικός λογαριασμός” ετηρείτο «απολογιστικά», με την προσκόμιση εγγράφων, στα πλαίσια παροχής υπηρεσιών από την τράπεζα στην εταιρεία ………….. προς έλεγχο της τηρήσεως των βάσει της προαναφερόμενης νομοθεσίας συναλλαγματικών της υποχρεώσεων. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, οι προαναφερόμενες βεβαιώσεις της τρίτης εναγομένης σύμφωνα με τις οποίες «κατατέθηκαν» κατά τα αναφερόμενα σε αυτές χρονικά διαστήματα, τα αναφερόμενα εκεί ποσά, δυνάμει Βεβαιώσεων Αγοράς Συναλλάγματος, συνιστά «βεβαίωση συναλλαγματικής κάλυψης», χορηγούμενη από τράπεζα της επιλογής της ναυτιλιακής επιχείρησης (εν προκειμένω, της τρίτης εναγομένης), βάσει πιστωτικών στοιχείων που η ενδιαφερόμενη εταιρεία κατέθεσε σε αυτήν (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο IV, εγκύκλιο 421/1992 της ΤτΕ), χωρίς να ενσωματώνει χρηματική κατάθεση. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι προαναφερόμενες δηλώσεις της τρίτης εναγομένης ως τρίτης εις χείρας της οποίας επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση σύμφωνα με το άρθρο 985 σε συνδυασμό με 712 ΚΠολΔ ήταν αληθείς, η δε δηλούσα δεν είχε υποχρέωση να αναφέρει στις δηλώσεις της την ύπαρξη του ανωτέρω “εξολογιστικού λογαριασμού” αφού αυτός δεν ενσωματώνει χρηματική απαίτηση της καθής η εκτέλεση κατά της Τράπεζας αλλ’ αντιθέτως περί αυτού του λογαριασμού είχε υποχρέωση τηρήσεως του τραπεζικού απορρήτου, όπως όλα τα προηγούμενα αναλύονται ανωτέρω στην υπό στοιχείο IΙΙ σκέψη. Ομοίως, αποδείχθηκε ότι η τρίτη εναγομένη δεν παραβίασε της διατάξεις του άρθρου 232 Α ΠΚ, καθόσον δεν παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις πράξεις και παραλείψεις που της επέβαλαν οι ανωτέρω αναφερόμενες, από 17.12.2009, προσωρινές διαταγές του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθόσον αποδείχθηκε ότι δεν διενεργήθηκε, κατά το χρόνο ισχύος της εν λόγω προσωρινής διαταγής, κίνηση οποιουδήποτε τραπεζικού λογαριασμού της καθης η εκτέλεση εταιρείας ή ανάληψη χρημάτων από αυτόν, τηρούμενο στην ως άνω τράπεζα, τρίτη εναγόμενη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η τρίτη εναγομένη δεν παρέστησε δια των οργάνων της στην ενάγουσα ψευδή περιστατικά ούτε απέκρυψε αθεμίτως αληθή, εφόσον, όπως προαναφέρεται, δεν είχε υποχρέωση να την πληροφορήσει για την τήρηση του “εξωλογιστικού λογαριασμού συναλλάγματος” αφού αυτός δεν αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τραπεζική κατάθεση χρημάτων. Κατ΄ακολουθία, ουδόλως αποδείχθηκε η παραβίαση, εκ της συμπεριφοράς της τρίτης εναγομένης, των χρηστών ηθών, δεδομένου ότι, αφενός μεν αυτή δεν είχε νομική υποχρέωση πληροφορήσεως της ενάγουσας, ούτε εκ του νόμου, ούτε εκ συμβάσεως, ούτε από προηγούμενη ενέργεια, αναφορικά με την τήρηση του επίδικου, με αριθμό 51420 «εξωλογιστικού» λογαριασμού και την έκδοση από μέρους της Βεβαιώσεων Συναλλαγματικής Κάλυψης κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, κάτι που, άλλωστε, ήταν ευχερές να πληροφορηθεί η ενάγουσα υποβάλλοντας αντίστοιχη αίτηση προς τη Διεύθυνση Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, όπως και έπραξε αυτή, κατά το έτος 2012, αφετέρου δε, η έκδοση των εν λόγω βεβαιώσεων έλαβε χώρα σύννομα, βάσει πιστωτικών στοιχείων (εν προκειμένω, βεβαιώσεων αγοράς συναλλάγματος) που προσκόμισε σε αυτή η εν λόγω εταιρεία, χωρίς να ασκεί, εν προκειμένω, έννομη επιρροή το γεγονός ότι δικαιούχος των βεβαιώσεων αγοράς συναλλάγματος ήταν, σε μερικές περιπτώσεις, άλλη εταιρεία ιδίων συμφερόντων με την καθής η εκτέλεση (η …………..), η οποία προέβη στη σχετική εισαγωγή συναλλάγματος για λογαριασμό της …………….., αφού κάτι τέτοιο, αφενός μεν δεν απαγορεύεται από κάποια διάταξη νόμου, αφετέρου δε, συνιστά συνήθη πρακτική στη ναυτιλιακή αγορά, όπως επιβεβαίωσαν άπαντες οι μάρτυρες ανταποδείξεως και οι καταθέσεις αυτών, αναφορικά με το πραγματικό αυτό περιστατικό δεν αναιρούνται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο του φακέλου της υπόψη δικογραφίας. Σημειώνεται ότι οι κινήσεις αγοράς συναλλάγματος επί των επίδικων βεβαιώσεων, ειδικά δε, επί της από 22.1.2010 βεβαιώσεως της τρίτης εναγομένης, έλαβαν χώρα από την 1.1.2009 έως 31.12.2009, ήτοι σε χρονικό διάστημα σχεδόν ενός έτους πριν από την επιβολή της πρώτης, από 17.12.2009, προσωρινής διαταγής. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι οι εν λόγω κινήσεις δεν συνδέονται χρονικά με την επιβολή αναγκαστικών μέτρων κατά της οφειλέτριας εταιρείας και ενισχύει έτι περαιτέρω την παραδοχή ότι αφορούσαν συνήθεις συναλλαγές των εν λόγω εταιρειών. Οι σχετικές δε τραπεζικές εργασίες γνωστοποιήθηκαν άμεσα στο Υπουργείο Ναυτιλίας και οποιοσδήποτε μπορούσε να πληροφορηθεί τη διενέργειά τους, όπως και έπραξε άλλωστε, η ενάγουσα, κατά το έτος 2012. Συνεπώς, συνεκτιμωμένων των κινήτρων των διαδίκων μερών, του σκοπού τους και των μέσων που χρησιμοποίησαν για την επίτευξη αυτού (εισαγωγή και ευρωποίηση συναλλάγματος, προς τήρηση των επιβαλλόμενων από το νόμο συναλλαγματικών υποχρεώσεων της εταιρείας που εκπροσωπούν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και έκδοση βεβαιώσεων συναλλαγματικής κάλυψης υπέρ της εν λόγω εταιρείας εκ μέρους της τρίτης εναγομένης,) και των λοιπών περιστάσεων πραγμάτωσης της συμπεριφοράς των εναγομένων, όπως αυτές περιγράφησαν ανωτέρω, δεν συντρέχει περίπτωση προσβολής των χρηστών ηθών υπό την έννοια του άρθρου 919 ΑΚ, όπως αυτή εξειδικεύθηκε στην υπό στοιχείο ΙΙ σκέψη της παρούσας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν θεμελιώνεται καμία αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας ούτε κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ ούτε κατά την έννοια του άρθρου 919 ΑΚ, αφού η συμπεριφορά τους αυτή, όπως ανωτέρω αποδείχθηκε, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, στην πρώτη περίπτωση ως παράνομη (αντιβαίνουσα σε απαγορευτική ή επιτακτική διάταξη νόμου τελεσθείσα με πράξη ή παράλειψη) και στη δεύτερη περίπτωση, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη ως προϋποθέσεων, αντίστοιχα, αδικοπρακτικής ευθύνης για αποζημίωση.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε την από το άρθρο 985 παρ. 3 βάση της αγωγής ως απαράδεκτη ως προς τον πρώτο και δεύτερο των εναγομένων με εσφαλμένη, όμως, αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένης της εφέσεως ως κατ΄ουσίαν αβάσιμης κατά τον οικείο λόγο της. Ομοίως, ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε την από τα άρθρα 914 ΑΚ και (επικουρικά) 919 ΑΚ βάση της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη εφαρμόζοντας ορθώς το νόμο και εκτιμώντας σωστά τις αποδείξεις και πρέπει η έφεση κατά τους λόγους της με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. ‘Εσφαλε όμως η εκκαλουμένη που απέρριψε την από το άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ βάση της αγωγής ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως ως προς την τρίτη εναγομένη και πρέπει κατά παραδοχή ως βασίμου περί τούτου του πρώτου λόγου εφέσεως και αυτής ως ουσιαστικά βάσιμης  μετά ταύτα, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το ανωτέρω κεφάλαιό της και αφού κρατηθεί και δικασθεί κατά το κεφάλαιο αυτό η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη ως προς την από το άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ βάση της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα τόσο του παρόντος βαθμού όσο και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το μέρος που η υπόθεση κρατήθηκε και δικάσθηκε κατ’ ουσίαν, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά την έφεση.

-Απορρίπτει την έφεση κατ ουσίαν ως προς τον πρώτο και δεύτερο των εφεσιβλήτων κατά το μέρος της που αφορά την από το άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ βάση της αγωγής και ως προς όλους τους εφεσίβλητους κατά τις βάσεις της από τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ .

-Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων ως προς τις ανωτέρω βάσεις της αγωγής.

-Δέχεται την έφεση κατ΄ουσίαν ως προς την τρίτη εφεσίβλητη κατά το μέρος της που αφορά την από το άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ βάση της αγωγής .

-Διατάζει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου

-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της που αφορά την ανωτέρω βάση της αγωγής ως προς την τρίτη εναγομένη.

-Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατά την ανωτέρω βάση της ως προς την τρίτη εναγομένη.

-Απορρίπτει αυτή.

-Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των ανωτέρω εναγομένων ως προς την ανωτέρω βάση της αγωγής.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 15η Δεκεμβρίου 2016   και δημοσιεύθηκε στις  12 Ιανουαρίου  2017 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους αυτών.

  Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ