Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 42/2017

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  42/2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εταιρείας με την επωνυμία “………….”, που εδρεύει στην ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Φώσκολο.

 ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρείας με την επωνυμία “……….”, που εδρεύει στην ………. της Τσεχίας, νομίμως εκπροσωπουμένης, που δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η καλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  7.4.2008 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ……../2008 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η  υπ΄αριθμ.2658/2009 οριστική απόφαση αυτού, που την έκανε δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου    η εναγομένη και  ήδη καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσα, με την από   4.2.2009 και υπ΄ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ………/2010 έφεση της, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 3-3-2011 κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε επ’αυτής η υπ΄ αριθμ. 502/2011 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που  ανέβαλε  την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να εκτελεστούν τα αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής.

Ήδη φέρεται για συζήτηση με την από  16.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης ../…../2014 κλήση  της εφεσίβλητης, που προσδιορίστηκε αρχικά στη δικάσιμο της 8ης-10-2015, κατά την οποία αναβλήθηκε για τις 4-2-2016 και μετά από νέα αναβολή, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά την συζήτηση της υπόθεσης μετά την εκφώνηση της με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από την υπ’αριθμ…….. /12-1-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….. και την από 25-2-2015 βεβαίωση επίδοσης της τσέχικης υπηρεσίας παραλαβής  του επιδιδόμενου δικογράφου, με συνημμένο το αποδεικτικό παραλαβής του από τον παραλήπτη, μέσω ταχυδρομείου, νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την καλούσα – εφεσίβλητη, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 16.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης ………./2014  κλήσης, μετά της συνημμένης ακριβούς μετάφρασης της στην τσεχική γλώσσα, με την πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 8ης-10-2015, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 4-2-2016 και εκ νέου για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο, με την οποία (κλήση) επαναφέρεται προς συζήτηση η από 4.2.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2010 έφεση της καθ’ ης η κλήση –  εκκαλούσας τσέχικης εταιρείας κατά της υπ’ αριθμ. 2658/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 502/2011 εν μέρει οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της, κατά τα οριζόμενα σ’αυτήν, έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς για την καθ’ης εταιρεία, που έχει την έδρα της στην …. της Τσεχίας, ο οποίος την διαβίβασε συνοδευόμενη από την τυποποιημένη σχετική έντυπη αίτηση, στην αρμόδια για την παραλαβή και επίδοση αλλοδαπή αρχή, που την επέδωσε στις 6-2-2015 στην καθ’ης δια της αποστολής της με το ταχυδρομείο στην διεύθυνση της έδρας της, που θεωρείται νόμιμος τρόπος επίδοσης κατά το τσεχικό δίκαιο, όπως προκύπτει από την από 25-2-2015 οικεία βεβαίωση, με συνημμένο το αποδεικτικό παραλαβής, που αυτή απέστειλε στην διαβιβάσασα εισαγγελική αρχή, σύμφωνα με τα άρθρα 4, 7 και 10 του Κανονισμού ΕΚ 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, για τις επιδόσεις στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επομένως, εφόσον κλήση της για εμφάνιση στην παρούσα μετ’αναβολή δικάσιμο δεν απαιτείται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, η καθ’ης που δεν εμφανίστηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου και δεν έλαβε μέρος στην επαναλαμβανόμενη αυτή συζήτηση, που θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης, κατά την οποία είχε παραστεί και καταθέσει προτάσεις, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στην συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 524 και 254 ΚΠολΔ).

Με την από 16.12.2014 και με αριθμό κατάθεσης …………../2014 κλήση νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, επαναφέρεται προς συζήτηση, η κρινόμενη από   4.2.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2010 έφεση, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495, 496 , 499 , 511, 513, 516, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ) υπ’ αριθ.2658/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικού Τμήματος), που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων,  επί της από 7.4.2008 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης …../2008 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 502/2011 εν μέρει οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία η κρινόμενη έφεση έγινε τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, ως προς ορισμένα κεφάλαια, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς αυτά και κρατήθηκε προς αναδίκαση η ανωτέρω αγωγή κατά τα εν λόγω κεφάλαια, εν συνεχεία δε αυτή απορρίφθηκε εν μέρει και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, κατ’άρθρο 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομισθεί επιμελεία του επιμελέστερου διαδίκου γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, ως προς το περιεχόμενο του δικαίου της Τσεχίας, ως εφαρμοστέο, καθόσον αφορά την κτήση παρά της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας εταιρείας, της εμπορικής ιδιότητας, σχετικά με τον ένατο λόγο της ένδικης έφεσης περί τοκοφορίας της επιδικασθείσης απαίτησης από προμήθεια παροχής υπηρεσιών συντήρησης των δύο επίδικων πλοίων κατά τον ελλιμενισμό τους στις εγκαταστάσεις της ενάγουσας-εφεσίβλητης στο Λαύριο. Ενόψει του ότι προσκομίζεται μετ’επικλήσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από την εφεσίβλητη-καλούσα η διαταχθείσα νομική πληροφορία, πρέπει η κρινόμενη έφεση να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Με την κρινόμενη αγωγή της η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία εκθέτει ότι ασχολείται με την αντιπροσώπευση στην Ελλάδα αλλοδαπών ναυπηγείων κατασκευής σκαφών αναψυχής, τις αγοραπωλησίες τούτων και την παροχή υπηρεσιών εξυπηρέτησης, επισκευής και συντήρησης τους και τυγχάνει αποκλειστική αντιπρόσωπος στην Ελλάδα των σκαφών αναψυχής του ιταλικού ναυπηγείου  “……….”, συμφώνησε δε με την εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει στην …….. και έχει συναφές αντικείμενο δραστηριοτήτων, την εκτέλεση ελέγχου και συντήρησης (service) των υπό σημαία Τσεχίας σκαφών αναψυχής “P” και “O”, που αυτή, ως αποκλειστικός αντιπρόσωπος στην …. της ανωτέρω ιταλικής κατασκευάστριας εταιρείας, είχε πωλήσει στις αναφερόμενες τσέχικες εταιρείες, κατά τον ελλιμενισμό τους από 8-7-2002 έως 7-7-2003 και από 8-10-2002 έως 7-10-2003 αντίστοιχα, στις εγκαταστάσεις “…………” της ενάγουσας στο ………., αντί αμοιβής ίσης προς το 2% της λιανικής τιμής πώλησης κάθε σκάφους, που ανέρχονταν σε 490.000 ευρώ και 1.725.000 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι ποσού 9.800 ευρώ για το πρώτο και ποσού 34.500 ευρώ για το δεύτερο και επιπλέον την διενέργεια των αναφερομένων για έκαστο σκάφος επισκευαστικών εργασιών, ύψους 8.545 ευρώ και 13.845 ευρώ, που καλύπτονται από την εγγύηση του πωλητή και δεν υπερβαίνουν το 2% του τιμήματος αγοράς του πρώτου σκάφους και το 1% εκείνου του δεύτερου, που ανήλθαν, κατόπιν έκπτωσης 20%, σε 377.300 ευρώ και 1.380.000 ευρώ, ήτοι τα ποσά των 7.546 ευρώ και 13.800 ευρώ αντιστοίχως και ότι, αν και εκτέλεσε τα συμφωνηθέντα, κατ’εφαρμογή των προβλεπομένων ρητών όρων των συμβάσεων αντιπροσωπείας και διανομής, που κάθε διάδικος είχε συνάψει με την αντιπροσωπευομένη, ως άνω, εταιρεία, η εναγομένη κατέβαλε έναντι της οφειλής της το ποσό των 27.050 ευρώ και εξακολουθεί να οφείλει το υπόλοιπο, που ανέρχεται σε 38.596 ευρώ και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της και την αναγνώριση της οφειλής της, αρνείται να καταβάλει. Ακολούθως ζήτησε, μετ’επιτρεπτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 38.596 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από 8.10.2003, που κατέστη απαιτητό, καθόσον αφορά εμπορικές απαιτήσεις μεταξύ εμπόρων.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.2658/2009 απόφαση, αφού έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία και ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, ερεύνησε κατ’ουσίαν την αγωγή και την έκανε ολικά δεκτή, αναγνώρισε δε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 38.596 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 7-10-2003, που έληξε ο ενιαύσιος ελλιμενισμός και του δεύτερου σκάφους, λόγω της εμπορικότητας της διαφοράς. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η ηττηθείσα εναγομένη με την κρινόμενη έφεση της, για τους αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθενται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί.

Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ.502/2011 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία αφού κρίθηκε τυπικά παραδεκτή η έφεση, απορρίφθηκαν, ως αβάσιμοι, οι τρεις πρώτοι λόγοι αυτής περί ελλείψεως δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων και αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου του Τορίνο Ιταλίας, προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς, λόγω παρέκτασης, άλλως της γενικής δωσιδικίας της εναγομένης και περί επιλεγέντος, ως εφαρμοστέου δικαίου, του ιταλικού, βάσει σχετικής ρήτρας της συναφθείσης μεταξύ της ενάγουσας-εφεσίβλητης και της ιταλικής εταιρείας “…………….” σύμβασης αποκλειστικής διανομής, καθόσον έκρινε το παρόν Δικαστήριο, όπως ορθά και το πρωτοβάθμιο, ότι η εν λόγω ρήτρα έχει ισχύ μόνο επί αντιδικίας μεταξύ των συμβληθεισών εταιρειών και δεν επεκτείνεται και επί αντιδικίας μεταξύ μίας εξ αυτών και τρίτου, έστω και αν έλκει δικαιώματα εξ αυτής, ενώ θεμελίωσε αφενός την δικαιοδοσία των ελληνικών Δικαστηρίων επί της κρινόμενης διαφοράς με αντικείμενο τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού και εκτελέσεως ελέγχου και συντηρήσεως των επίδικων πλοίων, στο γεγονός ότι τόπος παροχής των εν λόγω υπηρεσιών είναι το Λαύριο Αττικής [1παρ.1, 2, 5παρ.1 και 60 Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις] και αφετέρου όρισε ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, ελλείψει επιλογής των διαδίκων, καθόσον η κεντρική διοίκηση και κύρια εγκατάσταση της ενάγουσας-εφεσίβλητης, που όφειλε να εκπληρώσει την χαρακτηριστική παροχή, ήταν εντός του Νομού Αττικής [4παρ.1, 2 και 5 της από 19ης Ιουνίου 1980 Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης περί του εφαρμοστέου δικαίου επί των συμβατικών ενοχών (Ν.1792/1988)]. Περαιτέρω, έγινε κατ’ουσίαν δεκτή η έφεση, ως προς ορισμένα κεφάλαια της εκκαλουμένης και συγκεκριμένα, αφενός ως προς το κεφάλαιο περί αμοιβής, λόγω εκτελέσεως επισκευαστικών εργασιών, δεκτού γενομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης περί αοριστίας του, εξαιρέσει του επιμέρους κονδυλίου για αμοιβή ρυμουλκού προς ρυμούλκηση του σκάφους “P”, ποσού 410 ευρώ και αφετέρου, ως προς το κεφάλαιο περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εφεσίβλητης,  εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς αυτά και ως προς το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων και κρατήθηκε προς αναδίκαση η ανωτέρω αγωγή κατά τα εν λόγω κεφάλαια. Εν συνεχεία, το παρόν Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα επιδικάσεως αμοιβής,  λόγω εκτέλεσης επισκευαστικών εργασιών, ένεκα αοριστίας, εξαιτίας μη εξειδίκευσης ανταλλακτικών ή άλλων χρησιμοποιηθέντων υλικών, κόστους αυτών και απαιτουμένου χρόνου εργασίας, το δε επιμέρους κονδύλι για την ρυμούλκηση, που κρίθηκε ορισμένο, απορρίφθηκε κατ’ουσίαν, επειδή δεν αποδείχθηκε, δεκτού γενομένου του έκτου (VI) και όχι έβδομου, ως εκ παραδρομής αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση,  λόγου της έφεσης, κατά αυτό μόνο το σκέλος δια του οποίου προσβάλλεται η κατ’ουσίαν παραδοχή των κονδυλίων των επισκευαστικών εργασιών, ενώ ο αυτός λόγος απορρίφθηκε, ως αβάσιμος, κατά το σκέλος δια του οποίου προσβάλλεται η κατ’ουσίαν παραδοχή του κονδυλίου των προμηθειών και αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη-εκκαλούσα οφείλει προς την ενάγουσα-εφεσίβλητη το ποσό 17.250 ευρώ, μετ’αφαίρεση του ποσού των 27.050 ευρώ, που έχει ήδη καταβάλει για την αιτία αυτή, καθώς επίσης απορρίθηκαν, ως αβάσιμες, οι ενστάσεις της εκκαλούσας περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων, τόσο κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση τους στις διατάξεις του άρθρου 289παρ.3 ΚΙΝΔ, αφού το παρόν Δικαστήριο, όπως ορθώς και το πρωτοβάθμιο, έκρινε ότι η προβλεπομένη ενιαύσια παραγραφή των αξιώσεων από την εκτέλεση εργασιών επισκευής, εξοπλισμού και εφοδιασμού του πλοίου, ισχύει μόνον επί αξιώσεων στρεφομένων κατά του κυρίου του πλοίου ή των εχόντων την εκμετάλλευση αυτού (πλοιοκτητών-εφοπλιστών) και όχι και κατά άλλων προσώπων εμμέσως σχετιζομένων με την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, όσο και στις διατάξεις των άρθρων 250αρ.1, 251, 253 και 261ΑΚ, περί της πενταετούς παραγραφής των αξιώσεων μεταξύ εμπόρων, αφού το παρόν Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εναγομένη δια του από 17-2-2003 τηλεομοιοτυπήματος της προς την ενάγουσα μετά συνημμένης εντολής πληρωμής ποσού 22.150 ευρώ, έχει αναγνωρίσει την αξίωση αυτής προς καταβολή του υπόλοιπου ποσού των 22.150 ευρώ της συμφωνηθείσης προμήθειας της και συνεπώς, έχει διακοπεί η αρξαμένη παραγραφή, κατά παραδοχή της σχετικής αντενστάσεως της ενάγουσας, που έγινε δεκτή και πρωτοδίκως, απορριπτομένου, ως αβασίμου, του πέμπτου (V) (και όχι και έκτου, ως εκ παραδρομής αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση), λόγου της έφεσης περί παραγραφής κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. Επιπλέον, το παρόν Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας, ελλείψει νομίμου ερείσματος, αφού δέχθηκε ότι τα επικαλούμενα περιστατικά περί παροχής πλημμελών υπηρεσιών κατά την εκτέλεση του ελέγχου και της  συντήρησης των επίδικων πλοίων, δεν θεμελιώνουν καταχρηστικότητα και συνεπώς, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που την απέρριψε κατ’ουσίαν, κατά παραδοχή του έβδομου (και όχι όγδοου ως εκ παραδρομής αναφέρεται στην εφετειακή) λόγου της έφεσης, που βάλει κατά της μη ευδοκίμησης της επί της ουσίας.

Περαιτέρω από την Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, περί της κτήσης της εμπορικής ιδιότητας παρά της εναγομένης-εκκαλούσας κατά το δίκαιο της Τσεχίας, που κρίνεται εφαρμοστέο, ως  εκ του τόπου ασκήσεως της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας της στην ….., σε συνδυασμό με τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα με το σημείωμα της εφεσίβλητης, κατ’άρθρο 254παρ.2 ΚΠολΔ,  νέα αποδεικτικά μέσα για το συγκεκριμένο ζήτημα, αποδεικνύεται ότι στην Δημοκρατία της Τσεχίας η κτήση της εμπορικής ιδιότητας ρυθμίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του Εμπορικού Κώδικα της 5ης Νοεμβρίου 1991, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, σύμφωνα με την οποία, εκτός άλλων περιπτώσεων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, την εμπορική ιδιότητα φέρουν τα πρόσωπα, που καταχωρίζονται στο Εμπορικό Μητρώο, σύμφωνα δε με την παράγραφο 34 του ίδιου Κώδικα, στο Εμπορικό Μητρώο καταχωρίζονται οι εμπορικές εταιρείες και οι συνεταιρισμοί, τα φυσικά πρόσωπα, που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και οι αλλοδαπές εμπορικές εταιρείες και φυσικά πρόσωπα, που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Τσεχίας. Από τα από 21-9-2015 δύο αποσπάσματα σε επικυρωμένα αντίγραφα, από το Εμπορικό Μητρώο, που τηρείται στο Δικαστήριο της πόλεως της Πράγας, σε επίσημη μετάφραση της Μεταφραστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, προκύπτει ότι η εκκαλούσα-εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “………………..” με έδρα την …… (Tesnov 1/1059), υπό την νομική μορφή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (s.r.o.) και όχι της ανώνυμης εταιρείας (A.S.), όπως αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής και τις προτάσεις των διαδίκων, χωρίς όμως τούτο να δημιουργεί ουδεμία αμφιβολία για την ταυτότητα της, εφόσον πρόκειται για το ίδιο νομικό πρόσωπο,  έχει καταχωρηθεί στο εν λόγω μητρώο με αριθμό ….. και επομένως, έχει αποκτήσει την εμπορική ιδιότητα. Ενόψει τούτου, εφόσον αμφότεροι οι διάδικοι ήταν έμποροι και οι αγωγικές απαιτήσεις εξ αμφιμερώς εμπορικής αιτίας, δύναται η ενάγουσα να απαιτήσει τόκο για την επιδικασθείσα απαίτηση της από προμήθειες για την παροχή υπηρεσιών ελέγχου και συντήρησης των ελλιμενισμένων στις εγκαταστάσεις της επίδικων σκαφών αναψυχής, από τότε που οι αξιώσεις της κατέστησαν απαιτητές, ήτοι την επομένη της παρέλευσης του χρονικού διαστήματος ελλιμενισμού τους, που έληξε στις 7-10-2003, που ορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της τοκοφορίας του επιδικασθέντος ποσού των 17.250 ευρώ και επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε τόκους από την προαναφερόμενη ημερομηνία, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα και όχι από την επίδοση της αγωγής, απορριπτομένου του όγδοου λόγου της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως αβασίμου.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε ολικά την ως άνω αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης εταιρείας να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 38.596 ευρώ, κατά τους σχετικούς μερικά βάσιμους τέταρτο, έκτο και έβδομο λόγους της έφεσης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση της εναγομένης, κατά τους ανωτέρω τέταρτο, έκτο και έβδομο λόγους αντίστοιχα, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες (και τις μη πληττόμενες ή θιγόμενες διατάξεις της), για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει μερικώς δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η εναγομένη-εκκαλούσα να καταβάλει στην ενάγουσα-εφεσίβλητη το ποσό των 17.250 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της παρέλευσης της προθεσμίας ελλιμενισμού των επιδίκων σκαφών, ήτοι από τις 8-10-2003. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρα 106, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας, να ορισθεί δε το οικείο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης κατά της απόφασης αυτής ανακοπής ερημοδικίας από την απολειπόμενη διάδικο (άρθρα 501 παρ. 1, 502, 505 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας την ένδικη έφεση.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2658/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 7.4.2008 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “.……….” υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων διακοσίων πενήντα ευρώ (17.250), με το νόμιμο τόκο από τις 8-10-2003 μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εκκαλούσα την καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Ιανουαρίου 2017.

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και  τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας-εφεσίβλητης, στις 26 Ιανουαρίου 2017.

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ