Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 55/2017

Αριθμός    55/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Στέφανο Λύρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στα …… ……, διατηρώντας γραφεία και στον Πειραιά, εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αικατερίνη Σταματελοπούλου.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  28.11.2013 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2013 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 13/2015 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος  με την από  20.3.2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ.  ……/2015 έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 5η.11.2015 και, μετά από διαδοχικές αναβολές, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και β) η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 8.12.2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …../2015 έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 14η.1.2016 και, μετά από αναβολή, η αναφερόμενη  στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης-εκκαλούσας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 20-3-2015 και με   αριθμ. έκθ. κατάθ. …/23-3-2015  και από  8-12-2015 με αριθμ. έκθ. κατάθ. …./10-12-2015 αντίθετες εφέσεις κατά της 13/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών  διαφορών (664-676 ΚΠολΔ), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 και 674  ΚΠολΔ), καθώς από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή τους ή άλλος λόγος απαραδέκτου αυτών, ούτε οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται το αντίθετο, ενώ  δεν έχει παρέλθει η τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης κατά την 5-1-2015. Επομένως, και δεδομένου ότι αρμόδια φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Εφετείου  (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει να  συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ) κατά την αυτή διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Ο ενάγων ναυτικός  με την από 28-11-2013 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. …../19-12-2013) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίστηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε στον Πειραιά με την εναγόμενη ναυτική εταιρία ναυτολογήθηκε και εργάστηκε  σύμφωνα με τις οικείες σσνε για τα πληρώματα επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και με την ειδικότητα του ναύτη, στα υπό ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοία της ιδιοκτησίας της «Λ»  και  «ΕΒ», τα οποία εκτελούσαν πλόες στη δρομολογιακή γραμμή μεταξύ των λιμένων Πειραιά και Χανίων από ώρα 21 έως 6 και κάποιες φορές 6.30, καθημερινά και κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο αγωγικό δικόγραφο. Περαιτέρω ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του στα πλοία της εναγόμενης εταιρίας  η ημερήσια απασχόλησή του ανερχόταν σε δώδεκα ώρες τόσο τις καθημερινές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες ενώ κατά την περίοδο από 23-6-2012 έως 8-9-2012, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε και δεύτερο δρομολόγιο στη διάρκεια της ημέρας, η απασχόλησή έφθανε τις δεκαεπτά ώρες ημερησίως, χωρίς ωστόσο η εργοδότρια εταιρία  να του καταβάλει την ανάλογη αμοιβή. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε αφού περιόρισε παραδεκτά το αίτημα της αγωγής σε, μερικά, αναγνωριστικό να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 19.098,39 ευρώ ως διαφορά αμοιβής της υπερωριακής εργασίας, των επιδομάτων εορτών λόγω συνυπολογισμού των πραγματικών ωρών υπερωριακής απασχόλησης και ως αμοιβή των δρομολογίων εξπρές και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλλει το ποσό των 2.011 ευρώ ως διαφορά επιδόματος Πάσχα 2013, με το νόμιμο τόκο τα εν λόγω ποσά από την ημέρα της απόλυσής του την 11-5-2013 άλλως από την επίδοση της αγωγής, ενώ συμπεριέλαβε και επικουρική βάση της αγωγής του στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η εναγόμενη εταιρία με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συνομολόγησε την ναυτολόγηση του ενάγοντα στα πλοία της κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, αρνήθηκε κατά τα λοιπά αυτήν ως προς τις αξιώσεις  του ενάγοντα για διαφορά στην υπερωριακή αμοιβή του και στα επιδόματα εορτών προβάλλοντας τον ισχυρισμό περί πλήρους εξόφλησής τους και εσφαλμένου συνυπολογισμού σ’ αυτές του επιδόματος ιματισμού.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση  με την οποία έκανε  δεκτή την αγωγή ως νόμιμη στηριζόμενη κατά την κύρια βάση της στις διατάξεις των 53επ. ΚΙΝΔ, 648 επ. Α.Κ. σε συνδυασμό με την εφαρμοστέα σσνε, απέρριψε ως αόριστη την επικουρική βάση της αγωγής την οποία, στη συνέχεια, δέχθηκε  μερικά ως ουσιαστικά βάσιμη και αντίστοιχα την ένσταση εξόφλησης της εναγόμενης, ως μερικά βάσιμη, κρίνοντας ειδικότερα ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακά επί δέκα ώρες καθημερινά  και επί δώδεκα ώρες κατά την θερινή περίοδο εκτέλεσης διπλών δρομολογίων  και επιδίκασε  στον ενάγοντα με καταψηφιστική διάταξη το ποσό των 4.564,50 ευρώ και με αναγνωριστική διάταξη το ποσό των 642,55 ευρώ ως επίδομα Πάσχα 2013, συνυπολογίζοντας στα εν λόγω ποσά και το επίδομα ιματισμού.   Αμφότερα τα διάδικα μέρη άσκησαν τις κρινόμενες εφέσεις τους και για τους λόγους που επικαλούνται, και ανάγονται κυρίως σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εφαρμογή του νόμου, ζητούν την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης  προς τον σκοπό, ο μεν ενάγων ναυτικός να γίνει πλήρως δεκτή η αγωγή του η δε εναγόμενη  εταιρία  να απορριφθεί αυτή πλήρως.

Οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους δεν εξέτασαν μάρτυρες στο ακροατήριο κατά την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασία, προσκόμισαν για το σκοπό αυτό ένορκες βεβαιώσεις και συγκεκριμένα  ο ενάγων προσκόμισε με επίκληση  τις  με αριθμούς …/4-6-2014 και  …/4-6-2014  η μεν πρώτη ενώπιον του συμβολαιογράφου Χανίων ……. από τον συνάδελφο του στο πλοίο «Λ» ……..,  η δεύτερη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς από τον επίσης συνάδελφό του στο πλοίο «ΕΒ» …………., η δε εναγόμενη προσκόμισε την …./3-6-2014 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς του υπηρετήσαντος στα πλοία της με την ειδικότητα του υπάρχου, …………… Οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις δόθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου τους   (σχετ. η …./3-6-2014 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ……. που προσκομίζει ο ενάγων και η ……../30-5-2014 όμοια έκθεση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ………. που προσκόμισε η εναγόμενη εταιρία) και εκτιμώνται από το Δικαστήριο το οποίο υποχρεούται (άρθρα 335, 338-340 και 346 ΚΠολΔ), προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που εκείνοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν διαφορετικά θεμελιώνεται ο  προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αρ. 11περ.γ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ενώ οι μάρτυρες, ακόμα και αν  έχουν εγείρει αξιώσεις σε βάρος του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου καταθέτουν,  δεν θεωρούνται εξαιρετέοι μάρτυρες σύμφωνα με το άρθρο 400 ΚΠολΔ, άλλωστε κατά την εφαρμοζόμενη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ακόμα και αποδεικτικά μέσα, όπως οι εξαιρετέοι μάρτυρες,  που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 671ΚΠολΔ ΕΠ 160/2014 δημοσιευμ στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος η προσκομισθείσα από την εναγόμενη   με αριθμό 1511/2011 ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στα πλαίσια άλλης πολιτικής δίκης λαμβάνεται υπόψη μόνο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 800/2015 δημος στη ΝΟΜΟΣ). Από την εκτίμηση λοιπόν των  ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε ενόρκως βεβαιούντος μάρτυρα και  των εγγράφων, που οι διάδικοι επαναπροσκομίζουν με νόμιμη επίκληση, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη (άρθρο 438 ΚΠολΔ) είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 395, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς να παραλείπεται κάποιο εξ αυτών για την κατ’ ουσία διάγνωση της διαφοράς σε συνδυασμό με όσα αυτοί ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά ο ενάγων ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη αρχικά στο με ελληνική σημαία ε/γ-ο/γ πλοίο «Λ» της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας όπου εργάστηκε από την 1-4-2011 έως την 4-6-2012 οπότε η σύμβασή του λύθηκε λόγω μετάθεσής του  και στη συνέχεια, στο ομοίως με ελληνική σημαία  ε/γ-ο/γ πλοίο «ΕΒ» της εναγόμενης  από 4-6-2012 έως 11-5-2013 οπότε και απολύθηκε με αμοιβαία συναίνεση. Τα πλοία αυτά εκτελούσαν πλόες στη δρομολογιακή γραμμή μεταξύ των λιμένων Πειραιά και Χανίων αποπλέοντας από το λιμάνι αναχώρησης ώρα 21.00 και καταπλέοντας στον προορισμό του ώρα 6 ή 6.30, μετά από 9 ώρες πλου. Ο ενάγων, καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγόμενης, απασχολούνταν καθημερινά, με τα καθήκοντα  που του ανατέθηκαν, τα συναφή με την ειδικότητά του, συγκεκριμένα ο ενάγων, εκτελούσε καθημερινά δυο τετράωρες βάρδιες από ώρα 4.00-8.00 η πρώτη και από ώρα 16.00- 20.00  η δεύτερη, απασχολούμενος όπως αποδέχεται και  η εναγόμενη και στο δέσιμο του πλοίου όταν αυτό κατέπλεε αλλά και στην τακτοποίηση και παράδοση των αποσκευών των επιβατών στην φόρτωση και εκφόρτωση των οχημάτων στο γκαράζ του πλοίου σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρά της. Ειδικότερα όταν το πλοίο κατέπλεε στο λιμένα προορισμού την έκτη πρωινή ή την έκτη και μισή ώρα κάποιες φορές, ο ενάγων που εκτελούσε τετράωρη βάρδια μέχρι τις 8.00, παρευρισκόταν στη διαδικασία κατάπλου και εκφόρτωσης  του πλοίου και όταν αυτή ολοκληρωνόταν απασχολείτο με τον καθαρισμό της γέφυρας συλλέγοντας τα απορρίμματα και πλένοντας τα τζάμια με γλυκό νερό. Αντίστοιχα κατά την εκτέλεση της απογευματινής βάρδιας (16.00 με 20.00) απασχολείτο στην προετοιμασία του πλοίου για τον απόπλου του περί ώρα 21.00. Σε αμφότερα τα πλοία υπηρετούσαν στο προσωπικό καταστρώματος, σύμφωνα με την οργανική σύνθεση του πληρώματος αυτών,  1 ναύκληρος, 2 υποναύκληροι, 12 ναύτες  και 2 ναυτόπαιδες. Εξ αυτών οι ναύτες χωρίζονταν σε δυο εξαμελείς ομάδες εκ των οποίων η μία εκτελούσε, ανά δυο μέλη τις τετράωρες βάρδιες  στη γέφυρα όπου ο ένας ναύτης ήταν στο τιμόνι του πλοίου και ο έτερος εκτελούσε περιπολίες, οι δε ναύτες της άλλης ομάδας  εκτελούσαν καθήκοντα ημεροφύλακα  χωρίς ωστόσο να αποδειχθεί, στη προκειμένη υπόθεση,  ούτε οι διάδικοι το επικαλέστηκαν, ότι οι ναύτες εναλλάσσονταν ώστε  να μην είναι πάντα οι ίδιοι που  κάνουν βάρδια και οι ίδιοι που είναι «ημεροφύλακες». Κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ίσχυε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2011 και 2013 οι  οποίες κυρώθηκαν με τις   3525.1.5.2/01/2011 (ΦΕΚ Β 1070/31.5.2011) και 3525.1.1/01/2013 (ΦΕΚ Β 2079/2013) αποφάσεις του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, οι ρυθμίσεις των οποίων, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνουν και τους διαδίκους. Σύμφωνα με το άρθρο 11  αυτών, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορά, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις εντός οκταώρου εργασίες κατά ημέρα Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό  καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως πραγματικής παροχής από μέρους του υπηρεσίας, ενώ υπερωριακή (αμειβόμενη ως υπερωριακή εργασία των καθημερινών) είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής. Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ήτοι την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, τη Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, τη 15η Αυγούστου, τη 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από τα σχετικά άρθρα της εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε.. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 13 παρ. 1 των  ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., προσαυξημένο κατά 50% (άρθρο 13 παρ. 5) ενώ η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ίδιο ως άνω  ωρομίσθιο,  προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 παρ. 2). Με βάση τα προεκτεθέντα το Δικαστήριο συνεκτιμώντας το είδος, τις συνθήκες και τα καθήκοντα της ειδικότητας του ενάγοντα σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κρίνει ότι κατέστη αναγκαίο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών λειτουργίας του πλοίου, να εργαστεί υπερωριακά, είτε αρχίζοντας τη βάρδια του νωρίτερα είτε ολοκληρώνοντας αυτήν αργότερα από τον καθοριζόμενο χρόνο αυτής. κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί 3 (3) ώρες την ημέρα, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί ένδεκα (11) ώρες την ημέρα και όχι όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με την αγωγή του και επαναφέρει με την κρινόμενη έφεσή του, ότι απασχολείτο επί δώδεκα ώρες. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγόμενης, που επαναφέρει με την  έφεσή της, ότι ο ενάγων απασχολείτο, κατά κανόνα το οκτάωρό του και ότι είχε συμφωνήσει και ελάμβανε μηνιαίως ένα ποσό για υπερωρίες καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, το οποίο του καταβαλλόταν σταθερά και ανεξάρτητα των πραγματικά παρασχεθέντων ωρών υπερωριακής εργασίας, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός, συνεκτιμωμένου ότι τα πλοία της εναγομένης εκτελούσαν πολύωρης διάρκειας ταξίδια σε δρομολογιακή γραμμή που έχει αυξημένη κίνηση τόσο επιβατών όσο και οχημάτων και τα καθήκοντα  του ενάγοντα, βάρδια στη γέφυρα, συμμετοχή στο δέσιμο του πλοίου κατά τον κατάπλου αλλά και στην προετοιμασία του για τον απόπλου όπως επίσης και σε εργασίες συντήρησης και καθαρισμού αυτού,  δεν ήταν εφικτό  να εκτελούνται μέσα στο νόμιμο οκτάωρο, η εκτέλεση δε υπερωριακής εργασίας ήταν αναγκαία καθημερινά και κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Το γεγονός ότι το ως άνω πλοίο τα εν λόγω χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα με βάση  την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Περαιτέρω δε  η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων αλλά και η επί σειρά ετών ναυτολόγησή του κατόπιν σχετικής συμφωνίας  με την εναγόμενη στα πλοία της, χωρίς να προβάλλει περαιτέρω απαιτήσεις και χωρίς να διαμαρτυρηθεί για μη καταβολή της ανάλογης υπερωριακής αμοιβής δικαιολογείται αφενός από την επιθυμία του να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση, σε περίοδο  υψηλού, κατά τα διδάγματα της κοινής, πείρας δείκτη ανεργίας των ναυτικών, αφετέρου δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτησή του από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του διότι   κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η παραίτηση του εργαζόμενου,  ακόμα και με την μορφή άφεσης χρέους των εν λόγω δικαιωμάτων του, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων κατά συνέπεια των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης, που επαναφέρονται με την έφεσή της, όπως και του ισχυρισμού της ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών η αναλογία της συμφωνηθείσας υπερωριακής αμοιβής και όχι εκείνης που αντιστοιχεί στον πραγματικό αριθμό υπερωριών και είναι υπέρτερη της συμφωνηθείσας επειδή ακριβώς ισοδυναμεί με άκυρη παραίτηση του ενάγοντα από αξιώσεις του που θεμελιώνονται στις διατάξεις της οικείας σσνε. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δέκα (10) ώρες, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος έφεσης του ενάγοντα να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Όπως συνομολογείται από τους διαδίκους το πλοίο «ΕΒ» κατά το χρονικό διάστημα από 4-6-2012 έως 30-9-2012 πραγματοποιούσε ενόψει της αυξημένης κίνησης που παρατηρείται κατά τη θερινή περίοδο και δεύτερο δρομολόγιο στη διάρκεια της ημέρας αναχωρώντας από το λιμάνι ώρα 10.00 ενώ είχε καταπλεύσει περί ώρα 6.00 και κατέπλεε στο λιμάνι προορισμού ώρα 19.00 από το οποίο απέπλεε εκ νέου ώρα 21.00. Ο συνολικός αριθμός των εν λόγω επιπλέον δρομολογίων άλλως δρομολογίων εξπρές που πραγματοποιήθηκαν στο άνω διάστημα ανέρχεται συνολικά σε 36, ήτοι 2 τον Ιούνιο, 11 τον Ιούλιο, 20 τον Αύγουστο και 3 το Σεπτέμβριο σύμφωνα με τις μισθοδοτικές καταστάσεις του ενάγοντα που προσκομίζονται από την εναγόμενη η οποία ενώ αποδέχεται την εκτέλεση εξπρές πλόων όλως ασαφώς κατά παράβαση των άρθρων 261 ΚΠολΔ (υποχρέωση διαδίκου να απαντά με σαφήνεια στους ισχυρισμούς του αντιδίκου του) και 116 ΚΠολΔ (έκθεση πραγματικών περιστατικών από τους διαδίκους με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια αποφεύγοντας ασαφείς εκφράσεις) αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκαν κάποια δρομολόγια ημερήσια, αμφισβητεί τον αριθμό που η ίδια ανέγραψε στις άνω καταστάσεις χωρίς ωστόσο να αναφέρει όπως υποχρεούται οποιονδήποτε αριθμό πραγματοποιηθέντων κατά την άποψή της δρομολογίων εξπρές.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Y.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατό ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην Π.Ν.Ο., καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η, κατά την επομένη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, ωστόσο προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2, προσδιορισμού (παρ. 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, όπως στην προκειμένη περίπτωση, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν, όμως, πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (Εφ.Πειρ.587/2011 ΕΝΔ 2012.19, Εφ.Πειρ.663/2008 αδημ. σε νομικό τύπο, Εφ.Πειρ.34/2008, Εφ.Πειρ. 111/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.540/2006 ΕΝΔ 2006.363, Εφ.Πειρ. 148/2006, Εφ.Πειρ.768/2005, Εφ.Πειρ. 740/2005, Εφ.Πειρ.245/2003 αδημ. σε νομικό τύπο). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής,  αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Παρέχεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι διατάξεις αυτού δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός αν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 (Εφ.Πειρ.517/2011, Εφ.Πειρ.55/2011, Εφ.Πειρ. 764/2010, Εφ.Πειρ.663/2008 αδημ.).  Κατά τη διάρκεια των εν λόγω ταξιδιών ο ενάγων εξακολουθούσε να εργάζεται εκτελώντας δυο τετράωρες βάρδιες και να συμμετέχει στο δέσιμο του πλοίου, σε δύο ακόμα δεσίματα αναφέρει στην ένορκη βεβαίωσή του ο ύπαρχος του πλοίου, πραγματοποιώντας επιπλέον υπερωριακή απασχόληση δυο ωρών- και συνολικά πέντε ωρών- τις καθημερινές και Κυριακές και δεκατριών ωρών τα Σάββατα και τις αργίες και όχι δυο και δώδεκα όπως κατόπιν εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων δέχθηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, στις τακτικές αποδοχές του ναυτικού  περιλαμβάνονται ο καταβαλλόμενος μισθός  και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα άδειας και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης άδειας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, μεταξύ των οποίων είναι η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π.1013/2003, Εφ.Πειρ.562/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.568/2009 ΕΝΔ 2009.267, Εφ.Πειρ. 283/2009 ΕΝΔ 2009.102,) και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της οικείας σσνε. Αντίθετα, το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1-3 και 20 της ως ίδιας συλλογικής σύμβασης επίδομα ιματισμού, που δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη και δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και, συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και των επιδομάτων εορτών (Α.Π.774/2003 ΔΕΝ 59.1300, Α.Π.226/2003 ΔΕΝ 59.1138, Εφ.Πειρ. 434/2013 (Μον.) Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.53/2013, Εφ.Πειρ. 661/2012 (Μον.), Εφ.Πειρ.377/2011 ΕΝΔ 2011.262, Εφ.Πειρ.283/2009 ΕΝΔ 2009.102). Συνεπώς κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο της έφεσης της εναγόμενης εταιρίας εσφαλμένα η εκκαλουμένη, κατά τον  καθορισμό των ποσών που επιδίκασε στον ενάγοντα για τις ένδικες αξιώσεις του, συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές αυτού και το επίδομα ιματισμού. Περαιτέρω σύμφωνα με τα άρθρα 1 α, 2, 3α και 7 της με αριθμ. 70109/8008/14-12-1981/7-01-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς”, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 1/7-1-1982, τεύχος Β, με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν Υπουργική Απόφαση 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, ο ναυτικός δικαιούται για επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων τα 2/25 του μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1η Μαΐου έως 31η Δεκεμβρίου και για επίδομα Πάσχα το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1η Ιανουαρίου έως 30η Απριλίου (ΕΠ 34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα, αντιστοίχως, μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα άδειας, η αποζημίωση μη πραγματοποίησης άδειας, καθώς  και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε  μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕΠ 506/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 46/2011, ΕΠ283/2009 αδημ.).Τέλος ενόψει του ότι οι διάδικοι  με τους λόγους έφεσης που αφορούν τον αριθμό των υπερωριών και οι οποίοι ήδη απορρίφθηκαν, παραπονούνται μόνο για τον αριθμό των ωρών, που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακά και δεν αμφισβητούν αντίθετα το ύψος του εκάστοτε νόμιμου ωρομισθίου αυτού, τις καταβληθείσες με βάση τις μισθοδοτικές καταστάσεις αμοιβές και επιδόματα ή τον αριθμό των καθημερινών και αργιών που εργάστηκε πλην του χρονικού διαστήματος από 22-4-2013 έως 11-5-2013 κατά το οποίο το πλοίο «ΕΒ» βρισκόταν σε ακινησία, ο ενάγων δικαιούται για αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησής του, διαφορές επιδομάτων αδειών και αμοιβή δρομολογίων εξπρές τα ακόλουθα ποσά:

Α] για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «Λ» από 1-1-2012 έως 3-6-2012, στο οποίο απασχολήθηκε 1] συνολικά 105 καθημερινές και 21 Κυριακές : 126 ημέρες χ 3 ώρες υπερωριακής απασχόλησης χ 8,38 ευρώ ωρομίσθιο = 3.167,44 ευρώ και 2]  22 Σάββατα και 7 αργίες : 29 χ 11 ώρες χ 10,05 ευρώ = 3.205,95 ευρώ και συνολικά  6.373,39 ευρώ, έλαβε για την αιτία αυτή 4.911,32 ευρώ και του οφείλονται 1.462,07 ευρώ. 3]  για Πάσχα 2012 δικαιούται το ήμισυ των τακτικών και παγίως καταβαλλόμενων αποδοχών, του βασικού μισθού και επιδομάτων πλέον υπερωριών (άρθρο 14 της σσνε) : 1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ  επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ τροφοδοσία + 417,12 ευρώ άδεια + 1.070 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας = 3.512,09 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 = 1.756,04, έλαβε για την αιτία αυτή το ποσό 1.137,27 ευρώ και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 618,77 ευρώ. 4] για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2012 καθώς απασχολήθηκε από 1-5-2012 έως 3-6-2012: δικαιούται τα 2/25 των  μηνιαίων αποδοχών του, όπως υπολογίστηκαν παραπάνω για κάθε 19 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα : 3.512,09 χ 2/25 χ 1,78 (34 ημέρες : 19) = 502,84 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 327,70 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 174,95 ευρώ. Συνολικά για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησή του στο πλοίο «Λ» δικαιούται 2.255,79 ευρώ.

Β] για την περίοδο ναυτολόγησής του στο πλοίο «ΕΒ», κατά το χρονικό διάστημα από  4-6-2012 έως 11-5-2013 πλην του διαστήματος από 22-4-2013 έως 11-5-2013 κατά το οποίο το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία, συνέπεσε δε με το Πάσχα του ίδιου έτους και δεν αποδείχθηκε υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντα, απασχολήθηκε 1] επί 246 καθημερινές και Κυριακές : 246 χ 3 ώρες υπερωριακής εργασίας χ 8,38 ευρώ ωρομίσθιο = 6.184,44 ευρώ  2] επί 44 Σάββατα και αργίες χ 11 ώρες χ 10,05 ευρώ ωρομίσθιο = 4.864,2 ευρώ

3] επί 25 καθημερινές κατά το χρονικό διάστημα Ιούνιος – Σεπτέμβρης 2012 κατά το οποίο εκτελούνταν και δεύτερο δρομολόγιο χ 5 ώρες υπερωριακής απασχόλησης χ 8,38 ευρώ = 1.047,5 ευρώ. 4] επί 12 Σάββατα κατά το ίδιο όπως και άνω χρονικό διάστημα χ 13 ώρες χ 10,05ευρώ = 1.567,8 ευρώ  και συνολικά για τις παραπάνω αιτίες δικαιούται το ποσό των 13.663,94 ευρώ από το οποίο έχει λάβει 10.580,69 ευρώ και απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο 3.083,23 ευρώ. 5] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2012 (απασχολήθηκε από 4-6-2012 έως 31-12-2012) δικαιούται τα 2/25 των  μηνιαίων αποδοχών του, για κάθε 19 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα : 1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ  επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ τροφοδοσία + 417,12 ευρώ άδεια + 1.306 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας = 3.747,39 ευρώ μηνιαίες αποδοχές χ 2/25 χ 11,21 (213 ημέρες : 19) = 3.360,64 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 1.975,78 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 1.384,86 ευρώ. 6] για επίδομα Πάσχα 2013 δικαιούται το ήμισυ των τακτικών και παγίως καταβαλλομένων αποδοχών του βασικού μισθού και επιδομάτων πλέον υπερωριών (άρθρο 14 της σσνε) : 1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ  επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ τροφοδοσία + 417,12 ευρώ άδεια + 1.070 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας = 3.512,09 ευρώ μηνιαίες αποδοχές : 2 = 1.756,04, έλαβε για την αιτία αυτή το ποσό 1.114,46 ευρώ και απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 641,58 ευρώ.7] για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2013 (απασχολήθηκε από 1-5-2013 έως 11-5-2013) δικαιούται τα 2/25 των  μηνιαίων αποδοχών του, για κάθε 19 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα : 1.157,99 ευρώ μισθός ενέργειας + 254,76 ευρώ  επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 ευρώ τροφοδοσία + 417,12 ευρώ άδεια + 1.070 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας = 3.512,09 ευρώ μηνιαίες αποδοχές χ 2/25 χ 0,57 (11 ημέρες : 19) = 162,66 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού των 66,36 ευρώ απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 96,30 ευρώ. Τέλος 8] για αμοιβή δρομολογίων εξπρές τα οποία πραγματοποίησε το πλοίο τη θερινή περίοδο 2012, και τα οποία ήταν πλέον των επτά τακτικών δρομολογίων που το ίδιο εκτελούσε, δικαιούται σύμφωνα με τα παραπάνω  αναλυθέντα και το αίτημα της αγωγής, το 1/30 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του που καταβάλλονταν κατά το χρόνο εκείνο για κάθε τέτοιο ταξίδι και επομένως: 3.747,39 ευρώ αποδοχές : 30 χ 36 =4.496,86 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγομένη για την αιτία αυτή ποσού των 2.775,73 ευρώ απομένει οφειλόμενη διαφορά 1.721,13 ευρώ. Συνολικά επομένως οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντα ανέρχονται σε (1.462,07 + 618,77 + 174,95  3.083,23 + 1.384,86, + 641,58 + 96,30 + 1.721,13 =) 9.182,89 ευρώ. Σημειώνεται ότι το επίδομα ιματισμού δεν συνυπολογίσθηκε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντα, προκειμένου να εξαχθεί το ως άνω ποσό, το οποίο δικαιούται, αφού η στολή προδήλως χορηγήθηκε από την πλοιοκτήτρια-εναγομένη και δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, με αποτέλεσμα το επίδομα αυτό να μην έχει χαρακτήρα μισθού και να μην αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς  βασική αιτία χορήγησής του, όπως προαναφέρθηκε, είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου και αποτελεί μέσο προς εκτέλεση της υπηρεσίας του ναυτικού, που δικαιολογείται από τις ιδιόρρυθμες συνθήκες κάτω από τις οποίες παρέχεται η ναυτική εργασία και δεν αποσκοπεί στο να προσπορίσει οικονομικό όφελος σε αυτόν (Εφ.Πειρ.517/2011 αδημ.,  Εφ.Πειρ.180/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα, για τις ένδικες αξιώσεις του, συνυπολογίζοντας και το επίδομα ιματισμού, το ποσό των 5.207,05 ευρώ, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, κατά τους βάσιμους, αντίστοιχα  λόγους των εφέσεων των διαδίκων, και, κατόπιν αυτού, θα πρέπει αμφότερες οι εφέσεις να γίνουν δεκτές και ως ουσιαστικά βάσιμες, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση και να εκδικαστεί από το Δικαστήριο αυτό,  να γίνει μερικά δεκτή η με αριθμ. έκθ. κατάθ. …../19-12-2013 αγωγή  και να  υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των  8.541,31 ευρώ  και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει 641,58 ευρώ,  με το νόμιμο τόκο το ποσό που αφορά τις αξιώσεις του από την ναυτολόγησή του στο «ΕΒ» από την επομένη της απόλυσής του και συγκεκριμένα από 12-5-2013, ήτοι 6.927,1 ευρώ, το ποσό δε που αφορά τις αξιώσεις του από τη ναυτολόγησή του στο πλοίο «Λ », ήτοι 2.255,79 ευρώ, από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής ημέρα. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, θα επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης, ανάλογα με το βαθμό της νίκης αυτού (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις,  από 20-3-2015 και με   αριθμ. έκθ. κατάθ. …./23-3-2015  και από  8-12-2015 με αριθμ. έκθ. κατάθ. …../10-12-2015 αντίθετες εφέσεις κατά της 13/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών  διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά  και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την  με αριθμό 13/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμ έκθ κατάθ …../19-12-2013  αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή μερικά.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ  την εναγόμενη εταιρία   να καταβάλει στον ενάγοντα,  το ποσό των οκτώ  χιλιάδων  πεντακοσίων σαράντα ενός ευρώ και τριάντα ενός λεπτών  (8.541,31), με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εξακοσίων σαράντα ενός ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (641,58), με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων  του ενάγοντα  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος της εναγόμενης  και ορίζει το ύψος αυτών στο ποσό των πεντακόσιων πενήντα  (550 ) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  2 Φεβρουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ