Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 67/2017

Aριθμός   67/2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

NAYTIKO TMHMA

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, και Μαρία Κωττάκη, Εισηγήτρια-Εφέτη,   και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία ………….., που εδρεύει τυπικά μεν στην ……….., στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Γεώργιο Λατσούδη και Χαρίκλεια Σινανιώτου.

 ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού με την επωνυμία ……………., που εδρεύει τυπικά μεν στο ….. των …, πραγματικά όμως στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπουμένου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους του  δικηγόρους Γρηγόριο Τιμαγένη και Μαρία – Αγγελική Βλάχου.

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας Αμοιβαίας Ασφαλίσεως Πλοιοκτητών με την επωνυμία  «………….» («…………..») που εδρεύει στο ………, όπως εκπροσωπείται κατά νόμον, και έχει εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 89/67, 378/68, Β, 27/75 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 814/78 και Ν. 2234/94, η οποία  εκπροσωπήθηκε από τον  πληρεξούσιό της  δικηγόρο Γρηγόριο Τιμαγένη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία  «…………….»), που εδρεύει στη ….., νομίμως εκπροσωπουμένης, φερόμενης κατά δήλωσή της, ως εδρεύουσα πράγματι στον …., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους Γεώργιο Λατσούδη και Ιωάννη Δεληκωστόπουλο.

Η υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.3.1999 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./1999 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 5790/2000  οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  παρέπεμψε σε διαιτησία την ένδικη υπόθεση.   Η ενάγουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς και, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 914/2001 απόφαση αυτού, που εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και ανέπεμψε προς εκδίκαση την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το τελευταίο αυτό Δικαστήριο, εξέδωσε τις υπ΄ αριθμ. 842/2004 και 4432/2005 μη οριστικές αποφάσεις του και την υπ΄ αριθμ. 3927/2014 οριστική απόφασή του, με την οποία  απέρριψε την αγωγή.

Την τελευταία αυτή απόφαση (υπ΄ αριθμ. …../2014) προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β εφεσίβλητη με την από  7.9.2015 και με αριθμ. εκθ. κατάθ. …../2015  έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 18η.2.2016 και, μετά από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Τις τελευταίες τρεις ως άνω αποφάσεις (υπ΄ αριθμ. 842/2004, 4432/2005 και  3927/2014) προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη υπό στοιχ Α εφεσίβλητη-Β εκκαλούσα με την από 18.5.2016 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2016 έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. H υπό κρίση από 7-9-2025 (αριθ.κατ. …./2015) έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ΄αριθ.3927/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και  των συμπροσβαλλομένων υπ’ αριθ. 842/2004 και 4432/2005 μη οριστικών αποφάσεων του ίδιου Δικαστηρίου (παρόλο που  η έφεση δεν απευθύνεται και κατ’ αυτών – βλ. αρθ. 513 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι οποίες εκδόθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της δεν παρήλθε τριετία. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518, 520 § 1, 532, 533 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015), που τροποποίησε τον ΚΠολΔ, γιατί η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε πριν την 1-1-2016 (αρθ. 9 παρ. 2 ν. 4335/2015).

ΙΙ. Με την από 22-3-1999 (αριθ.κατ……/1999) αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το υπό κυπριακή σημαία φορτηγό πλοίο πλοιοκτησίας της  “DB” βυθίστηκε  έμφορτο, στον κόλπο του Ομάν, στις 06-01-1991, μετά από πρόσκρουσή του σε νάρκη. ‘Οτι το εν λόγω πλοίο  είχε “ενεγράψει προς κάλυψή του έναντι Πολεμικών Κινδύνων στον εναγόμενο Αλληλασφαλιστικό Συνεταιρισμό” όπως επί λέξει αναφέρει στην αγωγή, του οποίου κατέστη και η ίδια μέλος (Ασφαλισμένη). ‘Οτι ο εναγόμενος παρά την προς αυτόν έγκαιρη αναγγελία της επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου αρνήθηκε να της καταβάλει το ασφάλισμα εκ ποσού 4.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, γεγονός εξαιτίας του οποίου κατέστη πλουσιότερος. Ζήτησε δε, μετά παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά την κύρια μεν βάση της αγωγής ως ευθυνόμενος από τη σύμβαση κατά την επικουρική δε βάση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθ.5790/2000 απόφασή του δέχθηκε ότι δεν έχει δικαιοδοσία και παρέπεμψε την υπόθεση στη Διαιτησία του Λονδίνου. Κατά της αποφάσεως αυτής η ενάγουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς. Το Δικαστήριο αυτό με την υπ΄αριθ. 914/2001 απόφασή του έκρινε ότι η ρήτρα διαιτησίας που υπάρχει στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έχει προαιρετικό χαρακτήρα και αφού δέχθηκε την έφεση  ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και ανέπεμψε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το τελευταίο με την 842/2004 απόφασή του έκρινε ότι εφαρμοστέο στην ένδικη διαφορά είναι το αγγλικό δίκαιο και διέταξε αποδείξεις αναφορικά με τις διατάξεις του που ρυθμίζουν την ασφαλιστική σύμβαση που καλύπτει τους πολεμικούς κινδύνους, την παραγραφή της αξιώσεως καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, το δικαίωμα τοκοδοσίας του ασφαλισμένου για την καταβολή αυτής και τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Μετά το πέρας των ως άνω αποδείξεων και την εκ νέου συζήτηση της αγωγής, εκδόθηκε η 4432/2005 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που εφαρμόζοντας τις σε αυτό αναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού δικαίου έκρινε την αγωγή νόμιμη ως προς την κύρια εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως βάση της καθώς και το παρεπόμενο  αίτημα τοκοδοσίας από την επίδοσή της και απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακολούθως διέταξε αποδείξεις κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ που ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος (1-1-2002) του Ν. 2915/2001 ως εκ του χρόνου καταθέσεως της αγωγής, μετά τη διεξαγωγή των οποίων και τη νέα συζήτηση της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3927/2014 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, κατά παραδοχή της ενστάσεως παραγραφής, που είχε προβάλει η εναγομένη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την παραδοχή της αγωγής.

Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της παραπονείται η εκκαλούσα ότι κακώς η εκκαλουμένη θεώρησε την επίδικη έννομη σχέση ως σύμβαση ασφαλίσεως μεταξύ των διαδίκων και ακολούθως κατ΄εφαρμογή του αγγλικού δικαίου (Limitation Act 1980) δέχθηκε την περί παραγραφής ένσταση που πρότεινε ο εναγόμενος και απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι από το χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου (6-1-1991) έως την άσκηση της αγωγής (23-4-1999) παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος της εξαετίας. Ισχυρίζεται ειδικότερα η εκκαλούσα ότι η έννομη σχέση που τη συνδέει με τον εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο δεν είναι αυτή της ασφαλιστικής συμβάσεως καθόσον μεταξύ τους ουδέποτε συνήφθη σύμβαση ασφαλίσεως αλλ’ εταιρική σύμβαση υπό την έννοια ότι ο εφεσίβλητος είναι αλληλασφαλιστικός οργανισμός του οποίου η εκκαλούσα είναι μέλος  και ότι με βάση αυτή τη σύμβαση γεννάται η ένδικη υπόχρεωση αποζημιώσεως, εφαρμοστέο δε ως προς τη σύσταση και λειτουργία του εφεσίβλητου είναι το ελληνικό δίκαιο ως εκ της  πραγματικής έδρας αυτού, που είναι ο Πειραιάς και επομένως, εφόσον πρόκειται για εταιρική αξίωση, για την παραγραφή της εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ. Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι ο χρόνος παραγραφής δεν άρχισε κατά την ημερομηνία της επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου (6-1-1991), όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, γιατί σύμφωνα με τον Κανόνα 44 του εφεσίβλητου αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής ήταν η προηγούμενη απόρριψη από το διοικητικό συμβούλιο του εφεσίβλητου του αιτήματός της για καταβολή της αποζημιώσεως, απόφαση που δεν υπήρξε ποτέ έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής στις 23-4-1999 και ότι την 23-6-1992 δεν υπήρξε απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εφεσίβλητου για απόρριψη της ένδικης αξιώσεως όπως ψευδώς, παραπλανητικώς και απατηλώς παρέστησαν οι δικηγόροι του εφεσίβλητου προς τους δικούς της δικηγόρους με την από 23-6-1992 επιστολή τους. Με τον τρίτο λόγο εφέσεως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι ο εφεσίβλητος δυνάμει της 3122/1/3648/23982/2002 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας εγκατέστησε στην Ελλάδα γραφείο με σκοπό να ασχολείται αποκλειστικά με ασφαλίσεις πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία ολικής χωριτικότητας άνω των 500 κόρων, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, εγκατάσταση που είναι παράνομη γιατί ο εφεσίβλητος ως ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ΝΔ 400/1975 και ότι σε κάθε περίπτωση η ως άνω εγκατάσταση του εφεσίβλητου στην Ελλάδα  μετά την έγερση της ένδικης αγωγής και δη το έτος 2002 συνιστά καταστρατήγηση των διατάξεων του ΝΔ 400/1970 και έγινε με μοναδικό σκοπό να εφαρμοσθεί στην ένδικη διαφορά το αγγλικό δίκαιο ως εκ της καταστατικής έδρας του εφεσίβλητου ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή ως παραγεγραμμένη. Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι το αναφερόμενο πλοίο βυθίστηκε μετά από πρόσκρουση σε νάρκη. Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι  εσφαλμένως η εκκαλουμένη απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι τόσο με βάση το άρθρο 281 ΑΚ όσο και με βάση το δόγμα του estoppel του αγγλικού δικαίου ήταν καταχρηστική η προβολή από τον εφεσίβλητο της ενστάσεως παραγραφής.

Από την εκτίμηση των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στις νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες σε επικυρωμένα αντίγραφα  υπ’ αριθ. α) …/8-1-2013 εισηγητική έκθεση του Εισηγητή Δικαστή  β) …/2010 και γ)  …/2010 εισηγητικές εκθέσεις ενώπιον του ‘Ελληνα Προξένου στου Λονδίνο καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, πλην των υπ’ αριθ. ../2002, …/2002 και …/2002 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα καθώς και των υπ’ αριθ. …/2003 και …/2003 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, της υπ’ αριθ. …/2003 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., των υπ’ αριθ. …../2002 και …/2002 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. και των από 4-5-1999 και 21-5-2001 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Συμβολαιογράφου Λονδίνου Αγγλίας …………., που επικαλείται και προσκομίζει ο εφεσίβλητος, οι οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δεδομένου ότι η υπόθεση, ως εκ του χρόνου της πρώτης συζητήσεως της αγωγής (4-4-2000), δικάσθηκε κατά το άρθρο 341 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το Ν. 2915/2001 και εκδόθηκε προδικαστική απόφαση, επομένως αυτές  αποτελούν στην ουσία μαρτυρία χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις και συνεπώς απαγορευμένη (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 1320/2011- “Νόμος”, ΑΠ 625/1999 ΕλλΔνη 41.67, ΑΠ 1470/1998 ΕλλΔνη 40.1314),  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος είναι νομικό πρόσωπο συσταθέν κατά τη νομοθεσία του κράτους των Βερμούδων και ειδικότερα είναι εταιρεία αμοιβαίας ασφαλίσεως που ιδρύθηκε δυνάμει του Νόμου 290/1969 των Βερμούδων, ο οποίος είναι και ο συστατικός της νόμος, φέρει δε την επωνυμία : “……………..”. Τροποποιήθηκε το έτος 1994 δυνάμει του  κωδικοποιημένου και τροποποιητικού Νόμου 40/1994 των Βερμούδων, ο οποίος μέχρι σήμερα διέπει τη σύσταση και λειτουργία του εφεσίβλητου, η επωνυμία του οποίου μεταβλήθηκε έκτοτε σε “…………….”.  Στην ελληνική γλώσσα η επωνυμία αποδίδεται ως “……………”, ο οποίος επίσης είναι γνωστός ως “………..”. Εχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Εταιρειών των Βερμούδων, σύμφωνα με τη νομοθεσία των Βερμούδων, ως “………..” που είναι εξουσιοδοτημένος να διενεργεί εργασίες ασφαλίσεως και αντασφαλίσεως όλων των ειδών. Είναι εταιρεία άνευ εταιρικού κεφαλαίου για τη διεξαγωγή ασφαλιστικών εργασιών με βάση την αμοιβαιότητα και ασφαλίζει αποκλειστικά ελληνικά πλοία ή πλοία Ελλήνων πλοιοκτητών ή ελληνικών συμφερόντων παρέχοντας κάλυψη κατά πολεμικών κινδύνων. Μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου (“Διευθυντές”) έχουν υπάρξει ως επί το πλείστον ‘Ελληνες εφοπλιστές όπως οι  ……………., κ.α. Οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι μοιράζονται ανάμεσα στα μέλη του εφεσίβλητου, καθένα από τα οποία ασφαλίζει και ασφαλίζεται από τα άλλα μέλη με ασφάλιστρο που προσδιορίζεται ετησίως ανάλογα με τις ζημιές που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού έτους, λόγω δε του χαρακτήρα του εφεσίβλητου ως αλληλασφαλιστικού, με την ασφάλιση κάθε πλοίου η πλοιοκτήτρια αυτού εταιρεία εγγράφεται και ως μέλος του εφεσίβλητου. Δηλαδή οι ασφαλισμένοι (αποκαλούμενοι Μέλη του Συνεταιρισμού) είναι επίσης ασφαλιστές, δεδομένου ότι παρέχουν τα κεφάλαια που απαιτούνται για να καλύψουν τις απαιτήσεις και άλλα έξοδα. Η διαχείριση των ζητημάτων του εφεσίβλητου έχει ανατεθεί από τους Διευθυντές του στην εδρεύουσα στις νήσους Βερμούδες εταιρία «………………», η οποία ασκεί, σύμφωνα με σχετική ρήτρα που έχει συμπεριληφθεί στον εσωτερικό κανονισμό του εφεσίβλητου,  τη διαχείριση μέσω άλλων, θυγατρικών αυτής, υπεράκτιων εταιριών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η εδρεύουσα στον Πειραιά (…………) εταιρεία με την επωνυμία “………..”, η οποία εκπροσωπούσε τον εφεσίβλητο στην Ελλάδα έως τον Οκτώβριο του 2002, οπότε ο εφεσίβλητος εγκατέστησε στην Ελλάδα δικό του γραφείο δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/3648/23982/11-10-2002 κοινής υπουργικής αποφάσεως (ΦΕΚ 201/ΤΑΠΣ/24-10-2002) με βάση τους Α.Ν. 89/1967, 378/1968 και το άρθρο 25 ν. 27/1975, στη ρύθμιση του οποίου (αρθ. 25 παρ. 1) ρητώς περιλαμβάνονται και οι αλλοδαπές επιχειρήσεις οποιουδήποτε τύπου ή μορφής που ασχολούνται αποκλειστικά, μεταξύ των άλλων με την ασφάλιση ή τη μεσιτεία ασφαλίσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, πάνω από πεντακόσιους (500) κόρους ολικής χωρητικότητας, εξαιρουμένων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων που εκτελούν εσωτερικούς πλόες. Η εκκαλούσα είναι ναυτιλιακή εταιρία ελληνικών συμφερόντων και ασκούσε τουλάχιστον από το έτος 1989 και εντεύθεν δια του υπό κυπριακή σημαία πλοίου της «DB» επιχείρηση θαλάσσιων μεταφορών με σκοπό το κέρδος, ενεγράφη δε ως μέλος του εφεσίβλητου, την 1-1-1989, με σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη του ανωτέρω πλοίου της έναντι πολεμικών κινδύνων. Ειδικότερα, στις 24-5-1989, η εταιρεία “…………………..”, που εδρεύει στο Λονδίνο και ασχολείται με ασφαλειομεσιτείες, έχοντας προς τούτο την εντολή και πληρεξουσιότητα από την εκκαλούσα εταιρεία, απέστειλε προς τον εφεσίβλητο μέσω των διαχειριστών του στο Λονδίνο, τηλετύπημα (τέλεξ) , με το οποίο ζητούσε την ένταξη του ανωτέρω πλοίου στον εφεσίβλητο. Οι διαχειριστές του εφεσίβλητου στο Λονδίνο, με το από 25-5-1989 τηλετύπημά τους εισηγήθηκαν την ένταξη του πλοίου στον εφεσίβλητο σύμφωνα με τους Κανόνες εσωτερικής λειτουργίας αυτού (Εσωτερικός Κανονισμός – “By Laws”), ο δε τελευταίος πληροφόρησε την ασφαλειομεσιτική εταιρεία ότι αποδέχεται την ένταξη αυτή. Ακολούθως, η ως άνω ασφαλειομεσιτική εταιρεία με το από 26-5-1989 τηλετύπημά της προς τον εφεσίβλητο αποδέχθηκε για λογαριασμό της εκκαλούσας την πρόταση ασφαλίσεως του τελευταίου. Στις 15-6-1989, ο εφεσίβλητος επανέλαβε με τηλετύπημα που εστάλη μέσω των διαχειριστών του προς τη ρηθείσα εντολόδοχο της εκκαλούσας ότι η αποδοχή ασφαλίσεως του πλοίου τελεί υπό τους όρους και Κανόνες του Συνεταιρισμού. Η τελευταία με το από 21-6-1989 τηλετύπημά της επανέλαβε ότι αποδέχεται την ασφάλιση σύμφωνα με τους όρους του και τους Κανόνες («By Laws») του εφεσιβλήτου. Μεταξύ των κανόνων αυτών περιλαμβάνεται και ο υπ’ αριθ 46, σύμφωνα με τον οποίο  “… οποιαδήποτε σύμβαση ασφάλισης θα διέπεται από και ερμηνεύεται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο”. Επομένως, αναμφίβολα, αποδεικνύεται ότι τα διάδικα μέρη υπήγαγαν τη μεταξύ τους σύμβαση ασφαλίσεως του ρηθέντος πλοίου στο αγγλικό δίκαιο, όπως είχαν δικαίωμα με βάση τις διατάξεις των άρθρων 361 και 25 εδ α΄ΑΚ και ορθώς η εκκαλουμένη και οι συμπροσβαλλόμενες μη οριστικές αποφάσεις εφάρμοσαν στην ένδικη περίπτωση το αγγλικό δίκαιο, το οποίο είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω ακριβώς επειδή το επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη, για τη δε εφαρμογή του ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί το ζήτημα της πραγματικής ή μη έδρας του εφεσίβλητου στον Πειραιά, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον πρώτο και τον τρίτο λόγους εφέσεως. Δηλαδή, το αγγλικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο στην ένδικη διαφορά, σε κάθε περίπτωση, ως δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως από την εγκατάσταση  ή  μη, στην Ελλάδα, γραφείου ή υποκαταστήματος του εφεσίβλητου κατά τις διατάξεις των Α.Ν. 89/1967, 378/1968 και του άρθρου 25 ν. 27/1975. Η ανωτέρω ασφαλιστική κάλυψη του πλοίου συνεχίσθηκε στο πλαίσιο διαδοχικών ετήσιων ασφαλιστικών ανανεώσεων και κατά το έτος 1991 (χρονική περίοδος από 1/1 έως 31/12), με βάση τη συμφωνηθείσα και αγοραία αξία αυτού, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 4.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο ο εφεσίβλητος ώφειλε να καταβάλει στην εκκαλούσα ως ασφαλιστική αποζημίωση, σε περίπτωση ολικής απώλειας του πλοίου συνεπεία πολεμικού κινδύνου (συμπεριλαμβανομένης και της βυθίσεως  από νάρκες, τορπίλες κλπ.). Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο τούτο καταλήγει στην παραδοχή ότι η έννομη σχέση που συνδέει τους διαδίκους αναφορικά με την ασφάλιση του ρηθέντος πλοίου έναντι πολεμικών κινδύνων είναι αυτή της ασφαλιστικής συμβάσεως, αφού σκοπός της συστάσεως του εφεσίβλητου είναι ακριβώς η ασφάλιση των ελληνόκτητων πλοίων από πολεμικούς κινδύνους, λόγος για τον οποίο η εκκαλούσα ζήτησε την ένταξη του πλοίου της στον εφεσίβλητο ώστε το πλοίο να έχει ασφαλιστική κάλυψη από αυτόν. Επομένως, ορθώς η εκκαλουμένη εφάρμοσε τον αγγλικό νόμο περί θαλασσίας ασφαλίσεως “Μarine Inssurance Acr 1906”  και τον αγγλικό νόμο “Limitation Act 1980” σχετικά με το ζήτημα της παραγραφής των ενοχών για τις απλές συμβάσεις (Time limit for actions founded on simple contract), στις οποίες συγκαταλέγεται κατά το ρηθέν εφαρμοστέο δίκαιο και η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως, όπως η ένδικη, απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο εφέσεως. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 6-1-1991, το ανωτέρω πλοίο έπλεε έμφορτο στον Κόλπο του Ομάν εκτελώντας δρομολόγιο από το λιμένα Emden της Γερμανίας, με ενδιάμεσο σταθμό το λιμάνι του Πειραιά, προς το λιμένα Badar Homeini του Ιράν. Περί ώρα 19:30’ – 20:00’ της ιδίας ημέρας και ενώ το ανωτέρω πλοίο έπλεε ανοικτά του λιμένος Μουσκάτ, βυθίστηκε. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, η εν λόγω βύθιση οφείλεται σε πρόσκρουση του πλοίου σε νάρκη (πλήγμα στην αριστερή πλευρά του πλοίου και τρία μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας),  η οποία έλαβε χώρα περί ώρα 04:30’ της ίδιας ημέρας, το δε πλήρωμα του ανωτέρω πλοίου διασώθηκε στο σύνολό του από παραπλέοντα εμπορικά και πολεμικά πλοία. Το ανωτέρω συμβάν ανήγγειλε η εκκαλούσα στον εφεσίβλητο επικαλούμενη επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως και στις 8-3-1991 υπέβαλε αίτηση για αποζημίωση καθώς και σειρά από αποδεικτικά στοιχεία (καταθέσεις μελών πληρώματος και εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης για τα αίτια και τις συνθήκες βύθισης του πλοίου της). Ακολούθως, με επιστολή της προς τον εφεσίβλητο που φέρει ημερομηνία 25-9-1991 και αφού δεν είχε στο μεταξύ γίνει δεκτή η απαίτησή της, η εκκαλούσα ανήγγειλε επισήμως στον εφεσίβλητο τη διαφορά ή διαφωνία μεταξύ του πλοιοκτήτη και του Συνεταιρισμού. Ο εφεσίβλητος επιφυλάχθηκε για το αίτημα της εκκαλούσας και τον Ιανουάριο του έτους 1992 ανέθεσε στην αμερικανική εταιρία «……………» την πραγματοποίηση υποβρύχιας βιντεοσκόπησης, με τηλεκατευθυνόμενο μικρό βαθυσκάφος (ROV), του ναυαγίου του πλοίου, το οποίο εντοπίσθηκε σε όρθια θέση, σε βάθος 1.805 μέτρων και σε στίγμα διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικώς δηλώσει ο πλοίαρχός του ……………… Στο πλαίσιο της μελέτης του υλικού της βιντεοσκοπήσεως, δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη κτυπήματος από νάρκη στο σημείο που είχε δηλώσει η εκκαλούσα αλλά ούτε και σε κάποιο άλλο σημείο του πλοίου. Τα δε συγκεντρωθέντα στοιχεία για τη βύθιση του πλοίου δεν κρίθηκαν, από τους εμπειρογνώμονες και τους τεχνικούς συμβούλους του εφεσίβλητου, συμβατά με την εκδοχή της εκκαλούσας για βύθιση του πλοίου μετά από πρόσκρουση σε νάρκη και κατόπιν τούτου, στις 23-6-1992, ανακοινώθηκε εγγράφως, με επιστολή, στους δικηγόρους της εκκαλούσας η απόρριψη από τον εφεσίβλητο της αιτήσεως καταβολής της αιτούμενης ασφαλιστικής αποζημιώσεως, η απόρριψη δε αυτή δηλώθηκε με τον ίδιο τρόπο στους ανωτέρω δικηγόρους και στις 24-7-1992. Κατόπιν της απορρίψεως του ανωτέρω αιτήματος από τον εφεσίβλητο και μέχρι τον Ιανουάριο του έτους 1993, έλαβαν χώρα προσπάθειες της εκκαλούσας να εξετασθεί εκ νέου το ζήτημα της αποζημιώσεως χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στις 8-3-1999, ήτοι μετά την πάροδο έξι (6) ετών από τη βύθιση του πλοίου, η εκκαλούσα επανήλθε στο ανωτέρω ζήτημα με υπόμνημα προς τους διαχειριστές και τους διευθυντές του εφεσίβλητου και στις 3-5-1999 απέστειλε σχετική επιστολή προς όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του εφεσίβλητου, επικαλούμενη διαφορετικό σημείο προσκρούσεως της νάρκης (πολύ χαμηλά στα αριστερά ύφαλα του πλοίου), χωρίς όμως να επικαλείται νέα αποδεικτικά στοιχεία. Ενόψει της ανωτέρω εξελίξεως, η σχετική επανυποβληθείσα αίτηση της εκκαλούσας για αποζημίωση εισήχθη από τον επικεφαλής Πρόεδρο – Διευθυντή του εναγόμενου στο Διοικητικό Συμβούλιο του τελευταίου, το οποίο απέρριψε στην από 10-5-1999 συνεδρίασή του την καταβολή της ένδικης ασφαλιστικής αποζημιώσεως στην εκκαλούσα, διότι δεν υπήρχαν νέα στοιχεία για τη βύθιση του πλοίου «DB» από νάρκη αλλά και διότι σε κάθε περίπτωση η ένδικη αξίωση είχε παραγραφεί. Εν τω μεταξύ η εκκαλούσα είχε ήδη ασκήσει την από 22-3-1999 (υπ’ αριθ. καταθ. …./1999) ένδικη αγωγή, η οποία επιδόθηκε στον εφεσίβλητο στις 23-4-1999, και ειδικότερα στα γραφεία της προαναφερόμενης διαχειρίστριας αυτού εταιρείας “……….., όπως συνάγεται από την υπ’ αριθ. …../23-4-1999 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά . …… Ενόψει των ανωτέρω και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής ή μη βασιμότητας της ένδικης αξιώσεως, η τελευταία έχει υποπέσει στη διάταξη της παραγράφου 5 του νόμου περί παραγραφής 1980 (Limitation Act 1980) του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, δεδομένου ότι από την ημέρα επελεύσεως του ενδίκου συμβάντος μέχρι και την επίδοση της κρινόμενης αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) ετών, όπως ορθώς δέχθηκε η εκκαλουμένη, χωρίς να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της αγωγής ούτε για την έναρξη του χρόνου παραγραφής η προηγούμενη απόρριψη της αιτήσεως της εκκαλούσας  με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εφεσίβλητου, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο εφέσεως. Ειδικότερα, ο δεύτερος λόγος εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως καθόσον θεωρεί εφαρμοστέο το άρθρο 251 ΑΚ που ορίζει ότι η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη ενώ, όπως έγινε δεκτό, εφαρμοστέο εν προκειμένω είναι το ρηθέν αγγλικό δίκαιο περί παραγραφής. Εξάλλου ούτε από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ούτε από τους εφαρμοστέους βάσει αυτής Κανόνες (Βy Laws) του εφεσίβλητου ορίζεται ως προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής η προηγούμενη έκδοση αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του εφεσίβλητου σχετικά με υποβληθείσα αίτηση αποζημιώσεως ενός μέλους, ούτε προβλέπεται ότι χωρίς την ύπαρξη τέτοιας αποφάσεως είναι αδύνατη η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως.

Τούτο διότι στον Κανόνα 44 που επικαλείται η εκκαλούσα για τη θεμελίωση του λόγου αυτού ορίζεται :

44.1. Αν οποιαδήποτε διαφορά ή αμφισβήτηση (φιλονικία) θα προκύψει μεταξύ ενός Πλοιοκτήτη και του Συνεταιρισμού από ή σε σχέση με αυτούς τους κανόνες ή οποιαδήποτε σύμβαση μεταξύ του Πλοιοκτήτη και του Συνεταιρισμού, ειδοποίηση αυτής της διαφοράς ή αμφισβήτησης (φιλονικία) κατ’αρχήν θα κοινοποιείται εγγράφως στους Διευθυντές.

44.2. Αν ο Πλοιοκτήτης δεν αποδέχεται την απόφαση των Διευθυντών η διαφορά ή αμφισβήτηση (φιλονικία) θα υποβάλλεται σε Διαιτησία στο Λονδίνο. Η διαφορά ή αμφισβήτηση (φιλονικία) μπορεί επίσης να παραπέμπεται στη Διαιτησία του Λονδίνου, αν οι Διευθυντές δεν εκδώσουν την απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες, μετά από την κοινοποίηση της ειδοποίησης στους Διευθυντές, σύμφωνα με τον Κανόνα 44.1, αφού ο Πλοιοκτήτης προηγουμένως έχει συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις να παραδώσει περαιτέρω έγγραφα ή στοιχεία στους Διευθυντές. Οποιαδήποτε τέτοια παραπομπή στην Διαιτησία θα γίνεται σε δύο Διαιτητές (ένας θα διορίζεται από τον Συνεταιρισμό και ο άλλος από τον Πλοιοκτήτη) και ένας Επιδιαιτητής θα διορίζεται από τους Διαιτητές. Η υποβολή στην Διαιτησία και όλες οι διαδικασίες ενώπιον αυτής θα υπόκεινται στις προβλέψεις των Νόμων Αγγλικής Διαιτησίας του 1950/1979 και οποιαδήποτε νομοθετική τροποποίηση ή επανανομοθέτησή των.

44.3. Κανένας Πλοιοκτήτης δεν δικαιούται να διατηρεί οποιαδήποτε αγωγή, κλήση ή άλλη νομική διαδικασία σε βάρος του Συνεταιρισμού για μία τέτοια διαφορά ή φιλονικία, εκτός και μέχρις ότου η διαφορά ή φιλονικία θα έχει παραπεμφθεί σε διαιτησία όπως προβλέπεται από τον Κανόνα 44.2 και η Απόφαση των Διαιτητών ως έχει εκδοθεί, και μόνον τότε και για τέτοιο ποσό (αν υφίσταται) όπως θα διατάσσεται με την Διαιτητική Απόφαση να πληρωθεί υπό του Συνεταιρισμού.

Ανενδοίαστα, λοιπόν, από την γραμματική του διατύπωση, προκύπτει ότι, ο ανωτέρω Κανόνας 44 ρυθμίζει το δικαίωμα υπαγωγής οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των διαδίκων στη Διαιτησία και όχι την άσκηση αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ανεξαρτήτως προσφυγής στη Διαιτησία και υπάρξεως διαιτητικής αποφάσεως, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, που η ένδικη διαφορά δεν υπήχθη στη Διαιτησία αλλά η ενάγουσα άσκησε αγωγή ενώπιον των ελληνικών δικαστηριών χωρίς να προηγηθεί διαιτητική διαδικασία. Επομένως, δεν ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αγωγής και την έναρξη του χρόνου παραγραφής η προηγούμενη απορριπτική απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, γεγονός που άλλωστε γνώριζε η εκκαλούσα αφού άσκησε την ένδικη αγωγή στις 23-4-1999 χωρίς να αναμένει την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου επί της από 8-3-1999 αιτήσεώς της, η οποία απόφαση εκδόθηκε, όπως προαναφέρεται, στις 10-5-1999. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά την πρόβλεψη περί Διαιτησίας του ανωτέρω Κανόνα 44, τα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για την επίλυση της ένδικης διαφοράς γιατί η ως άνω περί διαιτησίας ρήτρα είναι προαιρετική, όπως εξάλλου δέχθηκε το παρόν Δικαστήριο, με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας υπ’ αριθμόν 914/2001 απόφασή του. Εξάλλου, η άρνηση του εφεσίβλητου να ικανοποιήσει την αξίωση της εκκαλούσας κατέστη σε αυτή γνωστή ήδη από τον Ιούνιο του 1992 με την προαναφερθείσα από 23-6-1992 επιστολή των πληρεξουσίων δικηγόρων του εφεσίβλητου προς τους πληρεξούσιους δικηγόρους της εκκαλούσας αλλά και με την από 24-7-1992 επιστολή μεταξύ των ιδίων. Η βούληση του εφεσίβλητου να μην ικανοποιήσει την αναγγελθείσα απαίτηση της εκκαλούσας επανειλημμένως διατυπώθηκε ρητώς με τις προαναφερόμενες επιστολές και συνεπώς η εκκαλούσα μπορούσε να ασκήσει τακτική αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια για την ικανοποίηση της αξιώσεώς της, όπως εξάλλου έπραξε με την ένδικη αγωγή. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος εφέσεως εκτιμάται και ως επαναφορά της νομίμως προταθείσης πρωτοδίκως αντενστάσεως περί αναστολής της παραγραφής κατ’ άρθρο 32 παρ. 1 του αγγλικού Νόμου περί παραγραφής (Limitation Act 1980) λόγω δολίας, κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας, αποσιωπήσεως από τους διαχειριστές του εφεσίβλητου της ανυπαρξίας αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του τελευταίου τον Ιούνιο του 1992, η οποία (αντένσταση) είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, προεχόντως διότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν ήταν απαραίτητη η ύπαρξη τέτοιας αποφάσεως για την άσκηση της αγωγής αλλά και διότι επανειλημμένως γνωστοποιήθηκε στην εκκαλούσα, πριν την πάροδο εξαετίας από το ένδικο ναυάγιο, η άρνηση του εφεσίβλητου να ικανοποιήσει την αξίωσή της. Ο τέταρτος λόγος εφέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην εκκαλουμένη πλημμέλεια για την κρίση της περί του ότι δεν αποδείχθηκε ότι το ένδικο ναυάγιο  προκλήθηκε από νάρκη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί η εκκαλουμένη δεν περιέχει τέτοια κρίση αλλ΄απέρριψε την ένδικη αξίωση ως παραγεγραμμένη, λαμβάνοντας υπόψη τον αναφερόμενο στην αγωγή χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου και τον χρόνο ασκήσεως αυτής, χωρίς να προχωρήσει στην έρευνα της ουσιαστικής της βασιμότητας.

Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα αντένσταση περί καταχρηστικής προβολής της ενστάσεως παραγραφής εκ μέρους του εφεσίβλητου, τόσο κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 281 ΑΚ) όσο και κατά το δόγμα «estoppel» του αγγλικού δικαίου. Σύμφωνα με αυτό, ένα πρόσωπο (εν προκειμένω ο εναγόμενος) εμποδίζεται να προβάλλει μια αξίωση ή ένα γεγονός (εν προκειμένω αυτό της παραγραφής), το οποίο είναι ασυνεπές και αναντίστοιχο με την προηγούμενη συμπεριφορά του απέναντι στον αντίδικό του (εν προκειμένω στην ενάγουσα). Η επαναφορά της ανωτέρω αντενστάσεως στον δεύτερο βαθμό με λόγο εφέσεως είναι παραδεκτή κατά το μέρος που θεμελιώνεται σε περιστατικά νομίμως προταθέντα πρωτοδίκως. ‘Ετσι, τα περιλαμβανόμενα στον πέμπτο λόγο εφέσεως προς θεμελίωση της εν λόγω αντενστάσεως περιστατικά σχετικά με το ότι ο εφεσίβλητος ενώ κατά την πράξη ιδρύσεώς του είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός εντούτοις έχει καταστεί κερδοσκοπικός σε βάρος των μελών του, γιατί αντασφαλίζει την ευθύνη του έναντι αυτών σε αντασφαλιστές της ελεύθερης αγοράς, από τους οποίους εισπράττει κερδοσκοπική προμήθεια  (profit commission) 12% κι ότι αυτό αποτελεί κίνητρο για την απόρριψη των απαιτήσεων των μελών του καθώς και σχετικά με το ότι οι διαχειριστές έχουν υποκαταστήσει το έργο του διοικητικού συμβουλίου, απαραδέκτως (527 και 269 ΚΠολΔ), προβάλλονται το πρώτον στο εφετείο με τον εξεταζόμενο λόγο εφέσεως αφού τα περιστατικά αυτά δεν είχαν προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά την προβολή της ανωτέρω αντενστάσεως (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 12/1991, 752/2011, 98/2015 – “Νόμος”), η οποία στηριζόταν σε εντελώς διαφορετικά περιστατικά, για τα οποία εξάλλου ετέθη σχετικό θέμα αποδείξεως από την 4432/2005 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Η επίκληση δε των προαναφερόμενων νέων περιστατικών για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας για τη θεμελίωση της ανωτέρω αντενστάσεως αποτελεί απαράδεκτη μεταβολή της βάσεώς της κατ΄αρθρο 224 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και επί ενστάσεων και αντενστάσεων. Κατά τα λοιπά, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως  αβάσιμος γιατί είναι μεν γεγονός ότι καθόλο το χρονικό διάστημα από τη βύθιση του πλοίου μέχρι και τον Ιούνιο του έτους 1992, ο εφεσίβλητος εύλογα άφηνε ανοιχτό το ζήτημα της καταβολής της ασφαλιστικής αποζημιώσεως της εκκαλούσας αλλ’ αυτό γινόταν στα πλαίσια της διερευνήσεως των συνθηκών και των αιτίων της βυθίσεως του πλοίου και όχι για λόγους παρελκύσεως της υποθέσεως και αποτροπής της εκκαλούσας από το να προσφύγει στη δικαιοσύνη με απώτερο σκοπό την παρέλευση του χρόνου παραγραφής. Στο πλαίσιο δε αυτό εντάσσεται η επικαλούμενη από την εκκαλούσα από 6-3-1992 (και όχι 8-3-1992 όπως εσφαλμένως αναγράφεται στο δικόγραφο της εφέσεως) επιστολή της δικηγορικής εταιρίας του εφεσίβλητου «……..»,   προς τους δικηγόρους της εκκαλούσας “…………” στην οποία γίνεται μνεία στο γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν έλαβε απόφαση για την πληρωμή ή μη της αποζημιώσεως λόγω ελλείψεως επαρκούς αποδεικτικού υλικού και ότι αναμένονταν οι γνωμοδοτήσεις ειδικών   επιστημόνων ώστε να τεθούν τα συμπεράσματα ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, παρομοίου δε περιεχομένου ήταν και η από 8-5-1992 επιστολή των ως άνω δικηγόρων του εφεσίβλητου προς τους προαναφερόμενους δικηγόρους της εκκαλούσας, με την προσθήκη ότι εξαιτίας των ανωτέρω  η εκκαλούσα δεν είχε ακόμα δικαίωμα, σύμφωνα με τον Κανονισμό του εφεσίβλητου, να προσφύγει στη Διαιτησία. Μετά όμως από τη συνολική εκτίμηση όλων των τεχνικών εκθέσεων που αφορούσαν τη συγκεκριμένη υπόθεση και κυρίως αυτών που ανέλυαν τα δεδομένα που προέκυψαν από την προαναφερθείσα υποβρύχια βιντεοσκόπηση του ναυαγίου του βυθισθέντος πλοίου, ο εφεσίβλητος έλαβε ξεκάθαρη και σαφή θέση αναφορικά με την ένδικη αξίωση, αρνούμενος την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου που επικαλούνταν η εκκαλούσα (βύθιση πλοίου από νάρκη). Την ανωτέρω θέση του δήλωσε επανειλημμένως ο εφεσίβλητος προς την εκκαλούσα από τον  Ιούνιο του 1992 και μετά, όπως αποδεικνύεται από τις προαναφερόμενες επιστολές των δικηγόρων της με ημερομηνίες 23-6-1992 και 24-7-1992 αλλά και από τις επιστολές με ημερομηνία 21-10-1992 και 20-1-1993 του εφεσίβλητου προς τους ασφαλειομεσίτες της εκκαλούσας «……………», με τις οποίες ο εφεσίβλητος αρνήθηκε οποιαδήποτε επικοινωνία ή συνάντηση (πλην της επικοινωνίας των πληρεξουσίων δικηγόρων) μεταξύ των στελεχών και των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, αλλά και από την από 6-11-1992, ομοίου περιεχομένου, επιστολή της διαχειρίστριας εταιρίας «……….» προς τον τεχνικό σύμβουλο της εκκαλούσας …………. Μετά το έτος 1992 και μέχρι το Μάρτιο του 1999, οπότε η εκκαλούσα υπέβαλε εκ νέου το αίτημα καταβολής  της ένδικης αποζημιώσεως, δεν υπήρξε καμία επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων για το ανωτέρω ζήτημα. ‘Οσα περαιτέρω ισχυρίζεται με τον πέμπτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα περί του ότι η ρηθείσα υπ’ αριθ. 914/2001 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου είχε κρίνει ως καταχρηστική την προταθείσα από την εφεσίβλητη ένσταση παραγραφής και ότι η εκκαλουμένη δεν συμμορφώθηκε με την ανωτέρω κρίση παρόλο που ώφειλε να το κάνει δεσμευόμενη λόγω της ιεραρχίας των δικαστηρίων, ερείδονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, γιατί η προαναφερόμενη απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη για το ζήτημα της παραγραφής αλλ’ έκρινε μόνο για το ζήτημα της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και δεχόμενη την έφεση του ενάγοντος, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία είχε παραπεμφθεί η υπόθεση στη Διαιτησία λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων,  κρίση η οποία ήταν δεσμευτική για το πρωτοβάθμιο δικαστήριο  κατά την εκ νέου εκδίκαση της υποθέσεως ως προς το νομικό, δικονομικό, ζήτημα της υπάρξεως  δικαιοδοσίας, δέσμευση που προκύπτει εκ της ιεραρχίας των δικαστηρίων αλλά και, ειδικότερα, ως συνέπεια ανάλογης εφαρμογής –  λόγω του σχετικού κενού του περί εφέσεως, κεφαλαίου του ΚΠολΔ και της ταυτότητος του νομικού λόγου – της διατάξεως του άρθρου 580 παρ. 5, συνδυαζόμενη προς τη διάταξη του άρθρ. 559 αρ.18, του ΚΠολΔ  (βλ. ΟλΑΠ 12/1989).

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως παραγεγραμμένη αλλ’ ορθώς το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και η υπό κρίση έφεση, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι προαναφερθέντες λόγοι της ως αβάσιμοι και δεν υπάρχει άλλος, προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθ.106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται, ειδικότερα, στο διατακτικό. Ένα μέλος του Δικαστηρίου, όμως, και συγκεκριμένα η Εισηγήτρια, είχε τη γνώμη ότι αυτά έπρεπε να καθορισθούν σε είκοσι δύο χιλιάδες πεντακόσια (22.500) ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων  63, 68 και 69 του ν. 4194/2013.  Τέλος, παρέλκει η εξέταση της από 18-5-2016 (αριθ.κατ. ………/2016) επικουρικής εφέσεως κατά της ως άνω εκκαλουμένης και των συμπροσβαλλομένων μη οριστικών 842/2004 και 4432/2005 αποφάσεων, που άσκησε ο νικητής εναγόμενος, γιατί αυτή ασκήθηκε υπό την αίρεση ευδοκιμήσεως της εφέσεως της ηττηθείσας ενάγουσας, που δεν πληρώθηκε, εν προκειμένω, αφού η εν λόγω έφεση (ενάγουσας) απορρίφθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει  κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά την από 7-9-2015 (αριθ.κατ. ……/2015) έφεση.

– Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου  στο Δημόσιο Ταμείο.

-Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των  επτακοσίων (700) ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 19η Ιανουαρίου 2017 και δημοσιεύθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2017 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ