Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 81/2017

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  81 /2017

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρείας με την επωνυμία “………..”, που εδρεύει στο .. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Τασιόπουλο.

 ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ:  εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στο ……., εκπροσωπείται νομίμως στην Ελλάδα από την εταιρεία με την επωνυμία «………» (“…………”), που εδρεύει στον ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους Αγγελική Νεστορίδου και Ευάγγελο Μαμαλάκι, βάσει δηλώσεως, κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα-καλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου την από  21.5.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/22-5-2009 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.204/2013 απόφαση του Δικαστηρίου, που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, το οποίο, κατόπιν της εισαγωγής της σ’αυτό με την από 9-1-2014 και με αριθμό κατάθεσης ……../9-1-2014 κλήση της ενάγουσας, την συζήτησε και εκδόθηκε επ’αυτής η υπ’αριθμ.4921/2014 οριστική απόφαση τούτου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς  η ενάγουσα, με την από  19.1.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/2015 και έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο ………./30-1-2015, έφεση της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε  η 17η.9.2015, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε.

Ήδη φέρεται για συζήτηση με την από 30.9.2015 και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου ……../2-10-2015 κλήση  της εκκαλούσας, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 18-2-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνηση της με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εφεσίβλητης, που παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 30.9.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2-10-2015 κλήση  της εκκαλούσας, νομίμως φέρεται προς συζήτηση, η κρινόμενη από 19.1.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …./2015 και έκθεσης προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο ………/30-1-2015, έφεση της, κατά της υπ’αριθμ.4921/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Ναυτικού Τμήματος, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από  21.5.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου  …………./22-5-2009 αγωγής της, την οποία απέρριψε, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης δυνάμει της υπ’αριθμ.204/2013 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι  έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 30-12-2014 (επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας, …………., στο σώμα ακριβούς αντιγράφου της επιδιδόμενης απόφασης, που προσκομίζεται από την εκκαλούσα εταιρεία), το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 20-01-2015 (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 496, 498, 499, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει δε κατατεθεί και το ανάλογο παράβολο υπέρ του Δημοσίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1 και 517 του ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία εξέθετε ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου “ΕΠ” νηολογίου …., που ναυπηγήθηκε στο ιταλικό ναυπηγείο “………….”, κινείται με τέσσερις δηζελομηχανές ….. τύπου 16V46C, κατασκευής της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, φινλανδικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», το έχει δε δρομολογήσει στην τακτική γραμμή Πάτρα-Ηγουμενίτσα-Αγκόνα-Πάτρα και ενώ διενεργούσε το ταξίδι από Αγκόνα προς Πάτρα στις 14-6-2006 παρουσιάστηκε βλάβη της με αριθμό 2 μηχανής, που τέθηκε εκτός λειτουργίας και, όπως διαπιστώθηκε κατά την επιθεώρηση στο λιμάνι της Πάτρας, συνίστατο σε μακρά και βαθιά ρωγμή στο κύριο κομβίο με αριθμό 4 του στροφαλοφόρου άξονα, που τον κατέστησε μη επισκευάσιμο, απαιτήθηκε δε, προς αποκατάσταση της βλάβης, η αντικατάσταση του θραυσμένου στροφαλοφόρου άξονα και των αντίστοιχων εδράνων βάσεως και διωστήρων και για τον σκοπό αυτό το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγια του και κατέπλευσε στα ναυπηγεία της Ελευσίνας στις 2-5-2007, όπου εκτελέστηκαν όλες οι απαιτούμενες επισκευαστικές εργασίες, που ολοκληρώθηκαν στις 18-5-2007, από την έρευνα δε που διενεργήθηκε προέκυψε ότι η βλάβη οφειλόταν σε κατασκευαστικά ελαττώματα του στροφαλοφόρου άξονα, που ήταν προϊόν ανεπίτρεπτης θερμικής επέμβασης στο ράδιο της οπής ελαίου λίπανσης του με αριθμό 4 κομβίου βάσεως του, στην οποία προέβη η εναγομένη, ως κατασκευάστρια της μηχανής, στην οποία αρμόστηκε ο ελαττωματικός στροφαλοφόρος άξονας, δίνοντας την εντολή αυτή είτε σε τρίτους, είτε σε δικό της συνεργείο, κατά παράβαση των κανόνων επιστήμης και τέχνης, άλλως στην περίπτωση που αυτό το έπραξε η κατασκευάστρια του στροφαλοφόρου άξονα γερμανική εταιρεία “…………….”, η εναγομένη γνώριζε την ύπαρξη των ανωτέρω κατασκευαστικών ελαττωμάτων, που ήταν ευχερώς διαπιστώσιμα με τους ποιοτικούς ελέγχους, που διενήργησε, πριν αρμόσει τον εν λόγω στροφαλοφόρο άξονα στην επίδικη μηχανή, άλλως ήταν υπαίτια παράλειψης διενέργειας τέτοιου ενδελεχούς ελέγχου, που επιβαλλόταν από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, με συνέπεια από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης να υποστεί ζημία, αφενός θετική, που συνίστατο στις αναφερόμενες αναλυτικά δαπάνες διακρίβωσης της βλάβης, εργαστηριακών μελετών, αγοράς ανταλλακτικών, εκτελεσθεισών εργασιών και αμοιβών μηχανικών, επιθεωρητών και ναυπηγών, παροχής υπηρεσιών επίβλεψης και επιθεώρησης, συνολικού ύψους 2.529.555,24 ευρώ και αφετέρου αποθετική ζημία, που συνίστατο στην απώλεια των εσόδων, που μετά βεβαιότητας θα αποκέρδαινε κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων από την εκμετάλλευση του ανωτέρω πλοίου στην εν λόγω δρομολογιακή γραμμή, κατά το χρονικό διάστημα από 20-6-2006 μέχρι 21-5-2007, εφόσον, εξαιτίας της περιγραφείσης βλάβης, αναγκάστηκε να το αντικαταστήσει διαδοχικά με τα πλοία “ΑΠ” και “ΙΠ”, μικρότερης μεταφορικής ικανότητας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και έτσι απώλεσε καθαρά κέρδη, που ανέρχονταν στο ποσό των 4.550.134,47 ευρώ, όπως επαρκώς προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, επιπλέον δε υπέστη και ηθική βλάβη, λόγω της μείωσης της φήμης, της αξιοπιστίας και της κοινωνικοοικονομικής της υπόστασης και προς αποκατάσταση της, οφείλει η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 3.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση και συνολικά, μετ’ επιτρεπτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της σε αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλλει το ποσό των 10.079.689,71 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά της έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής, κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης από το αναρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου με την υπ’αριθμ.204/2013 απόφαση του, στο αρμόδιο, καθ’ύλην και κατά τόπο, Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’αριθμ.4921/2014 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (άρθρα 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ, 5 παρ.3 και 60παρ.1 Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις) και εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, ως εκ του τόπου τέλεσης της αδικοπραξίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, μη τεθέντος κατά τον κρίσιμο χρόνο εισέτι σε ισχύ του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) και ότι η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης αναφορικά με την στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής της συμπεριφοράς και των κονδυλίων της ζημίας και νόμιμη, ερεύνησε αυτήν κατ’ουσίαν και ακολούθως την απέρριψε, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης εταιρείας, εφόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές της, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν κατασκευάστρια της βλαβείσης μηχανής, επέβαλε δε σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης προσδιοριζόμενα σε 21.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ηττηθείσα ενάγουσα με την ένδικη έφεση της για τους λόγους, που εκτίθενται σε αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Από την προσήκουσα εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παραπέμποντος Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ.204/2013 παραπεμπτική  απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την υπ’αριθμ…../22-9-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου, ………. και τις υπ’αριθμ……/22-9-2011 και ……/5-10-2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………., που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης, την υπ’αριθμ……/21-9-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Γενικής Προξένου της Ελλάδος στο Ελσίνκι και την υπ’αριθμ……/28-9-2001 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας και των εν γένει ισχυρισμών των διαδίκων, που νόμιμα επανυποβάλλουν με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά  περιστατικά: Η ενάγουσα εδρεύουσα στο …… ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία “…………..” είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου “ΕΠ”, νηολογίου ……. με αριθμό ……, μήκους 214 μ., κ.ο.χ.36825 και κ.κ.χ.14750, το οποίο ναυπηγήθηκε στο ιταλικό ναυπηγείο “…………..”, το έτος 2002 και εκτελούσε προγραμματισμένα κυκλικά ταξίδια στην τακτική γραμμή Πάτρα-Αγκόνα μέσω Ηγουμενίτσας. Το σύστημα πρόωσης του εν λόγω πλοίου εξυπηρετείται από τέσσερις ντηζελομηχανές …. τύπου 16V46C.  Στις 14-6-2006 και ενώ το πλοίο, όντας αξιόπλοο, διενεργούσε το ταξίδι από Αγκόνα προς Πάτρα, παρουσιάστηκε βλάβη της δεύτερης κύριας μηχανής με σειριακό αριθμό ……., που τέθηκε εκτός λειτουργίας και, όπως διαπιστώθηκε κατά την επιθεώρηση στο λιμάνι της Πάτρας από τους προστηθέντες των διαδίκων μερών και ανεξάρτητους επιθεωρητές του γερμανικού Νηογνώμονα, των ασφαλιστών του πλοίου και της Ελληνικής Επιθεώρησης Εμπορικών Πλοίων, η βλάβη συνίστατο σε μακρά και βαθιά ρωγμή στο κύριο κομβίο με αριθμό 4 του στροφαλοφόρου άξονα, που τον κατέστησε μη επισκευάσιμο και απαιτήθηκε η αντικατάσταση του. Για τον σκοπό αυτό το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγια του και κατέπλευσε στα ναυπηγεία της Ελευσίνας στις 2-5-2007, όπου εκτελέστηκαν όλες οι απαιτούμενες επισκευαστικές εργασίες, που ολοκληρώθηκαν στις 18-5-2007, μετά δε τις αναγκαίες δοκιμές και επιθεωρήσεις απέπλευσε για τα ταξίδια του στις 22-5-2007. Ο ελαττωματικός στροφαλοφόρος άξονας κατασκευάστηκε στην Γερμανία από την εταιρεία  “…………..” και μεταφέρθηκε στην φινλανδική ανώνυμη εταιρεία “…………..” (πρώην “…………..”) ιδρυθείσα το έτος 1989,  με έδρα στην ….. και με εργοστάσιο στο …… της Φινλανδίας, που δραστηριοποιείται είτε μόνη της είτε μέσω των θυγατρικών της εταιρειών, κυρίως στον τομέα παροχής έργων μηχανικού ή μηχανολογικών και σε δραστηριότητες σχετικές με την κατασκευή συστημάτων ναυσιπλοϊας και εξοπλισμού, σε εκτέλεση της από 20-10-2000 παραγγελίας των τεσσάρων μηχανών του επίδικου πλοίου από την ανωτέρω ιταλική εταιρεία ναυπήγησης του, προς την, ως άνω, φινλανδική εταιρεία κατασκευάστρια τούτων. Εν συνεχεία ο εν λόγω άξονας αρμόστηκε από την τελευταία στην επίμαχη μηχανή, κατασκευής της και ακολούθως αυτή (όπως και οι λοιπές μηχανές) απεστάλη στην εδρεύουσα στην …….. της Ιταλίας μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία “…………”, ιδρυθείσα το έτος 1996, που δραστηριοποιείται κυρίως στο χώρο της μεταλλουργικής και μηχανικής βιομηχανίας και ιδίως στον τομέα σχεδίου, κατασκευής και πώλησης μηχανών και γεννητριών παραγωγής ενέργειας, καθώς και των εξαρτημάτων μετάδοσης και συναρμολόγησης, που σχετίζονται με το σύστημα ναυσιπλοϊας, βάσει συμβολαίων παραγγελίας, καθώς και με την πρακτορεία ομοειδών επιχειρήσεων,  προκειμένου να τοποθετηθεί στο πλοίο της ενάγουσας πλοιοκτήτριας εταιρείας, γεγονός που έλαβε χώρα περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2001. Η εναγομένη ισχυρίστηκε πρωτοδίκως, επαναφέροντας τον ίδιο ισχυρισμό και ενώπιον του Εφετείου, ότι κατασκευαστής της επίδικης μηχανής είναι η ανωτέρω ιταλική εταιρεία “…………..”, πλην όμως αποδεικνύεται ότι η  παραγωγή των εν λόγω μηχανών … 16V46C μεταφέρθηκε από την ανωτέρω φινλανδική εταιρεία στην ιταλική εταιρεία “………..” κατά το έτος 2004. Εξάλλου, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα πιστοποιητικά του γερμανικού Νηογνώμονα “…….” του πλοίου και συγκεκριμένα εκείνο υπ’αριθμ…../12-1-2001 σε σχέση με τον έλεγχο των συστατικών μερών της επίδικης μηχανής, που διενεργήθηκε στο Τούρκου της Φινλανδίας, αναφέρεται, ως κατασκευαστής της μηχανής, η ανωτέρω φινλανδική εταιρεία “……..” και όχι η ανωτέρω ιταλική εταιρεία, που αναφέρεται στο υπ’αριθμ……../3-3-2001 πιστοποιητικό δοκιμής κινητήρων “ντήζελ”, που έλαβε χώρα στην Τεργέστη, όπου είχαν αποσταλεί οι μηχανές προς παράδοση τους στο ιταλικό ναυπηγείο για λογαριασμό της ενάγουσας κυρίας του έργου και επομένως, ως ειδικότερο κατισχύει το πρώτο. Άλλωστε την εγγύηση καλής λειτουργίας της μηχανής παρείχε η ανωτέρω φιλανδική εταιρεία στο ιταλικό ναυπηγείο και όχι η ιταλική. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………” και την παράλληλη στην αγγλική γλώσσα “……….”, εδρεύει στο …. της Φινλανδίας και ιδρύθηκε το 1914, δραστηριοποιείται δε είτε μόνη της είτε μέσω των θυγατρικών εταιρειών της, σε βιομηχανίες κατασκευής μηχανημάτων και μηχανών, στην παραγωγή και διανομή ενέργειας και σε άλλες βιομηχανικές και εμπορικές δραστηριότητες συμπεριλαμβανομένων του σέρβις, της χρηματοδότησης, του σχεδιασμού, της συμβουλευτικής, του εμπορίου κινητών αξιών και άλλες επενδυτικές δραστηριότητες. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι η εναγομένη εταιρεία κατασκεύασε την επίδικη μηχανή, μήτε απευθύνεται σ’αυτήν η παραγγελία τούτης από την εταιρεία ναυπήγησης του πλοίου της ενάγουσας, αλλά όπως αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω, παραγγέλθηκε, όπως και οι λοιπές μηχανές πρόωσης του πλοίου, στην, ως άνω, έτερη φινλανδική εταιρεία, η οποία αφού άρμοσε σ’αυτήν τον ελαττωματικό στροφαλοφόρο άξονα, που προμηθεύτηκε από την ανωτέρω γερμανική εταιρία κατασκευής του, την πώλησε και παρέδωσε, μέσω της “………”, στην εργολάβο ιταλική εταιρεία ναυπήγησης του πλοίου για λογαριασμό της ενάγουσας. Επομένως, η εναγομένη εταιρεία, όχι μόνο δεν κατασκεύασε την βλαβείσα μηχανή, αλλά δεν κατέστη ούτε αγοράστρια αυτής, με σκοπό την μεταπώληση της στην ενάγουσα, μήτε του στροφαλοφόρου άξονα της και συνεπώς, ουδόλως θεμελιώνεται ευθύνη της, ως κατασκευαστή ή πωλητή της μηχανής ή των συστατικών της μερών, για κατασκευαστικά ελαττώματα, που είτε  προκάλεσε η ίδια, κατά παράβαση των ενδεδειγμένων κανόνων επιστήμης και τέχνης, είτε παρέλειψε, αν και όφειλε, να διαγνώσει δια των προστηθέντων της, στα πλαίσια της υποχρέωσης της να παραδώσει πράγμα κατάλληλο για την κατά προορισμό του χρήση απαλλαγμένο από ελαττώματα.  Η ενάγουσα σε αντίθεση με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, όπου αποδίδει στην εναγομένη την ιδιότητα του κατασκευαστή της επίμαχης μηχανής και ακροθιγώς του αγοραστή του στροφαλοφόρου άξονα,  με τις κατατεθείσες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ιδίως την προσθήκη-αντίκρουση της, παραδέχεται, όπως διαλαμβάνεται και στην ένδικη έφεση της, ότι η επίμαχη μηχανή κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο της “…….”, στο ……… της Φιλανδίας, όπου αρμόστηκε ο ελαττωματικός στροφαλοφόρος άξονας και ακολούθως αυτή απεστάλη στην “………” στην …….. της Ιταλίας για να τοποθετηθεί στο πλοίο της, πλην όμως επιχειρεί πλέον να θεμελιώσει την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης εταιρείας στην ιδιότητα της, ως μητρική εταιρεία, του ομίλου επιχειρήσεων ………, ισχυριζόμενη ότι το ελάττωμα του στροφαλοφόρου άξονα ήταν απόρροια ανεπίτρεπτης θερμικής επέμβασης (αναγόμωσης ή παρεμφερούς διεργασίας), στο ράδιο της οπής ελαίου λίπανσης του με αριθμό 4 κομβίου βάσεως τούτου, που έγινε κατ’εντολή της, κατά τον χρόνο που αυτός βρισκόταν στην κατοχή των ανωτέρω θυγατρικών της εταιρειών, που εν τοις πράγμασι της ανήκουν κατά 100% και ενεργούν υπό τις οδηγίες και εντολές της.

Πλην όμως, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω εταιρείες “…….” και “……………”  δεν διατελούν υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της εναγομένης μητρικής εταιρείας και  δεν ενεργούν υπό τις δεσμευτικές εντολές και οδηγίες της για δικό της λογαριασμό, όπως αορίστως ισχυρίζεται η ενάγουσα επικαλούμενη τη σχέση μητρικής και θυγατρικής εταιρείας σε όμιλο επιχειρήσεων,  που όμως δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός τέτοια ενοποίηση των εταιρειών και πλήρη εξουσίαση της θυγατρικής εταιρείας και απαλλαγή της ευθύνης αυτής έναντι τρίτων, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η ενάγουσα εταιρεία, προς ενεργοποίηση της ευθύνης της εναγομένης, δεδομένου ότι τα μέλη του ομίλου αποτελούν αυτοτελείς μονάδες, καθένα διαθέτει χωριστή νομική προσωπικότητα και δικά του διαχειριστικά όργανα και έχει όσες υποχρεώσεις προβλέπονται στον εταιρικό νόμο, σε τούτο δε έγκειται ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα του ομίλου επιχειρήσεων, δηλαδή την διακριτή υπόσταση του κάθε μέλους, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι μόνη η κεφαλαιουχική συμμετοχή της μητρικής στην θυγατρική, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν δημιουργεί εξωτερική ευθύνη αυτής. Ειδικότερα, στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε η αυτοτελής νομική προσωπικότητα και εκπροσώπηση των εν λόγω εταιρειών, ότι καθεμία διοικείται από τα δικά της όργανα, όπως αυτά αποτυπώνονται στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποσπάσματα των οικείων Εμπορικών Μητρώων, Ιταλίας και Φινλανδίας αντίστοιχα, που είναι καταχωρημένες και ενεργεί στα πλαίσια του εταιρικού σκοπού και συμφέροντος της, αναλόγως της εμβέλειας των επιχειρήσεων της στην χώρα, που έκαστη δραστηριοποιείται, εξυπηρετούμενου έτσι και του συμφέροντος του ομίλου και ότι δεν πρόκειται για συνδεδεμένες επιχειρήσεις υπό την έννοια του ελέγχου de jure ή de facto και της κυρίαρχης επιρροής της μητρικής εναγομένης εταιρείας στις δύο, ως άνω, θυγατρικές της ή της ενιαίας διοίκησης αυτών. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το ότι η αλληλογραφία της ενάγουσας-εκκαλούσας για την αποκατάσταση της βλάβης της μηχανής και εν γένει την διευθέτηση της προκείμενης διαφοράς, γινόταν με την εναγομένη-εφεσίβλητη εταιρεία και τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της, ούτε από το ότι το τιμολόγιο της αξίας αγοράς και μεταφοράς του νέου στροφαλοφόρου άξονα από την Φινλανδία, όπως και άλλα τιμολόγια για σχετικά ανταλλακτικά και εργασίες, εξέδωσε η “………….”, που είναι ομοίως θυγατρική της εναγομένης δραστηριοποιούμενη στην ελληνική επικράτεια και όχι εκπρόσωπος της, όπως αβασίμως διατείνεται η ενάγουσα και ότι ουδέποτε η εναγομένη ισχυρίστηκε, κατά τις μεταξύ τους συνομιλίες συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης της, ούτως ώστε αυτήν γνώριζε η ενάγουσα και εμφανιζόταν, ως κατασκευάστρια της βλαβείσης μηχανής, όπως διέλαβε στους πρωτόδικους ισχυρισμούς της, που επαναφέρει αλυσιτελώς προς επίρρωση του πρώτου αλλά και δεύτερου λόγου της έφεσης της, για την στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης-εφεσίβλητης, αφού η διαμεσολάβηση της εναγομένης στην διευθέτηση και επίλυση των ζητημάτων διακρίβωσης της αιτίας της βλάβης της μηχανής του πλοίου της ενάγουσας και την αποκατάσταση της, δεν την καθιστά υπεύθυνη προς αποζημίωση της. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχθηκε ότι η εναγομένη εταιρεία δεν νομιμοποιείται παθητικά στην εναντίον της ασκηθείσα αγωγή και συνακόλουθα την απέρριψε για τον λόγο αυτό, ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθώς εφάρμοσε τον  νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των όσων υποστηρίζει, περί του αντιθέτου, με τους δύο λόγους της ένδικης έφεσης.

Περαιτέρω, η ενάγουσα με την κατατεθείσα πρωτοδίκως προσθήκη-αντίκρουση της, για πρώτη φορά, προς αντίκρουση του ισχυρισμού της εναγομένης ότι κατασκευάστρια της μηχανής είναι η ιταλική εταιρεία “……………”, υποστηρίζει άρση και κάμψη της νομικής προσωπικότητας της θυγατρικής της εναγομένης ιταλικής αυτής εταιρείας και εντεύθεν επέκταση της υποχρέωσης προς αποζημίωση της στην εναγομένη, επικαλούμενη ότι η χωριστή νομική προσωπικότητα της ανωτέρω ιταλικής εταιρείας χρησιμοποιείται δολίως και καταχρηστικά, με σκοπό την απαλλαγή της εναγομένης από την ευθύνη της για αποζημίωση. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης περί άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της, ως άνω, ιταλικής εταιρείας, απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προεχόντως, ως απαράδεκτα προβληθείς με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων της και μεταβάλλων την ιστορική βάση της αγωγής. Με την ένδικη έφεση δεν προβάλλεται συγκεκριμένη αιτίαση ως προς τον λόγο απόρριψης του, επαναφέρεται όμως η ίδια ένσταση με τον δεύτερο λόγο της έφεσης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α) αν το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο. Έγγραφη απόδειξη του νέου ισχυρισμού υπάρχει όταν όλα τα πραγματικά στοιχεία που τον θεμελιώνουν αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το Δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 752/2011). Η δε σχετική παράβαση ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, ως απαράδεκτο αυτοτελή ισχυρισμό κατά παράβαση της οικείας δικονομικής διάταξης των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, καθώς και με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, εφόσον ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός και όλα τα θεμελιωτικά του στοιχεία προβλήθηκαν παραδεκτά και νόμιμα στο Δικαστήριο της ουσίας. Με την προσθήκη των προτάσεων προβάλλονται παραδεκτά νέοι ισχυρισμοί (αντενστάσεις) μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών (ενστάσεων) που έχουν ήδη προβληθεί με τις προτάσεις (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 999/2010, ΑΠ 1253/2004). Από τον κανόνα του “άνευ επικουρίας δικάζεσθαι” εξαιρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο ή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης (προνομιακοί), η δε σχετική εξαίρεση ισχύει για τη δίκη στα Δικαστήρια του πρώτου και δεύτερου βαθμού, αλλά όχι στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (άρθρα 527 και 573 ΚΠολΔ). Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή. Αντίθετα, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το Δικαστήριο με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το Δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αίτιας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής. (ΑΠ 1087/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/1998 ΕλΔνη 1999, 107, ΕφΠειρ 211/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η προβαλλόμενη πρωτοδίκως από την ενάγουσα με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων της και ήδη με τον δεύτερο λόγο έφεσης της, ένσταση περί καταχρηστικότητας της επίκλησης από την εναγομένη της νομικής προσωπικότητας της θυγατρικής της ιταλικής εταιρείας “…………….”, ούτως ώστε να δικαιολογείται η άρση της αυτοτέλειας του εν λόγω νομικού προσώπου και εντεύθεν η υποχρέωση της εναγομένης προς αποζημίωση της, ανεξαρτήτως του ότι πάσχει εγγενούς αοριστίας, εφόσον ουδόλως εκτίθενται περιστατικά θεμελιωτικά δολίας καταστρατήγησης του νομικού προσώπου της ιταλικής εταιρείας προς ίδιο όφελος της εναγομένης φινλανδικής εταιρείας και αποφυγής των ευθυνών της προς τρίτους, ενέχει ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής της, που επιχειρείται να υποκατασταθεί με νέα ουσιώδη αυτοτελή γεγονότα, η δε προβολή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της ίδιας ένστασης με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, κρίνεται απαράδεκτη, για τον λόγο ότι η εκκαλούσα δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή της και ειδικότερα επειδή η ιστορική βάση της ένστασης αυτής δεν προέκυψε μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της αντιδίκου της, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής της. Ενόψει τούτων, ο  συναφής δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης, καθ’ο μέρος περιλαμβάνει την ίδια ένσταση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αυτή στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας, λόγω της ήττας της, το σύνολο των δικαστικών εξόδων της εναγομένης – εφεσίβλητης εταιρείας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού της αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.4921/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος παραβόλου, που μνημονεύεται στο σκεπτικό.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 12 Ιανουαρίου 2017.

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 15 Φεβρουαρίου 2017.

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ