Αριθμός 90/2017
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Ερασμία Λιούλη, Εφέτη- Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Δ.Π..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….», η οποία τελεί υπό εκκαθάριση, εδρεύει στην …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο, Ευάγγελο Λιάσκο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στο ………, εκπροσωπείται νόμιμα και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Παναγιώτη Κακαλέτρη.
Η καλούσα-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.12.2006 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../2006) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθ. 592/2008 παρεμπίπτουσα απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου και η υπ΄ αριθ. 4002/2009 απόφαση αυτού, που απέρριψε την αγωγή.
Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη καλούσα-εκκαλούσα με την από 22.2.2010 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/2010) έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 782/2010 απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, που δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την υπό κρίση έφεση και δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή.
Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής αποφάσεως ζήτησε η εναγόμενη και ήδη καθ΄ ης η κλήση-εφεσίβλητη με την από 11.2.2011 και με αριθ. καταθ. 14 σχετική αίτησή της ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Το Α1 Πολιτικό Τμήμα του προαναφερομένου Δικαστηρίου εξέδωσε την υπ΄ αριθ. 445/2012 απόφασή του, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον δεύτερο αναιρετικό λόγο. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (Β΄ Τακτική Σύνθεση) εξέδωσε την υπ΄ αριθ. 15/2013 απόφασή της, η οποία απέρριψε τον παραπεμφθέντα σ΄ αυτήν δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και ανέπεμψε την υπόθεση στο Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου προκειμένου να κριθούν και οι υπόλοιποι λόγοι αναίρεσης, για τους οποίους, το ως άνω Τμήμα, επιφυλάχθηκε με την παραπεμπτική του απόφαση. Κατόπιν νέας συζητήσεως της αιτήσεως εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 1806/2014 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την υπ΄ αριθ. 782/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο αυτό Εφετείο (Πειραιώς), συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.
Με την από 17.11.2014 (αριθ. καταθ. ………/2014) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας ορίσθηκε νέα δικάσιμος για την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η 17η.9.2015, οπότε αυτή ματαιώθηκε.
Ήδη με την από 18.9.2015 (αριθ. καταθ. ………../2015) κλήση της καλούσας-εκκαλούσας επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η προκειμένη υπόθεση στη δικάσιμο της 4ης.2.2016 και, μετά από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ΄ ης η κλήση-εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 του ΚΠολΔ “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η πριν από την απόφαση αυτή διαδικασία ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα “στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση”. Αν, επομένως, η εξαφάνιση της αποφάσεως είναι ολική ή μερική, η συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής γίνεται, αντιστοίχως, είτε σε όλα είτε σε μερικά από τα κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση την έκταση της αναιρέσεως, που έγινε δεκτή ως προς την έφεση του εκκαλούντος, που άσκησε αναίρεση (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.84, ΑΠ 153/97 Δ 1997.857, ΑΠ 462/94 ΕΕργΔικ 1995.35, ΑΠ 1279/83 Δ 984.421 Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 581, αρ. 10,) και δεν εκτείνεται στα άλλα κεφάλαια, ως προς τα οποία διατηρείται το δεδικασμένο της αποφάσεως (ΑΠ 153/97 Δ 1997, 857, ΕφΑθ 5376/96 ΝοΒ 45, 240). Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μια απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζεται με σχετική διάταξη της αναίρεσης σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 875/2009, δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 674/98 ΝοΒ 47,1415). Στην αντίθετη περίπτωση η εκκληθείσα πρωτοβάθμια απόφαση επανακρίνεται ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, των υπολοίπων καθισταμένων αμετάκλητων (ΑΠ 1537/07 Δ 38, 1235). Εξ άλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 580 παρ 4 ΚΠολΔ, οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, είτε της Ολομέλειας, είτε των τμημάτων, είναι δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται της ιδίας υποθέσεως, αναφορικά με τα νομικά ζητήματα, που έλυσε ο Άρειος Πάγος, με την παραδοχή ή την απόρριψη των λόγων αναιρέσεως, (ΑΠ 1613/07 Δ 38, 1234, ΑΠ 1145/05 ΕλλΔνη 48, 1658, ΑΠ 674/88 ΕλλΔνη 1989, 757).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 18.9.2015 και με αριθμό καταθ. ………../1.10.2015 κλήση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας νομίμως φέρεται προς εκδίκαση η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο παραπέμφθηκε με την υπ’ αριθμόν 1806/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία, όπως συνάγεται από αυτήν, αναιρέθηκε ως προς ορισμένο κεφάλαιο, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό της, η υπ’ αριθμόν 782/2010 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δίκασε κατά την τακτική διαδικασία. Κατόπιν τούτου, επανερχομένων των διαδίκων στην πριν την αναιρεθείσα απόφαση υφιστάμενη κατάσταση (άρθρ. 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί η ένδικη από 22.2.2010 και με αρ. κατ. …./22.2.2010 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας εταιρείας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμόν 4.002/2009 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 13.12.2006 και με αρ. κατ. ………./ 27.12.2006 αγωγής. Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού δεν προκύπτει το αντίθετο από τα στοιχεία της δικογραφίας, ακολούθως δε, εφόσον παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση, πρέπει να εξετασθεί, με την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), ως προς το νόμιμο και βάσιμο των σχετικών με το κεφάλαιο της αναιρεθείσας απόφασης λόγων, ως προς το οποίο μόνον επανακρίνεται (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1145/2005, ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ).
Με την ένδικη αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης ισχυρίσθηκε ότι, την 23.1.2002, συνήψε με την εταιρία «……….», που εδρεύει στη …………… και εκπροσωπείται νόμιμα, σύμβαση αντιπροσώπευσης, στην οποία συνεβλήθη και η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη για τους όρους των άρθρων 9 και 10 της σύμβασης. Ότι, σε εκτέλεση της άνω συμβάσεως, ανέλαβαν με την άνω αντισυμβαλλομένη της εταιρία, η οποία ήταν διαχειρίστρια των πλοίων της εναγομένης, την πρακτόρευση των πλοίων της εναγομένης, τα οποία διαχειριζόταν η άνω εταιρία, για τα δρομολόγια γραμμών Ελλάδας και Ιταλίας. Ότι, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω σύμβασης, η οποία έληξε μετά από καταγγελία της εναγομένης στις 31.12.2005, αυτή (ενάγουσα) εισέφερε στην εναγομένη νέους πελάτες και αύξησε συγχρόνως τις υποθέσεις (συναλλαγές) με τους ήδη υπάρχοντες, με αποτέλεσμα, μετά τη λήξη της σύμβασης, να επωφεληθεί η εναγομένη την κατά τα άνω πελατεία, για το λόγο ότι συνέχισε με αυτούς τη δραστηριότητά της με νέο πράκτορα, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί το ποσό των 1.709.898,20 ευρώ, το οποίο αυτή θα ελάμβανε ως προμήθεια, αν εξακολουθούσε η ισχύς της επίμαχης σύμβασης. Ότι, στην εναγομένη είχε καταβάλει ακόμη, χωρίς να έχει αντίστοιχη υποχρέωση με βάση τη σύμβαση, το ποσό των 473.952,89 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε ναύλα, τα οποία δεν της καταβλήθηκαν από πελάτες, που διακινούνταν με πλοία της εναγομένης (επισφάλειες). Ζήτησε δε, με βάση το πραγματικό αυτό, να αναγνωρισθεί αφενός η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ποσό των 1.709.898,20 ευρώ, ως αποζημίωση εμπορικής πελατείας και αφετέρου ότι δεν ώφειλε στην εναγομένη το καταβληθέν ποσό των 473.952,89 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονέθηκε η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, με την οποία προσέβαλε την εκκαλουμένη μόνο ως προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης και εκδόθηκε επ’ αυτής (εφέσεως) η με αριθμό 782/2010 (αναιρεθείσα) απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά αυτήν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος το περί αποζημιώσεως αίτημα της αγωγής, κατά το οποίο και μόνο μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα για την αιτία αυτή το ποσό των 800.000 ευρώ. Κατά της τελευταίας απόφασης, η εναγομένη άσκησε την από 11.2.2011 αίτηση αναίρεσης. Επ΄αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 445/2012 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού το ζήτημα της δυνατότητας αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του π.δ. 219/1991 στις συμβάσεις ναυτικής πρακτορείας, το οποίο κρίθηκε καταφατικά με την υπ’ αριθμόν 15/2013 απόφασή της, απορρίπτοντας τον παραπεμφθέντα σχετικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ανέπεμψε δε τους λοιπούς λόγους στο άνω Πολιτικό Τμήμα, από το οποίο εκδόθηκε η 1806/2014 απόφασή του. Με την τελευταία απόφαση απορρίφθηκε μεν ο περί αοριστίας της αγωγής λόγος αναιρέσεως, έγινε όμως δεκτός ο περί ελλιπούς αιτιολογίας λόγος, οπότε αναιρέθηκε η υπ΄αριθμόν 782/2010 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ανέπεμψε την υπόθεση, προκειμένου να κριθεί εκ νέου επί της ουσίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της. Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει, αφού εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη, ήτοι ως προς το κεφάλαιο που αφορά στην αποζημίωση εμπορικής πελατείας και κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, η αγωγή, που κρίθηκε αμετακλήτως και άρα δεσμευτικά κατά τα άνω μνημονευόμενα, ως επαρκώς ορισμένη με την επί της αναιρέσεως υπ’ αριθμόν 1.806/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, να ερευνηθεί από ουσιαστική άποψη, ως προς το μεταβιβασθέν κεφάλαιο, όπως προελέχθη, βάσει των λόγων εφέσεως, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ.219/1991 “περί εμπορικών αντιπροσώπων”, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά και στις συμβάσεις ναυτικής πρακτορείας, όπως κρίθηκε με την ως άνω υπ’ αριθμ. 15/2013 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας, και το οποίο εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών – μελών, όσον αφορά στους εμπορικούς αντιπροσώπους, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τα Π.Δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995, για την εφαρμογή των διατάξεων του προεδρικού αυτού διατάγματος, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξαρτήτου μεσολαβητή, ανατίθεται, σε μόνιμη βάση, είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται αντιπροσωπευόμενος, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου. Με τη σύμβαση αυτή ο αντιπροσωπευόμενος αναθέτει σε μόνιμη βάση, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, στον εμπορικό του αντιπρόσωπο έναντι αμοιβής (προμήθειας) τη, συνήθως για ορισμένη περιοχή, μέριμνα των υποθέσεών του, η οποία, ως υποχρέωση του αντιπροσώπου, κατευθύνεται είτε στη διαπραγμάτευση είτε στη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως ή αγοράς εμπορευμάτων στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 859/2014 ΤΝΠ, ΝΟΜΟΣ, Αρμ 2014/1528, ΔΕΕ 2015/26, Α.Π. 175/2010). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 του Π.Δ/τος 219/1991, όπως το εδάφ. α` αυτού αντικαταστάθηκε από την παρ.1 άρθρ.7 του Π.Δ. 312/1995, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση, εάν κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, εφόσον, με βάση όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τις υποθέσεις με τους ίδιους πελάτες, σε συνδυασμό και με την τυχόν ρήτρα μη ανταγωνισμού, παρίσταται ως δίκαιη η καταβολή της αποζημίωσης, η οποία κατά ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η αποζημίωση πελατείας είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης, που προσομοιάζει με την αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος με στοιχεία παράλληλα και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η αξίωση αυτή γεννιέται όταν συντρέξουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί με τη σχετική αγωγή του και να αποδείξει ο εμπορικός αντιπρόσωπος, δηλαδή απαιτείται α) η εισφορά νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση και μετά την λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για τον αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι δίκαιη με βάση όλες τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Ως εισφορά νέων πελατών νοείται η προσέλκυση από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου νέων πελατών, δηλαδή πελατών που δεν υπήρχαν προηγουμένως, ως σημαντική δε προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες νοείται η ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών με αυτούς. Κριτήρια, τέλος, για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης πελατείας συνιστούν το μέγεθος της πελατείας, που παραμένει στον αντιπροσωπευόμενο μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, η αντίστοιχη ωφέλειά του και η δημιουργία κέρδους για τον αντιπρόσωπο, αν συνεχιζόταν η σύμβαση, η σχετική δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της δίκαιης αποζημίωσης πελατείας ανήκει στη διακριτική ευχέρειά του και δεν ελέγχεται αναιρετικά, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια και δεν νοείται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου (ΟλΑΠ 15/2013 ο.π. και 16/2013, ΑΠ 175/2010 ΕπισκΕΔ 2010. 472, ΑΠ 139/2006 ΕλλΔνη 2006. 748, ΕΑ 2110/2008 ΔΕΕ 2008. 984, ΕΑ 961/2008 ΔΕΕ 2009. 343, ΕφΘεσ 68/2007 ΕπισκΕΔ 2007. 204, ΕΑ 3628/2003 ΕλλΔνη 2004. 1456).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τις υπ’ αριθμούς …./19.11.2007, …./6.11.2007, ………/6.11.2007 και …./7.11.2007 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……………., αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας η πρώτη και της εναγομένης οι λοιπές, μετά από προηγούμενη κλήτευση της εκατέρωθεν αντιδίκου, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς …/14-11-2007 και …../30-10-2007 εκθέσεις επιδόσεως των Δικαστικών Επιμελητών στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου Κρήτης ……….. και Πατρών ………., αντίστοιχα, ενώπιον των Συμ/φων Πατρών ………… η πρώτη και Ηρακλείου ……. οι λοιπές, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρίας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στη ………., καταρτίστηκε η από 23-1-2002 σύμβαση πρακτόρευσης. Εκ τρίτου συμβαλλόμενη στην άνω σύμβαση κατέστη και η εναγομένη εταιρία, για συγκεκριμένους όρους αυτής (με αριθμούς 9 και 10), καθ’ ότι η άνω αλλοδαπή εταιρία είχε αναλάβει, δυνάμει του από 18-7-2001 μεταξύ τους ιδιωτικού συμφωνητικού, την προώθηση των πωλήσεων και τη διαχείριση των ναύλων πέντε (5) πλοίων της εναγομένης, στις γραμμές εξωτερικού Ελλάδας – Ιταλίας. Σε εκτέλεση των όρων της σύμβασης, η ενάγουσα εταιρία ανελάμβανε την πρακτόρευση στο λιμάνι της Πάτρας, των πλοίων της εναγομένης, που αναγράφονται στους υπ΄αρ. 1.2.1 και 1.2.2 όρους, καθώς και τη γενική αντιπροσώπευση της άνω διαχειρίστριας εταιρίας, αλλά και της εναγομένης στην Πελοπόννησο για τις γραμμές Πάτρα – Ανκόνα και Πάτρα – Βενετία, με την υποχρέωση να αντιπροσωπεύει μόνο τις άνω εταιρίες, απαγορευμένης της συνεργασίας της, με οποιαδήποτε μορφή, με άλλες ναυτιλιακές εταιρίες, ανταγωνίστριες της εναγομένης και να ενεργεί ό,τιδήποτε αναγκαίο για την εκπλήρωση της αναληφθείσας υποχρέωσής της για την εξυπηρέτηση των πλοίων. Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε για το χρονικό διάστημα από 1.2.2002 μέχρι 31.12.2003, με δυνατότητα αυτοδίκαιης παράτασης μέχρι και την 31.12.2005. Η προμήθεια, που θα ελάμβανε η ενάγουσα ως αμοιβή, ορίστηκε σε ποσοστό 16% επί του ναύλου για τα εκδιδόμενα εισιτήρια επιβατών και IX οχημάτων, για δε τα εκδιδόμενα από συνεργαζόμενους με την ενάγουσα υποπράκτορες σε 3% και για τις εκδιδόμενες αποδείξεις μεταφοράς φορτηγών οχημάτων σε ποσοστό 4%. Με τον όρο 9.5 της σύμβασης καθορίστηκε ότι, σε περίπτωση καταγγελίας της ως άνω από 18.7.2001 μεταξύ της εναγομένης και της διαχειρίστριας εταιρίας σύμβασης διαχείρισης, η σύμβαση πρακτόρευσης θα εξακολουθούσε στο εξής να ισχύει μέχρι τη λήξη της, με τους αυτούς όρους, μεταξύ των διαδίκων, της διαχειρίστριας υποκαθισταμένης εξ ολοκλήρου από την εναγομένη. Ακολούθως, με την από 29.11.2002 επιστολή της, η τελευταία γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι εξαγόρασε εξ ολοκλήρου τη διαχειρίστρια εταιρεία και ότι, από την 1.12.2002, ανελάμβανε τη διαχείριση των πλοίων της, με βάση δε την από 12.12.2003 τροποποιητική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων επανακαθορίστηκε η προμήθεια επί των εκδιδομένων από την ενάγουσα εισιτηρίων σε ποσοστό 14% και για τις αποδείξεις μεταφοράς φορτηγών σε ποσοστό 3%, ενώ, κατά τα λοιπά, εξακολούθησαν να ισχύουν οι όροι της εν λόγω σύμβασης πρακτόρευσης, η οποία έληξε την 31.12.2005, μετά τη συμφωνηθείσα αυτοδίκαιη παράτασή της, όπως αποδεικνύεται από την από 21.9.2005 επιστολή της εναγομένης προς τους εκπροσώπους της ενάγουσας, με την οποία δήλωσε, ότι δεν επιθυμούσε την κατάρτιση νέων συμβάσεων με την ενάγουσα. Κατά τη διάρκεια της σύμβασης η ενάγουσα κατά το πρώτο έτος της συνεργασίας της με την εναγομένη, ήτοι το έτος 2002 πραγματοποίησε για λογαριασμό της πωλήσεις ύψους 20.160.441,88 ευρώ, κατά το έτος 2003 αυτές ανήλθαν σε 22.468.652 ευρώ, κατά το έτος 2004 σε 24.711.295 ευρώ και, τέλος, κατά το έτος 2005 σε 23.133.775 ευρώ και οι αμοιβές που, αντίστοιχα, κατέβαλε η εναγομένη στην ενάγουσα ανήλθαν σε 1.136.552,78 €, 984.022,10 € και 954.489 €, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται. Μετά τη λήξη της σύμβασης, η εναγομένη κατήρτισε νέα σύμβαση πρακτόρευσης στο λιμάνι της Πάτρας με την ανώνυμη εταιρία «…………..», μέσω της οποίας συνέχισε να δραστηριοποιείται στην ίδια περιοχή. Η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, προσήλκυσε νέους πελάτες, που απέφεραν τα αντίστοιχα οφέλη και συγκεκριμένα κατά το έτος 2002 τους : …. …. 544,58 €, ……… 478,30 €, …………. 3699,14 €, ……….. 443,4 €, ……… 146,84 €, ………… 568,70 €,………. 3.699,14 …………. 20.809,40 €, ……… 35.231,00 €, ……. 24.972,46 €, …….. 612,44 €, ……… 18.364,80 €, ………. 8.012,03 €, …….. 382,70 €, …….. 404 €, ……. 33.570,88 €, …….. 635,20 €, ……….. 29.441,92 €, ……. 17.643,85 €, ……. 7.943,09 €, …… 3.498,54 €, ……, 2.778,85 €, ……… 633,50 €, ……. 41.566,26 €, ……… 901.40 €, …….. 26.440,52 €, ……. 889,70 €, ………. 3.243,76 €, ……. 22.469,18 €, ……… 1.226,70€, ……… 7.007,67 €, ………… 1.571,42 €, ……… 93.171,45 €, ………. 26.401,48 €, ………. 223,84 €, ……….. 4.291,72 €, ………. 944 €, …….. 1.205,40 €, …… 431,52 €, ……. 5.550 €, ……… 4.108,70 €, ……… 211,32 €. Δηλαδή, συνολικά 453.971,70 ευρώ. Περαιτέρω, όσον αφορά στους ήδη υφιστάμενους πελάτες, σημειώθηκε αύξηση της αξίας κάποιων συναλλαγών, αλλά και μικρή μείωση ορισμένων κατά το έτος 2002 έναντι του έτους 2001, προσήλκυσε δε και νέους πελάτες και συγκεκριμένα έλαβε κατά τα έτη 2001 και 2002 αντίστοιχα τα εξής ποσά, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις χρεώσεων υποχρέων : ….. 29.041,87 € και 29.527,02 € ……… 48.853,61 € και 84.474,81 €, …… 19.178,10 € και 34.297,40 €, ….. 117.799,08 € και 187.645,39 €, …….. 23.359,15 € και 24.645,39 €, …… 5.366,54 € και 8.104,03 €, ………. 73.455,54 € και 152.436,39 €, ……. 11.524,19 € και 68.258,86 €, ……… 30.109,56 € και 35.891,23 ………. 111.065,84 € και 155,490,98 €, ……… 196.474,42€ και 224.291,19 € , ……. 21.702,45 € και 30.140,64 €, …….. 81.817,90 € και 87.643,72 €, ……… 34.161,33 € και 60.020,01 €, ……. 25.724,91 € και 26.217,02 €, ……… 4.858,67 € και 17.778,12 €, …….. 47.509,75 € και 58.742,36 €, ………. 38.712,54 € και 65.350,62 €, ……. 25.381,47 € και 25.618,07 €, …….., 738,39 € και 13.057,94 €, ………. 2.468.034,98 € και 2.733.592,90 €, ……… 7.951,75 € και 28.547,81 €, …….. 8.775,74 € και 16.628,00 €, ………θ. 515,93 € και 6.464,94 €, …….. 107.939,15 € και 155.905,65 €, ……… 1805,48€ και 6.425,23 €, ……… 315.653,25 € και 401.175,12 €, …….. 11.822,80 € και 18.453,01 €, ………. 38.687,32 € και 61.104,48 €, …….. 3.676,94 € και 21.492,65 €, …….. 10.034,43 € και 17.570,90 €, …… 230.527,94 € και 244.998,45 €, …….. 1.783,15€ και 18.265,31 €, ……… 10.550,26 € και 19.393, 40 €, ……… 15.365,66 € και 49.264,37 €, ……. 27.659,51 € και 29.441,92 €, …….61.904,27 € και 79.071,31 €, …….. 125.075,20 € και 240.119,62 €, …….. 25.503 € και 29.478,21 €, …….. 165.879,41 € και 235.168,22 €, …….. 25.531,68 € και 25.832,17 €, ……. 209.242,27 € και 293.869,72 €, …….. 2.586.901,34 € και 2.948.571,13 €, …….. 14.388,18 € και 34.285,99 €, ……. 887.505,71 € και 1.080.854,80 €, …….. 18.137,81 € και 18.924,92 €, …….. 262.428,25€ και 276.924,18 €, ………. 15.513,95 € και 21.900,88 €, ……. 1.947,47 € και 5.060,83 €, ………3.487,60 € και 8.921,76 €, ……. 23.333,97 € και 30.842,69 €, ……… 7.083,43 € και 9.015,74 €, ………. 26.777,08 € και 117.496,16 €, …….. 16.265,57 € και 35.078,34 €, ……… 146.314,19 € και 52.075,55 €, …….. 134.283,86 € και 154.596,79 €, ………. 92.023,31 € και 112.836,33 €, …….. 13.409,20 € και 13.817,11 €, ………. 47.715,65 € και 94.330,73 €, ……… 35.241,69 € και 44.017,22 €, …… 475.473,21 € και 809.654,58 €, ……… 494.108,71 € και 959.684,53 €, ………. 41.638,39 € και 48.660,96 €, ………..104.925,11 € και 151.620,95 €, ………. 2.105.856,36 € και 3.058.334,22 €, ……… 5.722,92 και 7.327,92 €, ήτοι, συνολικά, κατά το έτος 2001, που η εναγομένη συνεργαζόταν με την άνω αλλοδαπή εταιρία, την οποία ακολούθως εξαγόρασε εξ ολοκλήρου αυτή, που ανέλαβε έκτοτε (1.12.2002) τη διαχείριση των πλοίων της, όπως προελέχθη, η αξία των συναλλαγών είχε ανέλθει σε 16.701.833,68 και κατά το έτος 2002 σε 20.160.441,84 ευρώ, δηλαδή επήλθε αύξηση κατά 3.458.608,16 ευρώ. Στην από 16.11.2007 βεβαίωση του λογιστή …………, που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα αναγράφεται ότι αυτή έλαβε από την εναγομένη κατά τη χρήση 2002 το ποσό των 115.999,78 €, κατά τη χρήση 2003 το ποσό των 124.611,51 €, κατά τη χρήση 2004 το ποσό των 128.506,24 € και κατά τη χρήση 2005 το μικρότερο ποσό των 121.336,62 €. Τα ποσά αυτά αποτελούν προμήθειες με βάση την αξία των συναλλαγών, που ανήλθαν κατά το έτος 2003 και 2004 σε 22.468.652 και 24.711.295 ευρώ, αντίστοιχα και κατά το έτος 2005 σε 23.133.775 ευρώ, όπως προπαρατίθεται. Σημειώνεται ότι για τα επόμενα έτη 2003, 2004 και 2005 δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό μέσο τα ονόματα των πελατών, με τους οποίους συνεχίστηκε η συνεργασία τους με την εναγομένη, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Αντίθετα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κάποιοι πελάτες της ενάγουσας, που συναλλάχθηκαν με αυτήν κατά το έτος 2002, έπαψαν να συναλλάσσονται κατά το έτος 2005. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητεί η ενάγουσα, αλλά αιτιολογεί πως τούτο οφειλόταν στις συνθήκες και στη φυσική εξέλιξη του εμπορίου. Η αιτίαση αυτή, ωστόσο, δεν αναιρεί το μη αμφισβητούμενο γεγονός, ότι κατά τα δύο τελευταία έτη πριν τη λύση της σύμβασης οι συναλλαγές κυμάνθηκαν στα ίδια αλλά και σε κατά τι χαμηλότερα επίπεδα ετησίως, δηλαδή σε 24.711.295 ευρώ και σε 23.133.775 ευρώ, αντίστοιχα, όπως προαναφέρθηκε. Από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι εξακολούθησαν να συναλλάσσονται με την εναγομένη, μέσω της εταιρίας «………….», όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα νέοι ή παλαιοί πελάτες αυτής και, κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι εξακολουθούσε η εναγομένη, μετά τη λήξη της σύμβασης να διατηρεί όφελος από την προηγηθείσα συνεργασία της με συγκεκριμένους πελάτες της εναγομένης, αφού η ενάγουσα, που φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξης, δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει κάποιο σχετικό έγγραφο, ούτε προκύπτει τούτο από την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης ………… ούτε από τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζει και επικαλείται αλλά ούτε και από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Η παραδοχή αυτή του Δικαστηρίου τούτου ενισχύεται, περαιτέρω και από τις από 21.11.2003 και από 26.4.2005 επιστολές της ενάγουσας προς την εναγομένη, εκ των οποίων, με την μεν πρώτη δήλωσε δια των εκπροσώπων της ότι το λιμάνι της Πάτρας δεν είχε κίνηση και ότι επικρατούσε αβεβαιότητα στις συναλλαγές, που μεγιστοποιούσαν τον καθημερινό κίνδυνο επισφαλειών και ζήτησε για το λόγο αυτό τη συμμετοχή της εναγομένης στις επισφάλειες, με την παράκληση συγχρόνως η νέα σύμβαση να είχε μικρότερη διάρκεια, με την δε δεύτερη ενημέρωσε για συσσώρευση μεγάλων ζημιών σε βάρος του Γραφείου της λόγω πτώχευσης της πελάτιδός της μεταφορικής εταιρίας «…………» και έκανε και πάλι λόγο για «ανασφαλή» αγορά, χωρίς εγγυήσεις, με αναπόφευκτες επισφάλειες. Δεν αναιρούνται δε τα ανωτέρω ούτε από τον προσκομιζόμενο με επίκληση ισολογισμό της επόμενης αντιπροσώπου εταιρίας «………..», ούτε από τη βεβαίωση του ………, εκπροσώπου της εταιρίας «………» ναυτιλιακής πράκτορα της ανταγωνίστριας της εναγομένης εταιρίας, με την επωνυμία «………» στην Πάτρα, ο οποίος βεβαιώνει ότι κατά τη χρονική περίοδο 2005 – 2006 δεν υπήρξε αύξηση της πελατείας φορτηγών αυτοκινήτων στις γραμμές Πάτρα – Αγκώνα – Πάτρα και Πάτρα – Βενετία – Πάτρα, αφού εξάλλου κανένα από τα παραπάνω στοιχεία δεν συνδέεται με άλλα αποδεικτικά μέσα αναφορικά με τις συναλλαγές των ιδίων συγκεκριμένων πελατών. Ούτε, εξάλλου, από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης αποδεικνύεται το κρίσιμο τούτο γεγονός, αφού δεν προβαίνουν σε κάποια ακριβή παράθεση των αναγκαίων προς απόδειξη στοιχείων, ήτοι δεν προσδιορίζουν ειδικότερα ονομαστικά ή σε ποσοστιαία, έστω, βάση τους νέους πελάτες, που συνέχισαν να συναλλάσσονται με την εναγομένη, ώστε σε συνάρτηση με αυτούς να καταστούν φανερά τα διατηρούμενα ουσιαστικά οφέλη στην επιχείρηση της εναγομένης και η αντίστοιχη απώλεια της ενάγουσας. Η αναγκαιότητα της απόδειξης των εν λόγω στοιχείων δεν απορρέει από τη μη δεσμευτική εισήγηση του Εισηγητή στην απόφαση του Αρείου Πάγου, όπως εσφαλμένα διατείνεται η ενάγουσα, αλλά από την ορθή εφαρμογή της οικείας δικονομικής διάταξης (338 παρ. 1 ΚΠολΔ) για το βάρος απόδειξης. Τέλος, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι την πελατεία, από την οποία εξακολουθεί να ωφελείται η εναγομένη μέσω της νέας πράκτορος, δεν διαμόρφωσε κατά την περίοδο της ένδικης σύμβασης, αλλά προ πολλού, επικαλούμενη προς τούτο ότι ατύπως συνεργαζόταν με την εναγομένη από της ιδρύσεώς της κατά το έτος 1981 και δε μπορεί έτσι να γίνει λόγος για νέους και παλαιούς πελάτες, στον οποίο ισχυρισμό η εναγομένη αντιτάσσει ότι η διαμόρφωση της πελατείας αυτής οφείλεται κυρίως στη συμβολή του αποβιώσαντος εκπροσώπου της ………, δεν ασκεί εν προκειμένω έννομη επιρροή, διότι αποτελεί γεγονός, το οποίο δεν εμπίπτει στο χρονικό διάστημα λειτουργίας της ένδικης σύμβασης, το οποίο και μόνο ενδιαφέρει υπό τη δεδομένη νομική βάση του άρθρου 9 παρ. 1 του π.δ. 219/1991. Ενόψει των ανωτέρω, αφού δεν αποδείχθηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, συντρέχουν σωρευτικά όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, που απαιτούνται, σύμφωνα με τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για τη θεμελίωση του δικαιώματος αποζημίωσης πελατείας της ενάγουσας, μετά τη λύση της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων και δη, ούτε εισφορά νέων πελατών ή σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από την ενάγουσα – αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της ένδικης σύμβασης, ούτε και διατήρηση και μετά την λύση της σύμβασης ουσιαστικών ωφελειών για την αντιπροσωπευόμενη – εναγομένη, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή, κατά το κεφάλαιο αυτό, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και, να καταδικαστεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού της αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ και 63, 68 και 69 του Κώδικα περί Δικηγόρων), κατά τα διαλαμβανόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό. Όσον αφορά στο λόγο εφέσεως, με τον οποίο προσβάλλεται το ύψος της δικαστικής δαπάνης των 35.000 ευρώ, που επέβαλε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η έρευνα αυτού παρέλκει, εν όψει του ότι μετά την παραδοχή της έφεσης, που οδηγεί σε εν μέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, συνεξαφανίζεται και η περί δικαστικών εξόδων διάταξη, αφού συνέχεται με την ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 262/1975 ΝοΒ 1975, 1061, ΕφΑθ 9349/1986 ΕλΔ 30, 327, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, έκδ. ΣΤ΄, παρ. 542, σελ. 233).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων την από 22.2.2010 και με αρ. κατ. ……../ 22.2.2010 έφεση της ενάγουσας – εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία «…………..» κατά της υπ΄ αριθμόν 4002/ 2009 οριστική απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο πλαίσιο της αναφερόμενης στο σκεπτικό αναιρετικής αποφάσεως.
Δέχεται την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 22.12.2006 και με αρ. κατ. ……../ 27.12.2006 αγωγής, ως προς το άνω εκκληθέν κεφάλαιο.
Απορρίπτει αυτήν (αγωγή). Και,
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου – εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τριακοσίων (27.300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 2α Φεβρουαρίου 2017 και δημοσιεύθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2017 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ