Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 176/2017

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   176/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εδρεύουσας στη ….., επί της οδού ……. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.12.2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/27.12.2010 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 5750/2012 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η  εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την από 17.10.2013  και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../18.10.2013 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 20η Νοεμβρίου 2014 και στη συνέχεια μετά από διαδοχικές αναβολές αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις του και με σχετική δήλωσή της δήλωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθεί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 226 § 2 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της εφέσεως και της προσβαλλομένης αποφάσεως και να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζητήσεώς της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της συζητήσεως της εφέσεως γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος που διαμένει στην Ελλάδα εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν πρόκειται για έφεση κατ’ αποφάσεως που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 498 § 2 εδαφ. α ΚΠολΔ) ή τριάντα ημέρες πριν από αυτήν, αν πρόκειται για υπόθεση που εκδικάστηκε στον πρώτο βαθμό κατά οποιαδήποτε ειδική διαδικασία στις περί την οποία ειδικές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά (άρθρο 591 § 1 εδαφ. β, στοιχ. α ΚΠολΔ, ΑΠ 44/2005, Δνη 2005/744, 807), η δε ελλείπουσα επίδοση δεν αναπληρώνεται από τη με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΤριμΕφΠειρ. 28/2016, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η επίδοση της κλήσης για την συζήτηση της έφεσης μπορεί να γίνει εγκύρως και στο δικηγόρο που υπογράφει το εφετήριο ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος, αφού, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96, 97, 104 και 143 § 3 ΚΠολΔ, ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή ή το ένδικο μέσο θεωρείται, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι ο πληρεξούσιος και αυτοδικαίως αντίκλητος του ενάγοντα ή του ασκήσαντος το ένδικο μέσο για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με την αγωγή ή το ένδικο μέσο δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση για την πρώτη συζήτηση αυτών, ο οποίος τεκμαίρεται ότι τυγχάνει αντίκλητος για την υπόθεση, για την οποία υπέγραψε το σχετικό δικόγραφο και έχει, ως εκ τούτου, την κατά το άρθρο 142 του ίδιου Κώδικα εξουσία, να παραλαμβάνει δηλαδή τα προς τον διάδικο που τον διόρισε απευθυνόμενα και αφορώντα στην υπόθεση δικόγραφα (ΑΠ 52/2013, ΑΠ 991/2012, ΕφΔωδ 175/2014, ΜονΕφΠειρ. 10/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, σελ. 385).  Περαιτέρω, κατά το άρθρο 674 § 2 εδαφ. β του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από την § 2 του άρθρου 3 του Ν. 2298/1995 «Συμβιβαστική επίλυση ιδιωτικών διαφορών – Επιτάχυνση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης – Σχεδιασμός και εφαρμογή Σωφρονιστικής Πολιτικής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 62/1995), σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αν ο εκκαλών δεν εμφανισθεί κατά την πρώτη συζήτηση της έφεσής του ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος κανονικά σε αυτήν, το εφετείο ερευνά με επιμέλεια τίνος από τους διαδίκους επισπεύδεται η συζήτηση. Αν αυτή επισπεύδεται από τον απόντα εκκαλούντα και το αποδεικνύει ο παριστάμενος εφεσίβλητος προσκομίζοντας επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης που του έχει επιδοθεί με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 § 3, 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ), απορρίπτεται η έφεση, χωρίς περαιτέρω έρευνά της, διότι τεκμαίρεται παραίτηση του εκκαλούντος από την έφεσή του. Το ίδιο αποφασίζει το εφετείο και όταν τη συζήτηση της έφεσης επισπεύδει ο εφεσίβλητος και το αποδεικνύει προσκομίζοντας έκθεση επίδοσης αντιγράφου της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 §§ 1 και 2, 498 ΚΠολΔ, ΑΠ 581/2005, Δνη 2007/476, ΕφΚρητ. 183/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ανωτέρω απορρέουν από τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές του συζητητικού συστήματος, της προδικασίας και της ακρόασης όλων των διαδίκων (άρθρα 108, 110 § 2, 111, 226, 228, 498 ΚΠολΔ), οι οποίες επιβάλλουν στο δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως, αν ο διάδικος, που απουσιάζει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, έχει κλητευθεί να παραστεί σε αυτή νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, ο κατά τη δικάσιμο απολιπόμενος διάδικος πρέπει είτε να είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση είτε να είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο), για να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Αντίθετα, αν ο απολιπόμενος διάδικος δεν είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, κηρύσσεται αυτή (η συζήτηση) απαράδεκτη. Όλα αυτά, βέβαια, ισχύουν, εφόσον το δικαστήριο διακριβώσει προηγουμένως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, διότι, αν επισπεύδων είναι ο απολιπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευσή του, ενώ, αντιθέτως, απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης προς συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 365/2012, ΑΠ 361/2011, ΑΠ 12/2011, ΕφΘεσ. 632/2009, ΕφΠειρ. 145/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επί νομίμως κλητευθέντος εκκαλούντος που απολείπεται η απόρριψη της έφεσής του λόγω της ερημοδικίας του γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο, διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και, για την αιτία αυτή, είναι πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί αποδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990, Δνη 1990/804 = Δ 1990/992 = ΕΕΝ 1990/433 = ΝοΒ 1990/1337, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128, ΑΠ 187/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1439/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΔυτΜακ 28/2013, Αρμ. 2014/106, ΜονΕφΑθ 3981/2012, ΝοΒ 2013/972, ΕφΛαρ. 348/2011, Δικογραφία 2012/72, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, § 1767, σελ. 442), ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών, με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 2150/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 § 4 εδαφ. β και γ ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 498 § 2 του ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ’ αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου, όταν ο απολιπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 365/2012, ο.π., ΑΠ 12/2011, ο.π.). Κλήτευση θα απαιτείται μόνον αν συγχρόνως με τη χορηγούμενη αναβολή το δικαστήριο όρισε ως όρο την επίδοση των πρακτικών της δίκης στον απόντα διάδικο. Η πρακτική κοινοποίησης του πρακτικού τηρείται όταν ο αντίδικος του διαδίκου που ζητεί την αναβολή παρίσταται στο δικαστήριο με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ (ΕφΚρητ. 183/2009, ο.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 17.10.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./18.10.2013 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../23.1.2014 έφεση της εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας κατά της υπ’ αριθμ. 5750/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο εκδίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 23.12.2010 και υπ’ αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/27.12.2010 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 82 ΚΙΝΔ και 664 – 676 ΚΠολΔ). Η συζήτηση της έφεσης  επισπεύδεται από τον εφεσίβλητο (βλ. την ως άνω έκθεση προσδιορισμού δικογράφου του Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή αυτής της απόφασης δικάσιμο, η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ’ αριθμ. ……./20.3.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 20ης Νοεμβρίου 2014, επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 124 §§ 1, 2, 126 § 1 περ. α, 127 § 1, 128 §1 και 143 § 3 ΚΠολΔ), με παραγγελία της πληρεξουσίας δικηγόρου του εφεσιβλήτου …………, που τον εκπροσώπησε κατά την πρωτοβάθμια δίκη αλλά και στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στη δικηγόρο Αθηνών ….. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ………..), που υπογράφει ως πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας το δικόγραφο της εφέσεως. Κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 8ης.10.2015, εν συνεχεία για αυτήν της 12ης.5.2016 και, τέλος, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Για κάθε αναβολή της συζήτησης έγινε σχετική σημείωση στο πινάκιο, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επέχει θέση κλήτευσης ως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευση των διαδίκων για κάθε νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο, αφού είχαν κλητευθεί νόμιμα για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία χώρησε η πρώτη αναβολή. Πρέπει, επομένως, η εκκαλούσα, που δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παραπάνω δικάσιμο, να δικασθεί ερήμην και να απορριφθεί η έφεσή της, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα (άρθρο 674 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός του (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να οριστεί παράβολο, για την περίπτωση άσκησης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την ερημοδικαζόμενη εκκαλούσα (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  ερήμην της  εκκαλούσας.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης εκ μέρους της εκκαλούσας αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, στο χρηματικό ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Απορρίπτει την έφεση.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Απριλίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ