Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 178/2017

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   178/2017

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χρήστο Τζανερρίκο, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σαλίβερο και

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ –  ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει τυπικά στη ……., επί της οδού ……… και στην πραγματικότητα στην Ελλάδα, η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο καλών – εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.7.2009 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/13.7.2009 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2255/2015 οριστική απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή στο σύνολό της.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εκ των εναγομένων και ήδη καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσα με την από 23.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../23.10.2015 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 17η.3.2016 και ακολούθως, κατόπιν αναβολής, η 12η.1.2017.

Στη συνέχεια, με την από 6.12.2016 κλήση του, που κατατέθηκε με αριθμό σχετικής εκθέσεως …../6.12.2016, ο καλών – εφεσίβλητος ζήτησε τον εκ νέου προσδιορισμό της ως άνω εφέσεως και προσδιορίστηκε αυτή για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, η καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος – εφεσιβλήτου αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 226 § 2 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της εφέσεως και της προσβαλλομένης αποφάσεως και να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζητήσεώς της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της συζητήσεως της εφέσεως γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος. Επειδή κατ’ άρθρο 230 § 2 του ιδίου Κώδικα δικαίωμα να επισπεύσει τη συζήτηση έχει κάθε διάδικος, είναι δυνατός ο προσδιορισμός από καθέναν διαφορετικής δικασίμου. Στην περίπτωση αυτή, αν δηλαδή με περισσότερες κλήσεις του ιδίου ή άλλου διαδίκου προσδιοριστεί η συζήτηση της έφεσης σε διαφορετικές δικασίμους ή και στην ίδια με διαφορετικό αριθμό πινακίου (ΤριμΕφΛαρ. 348/2014, Δικογραφία 2015/67, ΤριμΕφΔωδ. 402/2009, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), η συζήτηση, που χωρεί με βάση μία από τις περισσότερες κλήσεις, καθιστά απαράδεκτη κάθε επόμενη συζήτηση, αφού έχει ήδη επιληφθεί το δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του (ΑΠ 134/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1279/1982, ΝοΒ 1983/1342, ΕφΑθ. 4336/2007, ΝοΒ 2008/1836, ΕφΑθ. 4869/1999, Δνη 2001/477, Μ. Μαργαρίτης σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Α, 2001, άρθρο 498, αριθμ. 5). Απαράδεκτο της συζήτησης της έφεσης δεν παράγεται είτε αυτή χωρήσει στη δικάσιμο που ορίστηκε μεν μεταγενεστέρως του πρώτου προσδιορισμού αλλά προηγείται χρονικώς αυτής που προσδιορίστηκε πρώτη (ΕφΑθ. 131/2008, Δνη 2009/853, ΕφΠειρ. 175/2006, ΠειρΝ 2006/238, ΕφΑθ. 8751/2006, Δνη 2008/928) είτε έπεται της δικασίμου που πρώτη προσδιορίστηκε, εφόσον, όμως, κατ’ αυτήν η συζήτηση της εφέσεως είτε ματαιώθηκε είτε αναβλήθηκε, αφού σε κάθε περίπτωση συζήτηση του ενδίκου μέσου μέχρι τη δικάσιμο αυτή δεν προηγήθηκε (πρβλ ΕφΑθ. 2218/1996, Αρμ. 1997/361). Η δικονομική αυτή εξέλιξη της υποθέσεως, ακόμα και επί ερημοδικίας του αντιδίκου του διαδίκου που την προσδιόρισε κατά τη συζήτηση, είτε προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας είτε δύναται να είναι γνωστή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από άλλη, προηγούμενη, δικαστική ενέργειά του, οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, ως πραγματικό γεγονός, αν η αλήθειά του ισχύει απέναντι σε όλους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 336 § 2 ΚΠολΔ, όπως συμβαίνει αν αυτή η αλήθεια προκύπτει από δημόσιο έγγραφο και ιδίως από προγενέστερη απόφαση του ιδίου δικαστηρίου (ΑΠ 380/2008, ΧρΙΔ 2008/880, ΑΠ 1732/2001, Δνη 2002/1623, ΑΠ 30/2000, Δνη 2000/684, ΤριμΕφΛαρ. 158/2015, Δικογραφία 2015/320) ή τα πρακτικά προηγούμενης δίκης ενώπιόν του ή από το πινάκιο της προηγούμενης δικασίμου, κατά την οποία η συζήτηση της εφέσεως ματαιώθηκε ή αναβλήθηκε, το οποίο κατά την έννοια του άρθρου 226 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ αποτελεί δημόσιο βιβλίο (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 75, αρ. 6, σελ. 382). Εξάλλου, κατ’ άρθρο 498 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87 23.7.2015), η προθεσμία για την κλήση του αντιδίκου του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση της εφέσεως είναι εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα και ενενήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εφόσον βέβαια προσβάλλεται απόφαση που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, διότι σε περίπτωση που η εκκαλουμένη εκδόθηκε κατά οποιαδήποτε ειδική διαδικασία και στις ειδικές περί αυτήν διατάξεις δεν περιλαμβάνεται διαφορετική ρύθμιση η προθεσμία για την κλήτευση του αντιδίκου του καλούντος που διαμένει στην ημεδαπή είναι τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση και αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής εξήντα ημέρες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 § 1 εδαφ. β στοιχ. α ΚΠολΔ (ΑΠ 44/2005, Δνη 2005/744, 807). Η ελλείπουσα επίδοση της κλήσης δεν αναπληρώνεται από τη με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΤριμΕφΠειρ. 28/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ, κατά το άρθρο 498 § 3 ΚΠολΔ, οι ίδιες προθεσμίες ισχύουν και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου. Εξάλλου, η επίδοση της κλήσης για την συζήτηση της έφεσης μπορεί καταρχήν να γίνει εγκύρως και στο δικηγόρο που υπογράφει το εφετήριο ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος, αφού, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 96, 97, 104 και 143 § 3 ΚΠολΔ, ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή ή το ένδικο μέσο θεωρείται, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι ο πληρεξούσιος και, επομένως, αυτοδικαίως αντίκλητος του ενάγοντα ή του ασκήσαντος το ένδικο μέσο για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με την αγωγή ή το ένδικο μέσο δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση για την πρώτη συζήτηση αυτών (ΑΠ 52/2013, ΑΠ 991/2012, ΕφΔωδ. 175/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 929/1994, Δνη 1996/339, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, σελ. 385). Ο υπογράφων το εφετήριο δικηγόρος θεωρείται πλασματικός αντίκλητος του εκκαλούντος (ΕφΘεσ. 5411/1982, Αρμ. 1983/782 = Δ 1982/706), ιδιότητα που διαφέρει εκείνης του αυτοδικαίως καθισταμένου αντικλήτου, δηλαδή του δικηγόρου που διορίζεται από το διάδικο α)είτε με δήλωση ενώπιον της γραμματείας του πρωτοδικείου της κατοικίας του δηλούντος ή της πρωτεύουσας, προκειμένου περί κατοίκου αλλοδαπής (άρθρο 142 § 1 ΚΠολΔ), β)είτε με ρήτρα σε σύμβαση, την οποία έχει, πριν την κάταρξη της δίκης, συνάψει ο εκκαλών με τον αντίδικό του (άρθρο 142 § 4 ΚΠολΔ) γ)είτε με συμβολαιογραφική πράξη ή δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά (άρθρο 96 § 1 ΚΠολΔ). Πάντως, η ως άνω προπαρασκευαστική προθεσμία για την επίδοση της κλήσης προς συζήτηση της εφέσεως είναι η ίδια είτε η επίδοση λαμβάνει χώρα προς τον διάδικο είτε προς τον αντίκλητό του, διότι ο τελευταίος είναι αντιπρόσωπος του παραλήπτη του επιδιδομένου εγγράφου και τα αποτελέσματα της επιδόσεως επέρχονται στο πρόσωπο αυτού και όχι του αντικλήτου του (ΑΠ 332/1986, ΝοΒ 1987/32). Επομένως, εφόσον ο αντίδικος του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης διαμένει στην αλλοδαπή και η σχετική κλήση γίνεται προς τον αντίκλητό του, πρέπει η επίδοσή της να συντελείται ενενήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Μάλιστα, επί προσώπου που έχει τη διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό η επίδοση στον αντίκλητο του, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της § 4 του άρθρου 144 ΚΠολΔ, είναι υποχρεωτική. Τούτο, όμως, κατά την ίδια διάταξη, που εισάγει διαφορετική ρύθμιση από αυτήν της προηγουμένης § 3, ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι ο αντίκλητος έχει νόμιμα διοριστεί με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν (ΑΠ 1354/2006, ΝοΒ 2007/390) και δεν αρκεί η επίδοση προς τον πλασματικό αντίκλητο. Επειδή δε ο τελευταίος, προς τον οποίο επιχειρήθηκε επίδοση, δε δύναται κατά νόμο να είναι ο παραλήπτης του επιδοθέντος εγγράφου, επειδή δεν διορίστηκε νόμιμα, η επίδοση αυτή δεν είναι απλώς άκυρη αλλά είναι ανυπόστατη και τούτο, σε περίπτωση ερημοδικίας του αντιδίκου του επιδόντος, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1008/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 160/1985, ΝοΒ 1986/55, ΕφΠειρ. 1641/1987, ΕΝαυτΔ 1990/126). Για δε το κύρος της, ο επικαλούμενος επίδοση δικογράφου προς τρίτον, ως αντίκλητο του αντιδίκου του, πρέπει να προτείνει και να αποδεικνύει τα στοιχεία της κατά τις άνω διατάξεις ιδιότητας του αντικλήτου προς τον οποίον έγινε η επίδοση ως νόμιμα διορισμένου (ΑΠ 1212/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 524 §§ 1, 3 και 271 § 2 ΚΠολΔ, η τελευταία από τις οποίες εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ’ έφεση δίκη, συνάγεται ότι, αν κατά τη συζήτηση της εφέσεως που επισπεύδεται από τον εφεσίβλητο, ο εκκαλών δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά σ’ αυτήν, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη της κλήτευσής του και αν μεν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, αν δε αντιθέτως επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, η έφεση απορρίπτεται. Σε περίπτωση δε κατά την οποία ο εκκαλών, που απουσιάζει κατά τη συζήτηση της εφέσεως, κατοικεί ή εδρεύει, ανάλογα αν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο εξωτερικό, ερευνάται αν η κλήτευσή του είναι αφενός μεν νομότυπη, με επίδοση της κλήσης στο νόμιμο εκπρόσωπό του ή στο νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του και αφετέρου εμπρόθεσμη, συντελεσθείσα πριν την έναρξη της νόμιμης ως άνω προπαρασκευαστικής προθεσμίας πριν τη συζήτηση. Στην ειδικότερη περίπτωση εκκαλούντος νομικού προσώπου, το οποίο εδρεύει κατά το καταστατικό του μεν (τυπικά) στην αλλοδαπή αλλά στην πραγματικότητα (φέρεται, κατά την κλήση του εφεσιβλήτου, που επισπεύδει τη συζήτηση, να εδρεύει) στην Ελλάδα, όπου ασκείται κατ’ ουσίαν η διοίκησή του και κατοικεί ο νόμιμος εκπρόσωπός τους, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία ανακύπτει διάσταση μεταξύ της καταστατικής και της πραγματικής έδρας του διαδίκου νομικού προσώπου, για την εφαρμογή των άρθρων 143 § 4 και 498 § 2 ΚΠολΔ θα ισχύσει η διάταξη του άρθρου 64 ΑΚ, που ορίζει ότι «Το νομικό πρόσωπο, αν στη συστατική πράξη ή στο καταστατικό δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει ως έδρα τον τόπο όπου λειτουργεί η διοίκησή του» και κατά την οποία η πραγματική έδρα λαμβάνεται υπόψη μόνον επικουρικά και όχι εκείνη του άρθρου 10 αυτού, που ορίζει ότι «Η  ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του», υπό την έννοια του τόπου όπου ασκείται πράγματι η διοίκησή του, αφού στο δικονομικό στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της συζητήσεως της εφέσεως δεν εφαρμόζονται οι κανόνες συγκρούσεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του δικάζοντος δικαστηρίου αλλά οι σχετικοί με τη συζήτηση του ενδίκου αυτού μέσου δικονομικοί κανόνες της έννομης τάξης του, δεδομένου ότι κατά την ενάσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δεν έχει ακόμη εισέλθει στο στάδιο έρευνας της διεθνούς δικαιοδοσίας του, από του οποίου (και εφεξής) ανακύπτει ζήτημα ως εκ της αλλοδαπότητας της διαφοράς. Κατά δε την κρατούσα και, κατά το Δικαστήριο αυτό, ορθότερη γνώμη, επί διαστάσεως μεταξύ καταστατικής και πραγματικής έδρας νομικού προσώπου επικρατεί η καταστατική του έδρα (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, § 14, αρ. 8 – 9, σελ. 198 – 199, Π. Φίλιος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2011, § 24, σελ. 60, Α. Γαζής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου, 1970, § 45, ΙΙΙ, αρ. 2, σελ. 62, Ι. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές, τεύχος Α, 1985, § 89β, σελ. 232, Κ. Παντελίδου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2016, § 3, αρ. 21, σελ. 105, κατά τους οποίους μάλιστα το αντίθετο ισχύει στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, contra: Αθ. Κρητικός, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος Ι, άρθρο 64, αρ. 1, σελ. 127, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΝομΑΚ, τόμος Α, 2001, άρθρο 64, αρ. 2, Κλ. Ρούσσος, Δίκαιο Νομικών Προσώπων, 2010, § 6, σελ. 181 – 182, Β. Τσούμας, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, 2009, σελ. 44). Από τα ανωτέρω έπεται ότι όταν πρόκειται για εκκαλούν νομικό πρόσωπο και η κατά τη διάταξη του άρθρου 64 ΑΚ έδρα αυτού, δηλαδή η καταστατική, βρίσκεται στο εξωτερικό, η προς αυτό κλήση για τη συζήτηση της έφεσης, την οποία επισπεύδει ο εφεσίβλητος, λαμβάνει χώρα ενενήντα ημέρες πριν από αυτήν, έστω και αν ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου διαμένει στην Ελλάδα (ΑΠ 1567/1990, ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης = ΔΕΝ 48/1127), η δε επίδοση της κλήσης προς συζήτηση είναι ανυπόστατη αν έγινε προς τον δικηγόρο που υπέγραψε το εφετήριο ως πληρεξούσιος του εκκαλούντος, αφού αυτός δεν έχει καταστεί νομίμως και αντίκλητός του.

Εν προκειμένω, φέρεται προς συζήτηση, κατόπιν της από 6.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../6.12.2016 κλήσης του καλούντος – εφεσιβλήτου ……. (………), κατοίκου …. Ιρλανδίας, στην περιοχή ………, η από 23.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./23.10.2015 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………/23.10.2015 έφεση της εναγομένης, εδρεύουσας στη ……., επί της οδού ………… και νομίμως εκπροσωπούμενης, εταιρίας με την επωνυμία «……..» κατά της υπ’ αριθμ. 2255/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο εκδίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία την από 13.7.2009 και υπ’ αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./13.7.2009 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας. Η έφεση προσδιορίστηκε για να συζητηθεί με την επιμέλεια της τελευταίας (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./2015 ως άνω έκθεση) κατά τη δικάσιμο της 17ης.3.2016, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για εκείνη της 12ης.1.2017. Μετά ταύτα και πριν την ορισθείσα για τη μετ’ αναβολή εκδίκασή της δικάσιμο, ο εφεσίβλητος με το ως άνω αυτοτελές δικόγραφο κλήσεως, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, ζήτησε για τους αναφερόμενους σ’ αυτό λόγους και πέτυχε τον προσδιορισμό της ένδικης εφέσεως για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε αυτή. Η συζήτησή της παραδεκτώς εχώρησε, καθόσον, όπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο από προγενέστερη ενέργειά του, προκύπτει, άλλωστε, από το πινάκιο της δικασίμου της 12ης.1.2017, οι εγγραφές στο οποίο, ως δημόσιο βιβλίο, λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς να διαταχθεί απόδειξη, αφού αφορούν σε γεγονότα η αλήθεια των οποίων ισχύει απέναντι σε όλους, κατά τη δικάσιμο εκείνη  η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε.  Όμως, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή αυτής της απόφασης δικάσιμο, η εκκαλούσα, για την οποία ο καλών – εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι τύποις μόνον εδρεύει στην αλλοδαπή, αφού η διοίκησή της ασκείται στην πραγματικότητα στην Ελλάδα, όπου και κατοικούν ο νόμιμος εκπρόσωπός της αλλά και οι πραγματικοί κύριοι και διευθυντές των υποθέσεών της, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως δε προκύπτει από την από τον καλούντα – εφεσίβλητο επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …../21.12.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., ακριβές αντίγραφο της ένδικης από 6.12.2016 κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 2ας.2.2017, επιδόθηκε, με παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου …….., που υπογράφει το δικόγραφό της,  στον δικηγόρο Αθηνών …….. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……..), που υπέγραψε ως πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας το δικόγραφο της ένδικης εφέσεως. Ο καλών, όμως, δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ότι ο προς ον η επίδοση δικηγόρος της εκκαλούσας κατέστη νομίμως και αντίκλητός της, διορισμένος δηλαδή νόμιμα για την παρούσα δίκη, παραμένει δε χωρίς νομική σημασία το γεγονός της υπογραφής του εφετηρίου εκ μέρους του, αφού αυτό μπορεί να του προσδώσει μόνον την ιδιότητα του πλασματικού αντικλήτου της εκκαλούσας, η οποία όμως κατά τα προαναφερθέντα δεν αρκεί για το νομότυπο της προς αυτήν επιδόσεως. Επομένως, η κλήση της εκκαλούσας προς συζήτηση της ένδικης έφεσής της είναι ανυπόστατη, αφού η επίδοσή της έγινε σε πρόσωπο που δεν είχε την ιδιότητα του αντικλήτου της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 § 4 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, επειδή η εκκαλούσα, με βάση την καταστατική της έδρα, η οποία, ακόμη και αν υποτεθούν αληθείς οι ισχυρισμοί του καλούντος ότι η πραγματική της έδρα εντοπίζεται στην Ελλάδα, υπερισχύει αυτής, είναι αλλοδαπό νομικό πρόσωπο. Επιπλέον, η κλήτευση της εκκαλούσας σε κάθε περίπτωση είναι και εκπρόθεσμη, αφού, ακόμη και αν θεωρηθεί έγκυρη η επίδοση στον πλασματικό αντίκλητό της, πάντως, δεν έγινε ενενήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 498 § 2 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο καταθέσεως της ένδικης έφεσης (23.10.2015). Είναι, βέβαια, αληθές ότι με το τρίτο άρθρο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 τροποποιήθηκε το πρώτο εδάφιο της § 2 του άρθρου 498 ΚΠολΔ και ορίστηκε ότι «Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα (30) ημέρες και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτηση». Όμως, σύμφωνα με την § 2 του ένατου άρθρου του Ν. 4335/2015, η οποία συμπορεύεται προς εκείνη του άρθρου 25 § 2 του ΕισΝΚΠολΔ, η νέα, συντομότερη, προθεσμία κλήτευσης καταλαμβάνει τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1η.1.2016, ενώ για όσες ασκήθηκαν πριν την ισχύ του Ν. 4335/2015 εξακολουθούν να ισχύουν οι προγενέστερες διατάξεις, ανεξαρτήτως του πότε ορίστηκε η συζήτησή τους και ασχέτως αν η διαδρομή της προθεσμίας έχει αφετήριο ή καταληκτικό σημείο πριν την 1η.1.2016 (Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 55δ, σελ. 13).

Κατ’ ακολουθίαν, αφού δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως η εκκαλούσα, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση. Το αποτέλεσμα αυτό δεν παραλλάσσει ακόμα και αν η εκκαλούσα θεωρηθεί, ενόψει της επικαλούμενης πραγματικής έδρας της, ημεδαπό νομικό πρόσωπο, αφού τότε ναι μεν υφίσταται νομότυπη επίδοση της ένδικης κλήσης στον πλασματικό αντίκλητό της, δεν παύει όμως να είναι εκπρόθεσμη η κλήτευσή της, αφού μεταξύ της επιδόσεως της κλήσης (21.12.2016) και της συζητήσεως της εφέσεως (2.2.2017) δεν παρεμβλήθηκε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα ημερών, όπως θα έπρεπε κατά τα ανωτέρω.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας ερήμην της καθ’ ης η κλήση – εκκαλούσας

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  16  Μαρτίου 2017 και δημοσιεύθηκε στις 6 Απριλίου 2017 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του  καλούντος – εφεσιβλήτου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ