Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 337/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός   337/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αναστάσιο Αναστασίου, Προεδρεύοντα Εφέτη (αρχαιότερο Δικαστή του 3ου Τμήματος, κωλυομένης της Προέδρου του 4ου Τμήματος) – Εισηγητή, Ευαγγελία Πανταζή και Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτες και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο …………….», που εδρεύει στον …, επί της ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Λαγούρος με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….. και 2) …………., οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητοι – εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.12.2006 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./14.12.2006), επί της οποίας  εκδόθηκε η με αριθ. 1344/2008 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν αμφότερες οι αντίδικες πλευρές ασκώντας η μεν καλούσα την από 4.8.2008 έφεσή της (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …/12.8.2008), οι δε καθ’ ων η κλήση την από 8.7.2008 δική τους όμοια (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../8.7.2008). Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 241/2010 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία και για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους αναβλήθηκε η έκδοση της οριστικής απόφασης. Ήδη με την από 16.3.2022 κλήση της καλούσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./30.3.2022) επαναφέρονται προς συζήτηση, μετά από προηγούμενες διαδοχικές αναβολές και ματαιώσεις της, αμφότερες οι εφέσεις, για την εκδίκαση των οποίων ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, οι καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντες – εφεσίβλητοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις της και με σχετική δήλωσή του δήλωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθεί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 16.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./30.3.2022 κλήση της καλούσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α] η από 8.7.2008 έφεση των καθ’ ων η κλήση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …/8.7.2008) και β] η από 4.8.2008 έφεση της καλούσας (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../12.8.2008), μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 241/2010 μη οριστικής αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, αφού συνεκδίκασε τις ένδικες, αντίθετες, εφέσεις, που έπλητταν την εκδοθείσα κατ’ αντιμωλία και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθμ. 1344/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τις έκρινε τυπικά παραδεκτές, ακολούθως ανέβαλε την οριστική του απόφαση, εωσότου περατωθεί αμετακλήτως η δίκη που εκκρεμούσε στο Δικαστήριο της Πλήρους Πολιτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, συνεπεία αιτήσεως αναιρέσεως που είχε ασκήσει η καλούσα κατ’ άλλης (της υπ’ αριθμ. 622/2009) αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, επί της οποίας εκδόθηκε τελικά η υπ’ αριθμ. 5/2011 απόφαση της Ολομέλειας του Ακυρωτικού, με την οποία επιλύθηκαν νομικά ζητήματα σχετιζόμενα με τις ένδικες αξιώσεις. Συνεπώς, οι υπό κρίση εφέσεις πρέπει και πάλι να ενωθούν και να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31, 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 272  §§ 1 – 2 και 524 § 1 – 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 30 και 44 § 1 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011) αντίστοιχα (και ίσχυαν κατά τον χρόνο άσκησης αμφοτέρων των ένδικων εφέσεων, κατ’ άρθρο 72 § 4 εδαφ. β΄ σε συνδυασμό με την § 2 των ιδίων άρθρου και νόμου, καθώς εδώ πρόκειται για εφέσεις που είχαν ασκηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 3994/2011 και η συζήτησή τους ήταν εκκρεμής κατά τη δημοσίευσή του), συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και, συνεπώς, το δικαστήριο ερευνά, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος, και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτήν (ΑΠ 314/2011, ΝοΒ 2011/2161). Αντίστοιχα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 § 1 – 4 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 § 1 – 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι όταν η συζήτηση επισπεύδεται από τον εκκαλούντα και απουσιάζει ο εφεσίβλητος, που έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα κλητευθεί, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών (ΤριμΕφΠατρ 217/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Έτσι, επί ερημοδικίας του εκκαλούντος, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολιπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 § 1, 3, 272 §§ 1 και 2, 271 ΚΠολΔ), στην καταφατική δε περίπτωση, της νομότυπης δηλαδή και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του εκκαλούντος ή της επίσπευσης της συζήτησης από αυτόν (ΤριμΕφΠατρ. 192/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης (ΤριμΕφΘεσ. 276/2017, ΕφΑΔ 2017/966). Μάλιστα, η απόρριψη της έφεσης δεν είναι τότε τυπική αλλά γίνεται κατ’ ουσίαν (ΑΠ 268/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), διότι κατά πλάσμα του νόμου ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το ασκηθέν ένδικο μέσο της εφέσεως (ΑΠ 11/2016, Ε7 2016/855, ΑΠ 314/2011, ΝοΒ 2011/2161). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524  § 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 § 1 του Ν. 3994/2011  – δεδομένου ότι δεν τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, το οποίο άλλωστε σύμφωνα με το άρθρο 9 § 2 αυτού εφαρμόζεται σε ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1.1.2016 – σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου, οπότε η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το διάδικο που δεν εμφανίσθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν, αντίγραφα των οποίων είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, λόγω της αδυναμίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να κρίνει την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης με βάση τους νομίμως προβληθέντες στον πρώτο βαθμό ισχυρισμούς όλων των διαδίκων (ΑΠ 122/2003, Δνη 2003/1326, ΜονΕφΑθ. 82/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ εξαίρεση η συζήτηση προχωρεί κανονικά στην περίπτωση που η προσκομιδή των πιο πάνω εγγράφων είναι αδύνατη εξαιτίας της μεσολαβούσας καταστροφής τους, εφόσον αυτή επήλθε νόμιμα και τούτο κατ’ εφαρμογή της γενικής δικαιϊκής αρχής «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα» (ΤριμΕφΠειρ. 46/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 126/2017, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα κλήση, τη συζήτηση των ενδίκων εφέσεων επισπεύδει η καλούσα ανώνυμη εταιρία με την ιδιότητα της εκκαλούσας στην από 4.8.2008 έφεση και της εφεσίβλητης στην από 8.7.2008 όμοια. Από δε την επικαλούμενη και από αυτήν προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …/31.3.2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ίδιας κλήσης, με την οποία επαναφέρονται προς συζήτηση αμφότερες οι ένδικες εφέσεις, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα, σύμφωνα με το άρθρο 143 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα στην πληρεξούσια δικηγόρο των καθ’ ων η κλήση – εκκαλούντων στην από 8.7.2008 και εφεσίβλητων στην από 4.8.2008 έφεση – ……. .., η οποία τους εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στις 5.11.2009, μετά την οποία εκδόθηκε η παραπάνω υπ’ αριθμ. 241/2010 μη οριστική απόφασή του, όπως βεβαιώνεται στο προεισαγωγικό της τμήμα. Επομένως, εφόσον οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση των εφέσεων, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Η ερημοδικία τους επιφέρει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, την απόρριψη της δικής τους (από 8.7.2008) έφεσης ως ανυποστήρικτης και προκαλεί την επιβολή σε βάρος τους των δικαστικών εξόδων της καλούσας αντιδίκου τους, που έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και τον ορισμό παραβόλου για την περίπτωση ασκήσεως εκ μέρους τους ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα επίσης οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Αντιθέτως, η συζήτηση της από 4.8.2008 έφεσης θα προχωρήσει σα να ήταν παρόντες και οι, έχοντες ως προς αυτήν την ιδιότητα των εφεσίβλητων, απολιπόμενοι διάδικοι (άρθρο 524 § 4 ΚΠολΔ), χωρίς η πρόοδος της δίκης να εμποδίζεται από το γεγονός της μη προσκομιδής εκ μέρους της εκκαλούσας των πρωτόδικων προτάσεων των αντιδίκων της, αφού τούτο οφείλεται στην καταστροφή τους, που επήλθε νόμιμα δια πολτοποιήσεως, με πράξη της Επιτροπής του Β.Δ. 120/1966 «Περί τρόπου καταστροφής αχρήστων αρχείων των Δικαστικών Υπηρεσιών» (ΦΕΚ Α 30/14.2.1966), όλων των δικογράφων και των σχετικών εγγράφων των πολιτικών δικογραφιών των ετών 2008 έως και 2012, όπως προκύπτει από την από 26.1.2013 βεβαίωση της προϊσταμένης του Τμήματος Πολιτικού Αρχείου του Πρωτοδικείου Πειραιώς και την από 25.1.2023 βεβαίωση της Γραμματέα του Πολιτικού Τμήματος αυτού του Δικαστηρίου. Η ίδια έφεση έχει ασκηθεί παραδεκτώς, όπως άλλωστε κρίθηκε ήδη με τη προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 241/2010 μη οριστική απόφαση. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την αγωγή τους υποστήριξαν ότι απασχολήθηκαν με την ειδικότητα του λιμενεργάτη από την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου που συνήψαν μαζί της στις 25.9.1989 ο πρώτος και στις 14.1.1974 ο δεύτερος, παρέχοντας την εργασία τους κατά τους αναφερόμενους νόμιμους όρους και σύμφωνα με τις διατάξεις  του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και επικαλούμενοι εσφαλμένο εκ μέρους της υπολογισμό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας τους κατά τα έτη 2001 – 2005 ζήτησαν με βάση κυρίως μεν τις εργασιακές τους συμβάσεις και επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ να υποχρεωθεί η αντίδικός τους να τους καταβάλει για τις παραπάνω αιτίες, δηλαδή για μισθολογικές διαφορές των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας, οι οποίες δυνάμει των διατάξεων του ανωτέρω Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας, υπολογίζονται επί του πραγματικού βασικού ημερομισθίου που προκύπτει από την απόδοσή τους και από την επικρατέστερη απασχόληση τους κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν από τη λήψη της αδείας, στο μεν πρώτο το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι οκτώ χιλιάδων εξήντα έξι ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (28.066,46 €) και στον δεύτερο το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων έξι ευρώ και εβδομήντα λεπτών (27.806,70 €), όπως ειδικότερα τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στο αγωγικό δικόγραφο αλλά και θα εξειδικευθούν πιο κάτω στην παρούσα, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που καθένα τους κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση όμοιας προγενέστερης αγωγής τους και επικουρικότερα από την επίδοση της ένδικης και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και επιδίκασε στο μεν πρώτο ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δεκαοκτώ χιλιάδων πενήντα πέντε ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (18.055,34 €), στο δε δεύτερο εκείνο των είκοσι χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τριών ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (20.363,86 €), νομιμοτόκως από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα – εναγομένη και με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, ζητεί με την κρινόμενη έφεσή της την εξαφάνισή της, προκειμένου η εναντίον της αγωγή να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν.

IV. Κατά το άρθρο πρώτο § 1 του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «…………….», που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον ΑΝ 1559/1950, που κυρώθηκε με το Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «……………..», η οποία είναι ιδιωτικό νομικό πρόσωπο κοινής ωφέλειας, που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και την περί ανωνύμων εταιριών εκάστοτε ισχύουσα ειδική εμπορική νομοθεσία και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του ΑΝ 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν (ΑΠ 225/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 512/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπόμενη ήδη από τη διάταξη του άρθρου 680 § 3 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας [ΣΣΕ], κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (ΟλΑΠ 26/2007, Δνη 2007/1010, ΑΠ 378/2012, ΔΕΕ 2013/399). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση ΣΣΕ ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης και της ατομικής σύμβασης εργασίας και, γενικότερα, κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς τη συσχέτιση περισσοτέρων ΣΣΕ αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 § 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας, δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 § 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει τη σχέση νόμου και ΣΣΕ) αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται όταν ρυθμίζουν το ίδιο κατά βάση θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους κανονισμούς εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του ΝΔ 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, οι οποίες, λαμβανόμενες στο σύνολό τους, είναι ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους. Η κατίσχυσή τους οφείλεται στο ότι είναι διατάξεις βαθμίδας ανώτερης από τις διατάξεις των κανονισμών του ΝΔ 3789/1957, που έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των κανονισμών εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (ΟλΑΠ 5/2011, ΝοΒ 2011/1867 = Δνη 2011/684 = ΠειρΝ 2011/310 = ΧρΙΔ 2012/103, ΑΠ 247/2020, ΑΠ 316/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα άδειας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, το ρυθμιστικό πλαίσιο συγκροτεί ο ΑΝ 539/1945, όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί, ο οποίος περιλαμβάνει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ των εργαζομένων εγγυήσεις και αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο, λόγω του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται απόκλιση παρά μόνο για την ισχύ ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών (ΑΠ 557/2020, ΑΠ 691/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3 §§ 1 και 2 αυτού, κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσης, ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούταν εάν απασχολούταν στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση αποδοχές, για δε τους αμειβόμενους κατ’ αποκοπή ή με άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών μισθωτούς, οι αποδοχές άδειας εξευρίσκονται με τον πολλαπλασιασμό του μέσου όρου των ημερησίων αποδοχών του διαστήματος από τη λήξη της άδειας του προηγουμένου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στην άδειά τους, ενώ, κατά την § 3 του ίδιου άρθρου, στην έννοια των τακτικών αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ). Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζομένου, που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε με τη διάταξη του άρθρου 3 § 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το «επίδομα άδειας», το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών άδειας, με τον περιορισμό ότι αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου για όσους αμείβονται με μηνιαίο μισθό και τα δεκατρία [13] ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή με ποσοστά ή κατ’ άλλον τρόπο, και καταβάλλεται μαζί με τις αποδοχές άδειας. Από δε το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955, υπ’ αριθμ. 95/1949, Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου» και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ, 1 § 1 του Ν. 435/1976, 1 § 2 του Ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων για τη χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, συνάγεται ότι ως «συνήθεις αποδοχές», ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις «τακτικές αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα άδειας, καθώς και τα εορταστικά επιδόματα και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 1194/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν αποτελούν, όμως, βάση υπολογισμού αποδοχές που οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση), αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές. Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγουμένου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης άδειας μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (ΑΠ 164/2019, ΑΠ 864/2019, ΑΠ 1266/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με την 45058/7/1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β 579/22.7.1971), εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σε αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή κυβικά μέτρα), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται με τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς (και ήδη την ΟΛΠ ΑΕ), πάντοτε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του εν λόγω λιμένα (άρθρο 1 § 1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ΝΔ 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια και με αυτόν ορίζονται ειδικότερα, σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας του ως άνω προσωπικού, σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών (ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ), τα ακόλουθα: 1] Σύμφωνα με το άρθρο 35 § 1β’, οι αποδοχές άδειας του εργατικού προσωπικού ισούνται προς το γινόμενο των ημερών άδειας, που δικαιούται κάθε μισθωτός, επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την § 1 εδαφ. δ’ του ίδιου άρθρου, ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών άδειας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της άδειας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων, το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για την απασχόληση αυτή. Κατά τις §§ 3 και 4 του ίδιου άρθρου του Κανονισμού, με τις αποδοχές της κανονικής άδειας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερο επίδομα άδειας, ειδικά δε για τους εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος άλλοτε μεν με ημερομίσθιο άλλοτε δε επί αποδόσει και εφόσον δεν καθίσταται δυνατή η εξεύρεση του μέσου όρου ημερομισθίου χωριστά για καθένα εξ αυτών, οι καταβαλλόμενες σε αυτούς αποδοχές άδειας προσαυξάνονται κατά ποσοστό 20% (το οποίο ακολούθως αυξήθηκε σε 25%). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά την ως άνω διάταξη της § 1 εδαφ. δ’ του άρθρου 35, η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών άδειας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω απόδοσης (για τους εργαζομένους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολουμένους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές άδειας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό ήδη 25%. 2] Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ) εργατών της ………….., το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος άδειας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 § 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 § 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 § 1), είναι δε αυτές: α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ, β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις των λοιπών εν γένει εμπορευμάτων επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαίθριων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 § 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 § 1. Εξάλλου, με το άρθρο 26 του εν λόγω Κανονισμού προβλέπονται οι καθοριζόμενες σε αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω» εργασία, ενώ με τα άρθρα 28 και 29 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει» εργασία. Τέλος, κατά το άρθρο 30 § 1 του ίδιου Κανονισμού, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος, λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 § 1 εδαφ. γ’, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό» ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 § 1, σε περιπτώσεις ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας, καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Με τα άρθρα τέταρτο § 3 και πέμπτο εδαφ. τελευταίο του Ν. 2688/1999, ο ως άνω Κανονισμός εργασίας διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την προαναφερθείσα μετατροπή του ΟΛΠ σε ανώνυμη εταιρία, ενώ με την 5115.01/02/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών – Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β’ 390/26.2.2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς, στο πλαίσιο και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων τέταρτου, δωδέκατου και δέκατου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999, Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σε αυτήν. Σύμφωνα με αυτόν, το προσωπικό της εν λόγω εταιρίας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 §§ 1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος άδειας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον ΑΝ 539/1945), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην ΟΛΠ ΑΕ και τις διατάξεις του άρθρου 55 του Κανονισμού (ΟλΑΠ 5/2011, ο.π., ΑΠ 1488/2019, ΑΠ 227/2018, ΑΠ 916/2018, ΑΠ 415/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

V. Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες εξέθεσαν, κατ’ εξειδίκευση των προαναφερθέντων ισχυρισμών τους, ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους ως λιμενεργατών, απασχολούμενων στην εναγόμενη, ρυθμίζονταν από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (και από την 1η.3.2004 από τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), καθώς και από τις ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΕΣΣΕ), που ρύθμιζαν τους ειδικότερους όρους εργασίας τους. Ότι, ως λιμενεργάτες, εκτελούσαν στο λιμάνι του Πειραιά κάθε λιμενεργατική δραστηριότητα σχετιζόμενη με τη φορτοεκφόρτωση και διακίνηση φορτίων (όπως επίσης και άλλες εργασίες εντός του λιμανιού), στις εργασίες δε αυτές, που παρουσιάζουν ιδιομορφίες, απασχολούνταν εκ περιτροπής όλοι οι λιμενεργάτες, δηλαδή ορισμένες ημέρες στα χύδην φορτία, άλλες στις γερανογέφυρες, άλλες στην απόδοση και άλλες χωρίς απόδοση, η κύρια δε απασχόλησή τους ήταν στις γερανογέφυρες κατά ποσοστό 75-80%. Ότι για να προσδιορισθεί το βασικό ημερομίσθιο, που προέκυπτε από την απόδοσή τους, έπρεπε να αθροίζονται όλοι οι τόνοι που εκφορτώνονταν από τον καθένα, το άθροισμα να πολλαπλασιάζεται επί το προβλεπόμενο από τις εκάστοτε ισχύουσες ΕΣΣΕ ημερομίσθιο, που προσδιοριζόταν από το κατώτερο φορτίο που όφειλε να εκφορτώσει κάθε λιμενεργάτης επί το ποσό της αμοιβής του ανά τόνο και το γινόμενο να διαιρείται δια του αριθμού των ημερών της εργασίας τους. Ότι, υπό τα δεδομένα αυτά, ο τρόπος της αμοιβής τους ήταν ποικίλος, αφού αμείβονταν είτε με απόδοση (όταν εργάζονταν στις φορτοεκφορτώσεις χύδην φορτίων και λοιπών εν γένει εμπορευμάτων) είτε με συγκεκριμένο ποσό (τρία [3] βασικά ημερομίσθια λιμενεργάτη και επί πλέον διορθωτικό ποσό από 1.12.2005, όταν εργάζονταν στις γερανογέφυρες) είτε με το ασφαλιστικό ημερομίσθιο, όταν βρίσκονταν σε εργασιακή ετοιμότητα. Ότι, μετά τον προσδιορισμό του βασικού ημερομισθίου, που ήταν κυμαινόμενο, έπρεπε να υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην όμως η εναγομένη, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των ΕΣΣΕ, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των ΕΣΣΕ και της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως, με την παράθεση αυτούσιου του άρθρου 35 § 1β’, δ’ του Κανονισμού και του καθοριζόμενου με αυτό τρόπου υπολογισμού των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας, που δικαιούταν κάθε μόνιμος εργάτης (ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιου λογιζόμενου εκείνου της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας), εξέθεταν ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας έθετε ως βάση όχι το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις ΕΣΣΕ βασικό ημερομίσθιο, αλλά το ημερομίσθιο της επικρατέστερης απασχόλησης και ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 539/1945 και του Ν. 4504/1966, οι αποδοχές και το επίδομα άδειας έπρεπε να υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Ακολούθως, παραθέτοντας αριθμητικά τις καταβληθείσες στον καθένα μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επιμέρους χρονικά διαστήματα, διαιρούσαν αυτές (άθροισμα αποδοχών προηγουμένου τριμήνου) δια του αντιστοιχούντος σε μήνες αριθμού που προέκυπτε από τις ημέρες απασχόλησης του μισθωτού κατά το τελευταίο τρίμηνο και το προκύπτον πηλίκο (διαιρούσαν) δια του αριθμού 25 για να εξεύρουν έτσι το μέσο όρο ημερησίων αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, ενώ όσον αφορά το επίδομα άδειας του τελευταίου δωδεκαμήνου, διαιρούσαν αυτές (άθροισμα αποδοχών δωδεκαμήνου) δια του αντιστοιχούντος σε μήνες αριθμού που προέκυπτε από τις ημέρες απασχόλησης του μισθωτού κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο (ο οποίος ανέρχεται σε 10,9 για τα έτη 2001 έως 2004 και 9,4 για το έτος 2005) και το προκύπτον πηλίκο (διαιρούσαν) δια του αριθμού 25 για να εξεύρουν έτσι το μέσο όρο ημερησίων αποδοχών του τελευταίου δωδεκαμήνου. Το δε παρ’ εκάστου αιτούμενο ποσό οι ενάγοντες ζήτησαν με βάση το πηλίκο αυτό, πολλαπλασιαζόμενο, αντιστοίχως, επί τον αριθμό των ημερών άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούταν καθένας τους κατά τις οικείες ΕΣΣΕ, για την εύρεση των αποδοχών άδειας, και επί 13, για την εύρεση του επιδόματος άδειας, από δε το γινόμενο αφαίρεσαν τα ποσά που ήδη είχαν λάβει για τις αιτίες αυτές.

VI. Όμως, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, κρίνεται απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη. Ειδικότερα, αναφορικά με το αιτούμενο από τους ενάγοντες κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, τις οποίες υπολογίζουν με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους, δηλαδή τις αποδοχές που προκύπτουν από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης, του τελευταίου όμως τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, επειδή με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν μη νομίμως εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του ΑΝ 539/1945, σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές αδείας προσδιορίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του και της διάταξης του άρθρου 35 § 1 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο. Σύμφωνα, ωστόσο, με τα προεκτεθέντα, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μια ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μια πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή. Περαιτέρω νομικά αβάσιμη κρίνεται η αγωγή αναφορικά και με το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, το οποίο ναι μεν ζητούν να υπολογιστεί με βάση τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (άρθρο 3 § 16 του Ν. 4504/1966, 3 του ΑΝ 539/1945 και 1 § 3 του Ν. 4547/1966), σύμφωνα με την οποία το επίδομα αδείας προσδιορίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του, όμως, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά που οι ενάγοντες προσδιορίζουν ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του επίδικου επιδόματος, δεν εμπίπτουν στην έννοια των τακτικών-συνήθων αποδοχών, καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες, αποδοχές, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο, όπως και οι ίδιοι υποστηρίζουν, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζουν αν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν τις ένδικες αποδοχές και επίδομα αδείας, είναι «τακτικές – συνήθεις», υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή σταθερά καταβαλλόμενες κάθε μήνα. Περαιτέρω η αγωγή είναι απορριπτέα και για το λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμειβόμενων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, έπρεπε πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δυο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση, δηλαδή έπρεπε να παρατεθούν στην αγωγή, αφενός, τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού (ήτοι οι αξιώσεις με βάση το «βασικό ημερομίσθιο» κατά το τελευταίο προ της χορήγησης της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ) και, αφετέρου, τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους), ώστε δια της αντιπαραβολής τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα (ΤριμΕφΠειρ. 262/2023, 498/2022, 174/2018, 738/2017, 356/2016, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, 46/2021, ο.π.), όπως, όμως, δεν συμβαίνει. Τέλος, η επικουρική θεμελίωση της αγωγής στις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ερεύνησε, πρέπει να απορριφθεί, ανεξαρτήτως της νομικής της αβασιμότητας, που συνάγεται από το γεγονός ότι επιστηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία ερείδεται και η κύρια, συμβατική, αγωγική βάση (ΑΠ 61/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 449/2014, Ε7 2015/141), προεχόντως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τους ενάγοντες επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εργασίας τους, δεδομένου ότι αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την αίρεση δηλαδή της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (ΟλΑΠ 23/2003, ΝοΒ 2004/1179 = ΧρΙΔ 2004/177 = ΕΔΚΑ 2003/620 = ΕΕΔ 2004/423, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VII. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε διαφορετική κρίση και δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος της ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και, για το λόγο αυτό, πρέπει, κατά παραδοχή της από 4.8.2008 έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφασή του και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί η αγωγή, να απορριφθεί αυτήν στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ τους (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που ανέκυψε κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις από 8.7.2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ../8.7.2008 και από 4.8.2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../12.8.2008 εφέσεις, ερήμην των εκκαλούντων στην πρώτη έφεση και εφεσίβλητων στη δεύτερη έφεση.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €) για καθέναν εκ των απολιπομένων εκκαλούντων -εφεσίβλητων.

Απορρίπτει την από 8.7.2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./8.7.2008 έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε εξακόσια ευρώ (600 €).

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 4.8.2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../12.4.2008 έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1344/2008 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την από 11.12.2006 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως  ……./14.12.2006 αγωγή.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 11 Μαΐου 2023 και δημοσιεύθηκε στις σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του  στις 15 Ιουνίου 2023 με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας – εκκαλούσας – εφεσίβλητης.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ