Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 369/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     369/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τoν Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………. και 2) …………. κατοίκων …………., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Σπυρίδωνα Τσαντίνη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στη ……… Αττικής (………) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιωνεί καθολικής διαδόχου, μετά από συγχώνευση με απορρόφηση, της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» (δ.τ. «………….»), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Χρήστου Πλέγκα, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Οι εκκαλούντες άσκησαν κατά της εφεσίβλητης την από 26-3-2020 και με Γ.Α.Κ. … και ΕΑΚ …./17-6-2020 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 2335/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλαν οι ενάγοντες με την από 27-12-2021 και με Γ.Α.Κ. …. και ΑΚ …../15-2-2022 έφεσή τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που ορίστηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (12-1-2023), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Η υπό κρίση από 27-12-2021 και με Γ.Α.Κ. … και Α.Κ. …/15-2-2022 έφεση των 1) ……….. και 2) ……… κατά της εταιρίας «………., ως οιονεί καθολικής διαδόχου μετά από συγχώνευση με απορρόφηση της ασφαλιστικής εταιρίας «…………..», η οποία (έφεση) στρέφεται κατά της με αριθ. 2335/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 26-3-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/23-3-2021 αγωγής των ανωτέρω εκκαλούντων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μόνου λόγου της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι, για το παραδεκτό της κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο ποσού 100,00 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει από 23-1-2017 μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – Φ.Ε.Κ. Α’ 240/22-12-2016).

2. Με την προαναφερθείσα από 26-3-2020 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν ότι είναι συμπλοιοκτήτες του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ- Τ/Ρ σκάφους – θαλασσίου ταξί «S, αρ. νηολ. Σπετσών ….., κατά ποσοστό 50% έκαστος, η δε εναγόμενη είναι οιονεί καθολική διάδοχος μετά από συγχώνευση με απορρόφηση της ασφαλιστικής εταιρίας «…………….», στην οποία οι ίδιοι είχαν ασφαλίσει το άνω σκάφος έναντι συγκεκριμένων κινδύνων για την αστική ευθύνη τους από την κυκλοφορία του έναντι επιβαινόντων και τρίτων για το χρονικό διάστημα από 11-4-2013 έως 11-4-2014 και ειδικότερα για την αστική ευθύνη τους για σωματικές βλάβες ή θάνατο επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία μέχρι του ποσού των 300.000,00 ευρώ και για την αστική ευθύνη τους για υλικές ζημιές επιβαινόντων και τρίτων από πρόσκρουση, σύγκρουση, ναυάγιο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία μέχρι του ποσού των 150.000,00 ευρώ. Ότι στις 18-8-2013 το άνω σκάφος τους συγκρούστηκε με ένα μικρό φουσκωτό σκάφος που έφερε επ’ αυτού πέντε επιβάτες, μερικοί εκ των οποίων τραυματίσθηκαν και διακομίστηκαν αρχικά στο Κ.Υ. Κρανιδίου και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Ναυπλίου και από εκεί σε νοσοκομεία των Αθηνών, καθώς επίσης ότι το μικρό αυτό φουσκωτό σκάφος υπέστη υλικές ζημίες. Ότι στη συνέχεια οι παθόντες του άνω ατυχήματος άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά τις από 23-12-2014 και με ΓΑΚ και ΑΚ ………../2014 και ……../2014 αγωγές αποζημίωσης εναντίον τους και ότι, ενόψει των αγωγών αυτών, οι ίδιοι άσκησαν τις από 7-10-2016 και με ΓΑΚ και ΑΚ ………/2016 και ………../2016 προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές κατά της ήδη εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας «………..» (τότε «……….») και κατά των κυρίως εναγόντων, με τις οποίες προσεπικάλεσαν την άνω ασφαλιστική εταιρία να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη επί των κυρίων αγωγών και ζήτησαν να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες κάθε ποσό που θα υποχρεώνονταν οι ίδιοι να τους καταβάλουν σε περίπτωση που οι κύριες αγωγές τους γίνονταν δεκτές. Ότι με τη με αριθ. 3713/2019 οριστική (και ήδη και τελεσίδικη) απόφαση του άνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών) οι άνω αγωγές των κυρίως εναγόντων εναντίον τους έγιναν εν μέρει δεκτές και οι ίδιοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σε έκαστο των κυρίως εναγόντων τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά, ενώ απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες οι συνεκδικαζόμενες άνω προσεπικλήσεις τους (καθώς κρίθηκε ότι οι προσεπικαλούμενοι δεν ήταν τρίτοι στις ανοιχθείσες δίκες με τις κύριες αγωγές) και ως μη νόμιμες οι ενωμένες με αυτές παρεμπίπτουσες αγωγές τους (καθώς κρίθηκε ότι οι κυρίως ενάγοντες δεν συνδέονταν με νομικό ή συμβατικό δεσμό με την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία). Ότι οι ίδιοι, ως ασφαλισμένοι, δικαιούνται πλέον να αξιώνουν εξ αναγωγής από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία την καταβολή των άνω ποσών για κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη μέσα στα όρια του ασφαλιστικού ποσού για τη ζημία που προξένησε στους κυρίως ενάγοντες το ασφαλισμένο σκάφος τους και μάλιστα πριν καταβάλουν στους τελευταίους τα ποσά που τους υποχρέωσε η άνω με αριθ. 3713/2019 απόφαση. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη (και ήδη εφεσίβλητη) να καταβάλει αλληλεγγύως και εις ολόκληρον σε έκαστο εξ αυτών, τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά που η άνω δικαστική απόφαση τους υποχρέωσε να καταβάλουν στους κυρίως ενάγοντες, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επίδοσης των άνω κύριων αγωγών (3-12-2014), άλλως από την επίδοση της από 26-3-2020 αγωγής τους και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων.

3. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 2335/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία – τμήμα ναυτικών διαφορών), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή στο σύνολό της ως παραγραμμένη κατ’ άρθρο 10 ν. 2496/1997, κατά παραδοχή ως βάσιμης της σχετικής ένστασης της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, αφού προηγουμένως απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η ένσταση διακοπής της παραγραφής κατ’ άρθρο 263 ΑΚ που είχαν υποβάλει οι ενάγοντες. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονούνται οι τελευταίοι με την κρινόμενη έφεσή τους, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθέντες διάδικοι, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής τους από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η άνω αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή στο σύνολό της.

4. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ.1, 224, 335 και 338 του Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην κατά την κρίση του εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 Κ.Πολ.Δ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Ως ιστορική βάση της αγωγής, νοείται, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών), τα οποία θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής (Ολ.Α.Π. 2/1994), χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (Α.Π. 837/2019, Α.Π. 1087/2014, Α.Π. 460/2013). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση, εφόσον έτσι μεταβάλλεται και το αντικείμενο της δίκης, κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 Κ.Πολ.Δ. αρχής της τήρησης προδικασίας (Α.Π. 321/2020, Α.Π. 1183/2015, Α.Π. 1806/2014, Α.Π. 1523/2013). Η κατά το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ. απαγόρευση της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας. Έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απαγόρευση μεταβολής της βάσης της αγωγής αφορά μόνο την ιστορική της βάση και όχι τη νομική της βάση, ήτοι τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (Α.Π. 910/2017, Α.Π. 778/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 522 του Κ.Πολ.Δ, «με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 525 παρ. 2 «είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ακόμα και αν συναινεί ο αντίδικος. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη». Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 526 Κ.Πολ.Δ., «είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον». Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 87) και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, ισχύει για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την 1η.1.2016 και, συνεπώς, εφαρμόζεται και εν προκειμένω, ορίζεται ότι: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και το δικαστήριο κρίνει, ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως». Τέλος, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1α’ και 224 του Κ.Πολ.Δ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγωγής (Α.Π. 274/2018, Εφ.Αθ. 165/2022, Εφ.Δωδ. 65/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 323/2017, Αρμ. 2017, 248). Από τις συνδυασμένες πιο πάνω διατάξεις προκύπτει, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (Ολ.Α.Π. 12/1989, Α.Π. 467/2021, Α.Π. 749/2020, Α.Π. 143/2019, Α.Π. 621/2012, Α.Π. 1659/2011, Εφ.Αθ. 165/2022, Εφ.Πειρ. 56/2021, Εφ.Πατρ. 236/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Μιχ. Μαργαρίτη / Άντας Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 526, αριθ. 3, 7, σ. 844, 845).

5.Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Ως έγερση της αγωγής, η οποία επιφέρει την κατά τα ανωτέρω διακοπή της παραγραφής, νοείται η, κατά τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 1 και 221 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, ολοκλήρωση της άσκησης αυτής, με την έγκυρη επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο (Α.Π. 720/2019). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 263 Α.Κ, κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Στην περίπτωση που η διακοπή της παραγραφής επέρχεται με την άσκηση της αγωγής, η νέα παραγραφή, ακόμη και στις αξιώσεις του άρθρου 250 Α.Κ, αρχίζει από την άσκηση αυτής, διακοπτόμενη δε μετά από κάθε νέα διαδικαστική πράξη, αρχίζει εκ νέου απ’ αυτήν. Εξάλλου, ο νόμος ρυθμίζει ειδικά την παραίτηση από την αγωγή ή την απόρριψη αυτής για λόγους μη ουσιαστικούς, επαναλαμβάνοντας διάταξη του προϊσχύοντος δικαίου, ότι με την παραίτηση ή απόρριψη αυτή ματαιούται μεν η διακοπή και λογίζεται πως δεν έγινε, πλην όμως, αν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή την τελεσίδικη απόρριψη, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ότι χώρησε από την πρώτη αγωγή, χωρίς πάντως να θεωρείται ανεπίτρεπτη η άσκηση νέας αγωγής πριν από την τελεσιδικία που αρχίζει από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης και όχι απλώς από τη δημοσίευση της απορριπτικής οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Α.Π. 1221/2011). Κατά την έννοια του νόμου, απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς υπάρχει σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία απορρίπτεται η αγωγή για λόγο, που δεν ανάγεται στη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της υπό διάγνωση απαίτησης. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να είναι η μη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, η έλλειψη ικανότητας δικαστικής παραστάσεως, η αοριστία της αγωγής και γενικότερα, οι λόγοι εκείνοι, που, κατά βασική δικονομική αρχή, ερευνώνται πριν από την αξιολόγηση της υπάρξεως και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξιώσεως και των οποίων η θετική ή αρνητική συνδρομή παρεμποδίζει τη διάγνωση αυτής. Η δε τελεσιδικία της απόφασης αυτής επέρχεται, όταν κατά το άρθρο 321 Κ.Πολ.Δ. δεν μπορεί να ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά της ως άνω απόφασης λόγω παρέλευσης της προθεσμίας για την άσκηση των τακτικών αυτών ενδίκων μέσων ή λόγω παραίτησης από αυτά ή λόγω αποδοχής της πρωτοβάθμιας απόφασης, για το δικονομικό δε αυτό ζήτημα δημιουργείται δεδικασμένο κατά το άρθρο 322 παρ. 1 εδ. β Κ.Πολ.Δ. Ως επανέγερση δε της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ίδιου εναγομένου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής δεν επηρεάζεται από τον περιορισμό του αιτήματος της νέας αγωγής, ούτε από την υποβολή με αυτήν προσθέτου ή διαφόρου αιτήματος, το οποίο συνάπτεται με τη δικαστική νομιμοποίηση των διαδίκων και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας αξίωσης (Α.Π. 261/2022, Α.Π. 505/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

6.Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες ενάγοντες, με το μόνο λόγο της έφεσής τους ισχυρίζονται ότι επαναφέρουν προς κρίση το παραμείναν αδίκαστο από την άνω με αριθ. 3713/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεύτερο επικουρικό αίτημα των άνω παρεμπιπτουσών αγωγών τους «να καταδικαστεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να τους καταβάλει ότι αυτοί τυχόν καταδικαστούν να καταβάλουν στους κυρίως ενάγοντες», αίτημα που διέκοψε τότε (2016) την παραγραφή της ένδικης εξ αναγωγής αξίωσής τους κατά της άνω ασφαλιστικής εταιρίας, η οποία (αξίωση) με το αδίκαστο άνω αίτημα, κρίθηκε παραγραμμένη κατ’ άρθρο 10 Ν. 2496/1997 με την εκκαλούμενη με αριθ. 2335/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επί της άνω από 26-3-2020 αγωγής τους, την οποία (αξίωση) δηλώνουν ότι επανεισήγαγαν αυτοτελώς προς κρίση με την άνω αγωγή τους, ενόψει του ότι η κύρια δίκη επί των άνω κύριων αγωγών εναντίον τους και των άνω προσεπικλήσεων – παρεμπιπτουσών αγωγών τους έχει εξαντληθεί ως προς τα λοιπά αντικείμενά της. Ειδικότερα, παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη, εξαιτίας του εισαγωγικού σφάλματός της να διαλάβει ότι το μόνο αίτημα των άνω παρεμπιπτουσών αγωγών τους ήταν «να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει απευθείας στους κυρίως ενάγοντες», εσφαλμένα δεν διαπίστωσε ότι με την από 26-3-2020 αγωγή τους επανεισάγουν αυτοτελώς προς κρίση το δεύτερο άνω αδίκαστο αίτημα των άνω παρεμπιπτουσών αγωγών τους «να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει στους ίδιους ότι αυτοί τυχόν καταδικαστούν να καταβάλουν στους κυρίως ενάγοντες» και στη συνέχεια εφάρμοσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 263 Α.Κ, ενώ η τελευταία αυτή διάταξη δεν είχε πεδίο εφαρμογής και έπρεπε η αντένστασή τους περί διακοπής της παραγραφής κατ’ άρθρο 261 Α.Κ. να είχε κριθεί βάσιμη κατ’ ουσία και στη συνέχεια να είχε απορριφθεί η ένσταση παραγραφής της εναγόμενης κατ’ άρθρο 10 Ν. 2496/1997 και να είχε γίνει δεκτή η αγωγή τους. Επικουρικά ισχυρίζονται α) ότι η απόρριψη με τη με αριθ. 3713/2019 άνω απόφαση των δυο άνω παρεμπιπτουσών αγωγών τους ως μη νόμιμων ήταν για λόγους μη ουσιαστικούς κατά την έννοια του άρθρου 263 παρ.1 Α.Κ, β) ότι ακόμη και εάν το αίτημα των παρεμπιπτουσών αγωγών τους ήταν να καταβάλει η εναγόμενη απευθείας στους ενάγοντες των κύριων αγωγών ότι οι ίδιοι κληθούν να καταβάλουν με την απόφαση του Δικαστηρίου, η από 26-3-2020 αγωγή τους συνιστά επανέγερση των παρεμπιπτουσών αγωγών τους, καίτοι το αίτημα αυτής είναι διαφοροποιημένο και συνεπώς η παραγραφή της αξίωσής τους έχει διακοπεί από το έτος 2016, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 263 Α.Κ. και γ) ότι σε κάθε περίπτωση, η κάλυψη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ενεργοποιείται μόνο μετά την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης η οποία να καταδικάζει τον ασφαλισμένο στην καταβολή αποζημίωσης ή / και χρηματικής ικανοποίησης και συνεπώς η κάλυψη αυτή προς τρίτους έχει ενεργοποιηθεί και συναφώς η ένδικη αξίωσή τους έχει γεννηθεί το νωρίτερο την 11-3-2020, όταν και κατέστη τελεσίδικη η με αριθ. 3713/2019 απόφαση που τους καταδίκασε σε αποζημίωση των κυρίως εναγόντων. Από την επισκόπηση του δικογράφου της από 26-3-2020 αγωγής των εκκαλούντων κατά της εφεσίβλητης, όπως άλλωστε τα αναφερόμενα σε αυτήν περιστατικά παρατέθηκαν ανωτέρω, προκύπτει ότι αυτοί ισχυρίζονται ότι δικαιούνται να αξιώσουν εξ αναγωγής από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, η οποία είχε ασφαλίσει για ζημιές προς τρίτους κ.λ.π. το άνω σκάφος τους, την καταβολή των ποσών που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στους κυρίως ενάγοντες με την άνω με αριθ. 3713/2019 απόφαση για κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη, μέσα στα όρια του ασφαλιστικού ποσού, που αποτελεί, σύμφωνα με τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση, το ανώτατο όριο ευθύνης της εναγόμενης για τη ζημία που προξένησε στους κυρίως ενάγοντες το ασφαλισμένο σκάφος τους και ζητούν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει τα ως άνω ποσά. Κατά τη θεμελίωση της άνω αγωγής, οι ενάγοντες – εκκαλούντες δεν ισχυρίζονται ότι επανεισάγουν αυτοτελώς προς κρίση αδίκαστο επικουρικό αίτημα των άνω από 7-10-2016 και με ΓΑΚ και ΕΑΚ ………./2016 και ……./2016 παρεμπιπτουσών αγωγών τους, ούτε καν εκθέτουν ποιο είναι το αίτημα των τελευταίων, αλλά περιορίζονται στον ισχυρισμό ότι με την άνω με αριθ. 3713/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά απορρίφθηκαν οι άνω παρεμπίπτουσες αγωγές τους επειδή το αίτημά τους να υποχρεωθεί η ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες κάθε ποσό που αυτοί θα υποχρεωθούν να καταβάλουν εκ των ανωτέρω κυρίων αγωγών σε περίπτωση που γίνουν δεκτές, τυγχάνει μη νόμιμο, καθόσον οι κυρίως ενάγοντες δεν συνδέονται με νομικό ή συμβατικό δεσμό με την ασφαλιστική εταιρία (Εφ.Πειρ. 985/2013, ό.α.)». Εξάλλου, από την επισκόπηση του δικογράφου των άνω παρεμπιπτουσών αγωγών προκύπτει ότι αυτές είχαν ένα και μοναδικό αίτημα και δη την καταβολή από την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία προς τους κυρίως ενάγοντες οποιουδήποτε τυχόν ποσού κληθούν (υποχρεωθούν) αυτοί (παρεμπιπτόντως ενάγοντες) να τους καταβάλουν, εφόσον κριθεί μη ορθή δικονομικώς η προσεπίκληση απ’ αυτούς της άνω ασφαλιστικής εταιρίας ως δικονομικού εγγυητή (επί λέξει το αίτημα των άνω προσεπικλήσεων – παρεμπιπτουσών αγωγών ήταν: «να παρέμβει και συμμετέχει υποχρεωτικώς η πρώτη των καθ’ ων ασφαλιστική εταιρία που είχε ασφαλίσει κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος το σκάφος συμπλοιοκτησίας τους στην ανωτέρω εκκρεμή δίκη. Άλλως και εφ’ όσον κριθεί μη ορθή δικονομικώς η προσεπίκληση από εμάς της πρώτης των καθ’ ων ασφαλιστικής μας εταιρίας ως δικονομικός εγγυητής να συμμετάσχει στην εκκρεμή δίκη και να υποχρεωθεί τούτη να καταβάλει οποιοδήποτε τυχόν ποσό υποχρεωθούμε να καταβάλουμε εμείς στους ενάγοντες»). Δηλαδή, τα άνω περιστατικά που επικαλούνται οι ενάγοντες με την έφεσή τους ότι δεν έλαβε υπόψη της η εκκαλουμένη, δεν αναφέρονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της από 26-3-2020 αγωγής τους, ούτε στα εισαγωγικά δικόγραφα των άνω παρεμπιπτουσών αγωγών τους και δη υπό τη μορφή επικουρικού αιτήματος των τελευταίων που έμεινε αδίκαστο με την άνω με αριθ. 3713/2019 απόφαση. Μάλιστα τέτοια περιστατικά δεν περιέχονται ούτε στις από 26-2-2019 προτάσεις τους επί των άνω παρεμπιπτουσών αγωγών τους, ούτε στις από 20-10-2020 πρωτόδικες προτάσεις τους επί της από 26-3-2020 αγωγής τους, ούτε στην προσθήκη – αντίκρουση των άνω από 26-2-2019 και από 20-10-2020 προτάσεών τους, ούτε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την άνω με αριθ. 3713/2019 απόφαση επί των άνω κυρίων αγωγών και προσεπικλήσεων – παρεμπιπτουσών αγωγών, παρότι στα πρακτικά αυτά καταγράφηκε ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας ζήτησε διευκρινιστική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου των παρεμπιπτόντως εναγόντων ως προς εάν αυτοί με τις παρεμπίπτουσες αγωγές τους ζητούν να καταβάλει η εναγόμενη στους κυρίως ενάγοντες ή στους παρεμπιπτόντως ενάγοντες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά δεν έλαβε υπόψη του τέτοια περιστατικά κατά την αξιολόγηση της από 26-3-2020 αγωγής των εκκαλούντων, με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτάθηκαν απ’ αυτούς (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.). Ήτοι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της άνω αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσέδωσε στα περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή τον κατάλληλο κατά την κρίση του νομικό χαρακτηρισμό και υπήγαγε τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας και ειδικότερα την παραγραφή της ένδικης απαίτησης των εναγόντων – εκκαλούντων κατ’ άρθρο 10 του Ν. 2496/1997, κρίνοντας επί λέξει ότι: «οι τότε παρεμπιπτόντως ενάγοντες την ………. (και νυν ενάγοντες) με τα κριθέντα δικόγραφα τους δεν είχαν ζητήσει την προς αυτούς καταβολή των αιτούμενων ασφαλισμάτων, αλλά την προς τους κυρίως αυτούς ενάγοντες καταβολή των όσων ποσών θα επιδικάζονταν σε βάρος τους (ως εναγομένων στις κύριες αγωγές), ότι οι νυν ενάγοντες ισχυρίζονται με την κρινόμενη αγωγή τους και με τις προτάσεις τους ότι η αξίωσή τους κατά της αντιδίκου τους ασφαλιστικής εταιρίας, από την επέλευση κατά τα ανωτέρω του ασφαλιστικού κινδύνου, δεν έχει παραγραφεί, διότι η παραγραφή αυτής διακόπηκε, κατ’ άρθρο 263 ΑΚ με την άσκηση των ως άνω δύο παρεμπιπτουσών αγωγών τους, οι οποίες απορρίφθηκαν ως νόμω αβάσιμες, καθόσον επανήλθαν εντός έξι μηνών από την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης με την παρούσα δεύτερη αγωγή τους για την ίδια αξίωση, ότι ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αντένσταση διακοπής της παραγραφής, είναι όμως μη νόμιμος, αφενός γιατί οι παρεμπίπτουσες αγωγές των νυν εναγόντων, απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες, δηλ. όχι για λόγο μη ουσιαστικό, επομένως στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ και αφετέρου γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στις προτάσεις τους, δεν πρόκειται για «επανέγερση» της ίδιας αγωγής, εφόσον η παρούσα αγωγή και οι ως άνω παρεμπίπτουσες αγωγές διαφέρουν ως προς το αίτημα, δεδομένου ότι με την παρούσα αγωγή ζητούν να υποχρεωθεί η ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει στους ίδιους κάθε ποσό που υποχρεούνται οι ίδιοι να καταβάλουν στους κυρίως ενάγοντες των ως άνω δύο κύριων αγωγών, ενώ με τις ως άνω παρεμπίπτουσες αγωγές τους ζητούσαν να υποχρεωθεί η ασφαλιστική εταιρία να καταβάλει απευθείας στους κυρίως ενάγοντες τα ποσά αυτά, ότι, επομένως, η αξίωση των εναγόντων κατά της αντιδίκου τους ασφαλιστικής εταιρίας παραγράφηκε στις 02/01/2019, καθόσον οι αγωγές επιδόθηκαν στους ασφαλισμένους (ενάγοντες) στις 30.12.2014, από δε την 01/01/2015 (επομένη της 31.12.2014) αρχίζει η προθεσμία των 4 ετών, εντός των οποίων έπρεπε να επιδοθεί η αγωγή στην ασφαλιστική τους εταιρία, ότι η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στην τελευταία στις 23.06.2020, ήτοι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τετραετίας (βλ. και την σχετική έκθεση επίδοσης ……… 723.06.2020 της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, ……….. που προσκομίζουν με επίκληση οι ενάγοντες) και επομένως, η αξίωση των εναγόντων έχει υποπέσει στην τετραετή παραγραφή του άρθρου 10 του Ν. 2496/1997, κατά παραδοχή ως βάσιμης της σχετικής ένστασης της εναγομένης και ότι κατ’ ακολουθίαν αυτών, με βάση τα περιστατικά, τα οποία έγιναν πιο πάνω δεκτά, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη». Τουναντίον οι εκκαλούντες, το πρώτον με τον προαναφερόμενο μόνο λόγο έφεσής τους, μεταβάλλουν την ιστορική βάση της από 26-3-2020 αγωγής τους, ήτοι, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το αίτημά της, δηλώνοντας ότι επαναφέρουν αυτοτελώς προς κρίση παραμείναν αδίκαστο από την άνω με αριθ. 3713/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεύτερο επικουρικό αίτημα των άνω παρεμπιπτουσών αγωγών τους κατά της εναγόμενης (αίτημα που αυτές δεν περιείχαν και εισάγεται το πρώτον με την από 26-3-2020 αγωγή τους, κατά τα προεκτεθέντα). Εξάλλου, οι ανωτέρω ισχυρισμοί τους δεν εντάσσονται στις περιπτώσεις εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ, οι οποίες θα μπορούσαν παραδεκτά να προβληθούν το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη. Συνεπώς, με τη μεταγενέστερη προσθήκη των άνω περιστατικών το πρώτον με την ένδικη έφεση, οι εκκαλούντες προβαίνουν, κατά παράβαση των άρθρων 224 εδ. α’ και 526 Κ.Πολ.Δ, σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής τους, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης, κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 111 Κ.Πολ.Δ. αρχής της τήρησης προδικασίας, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ. 4 ανωτέρω νομική σκέψη. Όσον αφορά τους επικουρικούς ισχυρισμούς τους α) ότι η απόρριψη με την άνω με αριθ. 3713/2019 απόφαση των δυο άνω παρεμπιπτουσών αγωγών τους ως μη νόμιμων ήταν για λόγους μη ουσιαστικούς, β) ότι ακόμη και εάν οι παρεμπίπτουσες αγωγές τους είχαν μοναδικό αίτημα να καταβάλει η εναγόμενη απευθείας στους κυρίους ενάγοντες, η από 26-3-2020 αγωγή τους συνιστά επανέγερση των παρεμπιπτουσών αγωγών τους με διαφοροποιημένο αίτημα και συνεπώς η παραγραφή της αξίωσής τους έχει διακοπεί από το έτος 2016 κατ’ άρθρο 263 Α.Κ. και γ) ότι σε κάθε περίπτωση, η κάλυψη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ενεργοποιήθηκε μόνο μετά την τελεσιδικία την 11-3-2020 της με αριθ. 3713/2019 απόφασης που τους καταδίκασε σε αποζημίωση των κυρίως εναγόντων, είναι απορριπτέοι α) ο πρώτος εξ αυτών ως μη νόμιμος, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπεισήλθε σε αξιολόγηση της ύπαρξης και του περιεχομένου της ουσιαστικής αξίωσης των παρεμπιπτουσών αγωγών απορρίπτοντας το μόνο αίτημά τους ως μη νόμιμο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπ’ αριθ. 5 άνω νομική σκέψη, β) ο δεύτερος εξ αυτών ως μη νόμιμος, διότι, ενώ αναφέρεται σε γεγονός διακοπτικό της παραγραφής, διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας αξίωσης (ενόψει της επίκλησης ότι η πρωτόδικα κριθείσα από 26-3-2020 αγωγή των εκκαλούντων και οι άνω παρεμπίπτουσες αγωγές τους διαφέρουν ως προς το αίτημα), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ίδια άνω νομική σκέψη και γ) ο τρίτος εξ αυτών ως αόριστος, διότι δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων διατάξεων του νόμου που δεν λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ώστε να δύναται να στοιχειοθετηθεί συγκεκριμένη πλημμέλεια της εκκαλουμένης ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία κάποιας διάταξης (Α.Π. 202/2019, Α.Π. 574/2018, Α.Π. 1130/2015, Α.Π. 1709/2013, Εφ.Πειρ. 57/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 1267, σ. 322). Κατόπιν τούτων, ο άνω μόνος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος στο σύνολό του. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, πρέπει ν’ απορριφθεί  η υπό κρίση έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παράβολου του ενδίκου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 υπό στοιχ. Γβ εδ. Ε’ του Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, κατόπιν σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης, στα δικαστικά έξοδα της τελευταίας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 27-12-2021 και με ΓΑΚ …… και ΑΚ ……/2022 έφεση κατά της με αριθμό 2335/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσία.

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο  ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  4 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ