ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 329/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα K.Σ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Τζιτζικάκη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Αναγνωστόπουλο (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.07.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2015 και ειδικό …./2015 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1250/2020 οριστική απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ο εκκαλών – ενάγων προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 04.04.2022 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../07.04.2022 και ειδικό …../07.04.2022, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./07.04.2022 και ειδικό …./07.04.2022, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1250/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 20.07.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …../2015 αγωγή του εκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 04.04.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 07.04.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/07.04.2022 και ειδικό …/07.04.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 08.04.2020. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – ενάγοντα το παράβολο των 100,00 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Ο ενάγων στην από 20.07.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό …/2015 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι η εναγόμενη προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίστανται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, και ειδικότερα ότι το έτος 2010 ήταν δικηγόρος και διατηρούσε γραφείο στον τρίτο όροφο της πολυώροφης οικοδομής γραφείων που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ………………., είχε δε κατ’ επανάληψη εκλεγεί από τη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, είτε διαχειριστής, είτε συνδιαχειριστής, είτε μέλος της διαχειριστικής επιτροπής, ότι η εναγόμενη που ήταν συνιδιοκτήτρια της πολυκατοικίας, προς υποστήριξη της από 21.07.2010 υπό στοιχεία ΑΒΜ ………. έγκλησης που υπέβαλε σε βάρος του ιδίου και άλλων πέντε προσώπων ο επίσης συνιδιοκτήτης …………, που είχε διατελέσει διαχειριστής της πολυκατοικίας, κατέθεσε ενώπιον των αρμόδιων αρχών τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή γεγονότα, τα οποία ήταν ψευδή και συκοφαντικά για το πρόσωπό του, ότι η εναγόμενη τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των ψευδών και συκοφαντικών σε βάρος του ισχυρισμών, οι οποίοι ήταν πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του και των οποίων έλαβαν γνώση τρίτα πρόσωπα, ότι η εναγόμενη προέβη στις ανωτέρω πράξεις με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του, ενώ εξαιτίας αυτής της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης, που τελέστηκε με δόλο και προσέβαλε την προσωπικότητά του, θίγοντας την τιμή και την υπόληψή του, ως ατόμου, αλλά και ως επαγγελματία δικηγόρου, υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, μετά από παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 295 και 297 του ΚΠολΔ μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 15.000,00 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να του καταβάλει το ποσό των 35.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της, τα ποσά δε αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, και κατόπιν περιορισμού ως προς το ποσό των 20,00 ευρώ, προκειμένου να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων, να απαγγελθεί σε βάρος της εναγόμενης προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα μηνών για κάθε παραβίαση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1250/2020 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης που κρίθηκε μη νόμιμο, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 1.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως αναφορικά με το ύψος της επιδικασθείσας σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με την κρινόμενη από 04.04.2022 έφεσή του για τον περιεχόμενο σε αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ συνάγεται ότι, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του δικαιούται να αξιώσει: α) την άρση της προσβολής β) την παράλειψή της στο μέλλον, γ) αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. του ΑΚ) και δ) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τη θεμελίωση αξίωσης προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου, απαιτείται να συντρέχουν: α) προσβολή της προσωπικότητας, β) η προσβολή να είναι παράνομη, δηλαδή να έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο είναι μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, γ) να είναι υπαίτια, να οφείλεται δηλαδή σε δόλο ή αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 του ΑΚ), δ) να επήλθε ηθική βλάβη του προσβληθέντος και ε) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας προσβολής και της επελθούσας ηθικής βλάβης (ΟλΑΠ 2/2008 ΝΟΜΟΣ). Η προσωπικότητα αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις-εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως, η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. (ΑΠ 1211/2018 ΝΟΜΟΣ). Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε εκδήλωσή της (πνευματική, σωματική, υγεία, ελευθερία, τιμή κ.λ.π.). Έτσι η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα πλαίσια της προστασίας της προσωπικότητας, τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητάς του στη ζωή, δοθέντος ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, στο κατοχυρωμένο από τη διάταξη αυτή και προστατευόμενο ατομικό δικαίωμα της προσωπικότητας, περιλαμβάνεται τόσο ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, που είναι και ο πυρήνας του δικαιώματος, όσο και η ελεύθερη ανάπτυξη αυτής. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή (ΑΠ 855/2022 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσης. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 925/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, προσβολή της προσωπικότητας με αδικοπραξία πραγματώνεται και με το έγκλημα της προβλεπόμενης από το άρθρο 224 παρ. 1-2 του ΠΚ αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, ήδη ψευδούς κατάθεσης κατά το άρθρο 224 παρ. 1 του ΝΠΚ (Ν. 4619/2019), στο οποίο έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 και 225 του προϊσχύσαντος ΠΚ για την ψευδορκία και την ψευδή ανώμοτη κατάθεση, και το οποίο είναι επιεικέστερο ως προς την προβλεπόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, έναντι του προϊσχύσαντος για την ψευδορκία (ΑΠ 44/2021 ΝΟΜΟΣ). Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενώπιον δικαστηρίου ή αρχής, που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα κατατεθέντα πραγματικά περιστατικά να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκόπιμα τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Στην ψευδή κατάθεση μάρτυρα η κατάθεση του δράστη μπορεί να αναφέρεται σε αντικειμενικώς αναληθή γεγονότα και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα, που κατέθεσε (ΑΠ 1257/2016 ΝΟΜΟΣ). Τα κατατεθειμένα στη δίκη γεγονότα πρέπει να σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με την υπόθεση, ανεξαρτήτως του αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, όχι όμως και γεγονότα αλυσιτελή προς απόδειξη. Επί ποινικής δίκης, μάλιστα, θα πρέπει τα κατατεθειμένα να αναφέρονται σε στοιχεία του διωκόμενου εγκλήματος ή σε περιστατικά που συνδέονται αναπόσπαστα με εκείνα (ΑΠ 1385/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 927/97 ΠΧΜΗ 343). Θεωρείται δε αντικειμενικά ψευδές το κατατιθέμενο περιστατικό, όχι μόνο, όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και προς εκείνα, που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε (ΑΠ 212/2009 ΝΟΜΟΣ). Ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν, δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησής του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά παραπάνω στοιχεία, το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 του ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια (ΑΠ 564/2019 ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται να υπάρχει άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι όσα κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει (ΑΠ 1222/2016 ΝΟΜΟΣ), είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή (ΜονΕφΑθ 225/2018 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από τις ποινικά κολάσιμες πράξεις της εξύβρισης, της απλής δυσφήμησης ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ (ΑΠ 712/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 599/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2015 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Στην έννοια του τρίτου, κατά την ερμηνεία του γράμματος των άνω νομικών διατάξεων, εντάσσεται κάθε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κ.λπ., που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, ο ρόλος των οποίων, ως θεσμικών οργάνων της δικαιοσύνης που υποχρεούνται να λαμβάνουν και εξετάζουν δικόγραφα με τυχόν συκοφαντικούς ισχυρισμούς δεν αναιρεί την ιδιότητα τους ως τρίτων (ΟλΑΠ (ΠΟΙΝ) 3/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 59/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 352/2020, ΑΠ 1926/2019, ΑΠ 841/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 789/2019, ΑΠ 688/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης (ΑΠ 72/2016 ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Όμως, δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται, συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 του ΠΚ (ΑΠ 1069/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/2016 ΝΟΜΟΣ). Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως αντιτιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει είτε την τιμή κάποιου, είτε την υπόληψή του. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Τιμή είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία της εκπλήρωσης των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ υπόληψη είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνία αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Η προσβλητική σημασία των ισχυρισμών ή των χρησιμοποιουμένων λέξεων αποτελεί νομική, αξιολογική έννοια και ως εκ τούτου ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1582/1998 ΠΧ ΜΘ. 913). Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ’ αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, διότι ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, η “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει, η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, τα συκοφαντικό πραγματικά περιστατικά, θεμελιώνονται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 89/2018 ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης ……………. και της ανώμοτης εξέτασης της εναγόμενης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα έγγραφα των ποινικών δικογραφιών, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 2010 ο ενάγων ήταν δικηγόρος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, και διατηρούσε γραφείο στον τρίτο όροφο της πολυώροφης οικοδομής γραφείων που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ………….. (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ………/2010 έγγραφο του ΔΣΑ προς το Πταισματοδικείο Πειραιώς). Η εναγόμενη εργαζόταν στην εταιρεία με την επωνυμία «………..», που στεγαζόταν σε ιδιόκτητο γραφείο στον δεύτερο όροφο της ως άνω πολυκατοικίας. Ο ………., μη διάδικος στην παρούσα δίκη, ο οποίος είχε εκλεγεί διαχειριστής της εν λόγω πολυκατοικίας με διετή θητεία από την 21.02.2007 έως την 21.02.2009, δυνάμει της από 21.02.2007 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών, ανακλήθηκε από τη θέση του διαχειριστή και αντικαταστάθηκε από τον ενάγοντα, κατόπιν απόφασης της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της επίδικης πολυκατοικίας που συγκλήθηκε την 25.04.2007, προς αντιμετώπιση των προβλημάτων που είχαν ανακύψει αναφορικά με τη διαχείριση της πολυκατοικίας. Ο …………. κατέθεσε αγωγή κατά της από 25.04.2007 απόφασης της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της απόφασης περί διορισμού του ενάγοντος ως διαχειριστή της παραπάνω πολυκατοικίας, και η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 1895/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθόσον κρίθηκε ότι η απόφαση περί ανάκλησης είχε ληφθεί κατά παράβαση του άρθρου 48 του Κανονισμού της Πολυκατοικίας. Την 19.06.2008, συγκλήθηκε εκ νέου η Έκτακτη Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας και αποφασίστηκε, με ομόφωνη απόφαση των παρόντων μελών που διέθεταν 381,79 χιλιοστά των μερίδων του συνόλου των συνιδιοκτητών, η ανάκληση κάθε προγενέστερου διαχειριστή και η εκλογή διαχειριστικής επιτροπής, αποτελούμενης από τον …………., τον ………, τον ενάγοντα, την ………, ως τακτικών μελών, και την ……….., ως αναπληρωματικού μέλους, με την ειδικότερη εντολή να διενεργηθεί έλεγχος της διαχείρισης από το έτος 2002 και εντεύθεν. Ακολούθως, τα ανωτέρω μέλη της διαχειριστικής επιτροπής ζήτησαν από τον ……… να εναρμονισθεί με την από 19.06.2008 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών και να τους παραδώσει το σύνολο της διαχείρισης της πολυκατοικίας, πλην όμως αυτός αρνήθηκε αμφισβητώντας την εγκυρότητα λήψης της απόφασης για την ανάκλησή του ως διαχειριστή και για το διορισμό της διαχειριστικής επιτροπής. Για τον λόγο αυτό τα ανωτέρω μέλη της διαχειριστικής επιτροπής άσκησαν αγωγή με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστεί η νομιμότητα της από 19.06.2008 απόφασης της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών και να υποχρεωθεί ο ………… να τους αποδώσει τη διαχείριση της πολυκατοικίας, και η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 1490/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν τα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής με την από 15.04.2009 έφεσή τους, η οποία έγινε δεκτή με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 698/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία αναγνωρίστηκε η νομιμότητα της από 19.06.2008 απόφασης της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών και υποχρεώθηκε ο ………. να παραδώσει τη διαχείριση της πολυκατοικίας στα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής, ήτοι το βιβλίο πρακτικών της γενικής συνέλευσης, το βιβλίο ταμείου, τις αποδείξεις των μη εισπραχθέντων κοινοχρήστων, τους εκκρεμείς λογαριασμούς οφειλών των συνιδιοκτητών προς τρίτους και γενικά κάθε αντικείμενο σχετικό με τη διαχείριση. Αποδείχθηκε επίσης ότι την 27.04.2009, μετά την έκδοση της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 1490/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατόπιν πρόσκλησης του ……….., έλαβε χώρα νέα Έκτακτη Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών της επίδικης πολυκατοικίας, στην οποία παρέστησαν συνιδιοκτήτες αντιπροσωπεύοντες 594,14 συνολικά ψήφους, και με την οποία, αφού εγκρίθηκε η από 19.06.2008 απόφαση περί ανάκλησης του ……… από τη θέση του διαχειριστή, επανεκλέχτηκε η τετραμελής διαχειριστική επιτροπή αποτελούμενη από τον …………, τον ………, τον ενάγοντα και την ……… Ακολούθως, ο ………. άσκησε την από 22.06.2009 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των μελών της διαχειριστικής επιτροπής, με την οποία ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος είναι ο νόμιμος διαχειριστής της επίδικης πολυκατοικίας και αιτούμενος την επιστροφή του βιβλίου εσόδων-εξόδων, όλων των καταστάσεων κοινοχρήστων από τον Ιούνιο του έτους 2008 και όλων των επίσημων αποδείξεων είσπραξης, την καταβολή στον ίδιο των κοινοχρήστων Απριλίου-Ιουνίου του έτους 2009, καθώς και την απαγόρευση κάθε παράνομης σύγκλησης γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών. Με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 3585/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δημοσιεύθηκε την 14.06.2010, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 22.06.2009 αίτηση του ……., ενώ έγινε εν μέρει δεκτή η προφορικά ασκηθείσα ανταίτηση των μελών της διαχειριστικής επιτροπής και απαγορεύθηκε προσωρινά στον …………. η διενέργεια κάθε διαχειριστικής πράξης, υποχρεώνοντάς τον παράλληλα να τους παραδώσει διάφορα έγγραφα, που αφορούσαν στη διαχείριση της πολυκατοικίας, καθώς και τα κλειδιά όλων των θυρών του κτιρίου και τις σφραγίδες της διαχείρισης. Στη συνέχεια τα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής, ενεργώντας στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, συγκάλεσαν την Γενική Συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας την 21.07.2010. Την ίδια ημέρα, ο …… υπέβαλε εναντίον τους στο Αστυνομικό Τμήμα Δημοτικού Θεάτρου την υπέχουσα θέση εγκλήσεως από 21.07.2010 υπό στοιχεία ΑΒΜ …….. ένορκη κατάθεση μάρτυρα, για τις αξιόποινες πράξεις της παραβίασης δικαστικών αποφάσεων, της απειλής και της συκοφαντικής δυσφήμισης που φέρονται να τέλεσαν σε βάρος του. Κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, εμφανίσθηκε η εναγόμενη στο Αστυνομικό Τμήμα Δημοτικού Θεάτρου και κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας, προς υποστήριξη της από 21.07.2010 εγκλήσεως, τα ακόλουθα: «Υπάρχουν δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες ανακαλούσαν τη διαχειριστική επιτροπή και τα άτομα, που την αποτελούν, οι οποίοι είναι οι μηνύοντες. Δεν ακολούθησαν τη δικαστική απόφαση και δεν παρέδωσαν ποτέ βιβλία εσόδων-εξόδων, δεν σεβάστηκαν τη δικαστική απόφαση. Όταν ο κ. ….. επανειλημμένως τους ζήτησε να παραδώσουν τα βιβλία και τη διαχείριση όχι μόνο δεν το έκαναν αλλά τον απείλησαν κιόλας λέγοντάς του ότι θα τον πετάξουν από τον τρίτο όροφο και ότι θα βάλουν άτομα να τον δείρουν. Χαρακτηριστικά ακούστηκε ότι η υπομονή για τον …….. τελειώνει…». Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι τα ανωτέρω γεγονότα που κατέθεσε ενόρκως η εναγόμενη ήταν εξ ολοκλήρου ψευδή, αφού ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ως μέλος της διαχειριστικής επιτροπής της επίδικης πολυκατοικίας παραβίασε τις διατάξεις δικαστικών αποφάσεων και ότι αρνήθηκε να παραδώσει τα βιβλία εσόδων-εξόδων και την εν γένει διαχείριση του κτιρίου, δεδομένου ότι δεν είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση που να υποχρεώνει τα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου και του ενάγοντος, να παραδώσουν στον ……….. τα έγγραφα που αφορούσαν στη διαχείριση της πολυκατοικίας. Αντιθέτως αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι ο ενάγων ενεργώντας από κοινού με τα λοιπά μέλη της διαχειριστικής επιτροπής, προέβησαν σε όλες τις απαιτούμενες νόμιμες ενέργειες προκειμένου να προασπίσουν τα συμφέροντα των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι κατά την υποβολή της από 21.07.2010 εγκλήσεως του ……….., είχε ήδη δημοσιευθεί την 14.06.2010, η προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 3585/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απαγορεύθηκε προσωρινά στον τελευταίο η διενέργεια κάθε διαχειριστικής πράξης, υποχρεώνοντάς τον παράλληλα να παραδώσει στα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής όλα τα έγγραφα που αφορούσαν στη διαχείριση της πολυκατοικίας, καθώς και τα κλειδιά όλων των θυρών του κτιρίου και τις σφραγίδες της διαχείρισης. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο ενάγων τέλεσε σε βάρος του …….. τα αδικήματα της απειλής και της συκοφαντικής δυσφήμισης, καθόσον αφενός δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απείλησε τη ζωή του, αφετέρου ότι εξέδωσε ψευδή ανακοίνωση με συκοφαντικά σε βάρος του στοιχεία. Πρέπει δε να επισημανθεί μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, η από 21.07.2010 έγκληση του ……….., απορρίφθηκε εν μέρει ως νόμω αβάσιμη και εν μέρει ως ουσία αβάσιμη, δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. ……../2011 διάταξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εναγόμενη τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας του περιεχομένου της ένορκης κατάθεσής της και ότι αυτό ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι η προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 3585/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δημοσιεύθηκε την 14.06.2010, επιδόθηκε άμεσα στον ………. και ταυτόχρονα αναρτήθηκε σε όλους τους ορόφους της επίδικης πολυκατοικίας, προκειμένου να γνωστοποιηθεί στους συνιδιοκτήτες αυτής ότι απαγορεύθηκε προσωρινά στον …… . η διενέργεια κάθε διαχειριστικής πράξης και ότι αυτός υποχρεώθηκε να παραδώσει στα μέλη της διαχειριστικής επιτροπής όλα τα έγγραφα που αφορούσαν στη διαχείριση της πολυκατοικίας, καθώς και τα κλειδιά όλων των θυρών του κτιρίου και τις σφραγίδες της διαχείρισης, ενόψει και της επικείμενης Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας που είχε προγραμματισθεί για την 21.07.2010. Συνεπώς, κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι κατά το χρόνο της ένορκης κατάθεσής της, την 21.07.2010, θεωρούσε ότι ήταν ίσχυε η προαναφερόμενη υπ’ αριθ. 1490/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία είχε απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή των μελών της διαχειριστικής επιτροπής περί αναγνώρισης της νομιμότητας της από 19.06.2008 απόφασης της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των συνιδιοκτητών, και της υποχρέωσης του …….. να τους αποδώσει τη διαχείριση της πολυκατοικίας. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμοί που περιέχονταν στην από 21.07.2010 ένορκη κατάθεση της εναγόμενης περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, καθόσον έλαβαν γνώση αυτών οι απασχολούμενοι με την υπόθεση αστυνομικοί υπάλληλοι, οι δικαστικοί γραμματείς, καθώς και οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη είχε σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ως ατόμου και ως επαγγελματία δικηγόρου, καθώς και να αμφισβητήσει την ηθική και κοινωνική του αξία, δεδομένου ότι αυτός εμφανίστηκε ως άτομο που παραβιάζει κατ’ εξακολούθηση δικαστικές αποφάσεις και ταυτόχρονα μετέρχεται βία και απειλές για την επίλυση των διαφορών του. Συνεπώς, επήλθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και τρώθηκε η τιμή και η υπόληψη του, ως ατόμου και ως επαγγελματία δικηγόρου, καθόσον όλα τα ανωτέρω δυσφημιστικά γεγονότα περιήλθαν σε γνώση των προαναφερόμενων προσώπων. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 4657/2016 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η εναγόμενη καταδικάστηκε ερήμην για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης που τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος την 21.07.2010, ενώ δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 1116/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, καταδικάστηκε τελεσιδίκως για τις ως άνω πράξεις και της επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εφεσίβλητης – εναγόμενης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητά του, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, της υπαιτιότητας της εναγόμενης, του είδους και της φύσης της βλάβης του ενάγοντος, της ιδιότητας του ενάγοντος ως δικηγόρου κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας και της ψυχικής ταλαιπωρίας του, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ως εύλογο, για την χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, το μικρότερο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσία του μοναδικού λόγου της υπό κρίση από 04.04.2022 έφεσης. Κατά συνέπεια, ο ενάγων δικαιούται να λάβει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η κρινόμενη από 04.04.2022 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1250/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 20.07.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό …./2015 αγωγή, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε ο εκκαλών – ενάγων, λόγω της νίκης του, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ, ενώ τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος τους, σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης, λόγω της μερικής νίκης του και ανάλογα με την έκταση αυτής κατ’ άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 04.04.2022 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 1250/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 20.07.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …/2015 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα – ενάγοντα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό …../2022 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Καταδικάζει την εφεσίβλητη – εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 9-6-2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ