ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (TMHMA 3ο)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 334/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας-εφεσίβλητης-εκκαλούσας, εδρεύουσας στο …….. (οδός ……), ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………..» (ΑΦΜ ………..), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παναγιώτη Κατσαρού.
Της καθ’ής η κλήση-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ……………. κατοίκου …….. Πειραιώς (οδός ………….), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Ευαγγελίας-Μαρίας Μασσαλή, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12-6-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../13-6-2013) αγωγή της, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 6313/2013 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε αυτή προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, ως προς το αίτημα επιδίκασης το ποσού των 16.153,57 ευρώ, και έγινε δεκτή κατά τα λοιπά ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Η ενάγουσα με την από 9-12-2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…../10-12-2013) έφεσή της, και η εναγομένη, με την από 19-2-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …./20-2-2014) έφεσή της, προσέβαλαν την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.
Επί των εν λόγω εφέσεων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 404/2015 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της εναγομένης και έγινε δεκτή η έφεση της ενάγουσας και οι ασκηθέντες με τις προτάσεις της πρόσθετοι αυτής λόγοι.
Την αναίρεση της τελεσίδικης αυτής απόφασης ζήτησε η εναγομένη με την από 30-11-2015 (με αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ…../30-11-2015) αίτησή της ενώπιον του Αρείου Πάγου και τους από 14-10-2016 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ…../14-10-2016) πρόσθετους αυτής λόγους, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 697/2018 απόφασή του (Β1΄Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Η εναγομένη, με την από 4-7-2018 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../2018) κλήση της επανέφερε τις εφέσεις προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 23-5-2019 αλλά η υπόθεση αποσύρθηκε από το πινάκιο, λόγω των εκλογών της 26ης Μαϊου 2019. Ήδη, με την από 7-5-2021 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/28-5-2021) κλήση της, που γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρθηκε η υπόθεση προς συζήτηση, κατά τη δικάσιμο της 3-2-2022 και μετ’αναβολήν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας-εφεσίβλητης-εκκαλούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσε, ενώ η πληρεξουσία δικηγόρος της καθ’ής η κλήση-εκκαλούσας-εφεσίβλητης δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 § § 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 294/2015, ΔΙΜΕΕ 2015.397). Έτσι, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή ως προς τα κεφάλαιά της (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), που προσβλήθηκαν με την αναίρεση, όχι δε ως προς άλλα κεφάλαιά της, εκτός αν τα τελευταία συνάπτονται αρρήκτως με τα κεφάλαια ως προς τα οποία χώρησε αναίρεση της αποφάσεως, οπότε συναναιρούνται [ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ό.π, ΕφΑθ (Μον) 92/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Έτσι, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΑΠ 1215/2021, ό.π, ΑΠ 86/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1216/2020 ό.π). Περαιτέρω, η έκταση της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ό.π), και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν, ως ολικής [ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ΕφΑθ (Μον) 92/2022 ό.π], θεωρείται δε ότι αναιρείται στο σύνολό της όταν η αναιρετική απόφαση, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007, Νοβ 2007.1830, ΑΠ 23/2022, ό.π), σε συνδυασμό, όμως, και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1216/2021, ΑΠ 86/2021 ό.π). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή (ΑΠ 1216/2021 ό.π), και οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση (ΑΠ 86/2021 ΑΠ 1215/2021, ΕφΑθ 3428/2015 ό.π), και αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή) (ΑΠ 1216/2020, ΑΠ 86/2021, ΕφΠειρ 294/2015, ό.π).
Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το τελευταίο, ως Δικαστήριο της παραπομπής σύμφωνα με τις προμνημονευθείσες διατάξεις, επανεκδικάζει την έφεση, ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση (ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ό.π, ΕφΑθ 334/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, δεν μπορεί να εξετάσει τα λοιπά κεφάλαια ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, είτε διότι δεν προσβλήθηκαν με λόγο αναίρεσης, είτε επειδή απορρίφθηκαν οι προβληθέντες σχετικοί λόγοι αναίρεσης, διότι διαφορετικά θα προσέβαλε το δεδικασμένο, το οποίο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 332 του ΚΠολΔ. Όμως, το δικαστήριο της παραπομπής δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά, από την αναιρεθείσα, τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη. Το εφετείο δεσμεύεται μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό. Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι κατ` αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι [ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ΕφΑΘ (Μον) 92/2022 ό.π].
Στην κρινόμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, με την από 12-6-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/13-6-2013) αγωγή της, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ισχυρίστηκε ότι προσελήφθη από την εναγομένη, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 12-2-2001, ως βοηθός λογιστή, με απασχόληση επί πενθήμερον και σαράντα ώρες εβδομαδιαίως, έναντι των ειδικότερα μνημονευόμενων μηνιαίων αποδοχών της και ότι έκτοτε της προσέφερε ανελλιπώς την εργασία της μέχρι τις 23-4-2012 που προέβη σε επίσχεση εργασίας, λόγω της προηγηθείσας συστηματικής για χρονικό διάστημα άνω των 3,5 ετών παραβίασης της υποχρέωσης της εναγομένης για ολοσχερή καταβολή των αποδοχών της, καθιστάμενη έτσι υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της και οφείλοντάς της μισθούς υπερημερίας έως και τις 30-4-2012. Ότι η εναγομένη της οφείλει για δεδουλευμένες αποδοχές και επιδόματα εορτών, αποδοχές αδείας από τον Ιανουάριο του έτους 2009 έως και τον Απρίλιο του έτους 2012, και για μισθούς υπερημερίας, επιδόματα εορτών, αποδοχές αδείας επίδομα τέκνων, λογιστικής μηχανής και διαχειριστικών λαθών, όπως αναλυτικά εκτίθενται κατ’είδος, ποσό και χρόνο, το συνολικό ποσό των 52.228,09 ευρώ. Ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της έγινε δολίως με σκοπό να την εξαναγκάσει σε οικειοθελή αποχώρηση και, ως μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας της, αποτελεί καταγγελία αυτής εκ μέρους της, η οποία της παρέχει το δικαίωμα να αξιώσει την αποζημίωση απολύσεώς της, ύψους 16.927,05 ευρώ. Ότι με την περιγραφείσα συμπεριφορά της, η εναγομένη προσέβαλε βαρύτατα την προσωπικότητά της, προκαλώντας της ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το εύλογο ποσό των 3.000 ευρώ. Ακολούθως, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού, να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση εργασίας της λύθηκε την 1-5-2013 με καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης και να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ, και να αναγνωριστεί ότι της οφείλει το ποσό των 68.308,71 ευρώ, όπως αυτά ειδικότερα αναλύονται, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα, που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέταξε των χωρισμό των σωρευόμενων αιτήσεων περί αναγνώρισης της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους της εναγομένης λόγω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής, οφειλής αποζημίωσης απολύσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και περί επιδίκασης μισθών υπερημερίας ύψους 16.153,57 ευρώ, του χρονικού διαστήματος Μαϊου-Νοεμβρίου 2013, και, αφού κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο ως προς την τελευταία και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, δέχθηκε κατά τα λοιπά εν μέρει την αγωγή και, αφενός αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 17.326,17 ευρώ και αφετέρου την υποχρέωσε να της καταβάλει το ποσό των 5.945,54 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο και επέβαλε στην εναγομένη μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο όρισε στο ποσό των 460 ευρώ.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η ενάγουσα με την από 9-12-2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./10-12-2013) έφεσή της και τους ασκηθέντες με τις προτάσεις της πρόσθετους αυτής λόγους, και η εναγομένη, με την από 19-2-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../20-2-2014) έφεσή της, παραπονούμενες με τους ειδικότερους λόγους αυτών, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και ακολούθως να γίνει δεκτή η αγωγή και να απορριφθεί αυτή αντίστοιχα, και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσιβλήτων.
Επί των εν λόγω εφέσεων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 404/2015 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η από 19-2-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …../20-2-2014) και έγινε δεκτή η από 9-12-2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./10-12-2013) έφεση.
Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγομένη άσκησε την από 30-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./30-11-2015) αίτηση αναιρέσεως και τους από 14-10-2016 (υπ’αριθμ.εκθ.καταθ…../14-10-2016) πρόσθετους αυτής λόγους. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 697/2018 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση, για παραβίαση εκ μέρους του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, των διατάξεων του άρθρου 559 αρ.1 και 19 του ΚΠολΔ, ήτοι για εσφαλμένη εφαρμογή κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Ακολούθως, παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή. Επομένως, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη, οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση και η αίτηση παροχής έννομης προστασίας και δη αμφότερες οι εφέσεις αναβιώνουν μόνον ως προς το αναιρεθέν κεφάλαιό της ήτοι το κεφάλαιο περί επιδίκασης μισθών υπερημερίας του χρονικού διαστήματος Μαϊου 2012 έως και Απριλίου 2013, όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό της αναιρετικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως του ότι στο διατακτικό της δεν περιορίζεται η αναίρεση σε ορισμένο κεφάλαιο. Συνεπώς, δεν μπορούν να εξεταστούν τα λοιπά κεφάλαια, ως προς τα οποία δεν αναιρέθηκε η απόφαση, όπως εκείνο που αφορά επιδόματα επί των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας και συνακόλουθα και επί των τυχόν οφειλομένων μισθών υπερημερίας, αφού αυτό δεν προσεβλήθη με αναίρεση, του παρόντος Δικαστηρίου δεσμευόμενου κατά τα λοιπά για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση. Έτσι, εφόσον ο τρίτος και τέταρτος λόγος της αναίρεσης περί απόρριψης των λόγων της έφεσης περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας προς επίσχεση εργασίας και για άσκηση της ένδικης αγωγής, απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι, δεν θίγεται το παραχθέν δεδικασμένο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ως προς το προδικαστικό αυτό ζήτημα δηλαδή της εγκυρότητας της δήλωσης επίσχεσης εργασίας. Επίσης, δεκτού γενομένου του πρώτου αναιρετικού λόγου, ως προς το δεύτερο σκέλος του, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η τελευταία ισχυρίζεται ότι συνέτρεχαν οι τυπικές προϋποθέσεις για την επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας και, επομένως, εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε καταλήξει σε διαφορετική κρίση.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, ……………….., που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγομένη αποτελεί τεχνική-κατασκευαστική εταιρεία, που αναλαμβάνει την εκτέλεση διαφόρων έργων. Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που κατήρτισε ο νόμιμος εκπρόσωπός της με την ενάγουσα στο Κερατσίνι στις 12 Φεβρουαρίου 2001, η τελευταία προσελήφθη για να εργαστεί, ως βοηθός λογιστή και, σε εκτέλεσή της, προσέφερε έκτοτε προσηκόντως την εργασία της επί πέντε ημέρες και σαράντα ώρες εβδομαδιαίως, από ώρα 08.00 καθημερινά και έως 15.00 τις τέσσερις πρώτες εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και έως τις 20.00 την Πέμπτη, με ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές, που κατόπιν νεώτερων διαδοχικών συμφωνιών τους, διαμορφώθηκαν από τον Μάρτιο του έτους 2009 στο ποσό των 1.210,78 ευρώ, και οι καθαρές, από τον Ιανουάριο του έτους 2011 στο ποσό των 1.005,97 ευρώ. Με την από 23-4-2012 εξώδικη δήλωσή της προς την εναγομένη, που της επιδόθηκε την επόμενη ημέρα (υπ’αριθμ. ………./24-4-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………), η ενάγουσα προέβη σε δήλωση επίσχεσης της εργασίας της, εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης εκ μέρους της τελευταίας της υποχρέωσής της για καταβολή του μισθού της, προς εξασφάλιση της ικανοποίησης ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της κατ’αυτής. Συγκεκριμένα, η εναγομένη, ενώ όφειλε να της καταβάλει για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από Ιανουάριο 2009 έως και Απρίλιο 2012, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, των ετών αυτών, το ποσό των 21.343,54 ευρώ, μέχρι την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης της είχε καταβάλει τμηματικά το συνολικό ποσό των 12.948 ευρώ, εξακολουθώντας να της οφείλει έως τότε, δηλαδή με χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση, το ποσό των 8.395,54 (21.343,54 – 12.948) ευρώ, καταβάλλοντάς της στη συνέχεια το ποσό των 2.450 ευρώ, ώστε το τελικό υπόλοιπο να ανέρχεται σε 5.945,54 ευρώ. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η εναγομένη με την από 25-4-2012 εξώδικη πρόσκληση της προς τους οκτώ (8) εν συνόλω εργαζομένους της, ελλείψει συνδικαλιστικών οργανώσεων ή συμβουλίου εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένης και της ενάγουσας, προς την οποία επιδόθηκε στις 30-4-2012 (υπ’αριθμ. ….. Δ΄/30-4-2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), τους κάλεσε να παραστούν αυτοπροσώπως στα γραφεία της εταιρείας στις 3-5-2012 και ώρα 10.00, προκειμένου, όπως αναγράφεται στην πρόσκλησή της, να καθιερώσει στην επιχείρησή της το σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, προς αντιμετώπιση των από πολλών μηνών σοβαρότατων οικονομικών προβλημάτων τα οποία αντιμετώπιζε και, όπως ισχυρίστηκε, τους ήταν ήδη γνωστά. Στην προγραμματισμένη αυτή συνάντηση παρευρέθηκαν μόνον δύο εργαζόμενες (…….. και …….) και έλαβε τον λόγο ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, …………., ο οποίος προέβη σε αναλυτική ενημέρωση της πορείας των οικονομικών δεδομένων της, εκθέτοντας ειδικότερα τα ακόλουθα : ότι τα μικτά έσοδά της, κατά το έτος 2010, ανήλθαν στο ποσό των 16.183.328 ευρώ, και τα έξοδα στο ποσό των 14.781.000, εκ των οποίων η μισθοδοσία στο ποσό των 2.581.000 ευρώ, κατά το έτος 2011, στο ποσό των 7.500.000 ευρώ και τα έξοδα υπερέβησαν τα 8.000.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της μισθοδοσίας, δηλαδή η χρήση έκλεισε με ζημία, και κατά το πρώτο τετράμηνο του έτος 2012, στο ποσό των 216.000 ευρώ, με πολλαπλάσια έξοδα και άρα αναμενόμενη σημαντική ζημία. Ότι τα στοιχεία αυτά υποδήλωναν δραματικά καθοδική πορεία της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας και απόλυτη αδυναμία της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Εκφράστηκε η άποψη ότι η μείωση των εξόδων και ιδίως της μισθοδοσίας των εργαζομένων της, κατά το ποσοστό του 80 % τουλάχιστον, ήταν επιβεβλημένη και ότι η συνέχιση της λειτουργίας της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησής τους θα ήταν καταστροφική. Έτσι, προς αποφυγή απολύσεων προτάθηκε, ως ύστατη προσπάθεια εκ μέρους της, η υιοθέτηση συστήματος εκ περιτροπής εργασίας μέχρι το τέλος του έτους 2012, αρχής γενομένης από τις 14-5-2012. Η ύπαρξη μάλιστα σοβαρών προβλημάτων ήταν γνωστή στις παριστάμενες αλλά και τους απόντες εργαζόμενους, εφόσον οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση ήταν λίγοι και γνώριζαν το εύρος της παραγωγικής της δραστηριότητας, όπως και τον περιορισμό αυτής, ώστε να μην απαιτείται αναλυτική έκθεση των οικονομικών στοιχείων της, ούτε παρέλευση μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος προετοιμασίας τους. Οι άνω εργαζόμενες, ωστόσο, στο πλαίσιο της επιχειρούμενης διαβούλευσης, αρνήθηκαν να συμφωνήσουν στην προταθείσα λύση, ζητώντας τη συνέχιση του ισχύοντος εργασιακού καθεστώτος χωρίς πρόταση εναλλακτικής λύσης, ενώ αρνήθηκαν να υπογράψουν και το σχετικό πρακτικό διαβούλευσης. Στη συνέχεια, η εναγομένη μετέτρεψε μονομερώς την εργασία των εργαζομένων της, που αναφέρονται στη σχετική από 3-5-2009 απόφασή της, όπως αυτή αποτυπώνεται στο έγγραφο πρακτικό διαβούλευσης για την καθιέρωση συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, την οποία ανήγγειλε στο γραφείο Κερατσινίου της Επιθεώρησης Εργασίας στις 11-5-2012 (σχετ. η υπ’αριθμ. …. Δ/11-5-2012 έκθεση επίδοσης του άνω δικαστικού επιμελητή, …………) σε εκ περιτροπής εργασία. Η απόφαση περιελάμβανε όλους τους εργαζομένους και προέβλεπε ότι κάθε ημέρα της εβδομάδας θα απασχολείτο ένας εκ των εργαζομένων της (υπάλληλοι γραφείου, βοηθοί λογιστή, μηχανολόγος-μηχανικός) και την Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή, δύο εργαζόμενοι με πλήρες ωράριο εργασίας δηλαδή από τις 9.00-17.00. Η ενάγουσα, στην οποία η απόφαση γνωστοποιήθηκε στις 10-5-2012 (σχετ. η υπ’αριθμ. ….. Δ΄/10-5-2012 έκθεση επιδόσεως του ως άνω δικαστικού επιμελητή, …………) θα προσέφερε την εργασία της κάθε Τρίτη, με πλήρες επίσης ωράριο. Από όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, αποδεικνύεται ότι τηρήθηκαν από την πλευρά της εναγομένης οι τυπικές προϋποθέσεις για την επιβολή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, (ενημέρωση και διαβούλευση), της ενάγουσας μη συμμετέχουσας στη σχετική διαδικασία από δική της επιλογή, ενώ πληρούτο και η ουσιαστική προϋπόθεση, του περιορισμού δηλαδή της δραστηριότητάς της, με την έννοια των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, που έθεταν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά της και απειλούσαν τις θέσεις εργασίας του προσωπικού της, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι προκλήθηκε σκόπιμα εκ μέρους της. Συγκεκριμένα, από τα μέσα του έτους 2011 δεν υπήρξαν νέα έργα, γεγονός απολύτως συμβατό με την υφιστάμενη οικονομική κρίση, που οδήγησε σε πτώση της καταναλωτικής δαπάνης, πλήττοντας άμεσα και σημαντικά τον κατασκευαστικό κλάδο. Έτσι, ανεξαρτήτως του εάν πράγματι η εναγομένη διατηρούσε απαιτήσεις έναντι τρίτων από την εκτέλεση τέτοιων έργων στο παρελθόν, υπήρξε σοβαρός περιορισμός της δραστηριότητάς της, με άγνωστη μάλιστα διάρκεια. Με βάση τα δεδομένα αυτά, το προσωπικό της έπρεπε να μειωθεί άμεσα, αφενός για να μειωθεί το εργασιακό κόστος και αφετέρου διότι δεν υπήρχε αντικείμενο εργασίας, ώστε να αποφευχθούν οι απολύσεις των εργαζομένων για οικονομικούς λόγους. Με βάση άλλωστε το σκεπτικό της υπ’αριθμ. 4612/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της εναγομένης και των νομίμων εκπροσώπων της για άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσής της, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας-εκεί βέβαια αναφέρονται και άλλα πρόσωπα ως εργαζόμενοι, οι οποίοι προφανώς συνδέονταν μαζί της με άλλες μορφές και όχι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, και έτσι δικαιολογείται το ποσό της μισθοδοσίας-τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας εμφάνισαν κατά τα έτη 2009-2013 της τάξεως του 73,26 %, που ανήλθε σε 85 % για τα έτη 2010-2012, γεγονός που είχε οδηγήσει σε συρρίκωνση του μικτού κέρδους της κατά 99,36 %, με αποτέλεσμα ήδη κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης (24-9-2014), που συμπίπτει με μικρή απόκλιση με τον χρόνο της πρώτης συζήτησης των ένδικων εφέσεων (18-9-2014) να βρίσκεται σε αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών της σε τρίτους, σε εργαζομένους, στο ΙΚΑ, στο Ελληνικό Δημόσιο και σε Τράπεζες, χωρίς όμως να βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Έτσι, διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσής της και επικυρώθηκε η συμφωνία εξυγίανσης μεταξύ αυτής, των εγγυητών της και της προβλεπόμενης από τον νόμο πλειοψηφία των πιστωτών της. Συνεπώς, η μονομερής επιβολή από την εναγομένη του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, είναι έγκυρη και επήλθε με την περιέλευση της δήλωσής της προς τους αποδέκτες της και εν προκειμένω την ενάγουσα, με αφετηρία εφαρμογής της τις 14-5-2012. Με την άσκηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης, μεταβλήθηκε η κύρια συμβατική υποχρέωση της ενάγουσας, ως προς το ωράριο εργασίας της και ταυτόχρονα μεταβλήθηκε και η κύρια συμβατική υποχρέωση της εναγομένης προς καταβολή σε αυτήν του μισθού της, αυτού περιοριζόμενου αναλογικά με βάση το νέο ωράριο εργασίας της. Δεν ήρθη, όμως, η υπερημερία της εναγομένης, συνεπεία της προηγηθείσας δήλωσης επίσχεσης της ενάγουσας. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η εναγομένη με την από 21-6-2012 εξώδικη πρόσκληση και δήλωσή της, απευθυνόμενη σε έξι συνολικά εργαζομένους της, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, που της επιδόθηκε την επόμενη ημέρα (σχετ. η υπ’αριθμ. ……….΄/22-6-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………..), τους καλούσε να επιστρέψουν στην εργασία τους, δηλώνοντάς τους ότι σε διαφορετική περίπτωση θα θεωρήσει την απουσία τους αδικαιολόγητη και παρεπομένως ως καταγγελία των συμβάσεων εργασίας εκ μέρους τους. Η ενάγουσα, ωστόσο, με το από 25-6-2012-κοινό μαζί με τους λοιπούς πέντε εργαζομένους-εξώδικό της, που της επιδόθηκε στις 26-6-2012 (σχετ. η από 26-6-2012 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, …………. επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της), δήλωσε ότι η άρνηση επιστροφής της οφείλεται στη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της, για τις οποίες άλλωστε είχε ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης. Υπό τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν και παρ’ότι η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους της εναγομένης ήταν νόμιμη, η άρνηση της εναγομένης να επιστρέψει στην εργασία της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εκ μέρους της, ανεξαρτήτως της δηλώσεως της εναγομένης ότι αν δεν συμμορφωθεί στη σχετική πρόσκλησή της, η άρνησή της θα εκληφθεί ως καταγγελία.
Έτσι, η εναγομένη εξακολούθησε να είναι υπερήμερη, οφείλοντας στην ενάγουσα, σύμφωνα με το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα, την αναλογία του μισθού της : Α) με πλήρες ωράριο απασχόλησης, από την 1/5 μέχρι τις 14/5/2012, δηλαδή το ποσό των 556 (1.283,42 Χ 13/30) ευρώ, δοθέντος ότι δεν αμφισβητήθηκε το ύψος του μηνιαίου μισθού της, όπως είχε διαμορφωθεί κατ’εκείνο το χρόνο, Β) με μειωμένο ωράριο εργασίας, από τις 14/5 έως τις 31/12/2012, για το οποίο επιβλήθηκε το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, δηλαδή το ποσό των 1.925 [(1283,42 : 5) Χ 7,5 μ] ευρώ, Γ) με πλήρες ωράριο εργασίας, από την 1/1 έως τις 30/4/2013, δηλαδή το ποσό των 5.134 (1.283 Χ 4) ευρώ, κατά τα άνω, δηλαδή συνολικά, το ποσό των 7.615 ευρώ. Επίσης, δικαιούται όσον αφορά το έτος 2012, για τις ημέρες που απασχολήθηκε πλήρως, 7 ημέρες αδείας (22 X 4 : 12), και εκ περιτροπής, 3 ημέρες αδείας [(7,5 μήνες Χ 25/5) 37,5/300 Χ 22], και, επομένως, αποδοχές συνολικού ύψους 616 ευρώ (10 ημέρες αδείας Χ 1,2/25 Χ 1.283,42), ενώ για επίδομα αδείας δικαιούται το ποσό των 308 (427 : 2) ευρώ (άρθρα 38 παρ. 10 του ν. 1898/, 2 παρ. 1 και 2 του αν 539/1945), και για επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2012, δικαιούται, ως αναλογία αυτού, για το χρονικό διάστημα από 1-14/5/2012, το ποσό των 76 (14/19 Χ 2/25 Χ 1.283,42) ευρώ, και για το χρονικό διάστημα από τις 14/5 έως τις 31/12/2012, το ποσό των 243 (225/19 Χ 2/25 Χ 1.283,42 Χ 8/40) (ΥΑ 19040/1981) ευρώ, δηλαδή συνολικά των 319 ευρώ. Επομένως, για όλες τις παραπάνω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 8.858 ευρώ.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές αμφότερες οι εφέσεις και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις της που δεν πλήττονται με λόγο αυτών (ΑΠ 207/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της δικαστικής κρίσης, αναγκαίως δε, αφού η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε μετά από παραδοχή άλλων λόγων εφέσεως, και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), στη συνέχεια δε, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη από 12-6-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./13-6-2013) αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), να γίνει αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα για τη μνημονευόμενη στο σκεπτικό αιτία το ποσό των 5.945,54 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της ημέρας που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την εξόφληση, και να αναγνωριστεί ότι της οφείλει επιπλέον το ποσό των 8.858 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για μεν τα ποσά μισθών από τη λήξη του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, και για τις αποδοχές αδείας, το επίδομα αδείας και το επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2012 από την 1η Ιανουαρίου του έτους 2013 και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 182, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1 και 2, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 9-12-2013 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./10-12-2013) έφεση της ενάγουσας και την από 19-2-2014 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……/20-2-2014) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 6313/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΚΡΑΤΕΙ την από την από 12-6-2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/13-6-2013) αγωγή και δικάζει αυτήν κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (5.945,54), με τον νόμιμο τόκο από την από την επομένη της ημέρας που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα οκτώ (8.858) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για μεν τα ποσά των μισθών από τη λήξη του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, και για τις αποδοχές αδείας, το επίδομα αδείας και το επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2012, από την 1η Ιανουαρίου του έτους 2013 και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 15-6-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ