ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (Τμήμα 3ο)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (εργατικών) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 364/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα, Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Του εκκαλούντος-εφεσίβλητου, ……………….. ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Μαρίας Ανάγνου.
Της εφεσίβλητης-εκκαλούσας, εδρεύουσας στον ………… (οδός ……..) εταιρείας με την επωνυμία «……….» (Α.Φ.Μ ……….), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παναγιώτη Μπαλακτάρη.
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 12-7-2017 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………/25-7-2017) αγωγή του και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 421/2018 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε αυτό κατά τόπον αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η υπόθεση για να δικαστεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, όπου επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 7-3-2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.) κλήση του ενάγοντος. Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 188/2019 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, όπως διορθώθηκε με την υπ’αριθμ. 1358/2021 απόφασή του, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων με την από 9-1-2021 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. ……../18-1-2021) έφεσή του και η εναγομένη με την από 31-5-2021 (με αύξ.αριθ.εκθ.καταθ…………./1-6-2021) έφεσή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι οποίες προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο της 3-2-2022 και μετ’αναβολήν την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι φερόμενες αρμοδίως προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) : Α) από 9-1-2021 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. …………/18-1-2021) υπό στοιχ. Α΄έφεση του ενάγοντος και Β) από 31-5-2021 (με αύξ.αριθ.εκθ.καταθ………../1-6-2021) υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης, ως μερικώς ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ. 188/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, και δέχθηκε εν μέρει την από 12-7-2017 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………/25-7-2017) αγωγή του ενάγοντος κατά της εναγομένης, περί καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, αποζημίωσης απολύσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ 1 και 517 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο)], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 του ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, και εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς.
Ο ενάγων, ισχυρίστηκε στην αγωγή του, ότι δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη στην επιχείρηση της εναγομένης τον Φεβρουάριο του έτους 2002, ως προϊστάμενος λογιστηρίου, έναντι (μικτής) αμοιβής ύψους 5.200 ευρώ μηνιαίως. Ότι από το τέλος Ιανουαρίου 2017, η εναγομένη προέβη σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του, συρρικνώνοντας σταδιακά τα καθήκοντά του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, με σκοπό να τον εξαναγκάσει σε οικειοθελή αποχώρηση και ότι τελικώς στις 4-5-2017 αρνήθηκε να αποδεχτεί τις υπηρεσίες του, γεγονός που ο ίδιος θεώρησε ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, όπως της δήλωσε στην από 8-5-2017 εξώδικη διαμαρτυρία και δήλωσή του, που της απέστειλε, απευθυνόμενος ταυτόχρονα και στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ακολούθως, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 80.357,33 ευρώ, για δεδουλευμένες αποδοχές και αποζημίωση απολύσεως, όπως ειδικότερα αναλύονται, καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς του, με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά του έξοδα.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 188/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε αυτή ορισμένη και νόμιμη, και δεκτής γενομένης εν μέρει και της έντασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, έγινε ακολούθως δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 9.256 ευρώ, εντόκως, και επιβλήθηκε σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που καθορίστηκε στο ποσό των 700 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι με τις εφέσεις τους, και για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό, μετά την τυπική παραδοχή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και να γίνει δεκτή στο σύνολό της και να απορριφθεί αντίστοιχα η αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα καθενός σε βάρος του αντιδίκου τους.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 3755/1957, ο εργοδότης που αρνήθηκε να χορηγήσει στον μισθωτό τη νόμιμη κατ` έτος άδειά του, υποχρεούται, μόλις λήξει το έτος κατά το οποίο ο μισθωτός δικαιούται την άδεια, να καταβάλει σε αυτόν: α) τις αποδοχές που αντιστοιχούν στις ημέρες της άδειας και β) προσαυξήσεις των αποδοχών αυτών κατά 100% (δηλαδή τις αποδοχές άδειας στο διπλάσιο). Η προσαύξηση αυτή θεωρείται αστική κύρωση της υπερημερίας του εργοδότη, για τον λόγο αυτό και προϋποθέτει υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και στον βαθμό της ελαφράς αμέλειας (άρθρο 300 ΑΚ), η οποία όμως (υπαιτιότητα) δεν υπάρχει, όταν ο μισθωτός δεν ζήτησε την άδεια, οπότε και δεν δικαιούται την προσαύξηση [ΑΠ 922/2022, ΑΠ 1970/2017, ΑΠ 1180/2017, ΕφΑθ (Μον) 1531/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Για να είναι δε ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται η καταβολή στον μισθωτό προσαύξησης των αποδοχών άδειας κατά 100%, λόγω μη χορήγησής της εντός του έτους κατά την οποία την εδικαιούτο, απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφό της, εκτός των άλλων, ότι αυτός υπέβαλε αίτημα προς τον εργοδότη για τη χορήγηση της άδειάς του και ο τελευταίος, από υπαιτιότητά του, δεν την χορήγησε [ΑΠ 1043/2018, ΕφΑθ (Μον) 2877/2022, ΕφΑθ (Μον) 5618/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την αγωγή του επεδίωκε, μεταξύ άλλων, και την προσαυξημένη καταβολή αποζημίωσης αποδοχών αδείας των ετών 2016 και 2017, επικαλούμενος ότι του είχε χορηγηθεί άδεια υπολειπόμενη της κανονικής, χωρίς όμως να εκθέτει ότι ο ίδιος ζήτησε αυτούσια την άδεια για τις λοιπές ημέρες της αδείας του από την εναγομένη και αυτή αρνήθηκε να του τις χορηγήσει. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε το συγκεκριμένο κονδύλιο ως κατ’ουσίαν βάσιμο. Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα, όμως, το κεφάλαιο αυτό της αγωγής, με μόνη την επίκληση του νόμου, που προβλέπει τη χορήγηση της αποζημίωσης αδείας, χωρίς την επίκληση των αναγκαίων περιστατικών για την εφαρμογή του, κατά τα ως άνω στη μείζονα σκέψη εκτιθέμενα, είναι αόριστο. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, γεγονός που έχει την εξουσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης [ΑΠ 489/2021, ΕφΠειρ(Μον 79/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], και να απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, ως προς αυτό και χωρίς ειδικό παράπονο, αφού απλή αντικατάσταση αιτιολογιών της εκκαλουμένης δεν αρκεί διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό και διαφορετικό δεδικασμένο [ΕφΘεσ (Μον) 879/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], ενώ δεν επέρχεται και χειροτέρευση της θέσης της εκκαλούσας, η οποία σημειωτέον επικαλείται αοριστία της αγωγής, εντοπίζοντάς την σε άλλο ζήτημα. Συνεπώς, πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της υπό στοιχ. Β΄έφεσης να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, και να απορριφθεί η αγωγή ως αόριστη.
Από την εκτίμηση της κατάθεσης των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ………. και ………….., που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 7-11-2017 και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’αριθμ. 421/2018 οριστική απόφασή του, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, τις υπ’αριθμ. … και …../6-11-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………. και …………, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ιλίου και Περιστερίου, αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-κατ’αρθρο 421 του ΚΠολΔ-κλήτευση της εναγομένης (σχετ. η υπ’αριθμ. έκθεση επιδόσεως το Εφετείο Αθηνών, ……), τις υπ’αριθμ. …… και ……./3-11-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……. και …………, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών και την υπ’αριθμ. ……/6-11-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …… ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν εμπρόθεσης και νομότυπης, κατά τα άνω, κλήτευσης του ενάγοντος (σχετ. οι υπ’αριθμ. …/31-10-2017 και ….. Β/1-11-2017 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων την 1-2-2002, ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη, ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία, η οποία αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία απασχολούνταν τα –τρία εν συνόλω-αδέρφια ……… και άλλα μέλη της οικογενείας τους, με αντικείμενο δραστηριότητας την προμήθεια τροφίμων κυρίως σε φορείς του Δημοσίου, ως λογιστής και δη προϊστάμενος λογιστηρίου. Σε εκτέλεσή της προσέφερε έκτοτε τις υπηρεσίες του, αντί μηνιαίου μισθού που σταδιακά διαμορφώθηκε στο ποσό των 5.200 ευρώ. Προϊόντος του χρόνου, αναπτύχθηκε μεγάλη εμπιστοσύνη μεταξύ του μοναδικού εταίρου της εναγομένης, ……. αλλά και του ορισθέντος διαχειριστή και αδερφού του, …….., και του ενάγοντος, και μέχρι το έτος 2016 η συνεργασία τους ήταν άψογη και ο ίδιος συνεπής στις έναντι της εταιρείας υποχρεώσεις του. Είχε ευρεία καθήκοντα, όντας υπεύθυνος για τη σύνταξη του ισολογισμού και των οικονομικών εν γένει καταστάσεων, των δηλώσεων εισοδήματος της εταιρείας, για την ορθή λειτουργία των λογιστικών προγραμμάτων, την καταχώριση των παραστατικών και την καταγραφή εσόδων-εξόδων, την εκτέλεση πληρωμών και εισπράξεων, για τη συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς κα., με αποτέλεσμα να έχει και την ιδιότητα του οικονομικού διευθυντή. Περί τα μέσα του έτους 2015, συνεστήθη με πρωτοβουλία του, η κεφαλαιουχική επίσης εταιρεία με την επωνυμία «. . ….» και τον διακριτικό τίτλο «….», με μετοχικό κεφάλαιο 10.000 ευρώ, στην οποία, εκτός από τον ίδιο, συμμετείχαν ο ……, ο …… και ο …….., με το ίδιο ποσοστό ο καθένας (25 %). Αντικείμενο δραστηριότητάς της ήταν, μεταξύ άλλων, το γενικό εμπόριο τροφίμων, ποτών, καπνικών, καλλυντικών, φρούτων, λαχανικών κα. και ο ………. δέχθηκε να συμμετάσχει προσωρινά, μετά από προτροπή του ενάγοντος, σε μία προσπάθεια να τον βοηθήσει στο επιχειρηματικό αυτό εγχείρημά του, που αφορούσε κυρίως τον χώρο του λιανικού εμπορίου και όχι τους διαγωνισμούς του δημοσίου, όπου κυρίως δραστηριοποιείτο η εναγομένη, με απώτερο στόχο την επαγγελματική ανεξαρτητοποίησή του. Αρχικά, για να ενισχυθεί η εταιρεία στο ξεκίνημά της, αποφασίστηκε να λειτουργήσει στην έδρα της εναγομένης, χρησιμοποιώντας την αποθήκη της και τα μεταφορικά της μέσα, γεγονός γνωστό και αποδεκτό κατ’αρχήν από τον …….. Ακόμη, έγινε πρόταση στον οδηγό της εναγομένης και έμπιστο του ενάγοντος, …….., να ετοιμάζει και παραδίδει τις παραγγελίες της, απασχολούμενος για τον σκοπό αυτό πέραν του ημερήσιου ωραρίου του, ενώ φέρονται ότι προσελήφθησαν τρία ακόμη άτομα. Η νέα εταιρεία προμηθευόταν εμπορεύματα από την εναγομένη με πίστωση, γεγονός που αποτελούσε επίσης σημαντική γι’αυτήν βοήθεια κατά την έναρξη της δραστηριότητάς της. Περί τον Ιούνιο του έτους 2016 ο ενάγων συνέστησε με πρωτοβουλία του μία ακόμη εταιρεία (…….), με σκοπό τη λειτουργία επιχείρησης μαζικής εστίασης εντός κλειστού παιδότοπου, με συμμετοχή του ……… (51 %), ορισθέντος ως διαχειριστή, του ……… (38 %) και του ενάγοντος (11 %), φερόμενου, ως εκπροσωπούντος τον ………. Συγκεκριμένα, στο από 15-6-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό που φέρονται ότι συνυπέγραψαν οι εταίροι, αναγράφεται πράγματι ότι ο ενάγων συμμετείχε για λογαριασμό του ……… και ότι οι εταίροι, πλέον της αξίας της μερίδας τους, κατέβαλαν, ο ……. το ποσό των 190.000 ευρώ, ο …….. των 40.000 ευρώ και ο …….. των 35.000 ευρώ. Επίσης, προσκομίζεται από τον ενάγοντα και μία υπεύθυνη δήλωση των άνω δύο εταίρων και δική του, στην οποία αναγράφεται ότι στον εξ αυτών ……., ως διαχειριστή της, καταβλήθηκαν για λογαριασμό του ………, 33.678,35 ευρώ, τμηματικά με επιταγή ή μετρητά από τον ενάγοντα ή τον …….. Ενώπιον, ωστόσο, του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά την εκδίκαση της σε βάρος του ενάγοντος κατηγορίας για την πράξη της υπεξαίρεσης, έγινε αναφορά σε-μη προσκομιζόμενη στην παρούσα δίκη- υπεύθυνη δήλωση του ανωτέρω …………, στην οποία αυτός φέρεται να δηλώνει ότι ο ………. ουδέποτε υπήρξε εταίρος στην εν λόγω εταιρεία ούτε ποτέ ο ίδιος έλαβε χρήματα εκ μέρους του. Περί τα μέσα του θέρους, η ………. δεν είχε τα αναμενόμενα έσοδα και έτσι κράτησε μόνον έναν πωλητή και τον οδηγό της εναγομένης, ενώ άρχισε να εκφράζεται δυσαρέσκεια από την πλευρά του ……….. για την παραμέληση των εργασιών τους –ενάγοντος και οδηγού-στην εναγομένη και για το ήδη υφιστάμενο χρέος της νέας εταιρείας έναντι αυτής, που είχε ανέλθει σε 20.000 ευρώ. Παράλληλα, εξαιτίας προφανώς των λόγων αυτών, άρχισε να ζητά την αποχώρηση της ……. από τις εγκαταστάσεις της εναγομένης καθώς και τον έλεγχο των δοσοληψιών μεταξύ των εταιρειών, τον οποίο ο ενάγων απέφευγε. Σημειώνεται ότι προϊόντος του χρόνου και ο οδηγός που χρησιμοποιούσε ο ενάγων βρέθηκε σε δύσκολη θέση διότι, πέραν της παραμέλησης των καθηκόντων του, διαπίστωνε την επιβάρυνση της εναγομένης και με λειτουργικά έξοδα της νέας εταιρείας, όπως ήταν η αγορά καυσίμων για τα δρομολόγια παράδοσης των προϊόντων στους πελάτες της, εν αγνοία του ……….., ενώ ο ενάγων, όπως δήλωσε στην ένορκη βεβαίωσή του, φέρεται ότι του είχε εκφράσει τη βούλησή του να αποσπάσει πελάτες της, εισερχόμενη τεχνηέντως στους τομείς που και η ίδια δραστηριοποιείτο. Παράλληλα, εκφραζόταν απαξιωτικά για το πρόσωπο του ……, αποδεικνύοντας έτσι με σαφήνεια ότι είχε ήδη αποστασιοποιηθεί από την εργοδότιδά του, την οποία χρησιμοποιούσε ως μέσον για την επίτευξη των προσωπικών του επιδιώξεων. Περί τον μήνα Αύγουστο του ίδιου έτους ο ……… διαπίστωσε ότι τα προϊόντα που διατίθεντο στην ……… κοστολογούνταν στην τιμή αγοράς τους από την εναγομένη, γεγονός που προκάλεσε την αντίδρασή του. Το επόμενο διάστημα, πέραν της κατάχρησης τρόπον τινά της βοήθειας που ο ίδιος είχε προσφέρει στον ενάγοντα μέχρι τότε, παρέχοντάς του πίστωση στις μεταξύ τους συναλλαγές και αποδεχόμενος τη χρήση των αποθηκών της εναγομένης αλλά και του οδηγού της, ο ενάγων επέδειξε ασυνέπεια και ολιγωρία για τα συμφέροντα της εργοδότιδάς του. Περί τα τέλη του έτους 2016 καλούσε προμηθευτές προς εξόφληση απαιτήσεων της εναγομένης και, προφασιζόμενος δικαιολογίες, ανέβαλε την πληρωμή τους, ενώ παρέλειψε να ενημερώσει την εταιρεία για προσφερόμενη σημαντική έκπτωση (5 %) από την εταιρεία «………» για αγορές ετήσιες άνω των 200.000 ευρώ. Κατόπιν αυτών, οι σχέσεις ενάγοντος και ………. διαταράχθηκαν και κλονίστηκε η εμπιστοσύνη του τελευταίου προς το πρόσωπό του, με αποτέλεσμα, ο πρώτος, κατά το κλείσιμο της αποθήκης την περίοδο των εορτών του έτους 2016, να ζητήσει από όλους τους υπαλλήλους της εναγομένης να προβούν σε καταμέτρησή της. Κατ’αυτήν διαπιστώθηκε αταξία, δηλαδή ασυμφωνία των προϊόντων που λογιστικά έπρεπε να βρίσκονται εκεί και εκείνων που πραγματικά καταμετρήθηκαν με φυσικό τρόπο, τα οποία ήταν λιγότερα γιατί είχαν διοχετευθεί στην ………., γεγονός που προκάλεσε εκ νέου την έντονη αντίδραση του …….., ο οποίος ζήτησε εξηγήσεις από τον ενάγοντα, χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Η δυσαρέσκεια του …….. ήταν πρόδηλη, καθώς ο ίδιος, όχι μόνον είχε δεχθεί να βοηθήσει τον ενάγοντα στην επιχειρηματική του προσπάθεια, αλλά του διέθεσε τον χώρο της εναγομένης και χρήματα, ενώ επέδειξε και ανοχή στην παραμέληση των καθηκόντων του και την βλάβη των συμφερόντων της εναγομένης για ένα περίπου εξάμηνο, πριν επέλθει ρήξη στις σχέσεις τους.
Οι αιτιάσεις του ενάγοντος ότι οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν όταν εκείνος άρχισε να διαμαρτύρεται για τις κοινές δραστηριότητές τους σε άλλες επιχειρήσεις (ενν. …. και ……..) και για τον τρόπο καταχώρησης συναλλαγών στα βιβλία της εναγομένης, τον οποίο φέρεται μάλιστα να επιβεβαιώνει και η …. στην ένορκη βεβαίωσή της, δεν ανταποκρίνεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στην πραγματικότητα, με βάση όσα προεκτέθηκαν. Εξάλλου πρόκειται για ισχυρισμούς εντελώς αόριστους που παρέμειναν αδιευκρίνιστοι μέχρι και την απολογία του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου (29-10-2021).
Την ίδια εποχή υπήρξε ενδιαφέρον αγοράς της εναγομένης από Κύπριο επιχειρηματία, συνεργάτη της, τον οποίο γνώριζε και ο ενάγων και αυτός ενδεχομένως ήταν και ο λόγος που δεν υπήρξε καμία μεταβολή στη σχέση εργασίας του. Ο υποψήφιος αγοραστής, όπως είναι ευνόητο, ζήτησε τον λογιστικό και οικονομικό έλεγχο της εταιρείας αλλά και των εταιρειών ……. και ….., καθώς οι εταιρείες αυτές δεν είχαν την προσδοκώμενη πορεία και ατόνησε το ενδιαφέρον του ενάγοντος, μετά και τη διαπίστωση ότι η συνεργασία του με τον …. …. δεν θα προχωρήσει. Ο έλεγχος ανατέθηκε στις 10-2-2017 στον ορκωτό λογιστή …….. Αυτός, πέραν της απροθυμίας του ενάγοντος να τον συνδράμει, στην παροχή στοιχείων, που ήταν απαραίτητα για τον έλεγχο, και διευκρινίσεων για το ζήτημα της ασυμφωνίας των στοιχείων της αποθήκης, για το οποίο ο ενάγων απέστειλε το ισοζύγιο της αποθήκης μόλις στις 12-4-2017 που και αυτό δεν ήταν διαφωτιστικό, διαπίστωσε μεγάλη λογιστική αταξία την οποία έχει αποτυπώσει στην από 19-4-2017 έκθεση ελέγχου του, για την οποία υπεύθυνος ήταν ο ενάγων ως εκ της ιδιότητάς του. Επανέλαβε μάλιστα τις διαπιστώσεις του και ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου, απαντώντας πειστικά και χωρίς αντιφάσεις στις ερωτήσεις όλων των παραγόντων της δίκης. Ειδικότερα, διαπίστωσε, μεταξύ άλλων : 1) Ασυμφωνία της αποθήκης, για την οποία οι υπεύθυνοι δήλωσαν ότι υπήρχαν οδηγίες του ενάγοντος όταν διαπίστωναν αρνητικά υπόλοιπα να προβαίνουν σε εγγραφές τακτοποίησης ώστε να μην εμφανίζονται πλέον αυτά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σαφής εικόνα και για τα έσοδα της εταιρείας, 2) πιστωτικό υπόλοιπο στον λογαριασμό των πελατών εσωτερικού ύψους 4.583.207,94 ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει έλλειψη λογιστικής οργάνωσης και αδυναμία στο μηχανογραφικό σύστημα, 3) Υπόλοιπο ταμείου 843.068,57 ευρώ, το οποίο δεν ανευρέθη. Γενικά από τον έλεγχο προέκυψε ασυμφωνία των διαθεσίμων με τα παραστατικά των υποκαταστημάτων και διατυπώθηκε το συμπέρασμα ότι ο τρόπος που παρακολουθούνται οι εισπράξεις εγκυμονεί κινδύνους και υπήρχαν αναλήψεις που δεν αποτυπώνονταν στα βιβλία, ενώ ήταν πιθανόν να προκύψουν και υποχρεώσεις προς το δημόσιο ελλείψει φορολογικού ελέγχου από το έτος 2010. Επιπλέον, ο εν λόγω ορκωτός λογιστής βεβαίωσε ότι ο ενάγων του δήλωσε ότι είχε δαπανήσει το ποσό των 30.000 ευρώ για τη συμμετοχή του στην …… και μία άλλη εταιρεία (πιθανώς την εταιρεία ……. για την οποία δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία) και των 34.000 ευρώ για τη συμμετοχή του στην εταιρεία …….. ., χωρίς αυτά να αποτυπωθούν στα βιβλία της εταιρείας. Εξαιτίας της έκθεσης αυτής ο υποψήφιος αγοραστής ανακάλεσε την πρόταση εξαγοράς της εναγομένης, μνημονεύοντας μάλιστα στην από 2-5-2017 επιστολή του την μη συνεργάσιμη συμπεριφορά του ενάγοντος. Στο χρονικό αυτό διάστημα, που μεσολάβησε από την ανάθεση του ελέγχου έως την παράδοση της σχετικής έκθεσης, διαπιστώθηκε επίσης ότι ο ενάγων είχε εκδώσει-για την ακρίβεια συμπληρώσει ως προς τα λοιπά στοιχεία τους πλην της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου της εκδότριας εναγομένης- και παραδώσει σε προμηθευτές της εναγομένης επιταγές, συνολικής αξίας περί τις 80.000 ευρώ, με ημερομηνίες εκδόσεως από τις 10/3 έως τις 30/4/2017, χωρίς να τις καταχωρήσει στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας ούτε και να ενημερώσει τον ………. ή τη βοηθό του και ανηψιά του τελευταίου, ………, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσουν να μην πληρωθούν και σφραγιστούν από τους λήπτες τους, οι οποίοι, ωστόσο, ενημέρωσαν την εναγομένη, λόγω της επιτυχούς μέχρι τότε συνεργασίας τους. Η …….., διαπίστωσε επίσης εσφαλμένες εγγραφές αναφορικά με τις φορολογικές-ασφαλιστικές υποχρεώσεις της εναγομένης, ενώ το χρέος της …….. μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2017 είχε ήδη ανέλθει στο ποσό των 53.653,73 ευρώ, και χρειάστηκε να εγείρει η εναγομένη αγωγή κατ’αυτής για την είσπραξη του ανεξόφλητου τελικά υπολοίπου (50.553,73 ευρώ), που εκκρεμεί μέχρι σήμερα, ενώ κάποιοι εργαζόμενοι είχαν παραπονεθεί για εριστική συμπεριφορά του ενάγοντος. Σύμφωνα, επίσης, με το κείμενο της από 10-10-2017 έγκλησης της εναγομένης κατά του ενάγοντος για την πράξη της υπεξαίρεσης, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, στις 24-1-2017 κοινοποιήθηκε στην εναγομένη απόφαση του Τμήματος Δημοπρασιών της Διεύθυνσης Προμηθειών και Αποθηκών της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών του Δήμου Αθηναίων, περί αποκλεισμού της από τη Σύμβαση Ανάδειξης Προμηθευτών-Χορηγητών με χρήση ηλεκτρονικών μέσων προμήθειας αναλωσίμων και ειδών παντοπωλείου για την κάλυψη των αναγκών του Δήμου, προϋπολογισμού 1.500.000 ευρώ, εκ του λόγου ότι είχε υποβάλει ελλιπή δικαιολογητικά, αρμοδιότητα που αναγόταν στα καθήκοντα του ενάγοντος, ενώ η ίδια δεν συμμετείχε σε δύο ακόμη διαγωνισμούς, που αφορούσαν τα νοσοκομεία Αθηνών, «….» και «……….», για τους οποίους δεν είχε σχετική ενημέρωση, όπως έπρεπε, από αυτόν. Επίσης, ο ενάγων διέγραψε τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχε ανταλλάξει η εναγομένη με δημόσιες υπηρεσίες για διάφορα ζητήματα, σχετιζόμενα με διαγωνισμούς, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί η παρέμβαση τεχνικού για την επιτυχή ανάκτησή τους. Σημειώνεται ότι ο ………………. δεν είχε πρόσβαση σε καμία ηλεκτρονική διεύθυνση και η ηλεκτρονική διεύθυνση της εταιρείας (……………..) ήταν προσβάσιμη μόνον από τον υπολογιστή του ενάγοντος, ως οικονομικού διευθυντή.
Το ίδιο διάστημα, ωστόσο, και συγκεκριμένα από τα τέλη Ιανουαρίου 2017 και κυρίως από την παροχή εντολής ελέγχου και μέχρι την ολοκλήρωσή του, ο ………… αφαίρεσε σταδιακά αρμοδιότητες από τον ενάγοντα, το οποίο, πέραν του ότι επιβεβαιώθηκε πλήρως, εκτός από τον ίδιο και τις ενόρκως εξετασθείσες μάρτυρες, ……, εξαδέλφη του προαναφερθέντος ……., και ………, που προσελήφθησαν με τη μεσολάβησή του και εξακολουθούσαν να εργάζονται, ως υπάλληλος γραφείου και βοηθός λογιστή της εναγομένης, αντίστοιχα, και κατά τον χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσής τους με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγετο, ήταν αναμενόμενο και συμβατό με τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ ……. και ενάγοντος. Παράλληλα, ο ίδιος επιδείκνυε αντισυναδελφική συμπεριφορά και αδιαφορία περί την εργασία του (εριστικότητα στους συναδέλφους, μη καταχώρηση επιταγών, αδιαφορία για διαγωνισμούς στους οποίους μπορούσε να συμμετέχει η εναγομένη, καθυστέρηση προσέλευσης ή απουσία την οποία απλώς ανακοίνωνε στον ανωτέρω). Επισημαίνεται ιδιαιτέρως ότι, παρ’ότι η εναγομένη αρνείται την αφαίρεση αρμοδιοτήτων από τον ενάγοντα, και οι εργαζόμενοί της στις προσκομιζόμενες υπεύθυνες δηλώσεις τους δεν κάνουν καμία αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, οι … και …., την επιβεβαιώνουν και μάλιστα με συγκεκριμένες αναφορές και χρονικές περιόδους. Άλλωστε, η αιφνίδια αποχώρηση του ενάγοντος στις 4-5-2017, με αφορμή τον αποκλεισμό της πρόσβασής του στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή, που συνεπαγόταν πλήρη αποστέρηση αρμοδιοτήτων, όπως ισχυρίστηκε, ή, κατά την εκδοχή της εναγομένης, αναίτια και εν πάσει περιπτώσει για ασήμαντη αφορμή, δεν θα ήταν λογικό να συμβεί αν δεν είχαν προηγηθεί αυτή η αφαίρεση αρμοδιοτήτων του. Επιπλέον, αυτή συνδεόταν λογικά και με τη διαπίστωση σταδιακά από τον ελεγκτή …….., της λογιστικής και μηχανογραφικής αταξίας που υπήρχε στην εταιρεία, από δική του υπαιτιότητα (ενν. του ενάγοντος), και είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του. Έτσι, αρχικά δόθηκε εντολή να μην μεταφέρονται οι τηλεφωνικές κλήσεις προμηθευτών και πελατών προς αυτόν, και στη συνέχεια, σταδιακά, να απευθύνονται οι υπάλληλοι στη βοηθό λογιστή κ. …….., από το τέλος Φεβρουαρίου να του απαγορευθεί η πληρωμή προμηθευτών με επιταγές και η πρόσβαση στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της εταιρείας, μέσω του ηλεκτρονικού του υπολογιστή, από το τέλος Μαρτίου να μην του παραδίδονται τα φυσικά παραστατικά αγορών και πωλήσεων και από τις αρχές Απριλίου 2017 να αφαιρεθούν όλοι οι φάκελοι που υπήρχαν στο γραφείο του. Ο ενάγων δεν αντέδρασε ούτε διαμαρτυρήθηκε, προφορικά ή εγγράφως, έστω με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τον ……., διότι η στάση της εναγομένης εξυπηρετούσε απολύτως την επιδίωξή του να προκαλέσει την απόλυσή του, εισπράττοντας την αποζημίωση απολύσεως.
Αναφορικά, ειδικότερα, με το ποσό των 64.000 ευρώ, που ο ενάγων φέρεται να παραδέχθηκε ότι παρακράτησε από έσοδα της εναγομένης, προκειμένου να το διοχετεύσει στις εταιρείες ……… και …………, είναι βέβαιον ότι είχε τη δυνατότητα να το πράξει, διότι παρά το γεγονός ότι ο κύριος όγκος των συναλλαγών της ήταν με το δημόσιο και γίνονταν υποχρεωτικά μέσω τραπέζης, ο ίδιος εισέπραττε και μετρητά χρήματα (πχ. από κρατουμένους κάθε Παρασκευή) των ετών 2015 έως τέλος 2016, σε μία εταιρεία, όπως η εναγομένη, με μικτό κέρδος περί τα 6 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Άλλωστε, υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του και δεν υπήρχε φυσικό ταμείο στην εταιρεία. Η έλλειψη αυτή ήταν και ο λόγος που ο ελεγκτής διαπίστωσε το έλλειμμα των 843.068,57 ευρώ. Η παρακράτηση του ποσού αυτού επιβεβαιώνεται πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από την κατάθεση του ………. και την έκθεσή του, για την αξιοπιστία του οποίου δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει το Δικαστήριο, παρά τα όσα αντιθέτως του προσάπτει ο ενάγων, χωρίς ωστόσο να έχει προβεί σε καμία ενέργεια σε βάρος του. Εξάλλου, κρίνεται πειστική και σαφής και η ένορκη κατάθεση του ………. ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Έτσι, όπως ο τελευταίος βεβαίωσε, το από 15-6-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό και η από 18-1-2017 υπεύθυνη δήλωση που προαναφέρθηκαν συντάχθηκαν πράγματι εκ των υστέρων, περί τον Απρίλιο του έτους 2017, μετά από παρακλήσεις του ενάγοντος προς αυτόν, προκειμένου να μην θεωρηθεί ότι υπεξαίρεσε το ποσό αυτό. Τελικά, εφόσον ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή, ο ……………., άλλαξε στάση και αποφάσισε να υποβάλει μήνυση, διευκρινίζοντας στη συνέχεια τον πραγματικό λόγο της σύνταξής τους. Η προσυπογραφή τους δε από τους λοιπούς εταίρους, δηλαδή πρόσωπα φίλα προσκείμενα προς τον ενάγοντα, δεν αναιρούν την παραδοχή αυτή. Αντίθετο συμπέρασμα ότι δηλαδή τα χρήματα αυτά δόθηκαν εν γνώσει και για λογαριασμό του ……….. δεν μπορεί να συναχθεί από την κατάθεση του …….., ο οποίος δεν είχε επαφές με αυτόν και όσα γνωρίζει αποτελούν πληροφορίες που του μετέφερε ο ίδιος ο ενάγων. Ούτε επίσης συνάγεται κάποιο συμπέρασμα από την προτροπή του ελεγκτή να καταβληθεί στον τελευταίο το ποσό των 15.000 ευρώ, ως αποζημίωση απολύσεως, λαμβάνοντας υπόψη τα ποσά που ο ίδιος είχε παρακρατήσει, προκειμένου να αποφευχθεί η δικαστική αντιδικία τους. Πάντως, ούτε και μετά τον οικονομικό έλεγχο η εναγομένη προέβη σε ρητή καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ο οποίος πρότεινε στον ………… να πάρει τα υποτιθέμενα μερίδιά του από τις δύο παραπάνω εταιρείες, ενώ εκείνος ζητούσε από τον ενάγοντα να του επιστρέψει τα οφειλόμενα και να κρατήσει εκείνος τα μερίδιά του, χωρίς να καταλήξουν σε κάποια λύση. Τέλος, αναφορικά με το περιστατικό της 4-5-2017 αποδείχθηκε ότι, είχαν προηγηθεί δύο ημέρες απουσίας του ενάγοντος (2 και 3/5/2017) για την οποία είχε γίνει απλώς ενημέρωση της εναγομένης. Να σημειωθεί ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 28/4 έως 1/5/2017, πραγματοποιήθηκαν εργασίες αναβάθμισης του συστήματος ασφαλείας και βελτίωσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών που ήταν εγκατεστημένοι στην εναγομένη, οι οποίες επομένως είχαν ολοκληρωθεί εκείνη την ημέρα (σχετ. έγγραφο της …….). Ο ενάγων προσήλθε στην εργασία του και διαπίστωσε ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής του δεν λειτουργούσε, ενώ χρήση έτερου υπολογιστή της εταιρείας έγινε μετά βεβαιότητας, αφού έλαβε χώρα έκδοση τιμολογίων εκείνη την ημέρα (προς τα νοσοκομεία «….» και «….»). Ζήτησε έλεγχο των παραστατικών των πωλήσεων και των αγορών αλλά δεν του επετράπη να το πράξει. Στη συνέχεια αναχώρησε και μετέβη στο υποκατάστημα της Επιθεώρησης Εργασίας στη Νίκαια όπου υπέβαλε αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς περί ώρα 10 (σχετ.η από 4-5-2017 υπ’αριθμ. πρωτ. ……../….. αίτησή του), στην οποία εξέθεσε ό,τι είχε προηγηθεί και επιπλέον έκανε λόγο για φραστική επίθεση εκ μέρους του διαχειριστή. Επακολούθησε συζήτηση στις 29-5-2017, κατά την οποία προτάθηκε από την πλευρά του ενάγοντος να εξακολουθήσει να προσφέρει την εργασία του, που δεν έγινε αποδεκτό, παρ’ότι μάλιστα με εξώδικό του ήδη από τις 8-5-2017 είχε δηλώσει προς την εναγομένη ότι θεωρεί τη συμπεριφορά της, όπως αυτή έχει ήδη εκτεθεί, ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, και ζήτησε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, απέχοντας έκτοτε από τα καθήκοντά του.
Με βάση όσα προεκτέθηκαν, συνάγεται ότι, πριν από το τέλος του έτους 2016 προηγήθηκε μία μεγάλη περίοδος υπαίτιας πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του ενάγοντος, ο οποίος παραμελούσε την εργασία του προκειμένου να ασχοληθεί με τη λειτουργία της εταιρείας συμφερόντων του, …. αλλά και της ………, σε βάρος μάλιστα της εργοδότιδάς του, αφήνοντας απλήρωτες οφειλές από αγορές προϊόντων, επιβαρύνοντας τις λειτουργικές της δαπάνες, αλλοιώνοντας τα στοιχεία της αποθήκης της, και προμηθευόμενος προϊόντα από αυτήν στην τιμή αγοράς τους από την ίδια. Ο ισχυρισμός του ότι αυτό γινόταν κατόπιν συμφωνίας με τον μοναδικό εταίρο της, την οποία, όμως, ο ίδιος δεν επιβεβαιώνει, αντίκειται στη λογική, αφού η αναμενόμενη ρευστότητα από τις αγορές αυτές, αφενός ήταν περιορισμένη, αφού παρέμενε ανεξόφλητο υπόλοιπο συνεχώς διογκούμενο, και αφετέρου δεν θα μπορούσε να αποδώσει μακροπρόθεσμα, υπέρ της εναγομένης, εφόσον κατέβαλε εξ ιδίων χρήματα για προμήθεια εμπορευμάτων χωρίς κανένα κέρδος. Έτσι, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα ρευστότητα, δεν προσέφερε στην εναγομένη κανένα απολύτως όφελος. Η συμπεριφορά του συνεχίστηκε και αργότερα, όταν τέθηκε ζήτημα αγοράς της εναγομένης εκ μέρους τρίτου και ελέγχου των οικονομικών της, οπότε επέδειξε μεγάλη απροθυμία να βοηθήσει τον έλεγχο, διαβλέποντας προφανώς ότι θα αναδεικνυόταν η από υπαιτιότητά του λογιστική αταξία και αποβλέποντας πλέον στην απόλυσή του. Η συμπεριφορά της εναγομένης από την άλλη πλευρά, δια της αφαίρεσης αρμοδιοτήτων και ευχερειών, που μέχρι τότε είχε ο ενάγων, εμπίπτει στην έννοια της μονομερούς, βλαπτικής γι’αυτόν μεταβολής των όρων της εργασιακής συμβάσεως, επειδή αφενός ήταν αντίθετη προς τους όρους αυτής αλλά και της ιδιότητας του οικονομικού διευθυντή που είχε στην πορεία αποκτήσει και, αφετέρου, καταχρηστική, καθόσον η εναγομένη άσκησε το διευθυντικό δικαίωμά της υπερβαίνοντας, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν ο οικονομικός σκοπός του και η καλή πίστη (άρθρο 281 του ΑΚ) διότι η συρρίκνωση των εργασιακών καθηκόντων του δεν εξυπηρετούσε τους σκοπούς αυτού του δικαιώματός της, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης, αλλά οφείλεται στην προηγηθείσα πλημμελή συμπεριφορά του. Επομένως, η αποχώρηση του ενάγοντος στις 4-5-2017 και η μη επιστροφή στην εργασία του δεν είναι δηλωτική της βούλησής του να αποχωρήσει οικειοθελώς αλλά με τον τρόπο αυτό έκανε γνωστό στην εναγομένη ότι θεωρεί τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Η εναγομένη, ωστόσο, δεν του οφείλει αποζημίωση απολύσεως ούτε και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη μειωτική για την επαγγελματική του υπόσταση αφαίρεση αρμοδιοτήτων, διότι η ίδια κατήγγειλε τη σύμβασή του λόγω ουσιαστικά της υπαίτιας πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεών του και της επιζήμιας για τα συμφέροντά της συμπεριφοράς του, και ο τελευταίος επέδειξε κακοβουλία με αποκλειστικό σκοπό να την εξαναγκάσει να τον απολύσει για να εισπράξει τη νόμιμη αποζημίωση, γεγονός που καθιστά την ενάσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων του καταχρηστική με την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 1277/2021, ΑΠ 418/2021, ΑΠ 216/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε το αίτημα περί καταβολής αποζημίωσης απολύσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεχόμενη την ένταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που πρότεινε η εναγομένη, και εξετάζεται εκ νέου, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς να χρειάζεται επαναφορά της (ΑΠ 747/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ορθά κατ’αποτέλεσμα έκρινε, αν και με εν μέρει ελλιπή και διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται και συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας. Ως εκ τούτου πρέπει ο λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο ενάγων απουσίασε από την εργασία του στις 13 (Μ.Πέμπτη) και τις 18/4/2017, αποστέλλοντας μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στις 26-4-2017, λόγω ασθενείας, καθώς και στις 2 και 3/5/2017, κάνοντας χρήση κατά δήλωσή του στις 2-5-2017, της κανονικής του αδείας. Έλαβε για τον μήνα Απρίλιο το ποσό των 2.470 ευρώ, και εξακολουθεί να του οφείλεται, με βάση το αίτημα της αγωγής και τις άνευ αδείας ημέρες απουσίας του, το ποσό των 2.184 [5.070 – 2.470 – 416 (5.200 Χ 2/25)] ευρώ. Η εναγομένη επικαλείται απουσία του και άλλες ημέρες, τις οποίες δεν προσδιορίζει αλλά ούτε και αποδεικνύει. Επιπλέον, για τον μήνα Μαϊο, παρ’ότι δεν εργάστηκε, δικαιούται την αναλογία του μισθού του για όλες τις ημέρες, μέχρι τις 4-5-2017 που προσήλθε κανονικά για εργασία αλλά αυτή δεν κατέστη ουσιαστικά δυνατή, από υπαιτιότητα της εργοδότριάς του, ήτοι το ποσό των 832 (5.200 Χ 4/25) ευρώ, και συνολικά, για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 3.016 (2.184 + 832) ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στην κρίση ότι το οφειλόμενο στον ενάγοντα ποσό ανέρχεται σε 3.432 ευρώ έσφαλε εν μέρει περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος της υπό στοιχ.Β΄ έφεσης να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν. Επίσης, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, αποδεχόμενο καταβολή ποσού 4.516 ευρώ, εκ μέρους της εναγομένης, προεχόντως διότι δεν προτάθηκε παραδεκτώς σχετικός ισχυρισμός περί εξόφλησης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με προφορική προβολή του και αντίστοιχη καταχώρηση στα πρακτικά [ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 817/2014, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 28/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»], γεγονός που εξετάζεται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, εφόσον το συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης πλήττεται με λόγο της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, γενομένου αυτού δεκτού ως βάσιμου και κατ’ουσίαν. Απορριπτέος, τυγχάνει, τέλος και ο προταθείς και πρωτοδίκως, λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που απορρίφθηκε πρωτοδίκως σιωπηρώς, άνευ αιτιολογίας, όσον αφορά τα παραπάνω κονδύλια, αφού δεν αποδείχθηκαν περιστατικά που να καθιστούν τη σχετική αξίωση του ενάγοντος καταχρηστική, μη αρκούσης της κακοβουλίας του για τον εξαναγκασμό της εναγομένης σε απόλυσή του. Επισημαίνεται ότι, η εναγομένη, με τις προτάσεις της επί της υπό στοιχ. Β έφεσής της- και όχι της υπό στοιχ. Α΄έφεσης του ενάγοντος-πρότεινε απαραδέκτως τον οψιγενή ισχυρισμό περί εξόφλησης, που έλαβε χώρα μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αλλά και την άσκηση των εφέσεων.
Πλέον αυτών, λόγος αναστολής της διαδικασίας, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης για την πράξη της υπεξαίρεσης, ήδη εκδικασθείσας σε πρώτο βαθμό, κατά το σχετικό αίτημα του εκκαλούντος, κρίνεται ότι δεν συντρέχει, πρωτίστως διότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αξιολογήθηκαν ήταν επαρκή για τον σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης. Εξάλλου, η τέλεση ή μη εκ μέρους του ενάγοντος της πράξης αυτής, για την οποία διατυπώθηκε σχετική κρίση από το παρόν Δικαστήριο, δεν ήταν κρίσιμη για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, αφού αυτή στηρίχθηκε και σε άλλα πραγματικά περιστατικά. Επιπροσθέτως, η αναστολή αυτή δεν είναι υποχρεωτική για το πολιτικό δικαστήριο, αφού και ο δικονομικός νομοθέτης την εντάσσει στη διακριτική του ευχέρεια, και μάλιστα δίχως να δημιουργείται λόγος εφέσεως ή αναιρέσεως επί μη αποδοχής του σχετικού αιτήματος του διαδίκου, λαμβάνοντας υπόψη και την παρέλκυση που θα προκαλέσει η τυχόν αναστολή. Η αμετάκλητη ποινική απόφαση δεν θα δεσμεύει με δύναμη δεδικασμένου την παρούσα δίκη, λόγω του διακριτού δεδικασμένου των αποφάσεων κάθε δικαιοδοτικής λειτουργίας, πέραν του ότι δεν είναι εκ των προτέρων γνωστή η έκβαση της άνω ποινικής δίκης, καθώς είναι δυνατόν το ποινικό δικαστήριο να οδηγηθεί σε καταδικαστική απόφαση για τον νυν ενάγοντα, οπότε το τεκμήριο αθωότητας δεν θα ισχύει, και ο διαδρομών χρόνος της αναστολής θα καταστεί εκ του αποτελέσματος ατελέσφορος, συμβάλλοντας έτσι στην καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης. Άλλωστε, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το μη ενιαίο της έννομης τάξης, που εκφράζεται με τη διαφορετική φύση της διαδικασίας και της ευθύνης, στο αστικό και ποινικό δίκαιο αλλά και τους διαφορετικούς κανόνες κατανομής του βάρους απόδειξης που ισχύουν στην πολιτική και ποινική δίκη. Άλλωστε, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν αποκλείει τις αστικές διεκδικήσεις, διότι, πέραν του ότι το τεκμήριο αυτό ενεργοποιείται, μόνο όταν προσκομιστεί με επίκλησή της η αθωωτική ποινική απόφαση στο πολιτικό δικαστήριο, δεδομένης της αυτοτέλειας των αρμοδιοτήτων των δύο δικαιοδοσιών (ποινικής και πολιτικής), το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέστηκε ή όχι το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Έτσι, η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ’ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος, και συνακόλουθα, σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ και 14 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ενώ μία τέτοια θεώρηση προσκρούει και στο Σύνταγμα αφού δημιουργείται έτσι ένα είδος αποδεικτικής δεσμεύσεως, ένα νέο είδος δεδικασμένου, μη προβλεπόμενου από τον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αλλά ούτε και από άλλη διάταξη νόμου, καθώς και μία ένσταση επιγενόμενου αποκλεισμού της αδικοπρακτικής ευθύνης του αμετακλήτως αθωωθέντος. Έτσι, η απαλλαγή από την ποινική ευθύνη δεν συνεπάγεται αυτόματα την απαλλαγή από την αστική ευθύνη, ακόμη και στην περίπτωση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, ανεξάρτητα, μάλιστα, από το εάν έληξε ή όχι η ποινική διαδικασία με αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως, δοθέντος ότι μόνο το γεγονός ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της ποινικής διαδικασίας θα χρησιμοποιηθούν στην αστική δίκη, καθώς και ότι βάση της αστικής αξιώσεως για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος, δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρισθεί η συναφής (πολιτική) δίκη ως (δεύτερη) ποινική διαδικασία, που απαγορεύεται, βάσει της αρχής ne bis in idem [ΟλΑΠ 4/2020, ΕφΠειρ (Μον) 375/2021, ΕφΠατρ (Μον) 221/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές αμφότερες οι εφέσεις, να εξαφανιστεί ακολούθως η εκκαλουμένη στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται από την παρούσα ή δεν πλήττονται με λόγο έφεσης, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.016 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από τη λήξη του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 9-1-2021 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ. ……./18-1-2021) υπό στοιχ. Α΄ έφεση του ενάγοντος και την από 31-5-2021 (με αύξ.αριθ.εκθ.καταθ………../1-6-2021) υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 188/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΚΡΑΤΕΙ την από 12-7-2017 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………/25-7-2017) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων δεκαέξι (3.016) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από τη λήξη του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης-εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος-εφεσίβλητου-ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29-6 -2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ