Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 365/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (3ο Τμήμα)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (Εργατικών) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  365/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος, …………… ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Αναστασίου Δροβατζή.

Των εφεσιβλήτων : 1) Της εδρεύουσας στον …… (οδός ……….) ετερόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «……….» (Α.Φ.Μ ………), νομίμως εκπροσωπούμενης, 2) ……….. 3) ……….. οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Σπυρίδωνος Παπαϊωάννου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-1-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../8-2-2019) αγωγή του, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 415/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.

Ο ενάγων με την από 20-1-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………../21-1-2022) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει  την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων δεν εμφανίστηκε αλλά παραστάθηκε με δήλωσή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 20-1-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/21-1-2022) έφεση του ενάγοντος, ως ολικώς ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 415/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, και απέρριψε στο σύνολό της την από 18-1-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../8-2-2019) αγωγή του κατά των εναγομένων, περί αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 495 § 3, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο αυτού), 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2, όπως η τελευταία αυτή διάταξη αντικαταστάθηκε από το προαναφερθέν άρθρο, και 520 § 1 του ΚΠολΔ], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (26-2-2021), δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων δεν επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο), το οποίο, επομένως, ως εκ περισσού κατέθεσε ο εκκαλών. Επομένως, πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων εξέθετε στην αγωγή του ότι, δυνάμει προφορικής συμφωνίας του με τον δεύτερο εναγόμενο, ομόρρυθμο μέλος και νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, ετερόρρυθμης εταιρείας που δραστηριοποιείται στην παραγωγή πλαστικών ειδών, προσλήφθηκε στις 15-2-2013, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως εργάτης και δη συναρμολογητής πλαστικών προϊόντων στο εργοστάσιο που η τελευταία διατηρεί στον ………….. Ότι στις 12-2-2014, και ενώ απουσίαζε ο προϊστάμενος μηχανικός, τρίτος εναγόμενος, κατά την εκτέλεση της εργασίας του υπέστη σοβαρό τραυματισμό στον δεξιό του καρπό με ταυτόχρονη αποκοπή τεσσάρων δαχτύλων, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και να νοσηλευθεί σε ιδιωτικό νοσοκομείο. Ότι έλαβε αναρρωτική άδεια μετά τη λήξη της οποίας απασχολήθηκε στην εταιρεία σε άλλη θέση και τελικώς απολύθηκε με την αιτιολογία ότι είχαν συρρικνωθεί οι εργασίες της.  Ότι εξαιτίας του ατυχήματος και του τραυματισμού του από υπαιτιότητα των εναγομένων, που εγγίζει τα όρια του ενδεχόμενου δόλου, υπέστη ζημία, όπως ειδικότερα αναλύεται, συνιστάμενη στη δαπάνη λήψης βελτιωμένης διατροφής, την πλασματική δαπάνη πρόσληψης οικιακής βοηθού και τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που θα ελάμβανε, αν δεν είχε μεσολαβήσει το ατύχημα, και εκείνων που τελικώς έλαβε, κατά το χρονικό διάστημα από τις 9-12-2015 έως τις 31-12-2018,  όπως και εκείνων που θα ελάμβανε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, ήτοι το ποσό των 737 ευρώ μηνιαίως, από την 1-1-2019 έως το έτος 2037, αλλά και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας το εύλογο ποσό χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται ανέρχεται σε 170.000 ευρώ. Ότι η μόνιμη μερική αναπηρία του επιδρά στο μέλλον του, με αποτέλεσμα να δικαιούται και ειδική κατ’άρθρο 931 του ΑΚ αποζημίωση, ύψους 40.000 ευρώ. Ακολούθως, κατόπιν τροπής του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ζητούσε : 1) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 40.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, το ποσό των 10.000 ευρώ, ως διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 9-12-2015 έως 31-12-2018, και το ποσό των 6.650 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, με τον νόμιμο τόκο, όλα τα παραπάνω ποσά, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και το ποσό των 737 ευρώ μηνιαίως από την 1-1-2019 έως τη συνταξιοδότησή του το έτος 2037, με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε δόσης και μέχρι την εξόφληση, και 2) Να αναγνωριστεί ότι του οφείλουν επιπλέον, ομοίως εις ολόκληρον, το ποσό των 130.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, των 40.000 ευρώ, ως ειδική κατ’άρθρο 931 του ΑΚ και το ποσό των 16.532 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά του έξοδα.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή του λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, αναγόμενες στο σύνολό τους σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, μετά την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, και την εν όλω αποδοχή της αγωγής.

Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24-7/25.08.1920, και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 του ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων (ΑΠ 600/2020, ΑΠ 1154/2018, ΑΠ 955/2018, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν’ ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου [ΑΠ 1000/2018, ΕφΠειρ (Μον) 266/2022, ΕφΠειρ(Μον) 91/2022, ΕφΘεσ (Μον) 88/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Οι αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 του ΑΚ, που αφορά τη διαζευκτική ενοχή [ΑΠ 1000/2018, ΕφΠειρ (Μον) 266/2022, ΕφΠειρ(Μον) 91/2022 ό.π, ΕφΔωδ (Μον) 96/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν 1846/1951, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του  ν. 551/1915, συνάγεται ότι, όταν ο εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και υποστεί ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της εργασίας, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημιώσεώς του, τόσο ως προς τη σύμφωνα με το κοινό δίκαιο ευθύνη για αποζημίωση, όσο και ως προς την προβλεπόμενη από τον παραπάνω ν. 551/1915 ειδική αποζημίωση και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή αυτών που ο εργοδότης έχει προστήσει, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ. 2 α.ν. 1841/51 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά το κοινό δίκαιο, αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που χορηγεί το ΙΚΑ [ΟλΑΠ 18/2008, ΑΠ 246/2022, ΕφΑθ (Μον) 1258/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Έτσι, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται αυτός να αξιώσει από τον εργοδότη και τα προστηθέντα απ’αυτόν πρόσωπα, και την αυτοτελή αποζημίωση από το άρθρο  931 του ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής. Ο εργοδότης και τα προστηθέντα απ` αυτόν πρόσωπα, απαλλάσσονται από την υποχρέωση για την αποζημίωση και του άρθρου 931 του ΑΚ, η οποία έχει σκοπό την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του παθόντος [ΟλΑΠ 18/2008, ΕφΑθ (Μον) 1258/2022, ό.π, ΕφΘεσ (Μον) 2035/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ (Μον) 88/2020 ό.π]. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ν.551/1915, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 του ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας [ΑΠ 246/2022 ό.π, ΑΠ 231/2021, ΑΠ 160/2021 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ (Μον) 91/2022, ΕφΠειρ (Μον) 266/2022 ό.π].

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ………. και ……………, και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη εναγομένη, και ήδη εφεσίβλητη, είναι ετερόρρυθμη εταιρεία κατασκευής και εμπορίας πλαστικών ειδών, εισαγωγής και εμπορίας πρώτων υλών για την κατασκευή, μετασκευή και επισκευή αυτών και διατηρεί εργοστάσιο στον ………. Κατά τον επίδικο χρόνο (12-2-2014), ο δεύτερος εναγόμενος ήταν ομόρρυθμο μέλος και νόμιμος εκπρόσωπός της και ο τρίτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως μηχανολόγος-μηχανικός, προϊστάμενος των χειριστών των μηχανών της επιχείρησης. Επίσης, η εταιρεία, δυνάμει του από 1-7-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού είχε αναθέσει στον διπλωματούχο μηχανολόγο-μηχανικό, Γεώργιο Καμμένο, ως τεχνικό ασφαλείας, την επίβλεψη και συντήρηση των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων στο ως άνω εργοστάσιο, όντας υποχρεωμένος να απασχολείται μία ημέρα τον μήνα, συντάσσοντας σχετικό βιβλίο με τις τυχόν παρατηρήσεις του. Αυτός, έχοντας ουσιαστικά την ιδιότητα του τεχνικού ασφαλείας, ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο της ασφάλειας των τεχνικών μέσων της επιχείρησης και την επίβλεψη της εφαρμογής των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων, μετά από τακτική επιθεώρηση των θέσεων εργασίας τους, ενημέρωση και καθοδήγησή τους. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, απόφοιτος Λυκείου, προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη, δυνάμει της από 15-2-2013 έγγραφης συμφωνίας τους, ως εργάτης-συναρμολογητής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, με ωρομίσθιο 4,75 ευρώ. Έκτοτε, μέχρι και τον χρόνο του ατυχήματος απασχολείτο στην πραγματικότητα ως χειριστής αυτόματης φορμαριστικής μηχανής κατασκευής πλαστικών σκαφιδίων, ποτηριών και πιάτων, και διέθετε οκταετή συνολικά εμπειρία στον χειρισμό της, αφού εργαζόταν και προηγουμένως στην ίδια επιχείρηση και με την ίδια ειδικότητα, υπό την τότε  διεύθυνση του εξετασθέντα μάρτυρα ………, ο οποίος και τη μεταβίβασε ουσιαστικά στον δεύτερο εναγόμενο, που τυγχάνει γαμβρός του, εξακολουθώντας, ωστόσο, να έχει καθημερινή παρουσία εκεί. Η συγκεκριμένη μηχανή, έτους κατασκευής 2003, θεωρείτο καινούρια, συντηρείτο κανονικά και δεν παρουσίαζε τεχνικό πρόβλημα. Λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα, είτε χειροκίνητα είτε αυτόματα, και αποτελείται από τρεις σταθμούς, και συγκεκριμένα τον σταθμό διαμόρφωσης, κοπής και συσκευασίας. Κατά την έναρξη της λειτουργίας της τοποθετείται σε αυτήν ρολό πλαστικού φύλλου, το οποίο ξετυλίγεται σε συνεχή ροή, θερμαίνεται διερχόμενο από φούρνο ηλεκτρικών αντιστάσεων, ώστε να μπορεί να διαμορφωθεί, στη συνέχεια εισάγεται στον σταθμό διαμόρφωσης, με φορμαριστικό καλούπι, όπου διαμορφώνονται τα σκαφίδια ή άλλα είδη. Ακολούθως, διέρχεται από τον κοπτικό σταθμό, όπου, με κοπτικό καλούπι από μαχαίρια, το οποίο ανεβοκατεβαίνει, τα σκαφίδια ή τα άλλα αντικείμενα αποκόπτονται και προωθούνται στον τελικό σταθμό συσκευασίας. Μεταξύ των σταθμών μεσολαβεί κενό περί το ένα μέτρο. Οι σταθμός διαμόρφωσης και κοπής καλύπτονται από πόρτες για λόγους προστασίας των χειριστών, οι οποίες είναι κλειστές, στην αυτόματη λειτουργία, και ανοικτές στη χειροκίνητη. Η διαδικασία της παραγωγής των πλαστικών ειδών γίνεται στην αυτόματη λειτουργία, κατά την οποία η ροή παραγωγής είναι ταχύτερη σε σχέση με την χειροκίνητη, και με κλειστές τις πόρτες, οι οποίες διαθέτουν ηλεκτρομαγνητικούς αισθητήρες, με αποτέλεσμα, όταν ανοίγουν να διακόπτεται η λειτουργία της μηχανής, και όταν κλείνουν, αυτή να επανέρχεται αυτόματα. Η χειροκίνητη λειτουργία επιλέγεται από τον χειριστή με χρήση ειδικού διακόπτη πλησίον της θέσης του, στη διαδικασία του στρωσίματος της μηχανής (δοκιμαστική λειτουργία), όταν δηλαδή αλλάζει το ήδη υπάρχον καλούπι και τοποθετείται άλλο για την κατασκευή διαφορετικού είδους. Κατ’αυτήν οι πόρτες των σταθμών είναι ανοικτές, ώστε να γίνεται η τοποθέτηση του κατάλληλου καλουπιού. Αρχικά, ξεκινάει η λειτουργία του φορμαριστικού σταθμού, και πραγματοποιούνται πέντε κινήσεις, χωρίς ακόμη να έχει αρχίσει να κινείται (ανεβοκατεβαίνει) ο κοπτικός σταθμός, δεδομένου ότι μέχρι τότε δεν έχει φτάσει κανένα ήδη διαμορφωμένο αντικείμενο στο ύψος του. Σε αυτή τη φάση λειτουργίας, μέχρι δηλαδή να αρχίσει να κινείται ο κοπτικός σταθμός, ο χειριστής μπορεί να βάλλει τα χέρια του εντός αυτού. Μετά το χρονικό αυτό σημείο, στην περίπτωση που κάποιο αντικείμενο κολλήσει μέσα στο μηχάνημα σε οποιαδήποτε θέση, αν μεν αυτό συμβεί μεταξύ των σταθμών, έχει την ευχέρεια να το αφαιρέσει με ασφάλεια, ειδάλλως θα πρέπει, αφού γυρίσει τη λειτουργία της μηχανής σε χειροκίνητη και ανοίξει τις πόρτες του σταθμού, να διακόψει στη συνέχεια τη λειτουργία της, με χρήση διακόπτη που βρίσκεται σε απόσταση περί το ένα-ενάμισυ μέτρο από τη θέση του χειριστή. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι πόρτες των σταθμών παρέμεναν πάντοτε ανοιχτές στην αυτόματη λειτουργία για λόγους ταχύτητας, με την κάλυψη των αισθητήρων τους και ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες που του είχαν δοθεί, στην περίπτωση που σταματούσε η ροή της παραγωγής, λόγω υπό κατασκευή αντικειμένου που κολλούσε, ο υπεύθυνος ασφαλείας διέκοπτε την ηλεκτροδότηση και στη συνέχεια, όταν το πρόβλημα αποκαθίστατο, την επανέφερε μέσω του διακόπτη παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, δηλαδή του διακόπτη που ηλεκτροδοτούσε, μεταξύ άλλων, και το συγκεκριμένο μηχάνημα και όχι του διακόπτη του ίδιου του μηχανήματος. Μάλιστα, αφήνει να εννοηθεί ότι δεν προηγείτο σχετική συνεννόηση μεταξύ υπευθύνου και χειριστή, γεγονός που σημαίνει ότι ο υπεύθυνος ασφαλείας έπρεπε να βρίσκεται στον χώρο που βρισκόταν η μηχανή, που ήταν ένας διακεκριμένος χώρος με επιφάνεια περί τα 15-20 τετραγωνικά μέτρα. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι λόγω της παρατηρούμενης ασυνέπειας στον συντονισμό αυτό, οι χειριστές μηχανημάτων στο εργοστάσιο είχαν διαμαρτυρηθεί πολλές φορές. Η εκδοχή, όμως, αυτή δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, πλην του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος γνωρίζει όσα ο ίδιος τον πληροφόρησε, και αντίκειται στη λογική. Συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε κατ’αρχήν ότι ο υπεύθυνος ασφαλείας ή άλλος αντικαταστάτης του ήταν ούτε μπορούσε να είναι σε ετοιμότητα, κάθε φορά που κολλούσε κάποιο αντικείμενο στη μηχανή αυτή ή οποιαδήποτε άλλη στον χώρο του εργοστασίου, αφού πρακτικά δεν ήταν δυνατόν να είναι παρών σε όλες τις μηχανές του εργοστασίου και να έχει ανά πάσα στιγμή οπτική επαφή τους ώστε να επέμβει. Ούτε ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι τον ειδοποιούσε κάθε φορά ώστε να μεταβεί επί τόπου και να έχει οπτική επαφή της συγκεκριμένης μηχανής, εάν προέκυπτε τέτοιο πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι η διακοπή της ηλεκτροδότησης αφορούσε το συγκεκριμένο μόνο μηχάνημα και έτσι δεν θα ήταν δυνατόν, κάθε φορά που εμφανιζόταν τεχνικό πρόβλημα σε κάποιο μηχάνημα, να διακόπτεται η λειτουργία περισσότερων ή και όλων των μηχανημάτων της επιχείρησης. Εξάλλου, ακόμη και υπό την εκδοχή αυτή, ο ενάγων γνώριζε ότι εκείνη την ημέρα ο υπεύθυνος ασφαλείας ή ο τυχόν αντικαταστάτης του δεν βρισκόταν στον χώρο που εργαζόταν και, επομένως, ότι δεν μπορούσε να ακολουθηθεί η συγκεκριμένη διαδικασία. Επίσης, δεν επεξηγούνται ούτε αποδεικνύονται οι λόγοι ταχύτητας που ο ίδιος επικαλέστηκε ότι εξυπηρετούσε η παραμονή των θυρών ανοιχτών. Άλλωστε, η διαδικασία αλλαγής της λειτουργίας της μηχανής από αυτόματη σε χειροκίνητη και εν συνεχεία η διακοπή της λειτουργίας της ήταν απλή και σύντομη, και δεν επιβάρυνε σημαντικά χρονικά τη διαδικασία της παραγωγής. Τέλος, υπό την εκδοχή του ενάγοντος, εφόσον δεν μπορούσε να υπάρξει διακοπή της ηλεκτροδότησης, δεν θα ήταν λογικό και δεν θα προσέφερε κανένα όφελος να παραμένουν οι πόρτες του κοπτικού μηχανήματος ανοιχτές, διότι : α/ είναι βέβαιον και ο ίδιος γνώριζε ότι με την απομάκρυνση του αντικειμένου που παρεμπόδιζε τη λειτουργία του μηχανήματος, αυτή θα επανερχόταν αυτόματα, β/ η ταχύτητα κίνησης του κοπτικού μηχανήματος δεν επέτρεπε να τοποθετήσει ο χειριστής τα χέρια του εντός αυτού, δηλαδή ο ενάγων γνώριζε ότι, μετακινώντας το αντικείμενο που είχε κολλήσει δεν θα προλάβαινε να απομακρύνει το χέρι του με ασφάλεια. Άλλωστε, εφόσον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, το να κολλάει κάποιο αντικείμενο ήταν σύνηθες, αν έτσι είχαν τα πράγματα, εκτιμάται μετά βεβαιότητας ότι θα είχαν συμβεί και άλλα ατυχήματα στο παρελθόν αλλά και μέχρι σήμερα. Επιπλέον, είτε το ατύχημα συνέβη στις 16.00, όπως αναγράφεται στην αγωγή,  είτε στις 18.00, κατά την αναγγελία εργατικού ατυχήματος εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, την υπεύθυνη δήλωση του δεύτερου εναγομένου, τη βεβαίωση του μάρτυρα ……… και το χειρόγραφο σημείωμα περιγραφής του, που συνυπογράφουν ο τρίτος εναγόμενος, ο άνω εργαζόμενος ………, που εργαζόταν μαζί με τον ενάγοντα τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα ατυχήματος στον σταθμό φορμαρίσματος, αλλά δεν βρισκόταν ακριβώς εκεί κατά τον χρόνο του ατυχήματος, και ο δεύτερος εναγόμενος, δεν αποδείχθηκε ότι η μηχανή βρισκόταν σε δοκιμαστική λειτουργία, αφού αυτή διαρκεί κατ’ανώτατο όριο 30 λεπτά, τα οποία είχαν σε κάθε περίπτωση παρέλθει ήδη από την έναρξη της εργασίας του περί ώρα 15.00. Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν και χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή το είδος του αντικειμένου που κόλλησε και παρεμπόδισε τη ροή της παραγωγής, διακόπτοντος τη λειτουργία της μηχανής- ο ίδιος κάνει στην αγωγή του λόγο για μαχαίρι, ενώ στην ανωμοτί εξέτασή του για σκαφίδιο-η μόνη λογική εκδοχή για το ατύχημα είναι ότι η παραγωγική διαδικασία διεκόπη πράγματι από κάποιο αντικείμενο που κόλλησε μέσα στον κοπτικό σταθμό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί στιγμιαία η λειτουργία της μηχανής, οπότε ο ενάγων άνοιξε τις θύρες του σταθμού και μετέτρεψε τη λειτουργία της από αυτόματη σε χειροκίνητη,  για να μπορέσει να απομακρύνει το αντικείμενο, πατώντας τον διακόπτη που υπήρχε για τον σκοπό αυτό πλησίον του, χωρίς όμως να απενεργοποιήσει τη μηχανή, διακόπτοντας δηλαδή την ηλεκτροδότησή της. Με την επιλογή της χειροκίνητης λειτουργίας, η ταχύτητά της μειώθηκε,  και ο ίδιος πίστεψε προφανώς ότι θα προλάβαινε να απομακρύνει το αντικείμενο αλλά και το χέρι του με ασφάλεια, πράγμα που δεν έγινε. Ο τρόπος αυτός ενέργειας ήταν μετά βεβαιότητας αντίθετος προς τις οδηγίες που του είχαν παρασχεθεί κυρίως από τον υπεύθυνο ασφαλείας και τον προϊστάμενό του, τρίτο εναγόμενο, αλλά και τον δεύτερο εναγόμενο, τις οποίες ο ίδιος, ως εκ της εμπειρίας του και του μορφωτικού του επιπέδου, μπορούσε να αξιολογήσει ως ουσιώδεις. Η πλέον λογική εκδοχή είναι ότι, ακριβώς λόγω της εμπειρίας του, πίστεψε ότι μπορεί να το πράξει με ασφάλεια, όπως έκανε πιθανώς και άλλη φορά στο παρελθόν, εν αγνοία των ανωτέρω. Να σημειωθεί ότι στις 26-2-2014 έγινε δήλωση του ατυχήματος προς το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που είναι ασφαλισμένος ο ενάγων και πραγματοποιήθηκε αυτοψία παρουσία του ιδίου (σχετ. το από 7-3-2014 δελτίο ελέγχου). Συντάχθηκε συναφώς η από 15-3-2014 συνοπτική έκθεση έρευνας ατυχήματος, όπου, με βάση το προαναφερθέν χειρόγραφο σημείωμα, την από 26-2-2014 βεβαίωση μάρτυρα και την από 7-3-2014 υπεύθυνη δήλωσή του, ως ώρα του ατυχήματος καταγράφηκε η 18.00 και ως αιτία πρόκλησής του η τοποθέτηση του χεριού του στο κοπτικό καλούπι για την αφαίρεση μη καλά διαμορφωμένου σκαφιδίου, με αποτέλεσμα να εξάγεται το συμπέρασμα ότι το ατύχημα οφειλόταν αποκλειστικά σε δική του αμέλεια. Ο ενάγων, ωστόσο, ενώ στην εν λόγω υπεύθυνη δήλωσή του αποδίδει το ατύχημα σε απροσεξία του, με παραβίαση με δική του ευθύνη των συστημάτων προστασίας και ασφαλείας που διέθετε η μηχανή, ήδη έχει διαφοροποιηθεί ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της έντυπης και όχι χειρόγραφης αυτής δήλωσης δεν απηχεί την πραγματική του βούληση και ο λόγος σύνταξής της και μη υποβολής μηνύσεως κατά των υπευθύνων ήταν οι υποσχέσεις της πρώτης εναγομένης για αποκατάστασή του, οι οποίες διαψεύστηκαν, αφού τελικά η συνεργασία τους διεκόπη από υπαιτιότητα του νομίμου εκπροσώπου της. Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών, ο τραυματισμός του ενάγοντος αποτελεί εργατικό ατύχημα δηλαδή βίαιο συμβάν, που έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της ανωτέρω εργασίας, που του είχε ανατεθεί από την πρώτη εναγομένη. Στην πρόκλησή του συνετέλεσε προέχουσα δική του αμέλεια σε ποσοστό 60 % και συντρέχουσα αμέλεια του δεύτερου αλλά και του τρίτου εναγομένου, δηλαδή του νομίμου εκπροσώπου και του προϊσταμένου των χειριστών μηχανών στην πρώτη εναγομένη, του τελευταίου, ως προστηθέντος από την ίδια, εφόσον παρείχε σε αυτήν διαρκώς, ως υπάλληλός της, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών της, ενεργώντας υπό τον έλεγχο του νομίμου εκπροσώπου της και εξυπηρετώντας τα συμφέροντά της (ΑΠ 218/2018, ΑΠ 585/2017, ΑΠ 910/2015 δημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), σε ποσοστό 40 %. Ειδικότερα, οι άνω εναγόμενοι, υπό τις ιδιότητες τους αυτές, δεν ενήργησαν με βάση την επιμέλεια που επιβάλλεται με μέτρο τον μέσο συνετό και επιμελή εκπρόσωπο του κύκλου δραστηριότητος τους, αλλά αντίθετα προς τις επιταγές της έννομης τάξης, παραβιάζοντας την κοινωνικά επιβεβλημένη ως εκ της ιδιότητάς τους αλλά και κατά την καλή πίστη, λόγω των κινδύνων που εγκυμονούσε η λειτουργία του συγκεκριμένου μηχανήματος,  γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας του ενάγοντος, που καθιστούσε επιβεβλημένη τη λήψη μέτρων για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας στα έννομα αγαθά του (ΑΠ 1133/2017, 1398/2015, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συγκεκριμένα, δεν μερίμνησαν, όπως κάθε μετρίως συνετός άνθρωπος θα έπραττε και όπως οι ίδιοι μπορούσαν να πράξουν λόγω των ιδιοτήτων τους, για την αυστηρή τήρηση των κανόνων ασφαλούς λειτουργίας της συγκεκριμένης μηχανής, που ο ενάγων χειριζόταν, οι οποίες επέβαλαν συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας, σε περίπτωση που κάποιο αντικείμενο υπό κατασκευή είτε κολλούσε είτε παραμορφωνόταν στον κοπτικό σταθμό, και απαιτείτο η απομάκρυνσή του, καθιστώντας σαφές ότι σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχαν συνέπειες γι’αυτόν από την πλευρά της εργοδότριάς του, ώστε να αποτρέπεται ο εργαζόμενος να αναπτύξει πρωτοβουλίες, που ενδεχομένως θα τον εξέθεταν σε κίνδυνο. Δεν αρκεί δηλαδή το ότι έδωσαν οι ίδιοι ή ενδεχομένως ο τεχνικός ασφαλείας σχετικές οδηγίες αλλά θα έπρεπε να έχουν εξασφαλίσει ότι αυτές τηρούνταν απαρέγκλιτα από τους χειριστές, δεδομένου μάλιστα ότι ο καθ’ύλην αρμόδιος τεχνικός ασφαλείας, επισκεπτόταν το εργοστάσιο μόλις μία φορά τον μήνα. Έτσι, αν ο ενάγων γνώριζε ότι σε περίπτωση που παρεξέκλινε από τον συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης προβλημάτων, κινδύνευε ακόμη και να απωλέσει τη θέση του δεν θα ενεργούσε κατά βούληση, ευελπιστώντας ότι δεν θα διατρέξει κίνδυνο. Η παράλειψή τους δε αυτή βρίσκεται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα, εφόσον ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή τον εφησυχασμό του ενάγοντος και την έκθεσή του σε κίνδυνο με την ανάπτυξη πρωτοβουλίας ως προς τον τρόπο αφαίρεσης αντικειμένου από τον κοπτικό σταθμό. Έτσι, η πρώτη εναγομένη ευθύνεται για αυτήν την υπαίτια παράλειψη, όσον μεν αφορά στον δεύτερο εναγόμενο, ως όργανο που την αντιπροσωπεύει, εφόσον η πράξη του έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, του τελευταίου ευθυνόμενου εις ολόκληρον με αυτήν (άρθρο 71 του ΑΚ), και όσον αφορά τον τρίτο εναγόμενο, αντικειμενικά, ως προστήσασα αυτόν (άρθρο 922 του ΑΚ), εφόσον ομοίως υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί και του ατυχήματος και, επομένως, όλοι οι εναγόμενοι ευθύνονται έναντι του ενάγοντος εις ολόκληρον κατ’άρθρο 926 του ΑΚ. Η δε ευθύνη του ενάγοντος συνίσταται στο ότι αυτός, παρ’ότι, ως εκ της εμπειρίας του γνώριζε τους κινδύνους από τη μη τήρηση των όρων ασφαλείας, που του είχαν υποδειχθεί, ενήργησε κατά παράβαση αυτών, επιχειρώντας να αφαιρέσει σκαφίδιο από τον κοπτικό σταθμό, χωρίς να έχει διακόψει τη λειτουργία της μηχανής, με αποτέλεσμα να μην προβλέψει τον τραυματισμό του ή ελπίζοντας ότι θα τον αποφύγει με την έγκαιρη απομάκρυνση των χεριών του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος, και πρέπει να γίνει δεκτός ο –μοναδικός-λόγος έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν αλλά και η ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στην πρόκληση του ατυχήματος και του τραυματισμού του, που οι εφεσίβλητοι πρότειναν επικουρικά, κατά το προαναφερθέν ποσοστό. Πλέον αυτών, εφόσον δεν αποδείχθηκε η παραβίαση συγκεκριμένων διατάξεων νόμων για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, ούτε και δόλος των εναγομένων φυσικών προσώπων, ο ενάγων, ο οποίος υπέστη ατύχημα κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ως υπαγόμενος στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν μπορεί, με βάση τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, να αξιώσει από τον δεύτερο και τρίτο εναγόμενο και παρεπομένως την  πρώτη,  αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία του, συμπεριλαμβανομένης και της αυτοτελούς κατ’άρθρο 931 του ΑΚ αποζημίωσης, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, περί ελλείψεως σε κάθε περίπτωση της ειδικής αμέλειάς τους, κατ’άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 551/1915, και πρέπει τα σχετικά κονδύλια να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση ορθά κατ’αποτέλεσμα έκρινε, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας και πρέπει ο λόγος εφέσεως περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμος ως προς τα κονδύλια αυτά. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο ενάγων αμέσως μετά τον τραυματισμό του μεταφέρθηκε, αρχικά στο Γενικό Νοσοκομείο Αττικής «ΚΑΤ», έχοντας υποστεί ακρωτηριαστικό τραύμα δεξιού άνω άκρου στο ύψος της πηχεοκαρπικής και αυθημερόν, ελλείψει δυνατότητας υποβολής του σε μικροχειρουργική επέμβαση εκεί, στο ιδιωτικό θεραπευτήριο «ΥΓΕΙΑ», όπου διαπιστώθηκε ατελής αλλά μη βιώσιμος ακρωτηριασμός δεξιού αντιβραχίου και πλήρης ακρωτηριασμός των δακτύλων II-V του ίδιου χεριού, κάταγμα δεξιάς ωλένης και δεξιάς κερκίδος. Υποβλήθηκε άμεσα σε εσωτερική οστεοσύνθεση των καταγμάτων των οστών του αντιβραχίου και στη συνέχεια σε επαναιμάτωση του άκρου και αποκατάσταση του μέσου νεύρου και των τμηθέντων μυών και τενόντων και έγινε μερική σύγκλιση του τραύματος του δεξιού αντιβραχίου και των κολοβωμάτων των ακρωτηριασθέντων δακτύλων. Στις 19-2-2014 υποβλήθηκε σε χειρουργική αποκατάσταση του μετατραυματικού δερματικού ελλείμματος στην πρόσθια επιφάνεια του δεξιού αντιβραχίου, με τοποθέτηση δερματικού μοσχεύματος ολικού πάχους και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τις 23-2-2014, οπότε και εξήλθε με οδηγίες για επανέλεγχο, σύσταση παυσίπονης αγωγής και άδεια από την εργασία του για 3 μήνες. Με διαδοχικές αποφάσεις του διευθυντή του υποκαταστήματος του ΙΚΑ Νίκαιας έως τις 31-12-2014 ελάμβανε επίδομα ασθενείας από τον ασφαλιστικό του φορέα. Τελικά, με την υπ’αριθμ. …../6-6-2016 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Πειραιά, του απονεμήθηκε σύνταξη αναπηρίας μέχρι τις 31-12-2018, αφού του αναγνωρίστηκε προηγουμένως ποσοστό αναπηρίας 50 % εξαιτίας του ακρωτηριασμού του, η οποία ήδη παρατάθηκε με τη νεώτερη υπ’αριθμ. …../14-1-2019 απόφασή του, από την 1-1-2019, επ’αόριστον. Μετά το ατύχημα εμφάνισε αγχώδη-καταθλιπτική διαταραχή, με ανησυχία και ευερεθιστότητα, διαταραχές διάθεσης με μειωμένο ενδιαφέρον για πράγματα, διαταραχές ύπνου με αφυπνίσεις και επεισόδια εκρήξεων θυμού, λαμβάνοντας για τον λόγο αυτό, κατόπιν σύστασης ιατρού, φαρμακευτική αγωγή. Επομένως, και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν δύναται να αξιώσει αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία του κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, ο ενάγων, ηλικίας, κατά τον χρόνο του ατυχήματος 42 ετών, υπέστη ηθική βλάβη, εξαιτίας του τραυματισμού του, που είχε ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό τεσσάρων δαχτύλων του δεξιού του χεριού, τη νοσηλεία του, την υποβολή του σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις, τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία του λόγω του ικανού χρονικού διαστήματος που απαιτήθηκε για την ανάρρωσή του αλλά και τη μόνιμη πλέον αναπηρία του, την εξαιτίας αυτής αδυναμία του να εργαστεί και την πρόωρη συνταξιοδότησή του, τον περιορισμό των φυσικών δραστηριοτήτων του και την ψυχική του επιβάρυνση εξ όλων αυτών των λόγων. Για την αποκατάστασή της, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να του επιδικασθεί, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ανέρχεται, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό της αμέλειας του δεύτερου και τρίτου εναγομένου αλλά και τη συντρέχουσα αμέλεια του ιδίου στην πρόκληση του ατυχήματος, τις ειδικότερες  συνθήκες, την έκταση, το είδος και τη σοβαρότητα του τραυματισμού του, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων και της πρώτης εναγομένης ως ετερόρρυθμης εταιρείας, για την οικονομική κατάσταση της οποίας προσκομίζονται στοιχεία μόνον για το φορολογικό έτος 2018, κατά το οποίο εμφάνισε ζημία 54.433 ευρώ, στο  ποσό των 12.000 ευρώ, που υπερβαίνει το αιτούμενο καταψηφιστικώς. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε εξ ολοκλήρου το σχετικό κονδύλιο πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο λόγος της έφεσης περί πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων να γίνει δεκτός ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν για το ποσό αυτό.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου της περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, να εξαφανιστεί ακολούθως η εκκαλουμένη, κατά το άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η ένδικη από 18-1-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../8-2-2019) αγωγή, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα για τη μνημονευόμενη στο σκεπτικό αιτία, το ποσό των 12.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 178 § 2, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, σε συνδυασμό με παράρτημα ΙΒ στο άρθρο 166 του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 20-1-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../21-1-2022) έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 415/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ουσίαν την από 18-1-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./8-2-2019) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ   τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εφεσιβλήτων-εναγομένων, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29-6-2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ