Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 356/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    356/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, ο οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. Των εκκαλουσών  εναγομένων:  1) Της εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στον ……… και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της εταιρείας με την επωνυμία “………….”, η οποία εδρεύει στην ……….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο, από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη,  με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσιβλήτου  ενάγοντος: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άννα Κοντοσέα (Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία), με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΒΤου αντεκκαλούντος  ενάγοντος: …………ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άννα Κοντοσέα (Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία), με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των αντεφεσιβλήτων  εναγομένων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στον ……. και εκπροσωπείται νόμιμα  και 2) της εταιρείας με την επωνυμία “………..”, η οποία εδρεύει στην ………. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Αρβανίτη,  με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28.12.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. …………/28-12-2020) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 1452/2022 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Οι εν μέρει ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες εταιρείες με την από 22.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/22-6-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../5-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 21.3.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/22-3-2023) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αντέφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή ως άνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 22.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./22-6-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/5-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της από 28.12.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../4830/2020) αγωγής, και β) η από 21.3.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/22-3-2023) αντέφεση του, επίσης εν μέρει ηττηθέντος, ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτου, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής, υπ’ αριθμ. 1452/2022  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η κρινόμενη από 22.6.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……/22-6-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …../5-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της από 28.12.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2020) αγωγής, κατά του ενάγοντος και της υπ’ αριθμ. 1452/2022  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ανωτέρω ασκηθείσας σε βάρος των εκκαλουσών αγωγής του εφεσιβλήτου, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκουσας την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 27.762,91 ευρώ, απορρεουσών, αφενός μεν από διαδοχικές συμβάσεις ναυτολόγησής του που κατήρτισε με την δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα, με την ειδικότητα του ναύτη σε πλοίο, κυριότητος της πρώτης εναγομένης, ο εφοπλισμός του οποίου, κατά τον επίδικο χρόνο, ανήκε στη δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα εταιρεία και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη εκ των οποίων ως κυρία του ανωτέρω πλοίου μόνον δια του εν λόγω πλοίου και έως της αξίας αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.295,96 ευρώ, ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του, επιδομάτων εορτών και πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, πλέον τόκων από την απόλυσή του την 24-11-2020 και έως την εξόφληση, όπως το περιεχόμενο αυτής (εφέσεως), διορθώθηκε, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, διάταξη η οποία εφαρμόζεται και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 1356/2022 Ιστοσελίδα ΑΠ), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 22-6-2022, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 06.05.2022 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄ του N.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με τους οποίους πλήττονται τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, που αφορούν στα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια, κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ). Ο επίσης εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε κατά της αυτής ως άνω πρωτόδικης απόφασης αντέφεση, εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 στοιχ.ζ΄του ΚΠολΔ, με το από 21.3.2023 ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις  22-3-2023, συντάχθηκε έκθεση κάτω απ’ αυτό (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../22-3-2023) και επιδόθηκε αυθημερόν, ήτοι προ οκτώ (8) ημερών από τη συζήτηση της έφεσης, που έλαβε χώρα κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο της 27ης.4.2023, με την επιμέλεια του αντεκκαλούντος, νομότυπα και εμπρόθεσμα στη Δικηγόρο Πειραιώς …….., ως κατά νόμο αντίκλητο για τις επιδόσεις προς τους αντεφεσίβλητους, τους οποίους εκπροσώπησε, ως πληρεξούσια δικηγόρος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρο 143 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον αντεκκαλούντα υπ’ αριθμ. ……/22.3.2023 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ………… Με την αντέφεσή του αυτή, ο αντεκκαλών πλήττει τα συγκεκριμένα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, που προσβάλλονται και με την έφεση των αντιδίκων του. Συνεπώς, η κρινόμενη αντέφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), επίσης κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση.

ΙΙΙ. Ο ενάγων, με την αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, κατόπιν συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την δεύτερη εναγομένη ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “……………..”, η οποία διέθετε τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση του κάτωθι αναφερομένου πλοίου, ναυτολογήθηκε διαδοχικά πέντε (5) φορές με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από  1-12-2018 έως 24-11-2020 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ–Ο/Γ) πλοίο “BG”, ολικής χωρητικότητας 15.150 κόρων, κυριότητος της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των  Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, εφαρμοζομένης αναδρομικά και μέχρι την αντικατάστασή της από νεώτερη, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά κατά τον ένδικο χρόνο και δη από 1-1-2019 έως 24-11-2020, τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ των ελληνικών λιμένων Πειραιώς και Χανίων και στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως (α) κατά χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ένδικο πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο, ως ειδικότερα αναλύεται στην ένδικη αγωγή, επί 14 ώρες, (β) κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ένδικο πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον πρόσθετο (ημερήσιο) δρομολόγιο, όπως αναλύεται στην ένδικη αγωγή, επί 16 ώρες και (γ) καθόν χρόνο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά διενεργούντο σε αυτό εργασίες γενικής επισκευής και συντήρησης, όπως τα χρονικά αυτά διαστήματα αναλύονται στην ένδικη αγωγή, επί 10 ώρες. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών, που αντιστοιχούσαν στις ώρες της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα, αλλά και τις αργίες των, επίσης αναφερομένων στο δικόγραφο, χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, καθώς επίσης και μέρος των αναλογούντων για το ίδιο διάστημα επιδομάτων δώρων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2019 και 2020, τα οποία επίσης δικαιούται, ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο, κατά τα αυτά ως άνω χρονικά διαστήματα, ζητούσε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, η δε πρώτη εξ αυτών δια του ανωτέρω πλοίου, για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό χρηματικό ποσό των 27.762,91 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η αγωγή κρίθηκε νόμιμη και επαρκώς ορισμένη και ακολούθως, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι οι επίδικες ναυτολογήσεις του ενάγοντος διέπονταν από τους όρους της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019), εφαρμοζόμενη και αναδρομικά, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, καθόλο το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως και 14-9-2010, ανερχόταν κατά μέσο όρο σε ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, κατά τις ημέρες που το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε πρόσθετα (ημερήσια) δρομολόγια σε δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως και κατά τις ημέρες κατά τις οποίες στο πλοίο εκτελούνταν εργασίες επισκευής σε δέκα (10) ώρες ημερησίως και ακολούθως, αφού δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της σχετική ένσταση εξοφλήσεως των εναγομένων, η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη  και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, η μεν δεύτερη ως αντισυμβαλλομένη του ενάγοντος και εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου, η δε πρώτη ως κυρία του πλοίου και έως της αξίας αυτού,  να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των 12.295,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του την 24-11-2020 μέχρι την εξόφληση, και δη το ποσό των ευρώ 6.402,11, ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ναυτολογήσεις του, το ποσό των ευρώ (1.428,91 ως αναλογία δώρου Πάσχα + 3.264,60 ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων=) 4.693,51 ως διαφορές αναλογίας εορταστικών επιδομάτων των ετών 2019 και 2020 και το ποσό των ευρώ 1.200,26 ως διαφορές πρόσθετης αμοιβής του, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 33 της κριθείσας ως εφαρμοστέας ΣΣΝΕ για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ενώ απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προβληθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής και καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, αλλά όχι στις έγγραφες προτάσεις των εναγομένων, ένσταση των τελευταίων περί συμψηφισμού. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές, οι μεν εναγόμενες με την έφεσή τους, ο δε ενάγων με την αντέφεσή του, που έχουν εισαχθεί στο παρόν Δικαστήριο προς κρίση, αποδίδοντάς της αμφότερες κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού επί των κεφαλαίων αυτής, που αφορούν στο σύνολο των αγωγικών κονδυλίων και επιπλέον η αντέφεση με τον πρώτο λόγο της και εσφαλμένη αιτιολογία, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη ή παραδοχή της αγωγής αντίστοιχα, με την επισήμανση ότι η απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της προβληθείσας από τις εναγόμενες ένστασης συμψηφισμού δεν προσβλήθηκε από τις τελευταίες με την έφεσή τους.

IV. Από την υπ’ αριθμ. ……../1-11-2021 ένορκη, ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ληξουρίου ………, βεβαίωση του μάρτυρος ….. ……., ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο, κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω χρονικά διαστήματα, με την ειδικότητα του ναύτη, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης των αντιδίκων του, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …. και …….. από 26-10-2021 εκθέσεις επίδοσης της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας …….., τη με αριθμό πρωτ. ………….-2023 από 26-4-2023 ένορκη, ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς ….. ……., βεβαίωση του μάρτυρος …….., ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ίδιο πλοίο, κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω χρονικά διαστήματα, με την ειδικότητα του ναύτη, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης των αντιδίκων του, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στην Δικηγόρο Πειραιώς ………, ως κατά νόμο αντίκλητο για τις επιδόσεις προς τις εκκαλούσες-αντεφεσίβλητους, τις οποίες εκπροσώπησε, ως πληρεξούσια δικηγόρος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρο 143 παρ.1  του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………/21-4-2023 έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας ……….., η οποία παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 παρ.2 ΚΠολΔ, αμφότερες δε οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας των μαρτυρούντων, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγομένης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία “…………”, που ασκεί τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και εμπορική εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου BG, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κοχ) 15.150, κυριότητας της πρώτης εναγομένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και του ενάγοντος, …….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του, με αριθμό μητρώου …….., ναυτικού φυλλαδίου, ο ενάγων ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-12-2018 έως 1-4-2019 (οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς επειδή έλαβε άδεια μηνιαίας διάρκειας μέχρι την 1-5-2019), από 1-5-2019 έως 1-9-2019 (οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα λόγω της λήψης αδείας μέχρι και τις 1-10-2019), από 2-10-2019 έως 2-2-2020 (οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα λόγω της λήψης αδείας μέχρι και τις 2-3-2020), από 1-3-2020 έως 14-8-2020 (οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα λόγω της λήψης αδείας μέχρι και τις 14-9-2020) και από 3-9-2020 έως 24-11-2020, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον αυτό ως άνω λιμένα «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Η διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο και οι λόγοι της κάθε φορά λύσης της εργασιακής του σύμβασης, που άλλωστε σαφώς προκύπτουν από τις αντίστοιχες εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο, δεν αμφισβητήθηκαν από τις εναγόμενες, συνιστούν δε παραδοχές και της εκκαλουμένης απόφασης, που δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες έφεση και αντέφεση. Επί όλων των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, τυγχάνει αναδρομικής εφαρμογής όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του από 1-1-2019, η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170) στις 12.8.2019, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις  ένδικες έφεση και αντέφεση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με το εδάφιο 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του ναύτη το ποσό των 1.204,77 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 265,05 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 36,64 ευρώ, ως επίδομα ιματισμού το ποσό των ευρώ 58,78,  ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας  το ποσό των 19,98 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 599,40 ευρώ (19,98 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, το ποσό των 433,95 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών  265,05 ευρώ: 22) =  66,81 +19,98 ευρώ =) 86,79 Χ 5 ημέρες (ενόψει του ότι ο ενάγων είχε τουλάχιστον διετή θαλάσσια προϋπηρεσία)= 433,95 ευρώ] και συνολικά το ποσό των ευρώ 2.539,81.  Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,96 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50%, σε 8,70 ευρώ και σε 10,44 ευρώ, αντίστοιχα. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, η δεύτερη εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο αμοιβή έχμασης οχημάτων, αμοιβή εκτάκτων εργασιών, αμοιβή καθηκόντων πυρασφάλειας και κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για αμοιβή για υπερωριακή εργασία για τις ημέρες Σαββάτου και αργιών ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 467,62 ευρώ έως και μηνός Αυγούστου 2019 {τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού} και από μηνός Οκτωβρίου 2019 έως και μήνα Οκτώβριο 2020, το ποσό των ευρώ 476,96, πλην των μηνών, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, οπότε εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία του ανωτέρω ποσού. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως κάθε μήνα των χρονικών περιόδων των ναυτολογήσεών του στο πλοίο για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο, αμοιβή για υπερωριακή εργασία για τις καθημερινές ημέρες και τις ημέρες Κυριακής, το ύψος της οποίας ανήρχετο σε ευρώ 512,06 από 1-1-2019 έως 31-3-2019 και από 1-6-2019 έως 31-8-2019, σε ευρώ 17,07 την 1-4-2019, σε ευρώ 426,73 τον μήνα Μάιο 2019, σε ευρώ 522.30 από 2-10-2019 έως 31-1-2020 και από 1-6-2020 έως 31-7-2020 και κατά τον μήνα Οκτώβριο 2020, σε ευρώ 34,83 από 1.2.2020 έως 2.2.2020, σε ευρώ 412,03 από 1.3.3030 έως 31.3.2020, σε ευρώ 226,33 από 1.4.2020 έως 13.4.2020, σε ευρώ 243,74 από 1-8-2020 έως 14-8-2020, σε ευρώ 487,48 από 3.9.2020 έως 30.9.2020 και σε ευρώ 417,84 από 1.11.2020 έως 24.11.2020. Περαιτέρω, όπως, κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η παραδοχή της αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις ένδικες έφεση και αντέφεση, κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο, παρεκτός (α) του χρονικού διαστήματος από 13.5.2019 έως και 29.5.2019 και από 3.3.2020 έως και 22.3.2020, που αυτό είχε διακόψει τους πλόες του, διότι εκτελούνταν εργασίες επισκευής εν όψει των ετήσιων επιθεωρήσεών του, και (β) του χρονικού διαστήματος από 13.4.2020 έως και 1.6.2020, που αυτό είχε διακόψει τους πλόες του, διότι το πλήρωμα εντάχθηκε στις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 2242/21372/2020 ΚΥΑ, περί αναστολής της σύμβασης ναυτολογήσεώς του, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ αριθμ. 2242.10/32718/2020 όμοια απόφαση (αναστολή δρομολογίων λόγω covid-19), εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών από Πειραιά προς Χανιά και αντίστροφα και συγκεκριμένα: [Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως και 1.4.2019, από 1.5.2019 έως και 12.5.2019, από 30.5.2019 έως και 29.6.2019, από 2.10.2019 έως και 2.2.2020, από 1.3.2020 έως και 2.3.2020, από 23.3.2020 έως και 12.4.2020, από 2.6.2020 έως και 3.7.2020 και από 7.9.2020 έως και 24.11.2020, εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 21.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.30′ πμ, ακολούθως δε, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα συνέχιζε τους ίδιους πλόες. [Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 30.6.2019 έως και 1.9.2019 και από 4.7.2020 έως και 22.7.2020, εκτελούσε το ίδιο ως άνω υπό στοιχείο [Α] δρομολόγιο με διαφορά ώρας και δη εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 22.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 07.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 07.00′ πμ, ακολούθως δε, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα συνέχιζε τους ίδιους πλόες. [Γ] κατά τα χρονικά διαστήματα από 23.7.2020 έως και 14.8.2020 και από 3.9.2020 έως και 6.9.2020, εκτελούσε το ίδιο ως άνω υπό στοιχείο [Α] δρομολόγιο με διαφορά ώρας και δη εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 22.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.00′ πμ, ακολούθως δε, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα συνέχιζε τους ίδιους πλόες. Επιπλέον, [Δ] κατά τις ακολούθως αναφερόμενες ημερομηνίες, αυτό πραγματοποίησε και επιπλέον – πρόσθετα των ανωτέρω πρωινά δρομολόγια ως εξής: (α) Την 15.2.2019, το πλοίο αναχώρησε από τα Χανιά την 12.00 προς Πειραιά (αφ. 20.00 – αν. 23.59) – Χανιά (αφ. 08.00 της επομένης ημέρας 16.2.2019). Τις 5.7.2019, 6.7.2019, 7.7.2019, 8.7.2019, 13.8.2019, 16.8.2019, 17.8.2019, 18.8.2019, 21.8.2019, 22.8.2019, 23.8.2019, 24.8.2019, 25.8.2019, 28.8.2019, 29.8.2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 07.00′ πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 10.00) – Χανιά (αφ. 19.00). (β) Τις 12.7.2019, 13.7.2019, 14.7.2019, 19.7.2019, 20.7.2019, 21.7.2019, 24.7.2019, 25.7.2019, 26.7.2019, 27.7.2019, 28.7.2019, 31.7.2019, 1.8.2019, 2.8.2019, 3.8.2019, 4.8.2019, 7.8.2019, 8.8.2019, 9.8.2019, 10.8.2019, 11.8.2019, 31.8.2019, 1.9.2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανιών την 07.00′ πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Χανιά (αν. 10.00) – Πειραιάς (αφ. 19.00 – αν. 22.00). (γ) Την 24.12.2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 06.30′ πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 10.00) – Χανιά (αφ. 19.00). (δ) Τις 25.7.2020, 26.7.2020, 29.7.2020, 14.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανιών την 06.00′ πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Χανιά (αν. 10.00) – Πειραιάς (αφ. 18.00 – αν. 22.00). (ε) Τις 31.7.2020, 1.8.2020, 2.8.2020, 7.8.2020, 8.8.2020, 9.8.2020, 11.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 06.00′ πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 10.00) – Χανιά (αφ. 18.00). Τα καθήκοντα του ενάγοντος, καθόλο το διάστημα εργασίας του ήταν αυτά που καθορίζονται, ως γενικά και ειδικά καθήκοντα και λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών, στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α 158/4.8.1960). Συγκεκριμένα, στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του εν λόγω ΒΔ, ορίζεται ότι, οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού, ορίζεται ότι «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου» (άρθρο 136 § 1) και ότι «1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ως άνω ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι στα λιμάνια προσεγγίσεως του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, δεύτερον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στις (μεταγενέστερες και ειδικότερες) διατάξεις του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου (ΜονΕφΠειρ. 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορίζεται αντιθέτως ότι υπερωριακή εργασία θεωρούνται και οι εργασίες κατά τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου που εκτελούνται πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, για τις οποίες ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετης αμοιβής. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, όπως αποδεικνύεται από το σχετικό προσκομιζόμενο με αριθμό ….. από τις εναγόμενες έγγραφο με τον τίτλο «Οργανική Σύνθεση Πληρώματος», στο ίδιο πλοίο απησχολούντο ως κατώτερο προσωπικό σκάφους ένας Ναύκληρος, δύο Υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, καθόλη τη διάρκεια ναυτολόγησής του κατά το διάστημα κατά το οποίο τo εν λόγω πλοίο εκτελούσε τα ανωτέρω αναλυτικώς παρατιθέμενα δρομολόγια, απασχολούνταν με καθήκοντα σχετικά με την ειδικότητα του ναύτη, όπως τα καθήκοντα της ειδικότητας αυτής αναλύονται ανωτέρω, άλλοτε σε δύο εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες ανά 24ωρο και άλλοτε εργαζόμενος ως ημερεργάτης. Ειδικότερα, όπως κατέθεσαν αμφότεροι οι εξετασθέντες υπ’ αυτού (ενάγοντος) μάρτυρες, …………… ναύτης στο επάγγελμα ο οποίος υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο με την ιδιότητα αυτή, κατά την, περιεχομένη στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεσή του, κατά τα χρονικά διαστήματα από 10.2018 μέχρι και 1.3.2019, από 1.4.2019 μέχρι και 1.8.2019, από 2.10.2019 μέχρι και 1.3.2020, από 14.6.2020 μέχρι και 4.11.2020, από 24.11.2020 μέχρι και 23.4.2021 και από 13.5.2021 μέχρι και 28.9.2021, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό των εναγομένων και   …….., ναύτης στο επάγγελμα ο οποίος υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο με την ιδιότητα αυτή, κατά την, περιεχομένη στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεσή του, κατά τα χρονικά διαστήματα από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2017 μέχρι τις 14.12.2022, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται και εκτιμώνται αμφότερες κατά τη γνώση και την αξιοπιστία καθενός εξ αυτών, χωρίς ο δεύτερος των ανωτέρω μαρτύρων να κρίνεται αναξιόπιστος, όπως οι εναγόμενες αναφέρουν δια της προσθήκης–αντίκρουσης επί των κατατεθειμένων ενώπιόν μας προτάσεων, εκ του λόγου ότι και αυτός έχει εγείρει αγωγή σε βάρος τους αξιώνοντας μεταξύ άλλων και διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησής του στο ίδιο πλοίο, εφόσον δεν έχει άμεσο συμφέρον από την παρούσα δίκη και σε κάθε περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη ότι έχει καταργηθεί η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ περί εξαίρεσης εκείνων των μαρτύρων που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, οι υπηρετούντες στον εν λόγω πλοίο ναύτες που εκτελούσαν βάρδια, πραγματοποιούσαν εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες εντός του εικοσιτετραώρου. Συγκεκριμένα, κατά τις εν λόγω καταθέσεις, οι βάρδιες ορίζονταν για έκαστο ναύτη είτε από ώρας 24.00 έως ώρας 4.00 και δεύτερη τετράωρη βάρδια από ώρας 12.00 έως ώρας 16.00, είτε από ώρας 4.00 έως ώρας 8.00 και δεύτερη τετράωρη βάρδια από ώρας 16.00 έως ώρας 20.00, είτε από ώρας 08.00 έως ώρας 12.00 και δεύτερη τετράωρη βάρδια από ώρας 20.00 έως ώρας 24.00, οι δε βάρδιες αυτές τροποποιούντο ανά τακτά διαστήματα. Καθόν χρόνο το πλοίο ήταν εν πλω, όταν, ο ενάγων εργαζόταν σε βάρδιες, είτε παρέμενε στη γέφυρα του πλοίου, είτε πραγματοποιούσε περιπολίες σε όλα τα μέρη του πλοίου, ελέγχοντας τους χώρους αυτού και κουρδίζοντας τα ρολόγια πυρασφάλειας, ενώ όταν το πλοίο προσέγγιζε σε λιμάνι συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου του πλοίου. Επιπλέον, εάν προ διώρου από της ενάρξεως της βάρδιάς του ή εντός διώρου από της λήξεως αυτής, εκτελείτο φόρτωση ή εκφόρτωση του πλοίου ή το πλοίο προσέγγιζε σε λιμάνι, η εργασία του άρχιζε αντίστοιχα νωρίτερα επί δίωρο προ του ορισθέντος χρόνου έναρξης της βάρδιάς του και συνέχιζε να εργάζεται αντίστοιχα επί δίωρο μετά τη λήξη της βάρδιάς του σε εργασίες φόρτωσης, εκφόρτωσης και έχμασης των οχημάτων, καθώς επίσης και στις εργασίες απόπλου του πλοίου. Οι βάρδιες στο ανωτέρω πλοίο διατηρούντο όλο το 24ωρο, όταν δε το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι και ο ενάγων ευρίσκετο σε βάρδια, απασχολείτο με τις φορτοεκφορτώσεις αλλά και τις εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου, τις οποίες εκτελούσε μαζί με τους ντεημάνιδες. Όταν ο ενάγων εργαζόταν ως ντεημάνης, ξεκινούσε την εργασία του μία ώρα προ της αφίξεως του πλοίου στο λιμάνι και ασχολείτο με τις εργασίες προετοιμασίας του κατάπλου και το λύσιμο των φορτηγών, καθώς επίσης μετείχε στις εργασίες κατάπλου και στην εκφόρτωσή του. Ακολούθως, ασχολείτο με εργασίες συντήρησης και καθαριότητας των καταστρωμάτων και των γκαράζ του πλοίου. Επιπλέον, συμμετείχε μετά τη φόρτωση και έχμαση των φορτηγών στις εργασίες απόπλου το πλοίου και περί τη μία ώρα στην πρόσδεση των φορτηγών και το μάζεμα των μέσων πρόσδεσης. Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του, όπως ανωτέρω αναλύονται, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητάς του, καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσεως και της διάρκειας των δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, οπότε το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πρόσθετο (ημερήσιο) δρομολόγιο. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του νομίμου οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και δεν απασχολούνταν κατά κανόνα μόνο εντός των χρονικών  ορίων της βάρδιας του. Η ανάγκη παροχής εργασίας, πέραν των νομίμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η δεύτερη εναγομένη, ως ανωτέρω ειδικότερα αναφέρεται, κατέβαλε κάθε μήνα αμοιβή στον ενάγοντα για υπερωριακή απασχόληση. Μάλιστα, οι εναγόμενες ανέφεραν στις κατατεθειμένες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις τους, ισχυρισμούς τους οποίους επαναφέρουν και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις προτάσεις τους, αρνούμενες τις επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος έχει πλήρως εξοφληθεί με τις, για την αιτία αυτή, καταβολές της δεύτερης εναγομένης, όπως αυτές προκύπτουν στις αποδείξεις μισθοδοσίας και περαιτέρω ότι, «.. ο πλοίαρχος δεν έδωσε ποτέ εντολή στον αντίδικο να εργασθεί περισσότερο από 10-11 ώρες την ημέρα…». Με την ένδικη έφεσή τους, αλλά και τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αναφέρουν ότι η ημερήσια εργασία του ενάγοντος δεν υπερέβαινε τις 9 – 10 ώρες ημερησίως και με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιόν μας, αναφέρουν επιπλέον ότι «…ή σε έκτακτες περιπτώσεις (διπλά δρομολόγια) το μέγιστο έντεκα ώρες…», κατά δε τη διάρκεια όπου το πλοίο δεν διενεργούσε πλόες αλλά διενεργούντο σε αυτό επισκευές, με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιόν μας, χωρίς να αμφισβητούν το χρονικό διάστημα οπότε διενεργήθηκαν οι εν λόγω εργασίες, υποστήριξαν ότι η απασχόληση του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε τις εννέα ώρες ημερησίως. Ο ίδιος ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, διατείνεται ότι εργαζόταν επί 14 ώρες καθημερινές, ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργίες, πλην των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων οπότε το πλοίο εκτελούσε επιπλέον πλόες, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ισχυρίζεται ότι καθημερινά εργαζόταν επί 16 ώρες. Τα ίδια δε κατέθεσαν και οι εξετασθέντες υπ’ αυτού μάρτυρες, οι εναγόμενες δε δεν εξέτασαν μάρτυρες, ούτε προσεκόμισαν ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων. Σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν, λαμβανομένων δε επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε τα συγκεκριμένα δρομολόγια που προαναφέρθηκαν, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη θερινή), τη χωρητικότητα του εν λόγω πλοίου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (μεταφορική ικανότητα επιβατών 1.790 και οχημάτων 780, εννέα καταστρώματα εκ των οποίων τα τρία γκαράζ), τη συνολική διάρκεια εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στον ίδιο, την οργανική σύνθεση του πληρώματος καταστρώματος, της σταθερής καταβολής σ’ αυτόν από την δεύτερη εναγόμενη, εργοδότριά του, παγίως κάθε μήνα χρηματικών ποσών, ως αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσεως και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, ενόψει και του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν, εξ ορισμού, να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με τον χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, όπως αναλύονται ανωτέρω, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος, από 1-1-2019 και έως της οριστικής αποναυτολογήσεώς του, ανήλθε σε 12 ώρες, και όχι σε 14 ώρες, όπως ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του, πλην των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων κατά τα οποία το εν λόγω πλοίο εκτελούσε και πρόσθετο ημερήσιο δρομολόγιο, οπότε ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος ανήλθε σε 14 ώρες και όχι σε 16 ώρες, όπως ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του, καθώς επίσης σε 10 ώρες κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.2019 έως και 29.5.2019 και από 3-3-2020 έως και 22-3-2020, οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα, δεν διενεργούντο πλόες με το εν λόγω πλοίο, αλλά εργασίες γενικής επισκευής και συντήρησης αυτού, στις οποίες συμμετείχε και ο ενάγων καθημερινά. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, (i) καθόν χρόνο το επίδικο πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα και λεπτομερώς αναφερόμενα, κατά τις καθημερινές και τις ημέρες Κυριακής τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τις ημέρες Σαββάτου και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, (ii) καθόν χρόνο τούτο εκτελούσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα και λεπτομερώς αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, κατά τις καθημερινές και τις ημέρες  Κυριακής έξι (6) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών δεκατέσσερις ώρες (14) ώρες τέτοιας εργασίας, και (iii) κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.2019 έως και 29.5.2019 και από 3-3-2020 έως και 22-3-2020, οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα, ο ενάγων μετείχε σε εργασίες γενικής επισκευής και συντήρησης του ανωτέρω πλοίου, παρείχε, κατά τις καθημερινές και τις ημέρες Κυριακής των εν λόγω χρονικών διαστημάτων δύο (2) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τις ημέρες Σαββάτου και του ιδίου χρονικού διαστήματος (δεδομένου ότι στα ανωτέρω χρονικά διαστήματα που διενεργούντο επισκευές δεν υπήρχε ημέρα αργίας), υπερωριακή εργασία δέκα (10) ωρών. Στην ανωτέρω κρίση καταλήγει το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς του επί δεκατέσσερις (14) ώρες καθημερινώς, καθ’ όλες τις άλλες περιόδους, πλην του ανωτέρω χρονικού διαστήματος κατά το οποίο το ένδικο πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο οπότε η απασχόληση του ενάγοντος καθημερινά έφθανε τις 16 ώρες, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της αντέφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το, πέραν των ως άνω διαπιστωμένων ωρών καθημερινής απασχόλησης, μέρος του. Ομοίως, αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός των εναγομένων, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κατά τον οποίο η πραγματική εργασία του ενάγοντος δεν υπερέβαινε σε ημερήσια βάση τις εννέα με δέκα ώρες. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται, εκ του γεγονότος ότι στο ανωτέρω πλοίο, υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, όπως αυτή καθορίσθηκε με τη διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ. 78/1973), σε συμμόρφωση με τις οποίες (εν λόγω διατάξεις) απασχολούντο σε αυτό 17 άτομα ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, και δη ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες και δύο ναυτόπαιδες, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, διότι αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία των, σε αυτό, εργαζομένων και εν προκειμένω του ενάγοντος, όπως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενες (όμοια ΕΠ 743/2022, ΕΠ 423/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά). Εξάλλου, σε συνάφεια με τα ανωτέρω, οι αιτιάσεις των εναγομένων που περιέχονται όμοια στον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, ότι λόγω της πληθωρικής στελέχωσης του προσωπικού καταστρώ­ματος του επίδικου πλοίου, δεν χρειάσθηκε να παρασχεθεί, και πάντως ποτέ δεν παρασχέθηκε, υπό του ενάγοντος υπερωριακή εργασία, πέραν της προβλεπομένης στο άρθρο 13 της ΣΣΝΕ, εκ του λόγου ότι, κατά τις ίδιες αιτιάσεις υπήρχε αλληλοκάλυψη των καθηκόντων του ενάγοντος από τα άλλα μέλη του προσωπικού καταστρώματος και ειδικότερα των συνυπηρετούντων έντεκα ναυτών, ανατρέπονται από το γεγονός ότι (α) κάθε μήνα καταβαλλόταν στον ενάγοντα, υπό της δεύτερης εξ αυτών (εναγομένων), ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, αναγνωριζομένης υπ’ αυτής εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του, και (β) από το γεγονός ότι οι ίδιες οι εναγόμενες, σε συνέχεια των ανωτέρω αιτιάσεών τους, στον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι η ημερήσια εργασία του ενάγοντος ξεπερνούσε τη νόμιμη διάρκεια των οκτώ ωρών, αφού ανέφεραν στα πλαίσια του ιδίου λόγου έφεσης ότι η υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν υπερέβαινε σε κάθε περίπτωση τις 9 με 10 ώρες, κατά τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου επί της ένδικης έφεσής τους, ότι η υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν υπερέβαινε τις εννέα – δέκα ή σε έκτακτες περιπτώσεις (διπλά δρομολόγια) το μέγιστο έντεκα ώρες (σχετικά σελ. 4) και στη σελίδα 5 των ιδίων προτάσεων αναφέρουν ότι κατά την εκτέλεση των διπλών (πρωινών) δρομολογίων η απασχόληση του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε τις 11 -12 ώρες ημερησίως. Περαιτέρω δε,  η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των φύλλων και λογαριασμών μισθοδοσίας του, όπως οι εναγόμενες αναφέρουν στα πλαίσια του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσής τους, χωρίς να προβάλλει περαιτέρω απαιτήσεις και χωρίς να διαμαρτυρηθεί για μη καταβολή της ανάλογης υπερωριακής αμοιβής του, η μη εναντίωσή του (ενάγοντος) ή η μη έκφραση παραπόνων εκ μέρους του για τις καταβολές που εγίνοντο στον τραπεζικό του λογαριασμό υπό της δεύτερης εναγομένης, η μη εκ μέρους του καταγγελία της επίδικης σύμβασης λόγω μη καταβολής της νόμιμης αμοιβής του για την εν λόγω αιτία, για παράβαση καθηκόντων του πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου, η μη άρνηση εκ μέρους του να εργασθεί υπερωριακά εφόσον δεν είχε αποπληρωθεί προηγούμενες ώρες υπερωρίας, όπως οι εναγόμενες αναφέρουν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και απετέλεσαν περιεχόμενο και των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιόν μας, καθώς επίσης και η ανεπιφύλακτη, υπό του ενάγοντος, λήψη της καταβληθείσας υπό της δεύτερης εναγομένης αμοιβής για υπερωριακή εργασία του, όπως οι εναγόμενες αναφέρουν στις προτάσεις που κατέθεσαν επί της ένδικης αντέφεσης, δικαιολογείται από την επιθυμία του ενάγοντος να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος (αναφερομένους από τις εναγόμενες και ως μηνιαίους πίνακες αναπαύσεως), το οποίο ετηρείτο στο εν λόγω πλοίο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και του άρθρου 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), ούτε να καταστήσουν μη νόμιμη την αξίωσή του περί καταβολής αμοιβής για υπερωριακή εργασία, όπως αναφέρουν οι εναγόμενες δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών καταστάσεων – αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας του και του βιβλίου υπερωριών δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμη όμως, κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η υπογραφή των αμέσως ανωτέρω εγγράφων (μισθοδοτικών καταστάσεων-αποδείξεων πληρωμής της μισθοδοσίας της και του βιβλίου υπερωριών-μηνιαίους πίνακες αναπαύσεως) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 1569/2017,  ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών των εναγομένων, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής τους. Τέλος, οι αιτιάσεις των εναγομένων, που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρουν με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι, η επιβατική κίνηση κατά την επίδικη περίοδο, ακόμα και τους θερινούς μήνες, ήταν μειωμένη λόγω της οικονομικής κρίσης, πολύ δε περισσότερο όλο το έτος 2020 λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, ως επιχείρημα υπέρ των ισχυρισμών τους ότι δεν ήταν αναγκαία η εκτέλεση υπό του ενάγοντος υπερωριακής εργασίας, ανατρέπεται, ως ανωτέρω αναλύεται, εκ του γεγονότος ότι και η ίδια η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα αμοιβή για υπερωριακή εργασία και κατά το έτος 2020. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ανωτέρω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω αναστολής της ανωτέρω σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, συνεπεία του κορονοϊού, ο ενάγων δεν αξιώνει αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν οι αντίθετοι ισχυρισμοί των εναγομένων, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους. Όμοια, απορριπτέος τυγχάνει ο ίδιος πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, ως αβάσιμος στην ουσία του, καθό μέρος οι εναγόμενες κάνουν λόγο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως όσον αφορά τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.2019 έως και 29.5.2019 και από 3-3-2020 έως και 22-3-2020, οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα, ο ενάγων μετείχε σε εργασίες γενικής επισκευής και συντήρησης του ανωτέρω πλοίου, επί δύο (2) ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου κατά τις καθημερινές και τις ημέρες Κυριακής και επί δέκα (10) ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου των εν λόγω χρονικών διαστημάτων. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν στο εν λόγω πλοίο καθημερινά, καθώς και τις ημέρες Σαββάτου, Κυριακής και αργιών, καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε έναν πλου την ημέρα, επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον συναφή πρώτο λόγο της ένδικης αντέφεσης του ενάγοντος– αντεκκαλούντος, που κρίνεται εν μέρει βάσιμος κατ’ ουσίαν, όπως επίσης έσφαλε, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεχόμενο ότι ο ενάγων εργάζονταν στο εν λόγω πλοίο καθημερινά, καθώς και τις ημέρες Σαββάτου Κυριακής και αργιών καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε επιπλέον έναν πλου ημερησίως, επί δεκαπέντε (15) ώρες, κατά τον συναφή πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης των εναγομένων– εκκαλούντων, που κρίνεται εν μέρει βάσιμος κατ’ ουσίαν. Αντίθετα, απορριπτέος τυγχάνει κατά τα λοιπά ο πρώτος λόγος αντέφεσης ως αβάσιμος στην ουσία του και δη καθό μέρος ο ενάγων διατείνεται ότι εργάσθηκε πέραν των τεσσάρων ωρών κατά τις καθημερινές και ημέρες Κυριακής και πέραν των δώδεκα ωρών κατά τις ημέρες Σαββάτου και τις ημέρες αργίας καθόν χρόνο το ένδικο πλοίο εκτελούσε έναν πλου, καθώς επίσης και καθό μέρος ο ενάγων διατείνεται ότι εργάσθηκε πέραν των έξι ωρών κατά τις καθημερινές και ημέρες Κυριακής και πέραν των δεκατεσσάρων ωρών κατά τις ημέρες Σαββάτου και τις ημέρες αργίας καθόν χρόνο το ένδικο πλοίο εκτελούσε πέραν των ανωτέρω και έναν επιπλέον ημερήσιο πλου. Όμοια, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος στην ουσία του ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης καθό μέρος οι εναγόμενες διατείνονται ότι η εργασία του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε τις 9-10 ώρες τις καθημερινές και επί εννέα ώρες κατά τις ημέρες που διενεργούντο στο εν λόγω πλοίο επισκευές. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της, ως άνω εφαρμοζομένης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας ο ενάγων, ο οποίος εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του στο επίδικο πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και δη το ποσό των 8,70 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,44 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα, αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, δικαιούται ως αμοιβή για την υπ’ αυτού παροχή υπερωριακής εργασίας, τα ακόλουθα ποσά: (Α) Για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως και 1.4.2019 [οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 21.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.30′ πμ, ακολούθως δε, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα συνέχιζε τους ίδιους πλόες, επιπλέον δε την 15.2.2019, οπότε το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο και δη αναχώρησε από τα Χανιά την 12.00 προς Πειραιά (αφ. 20.00 – αν. 23.59) – Χανιά (αφ. 08.00 της επομένης ημέρας 16.2.2019)]: (α) Κατά τις 13 ημέρες Σαββάτου (5, 12, 19, 26/1, 2, 9, 16, 23/2, 2, 9, 16, 23, 30/3 και τις 4 ημέρες αργίας (1, 6/1, 11, 25/3) και συνολικά [(13 Σάββατα + 4 αργίες=) 17 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 204 ώρες, δικαιούται το ποσό των (204 ώρες Χ 10,44 €=) 2.129,76. (β) Κατά τις καθημερινές και Κυριακές: ([61 καθημερινές επί 4 ώρες=] 244 ώρες + [μία καθημερινή και δη την 15-2-2019 οπότε πραγματοποιήθηκε και ημερήσιο δρομολόγιο επί 6 ώρες =} 6 ώρες + [12 ημέρες Κυριακής επί 4 ώρες=] 48 ώρες=) 298 ώρες, δικαιούται το ποσό των (298 ώρες επί 8,70 €=) 2.592,60. (Β) Για το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως και 1.9.2019 [οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα, το ανωτέρω πλοίο (i) από 1.5.2019 έως και 12.5.2019 και από 30.5.2019 έως και 29.6.2019, εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 21.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.30′ πμ, ακολούθως δε, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα συνέχιζε τους ίδιους πλόες, (ii) από 30.6.2019 έως και 1.9.2019 εκτελούσε το ίδιο ως άνω υπό στοιχείο (i) δρομολόγιο με διαφορά ώρας και δη εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 22.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 07.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 07.00′ πμ, ακολούθως δε, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα συνέχιζε τους ίδιους πλόες, και επιπλέον (iii) την 5.7.2019, 6.7.2019, 7.7.2019, 8.7.2019, 13.8.2019, 16.8.2019, 17.8.2019, 18.8.2019, 21.8.2019, 22.8.2019, 23.8.2019, 24.8.2019, 25.8.2019, 28.8.2019, 29.8.2019, οπότε μετά την άφιξη του ανωτέρω πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 07.00′ πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως αναλύεται ανωτέρω, (iv) την 12.7.2019, 13.7.2019, 14.7.2019, 19.7.2019, 20.7.2019, 21.7.2019, 24.7.2019, 25.7.2019, 26.7.2019, 27.7.2019, 28.7.2019, 31.7.2019, 1.8.2019, 2.8.2019, 3.8.2019, 4.8.2019, 7.8.2019, 8.8.2019, 9.8.2019, 10.8.2019, 11.8.2019, 31.8.2019, 1.9.2019, οπότε μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανιών την 07.00′ πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο, ως αναλύεται ανωτέρω, και (v) από 13.5.2019 έως και 29.5.2019 το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του και σε αυτό διενεργήθηκαν εργασίες συντήρησης και επισκευών εν όψει των ετήσιων επιθεωρήσεών του]: (α) Κατά τις 7 ημέρες Σαββάτου (4/5, 11/5, 1/6, 8/6, 15/6, 22/6 και 29/6) και τις 3 ημέρες αργίας (1/5, 6/6 και 15/8) και συνολικά [(7 Σάββατα + 3 αργίες=) 10 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 120 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (120 ώρες Χ 10,44 €=) 1.252,80, (β) Κατά τις 9 ημέρες Σαββάτου (6/7, 13/7, 20/7, 27/7, 3/8, 10/8 , 17/8, 24/8 και 31/8), οπότε το πλοίο εκτέλεσε και επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο  και συνολικά [9 Σάββατα Χ 14 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 126 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (126 ώρες Χ 10,44 €=) 1.315,44, (γ) Κατά τις 2 ημέρες Σαββάτου (18/5 και 25/5) οπότε απεδείχθη ότι στο εν λόγω πλοίο εγίνοντο επισκευές και συνολικά [2 Σάββατα Χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 20 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (20 ώρες Χ 10,44 €=) 208,80, (δ) Κατά τις καθημερινές και Κυριακές: ([52 καθημερινές + 7 Κυριακές κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο ημερησίως =59 ημέρες επί 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 236 ώρες + [20 καθημερινές + 9 Κυριακές κατά τις οποίες το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο =29 ημέρες επί 6 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 174 ώρες + [13 καθημερινές + 2 Κυριακές κατά τις οποίες στο εν λόγω πλοίο διενεργούντο επισκευές = 15 ημέρες επί 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 30 ώρες=) 440 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (440 ώρες επί 8,70 €=) 3.828,00. (Γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 2.10.2019 έως και 2.2.2020  [οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 21.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.30′ πμ, ακολούθως δε, καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα συνέχιζε τους ίδιους πλόες και επιπλέον την 24.12.2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 06.30′ πμ, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 10.00) – Χανιά (αφ. 19.00)]: (i) Κατά το χρονικό διάστημα από 2-10-2019 έως 31-12-2019: (α) Κατά τις 13 ημέρες Σαββάτου (5/10, 12/10, 19/10, 26/10, 2/11, 9/11, 16/11, 23/11, 30/11, 7/12, 14/12, 21/12 και 28/12 του έτους 2019) και τις 4 ημέρες αργίας (28/10, 6/12, 25/12 και 26/12 του έτους 2019) και συνολικά [(13 Σάββατα + 4 αργίες=) 17 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 204 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (204 ώρες Χ 10,44 €=) 2.129,76, (β) Κατά τις καθημερινές και Κυριακές: ([60 καθημερινές + 13 Κυριακές κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο = 73 ημέρες επί 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ημέρα =] 292 ώρες + [1 καθημερινή κατά την οποία το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε επιπλέον ένα ημερήσιο δρομολόγιο επί 6 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 6 ώρες =) 298 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (298 ώρες επί 8,70 €=) 2.592,60, (ii)  Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 2-2-2020: (α) Κατά τις 5 ημέρες Σαββάτου (4/1, 11/1, 18/1, 25/1 και 1/2/2020) και τις 2 ημέρες αργίας (1/1 και 6/1/2020) και συνολικά [(5 Σάββατα + 2 αργίες=) 7 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 84 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (84 ώρες Χ 10,44 €=) 876,96, (β) Κατά τις καθημερινές και Κυριακές: (21 καθημερινές + 5 Κυριακές κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο = 26 ημέρες επί 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =) 104 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (104 ώρες επί 8,70 €=) 904,80, (Δ) Κατά το χρονικό διάστημα 1.3.2020 έως και 14.8.2020 [οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα, το ανωτέρω πλοίο (i) από 1.3.2020 έως και 2.3.2020, από 23.3.2020 έως και 12.4.2020, από 2.6.2020 έως και 3.7.2020 εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 21.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.30′ πμ, όπως αναλύεται ανωτέρω, (ii) από 4.7.2020 έως και 22.7.2020, εκτελούσε το ίδιο ως άνω υπό στοιχείο (i) δρομολόγιο με διαφορά ώρας και δη εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 22.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 07.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 07.00′ πμ, όπως αναλύεται ανωτέρω, (iii) από 23.7.2020 έως και 14.8.2020 οπότε εκτελούσε το ίδιο ως άνω υπό στοιχείο (i) δρομολόγιο με διαφορά ώρας και δη εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 22.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.00′ πμ, ως ανωτέρω αναλύεται, (iv) την 25.7.2020, 26.7.2020, 29.7.2020, 14.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι των Χανιών την 06.00′ πμ, εκτέλεσε πρόσθετο δρομολόγιο ως αναλύεται ανωτέρω, (v) την 31.7.2020, 1.8.2020, 2.8.2020, 7.8.2020, 8.8.2020, 9.8.2020, 11.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά την 06.00′ πμ, εκτέλεσε πρόσθετο δρομολόγιο ως αναλύεται ανωτέρω, (vi) από 3.3.2020 έως και 22.3.2020 το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του και σε αυτό διενεργήθηκαν εργασίες συντήρησης και επισκευών εν όψει των ετήσιων επιθεωρήσεών του, και (vii) από 13.4.2020 έως την 1.6.2020 το πλοίο διέκοψε τα δρομολόγιά του και το πλήρωμα εντάχθηκε στις διατάξεις της υπ αριθμ. 2242/21372/2020 κοινής υπουργικής απόφασης, περί αναστολής της σύμβασης ναυτολογήσεώς του, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ1 αριθμ. 2242.10/32718/2020 όμοια απόφαση (αναστολή δρομολογίων λόγω covid-19)]: (i) Κατά το χρονικό διάστημα 1.3.2020 έως και 30.4.2020: (α) Κατά τις 3 ημέρες Σαββάτου (28/3, 4/4, 11/4) και τη 1 ημέρα αργίας (2/3) και συνολικά [(3 Σάββατα + 1 αργία=) 4 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 48 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (48 ώρες Χ 10,44 €=) 501,12, (β) Κατά τις 3 ημέρες Σαββάτου (7/3, 14/3 και 21/3) και συνολικά [3 Σάββατα Χ 10 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 30 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (30 ώρες Χ 10,44 €=) 313,20, (γ) Κατά τις καθημερινές και Κυριακές: ([15 καθημερινές + 4 Κυριακές κατά τις οποίες το ως άνω πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο = 19 ημέρες επί 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 76 ώρες + [14 καθημερινές + 3 Κυριακές κατά τις οποίες στο εν λόγω πλοίο πραγματοποιούντο επισκευές = 17 ημέρες επί 2 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 34 ώρες =) 110 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (110 ώρες επί 8,70 €=) 957,00. (ii) Κατά το χρονικό διάστημα 1.5.2020 έως και 14.8.2020: (α) Κατά τις 7 ημέρες Σαββάτου (6/6, 13/6, 20/6, 27/6, 4/7, 11/7 και 18/7) oπότε το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε έναν πλου ημερησίως Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 84 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (84 ώρες Χ 10,44 €=) 876,96, (β) Κατά τις 3 ημέρες Σαββάτου (25/7, 1/8 και 8/8) κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε και ημερήσιο δρομολόγιο Χ 14 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 42 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (42 ώρες Χ 10,44 €=) 438,48, (γ) Κατά τις καθημερινές και Κυριακές: ([49 καθημερινές + 7 Κυριακές κατά τις οποίες το ως άνω πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο = 56 ημέρες επί 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 224 ώρες + [5 καθημερινές + 3 Κυριακές κατά τις οποίες το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε και ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο = 8 ημέρες επί 6 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 48 ώρες) 272 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (272 ώρες επί 8,70 €=) 2.366,40. (Ε) Κατά το χρονικό διάστημα 3.9.2020 έως και 24.11.2020: [οπότε, κατά τα άνω αποδειχθέντα, το ανωτέρω πλοίο από 3.9.2020 έως και 6.9.2020, εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 22.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.00′ πμ, ως αναλύεται ανωτέρω και από 7.9.2020 έως και 24.11.2020, εκτελούσε καθημερινά ένα βραδινό δρομολόγιο με λιμένα αφετηρίας το λιμάνι του Πειραιά, απ’ όπου αναχωρούσε την 21.00′ μμ, με προορισμό τα Χανιά της Κρήτης, όπου κατέπλεε την 06.00′ πμ της επομένης ημέρας, απέπλεε δε από τον τελευταίο αυτό λιμένα την ίδια ημέρα και ώρα 22.00′ μμ και κατέπλεε στον λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα την 06.30′ πμ, ως αναλύεται ανωτέρω]: (α) Κατά τις 12 ημέρες Σαββάτου (5/9, 12/9, 19/9, 26/9, 3/10, 10/10, 17/10, 24/10, 31/10, 7/11, 14/11 και 21/11) και τις 2 ημέρες αργίας (14/9 και 28/10) και συνολικά [(12 Σάββατα + 2 αργίες=) 14 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 168 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (168 ώρες Χ 10,44 €=) 1.753,92, (β) Κατά τις καθημερινές και Κυριακές: ([56 καθημερινές + 12 Κυριακές = 68 ημέρες επί 4 ώρες υπερωριακής εργασίας/ ημέρα =] 272 ώρες, για τις οποίες δικαιούται το ποσό των (272 ώρες επί 8,70 €=) 2.366,40.  Συνολικά, για όλο το επίδικο διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων παρείχε υπερωριακή εργασία, εδικαιούτο όπως λάβει συνολικά το ποσό των (2.129,76 + 2.592,60 + 1.252,80 + 1.315,44 + 208,80 + 3.828,00 + 2.129,76 + 2.592,60 + 876,96 + 904,80 +501,12 +313,20 +957,00 + 876,96+  438,48 +  2.366,40 + 1.753,92 + 2.366,40 =) 27.405,00 ευρώ. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού προσδιόρισε τις ημερήσιες ώρες εργασίας του ενάγοντος σε 3 ώρες κατά τις καθημερινές και Κυριακές και σε 11 ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο και σε 7 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές και Κυριακές και σε 15 ώρες ημερησίως κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ένα επιπλέον ημερήσιο δρομολόγιο, με εξαίρεση τις ημέρες κατά τις οποίες στο εν λόγω πλοίο διενεργούντο επισκευές, χρονικό διάστημα κατά το οποίο προσδιόρισε αυτήν σε 2 ώρες κατά τις καθημερινές και Κυριακές και 10 ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, όπως προελέχθη, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και περαιτέρω, εσφαλμένα προσδιόρισε το ποσό της αμοιβής του ενάγοντος για την εν λόγω υπερωριακή του απασχόληση στο ποσό των ευρώ 11.129,04 για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και στο ποσό των ευρώ 12.693,30 για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και αργίες και συνολικά στο ποσό των ευρώ 23.822,24, ενώ εάν ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις θα κατέληγε ότι, ο ενάγων για αμοιβή του, για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία, καθόλα τα επίδικα χρονικά διαστήματα, εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ 27.405,00. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, αφού γίνει δεκτή η ένδικη αντέφεση του ενάγοντος,  καθό μέρος με τον πρώτο λόγο αυτής πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, για το λόγο ότι κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων εδέχθη ότι ο ενάγων εδικαιούτο για υπερωριακή απασχόληση μόνον το ποσό των ευρώ 23.822,24, ενώ έπρεπε να δεχθεί την ένδικη αγωγή στο σύνολό της, ως εν μέρει βάσιμο στην ουσία του, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο και αφού το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή, ως προς αυτό. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων για την υπερωριακή εργασία του κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ως απεδείχθη ειδικότερα ανωτέρω, εδικαιούτο όπως λάβει συνολικά το ποσό των ευρώ 27.405,00. Οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς αντίκρουση της ένδικης αντέφεσης, νόμιμα και παραδεκτά δια της παραπομπής στις σελίδες 6 και 7 των ενσωματωμένων σε αυτές (προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιόν μας) προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προέβαλαν, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, ισχυρισμό περί μερικής εξόφλησης της ανωτέρω απαίτησης του ενάγοντος, δια της καταβολής σε αυτόν για υπερωριακή απασχόληση κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το ποσό των ευρώ 9.533,99. Προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού επικαλούνται και προσκομίζουν τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, καθώς και τις επισυναπτόμενες σε ορισμένες εξ αυτών αποδείξεις καταβολής των αντίστοιχων ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος. Από τις εν λόγω αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων, έναντι αμοιβής του για υπερωριακή εργασία κατά τις ημέρες αργίας και Σαββάτου του επιδίκου χρονικού διαστήματος, έλαβε τα ακόλουθα ποσά: κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Μάιο, Ιούνιου, Ιούλιο και  Αύγουστο του έτους 2019 το ποσό των ευρώ 467, 62 για έκαστο εκ των μηνών αυτών (σχετικά αποδείξεις μισθοδοσίας μετά τις επισυναπτόμενες σε αυτές αποδείξεις διατραπεζικής μεταφοράς σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος), κατά τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2019 και κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Οκτώβριο έτους 2020, το ποσό των ευρώ 476.96 μηνιαίως, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 31,80, τον μήνα Μάρτιο 2020 το ποσό των ευρώ 476,97, τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 222,58, τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 445,17 (σχετικά προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής φέρουσες τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντος), τον μήνα Ιανουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 476,96, τον μήνα Νοέμβριο 2020 το ποσό των ευρώ 381,57, την 13-4-2020 το ποσό των ευρώ 206,68, τον μήνα Ιανουάριο 2019 το ποσό των ευρώ 65,70, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 15,90 και τον μήνα Απρίλιο 2019 το ποσό των ευρώ 15,59 (σχετικά αποδείξεις μισθοδοσίας μετά τις επισυναπτόμενες σε αυτές αποδείξεις διατραπεζικής μεταφοράς σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος) και συνολικά το ποσό των ευρώ 8.458,43. Επιπλέον, οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιόν μας προς αντίκρουση της ένδικης αντέφεσης, νόμιμα και παραδεκτά δια τις παραπομπής στη σελίδα 7 των ενσωματωμένων σε αυτές (προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιόν μας) προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προέβαλαν, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, ισχυρισμό περί μερικής εξόφλησης της ανωτέρω απαίτησης του ενάγοντος, δια της καταβολής σε αυτόν για υπερωριακή απασχόληση για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το ποσό των ευρώ 10.218,08. Προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού τους, επικαλούνται και προσκομίζουν τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος, καθώς και τα επισυναπτόμενα σε ορισμένες εξ αυτών αποδείξεις καταβολής των αντίστοιχων ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος. Από τις εν λόγω αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων, έναντι αμοιβής του για υπερωριακή εργασία κατά τα ένδικα διαστήματα για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, έλαβε τα ακόλουθα ποσά: το ποσό των ευρώ 512,06 για έκαστο των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2019 (σχετικά αποδείξεις μισθοδοσίας μετά τις επισυναπτόμενες σε αυτές αποδείξεις διατραπεζικής μεταφοράς σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος), το ποσό των ευρώ 522,30  κατά τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2019,  Ιούνιο, Ιούλιο και Οκτώβριο  2020 (σχετικά προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής φέρουσες τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντος), το ποσό των ευρώ 522,30  τον μήνα Ιανουάριο 2020 (σχετικά απόδειξη μισθοδοσίας μετά τις επισυναπτόμενες σε αυτή αποδείξεις διατραπεζικής μεταφοράς σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος), το ποσό των ευρώ 34,82 την 2-2-2020, το ποσό των ευρώ 243,74 την 14-8-2020, το ποσό των ευρώ 412,03 την 31-3-2020, το ποσό των ευρώ 487,48 την 1-10-2020 (σχετικά προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής φέρουσες τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντος), το ποσό των ευρώ 426,73 την 31-5-2019μ το ποσό των ευρώ 417,84 την 24-11-2020, ο ποσό των ευρώ 226,33 την 13-4-2020, το ποσό των ευρώ 70,30 την 31-10-2019, το ποσό των ευρώ 17,41 την 1-9-2019, και το ποσό των ευρώ 17,07 την 1-4-2019 (σχετικά αποδείξεις μισθοδοσίας μετά τις επισυναπτόμενες σε αυτές αποδείξεις διατραπεζικής μεταφοράς σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος), και συνολικά το ποσό των ευρώ 9.082,21. Επιπλέον, οι εναγόμενες προσκομίζουν ως σχετικά 48 και 49 αναλυτικές καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, οι οποίες εν τούτοις, δεν φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος, επιπλέον δε δεν προσκομίζουν αποδείξεις καταβολής στον ίδιο τον ενάγοντα ή σε τραπεζικό του λογαριασμό έτερο ποσό πλην των ανωτέρω αποδειχθέντων ποσών και δη του ποσού των ευρώ 8.458,43 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και του ποσού των ευρώ 9.082,21 για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ήδη με την ένδικη αγωγή του ότι, έναντι της υπερωριακής του απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών έλαβε μόνον το ποσό των ευρώ 8.392,42, έναντι δε της υπερωριακής του εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής έλαβε το ποσό των ευρώ 8.994,50 και συνολικά έναντι της αμοιβής του για υπερωριακή απασχόληση έλαβε το ποσό των ευρώ 17.386,92. Εν τούτοις, ο ενάγων δεν αμφισβητεί τις ανωτέρω έγγραφες αποδείξεις που φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του, καθώς επίσης δεν αμφισβητεί ειδικώς κάποιο από τα έγγραφα κατάθεσης των ανωτέρω ποσών στον τραπεζικό του λογαριασμό μισθοδοσίας. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έλαβε έναντι της απαίτησής του για υπερωριακή εργασία από την δεύτερη εναγομένη που αφορά την επίδικη περίοδο το ποσό των ευρώ (8.458,43 + 9.082,21=) 17.540,64. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η ανωτέρω ένσταση καταβολής των εναγομένων (άρθρο 416 ΑΚ), ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της και δη για το ποσό των ευρώ 8.458,43, όσον αφορά στην υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των επιδίκων χρονικών διαστημάτων και κατά το ποσό των ευρώ 9.082,21, όσον αφορά στην υπερωριακή εργασία του ενάγοντος για καθημερινές και Κυριακές του ιδίου διαστήματος και συνολικά για το ποσό των ευρώ 17.540,64. Επομένως, οι εναγόμενες συνεχίζουν να οφείλουν στον ενάγοντα, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των ευρώ (27.405 μείον 17.540,64=) 9.864,36. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004/212), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίσης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ο μέσος όρος του επιδόματος έχμασης, γιατί αυτό αποτελεί πρόσθετη αμοιβή προβλεπόμενη από την ανωτέρω ΣΣΝΕ (στο άρθρο 30) ειδικά για το κατώτερο προσωπικό του καταστρώματος που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, το οποίο υπολογίζεται και καταβάλλεται στους δικαιούχους αναλογικά κατά μήνα ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας τους (ΜονΕφΠειρ 117/2016 ΤΝΠ Νόμος). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία κατ’ άρθρο 1 § 3 περ. ε αυτής συγκαταλέγονται και οι ναύτες, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 48/2021, 216/2021, 196/2020, 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790). Εν προκειμένω, με την αγωγή του ο ενάγων, ισχυρίστηκε ότι, εδικαιούτο για αναλογία δώρων εορτών των ετών 2019 και 2020 και δη για αναλογία δώρου Πάσχα 2019 το ποσό των ευρώ 2.025,22, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 931,90 και επομένως οι εναγόμενες του οφείλουν το ποσό των ευρώ 1.093,32, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 το ποσό των ευρώ 4.834,91, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 2.158,95 και επομένως οι εναγόμενες του οφείλουν το ποσό των ευρώ 2.675,96, για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 το ποσό των ευρώ 1.692,14, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 769,69 και επομένως οι εναγόμενες του οφείλουν το ποσό των ευρώ 922,45 και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 το ποσό των ευρώ 3.552,44, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των ευρώ 1.628,79 και επομένως οι εναγόμενες του οφείλουν το ποσό των ευρώ 1.923,65. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε την απαίτησή του αυτή νόμιμη, ακολούθως δε, με βάση ότι, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, με συνυπολογισμό  του μέσου όρου της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, που κατά τις παραδοχές της ανερχόταν σε 1.328,10 ευρώ – αφού προηγούμενα είχε δεχθεί ότι καθόλο το διάστημα εργασίας του ενάγοντος (538 ημέρες) η συνολική αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή απασχόλησή του ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 23.822,34 – ανήρχοντο στο ποσό των ευρώ 4.501,22, δέχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων (α) εδικαιούτο ως αναλογία Δώρου Πάσχα 2019, το ποσό των ευρώ 1.705,50, από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των ευρώ 931,90, το οποίο ήδη ο ενάγων είχε αφαιρέσει με την αγωγή του ως ποσό που του κατεβλήθη για την εν λόγω αιτία, με αποτέλεσμα να επιδικάσει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των 773,60 ευρώ,  (β) εδικαιούτο ως αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, το ποσό  των ευρώ 4.071,60, από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των ευρώ 2.169,81, αφού έκανε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την ένσταση μερικής καταβολής που προέβαλαν οι εναγόμενες, με αποτέλεσμα να επιδικάσει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των 1.901,79 ευρώ, (γ) εδικαιούτο ως αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 1.425,00, από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των ευρώ 769,69, το οποίο ήδη ο ενάγων είχε αφαιρέσει με την αγωγή του ως ποσό που του κατεβλήθη για την εν λόγω αιτία, με αποτέλεσμα να επιδικάσει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των 655,31 ευρώ, και (δ) εδικαιούτο ως αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, το ποσό  των ευρώ 2.991,60, από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των ευρώ 1.628,79, από το οποίο αφαίρεσε το ποσό των ευρώ 1.628,79, το οποίο ήδη ο ενάγων είχε αφαιρέσει με την αγωγή του ως ποσό που του κατεβλήθη για την εν λόγω αιτία, με αποτέλεσμα να επιδικάσει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσό των 1.362,81 ευρώ. Κατά της κρίσεως αυτής της εκκαλουμένης αποφάσεως, διαμαρτύρονται αμφότερες οι διάδικες πλευρές για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και δη οι μεν εναγόμενες με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ο δε ενάγων με τον δεύτερο λόγο της αντέφεσής του, ότι για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίστηκε εσφαλμένα ο μέσος όρος της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος. Ενόψει της αποδειχθείσας κατά τα άνω, στα πλαίσια διερεύνησης του πρώτου λόγου έφεσης και του πρώτου λόγου αντέφεσης, υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά τον επίδικο χρόνο  κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμων των σχετικών αιτιάσεων του αντεκκαλούντος, εσφαλμένος κρίνεται ο προσδιορισμός του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που αρκεί για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της. Επομένως, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-1-2019 έως 1-4-2019, ο ενάγων για την εν λόγω αιτία εδικαιούτο: (α) Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 {[μισθός ενεργείας 1.204,77€ + επίδομα Κυριακών 265,05€+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64€ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 επί 30=) 599,40€+ επίδομα αδείας 433,95€ + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής έχμασης οχημάτων 396,80 € + μέσος όρος αμοιβής έκτακτων εργασιών 66,93€ + μέσος όρος για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης (4.722,36 ευρώ υπερωριακή απασχόληση κατά το εν λόγω διάστημα/91 ημέρες απασχόλησης επί 30=) 1.556,82=] 4.690,94 δια 2 επί 1/15  επί (91 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 11,37 οκταήμερα=} 1.777,87 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), έναντι του οποίου, όπως αμφότεροι οι διάδικοι δέχονται και όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη ως προς την οποία η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσεβλήθη από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 931,90 και επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (1.777,87 μείον 931,90=) 845,97 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 1.093,32, όπως ο ίδιος (ενάγων) ισχυρίζεται με τον τρίτο λόγο της ένδικης αντέφεσής του, απορριπτομένου κατά τούτο του λόγου αυτού. (β) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 {[μισθός ενεργείας 1.204,77€+ επίδομα Κυριακών 265,05€+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64€ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 επί 30=) 599,40€+ επίδομα αδείας 433,95€+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής έχμασης οχημάτων 396,80 € + μέσος όρος αμοιβής έκτακτων εργασιών 66,93€ + μέσος όρος για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας 130,58 € +  μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 6.605,04 για υπερωριακή απασχόληση από 1-5-2019 έως 1-9-2019 + ευρώ 4.722,36 για υπερωριακή απασχόληση από 2-10-2019 έως 31-12-2019=) 11.327,40/ 215 ημέρες εργασίας (ήτοι 124 ημέρες εργασίας από 1-5-2019 έως 1-9-2019 και 91 ημέρες εργασίας 2-10-2019 έως 31-12-2019) ημέρες απασχόλησης επί 30=) 1.580,57 (κατόπιν στρογγυλοποιήσεως) =] 4.714,69 επί 2/25  επί (215 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 11,31 δεκαεννιαήμερα=} 4.265,85, έναντι του οποίου, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 2.169,81 όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, γενομένης δεκτής ως βάσιμη στην ουσία της σχετικής ένστασης μερικής καταβολής των εναγομένων (άρθρο 416 ΑΚ), διάταξη ως προς την οποία η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσεβλήθη υπό του ενάγοντος, ως μόνου έχοντος έννομο συμφέρον. Επομένως, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (4.265,85 μείον 2.169,81=) 2.096,04 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 2.665,10, όπως ο ίδιος (ενάγων) ισχυρίζεται με τον τρίτο λόγο της ένδικης αντέφεσής του, απορριπτομένου κατά τούτο του λόγου αυτού. (γ) Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 {[μισθός ενεργείας 1.204,77€+ επίδομα Κυριακών 265,05€+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64€ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 επί 30=) 599,40€+ επίδομα αδείας 433,95€+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής έχμασης οχημάτων 396,80 € + μέσος όρος αμοιβής έκτακτων εργασιών 66,93€ + μέσος όρος για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης  {[(ευρώ 1.781,76 για υπερωριακή απασχόληση από 1-1-2020 έως 2-2-2020 + ευρώ 1.771,32 για υπερωριακή απασχόληση από 1-3-2020 έως 12-4-2020, δεδομένου ότι έκτοτε ανεστάλη η εργασιακή σχέση του ενάγοντος έως και 1/6/2019 λόγω covid-19, κατά δε τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου δεκάτου ενάτου της από 30-3-2020 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α 75/2020) που κυρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4684/2020 προς υπολογισμό του Δώρου Πάσχα λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος διάρκειας της εργασιακής σχέσης έως της αναστολής=) 3.553,08 ευρώ υπερωριακή απασχόληση κατά το εν λόγω διάστημα/76 ημέρες απασχόλησης επί 30=) 1.402,53=] 4.536,65 δια 2 επί 1/15  επί (76 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 9,50 οκταήμερα=} 1.436,60, έναντι του οποίου, όπως αμφότεροι οι διάδικοι δέχονται και όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη ως προς την οποία η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσεβλήθη από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 769,69 και επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (1.436,60 μείον 769,69=) 666,91 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 922,45, όπως ο ίδιος (ενάγων) ισχυρίζεται με τον τρίτο λόγο της ένδικης αντέφεσής του, απορριπτομένου κατά τούτο του λόγου αυτού και (δ) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 {[μισθός ενεργείας 1.204,77€+ επίδομα Κυριακών 265,05€+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64€ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 επί 30=) 599,40€+ επίδομα αδείας 433,95€+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής έχμασης οχημάτων 396,80 € + μέσος όρος αμοιβής έκτακτων εργασιών 66,93€ + μέσος όρος για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.681,84 για υπερωριακή απασχόληση από 2.6.2020 -δεδομένου ότι η εργασιακή σχέση του ενάγοντος από 1/5/2020 έως και 1/6/2020 είχε ανασταλεί λόγω covid-19, κατά δε τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 126 του Ν. 4764/2020 προς υπολογισμό του Δώρου Χριστουγέννων 2020 λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος διάρκειας της εργασιακής σχέσης χωρίς το χρόνο αναστολής – έως και 14.8.2020 οπότε ο ενάγων αποναυτολογήθηκε + ευρώ 4.120,32 για υπερωριακή απασχόληση από 3-9-2020 έως 24-11-2020=)  7.802,16/156 ημέρες εργασίας {ήτοι 74 ημέρες εργασίας από 2-6-2020  έως 14.8.2020 και 82 ημέρες εργασίας από 3-9-2020 έως 24-11-2020} ημέρες απασχόλησης} επί 30= 1.500,41 =] 4.634,53 επί 2/25 επί (156 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 8,21 δεκαεννιαήμερα=} 3.043.96 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), έναντι του οποίου, όπως συμφωνούν αμφότερες οι διάδικες πλευρές και όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη ως προς την οποία η εκκαλουμένη απόφαση δεν προσεβλήθη από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.628,79 και επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (3.043.96 μείον 1.628,79 =) 1.415,17 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 1.923,65, όπως ο ίδιος (ενάγων) ισχυρίζεται με τον τρίτο λόγο της ένδικης αντέφεσής του, απορριπτομένου κατά τούτο του λόγου αυτού. Επομένως, συνολικά για Δώρα Εορτών της επίδικης περιόδου ο ενάγων δικαιούται το ποσό των ευρώ (845,97 + 2.096,04 + 666,91 + 1.415,17 =) 5.024,09. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων δικαιούται αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 εκ ποσού ευρώ 773,60, αντί του ανωτέρω αποδειχθέντος για την ίδια αιτία ποσού 845,97 ευρώ, αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εκ ποσού ευρώ 1.901,79 αντί του ανωτέρω αποδειχθέντος για την ίδια αιτία ποσού 2.096,04 ευρώ, αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 εκ ποσού ευρώ 655,31 αντί του ανωτέρω αποδειχθέντος για την ίδια αιτία ποσού 666,91 ευρώ και αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 εκ ποσού ευρώ 1.362,81 αντί του ανωτέρω αποδειχθέντος για την ίδια αιτία ποσού 1.415,17, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του δευτέρου λόγου της ένδικης αντέφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου του ιδίου (δευτέρου) λόγου αντέφεσης, κατά τα λοιπά ως αβασίμου στην ουσία του. Ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το κεφάλαιο αυτό, με σκοπό εξαφανιζομένης της εκκαλουμένης αποφάσεως, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του ενάγοντος κατά το κεφάλαιο αυτό στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίο το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148). Εν προκειμένω, με την αγωγή του ο ενάγων, ισχυρίστηκε ότι, κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες, το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, 17,56 δρομολόγια εξπρές, τα οποία υπολόγισε με βάση το άθροισμα των ωρών εκάστης πρόωρης αναχώρησής του από την αφετηρία του. Επικαλούμενη δε, αντιστοίχως, τις διατάξεις των §§ 3 και 4 του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ ζήτησε να του επιδικαστεί το υπόλοιπο (πέραν του ποσού των ευρώ 1.412,86 που ήδη του είχε καταβληθεί από την δεύτερη εναγομένη) της πρόσθετης αμοιβής που εδικαιούτο για την αιτία αυτή, το οποίο προσδιόρισε στο συνολικό χρηματικό ποσό των 2.105,81, αφού συνυπολόγησε το μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής του για την υπερωριακή εργασία, καθώς επίσης και τη μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ ορθή εφαρμογή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ έκρινε την απαίτησή της αυτή νόμιμη, ακολούθως δε, με βάση ότι οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές της, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, που κατά τις παραδοχές της ανερχόταν σε 1.328,10 ευρώ -αφού προηγούμενα είχε δεχθεί ότι καθόλο το διάστημα εργασίας του ενάγοντος (538 ημέρες) η συνολική αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή απασχόλησή του ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 23.822,34 – ανήρχοντο στο ποσό των ευρώ 4.501,22, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε περαιτέρω ότι, η πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος, για την εν λόγω αιτία, ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων 2.634 ευρώ για 17,56 δρομολόγια εξπρές που πραγματοποιήθηκαν κατά την ένδικη περίοδο, από το οποίο αφήρεσε το ποσό των ευρώ 1.433,74, αφού έκανε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την ένσταση μερικής καταβολής που προέβαλαν οι εναγόμενες, με αποτέλεσμα να επιδικάσει στον ενάγοντα για την αιτία αυτή, το χρηματικό ποσό των 1.200,26 ευρώ. Κατά της κρίσεως αυτής της εκκαλουμένης αποφάσεως, διαμαρτύρονται αμφότερες οι διάδικες πλευρές για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και δη οι μεν εναγόμενες με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ο δε ενάγων με τον τρίτο λόγο της αντέφεσής του, διότι για τον προσδιορισμό της επίμαχης πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίστηκε εσφαλμένα ο μέσος όρος της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, ενώ επιπλέον οι εναγόμενες διότι, κατ’ εκτίμηση του εν λόγω λόγου, απερρίφθη εν μέρει η ένσταση καταβολής τους, ο δε ενάγων επικαλείται επιπλέον α) λανθασμένο μη συνυπολογισμό και των δώρων εορτών στις μηνιαίες αποδοχές, αν και αυτά καταβάλλονταν τακτικώς και β) εσφαλμένως έγινε δεκτή η ένσταση μερικής καταβολής των εναγομένων για το ποσό των ευρώ 1.433,74, αντί του ποσού των ευρώ 1.412,86. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, οι εναγόμενες δεν προσέβαλαν την απόφαση ως προς τον αριθμό δρομολογίων εξπρές που εδέχθη ότι πραγματοποίησε το εν λόγω πλοίο, κατά τις αναφερόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση ημερομηνίες, ούτε ως προς το ποσοστό 1/30 επί των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος με βάση το οποίο προσδιόρισε την εν λόγω πρόσθετη αμοιβή. Ενόψει της αποδειχθείσας, κατά τα άνω, στα πλαίσια διερεύνησης του πρώτου λόγου έφεσης και του πρώτου λόγου αντέφεσης, υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά τον επίδικο χρόνο, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμων των σχετικών αιτιάσεων του αντεκκαλούντος, εσφαλμένος κρίνεται ο προσδιορισμός του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που αρκεί για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της. Επίσης σφάλμα κατά τον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος εμφιλοχώρησε και από τον μη συνυπολογισμό της αναλογίας των δώρων εορτών, δεδομένου ότι, όπως εν προκειμένω αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας, τα εν λόγω επιδόματα παρέχονταν τακτικώς κάθε μήνα στον ενάγοντα υπό της δεύτερης των εναγομένων και ως εκ τούτου, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, έπρεπε να συνυπολογισθούν στον προσδιορισμό των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος επί τη βάσει των οποίων εν τέλει προσδιορίσθηκε η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, απορριπτομένων του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Το εν λόγω πλοίο, όπως απεδείχθη, κατά το επίδικο διάστημα, αναχώρησε πρόωρα, ήτοι προ της συμπληρώσεως τουλάχιστον έξι ωρών πριν τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο από το λιμάνι αφετηρίας, κατά 40 ημέρες εντός του έτους 2019 και κατά 11 ημέρες εντός του έτους 2020, όπως οι ημέρες αυτές αναφέρονται ανωτέρω και δεν αμφισβητούνται ειδικώς υπό των εναγομένων. Παράλληλα, όπως αναφέρει ο ενάγων στην ένδικη αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, κατά τις 40 ημέρες πρόωρης αναχώρησης του εν λόγω πλοίου εντός του έτους 2019, μία ημέρα και δη την 15-2-2019 αναχώρησε πρόωρα κατά 2,01 ώρες, μία ημέρα και δη την 24-12-2019 αναχώρησε πρόωρα κατά 2,5 ώρες και τις υπόλοιπες 38 ημέρες αναχώρησε πρόωρα κατά 3,00 ώρες εκάστη, με αποτέλεσμα κατά το ίδιο έτος (2019), σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 33 παρ.1, 3 και 4 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω ανωτέρω ΣΣΝΕ, το εν λόγω πλοίο να έχει πραγματοποιήσει [(38 επί 3=) 114 + 2,5 + 2,01=118,51 ώρες πρόωρης αναχώρησης δια 8=) 14,81 εξπρές δρομολόγια. Επιπλέον, όπως απεδείχθη και εκτίθεται αναλυτικά ανωτέρω στα πλαίσια διερεύνησης του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης και της αντέφεσης,  εντός του έτους 2019, ο ενάγων εργάσθηκε συνολικά 306 ημέρες και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως 1-4-2019 (91) ημέρες, κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 έως 1-9-2019 (124) ημέρες και κατά το χρονικό διάστημα από 2-10-2019 έως 31-12-2019 (91) ημέρες, πραγματοποίησε δε υπερωριακή εργασία για την οποία η αμοιβή του καθόλο το έτος 2019 ανήλθε στο ποσό των [4.722,36 ευρώ (κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως 1-4-2019) +  6.605,04 ευρώ (κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 έως 1-9-2019) + 4.722,36 ευρώ (κατά το χρονικό διάστημα από 2-10-2019 έως 31-12-2019)=] 16.049,76, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος της αμοιβής του μηνιαίως για υπερωριακή εργασία κατά το έτος 2019, να ανέρχεται σε ευρώ (16.049,76 δια 306 ημέρες επί 30=) 1.573,50. Επιπλέον, ο ενάγων για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.777,87 και για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 4.265,85, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος των ανωτέρω επιδομάτων εορτών μηνιαίως να ανέρχεται στο ποσό των ευρώ [(1.777,87 + 4.265,85=) 6.043,72 δια 306 ημέρες Χ 30 ημέρες=] 592,52. Επομένως, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, αλλά και της μηνιαίας αναλογίας των δώρων εορτών, ο ενάγων ως πρόσθετη αμοιβή για τα ανωτέρω αποδειχθέντα 14,81 εξπρές δρομολόγια που εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2019,  εδικαιούτο το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77€+ επίδομα Κυριακών 265,05€+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64€ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 επί 30=) 599,40€+ επίδομα αδείας 433,95€+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής έχμασης οχημάτων 396,80 € + μέσος όρος αμοιβής έκτακτων εργασιών 66,93€ + μέσος όρος για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας 130,58€ + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης 1.573,50 + μηνιαία αναλογία δώρων εορτών 2019 592,52 € =] 5.300,14 € μηνιαίος μισθός επί 1/30 επί 14,81 δρομολόγια εξπρές=] 2.616,50. Περαιτέρω, όπως αναφέρει ο ενάγων στην ένδικη αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, τις 11 ημέρες πρόωρης αναχώρησης του εν λόγω πλοίου από το λιμένα αφετηρίας, εντός του έτους 2020, αναχώρησε πρόωρα κατά 2,00 ώρες εκάστη ημέρα, με αποτέλεσμα κατά το ίδιο έτος και σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 33 παρ.1, 3 και 4 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω ανωτέρω ΣΣΝΕ, το εν λόγω πλοίο να έχει πραγματοποιήσει [(11 επί 2= 22 ώρες πρόωρης αναχώρησης δια 8=) 2,75 εξπρές δρομολόγια. Επιπλέον, όπως απεδείχθη και εκτίθεται αναλυτικά ανωτέρω στα πλαίσια διερεύνησης του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης και της αντέφεσης, εντός του έτους 2020, ο ενάγων εργάσθηκε συνολικά 232 ημέρες και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 2-2-2020 (33) ημέρες, από 1-3-2020 έως 30-4-2020 (43) ημέρες, κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως 14-8-2020 (74) ημέρες και κατά το χρονικό διάστημα από 3-9-2020 έως 24-11-2020 (82) ημέρες, πραγματοποίησε δε υπερωριακή εργασία για την οποία η αμοιβή του καθόλο το έτος 2020 ανήλθε στο ποσό των [1.781,76 ευρώ (κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 2-2-2020) +  1.771,32 ευρώ (κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-2020 έως 30-4-2020) + 3.681,84 ευρώ (κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως 14-8-2020) + 4.120,32 ευρώ (κατά το χρονικό διάστημα από 3-9-2020 έως 24-11-2020=] 11.355,24, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος της αμοιβής του μηνιαίως για υπερωριακή εργασία κατά το έτος 2020, να ανέρχεται σε ευρώ (11.355,24 δια 232 ημέρες επί 30=) 1.468,35. Επιπλέον, ο ενάγων για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.436,60 και για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 3.043,96, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος αυτών μηνιαίως να ανέρχεται στο ποσό των ευρώ [(1.436,60 + 3.043,96=) 4.480,56 δια 232 ημέρες Χ 30 ημέρες=] 579,38. Επομένως, με συνυπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, αλλά και της μηνιαίας αναλογίας των δώρων εορτών, ο ενάγων ως πρόσθετη αμοιβή για τα ανωτέρω αποδειχθέντα 2,75 εξπρές δρομολόγια που εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο κατά το έτος 2020,  εδικαιούτο το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77€+ επίδομα Κυριακών 265,05€+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64€ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 επί 30=) 599,40€+ επίδομα αδείας 433,95€+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής έχμασης οχημάτων 396,80 € + μέσος όρος αμοιβής έκτακτων εργασιών 66,93€ + μέσος όρος για την εκτέλεση καθηκόντων πυρασφάλειας 130,58 € +  μέσος όρος μηνιαίας αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης 1.468,35 + μηνιαία αναλογία δώρων εορτών 2020 579,38 € =] 5.181,85 € μηνιαίος μισθός επί 1/30 επί 2,75 δρομολόγια εξπρές=] 475,00. Συνολικά, ως αμοιβή για 17,56 δρομολόγια express που εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο κατά τον ένδικο χρόνο, ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής εκ ποσού ευρώ (2.616,50 + 475,00=) 3.091,50, και όχι το ποσό των ευρώ 3.518,67 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς αντίκρουση της ένδικης αντέφεσης, νόμιμα και παραδεκτά δια τις παραπομπής στη σελίδα 9 των ενσωματωμένων σε αυτές (προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιόν μας) προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προέβαλαν, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, ισχυρισμό περί μερικής εξόφλησης της ανωτέρω απαίτησης του ενάγοντος, δια της καταβολής σε αυτόν κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το ποσό των ευρώ 1.456,78, ισχυρισμός ο οποίος τυγχάνει νόμιμος, ως θεμελιούμενος στις διατάξεις του άρθρου 416 ΑΚ. Όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, η δεύτερη των εναγομένων, για την ανωτέρω απαίτηση του ενάγοντος περί καταβολής πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων express, κατέβαλε σε αυτόν ποσό ευρώ 23,85 την 28-2-2019, ποσό ευρώ 482,96 την 31-7-2019, ποσό ευρώ 644,79 την 31-8-2019, ποσό ευρώ 20,88 την 1-9-2019, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του εν λόγω μηνός και την επισυναπτόμενη σε αυτή απόδειξη καταβολής του ποσού αυτού στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, κατάθεση η οποία δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, ποσό ευρώ 23,04 όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας της 31-10-2019 που αφορά καταβολή αναδρομικών από 1-1-2019 έως 31-8-2019 και την επισυναπτόμενη σε αυτή απόδειξης καταβολής του ποσού αυτού στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, κατάθεση η οποία δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, ποσό ευρώ 27,15 την 31-12-2019, ποσό ευρώ 93,98 την 31-7-2020, ποσό ευρώ 140,13 την 14-8-2020, και συνολικά το ποσό των 1.456,78 €. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων περί μερικής εξοφλήσεως της εν λόγω απαίτησης κατά το ανωτέρω ποσό των ευρώ 1.456,78. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαφορά μεταξύ του ποσού των ευρώ 1.412,86, το οποίο ο ενάγων, ισχυρίζεται ήδη με την ένδικη αγωγή του ότι έλαβε από την δεύτερη εναγομένη έναντι της ένδικης απαίτησής του και επαναλαμβάνει με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του, με το ποσό που κατά τα άνω αποδεικνύεται ότι έλαβε ήτοι ευρώ 1.456,78, προκύπτει από τον μη συνυπολογισμό υπό του ενάγοντος του ποσού των ευρώ 23,04 που αφορά καταβολή αναδρομικών από την δεύτερη των εναγομένων στον ενάγοντα, χρονικού διαστήματος από 1-1-2019 έως 31-8-2019, για την οποία (καταβολή του εν λόγω ποσού των 23,04 ευρώ) οι εναγόμενες, όπως προελέχθη, προσκομίζουν σχετικό αποδεικτικό κατάθεσης αυτού στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, ο δε ενάγων, ο οποίος έλαβε γνώση της εν λόγω προσκομιζόμενης απόδειξης δεν αρνείται ότι το εν λόγω ποσό κατεβλήθη στον τραπεζικό του λογαριασμό. Επομένως, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των ευρώ (3.091,50 μείον 1.456,78=)  1.634,72 €, και όχι το ποσό των ευρώ 2.105,81, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της ένδικης αντέφεσής του, απορριπτομένου κατά τούτο του λόγου αυτού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβή εκ ποσού ευρώ 2.634, ενώ κατά τα άνω αποδειχθέντα, αυτός εδικαιούτο αμοιβή εκ ποσού ευρώ 3.098,80, γενομένου δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του τρίτου λόγου της ένδικης αντέφεσης, περαιτέρω δε, η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, εδέχθη ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.433,74, ενώ κατά τα άνω αποδειχθέντα η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.456,78, γενομένου δεκτού, κατά τούτο, ως εν μέρει βασίμου του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης, απορριπτομένων των ιδίων (τρίτων) λόγων της ένδικης έφεσης και αντέφεσης, κατά τα λοιπά ως αβασίμων στην ουσία τους.

Πρέπει, επομένως, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης και αντέφεσης, γενομένων δεκτών ως εν μέρει βασίμων στην ουσία τους τόσο της ένδικης έφεσης όσο και της ένδικης αντέφεσης, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης που θα καθορισθεί εξαρχής και εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου για το αντικείμενό της, όπως τούτο βεβαιώνεται στην εκκαλουμένη απόφαση, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στις προεκτεθείσες σχετικές μείζονες σκέψεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 53, 54, 60 εδ. α, 84, παρ. 1, 105, 106 ΚΙΝΔ, 648, 649, 655, 340, 341, 345 Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, πλην του κονδυλίου περί καταβολής της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, το οποίο οφείλεται νομιμοτόκως από την επομένη της 31-12-2020, καθόσον κατά το χρόνο λήξεως της τελευταίας των ενδίκων συμβάσεως ναυτικής εργασίας την 24-11-2020, που από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδ. α Α.Κ., τόκους υπερημερίας (Ολ.Α.Π.39 και 40/2002), δεν είχε καταστεί απαιτητό, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων η πρώτη των εναγομένων, κυρία του ενδίκου πλοίου, δια του εν λόγω πλοίου και έως της αξίας αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των (9.864,36 + 5.024,09 + 1.634,72=) 16.523,17 ευρώ, νομιμοτόκως το ποσό των ευρώ 15.108,00 από την επομένη ημέρα της λήξεως της τελευταίας ναυτολογήσεως του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, ήτοι από την 25-11-2020 και το ποσό των ευρώ 1.415,17 που αφορά αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, νομιμοτόκως από την 1η-01-2021. Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τέλος, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, λόγω της ήττας τους και αναλογικώς προς αυτήν, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την ένδικη έφεση και την αντέφεση.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 1452/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει αμφότερες τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων την πρώτη εναγομένη, κυρία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι τριών ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (16.523,17 ευρώ), νομιμοτόκως το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων εκατόν οκτώ (15.108,00) ευρώ από την 25-11-2020 και το ποσό των χιλίων τετρακοσίων δεκαπέντε ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (ευρώ 1.415,17), νομιμοτόκως από την 1η-01-2021, έως εξοφλήσεως.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 28 Ιουνίου 2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ