Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 357/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   357/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, ο οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………., τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξουσία δικηγόρος του Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στην ……… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο η πληρεξουσία δικηγόρος της Αικατερίνη Σταματελοπούλου.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ………, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 29.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/09.12.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1294/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τη δέχθηκε κατά ένα μέρος κατ’ ουσίαν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρία με την από 29.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ………./04.07.2022 έφεση και ο ενάγων με την από 30.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου …………./01.07.2022 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξουσίες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 30.06.2022  και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/ 01.07.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./01.07.2022 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 29.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./04.07.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/04.07.2022 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1294/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 29.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./09.12.2019 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 23.06.2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του ο ενάγων ………, ισχυρίστηκε ότι, κατόπιν προσυμφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στον Πειραιά την 1.3.2018, μεταξύ αυτού και της εναγομένης εταιρείας με την τότε επωνυμία «……….» και ήδη με την επωνυμία «………….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) δρομολογιακου – κλειστού τύπου πλοίου «ΕΣ» (πρώην «ΕΧ»), Δ.Δ.Σ. …., κ.ο.χ. 1.981,95, κ.κ.χ. 1.128,95, ΔΣΠ … και ΙΜΟ …., ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, αντί συμφωνημένου μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, αρχικώς όπως προεβλέπετο  στη συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2017 και ακολούθως, κατόπιν τροποποίησης της ανωτέρω σύμβασης με νεώτερη συμφωνία των διαδίκων, που έλαβε χώρα την 14-11-2018, αντί μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, της ΣΣΝΕ για Πληρώματα Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινώς ακτοπλοϊκά δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως επί δεκατρείς [13] ώρες έως την 28-3-2019, οπότε και λύθηκε η σύμβασή του με την εναγόμενη, λόγω ετήσιας επιθεώρησης του ανωτέρω πλοίου, δίχως να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωσή του. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ζητούσε ο ενάγων, επικαλούμενος κυρίως την ανωτέρω σύμβαση εργασίας και επικουρικώς τις, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διατάξεις του ΑΚ, να του επιδικαστεί, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, το συνολικό χρηματικό ποσό των 20.868,38 ευρώ, για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για διαφορές πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και για αποζημίωση απολύσεώς του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απολύσεώς του, άλλως από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 1294/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού έγινε δεκτή ως νόμιμη η ένδικη αγωγή, πλην της επικουρικής βάσεως αυτής, ως προς την οποία η ένδικη αγωγή απερρίφθη ως μη νόμιμη, έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.137,29 ευρώ, ως οφειλόμενη διαφορά αμοιβής του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία, αφού έγινε δεκτό, από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι, ο τελευταίος απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, κατά τις ειδικότερα κατ’ αριθμό προσδιοριζόμενες στην απόφαση καθημερινές ημέρες, καθώς επίσης και ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, ήτοι ότι εργάσθηκε υπερωριακά επί τρεις (3) ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και επί ένδεκα (11) ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, το ποσό των 1.869,45 ευρώ ως διαφορά αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, κατόπιν των παραδοχών ότι το συγκεκριμένο πλοίο αποτελούσε κυρίως ημερόπλοιο, καθώς επίσης και ότι ως δρομολόγιο εξπρές, για το οποίο ο ενάγων δικαιούται της, προβλεπομένης στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., που κρίθηκε ότι τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής με βάση τη συμφωνία των διαδίκων για τον υπολογισμό των αποδοχών του, πρόσθετης αμοιβής, νοείται μόνον εκείνο από τα εβδομαδιαία, τακτικά, κυκλικά, ακτοπλοϊκά δρομολόγια του πλοίου, το οποίο επεκτεινόταν κατά τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από ώρας 23.00 έως ώρας 7.00 της επόμενης ημέρας και το ποσό των 2.042,90 ως αποζημίωση απολύσεως του ενάγοντος συνεπεία απολύσεως αυτού λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του ανωτέρω πλοίου. Με την ίδια ως άνω οριστική απόφαση, υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το σύνολο των επιμέρους ποσών, που έγινε δεκτό ότι του οφείλονται, ανερχόμενο συνολικά σε 9.049,64 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς του (29.3.2019) μέχρι την εξόφληση, επεβλήθη δε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίσθηκε στο ποσό των ευρώ 300 σε βάρος της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την, από 30.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………../01.07.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………/01.07.2022, έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα, όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του σ’ αυτό, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν καθημερινά επί ένδεκα (11) και όχι επί δεκατρείς (13) ώρες, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, με αποτέλεσμα το ως άνω κονδύλιο να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, β) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου της πρόσθετης αμοιβής του για την εκτέλεση από το πλοίο της εναγομένης δρομολογίων εξπρές, ως προς το οποίο πλήττονται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων των εν προκειμένω κριθεισών ως εφαρμοστέων διατάξεων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., που καθορίζουν την έννοια του δρομολογίου αυτού, σύμφωνα με τις οποίες (παραδοχές) τέτοιο δρομολόγιο συνιστά μόνον αυτό από τα κυκλικά δρομολόγια του πλοίου, που επεκτεινόταν κατά τις νυκτερινές ώρες, ενώ, κατά τα διαλαμβανόμενα στην έφεση, εάν ορθά εφαρμόζονταν και ερμηνεύονταν οι εν λόγω διατάξεις, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι όλα τα κυκλικά δρομολόγια, που πραγματοποιούσε το πλοίο αυτό που δεν ήταν ημερόπλοιο, εβδομαδιαίως, πέραν των πέντε (5), ορισμένα εκ των οποίων υπερέβαιναν σε διάρκεια τις δώδεκα (12) ώρες και ορισμένα εκ των οποίων υπερέβαιναν σε διάρκεια τις έξι (6) ώρες αλλά όχι τις δώδεκα (12) ώρες, υπάγονται στην έννοια του δρομολογίου εξπρές, για το οποίο και δικαιούται της προβλεπόμενης πρόσθετης αμοιβής, και επιπροσθέτως προσάπτονται αιτιάσεις και όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, που έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερου ποσοστού υπολογισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, αλλά και επί μικρότερου ποσού συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτές, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επιπλέον δε, γ) κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή και δη των διατάξεων του άρθρου 424 ΚΠολΔ, δεν ελήφθη υπόψη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως η προσκομισθείσα υπ’ αυτού με αριθμό ………../16-10-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …….., η οποία ελήφθη ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου …………, εκ του λόγου ότι, στην κλήση της εναγομένης δεν μνημονεύετο το επάγγελμα του εν λόγω μάρτυρος, ενώ εάν εφάρμοζε σωστά τις ανωτέρω διατάξεις, ενόψει του ότι η αναφορά του επαγγέλματος του μάρτυρος δεν τίθεται στο νόμο επί ποινή ακυρότητος παρά μόνον με το στοιχείο της δικονομικής βλάβης του αντιδίκου, την οποία έπρεπε να επικαλεσθεί και να αποδείξει εν προκειμένω η εναγομένη. Επιπλέον δε, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ίδιας ως άνω διατάξεως, η εκκαλουμένη απόφαση έλαβε υπόψη της, την περιεχομένη στη με αριθμό πρωτ. ΔΣΠ ΕΒ ……/2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος της εναγομένης ……., η οποία ελήφθη ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς ………, αν και αυτή δεν ελήφθη σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και δη δεν ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως αυτού, καθόσον ελήφθη την ίδια ημέρα συζήτησης της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ήτοι την 13-10-2020 και συγκεκριμένα μισή ώρα προ της ενάρξεως της συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στερώντας του παράλληλα τοιουτοτρόπως τη δυνατότητα παρουσίας του στον τόπο εξέτασης του ανωτέρω μάρτυρος και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 423 ΚΠολΔ. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η εξαφάνιση, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου, της ως άνω απόφασης κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής, που βλάπτουν τον εκκαλούντα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η αγωγή του. 2) Η εναγόμενη άσκησε την, από  29.06.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/04.07.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………/04.07.2022, έφεσή της, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του α) επί του κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, ως προς το οποίο πλήττονται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και από πλευράς αιτιολογίας, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτει στην έφεση της, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, άλλως και σε κάθε περίπτωση ότι, για την όποια τυχόν υπερωριακή του απασχόληση για την αντιμετώπιση εξαιρετικών και έκτακτων αναγκών εκ της λειτουργίας του πλοίου, έχει πλήρως εξοφληθεί διά χρηματικών ποσών που ελάμβανε κάθε μήνα, όπως συνάγεται από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, β) επί του κονδυλίου της αμοιβής για την πραγματοποίηση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, ως προς το οποίο πλήττονται οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων των εν προκειμένω κριθεισών ως εφαρμοστέων διατάξεων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., ως προς το οποίο ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε τοιούτου είδους δρομολόγια, καθώς επίσης ότι υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό (κονδύλιο) μη συμφωνηθέντος υπό των διαδίκων και μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή απασχόληση, για δε τα πράγματι εκτελεσθέντα δρομολόγια αυτού του είδους ο ενάγων έχει επίσης εξοφληθεί και γ) επί του κονδυλίου αποζημίωσης απολύσεως, ως προς το οποίο ειδικότερα ισχυρίζεται ότι εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτει στην έφεση, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) ως εργαζόμενος με σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν εδικαιούτο αποζημίωση απολύσεως, επιπλέον ότι αυτή υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό (κονδύλιο), μη συμφωνηθέντος υπό των διαδίκων και μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή απασχόληση, τέλος δε ότι εσφαλμένως επεδικάσθη το εν λόγω ποσό, νομιμοτόκως από της επομένης ημέρας της απολύσεώς του ενάγοντος. Ζητά δε με την έφεσή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενόρκου εξετάσεως του μάρτυρος του ενάγοντος, …….., η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την περιεχομένη στη με αριθμό ……../26-4-2023 ένορκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου Βόλου …….., ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ……….., η οποία ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ……./2-4-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……… και η οποία παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, υπό του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, διότι δεν κρίνεται ότι προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από πρόθεση στρεψοδικίας του ενάγοντος ή από βαριά του αμέλεια, την περιεχομένη στη με αριθμό ……/16-10-2020 ένορκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου Βόλου ……., ένορκη κατάθεση του ιδίου ως άνω μάρτυρος …….., η οποία ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της εναγομένης, η οποία έλαβε χώρα δια δηλώσεως της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντος, μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 13-10-2020, ημέρα Δευτέρα, με την οποία γνωστοποιήθηκε στην εναγομένη ότι ο ενάγων προετίθετο να εξετάσει τον ανωτέρω μάρτυρα ενώπιον του ανωτέρω συμβολαιογράφου προς ανταπόδειξη των ισχυρισμών του, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όπου έχει καταχωρηθεί η σχετική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντος, έστω και αν στη δήλωση αυτή δεν αναφέρεται το επάγγελμα του εν λόγω μάρτυρος, η οποία (ένορκη βεβαίωση) παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη υπό του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτομένων του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης {ενόψει του ότι ήδη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 424 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό είχε προστεθεί με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, αντικαταστάθηκε από την 1η.1.2022 με τις διατάξεις των άρθρων 23 και 120 του Ν.4842/2021 και εφαρμόζεται, όπως αντικαταστάθηκε και στις εκκρεμείς υποθέσεις, όπως η παρούσα, κατά τις διατάξεις της παρ.1β άρθρου 116 [σε συνδ. με άρθρο 120 εδ.β] του Ν. 4842/2021, όπως  διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4871/2021, κατά το οποίο «Ένορκη βεβαίωση σε δίκη για την οποία δίδεται δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν: α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου, β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 όργανα ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση, γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του μάρτυρα, την αγωγή, το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί, και δ) όταν παραβιάζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 421. Ένορκη βεβαίωση κατά παράβαση των λοιπών διατάξεων λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου.», διότι με τις αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις (άρθρων 116 παρ.1 στ. β σε συνδυασμό με 120 εδ. β Ν. 4842/2021), τίθεται κανόνας διαχρονικού δικαίου, ειδικότερος της διατάξεως του άρθρου 12 του ΕισΝΚΠολΔ, κατά συνεπή εφαρμογή του οποίου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ratione temporis πεδίο εφαρμογής του άρθρου 424 ΚΠολΔ (όπως διαμορφώνεται με το Ν. 4842/2021) αναφορικά με τη δικονομική αξιολόγηση των αταξιών που παρεισέφρησαν κατά τη λήψη της βεβαίωσης, καταλαμβάνει και ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν πριν την έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων (1.1.2022), εφόσον πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε εκκρεμείς δίκες, όπου η συζήτηση θα διεξαχθεί μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4842/2021 (σχετικά Π. Γιαννόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις μετά τον ν 4842/2021 ΕΠολΔ 5/2021, σελ. 521 επ.), εφόσον εν προκειμένω, δεν απεδείχθη δικονομική βλάβη της εναγομένης από τη μη αναφορά του επαγγέλματος του εν λόγω μάρτυρος κατά την ανωτέρω γνωστοποίηση περί της εξέτασής του, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι αυτός (μάρτυρας) ήταν ήδη γνωστός στην εναγομένη, διότι ετύγχανε προηγούμενα και από ετών εργαζόμενος αυτής}, οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων ………… και ………….) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας τους, χωρίς το γεγονός ότι αυτοί τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, εκ του λόγου ότι έχουν ασκήσει εναντίον της άλλες, ιδικές τους αγωγές, με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, μη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, όπως η ίδια διατείνεται, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο  δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, τη με αριθμό …………../2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης ………., η οποία λήφθηκε ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς ………., κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του ενάγοντος, όπως αυτό αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. …./08-10-2020 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή …………. – δεδομένου ότι, η αναφορά στην κλήση εξέτασης του εν λόγω μάρτυρος η οποία επεδόθη στον ενάγοντα, ότι η εξέταση αυτού θα ελάμβανε χώρα ενώπιον του ανωτέρω Δικηγόρου, την 13.10.2020 ημέρα Τρίτη και ώρες 8.15 π.μ. και 8.30 π.μ., δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο διαζευκτικό και σε κάθε περίπτωση η ανωτέρω αναφορά ως προς το χρόνο εξέτασης του εν λόγω μάρτυρος δεν προκαλεί ασάφεια -, η οποία (ένορκη βεβαίωση) παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, έστω κι αν ελήφθη την ίδια ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και μάλιστα μισή ώρα (και δη ώρα 8.30 π.μ.) προ της ενάρξεως της συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενόψει του ότι, κατόπιν της καταργήσεως του άρθρου 270 παρ.2 εδ.β του ΚΠολΔ με τις διατάξεις του άρθρου 1 άρθρου δευτέρου παρ.1 του Ν. 4335/2015, από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται υποχρέωση λήψης της ένορκης βεβαίωσης προ της ημερομηνίας εκδίκασης της αγωγής στην οποία ο διάδικος προτίθεται να κάνει χρήση αυτής, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του ενάγοντος που περιέχονται στον τρίτο λόγο της πρώτης κρινόμενης έφεσης, ενόψει μάλιστα του ότι ο ενάγων, δεν στερήθηκε των δικαιωμάτων του να παραστεί κατά την λήψη της εν λόγω ενόρκου βεβαιώσεως, εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο επιλογής του (πρβλ. ΑΠ 771/2010, ΑΠ 36/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία (ένορκη βεβαίωση) σταθμίζεται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του ανωτέρω μάρτυρος, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα εξ αυτών θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, κατ’ επάγγελμα απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ……..   ναυτικού φυλλαδίου, έχοντας προηγούμενη θαλάσσια υπηρεσία πλέον των δύο ετών, κατήρτισε εγγράφως, στον Πειραιά, την 1.3.2018, με εκπρόσωπο της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρείας του, υπό ελληνική σημαία, επιβατηγού οχηματαγωγού – πλοίου «ΕΣ», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ……, κ.ο.χ. 1.981,95, έγγραφη σύμβαση ναυτολόγησης και ναυτολογήθηκε αυθημερόν με την ειδικότητα του ναύτη στο ως άνω πλοίο από τον πλοίαρχό του και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό συνεχώς έως και την 28η.3.2019, οπότε και αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά, λόγω της ετήσιας επιθεώρησης του ανωτέρω πλοίου. Η επίδικη ναυτολόγηση, κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2018 έως 13.11.2018, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, ρυθμίζονταν από τη ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, η οποία υπογράφηκε στις 17.8.2017, κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4005) στις 17.11.2017, κατά δε το χρονικό διάστημα από 14.11.2018 έως 28.3.2019, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, από τη ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, που υπογράφηκε στις 4.9.2018, κυρώθηκε στις 31.10.2018 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5084) στις 14.11.2018, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του, με βάση τις οποίες, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, υπολογίστηκαν και οι απαιτήσεις του ενάγοντος με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η τελευταία να πλήττεται ως προς τούτο από κανέναν των διαδίκων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 των ως άνω εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2017 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ναύτη ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δεκατρία λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,13 €}, το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (8,38 €) και σε δέκα ευρώ και πέντε λεπτά (10,05 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος από της ναυτολογήσεώς του την 1-3-2018 έως την 13-11-2018, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και σαράντα λεπτά (2.441,40 €). Κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2018 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ναύτη ορίστηκε σε χίλια εκατόν ογδόντα ένα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (1.181,15 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών (259,86 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (19,59 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα λεπτέ (19,59 ευρώ Χ 30 = 587,70 €), το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (35,92 €), και οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια είκοσι πέντε ευρώ και σαράντα πέντε λεπτά [(μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών  259,86 ευρώ: 22) =  65,50 +19,59 ευρώ =) 85,09 Χ 5 ημέρες = 425,45 €], το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (6,83 €), και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και πενήντα τέσσερα λεπτά (8,54 €) και σε δέκα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (10,25 €), αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος από 14-11-2018 και έως της αποναυτολογήσεώς του την 28-3-2019, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια ενενήντα ευρώ και οκτώ λεπτά (2.490,08 €). Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος (δεν προσκομίζεται η τελευταία μηνός Μαρτίου 2019), η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες και δη κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο 2018 το ποσό των 455,13 ευρώ μηνιαίως, κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο 2018 το ποσό των ευρώ 458,44 μηνιαίως, κατά τους μήνες Δεκέμβριο 2018 και Φεβρουάριο 2019 το ποσό των 467,62 ευρώ μηνιαίως και το Ιανουάριο 2019 το ποσό των 467,61 ευρώ. Ειδικώς τον μήνα Μάρτιο 2018, απεδείχθη ότι δεν κατέβαλε αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες για τις εννέα πρώτες ημέρες του εν λόγω μηνός, για τον υπόλοιπο δε μήνα Μάρτιο του έτους 2018 κατέβαλε για την, εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 318,90 και επιπλέον, κατά δε τον μήνα Οκτώβριο 2018, του κατέβαλε ποσό ευρώ 18,36. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των ανωτέρω, χρηματικά ποσά, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές. Συγκεκριμένα, στον ενάγοντα καταβλήθηκαν για την αιτία αυτή κατά τους μήνες από μηνός Απριλίου 2018 έως και μηνός Σεπτεμβρίου 2018 το ποσό των ευρώ 251,10 και επιπλέον για το μήνα Σεπτέμβριο 2018 το ποσό των ευρώ 175,64, κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο 2018 μηνιαίως το ποσό των ευρώ 251,01 και επιπλέον και για τους δύο αυτούς μήνες το ποσό των ευρώ 10,04, τον μήνα Δεκέμβριο 2018 το ποσό των ευρώ 256,03, τον μήνα Ιανουάριο 2019 το ποσό των ευρώ 415,34 και τον μήνα Φεβρουάριο 2019 το ποσό των ευρώ 512,06. Στις αποδείξεις δε των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2018 αναγράφονται για έκαστο των μηνών 30 ώρες υπερωρία κατά τις καθημερινές και Κυριακές, στην απόδειξη Ιανουαρίου 2019 48,67 υπερωρίες και στην απόδειξη μηνός Φεβρουαρίου 2019 εξήντα (60) ώρες υπερωρία. Περαιτέρω, κατά το επίδικο διάστημα, όπως αναφέρει η εναγομένη και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό του ενάγοντος, στο πλοίο της εναγομένης απασχολούνταν ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, ένας [1] ναύκληρος,  επτά [7] ναύτες και ένας [1] ναυτόπαις. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, δεύτερον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 των ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, ήταν δρομολογημένο: (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 17.1.2019 και από 1-3-2019 έως 31-10-2019 στη γραμμή Βόλος – Σκιάθος – Γλώσσα Σκοπέλου – Σκόπελος – Αλόννησος και (β) κατά το χρονικό διάστημα από 18.1.2019 έως 28.2.2019 στις γραμμές (ι) Σύρος – Κύθνος – Κέα – Λαύριο και επιστροφή, (ιι) Σύρος – Πάρος – Νάξος – Ίος – Σίκινος – Φολέγανδρος -Κίμωλος – Μήλος και επιστροφή, (ιιι) Σύρος – Πάρος – Σέριφος – Σίφνος -Κίμωλος – Μήλος και επιστροφή και (ιv) Σύρος – Τήνος – Άνδρος και επιστροφή (σε αντικατάσταση του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου Α δυνάμει της με αριθμό πρωτ. 2252.1.3.79/1187/19 από 8-1-2019 Απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής). Επιπλέον, απεδείχθη ότι, για το χρονικό διάστημα από 18.1.2019 έως 28.2.2019 επετράπη σε αυτό, η ακινησία για την εκτέλεση εργασιών ετήσιας επιθεωρήσεως (σχετικά από 20-11-2018 έντυπο σήμα του ΥΑ.Ν.Π./Α.Λ.Σ………1/2019 έντυπο σήμα, του Κ. Λ/Χ Βόλου/Τ.Λ.Α./Γ.Γ.Α). Κατά τη διάρκεια ναυτολογήσεως του ενάγοντος, αποδείχθηκε ότι, το ίδιο πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα δρομολόγια: [Α] Κατά το χρονικό διάστημα από 10-3-2018 έως 4-4-2018 και από 10-4-2018 έως 24.5.2018 και 3.9.2018 έως 31.10.2018: κάθε Τρίτη, Τετάρτη, Παρασκευή και Κυριακή είχε αναχώρηση από Βόλο στις 8.00 για Σκιάθο (αφ. 10.15-αναχ. 10.30), Γλώσσα (αφ. 11.00-αναχ. 11.10), Σκόπελο (αφ. 11.55-αναχ. 12.10), Αλόννησο (αφ. 12.40-αναχ. 13.00), Σκόπελο (αφ. 13.30-αναχ. 13.45), Γλώσσα (αφ. 14.30-αναχ. 14.40), Σκιάθο (αφ. 15.10-αναχ.15.30) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 17.45, ενώ δεν εκτελούσε δρομολόγια τις Δευτέρες, τις Πέμπτες και τα Σάββατα. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 5-4-2018 έως 9-4-2018 (δρομολόγια Πάσχα) Μ. Πέμπτη είχε αναχώρηση από Βόλο στις 12.00 για Σκιάθο (αφ. 14.15-αναχ. 14.30), Γλώσσα (αφ. 15.00-αναχ. 15.10), Σκόπελο (αφ. 15.55-αναχ. 16.10), Αλόννησο (αφ. 16.40-αναχ. 17.00), Σκόπελο (αφ. 17.30-αναχ. 17.45), Γλώσσα (αφ. 18.30-αναχ. 18.40), Σκιάθο (αφ. 19.10-αναχ.19.30) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 21.45, Μ. Παρασκευή είχε αναχώρηση από Βόλο στις 07.45 για Σκιάθο (αφ. 10.00-αναχ. 10.15), Γλώσσα (αφ. 10.45-αναχ. 11.00), Σκιάθο (αφ. 11.30-αναχ. 11.45),  Βόλο (αφ. 14.00-αναχ. 18.35), Σκιάθο (αφ. 18.45-αναχ. 19.00), Αλόννησο (αφ. 20.15-αναχ. 20.30) και τελικό κατάπλου στη Σκόπελο (αφ. 21.00), Μ. Σάββατο είχε αναχώρηση από Σκόπελο στις 07.00 για Σκιάθο (αφ. 07.55-αναχ. 08.15), Βόλο (αφ. 10.30-αναχ. 13.00), Σκιάθο (αφ. 15.15-αναχ. 15.30), Σκόπελο (αφ. 16.25-αναχ. 16.45) και τελικό κατάπλου στην Αλόννησο  στις 17.10, Δευτέρα του Πάσχα είχε αναχώρηση από Αλόννησο  στις 10.00, Σκόπελο (αφ. 10.30-αναχ. 10.45), Γλώσσα (αφ. 11.30-αναχ. 11.40), Σκιάθο (αφ. 12.10-αναχ.12.30), Βόλο (αφ. 14.45-αναχ. 16.45), Σκιάθο (αφ. 19.00-αναχ. 19.15) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 21.30 ενώ την Κυριακή του Πάσχα δεν εκτελέστηκε δρομολόγιο. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 25-5-2018 έως 28-5-2018: Παρασκευή είχε αναχώρηση από Βόλο στις 07.45 για Σκιάθο (αφ. 10.00-αναχ. 10.15), Γλώσσα (αφ. 10.45-αναχ. 11.00), Σκιάθο (αφ. 11.30-αναχ. 11.45), Βόλο (αφ. 14.00-αναχ. 16.30), Σκιάθο (αφ. 18.45-αναχ. 19.00), Αλόννησο (αφ. 20.15-αναχ. 20.30) και τελικό κατάπλου στη Σκόπελο στις 21.00, Σάββατο είχε αναχώρηση από Σκόπελο στις 07.00,  Σκιάθο (αφ. 07.55-αναχ. 08.15), Βόλο (αφ. 10.30-αναχ. 13.00), Σκιάθο (αφ. 15.15-αναχ.15.30), Σκόπελο (αφ. 16.25-αναχ. 16.40) και τελικό κατάπλου στην Αλόνησσο στις 17.10, Δευτέρα είχε αναχώρηση από Αλόνησσο στις 10.00, Σκόπελο (αφ. 10.30-αναχ. 11.45), Γλώσσα (αφ. 11.30-αναχ. 11.40), Σκιάθο (αφ. 12.10-αναχ.12.30), Βόλο (αφ. 14.45-αναχ.15.45), Σκιάθο (αφ. 19.00-αναχ.19.15) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 21.30, ενώ την Κυριακή 27-5-2018 δεν εκτέλεσε δρομολόγιο. [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 29-5-2018 έως 21-6-2018 Κάθε Δευτέρα, Πέμπτη και Κυριακή είχε αναχώρηση από Βόλο στις 7.45 για Σκιάθο (αφ. 10.00-αναχ.10.15), Γλώσσα (αφ.10.45-αναχ. 10.55), Σκόπελο (αφ. 11.40- αναχ.11.55), Αλόννησο (αφ.12.25-αναχ. 13.00), Σκόπελο (αφ. 13.30-αναχ. 13.45), Γλώσσα (αφ. 14.30-αναχ. 14.40), Σκιάθο (αφ.15.10-αναχ.15.30) και κατάπλου στο Βόλο στις 17.45. Κάθε Τρίτη είχε αναχώρηση από Βόλο στις 7.45 για Σκιάθο (αφ. 10.00-αναχ.10.15), Σκόπελο (αφ. 11.10-αναχ.12.30), Σκιάθο (αφ.13.25-αναχ. 13.45) και κατάπλου στο Βόλο στις 16.00. Κάθε Τετάρτη είχε αναχώρηση από Βόλο στις 12.00 για Σκιάθο (αφ. 14.15- αναχ.14.30), Σκόπελο (αφ. 15.25-αναχ. 15.40). Αλόννησο (αφ.16.10-αναχ.16.30), Σκιάθο (αφ.17.45-αναχ. 18.05) και κατάπλου στο Βόλο στις 20.20. Κάθε Παρασκευή είχε αναχώρηση από Βόλο στις 7.45 για Σκιάθο (αφ. 10.00-αναχ.10.15), Γλώσσα (αφ. 10.45 – αναχ. 10.55), Σκιάθο (αφ. 11.25 – αναχ. 11.45) και κατάπλου στο Βόλο στις 14.00, από όπου αναχωρούσε εκ νέου στις 16.30 για Σκιάθο (αφ. 18.45-αναχ. 19.00) και Σκόπελο (αφ. 19.55). Κάθε Σάββατο αναχωρούσε από Σκόπελο στις 6.45 για Σκιάθο (αφ. 7.40-αναχ. 8.00) και κατέπλεε στο Βόλο στις 10.15. Αναχωρούσε εκ νέου από Βόλο στις 12.00 για Σκιάθο (αφ. 14.15-αναχ. 14.30), Σκόπελο (αφ.15.25-αναχ. 15.45), Σκιάθο (αφ.16.40-αναχ. 17.00) και κατάπλου στο Βόλο στις 19.15. [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 22.6.2018 έως 2.9.2018: Κάθε Δευτέρα, Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Βόλου στις 7.45 για Σκιάθο (αφ. 10.10-αναχ. 10.25), Σκόπελο (αφ. 11.25- αναχ. 11.45), Αλόννησο (αφ. 12.15-αναχ. 12.30), Σκιάθο (αφ.13.45 – αναχ. 14.00) και κατέπλεε στον ανωτέρω λιμένα αφετηρίας του Βόλου στις 16.15, από τον οποίο αναχωρούσε και πάλι στις 17.45,  για Σκιάθο (αφ. 20.00-αναχ.20.15), Γλώσσα (αφ.20.45- αναχ.20.55), Σκιάθο (αφ.21.25- αναχ.21.40) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 23.55. Κάθε Τρίτη, Τετάρτη και Σάββατο είχε αναχώρηση από Βόλο στις 7.45 για Σκιάθο (αφ. 10.10-αναχ. 10.25), Γλώσσα (αφ.10.55-αναχ.11.05), Σκόπελο (αφ.11.55- αναχ.12.10), Αλόννησο (αφ.12.40-αναχ. 13.00), Σκόπελο (αφ. 13.30-αναχ. 13.45), Γλώσσα (αφ.14.35- αναχ. 14.45), Σκιάθο (αφ. 15.15-αναχ. 15.30) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 17.55. [ΣΤ] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2018 έως τις 9-1-2019: Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο είχε αναχώρηση από Βόλο στις 8.00 για Σκιάθο (αφ. 10.15-αναχ. 10.30), Γλώσσα (αφ. 11.00-αναχ. 14.45), Σκιάθο (αφ. 15.15- αναχ. 15.30) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 17.45. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη είχε αναχώρηση από Βόλο στις 8.00 για Σκιάθο (αφ. 10.15-αναχ. 10.30), Σκόπελο (αφ. 11.25-αναχ. 11.40), Αλόννησο (αφ. 12.10- αναχ. 12.50), Σκόπελο (αφ. 13.20-αναχ. 13.35), Σκιάθο (αφ. 14.30-αναχ. 14.45) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 17.00. Την Παρασκευή είχε αναχώρηση από Βόλο στις 8.00, για Σκιάθο (αφ. 10.15-αναχ. 10.30), Γλώσσα (αφ. 11.00-αναχ. 11.10), Σκόπελο (αφ. 11.55-αναχ.12.10), Αλόννησο (αφ.12.40-αναχ. 13.00), Σκόπελο (αφ.13.30-αναχ.13.45), Γλώσσα (αφ. 14.30- αναχ.14.40), Σκιάθο (αφ. 15.10- αναχ.15.30) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 17.45. Την Κυριακή είχε αναχώρηση από Βόλο στις 8.00 για Σκιάθο (αφ. 10.15-αναχ. 10.30), Σκόπελο (αφ. 11.25-αναχ. 11.40), Αλόννησο (αφ. 12.10-αναχ. 14.45), Σκόπελο (αφ. 15.15-αναχ. 15.30), Γλώσσα (αφ. 16.15-αναχ. 16.25), Σκιάθο (αφ. 16.55-αναχ.17.10) και τελικό κατάπλου στο Βόλο στις 19.25. Την 10-1-2019 : είχε αναχώρηση από Βόλο στις 8.00 για Σκιάθο (αφ. 10.15-αναχ. 10.30), Σκόπελο (αφ. 11.25-αναχ. 11.40), Αλλόνησο (αφ. 12.10- αναχ. 12.20) και τελικό κατάπλου στο Λαύριο στις 18.45. [Ζ] Κατά το χρονικό διάστημα από 18.1.2019 έως 28.2.2019: το πλοίο εκτελούσε ενδοκυκλαδικά δρομολόγια και συγκεκριμένα, κάθε Δευτέρα το πλοίο είχε αναχώρηση από Σύρο στις 7.00 για Κύθνο (αφ. 9.25- αναχ.9.40), Κέα (αφ. 11.00- αναχ. 11.15), Λαύριο (αφ. 12.15-αναχ. 17.00), Κέα (αφ. 18.00-αναχ. 18.15), Κύθνο (αφ. 19.35-αναχ. 19.50) και Σύρο (αφ. 22.15). Κάθε Τρίτη είχε αναχώρηση από Σύρο στις 7.00 για Πάρο (αφ. 8.30-αναχ. 8.45), Σέριφο (αφ. 10.45-αναχ. 10.55), Σίφνο (αφ. 11.45 – αναχ. 12.00), Κίμωλο (αφ. 13.00- αναχ.13.10), Μήλο (αφ. 14.10-αναχ. 14.25), Κίμωλο (αφ. 15.25-αναχ. 15.35), Σίφνο (αφ. 16.35-αναχ.16.45), Σέριφο (αφ. 17.35- αναχ.17.45), Πάρο (Αφ. 19.45-αναχ. 20.00) και Σύρο (αφ. 21.30). Κάθε Τετάρτη είχε αναχώρηση από Σύρο στις 7.00 για Σέριφο (αφ.9.20-αναχ. 9.30), Σίφνο (αφ. 10.20- αναχ.10.15), Κίμωλο (αφ. 11.30- αναχ.11.40), Μήλο (αφ.12.45-αναχ. 13.00), Κίμωλο (αφ.14.05-αναχ.14.15), Σίφνο (αφ. 15.15 αναχ.15.25), Σέριφο (αφ. 16.15-αναχ.16.25) και άφιξη στη Σύρο, απ’ όπου (Σύρο) αναχωρούσε στις 19.00 για Τήνο (αφ. 19.50- αναχ.20.00) και Άνδρο (αφ. 22.00). Κάθε Πέμπτη είχε αναχώρηση από Άνδρο στις 7.00 για Τήνο (αφ. 9.00- αναχ.9.10) και κατάπλου στη Σύρο στις 10.00. Από Σύρο αναχωρούσε στις 10.15 για Κύθνο (αφ. 12.40-αναχ. 12.50), Κέα (αφ. 14.10-αναχ. 14.20) και Λαύριο (αφ.15.20). Κάθε Παρασκευή είχε αναχώρηση από Λαύριο στις 7.00 για Κέα (αφ.8.00-αναχ. 8.10), Κύθνο (αφ. 9.35-αναχ.9.45), Σύρο (αφ. 12.10- αναχ. 12.30), Πάρο (αφ. 14.00- αναχ. 14.15), Νάξο (αφ. 15.25-αναχ. 15.40), Ίο (αφ. 17.25-αναχ. 17.35), Σίκινο (αφ. 18.05-αναχ. 18.15), Φολέγανδρο (αφ. 19.00-αναχ. 19.10), Κίμωλο (αφ. 20.40-αναχ. 20.50) και Μήλο (αφ. 21.50). Κάθε Σάββατο είχε αναχώρηση από Μήλο στις 7.00 για Κίμωλο (αφ.8.00-αναχ.8.10), Φολέγανδρο (αφ.9.40-αναχ.9.50), Σίκινο (αφ. 10.30- αναχ. 10.40), Ίο (αφ.11.10-αναχ.11.20), Νάξο (αφ. 13.05-αναχ. 13.20), Πάρο (αφ. 14.30-αναχ. 14.45) και Σύρο (αφ. 16.15). Κάθε Κυριακή είχε αναχώρηση από Σύρο στις 7.00 για Πάρο (αφ.8.30-αναχ. 8.45), Σέριφο (αφ. 10.45-αναχ. 10.55), Σίφνο (αφ. 11/45-αναχ. 12.00), Κίμωλο (αφ.13.00-αναχ. 13.10),, Μήλο (αφ. 14.10-αναχ.17.30), Κίμωλο (αφ. 18.30-αναχ. 18.40), Σίφνο (αφ. 19.40-αναχ.19.50) Σέριφο (αφ.20.40- αναχ. 20.50), Πάρο (αφ. 22.50-αναχ.23.00) και κατάπλου στη Σύρο στις 00.30. Επισημαίνεται, αναφορικά με τα δρομολόγια, που εκτελούσε το πλοίο της εναγομένης κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ενόψει της ειδικής αμφισβήτησης της εναγομένης τόσο ως προς τις ώρες υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά την ένδικη περίοδο με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, όσο και ειδικώς ως προς τα εκτελεσθέντα δρομολόγια με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, απεδείχθησαν τα κάτωθι: (α) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-3-2018 έως 9-3-2018 και από 1-3-2019 έως 28-3-2019,  το εν λόγω πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια λόγω της διενέργειας σε αυτό εργασιών συντήρησης και επισκευής (σχετικά και προσκομιζόμενη από τον ίδιο τον ενάγοντα με αριθμό 21/2023 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η οποία εξεδόθη με την αυτή διαδικασία επί αγωγής του ανωτέρω μάρτυρος ……… κατά της εναγομένης), (β) κατά τα χρονικά διαστήματα από 10-3-2018 έως 4-4-2018, από 10-4-2018 έως 24-5-2018 και από 3-9-2018 έως 31-10-2018, δεν εκτελούσε δρομολόγια, κατά τις ημέρες Δευτέρα, Πέμπτη και Σάββατο (σχετικά προσκομιζόμενα, υπό της εναγομένης, έγγραφα και δη με αριθμούς …/02-18 και …../05-18 έντυπα σήματα Υ.ΝΑ.Ν.Π./Α.Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ./Κ.Ν./Δ.Θ.Σ. 1ο), (γ) δεν εκτέλεσε δρομολόγιο την 8-4-2018 (ημέρα Πάσχα) [σχετικά 081252/02-18 έντυπο σήμα του ΥΑ.Ν.Π./Α.Λ.Σ. – ΕΛ. ΑΚΤ./Δ.Θ.Σ. 1 σε συνδυασμό με το επισυναπτόμενο δρομολόγια], η οποία εξάλλου δεν είναι επίδικη, (δ) δεν εκτέλεσε δρομολόγιο την 27-5-2018 ημέρα Κυριακή (σχετικά …../02-18 έντυπο σήμα του ΥΑ.Ν.Π./Α.Λ.Σ. – ΕΛ. ΑΚΤ./Δ.Θ.Σ. 1 σε συνδυασμό με το επισυναπτόμενο δρομολόγια), (ε) δεν απεδείχθη ότι πράγματι εκτέλεσε δρομολόγια και σε κάθε περίπτωση ποία ήταν αυτά, κατά το χρονικό διάστημα από 11-1-2019 έως 17-1-2019, διότι η εναγομένη προσκομίζει το με αριθμό  …../11-18 έντυπο σήμα του ΥΑ.Ν.Π./Α.Λ.Σ. – ΕΛ. ΑΚΤ./Δ.Θ.Σ. 1 με το επισυναπτόμενο σε αυτό έντυπο δρομολογίων, από το οποίο αποδεικνύεται ότι το εν λόγω πλοίο, την 10-1-2019, απέπλευσε από το λιμάνι του Βόλου, ώρα 08.00 για Σκιάθο, Σκόπελο, Αλόννησο, κατέπλευσε δε ώρα 18.45 της ίδιας ημέρας στο λιμάνι του Λαυρίου, δίχως να αποδεικνύεται ότι, ακολούθως επέστρεψε στο λιμάνι του Βόλου και συνέχισε τα ανωτέρω εγκεκριμένα δρομολόγιά του, επιπλέον δε απεδείχθη ότι ακολούθως και δη από την 18-1-2019 ξεκίνησε τα ανωτέρω ενδοκυκλαδικά δρομολόγια. Τέλος, (στ) την 1.5.2018, 30.9.2018, 30.11.2018, 23.1.2019, 25.1.2019, 26.1.2019, 31.1.2019, 1.2.2019, 5.2.2019, 12.2.2019, 15.2.2019, 25.2.2019, 26.2.2019  και 27.2.2019, το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια λόγω απεργίας της ΠΝΟ την πρώτη εκ των ανωτέρω ημερομηνιών και λόγω ακινητοποίησης τις λοιπές ημερομηνίες, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απερρίφθη ως προς τις ημέρες αυτές η ένδικη αγωγή του ενάγοντος (ημέρες για τις οποίες ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή εργασία), κρίση από την οποία και το παρόν Δικαστήριο δεν θα αποστεί (από την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), διότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει, επί του συγκεκριμένου θέματος, απόφαση επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα – εναγομένη (άρθρο 536 του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι ο ενάγων, με τη δική του έφεση δεν πλήττει ειδικά το αποδεικτικό αυτό πόρισμα της εκκαλουμένης απόφασης. Κατά τα λοιπά, με την αγωγή του, ο ενάγων υποστήριξε, ότι εργαζόταν καθημερινά και τις ημέρες Σαββάτου και αργιών επί δεκατρείς (13) ώρες. Η εναγόμενη, αντιθέτως, αρνούμενη την αγωγή, υποστήριξε ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά τις ώρες που αναφέρει στην αγωγή του, για όσες δε τυχόν ώρες εργάστηκε υπερωριακά, έχει πλήρως εξοφληθεί, καθώς του κατέβαλε μηνιαίως μία ελάχιστη αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση, που αντιστοιχούσε σε 35 ώρες συνολικά παροχής τέτοιας εργασίας κατά τις ημέρες Σαββάτου, αμοιβή η οποία εκάλυπτε την εργασία του για 8 ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου, καθώς επίσης και αμοιβή για 10,67 ώρες εργασίες κατά τις ημέρες αργίας, ανεξαρτήτως εάν κατά το συγκεκριμένο μήνα εργάσθηκε σε ημέρα αργίας, καθώς επίσης και αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και ημέρες Κυριακής και συνολικά του κατέβαλε για υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των ευρώ 10.248,69 ευρώ, προς εξόφληση των όποιων αξιώσεων του για την τυχόν απασχόλησή του πέραν του νομίμου ωραρίου, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται απαίτηση του ενάγοντος σε βάρος της από την αιτία αυτή. Ως προς τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντος, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, δηλαδή επί συνολικά τριακοσίων ενενήντα τριών [393] ημερών (και όχι 391 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση), απεδείχθησαν τα ακόλουθα: Στο εν λόγω πλοίο οι έξι εκ των επτά συνολικά υπηρετούντων ναυτών, εργάζονταν σε βάρδιες και ένας ναύτης εργαζόταν ως ημερεργάτης. Οι έξι ναύτες οι οποίοι εκτελούσαν βάρδια, χωρίζονταν ανά δυο σε ζευγάρια, έκαστο δε εξ αυτών πραγματοποιούσε εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες. Συγκεκριμένα, το ένα ζευγάρι εκτελούσε βάρδια από ώρας 08.00 έως ώρας 12.00, το δεύτερο ζευγάρι από ώρας 12.00 έως ώρας 16.00, το τρίτο ζευγάρι από ώρας 16.00 έως ώρας 20.00 και ακολούθως, εκτελούσε τετράωρη βάρδια το πρώτο ζευγάρι από ώρας 20.00 έως ώρας 24.00, το δεύτερο ζευγάρι από ώρας 24.00 έως ώρας 04.00 και το τρίτο ζευγάρι από ώρας 04.00 έως ώρας 08.00, οι δε βάρδιες αυτές τροποποιούντο είτε ανά δεκαπενθήμερο, είτε στο τέλος εκάστου μηνός. Ο ενάγων, κατά τη διάρκεια εκάστης βάρδιάς του, απασχολείτο με όλες τις εργασίες της ειδικότητάς του. Συγκεκριμένα, όταν το πλοίο βρισκόταν εν πλω εκτελούσε φυλακή γέφυρας οπότε εκτελούσε και χρέη τιμονιέρη και εναλλάσσονταν ανά μία ώρα με τον έτερο ναύτη της βάρδιάς του, ο οποίος ευρίσκονταν στη διάθεση του αξιωματικού φυλακής εκτελώντας γενικές εργασίες. Στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού, αλλά και στους ενδιάμεσους λιμένες τους οποίους προσέγγιζε το πλοίο, κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του, συμμετείχε στις εργασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου και συγκεκριμένα στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, όταν τούτο ενόψει κυματισμού κρινόταν απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί ο κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς τούτο προκύπτει από τη σταθερή καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 30 § 1 των ως άνω ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τις μισθοδοτικές του αποδείξεις, Επιπλέον, μετά την ολοκλήρωση εκάστου ημερησίου δρομολογίου αρχικά στον λιμένα του Βόλου και ακολούθως, κατά τη διάρκεια των ενδοκυκλαδικών δρομολογίων, στον εκάστοτε λιμένα κατάπλου, μετά την αποβίβαση των επιβατών, μετείχε και στις εργασίες καθαριότητας των εξωτερικών καταστρωμάτων και του γκαράζ του πλοίου, οι οποίες διαρκούσαν περίπου μία ώρα. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο ενάγων απασχολείτο και πέραν των δύο τετράωρων βαρδιών του, είτε στον λιμένα αφετηρίας, είτε και στους λιμένες προορισμού, είτε και στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης του πλοίου, συνδράμοντας στις εργασίες απόπλου, κατάπλου, πρόσδεσης, απόδεσης, φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των μεταφερομένων οχημάτων τους δύο ναύτες της βάρδιας και τον ημερεργάτη ναύτη, αναλόγως του εάν οι εργασίες αυτές συνέπιπταν χρονικά με το δίωρο προ της ενάρξεως ή με το δίωρο μετά της λήξεως της ιδικής του βάρδιας, με αποτέλεσμα η βάρδιά του να επεκτείνεται, κατά περίπτωση, προ της έναρξής ή και μετά τη λήξη αυτής. Τούτο αποδεικνύεται και από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλεια της εναγομένης,   ……………….., ο οποίος υπηρετούσε με την ιδιότητα του Υπάρχου, στο εν λόγω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 10-12-2018 έως 11-2-2019, ήτοι καθόν χρόνο εργαζόταν και ο ενάγων, ο οποίος κατέθεσε ότι οι ναύτες βάρδιας μετείχαν σε όλες τις εργασίες απόπλου και κατάπλου που πραγματοποιούντο δύο ώρες πριν και δύο ώρες μετά τη βάρδιά τους ευρισκόμενοι στα ρεμέντζα της πρύμνης του πλοίου. Από την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση, αποδεικνύεται ότι, σε κάθε λιμένα προσέγγισης κατά την εκτέλεση των ανωτέρω δρομολογίων του πλοίου, απασχολούνταν ταυτόχρονα οι έξι (6) εκ των συνολικά επτά (7) ναυτών του πλοίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο ανωτέρω μάρτυρας υπηρέτησε στο εν λόγω πλοίο της εναγομένης καθόν χρόνο αυτό εκτελούσε το δρομολόγιο Βόλος, Σκιάθος, Γλώσσα, Σκόπελος, Αλόννησος, Σκόπελος, Γλώσσα, Σκιάθος, Βόλος, αλλά και καθόν χρόνο αυτό εκτελούσε τα ανωτέρω ενδοκυκλαδικά δρομολόγια, χωρίς να αναφέρει στην κατάθεσή του ότι οι ανωτέρω συνθήκες εργασίας του ενάγοντος αφορούν την εκτέλεση δρομολογίων προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής, με αποτέλεσμα να κρίνεται ότι οι ανωτέρω συνθήκες εργασίας του ενάγοντος αφορούσαν όλα τα εκτελούμενα από το ένδικο πλοίο δρομολόγια. Ειδικώς για τη συμμετοχή του ενάγοντος στις εργασίες καθαριότητος του εν λόγω πλοίου, εργασία την εκτέλεση της οποίας υπό του ενάγοντος αμφισβητεί ειδικώς η εναγομένη, αυτή αποδεικνύεται από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και από τους εξετασθέντες υπ’ αυτού (ενάγοντος) μάρτυρες, οι οποίοι αμφότεροι κατέθεσαν περί τούτου, αλλά με περισσότερες λεπτομέρειες κατέθεσε ο εκ των μαρτύρων ……., ο οποίος υπηρετούσε ως Ναύκληρος στο εν λόγω πλοίο, κατά τη διάρκεια ναυτολογήσεως του ενάγοντος (πλην του χρονικού διαστήματος από 19-10-2018 έως 16-11-2018), οι καταθέσεις των οποίων παραδεκτώς, κατά τα άνω, λαμβάνονται υπόψη. Επομένως, η καθημερινή διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και του προγράμματος των δρομολογίων, αλλά και τον αυξομειούμενο, ανά περιόδους του έτους, όγκο της επιβατικής κίνησης αυτών και από τις καιρικές συνθήκες, που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια του ημερησίου δρομολογίου. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, καθον χρόνο το πλοίο ήταν στο λιμάνι, στη διάρκεια της βάρδιάς του, ο ενάγων παρέμενε στον καταπέλτη του πλοίου, εκτελώντας χρέη φύλακα και εναλλάσσονταν με τον έτερο ναύτη της βάρδιάς του, σε εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου υπό τις εντολές του Ναυκλήρου. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές συνάγεται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε πλόες και δεν έμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργαζόταν καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. των οκτώ (8) ωρών ημερησίως, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης ως αβασίμων στην ουσία τους, αφού αυτή (νόμιμη διάρκεια εργασίας του) δεν επαρκούσε, ενόψει της εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες από 22 Ιουνίου έως 2 Σεπτεμβρίου. Η ανάγκη παροχής εργασίας, πέραν των νομίμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, η παροχή της οποίας άλλωστε, εν προκειμένω, επιβεβαιώνεται, πέραν της μαρτυρικής κατάθεσης του ανωτέρω μάρτυρος της εναγομένης και από το γεγονός ότι, κάθε μήνα καταβαλλόταν στον ενάγοντα υπ’ αυτής, αμοιβή για υπερωριακή  εργασία, αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου υπ’ αυτής (εναγομένης) της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Αντίθετα, κατά τις καθημερινές ημέρες και Κυριακές, κατά τις οποίες το εν λόγω πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά έμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 10-3-2018 έως 4-4-2018, από 10-4-2018 έως 24-5-2018, από 3-9-2018 έως 31-10-2018 και από 11-1-2019 έως 17-1-2019, δεν απεδείχθη ότι ο ενάγων απασχολούντα πέραν του νομίμου ωραρίου του. Εν τούτοις, κατά τις ημέρες Σαββάτου των ιδίων ως άνω χρονικών διαστημάτων (από 10-3-2018 έως 4-4-2018, από 10-4-2018 έως 24-5-2018, από 3-9-2018 έως 31-10-2018 και από 11-1-2019 έως 17-1-2019), κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά έμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι [πλην των δεκατεσσάρων ημερών για τις οποίες η ένδικη αγωγή απερρίφθη ως αβάσιμη στην ουσία της με την εκκαλουμένη απόφαση και αυτή δεν πλήττεται ως προς τούτο με την ένδικη έφεση του ενάγοντος, ως αναλύεται ανωτέρω], αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στο εν λόγω πλοίο επί οκτώ ώρες, κρίση στην οποία κατέληξε το Δικαστήριο και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, ……………, από την οποία προκύπτει ότι οι βάρδιες των ναυτών διατηρούντο και στο λιμάνι εφόσον αυτός κατέθεσε ότι, καθον χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι, στη διάρκεια της βάρδιάς του, ο ενάγων παρέμενε στον καταπέλτη του πλοίου, εκτελώντας χρέη φύλακα και εναλλάσσονταν με τον έτερο ναύτη της βάρδιάς του, ο οποίος εκτελούσε εργασίες συντήρησης και καθαριότητας του πλοίου. Ειδικώς, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά σε αυτό διενεργούντο εργασίες επισκευής ενόψει της ετήσιας επιθεωρήσεως του, κανείς εκ των μαρτύρων του ενάγοντος δεν κατέθεσε για τις συνθήκες εργασίες του ενάγοντος, παράλληλα δε, από την απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος μηνός Μαρτίου 2018, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη για το εν λόγω διάστημα, δεν κατέβαλε αμοιβή στον ενάγοντα για την απασχόλησή του κατά την ημέρα του Σαββάτου 3/3/2018, με αποτέλεσμα, ενόψει και της ειδικής αμφισβητήσεως της εναγομένης, να μην αποδεικνύεται ότι κατά τις καθημερινές και κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των εν λόγω χρονικών διαστημάτων, ο ενάγων παρείχε υπερωριακή εργασία. Ως εκ τούτου, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακά, (α) επί ένδεκα (11) ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και επί τρεις (3) ώρες κατά τις καθημερινές και Κυριακές, καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο ήταν ακινητοποιημένο λόγω εργασιών επισκευής που εκτελούντο σε αυτό ενόψει της ετήσιας επιθεωρήσεώς του, ήτοι κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-3-2018 έως 9-3-2018 και από 1-3-2019 έως 28-3-2019, καθώς, επίσης και (β) κατά τις ημέρες Δευτέρας και Πέμπτης, κατά το χρονικό διάστημα από 10-3-2018 έως 4-4-2018, από 10-4-2018 έως 24-5-2018, από 3-9-2018 έως 31-10-2018 και από 11-1-2019 έως 17-1-2019 και την 27.5.2018, και (γ) πέραν των οκτώ ωρών κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά τις οποίες το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες, αλλά παρέμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι κατά το χρονικό διάστημα από 10-3-2018 έως 4-4-2018, από 10-4-2018 έως 24-5-2018, από 3-9-2018 έως 31-10-2018 και από 11-1-2019 έως 17-1-2019, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά τούτο, να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων ως προς την επιδικασθείσα υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος. Κατά το αντίστοιχο σκέλος του, ήτοι για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του ο πρώτος λόγος έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, εκ του λόγου ότι, έγινε με αυτή δεκτό ότι ο ενάγων εργαζόταν ένδεκα ώρες καθημερινά και όχι δεκατρείς. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, ερευνητέος τυγχάνει, ο χρόνος διάρκειας της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος πέραν των αμέσως ανωτέρω αναφερομένων χρονικών διαστημάτων, οπότε κατά τα άνω αποδειχθέντα ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως εκάστου και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι οι μάρτυρες του ενάγοντος, ………. και …….., κατά το χρόνο δόσης των ανωτέρω ενόρκων καταθέσεών τους, ευρίσκοντο σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσης αγωγής για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, όπως προελέχθη, δεν αναιρεί τη μαρτυρία τους, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει αντίθετα η εναγομένη με την συναφή αιτίαση, που διαλαμβάνεται, όσον αφορά στον πρώτο των ανωτέρω μαρτύρων, στον πρώτο λόγο της έφεσης της, όσον αφορά στον δεύτερο των ανωτέρω μαρτύρων στις έγγραφες προτάσεις της, ισχυρισμός ο οποίος κρίνεται απορριπτέος, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας του ενάγοντος ………….., Α Μηχανοδηγός στο εν λόγω πλοίο, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης κατέθεσε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά από ώρας 7.00 π.μ. έως ώρας 21.00 μ.μ., ήτοι επί 14 ώρες, κατά δε τους θερινούς μήνες, οπότε κατά την ίδια ένορκη κατάθεση το πλοίο έφθανε στο λιμάνι περί ώρα 00.30-01.00, κατέθεσε ότι, ο ενάγων εργαζόταν περισσότερες των δεκατεσσάρων ωρών. Ο  μάρτυρας του ενάγοντος ………, Ναύκληρος στο ίδιο πλοίο, οι καταθέσεις του οποίου περιέχονται στις ανωτέρω μνημονευόμενες ένορκες βεβαιώσεις, κατέθεσε ότι, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά από ώρας 7.00 π.μ. έως ώρας 21.00 μ.μ., ήτοι επί 14 ώρες , ενώ το καλοκαίρι, εργαζόταν και μετά τις 24.00, οπότε το εν λόγω πλοίο έφθανε στο λιμάνι. Ο μάρτυρας της εναγομένης ……., Ύπαρχος στο ίδιο πλοίο, χωρίς να αναφέρει σαφώς τις ώρες κατά τις οποίες εργαζόταν ημερησίως ο ενάγων, κατέθεσε ότι εργαζόταν καθημερινά σε οκτάωρη βάρδια και καθόν χρόνο το πλοίο ήταν εν πλω,  συμμετείχε επί δύο ώρες, πριν και μετά τη βάρδιά του στη διαδικασία απόπλου και κατάπλου του πλοίου στα λιμάνια που αυτό προσέγγιζε, η δε διαδικασία αυτή σε κάθε λιμάνι διαρκούσε είκοσι λεπτά. Σύμφωνα με όλα όσα προεκτέθηκαν και λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές και εκτελούσε τα συγκεκριμένα δρομολόγια που αναφέρθηκαν, του αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, του χρόνου παραμονής του σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα προσέγγισης, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη θερινή), της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στον ίδιο λιμένα, των χαρακτηριστικών του εν λόγω πλοίου (πρόκειται για ένα μικρού μεγέθους επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο), της σταθερής καταβολής σ’ αυτόν από την εναγόμενη, εργοδότριά του και πλοιοκτήτρια, παγίως κάθε μήνα χρηματικών ποσών, ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών καθώς επίσης και αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσεως και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, ενόψει του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δε θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με τον χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πλόες και δεν παρέμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του (πλην των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων που κρίθηκε ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά τις ειδικότερα αναφερόμενες ανωτέρω ημέρες) κατά τα χρονικά διαστήματα από 10.3.2018 έως 21.6.2018 και από 3.9.2018 έως 10.1.2019 ανήλθε σε ένδεκα (11) ώρες και κατά τα χρονικά διαστήματα από 22.6.2018 έως 2.9.2018 και από 18.1.2019 έως 28.2.2019 ανήλθε σε δεκατρείς (13) ώρες, όπως  αυτός ισχυρίσθηκε και με την αγωγή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, όσον αφορά στα χρονικά διαστήματα από 10/3/2018 έως 21/6/2018 και από 3/9/2018 έως 10/1/2019, κατά τα οποία το ένδικο πλοίο εκτελούσε πλόες και δεν έμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι, επίσης δέχθηκε ότι, ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά  επί ένδεκα (11) ώρες κατά μέσο όρο στο πλοίο της εναγομένης, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του σ’ αυτό, με την ειδικότητα του ναύτη, ορθά τις ενώπιόν του προσκομισθείσες αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, με τον οποίο ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό, προκειμένου να αναδικασθεί η υπόθεση και να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, κατόπιν παραδοχής ως βασίμου του ισχυρισμού του ότι η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησής του στο ως άνω πλοίο κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα [από 10/3/2018 έως 21/6/2018 και από 3/9/2018 έως 10/1/2019] ανερχόταν σε δεκατρείς (13) ώρες, ούτως ώστε, να του επιδικασθεί ολόκληρο τo αιτούμενο με την αγωγή του ποσό της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα και από την εναγόμενη αντίστοιχα με τον πρώτο λόγο της δικής της έφεσης, με τον οποίο επίσης αιτήθηκε την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης όσον αφορά στο κεφάλαιο της αιτουμένης αμοιβής για την παροχή από τον ενάγοντα υπερωριακής εργασίας κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ν’ απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή κατά το εν λόγω κονδύλιο, απορριπτομένων ως αβασίμων. Αντίθετα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, καθόσον αφορά στα χρονικά διαστήματα από 22.6.2018 έως 2.9.2018 και από 18.1.2019 έως 28.2.2019, με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι, ο ενάγων εργαζόταν στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης με την ανωτέρω ειδικότητά του, επί ένδεκα (11) ώρες την ημέρα, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει κατά τούτο, να γίνει δεκτός ο ανωτέρω πρώτος λόγος της πρώτης ένδικης έφεσης του ενάγοντος, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων υπό της εναγομένης με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, με τον οποίο αιτήθηκε την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης όσον αφορά στο κεφάλαιο της αιτουμένης αμοιβής για την παροχή από τον ενάγοντα υπερωριακής εργασίας κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση ν’ απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή κατά το εν λόγω κονδύλιο, απορριπτομένων ως αβασίμων. Επομένως, αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεως του ενάγοντος, αυτός (α) δεν εργάσθηκε υπερωριακά καθημερινές και Κυριακές και δεν εργάσθηκε διόλου κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, κατά τα χρονικά διαστήματα, από 1-3-2018 έως 9-3-2018 και από 1-3-2019 έως 28-3-2019, οπότε το ανωτέρω πλοίο ήταν ακινητοποιημένο και διενεργούντο σε αυτό επισκευές, (β) δεν εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις καθημερινές ημέρες Δευτέρα και Πέμπτη, κατά το χρονικό διάστημα από 10-3-2018 έως 4-4-2018, από 10-4-2018 έως 24-5-2018, από 3-9-2018 έως 31-10-2018 και από 11-1-2019 έως 17-1-2019 και την 27.5.2018, (γ) δεν εργάσθηκε υπερωριακά την 1.5.2018, 30.9.2018, 30.11.2018, 23.1.2019, 25.1.2019, 26.1.2019, 31.1.2019, 1.2.2019, 5.2.2019, 12.2.2019, 15.2.2019, 25.2.2019, 26.2.2019  και 27.2.2019, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, (δ) εργάσθηκε επί 8 ώρες ημερησίως κατά τις ημέρες Σαββάτου κατά το χρονικό διάστημα από 10-3-2018 έως 4-4-2018, από 10-4-2018 έως 24-5-2018, από 3-9-2018 έως 31-10-2018 και από 11-1-2019 έως 17-1-2019 και την 27.5.2018, (ε) εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως καθημερινές, Κυριακές, ημέρες Σαββάτου και αργιών [πέραν των αναφερομένων αμέσως ανωτέρω υπό στοιχεία β, γ και δ ημερών] κατά τα χρονικά διαστήματα από 10/3/2018 έως 21/6/2018 και από 3/9/2018 έως 10/1/2019 και (ε) εργάσθηκε επί 13 ώρες ημερησίως καθημερινές, Κυριακές, ημέρες Σαββάτου και αργιών [πέραν των αναφερομένων αμέσως ανωτέρω υπό στοιχεία β, γ και δ ημερών] κατά τα χρονικά διαστήματα από 10/3/2018 έως 21/6/2018 και από 3/9/2018 έως 13/11/2018. Συνεπώς, για την αιτία αυτή, δικαιούται ως πρόσθετη (υπερωριακή) αμοιβή: (Ι) Για το πρώτο ένδικο χρονικό διάστημα από 1-3-2018 έως 13-11-2018: (Α) Για το χρονικό διάστημα από 10-3-2018 έως 21-6-2018: α) Για 51 ημέρες καθημερινές και 12 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.583,82 (63 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 189 Χ 8,38 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο κατά τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017 για τις καθημερινές και τις Κυριακές = 1.583,82 ευρώ), β) για 10 Σάββατα και 2 αργίες, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 8 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 964,80 ευρώ (12 Σάββατα και αργίες Χ 8 ώρες εργασίας του την ημέρα = 96 ώρες Χ 10,05 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες), (γ) για 5 Σάββατα και 3 αργίες, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 884,40 ευρώ (8 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 88 ώρες Χ 10,05 ευρώ). (Β) Για το ένδικο χρονικό διάστημα από 3-9-2018 έως 13-11-2018: α) Για 34 καθημερινές και 9 Κυριακές το ποσό των 1.081,02 ευρώ (43 καθημερινές και Κυριακές του χρονικού αυτού διαστήματος Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 129 Χ 8,38 ευρώ), β) για 8 Σάββατα, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 8 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 643,20 ευρώ (8 Σάββατα Χ 8 ώρες εργασίας του την ημέρα = 64 ώρες Χ 10,05 ευρώ), (γ) για 2 Σάββατα και 2 αργίες, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 442,20  ευρώ (4 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 44 ώρες Χ 10,05 ευρώ). (Γ) Για το χρονικό διάστημα από 22-6-2018 έως 2-9-2018: α) Για 50 ημέρες καθημερινές και 11 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 2.555,90 (61 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 305 Χ 8,38 ευρώ), (β) για 11 Σάββατα και 1 αργία, το ποσό των 1.567,80 ευρώ (12 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα = 156 ώρες Χ 10,05 ευρώ), (ΙΙ) Για το ένδικο χρονικό διάστημα από 14-11-2018 έως 28-3-2019:  (Α) Κατά το χρονικό διάστημα από 14-11-2018 έως 17-1-2019: α) Για 36 ημέρες καθημερινές και 7 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.101,66 (43 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 129 ώρες  Χ 8,54 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του ναύτη, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο κατά τη συμφωνία των διαδίκων Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 για τις καθημερινές και τις Κυριακές), β) για 8 Σάββατα και 5 αργίες, του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 1.465,75 ευρώ (13 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 143 ώρες Χ 10,25 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες), γ) για μία ημέρα Σαββάτου (12-1-2019 κατά την οποία αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε επί 8 ώρες, το ποσό των 82,00 ευρώ (μία ημέρα Σαββάτου Χ 8 ώρες εργασίας = 8 ώρες Χ 10,25 ευρώ), (Β) Για το χρονικό διάστημα από 18-1-2019 έως 28-2-2019: α) Για 20 ημέρες καθημερινές και 6 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.110,20 (26 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 130 ώρες Χ 8,54 ευρώ), β) για 5 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των 666,25 ευρώ (5 Σάββατο Χ 13 ώρες εργασίας του = 65 ώρες Χ 10,25 ευρώ). Συνολικά, για την προαναφερομένη υπερωριακή του εργασία, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ (1.583,82 + 964,80 + 884,40 + 1.081,02 + 643,20 + 442,20 + 2.555,90 + 1.567,80 + 1.101,66 + 1.465,75 + 82,00 + 1.110,20  + 666,25=) 14.149,00. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο ενάγων έλαβε ως αμοιβή του για την ανωτέρω υπερωριακής εργασίας από την εναγόμενη, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το συνολικό ποσό των 10.248,69 ευρώ και συνεπώς, δικαιούται να του καταβληθεί η διαφορά ποσού 3.900,31 ευρώ (14.149,00 – 10.248,69 = 3.900,31 ευρώ). Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δέχθηκε ότι, για  την ανωτέρω αιτία, αφενός μεν ο ενάγων εργάσθηκε καθόλο το επίδικο διάστημα της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, καθημερινά και κατά τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών επί 11 ώρες ημερησίως, ως αναλύεται ανωτέρω, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου έφεσης αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων ως αναλύεται ανωτέρω, και περαιτέρω, κατόπιν τούτου, δέχθηκε ότι η εναγομένη για την εν λόγω αιτία οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 5.137,29 και ως εκ τούτου, πρέπει να εξαφανισθεί και αφού το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει και δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ) να κάνει αυτή δεκτή κατά ένα μέρος για την ανωτέρω αιτία, και δη κατά το ποσό των ευρώ 3.900,31. Ο ισχυρισμός που προεβλήθη πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι καθ’ όλη την διάρκεια των επτά ετών, κατά τα οποία ο ενάγων ναυτολογούνταν σε πλοία πλοιοκτησίας της, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο  σχετικά με την εργασία του, λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι, ο ενάγων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών για τις οποίες αμείβονταν, ως απεδείχθη ανωτέρω, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών υπ’ αυτού (ενάγοντος), ελάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απολύσεώς του, σε περίπτωση διαμαρτυρίας του. Άλλωστε η αδιαμαρτύρητη και χωρίς επιφυλάξεις λήψη της αμοιβής του, δεν συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση  του ενάγοντος από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση τυχόν τέτοια παραίτηση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του που πηγάζουν  είτε από τον νομό είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατωτέρα όρια προστασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, η οποία επαναλήφθηκε στο άρθρο 33 της  ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίο το προκύπτον πηλίκο από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας, ορίζεται σαφώς ότι, πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι, οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχήν, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με τις ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. Όμως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 των ανωτέρω ΣΣΝΕ, εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 πμ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τις ανωτέρω ΣΣΝΕ. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ.ΑΠ 345/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, από την ανωτέρω διεξοδική παράθεση των πλόων του ενδίκου πλοίου κατά το ένδικο διάστημα, απεδείχθη ότι, το ως άνω πλοίο της εναγομένης, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 22-6-2018 έως 2-9-2018, εκτελούσε εβδομαδιαίως ένδεκα (11) αναχωρήσεις τακτικών κυκλικών δρομολογίων του από το λιμένα του Βόλου (λιμένα αφετηρίας) μετ’ επιστροφής, με ενδιάμεσους προορισμούς τους λιμένες Σκιάθου, Σκοπέλου, Αλοννήσου και Γλώσσας, κατά τις προαναφερθείσες διακρίσεις. Τα κυκλικά αυτά δρομολόγια, διάρκειας μεγαλύτερης των 6 ωρών έκαστο,  εκτελούνταν καθημερινά, κατά κύριο λόγο, εντός των ωρών 07.00 έως 23.00 και μόνο τα απογευματινά εξ αυτών, κατά τις ημέρες Δευτέρα, Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή, επεκτείνονταν και κατά τις νυχτερινές ώρες, καθώς το πλοίο απέπλεε από τον άνω λιμένα αφετηρίας (Βόλο) στις 17:45 προς Σκιάθο – Γλώσσα – Σκιάθο – Βόλο, όπου και επέστρεφε στις 23.55. Η άνω υπέρβαση του ορίου της 23ης ώρας κατά 55 λεπτά σε τέσσερα (4) από τα ένδεκα (11) εβδομαδιαία δρομολόγια του άνω πλοίου, δεν αναιρεί το χαρακτήρα του ως ημερόπλοιου (Α.Π. 345/2019, Α.Π. 259/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε όμως μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ασήμαντη. Επομένως, ο ενάγων ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εβδομαδιαίως που αφορούσαν πλόες που δεν ήταν ημερινοί, ήτοι για 4 δρομολόγια εξπρές εβδομαδιαίως και συνολικά για 41,68 δρομολόγια εξπρές κατά το ανωτέρω κρίσιμο χρονικό διάστημα από 22-6-2018 έως 2-9-2018 (10,42 εβδομάδες Χ 4 δρομολόγια εβδομαδιαίως = 41,68 δρομολόγια εξπρές), σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 5 και 6 εδάφ. β’ του άρθρου 33 της ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2017, το πραγματικό των οποίων επικαλείται ο ενάγων και οι οποίες εφαρμόζονται και σε ημερόπλοια που εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους κατά τις νυχτερινές ώρες, δηλ. μετά τις 23:00 και μέχρι τις 07:00 (Α.Π. 345/2019, ο.π.). Αντίθετα, για τις ημέρες Τρίτη, Τετάρτη και Σάββατο, κατά τις οποίες, όπως προελέχθη, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι του Βόλου περί ώρα 07.45 και επέστρεφε με ενδιάμεσους σταθμούς τις νήσους Σκιάθο Γλώσσα, Σκόπελο, Αλλόνησο, Σκόπελο, Γλώσσα, Σκιάθο, στο λιμάνι αναχώρησης, ήτοι τον Βόλο 17.55, ο ενάγων, δεν δικαιούται πρόσθετης αμοιβής κατά τις ανωτέρω διατάξεις, δεδομένου ότι το εν λόγω πλοίο ήταν ημερόπλοιο και τα δρομολόγια των εν λόγω ημερών (κατά τις εν λόγω ημέρες Τρίτη, Τετάρτη και Σάββατο) δεν εκτελούντο κατά τις νυχτερινές ώρες  [ΑΠ 345/2019 ο.π.]. Ενόψει τούτων, στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι το πλοίο της εναγομένης, όπου ναυτολογήθηκε ο ενάγων και απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη, λαμβανομένων υπόψη των αναφερομένων στην παρούσα απόφαση τακτικών κυκλικών ακτοπλοϊκών δρομολογίων, που εκτελούσε καθημερινά το ένδικο πλοίο, με τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμένα του Βόλου, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 22-6-2018 έως 2-9-2018, στο οποίο προεξέχουσα θέση κατείχαν οι ημερινοί πλόες, δηλαδή οι πλόες που εκτείνονταν κατά κύριο λόγο μεταξύ των ωρών από 07.00 έως 23.00, εντάσσεται στην κατηγορία των ημερόπλοιων, με αποτέλεσμα, κατά τη σαφώς υπονοούμενη στην ίδια απόφαση παραδοχή, επί του πλοίου αυτού εφαρμογής να τυγχάνει η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 33 των ως άνω ΣΣΝΕ, όπως λεπτομερώς στη μείζονα σκέψη εκτέθηκε, σύμφωνα  με την οποία, κατ’ εξαίρεση της εισαγομένης μ’ αυτήν εξαίρεσης ως προς τα ημερόπλοια, καταβάλλεται στους απασχολουμένους στα πλοία αυτά πρόσθετη αμοιβή για εκτέλεση δρομολογίων “EXPRESS” μόνον όταν εκτελούν τέτοια δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00), ή επεκτείνουν τα δρομολόγια αυτά κατά τις ίδιες ώρες, και όχι όταν εκτελούν τέτοια δρομολόγια τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας, για τα οποία (δρομολόγια) έχει αποκλεισθεί η ισχύς και η εφαρμογή των διατάξεων των εν λόγω ΣΣΝΕ περί καταβολής πρόσθετης αμοιβής, και στη συνέχεια, με βάση τη ρητή αυτή παραδοχή, επιδίκασε στον ενάγοντα την ως άνω πρόσθετη αμοιβή μόνον για εκείνα εκ των τακτικών κυκλικών ακτοπλοϊκών δρομολογίων του πλοίου, ως προς τα οποία δέχθηκε ότι επεκτάθηκαν πέραν της ενδεκάτης βραδινής ώρας της ημέρας, ορθά τη σχετική διάταξη της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, οι όροι της οποίας κατέστησαν περιεχόμενο της ατομικής του συμβάσεως εργασίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ερμήνευσε και εφήρμοσε. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τον ενάγοντα στο πρώτο σκέλος  του δευτέρου λόγου της έφεσής του, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 33 της οικείας ΣΣΝΕ, διότι, κατά τους δικούς του ισχυρισμούς, δικαιούται τη, σε αυτή, προβλεπομένη πρόσθετη αμοιβή για όλα τα πέραν των πέντε (5) δρομολόγια, που πραγματοποιούσε το πλοίο ανά εβδομάδα, άνευ ουδεμίας άλλης διάκρισης, παραβλέποντας ότι πρόκειται περί ημερόπλοιου κατά κύριο λόγο, ως προς το οποίο η έννοια του δρομολογίου «εξπρές» περιλαμβάνει μόνον αυτό το δρομολόγιο, που εκτελείται ή επεκτείνεται κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) της ημέρας, τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Όμοια, ως αβάσιμες πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους και οι αιτιάσεις της εναγομένης που περιέχονται στον δεύτερο λόγο της έφεσής της κατά τον οποίο η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για τέσσερα (4) δρομολόγια εξπρές εβδομαδιαίως και συνολικά για 41,68 δρομολόγια εξπρές, κατά το ανωτέρω κρίσιμο χρονικό διάστημα από 22-6-2018 έως 2-9-2018. Κατά περαιτέρω συνέπεια, η πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές διαμορφώνεται, ως εξής: Για 4 δρομολόγια εξπρές ανά εβδομάδα  και δεδομένου ότι τα ανωτέρω δρομολόγια ήταν διάρκειας μικρότερης των 12 ωρών, εφόσον τις ανωτέρω ημέρες Δευτέρα, Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή τα απογευματινά δρομολόγια του εν λόγω πλοίου επεξείνοντο και κατά τις νυχτερινές ώρες, δικαιούται το 1/60 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και όχι ποσοστό 1/30 των ανωτέρω μηνιαίων αποδοχών όπως διατείνεται ο ενάγων, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του, δεδομένου ότι για τον υπολογισμό του ποσοστού υπολογισμού της πρόσθετης αμοιβής, λαμβάνεται υπόψη η πλήρης διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του στο λιμάνι αναχώρησης του δρομολογίου που επεκτάθη και κατά τις νυχτερινές ώρες και όχι όλα τα δρομολόγια της ημέρας [ΕΠ 587/2011, ΕΠ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Ενόψει τούτων, στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ομοίως ότι εν προκειμένω, όσον αφορά τα ανωτέρω τέσσερα δρομολόγια εξπρές ανά εβδομάδα του επιδίκου πλοίου, η αμοιβή του ενάγοντος για έκαστο εξ αυτών ανέρχεται σε ποσοστό 1/60 επί των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, ορθά τη σχετική διάταξη του άρθρου 33 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, οι όροι της οποίας κατέστησαν περιεχόμενο της ατομικής του συμβάσεως εργασίας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ερμήνευσε και εφήρμοσε. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τον ενάγοντα στο δεύτερο σκέλος  του δευτέρου λόγου της έφεσής του, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 33 της οικείας ΣΣΝΕ και περαιτέρω εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι, κατά τους δικούς του ισχυρισμούς, δικαιούται τη, σε αυτή, προβλεπομένη πρόσθετη αμοιβή, υπολογιζομένη σε ποσοστό 1/30 επί των ανωτέρω αποδοχών, εκ του λόγου ότι, κατά τις ανωτέρω ημέρες (Δευτέρα, Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή), τα δρομολόγια εξπρές του εν λόγω πλοίου ξεπερνούσαν σε διάρκεια τις 12 ώρες, παραβλέποντας ότι, όπως αναφέρεται και στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα. Περαιτέρω, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της εν λόγω αμοιβής, λαμβάνονται υπόψη οι παροχές που καταβάλλονται στον εργαζόμενο παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 214, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Εφ.Πειρ. 618/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), στις οποίες περιλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr) και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όχι όμως και το επίδομα ιματισμού, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον η κύρια και βασική αιτία χορήγησής του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Ενόψει και των ανωτέρω αποδειχθέντων ως προς την υπερωριακή εργασία το ενάγοντος,  ο ενάγων δικαιούται για την εν λόγω αιτία πρόσθετη αμοιβή ανερχομένη στο ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας 1.157,99 € + επ. Κυρ. 254,76 € + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 € + αντίτιμο τροφής (ημερήσιο αντίτιμο τροφής 19,21 6 X 30 ημέρες) 576,30 €  + μηνιαίος μισθός αδείας (μισθός ενεργείας 1.157,99 € + επ. Κυρ. 254,76 € = 1.412,75 €/22 X 5 ημέρες =) 321,08 € [κατόπιν στρογγυλοποιήσεως] + τροφοδοσία 5 ημερών (ημερήσιο αντίτιμο τροφής 19,21 € X 5 ημέρες) 96,05 € + μέσος όρος υπερωριών κατά μήνα (14.149,00. /393 ημέρες απασχόλησης X 30 =) 1.080,80 [κατόπιν στρογγυλοποίησης] € =)] 3.522,20 ευρώ Χ 1/60  Χ 10,42 εβδομάδες που εκτελούνταν τα ανωτέρω δρομολόγια Χ 4 δρομολόγια εξπρές/εβδομάδα = ] 2.446,75 ευρώ. Το εναπομείναν οφειλόμενο υπόλοιπο για πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, μετά την αφαίρεση του ποσού των 646,56 ευρώ, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη ως προς την οποία και δη το ποσό των καταβολών της εναγομένης για την εν λόγω αιτία, δεν πλήττεται υπό κανέναν των διαδίκων, διαμορφώνεται σε (2.446,75 – 646,56 =) 1.800,19 ευρώ. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, συνυπολογίζοντας κατά τον προσδιορισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος, υπέρτερη της ανωτέρω αποδειχθείσας αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή του απασχόληση και καταλήγοντας ότι η εναγομένη, για πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για δρομολόγια express, που πραγματοποιήθηκαν κατά την επίδικη περίοδο ναυτολόγησής του, οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.869,45. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, να γίνει δεκτός ο δεύτερος κρινόμενος λόγος έφεσης της δεύτερης έφεσης της εναγομένης, ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του, με τον οποίο ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό, προκειμένου να αναδικασθεί η υπόθεση και να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του ενάγοντος, κατόπιν παραδοχής ως εν μέρει βασίμου του ισχυρισμού της ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων συνυπολογίσθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον προσδιορισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, του ενάγοντος, αμοιβή για υπερωριακή εργασία αυτού, ποσού ευρώ 1.180,50, ενόψει του ότι, ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, απεδείχθη κατά τα άνω ότι ανήρχετο στο ποσό των 1.080,80 [κατόπιν στρογγυλοποίησης] και εν τέλει η πρόσθετη αμοιβή που η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία ανέρχεται στο ποσό των ευρώ 1.800,19, απορριπτομένου του δευτέρου λόγου της πρώτης κρινόμενης έφεσης του ενάγοντος, κατά το μέρος που  ζήτησε να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτό, προκειμένου να αναδικασθεί η υπόθεση και να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του κατόπιν παραδοχής ως βασίμου του ισχυρισμού του ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων συνυπολογίσθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον προσδιορισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, του ενάγοντος, αμοιβή για υπερωριακή εργασία αυτού, ελάσσονα του ποσού ευρώ 1.464.81, ως αβασίμου στην ουσία του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ.δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του, επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον, παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα, είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου, είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Μάλιστα, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται τόσο στις συμβάσεις ναυτολόγησης αορίστου χρόνου όσο και στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (Ι. Κοροτζής, τόμος Ι, υπό του άρθρου 77, σελ. 388). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου, έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι, υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η, για την αιτία αυτή, διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του, συνιστά ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι, δεν δικαιούνται της, κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ, αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς, όπως και προηγουμένως όρους, εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Κατά την έννοιά της, η εν λόγω διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους, μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νομίμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο, ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό, ορίστηκε ότι, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία, είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό, κατά τα άρθρα 75 εδαφ.δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ, σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσης βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ, ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και στην εφαρμοζομένη εν προκειμένω κατά τον ενδιαφέροντα χρόνο ΣΣΝΕ 2018, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Για τον υπολογισμό της εν λόγω αποζημιώσεως λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποιηθείσας αδείας, τα επιδόματα εορτών, ως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς, καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς, καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 283/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι, την 28-3-2018, ο ενάγων απολύθηκε λόγω (προσωρινής) διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων του ενδίκου πλοίου και δη εξαιτίας ετήσιας επιθεώρησης αυτού, χωρίς ο ενάγων να επαναναυτολογηθεί και χωρίς να αποδειχθεί ότι κλήθηκε, πριν την παρέλευση της ανωτέρω θεσπισθείσας με το άρθρο 27 της, εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, προθεσμίας των εξήντα ημερών από την απόλυσή του να επαναυτολογηθεί. Το γεγονός της απόλυσης του ενάγοντος κατά τον ως άνω χρόνο και ενόψει της εν λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως, προκύπτει από τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιό του, αλλά και από την προσκομιζομένη υπό της εναγομένης καρτέλα μεταβολών εργαζομένου, του ενάγοντος στην οποία ομοίως η ίδια αναφέρει ως αιτία αποναυτολογήσεως αυτού, την ετήσια επιθεώρηση του εν λόγω πλοίου. Η εναγομένη, ισχυρίζεται ότι, η επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος είχε συνομολογηθεί ως ορισμένου χρόνου και δη έως πέρατος των εγκεκριμένων δρομολογίων του ενδίκου πλοίου και, περαιτέρω ότι, ο ενάγων εγνώριζε πως θα απολυόταν με το πέρας των δρομολογίων του ενδίκου πλοίου και επομένως, εκ των ανωτέρω λόγων, ο ενάγων ουδεμία αποζημίωση δικαιούται, ισχυρισμούς τους οποίους, κατά την ίδια (εναγομένη), η εκκαλουμένη απόφαση ουδόλως έλαβε υπόψη της αν και νομίμως τους είχε προτείνει. Εν τούτοις, ακόμη και υπό την εκδοχή ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας ήταν ορισμένου χρόνου και έληγε με το πέρας των εγκεκριμένων δρομολογίων [δεδομένου ότι ο ενάγων αρνείται τούτο ισχυριζόμενος ότι η επίδικη σύμβαση ήταν αορίστου χρόνου, στο δε έγγραφο της επίδικης σύμβασης ναυτολόγησης που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων δεν ορίζεται σαφώς η διάρκεια της συμβάσεως, εφόσον επ’ αυτού, αναφέρεται επακριβώς «ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΕΡΙ ΑΥΤΗΣ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ: (α) Σε περίπτωση που η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου, οι προϋποθέσεις υπό τις όποιες οποιοδήποτε μέρος έχει το δικαίωμα λύσης της, είναι  ——— και η απαιτουμένη περίοδο ειδοποίησης δεν είναι μικρότερη από 7 ΗΜΕΡΕΣ, (β) Σε περίπτωση που η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου, ο χρόνος που ορίζεται για τη λήξη της, είναι Πέρας εγκεκριμένων δρομολογίων λήξασα δε διαρκούντος του πλου, παρατείνεται μέχρι του κατάπλου στο λιμένα του προορισμού…», ήτοι επί του προδιατυπωμένου εντύπου, συμπληρώθηκε υπό των διαδίκων και η περίπτωση (α) που αφορούσε την περίπτωση αορίστου χρόνου σύμβαση και δη έχει συμπληρωθεί ο χρόνος ειδοποίησης λύσης της σύμβασης, αλλά και η περίπτωση (β), η οποία αφορά την περίπτωση συνομολόγησης αυτής ως ορισμένου χρόνου, οπότε και ορίσθηκε ως χρόνος λήξεως αυτής το «πέρας των εγκεκριμένων δρομολογίων»], εν προκειμένω η αποναυτολόγηση του ενάγοντος δεν έλαβε χώρα λόγω πέρατος των εγκεκριμένων δρομολογίων του εν λόγω πλοίου. Τούτο διότι αποδεικνύεται ότι την 28-3-2019 ήταν σε ισχύ η με αριθμό πρωτ. 2251.1-1/80805/18 από 31-10-2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ανακοίνωσης της δήλωσης της εναγομένης περί τακτικής δρομολόγησης του εν λόγω πλοίου στη γραμμή Βόλος – Σκιάθος – Γλώσσα Σκοπέλου – Σκόπελος – Αλόννησος, εφόσον η δρομολογιακή περίοδος αυτής έληγε την 31-10-2019, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν προσκομίζει απόφαση ανάκλησης αυτής, αλλά αντίθετα, η ίδια προσκομίζει το με αριθμό πρωτ. …../2019 ΩΠ ………/02/09 έντυπο σήμα του Κ.Λ/Χ Βόλου/Τ.Λ.Α./ΓΓΑ στο οποίο γίνεται αναφορά στην προηγούμενη ανακοίνωση και χορηγείται στην εναγομένη έγκριση για τροποποίηση του χρόνου ακινησίας του εν λόγω πλοίου από 15-2-2019 έως 31-3-2019, με την προϋπόθεση έγκαιρης και ευρείας ενημέρωσης του επιβατικού κοινού. Σε κάθε περίπτωση, εν προκειμένω, η αποζημίωση απόλυσης προβλέπεται υπό των ανωτέρω διατάξεων, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, όχι λόγω της απολύσεως του εργαζομένου ναυτικού, αλλά λόγω της μη επαναπρόσληψής του (όμοια ΕΠ 603/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο ενάγων, εφόσον απεδείχθη ότι αποναυτολογήθηκε λόγω καταγγελίας της επίδικης σύμβασης αυτού εκ μέρους του πλοιάρχου ενόψει της εν λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του ανωτέρω πλοίου, χωρίς παράλληλα να αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, κάλεσε τον ενάγοντα εντός της ανωτέρω εξηκονθήμερης προθεσμίας προκειμένου να τον επαναυτολογήσει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δικαιούται αποζημίωση απόλυσης ίση, προς τις αποδοχές 22 ημερών. Συγκεκριμένα, ο ενάγων για την αιτία αυτή δικαιούται ως  αποζημίωση απόλυσης το ποσό των [μισθός ενεργείας 1.181,15 € + επ. Κυρ. 259,86 € + επίδομα, βαρείας και ανθυγιεινής εργ. 35,92 € + αντίτιμο τροφής 587,70 € (ημερήσιο αντίτιμο τροφής 19,59 € X 30 ημέρες) + μηνιαίος μισθός αδείας 327,50 € (μισθός ενεργείας 1.181,15 € + επ. Κυρ. 259,86 € = 1.441,01 € / 22 X 5 ημέρες =) + τροφοδοσία 5 ημερών 97,95 € (ημερήσιο αντίτιμο τροφής 19,59 € X 5 ημέρες) + μέσος όρος υπερωριών κατά μήνα (14.149,00./393 ημέρες απασχόλησης X 30 =) 1.080,80 [κατόπιν στρογγυλοποίησης] € =) 3.570,08 ευρώ/30 X 22 =] 2.618,64 ευρώ. Ωστόσο, ο ενάγων ζήτησε με την αγωγή του αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 2.042,90 ευρώ, ποσό το οποίο και ορθώς του επιδικάσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, απορριπτομένου του τρίτου λόγου έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο αυτή πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων τόσο κατά την κρίση της ότι ο ενάγων δικαιούται στην ένδικη περίπτωση αποζημίωση απολύσεως, όσο και κατά την κρίση της ως προς το ύψος αυτής, διότι συμπεριέλαβε μέσο όρο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος ποσό ευρώ 1.180,50, ενόψει του ότι, το ποσό που επεδίκασε εν τέλει η εκκαλουμένη απόφαση είναι αυτό που ο ενάγων αξίωσε και όχι το υπέρτερο ποσό, που υπελόγισε η εκκαλουμένη απόφαση, ως αβασίμου στην ουσία του, κατόπιν αντικατάστασης των αιτιολογιών της με παρούσα απόφαση (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Εν τούτοις, το εν λόγω ποσό, η εναγομένη δεν οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, από την 29-3-2019, επομένη ημέρα της αποναυτολογήσεώς του, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αλλά από την επομένη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, δεδομένου ότι, κατά την 29-3-2019 δεν είχε εισέτι γεννηθεί η εν λόγω αξίωση του ενάγοντος, εφόσον για τη γένεσή της, έπρεπε κατά τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 27 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, κατά την οποία: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών», να παρέλθει η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών από τη διακοπή των πλόων του εν λόγω πλοίου, εντός της οποίας η εργοδότρια και εν προκειμένω η εναγομένη όφειλε να κάνει πρόταση στον ενάγοντα για επαναυτολόγησή του, από την παρέλευση δε της εν λόγω προθεσμίας άπρακτης, γεννήθηκε πλέον η αξίωση του ενάγοντος προς αποζημίωσή του, λόγω απολύσεως συνεπεία προσωρινής διακοπής των πλόων του ανωτέρω πλοίου ενόψει της ετήσιας επιθεώρησής του. Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία επεδίκασε το ανωτέρω ποσό της αποζημίωσης απολύσεως, νομιμοτόκως από την 29-3-2019, όπως βασίμως υποστηρίζει η εναγομένη. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το παρόν Δικαστήριο, δεν δύναται να εκτιμήσει ότι στο μείζον, ήτοι στο αίτημα του ενάγοντος περί επιδίκασης τόκων επί της εν λόγω απαίτησης του, από την επομένη της αποναυτολογήσεώς του, ήτοι την 29-3-2019, περιέχεται ως έλασσον η επιδίκαση τόκων από της παρελεύσεως της εν λόγω εξηκονθήμερης προθεσμίας, διότι, η αποζημίωση απολύσεως δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος άρχεται από της οχλήσεως και κατά πάσα περίπτωση από της επιδόσεως της αγωγής (ΕφΠειρ 8/2023, Εφ.Πειρ. 743/2022 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 19/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011, 271, ΕφΠειρ 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011, 105, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009, 102), ενόψει του ότι οι διατάξεις του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010, με την οποία ορίζεται προθεσμία καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως στις χερσαίες συμβάσεις εργασίας, δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, αντίστοιχη δε διάταξη δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, επιπλέον δε με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 27 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, δεν ορίζεται δήλη ημέρα καταβολής της εν λόγω αποζημίωσης, η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 10 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ 2018, κατά την οποία, υπό τον τίτλο «Εξόφληση μισθού και λοιπών αποδοχών» «Η εξόφληση του μισθού και των πάσης φύσεως αποδοχών των ναυτικών γίνεται στο τέλος κάθε ημερολογιακού μηνός …» δεν ρυθμίζει και την περίπτωση του χρόνου καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως και τέλος, εν προκειμένω δεν απεδείχθη προηγούμενη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής όχληση της εναγομένης προς καταβολή της εν λόγω απαίτησης υπό του ενάγοντος. Κατόπιν των ανωτέρω, με τον ίδιο τρίτο λόγο έφεσης βάσιμα η εναγομένη υποστηρίζει ότι η εκκαλουμένη απόφαση με το να επιδικάσει την εν λόγω αποζημίωση απολύσεως του ενάγοντος, από την επομένη της αποναυτολογήσεως αυτού  και δη από την 29-3-2019, έσφαλε και πρέπει κατά τούτο να γίνει δεκτός. Τέλος, ο τρίτος λόγος της ένδικης δεύτερης έφεσης, καθό μέρος δηλαδή η εναγομένη διατείνεται ότι, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της ούτε έκρινε αποδειχθέντες τους ανωτέρω ειδικώς αναφερομένου, ισχυρισμούς της και περαιτέρω κακώς υπελόγισε την υπερωριακή εργασία του ενάγοντος στις τακτικές αποδοχές αυτού για τον προσδιορισμό της αποζημίωσής του, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του. Τέλος, ο τρίτος λόγος της πρώτης κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται, ως άνω αναλύεται, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιοποίησε αποδεικτικά την προσκομιζόμενη μετ΄ επικλήσεως από την εναγομένη με αριθμό ΔΣΠ ΕΒ …………-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………. και δεν έλαβε υπόψη της τη με αριθμό ……./16.10.2019 προσκομισθείσα υπ’ αυτού ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ….. ….., παρ΄ ότι ο ισχυρισμός της αυτός κρίθηκε εν μέρει βάσιμος, υπό την, προεκτεθείσα κρίση, εφόσον ελήφθη, υπό του παρόντος Δικαστηρίου, υπόψη η ανωτέρω με αριθμό …/16.10.2019 προσκομισθείσα υπ’ αυτού ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………….., προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει ο τρίτος αυτός λόγος της έφεσης του ενάγοντος, να απορριφθεί ως απαράδεκτος και τούτο διότι ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης (ΜΕφΑιγ 37/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς διερεύνηση, πρέπει να γίνουν δεκτές ως εν μέρει βάσιμες στην ουσία τους αμφότερες οι ένδικες εφέσεις, απορριπτομένων αυτών κατά τα λοιπά ως αβασίμων στην ουσία τους, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης, ήτοι και ως προ το ποσό της αποζημίωσης απολύσεως που επιδικάσθηκε στον ενάγοντα, αν και ο τρίτος λόγος έφεσης της εναγομένης απερρίφθη κατά τούτο ως αβάσιμος στην ουσία του, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω μνημονευόμενες διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 53, 54, 60, 105 και 106 ΚΙΝΔ, 648, 653, 655, 341, 345, 346 ΑΚ, να γίνει μερικώς δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο – εναγόμενο, κατά τα προεκτεθέντα (1) για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας το ποσό των ευρώ 3.900,31, (2) για διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων express το ποσό των ευρώ 1.800,19 και (3) για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των ευρώ 2.042,90 και συνολικά το ποσό των ευρώ 7.743,40, νομιμοτόκως το ποσό των ευρώ 5.700,50 από την επομένη της ημέρας λύσεως της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας, ήτοι από την 29-3-2019 μέχρι εξοφλήσεως και το ποσό των ευρώ 2.042,90 από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και έως εξοφλήσεως. Τέλος, η εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 63, 68 και 69 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2017), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους.

Εξαφανίζει την άνω υπ’ αριθμ. 1294/2021 εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει, την ένδικη από 29.11.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………../09.12.2019 αγωγή.

Δέχεται, την ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της.

Υποχρεώνει την εναγομένη της αγωγής αυτής, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων επτακοσίων σαράντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών (7.743,40), νομιμοτόκως το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και πενήντα λεπτών (ευρώ 5.700,50) από την επομένη της ημέρας λύσεως της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας ήτοι από την 29-3-2019 και το ποσό των δύο χιλιάδων σαράντα δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (ευρώ 2.042,90) από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και έως εξοφλήσεως.

Καταδικάζει την εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 28 Ιουνίου 2023

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ