Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 282/2023

Αριθμός  282/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΑΙΤΟΥΣΑΣ-ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αθανάσιο Ψάλτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ)

ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ- ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:    1) Ν.Π.Δ.Δ. Ο.Τ.Α.  με την επωνυμία «Δήμος Σαλαμίνας», το οποίο εδρεύει στη …. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) «Ν.Π.Δ.Δ. ΑΘΛΗΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑΣ Δήμου Σαλαμίνας» (δ.τ ΑΚΟΙΠΟΠ), το οποίο εδρεύει στη …. και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους Δήμητρα Λαλάγκα, Ματθαίο Χαλκιαδάκη και Γεώργιο Παπανικολάου.

Η αιτούσα-καλουσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  8.11.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.  2560/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα εναγόμενα και ήδη καθ΄ ων η αίτηση- κλήση-εκκαλούντα ΝΠΔΔ με την από  23.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2018- ………/2018) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η  10η.10.2019, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 550/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Ήδη με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  14.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021) αίτηση-κλήση της αιτούσας-καλούσας-εφεσίβλητης, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας-καλούσας-εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των καθ΄ων η αίτηση- κλήση- εκκαλούντων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την από 14-4-2021 και με αριθμό καταθ. ……./2021 κλήση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» η από 8-11-2015 και με αριθμό καταθεσης ………/2015 αγωγή  της  την οποία   είχε απευθυνθεί  αρχικά  στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά  το οποίο εξέδωσε την με  αριθμό  2560/2018 απόφαση με την οποία  δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, ενώ  κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 550/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά   με την οποία αφού εξαφανίστηκε η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου αποκλειστικά  ως προς την επικουρική βάση της αγωγής  εν συνεχεία χωρίστηκε η υπόθεση  και  παραπέμφθηκε κατά ένα μέρος η εκδίκαση αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ως καθ΄υλην αρμοδίου Δικαστηρίου.

Α. Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, αλλά ισχύει και μετά από αυτήν, η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, από τις διαφορές δε αυτές, όσες δεν είχαν υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, επιβαλλόταν να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία τους, εντός της οριζόμενης προθεσμίας πέντε ετών, που μπορούσε να παρατείνεται με νόμο. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διατάξεως εκδόθηκε ο ν. 1406/1983, με το άρθρο 1 παρ. 2 του οποίου, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ. ι`), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση. Εξάλλου, η σύμβαση είναι διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση και που αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση απέναντι στο αντισυμβαλλόμενο μέρος, δηλαδή σε θέση μη προσιδιάζουσα στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (Α.Ε.Δ. 28/2011, 21/2009, 14/2007, 10/2003). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντιθέτως διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, από την οποία (σχέση) ή με αφορμή τη λειτουργία της οποίας δημιουργείται ο πλουτισμός του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 3/2012,  28/2011, 18/2009 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όταν η συμφωνία είναι προφορική, για τη διάγνωση του χαρακτήρα της ως συμφωνίας διεπομένης από το διοικητικό ή ιδιωτικό δίκαιο, δεν δύναται ν΄αναζητηθούν  στην ίδια τη συμφωνία ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο,  ούτε  είναι δυνατόν να διαγνωσθεί το κανονιστικό καθεστώς που την διέπει, ώστε να διερευνηθεί αν η ένδικη σύμβαση διέπεται από εξαιρετικό υπέρ του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς. Επομένως η διαφορά που απορρέει από μία τέτοια  συμφωνία μεταξύ των διαδίκων είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά, ανεξαρτήτως αν η συμφωνία αυτή, η οποία φέρεται να έχει συναφθεί για την εκτέλεση δημοτικού έργου απέβλεπε στη εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού (ΑΕΔ 3/2012 ΝΟΜΟΣ).

Β. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904 § 1 και 908 ΑΚ, κατά τα οποία “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη(904) και Ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό”(908),σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται εργασίες ή υπηρεσίες με άκυρη σύμβαση “ο αντισυμβαλλόμενος” του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίσταται, σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και για τα ΝΠΔΔ και γενικότερα επι φορέων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, δεδομένου ότι δεν καθιερώνεται γι` αυτά εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη(ΟλΑΠ 4/2021, ΟλΑΠ 218/1977). Οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού εξάλλου, εφαρμόζονται και στην περίπτωση δημόσιου έργου λόγω ακυρότητας της σύμβασης (ΑΠ 1102/2018, ΑΠ 361/2010, 1499/2009).

Γ. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 2048/2013, ΑΠ 882/2013, ΑΠ 481/2012).

Δ. Τέλος,  στην περίπτωση που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δηλαδή  δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης  προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα της  εκατέρωθεν ακρόασης και της  κατ΄αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 11/2016 ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του και οι σ’ αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, να μην λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 93/2013 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με  την με αριθμό κατάθεσης ………/2015 αγωγή   την   οποία η ενάγουσα αρχικά απήυθυνε    στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά η τελευταία, η οποία είναι  κατασκευαστική εταιρία,  ιστορούσε ότι δυνάμει διαδοχικών  συμβάσεων προμήθειας και συμβάσεων έργου  που συνήψε με τον πρώτο των εναγομένων (Δήμο  Σαλαμίνας) ανέλαβε με απευθείας ανάθεση,  τα παρακάτω: α) την  προμήθεια  ηλεκτρικών λαμπτήρων – φωτοσωλήνων εορταστικού φωτισμού τους οποίους  και παρέδωσε σ΄αυτόν  συνολικής αξίας 11.537,81 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του επιχειρηματικού κέρδους και των λειτουργικών εξόδων, β)την προμήθεια ηλεκτρολογικών εργαλείων  τα οποία και παρέδωσε σ΄αυτόν  συνολικής αξίας  14.089,65 ευρώ  συμπεριλαμβανομένου του επιχειρηματικού κέρδους, γ) την επισκευή και συντήρηση της τοπικής γραμμής  τροφοδοσίας   φωτισμού του Λ. «ΑΙΑΝΤΟΣ»  στη Σαλαμίνα, έργο  το οποίο εκτέλεσε  και παρέδωσε στον  πρώτο εναγόμενο  διώκοντας  αμοιβή 1053,80 ευρώ συμπεριλαμβανομένου  του επιχειρηματικού κέρδους, δ) την τοποθέτηση μπλοκίων και γλύστρας στην παραλία Σαλαμίνας, έργο το οποίο και παρέδωσε σ΄αυτόν διώκοντας αμοιβή 1.053,80 ευρώ και ε) την εγκατάσταση ισχυρών και ασθενών ρευμάτων νέας αίθουσας  τεχνικής υπηρεσίας, έργο το οποίο εκτέλεσε και παρέδωσε στον πρώτο εναγόμενο διώκοντας   αμοιβή  23.847,92 ευρώ. Επιπρόσθετα, δυνάμει   συμβάσεων έργου  που συνήψε με τον δεύτερο  των εναγομένων («Α.ΚΟΙ.ΠΟ.Π») ανέλαβε με απευθείας ανάθεση, την εκτέλεση των παρακάτω έργων: 1)την αποσυναρμολόγηση– μεταφορά – ανασυναρμολόγηση, κατασκευή  ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και γειώσεων τριών σχολικών  αιθουσών  από τα Σελήνια στον Φοίνικα Σαλαμίνας, έργο το οποίο εκτέλεσε και παρέδωσε σ΄αυτόν διώκοντας αμοιβή 18.378 ευρώ  συμπεριλαμβανομένου του επιχειρηματικού κέρδους, 2) την συντήρηση, επισκευή και βελτίωση της οροφής του κλειστού γυμναστηρίου «Γ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ» στη Σαλαμίνα,  έργο το οποίο εκτέλεσε και παρέδωσε σ΄αυτόν   διώκοντας αμοιβή    4.850 ευρώ, 3) τον έλεγχο και την αποκατάσταση της λειτουργίας αρδευτικού συγκροτήματος  και σωληνώσεων μετά των απαραίτητων  υδραυλικών εξαρτημάτων καθώς και την απόφραξη και επανεπίχωση σωληνώσεων  και σχαρών γηπέδου ΑΙΑΝΤΑ στη Σαλαμίνα, έργο το οποίο εκτέλεσε και παρέδωσε σ΄αυτόν  διώκοντας αμοιβή 1495,78 ευρώ συμπεριλαμβανομενου του επιχειρηματικού κέρδους   και των γενικών εξόδων, 4)την συμπύκνωση του γηπέδου Αμπελακίων, έργο το οποίο εκτέλεσε και παρέδωσε σ΄αυτόν  διώκοντας αμοιβή 1881,26 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του επιχειρηματικού κέρδους και των γενικών εξόδων. Μολονότι δε, οι εναγόμενοι παρέλαβαν  τα ανωτέρω υλικά και τα ανωτέρω εκτελεσθέντα έργα  δεν κατέβαλαν στην ενάγουσα την  οφειλόμενη  αμοιβή της παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις αυτής. Ζήτησε δε, να αναγνωριστεί, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής  σε αναγνωριστικό,   ότι, βάσει των  διατάξεων περί συμβάσεως προμήθειας και  κείνων περί  συμβάσεως έργου, άλλως  βάσει  των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού,  ο πρώτος των εναγομένων υποχρεούται να καταβάλει σ΄αυτήν  το συνολικό  ποσό των 59.230,09 ευρω, ενώ  το δεύτερο εναγόμενο  το συνολικό  ποσό των 26.607,04 ευρώ, αμφότερα δε τα ποσά αυτά  με το νόμιμο τόκο κατά τα οριζόμενα  στο  άρθρο 4 παρ 4 του πδ 166/2003,  άλλως από της επιδόσεως της αγωγής.   Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 2560/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά  με την οποία απερρίφθη ως μη νόμιμη η κύρια βάση της αγωγής,  ενώ ως προς την  επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού αναγνωρίστηκε  η  υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου περί καταβολής  του ποσού των 55.924,91 ευρώ με επιτόκιο 6% ετησίως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως  καθώς και η υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου περί καταβολής του ποσού των 20.742,79 ευρώ με επιτόκιο 6% ετησίως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Κατά της απόφασης αυτής  ασκήθηκε έφεση  και εξεδόθη η υπ΄αριθμόν  550/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με την οποία  εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη ως προς την επικουρική και μόνον βάση  αυτής  περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και εν συνεχεία  διατάχθηκε ο χωρισμός  της υπόθεσης. Ειδικότερα, κρατήθηκε και δικάσθηκε η υπόθεση ως προς  την  προμήθεια των   ηλεκτρικών λαμπτήρων – φωτοσωλήνων εορταστικού φωτισμού  και  την  προμήθεια ηλεκτρολογικών εργαλείων, ενώ ως προς  τα λοιπά αιτήματα  παραπέμφθηκε  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ως  καθ΄υλην  αρμοδίου πλέον  Δικαστηρίου  λόγω  κατάργησης του άρθρου 64 παρ 4 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που προέβλεπε την συγκρότηση του Πενταμελούς Εφετείου (άρθρο 26 του ν 4491/2017).

Η αγωγή κατά το μέρος που παραπέμφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απαρτίζεται από δύο αυτοτελείς αγωγές της ενάγουσας, η πρώτη εκ των οποίων στρέφεται  κατά του πρώτου των εναγομένων, ενώ η δεύτερη   κατά του δεύτερου των εναγομένων. Αμφότερες οι αγωγές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων καθόσον εκ των εκτεθέντων στην αγωγή  προκύπτει ότι  οι συμβάσεις που συνήψαν τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα με την ενάγουσα κατασκευαστική εταιρία  είναι ιδιωτικές και όχι   διοικητικές   αφού  επιδιώκεται   βέβαια  μ΄αυτές  δημόσιος σκοπός, ωστόσο, ούτε το  πρώτο των εναγομένων, ούτε το δεύτερο εξ αυτών   βρίσκεται, είτε   βάσει του κανονιστικού καθεστώτος  των συμβάσεων αυτών, είτε  βάσει ρητρών που συμφωνήθηκαν, σε υπερέχουσα θέση έναντι της ενάγουσας, προϋπόθεση αναγκαία για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής  και   την υπαγωγή της εξ αυτής διαφοράς στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο α΄  μείζονα σκέψη. Συνεπώς, το παρόν Δικαστήριο δεν στερείται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση των αγωγών αυτών απορριπτομένου αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων ως αβάσιμου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο για την  εκδίκαση των αγωγών αυτών   {βλ. υπ΄ αριθμόν  550/2020 απόφαση Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και   άρθρα 1παρ 1 έως 3 του ν 3669/2008, άρθρο 377 παρ 31 του ν 4412/2016, άρθρο 77 παρ 1και 2 του 3669/2008  και άρθρο 64 παρ 4 ΕισΝΚΠολΔ και άρθρο 26 του ν 4491/2017}  και  κατά την διαδικασία του άρθρου 77 του ν 3669/2008 (και όχι του άρθρου 205Α του  ν.  4412/2016   αφού οι αγωγές   ασκήθηκαν  προ της 1-11-2017  (άρθρο  28 του ν 4491/2017).Το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εκδίκαση αυτών   ερήμην του ενάγοντος λόγω μη προσήκουσας παράστασης αυτού  καθόσον κατέθεσε μεν προτάσεις, αλλά  παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ 2 ΚΠολΔ  μολονότι δεν ήταν  επιτρεπτή   η παράσταση με τέτοια  δήλωση  αφού είναι υποχρεωτική, στην προκειμένη περίπτωση,  η προφορική συζήτηση  κατ΄άρθρο 77 του ν 3669/2008,   η οποία επιβάλλει την αυτοπρόσωπη παρουσία του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου για να εξασφαλιζεται η αρχή της δίκαιης δίκης σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, κατά τα αναφερόμενα στην υπο στοιχείο  Δ΄μείζονα σκέψη. Αμφότερες  οι  αγωγές   είναι  απαράδεκτες καθόσον αμφότερες  πάσχουν από αοριστία  αφού  δεν εκτίθενται με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για την θεμελίωση του δικαιωμάτων  της ενάγουσας  που κατάγονται  σε δίκη, στοιχεία αναγκαία κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Γ μείζονα σκέψη, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία περί των αξιώσεων  οι  οποίες  απορρέουν  απ΄αυτά και  να παρέχεται η δυνατότητα  στο μεν  Δικαστήριο  να κρίνει τη νομική βασιμότητα των  αγωγών αυτών  και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις στα  δε  εναγόμενα  ΝΠΔΔ ν΄αμυνθούν  κατά των  αγωγικών  αξιώσεων  που θεμελιώνονται  επ΄αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Ειδικότερα, στις αγωγές αυτές αναφέρεται ο τίτλος των έργων που ανατέθηκαν  στην ενάγουσα κατασκευαστική εταιρία δίχως να περιγράφονται  οι απαιτούμενες εργασίες  και τα απαιτούμενα υλικά για την εκτέλεση αυτών ώστε  να  κριθεί αν  οι ενέργειες στις οποίες, ισχυρίζεται ότι  προέβη η ενάγουσα  και  τα  υλικά  τα οποία, ισχυρίζεται ότι χρησιμοποίησε  ήταν αναγκαία για το έργο που ανέλαβε να εκτελέσει και να εξευρεθεί κατά τον τρόπο αυτό ο πλουτισμός των υπόχρεων  που προήλθε από την βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης αυτών. Συγκεκριμένα, η αγωγή που στρέφεται κατά του πρώτου εναγόμενου είναι αόριστη καθόσον  ως προς το έργο της επισκευής και συντήρησης της τοπικής γραμμής τροφοδοσίας φωτισμού του Λ. Αίαντος στη Σαλαμίνα δεν αναφέρεται η ακριβής θέση του έργου αυτού,  δεν εξειδικεύονται οι απαιτούμενες εργασίες για την εκτέλεση του έργου αυτού, ούτε τα απαιτούμενα υλικά, ούτε αναφέρεται το μήκος της τοπικής γραμμής. Ως προς το έργο της τοποθέτησης μπλοκίων και γλύστρας στην παραλία της Σαλαμίνας δεν αναφέρεται η ακριβής θέση του έργου αυτού, ούτε οι διαστάσεις των μπλοκίων και της γλύστρας, ούτε οι απαιτούμενες ενέργειες για την υλοποίησή του, αλλά ούτε και τα απαιτούμενα υλικά. Ως προς το έργο της εγκατάστασης ισχυρών και ασθενών  ρευμάτων νέας αίθουσας  τεχνικής υπηρεσίας   δεν αναφέρεται η θέση του έργου αυτού, ούτε οι απαιτούμενες ενέργειες για την υλοποίησή του, ούτε τα απαιτούμενα υλικά. Περαιτέρω, η αγωγή που στρέφεται κατά του δεύτερου των εναγομένων είναι αόριστη καθόσον ως προς το έργο της αποσυναρμολόγησης–μεταφοράς– ανασυναρμολόγησης  – κατασκευής  ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και γειώσεων τριών σχολικών αιθουσών από τα Σελήνια στο Φοίνικα Σαλαμίνας  δεν αναφέρεται η ακριβής θέση στην οποία φέρεται ότι τοποθετήθηκαν οι αίθουσες,  ούτε  οι διαστάσεις αυτών, ούτε οι απαιτούμενες εργασίες   για την υλοποίησή του έργου αυτού, αλλά  ούτε τα απαιτούμενα υλικά.  Ως προς έργο  της  συντήρησης, επισκευής  και βελτίωσης της οροφής του κλειστού γυμναστηρίου «Γ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ»  στη Σαλαμίνα δεν αναφέρονται οι διαστάσεις της οροφής, ούτε οι απαιτούμενες εργασίες, ούτε  τα απαιτούμενα υλικά, όπως επίσης και ως  προς την επισκευή  και συντήρηση  των συσκευών εξαερισμού. Εξάλλου, δεν περιγράφονται   τα επτά  φωτιστικά τα οποία αντικατέστησαν  κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας τα επτά φθαρμένα φωτιστικά της οροφής. Ως προς το έργο του ελέγχου και της αποκατάστασης της λειτουργίας  αρδευτικού συγκροτήματος και σωληνώσεων μετά των απαραίτητων υδραυλικών εξαρτημάτων καθώς και  την απόφραξη και επανεπίχωση σωληνώσεων και σχαρών γηπέδου ΑΙΑΝΤΑ στη Σαλαμίνα  δεν περιγράφονται οι απαιτούμενες εργασίες, ούτε τα απαιτούμενα υλικά για την υλοποίησή του έργου αυτού, ούτε αναφέρεται η επιφάνεια  επί της οποίας έχει εγκατασταθεί το υπό έλεγχο αρδευτικό συγκρότημα, η οποία φέρεται ότι ελέχθηκε. Ως προς το έργο της συμπύκνωσης του γηπέδου Αμπελακίων  δεν αναφέρεται η επιφάνεια του γηπέδου, ούτε οι απαιτούμενες ενέργειες  και τα απαιτούμενα υλικά  για την υλοποίησή του. Επιπρόσθετα, η  ενάγουσα ζητεί γενικά έξοδα υπολογιζόμενα σε ποσοστό επί  του  κόστους της εργασίας δίχως, όμως, να εξειδικεύει το είδος των εξόδων που περιλαμβάνονται  στα γενικά  έξοδα με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η διάγνωση αυτών. Επιπλέον, ενώ ζητείται  η ωφέλεια που αποκόμισε καθένας των εναγομένων  από τις εκτελεσθείσες  άκυρες συμβάσεις , ήτοι χωρίς νόμιμη αιτία, δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι η ωφέλεια αυτή συνίσταται,  στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου  και στη δαπάνη που εξοικονόμησαν οι εναγόμενοι, στην οποία θα υποβάλλονταν, εάν την εκτέλεση των αυτών  έργων  ανέθεταν, με έγκυρες  συμβάσεις, σε άλλη τεχνική εταιρία, η οποία θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες. Συνεπεία των ανωτέρω ελλείψεων δεν δύναται να κριθεί αν  δικαιολογούνται οι ενέργειες  στις  οποίες ισχυρίζεται ότι προέβη  η ενάγουσα για την εκτέλεση του κάθε επί μέρους  έργου   και  κατ΄επέκταση   η από μέρους της  αξιούμενη αμοιβή για καθένα εξ αυτών, ούτε δύνανται ν΄αμυνθούν οι εναγόμενοι  με ανταπόδειξη ή προτείνοντας ενστάσεις με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη η διάγνωση του πλουτισμού των υπόχρεων, ήτοι της δαπάνης που θα κατέβαλαν για τα ίδια έργα σε άλλη εργολάβο εταιρία με την οποία θα κατήρτιζαν έγκυρες συμβάσεις έργου. Συνεπώς, αμφότερες οι αγωγές πρέπει ν΄απορριφθούν  ως απαράδεκτες  λόγω αοριστίας δεκτής γενομένης σχετικής  ένστασης που προέβαλαν οι  εναγόμενοι ως βάσιμης και κατ΄ουσίαν, Τα  δικαστικά έξοδα  των εναγομένων  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της  ενάγουσας  λόγω της ήττας αυτής  (άρθρο 176, 191 παρ 2  ΚΠολΔ), κατα τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό λαμβανομένου υπόψη ότι τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα κατέθεσαν κοινές προτάσεις εκπροσωπούμενα από τους αυτούς δικηγόρους κατ΄αρθρο 165 παρ 3 του ν 3584/2007. Πρέπει, επίσης,  για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την ενάγουσα να ορισθεί νόμιμο  παράβολο ερημοδικίας  (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  ερήμην της ενάγουσας

ΟΡΙΖΕΙ  το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα  (250) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αγωγές

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  την ενάγουσα  στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων,   τα   οποία   ορίζει στο ποσό των   οκτακοσίων   (800 ) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 27 Απριλίου 2023  και δημοσιεύθηκε στις 25 Μαΐου 2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ