Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 330/2023

Αριθμός   330/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικό

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών,   Μαρία Δανιήλ, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:    Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………»  υπό το διακριτικό τίτλο  «………», (ΑΦΜ ……….) η οποία εδρεύει στον ….. Αττικής  και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Γερασίμου (ΔΕ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ) (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  . (………), κατά συντομογραφία  “……..”), το οποίο έχει εγκαταστήσει νόμιμα Γραφείο Υποβολής  Απαιτήσεων για το πλοίο «ΑΖΙΙ», στον …..,  όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ιωάννη Μαρκιανό-Δανιόλο (ΔΕ ΔΑΝΙΟΛΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  18.10.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2293/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  25.11.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022- ……../2022) έφεσή της, καθώς και με τους από  23.3.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2023) προσθέτους λόγους έφεσης. Δικάσιμος της ως άνω έφεσης και των προσθέτων αυτής λόγων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, αφού έλαβε  τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 25.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/2022 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……../2022 έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με έδρα τον ……. Αττικής, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 2293/2022 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά τη διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 1 και 621επ. του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 5 Π.Δ. 98 της 21.3/2.4.1990 «Αρμοδιότητα δικαστηρίων και διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικος το Διεθνές Κεφάλαιο Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και πριν την κατάργηση του με το άρθρο 292 του ν. 5020/2023) και απέρριψε την ασκηθείσα από 18.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 8219/3708/2021 αγωγή της, σε βάρος του εναγομένου νομικού προσώπου με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και με την επωνυμία «……..» («…….») και στα Ελληνικά «……….» ήδη εφεσιβλήτου, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.1, 520 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της  εκκαλουμένης απόφασης αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο με αριθμό ………/2022 ποσού 150 ευρώ υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Από το άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, μολονότι αποτελούν παρακολούθημα της έφεσης, την οποία και συμπληρώνουν διευρύνοντας το δικόγραφό της, από άποψη περιεχομένου έχουν αυτοτελή χαρακτήρα και συνιστούν σε σχέση με την έφεση ιδιαίτερη διαδικαστική πράξη, που διέπεται από τις σχετικές με αυτή διατάξεις, (ΟλΑΠ 33/1990 Δνη 1991.56, ΑΠ 771/1997 ΕΕΝ 1998.736, ΕφΘεσ 264/2009 ΕΦΑΔ 2009.590, ΕφΠατρ 43/2007 ΑχΝομ 2008. 317, ΕφΘεσ 1730/2003 Αρμ2004.1398 και Σ. Σαμουήλ Η έφεση, έκδ. 2003, αρ. 606, 608, 524, 625). Το παραδεκτό και οι διατυπώσεις τους, κατά το άρθρο 12 ΕισΝ ΚΠολΔικ, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο, που ισχύει κατά τον χρόνο άσκησής τους. Με την προαναφερόμενη έφεση πρέπει να συνεκδικασθούν και οι νομότυπα ασκηθέντες και επιδοθέντες, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως με αριθμό …../24.3.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….., νομοτύπως 30 μέρες πριν από τη συζήτηση από 23.3.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2023 πρόσθετοι λόγοι της, οι οποίοι συνέχονται με τα εκκληθέντα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 246 και 520 του ΚΠολΔ), οι οποίοι, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό ………/2021 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι δραστηριοποιείται στη διαχείριση και εκµεταλλευση πλαζ και οργανωµένων ακτών και ειδικότερα, στην ανάδειξη της ταυτότητας της παραλίας της ……… και στην αναβάθµιση των λειτουργιών της και των προσφερόµενων στο κοινό υπηρεσιών. Ότι στην παραλία του …….. έχει έκταση 57.947 τ.µ., διαθέτει απλώστρες, προσωπικό ασφαλείας καθαριότητας, υποδομές παροχής διαφόρων υπηρεσιών και ναυαγοσώστες, ενώ η χωρητικότητα της από τις 8:00 έως και τις 20:00, σε ηµερήσια βάση, υπερβαίνει κατά µέσο όρο τα 5.000 άτοµα. Ότι, ακόµη, φιλοξενεί τα αναφερόµενα σε αυτήν κέντρα, εστιατόρια και θαλάσσια πάρκα. Ότι το εναγόµενο ταµείο, που έχει συσταθεί για να εξασφαλισει ότι όλες οι απαιτήσεις των ζηµιωθέντων για καταβολή αποζηµίωσης θα διεκπεραιώνονται µε αποτελεσµατικό και έγκαιρο τρόπο, όπως προβλέπεται στη Διεθνή Σύµβαση «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζηµιών από ρύπανση πετρελαίου» (Сiνil Liability Conventίon – CLC), όπως τροποποιήθηκε µε το Πρωτόκολλο του 1992, και κυρώθηκε από την Ελλάδα, καθώς και στη Διεθνή Σύµβαση Κεφαλαίου των Βρυξελλών του 1971 «για την Ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζηµίωσης Ζηµιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», όπως αυτή τροποποιήθηκε µε τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992, η οποία, επίσης, κυρώθηκε από την Ελλάδα, και µε την οποία δηµιουργήθηκε και οργανώθηκε σε νοµικό πρόσωπο το Κεφάλαιο. Ότι, την 10η.9.2017, το δεξαµενόπλοιο «ΑΖΙΙ», µε αριθµό ΙΜΟ …, κοκ 1572, βυθίστηκε, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ενώ ήταν αγκυροβοληµένο δυτικά του λιµένα Πειραιά και ήταν φορτωµένο µε 2.200 µετρικούς τόνους καυσίµου πετρελαίου (fuel οil) και 370 µετρικούς τόνους πετρελαίου εσωτερικής καύσης (gas οil). Ότι, συνεπεία της βύθισης, µια σηµαντικότατη, αλλά αδιευκρίνιστη µέχρι σήµερα ποσότητα πετρελαίου διέρρευσε αρχικά στη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της νήσου της Σαλαµίνας και στη συνέχεια, λόγω της πληµµελούς και αναποτελεσµατικής αντιµετώπισης της αρχικής διαρροής της πετρελαιοκηλίδας, σε συνδυασµό µε τους δυτικούς ανέµους που έπνεαν στο Σαρωνικό Κόλπο τις αµέσως επόµενες ηµέρες, στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού και των ακτών της Αττικής, από την Πειραϊκή, το Παλαιό Φάληρο και τον Άλιµο µέχρι τη Γλυφάδα, τη Βούλα, τη Βάρκιζα και το Λαγονήσι. Ότι είναι ενδεικτικό ότι το µεσηµέρι της ίδιας ηµέρας εντοπίστηκε κηλίδα ένα µε δύο ναυτικά µίλια της χερσονήσου της Πειραϊκής, ενώ σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις των ειδικών η διαρροή πετρελαίου ξεπέρασε τους πεντακόσιους 500 τόνους. Ότι οι ζηµίες ήταν ανυπολόγιστες και η πίσσα που έφθασε στις ακτές του Σαρωνικού και έχει επικαθίσει στον πυθµένα της θάλασσας θα παραµείνει για αρκετά χρόνια, εντείνοντας το µέγεθος του προβλήµατος τόσο για τους παράκτιους αλιείς, όσο και για τους συναφείς µε αυτούς κλάδους. Ότι, η ασφαλιστική εταιρεία του πλοίου “AΖ» έχει υποβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά δήλωση περιορισµού ευθύνης, σύµφωνα µε το άρθρο 7 της Σύµβασης Ευθύνης για το ποσό των 5.409.925,40 ευρώ, οι αιτήσεις, όµως, για καταβολή αποζηµιώσεων που έχουν υποβληθεί στο τοπικό γραφείο του εναγόµενου υπερβαίνουν το ποσό των 135.000.000 ευρώ, καθιστώντας αδύνατη την καταβολή του εν λόγω ποσού από τον πλοιοκτήτη και την ασφαλιστική του εταιρεία λόγω του περιορισµού της ευθύνης. παρά τις επανειληµµένες προσπάθειές της για λήψη της προβλεπόµενης αποζηµίωσης, όπως αυτή ορίζεται στις προαναφερθείσες Διεθνείς Συµβάσεις. Ότι επομένως θεωρείται,  ότι  ο πλοιοκτήτης δεν  μπορεί  να  εκπληρώσει  τις οικονομικές  του  υποχρεώσεις  και  η οικονομική  ασφάλεια χαρακτηρίζεται ανεπαρκής. Ότι παρά τη δευτερογενή ευθύνη του το εναγόµενο ήδη εφεσίβλητο αρνείται να την αποζηµιώσει. Ότι η πληγείσα από τη ρύπανση περιοχή αποτελούσε το «κέντρο» της επαγγελµατικής της δραστηριότητας, η πετρελαϊκή δε ρύπανση που έλαβε χώρα την 10η.9.2017 είχε ως αποτέλεσµα την αναστολή της λειτουργίας της έως και τον Απρίλιο του 2018, προκειµένου να πραγµατοποιηθούν οι απαιτούµενες εργασίες απορρύπανσης, οι οποίες ολοκληρώθηκαν µε δικό της αποκλειστικά κόστος, όπως οι εργασίες αυτές, για το χρονικό διάστηµα από 13.9.2017 έως 7.11.2017, εκτίθενται αναλυτικά στους συνηµµένους σε αυτήν πίνακες ανά ηµέρα, προσωπικό, ώρες εργασίας, ακαθάριστες αποδοχές κάθε εργαζόµενου και εργοδοτικές εισφορές, συνολικού ποσού 165.040,65 ευρώ. Ότι, επίσης, διενήργησε τέσσερις (4) µικροβιολογικούς ελέγχους µε χηµική παρακολούθηση θαλάσσιων και παράκτιων δειγµάτων, που κόστισαν 1.745,92 ευρώ. Ότι,  επιπλέον, υπεκµίσθωνε τµήµα αυτής στην εταιρεία (“………..», η οποία από τέλη Οκτωβρίου του 2017 της υπέβαλε αίτηµα για µείωση των µισθωµάτων των ετών 2017 έως 2021, λόγω της µείωσης των εσόδων που υπέστη και αναµενόταν να υποστεί στο µέλλον εξαιτίας της ρύπανσης, το οποίο και αυτή ατιοδέχθηκε, µε αποτέλεσµα να υποστεί την ειδικότερα αναφερόµενη σε αυτήν ζηµία συνολικού ποσού 350.152,94 ευρώ. Ότι, επιπλέον και άλλη υποµισθώτριά της στην ……. µε την επωνυµία “……………» της υπέβαλε όμοιο αίτηµα για µείωση των συµφωνηµένων µισθωµάτων των ετών 2017 έως 2019, το οποίο, επίσης, αποδέχθηκε µε συνέπεια να υποστεί την ειδικότερα εκτιθέµενη σε αυτήν ζηµία συνολικού ποσού 75.404,50 ευρώ. Ότι, επιπλέον, τα διαφυγόντα κέρδη της για το διάστηµα από 10.9.2017 έως 11.10.2018, µε βάση υπολογισµού τα ηµερήσια ακαθάριστα έσοδα των προηγούµενων ετών, ανέρχονται, κατά τα ειδικότερα διαλαµβανόµενα σε αυτήν, στο ποσό των 94.349,45 ευρώ. Ότι περαιτέρω, το εναγόµενο ευθύνεται και µε βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, καθώς ενήργησε με δόλο, παραβιάζοντας τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αρνούµενο να της καταβάλει την προβλεπόµενη αποζηµίωση. Ακολούθως και ενώ διευκρίνισε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι τελικά το εναγόμενο ήδη εφεσίβλητο της κατέβαλε 104.906,65 ευρώ για αντιρρυπαντικές δαπάνες και ότι περιορίζει το αγωγικό αίτημα κατά το παραπάνω ποσό και ακολούθως αιτήθηκε να υποχρεωθεί το εναγόµενο, µε απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 580.040,89 ευρώ µε το νόµιµο τόκο αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού βεβαίωσε ότι η αγωγή επιδόθηκε εντός της οριζόμενης από το άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ προθεσμίας και ότι για το αντικείµενό της καταβλήθηκε το αντίστοιχο τέλος δικαστικού ενσήµου, στη συνέχεια έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα και επομένως διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 5 του Π.Δ. 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος”, 3 του πδ 98/1990 «Αρµοδιότητα δικαστηρίων και διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικο το Διεθνές Κεφάλαιο αποζηµίωσης ζηµιών ρύπανσης από πετρέλαιο», 5 του ν. 4037/2012  και 9 του ν. 3393/2005  και εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση το άρθρο 2 του πδ 55/1998 κρίνοντας ότι οι διατάξεις του διατάγματος είναι αμέσου εφαρμογής. Αφού απέρριψε ως αόριστη τη βάση με την οποία η αγωγή επιχειρείτο να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, έκρινε ότι η αγωγή είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη κρίνοντας ότι “εφόσον έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της σύμβασης του άρθρου 1992 η ενάγουσα κατ’επιλογή της δεν προέβη σε αναγγελία της απαίτησης της ώστε να εξελεγχθεί αυτή από τον ορισθέντα εκκαθαριστή και να συμπεριληφθεί στον καταρτισθέντα πίνακα του άρθρου 20 του πδ 666/1982 και ότι μετά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης η ενάγουσα δεν δικαιούται να ασκήσει οποιαδήποτε αξίωση κατά της πλοιοκτήτριας για τη ρύπανση” και ότι “η μη συμμετοχή της ενάγουσας στην παραπάνω διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των απαιτήσεων δεν υφίσταται νόμιμη βάση για την έγερση της κρινόμενης αγωγής”. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της και τους πρόσθετους λόγους αυτής για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ, 1 ΚΠολΔ με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει, ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών, καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της, ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 265/2000, ΑΠ 365/2000 δημ. νόμος). Επί αγωγής με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω ρύπανσης σε ένα πράγμα σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών πρέπει, εκτός των άλλων, να αναφέρονται σ` αυτή τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη ζημία που υπέστη ο ενάγων από τη συμπεριφορά του εναγομένου και οι εργασίες και τα υλικά που απαιτούνται προς αποκατάστασή της. Συγκεκριμένα, πρέπει να αναφέρονται με λεπτομέρεια οι βλάβες κατ’ είδος και έκταση, οι αντίστοιχες ενέργειες (πράξεις) που απαιτούνται για την αποκατάστασή τους, καθώς και τα αντίστοιχα επιμέρους ποσά που αντιστοιχούν σε καθεμία επιμέρους εργασία αποκατάστασης κάθε βλάβης, δηλαδή χωριστά η δαπάνη για την αγορά των αναγκαίων υλικών (ποσότητα, ποιότητα αυτών) και χωριστά η δαπάνη για την αμοιβή της απαιτούμενης κάθε επιμέρους εργασίας (αριθμός, ειδικότητα προσωπικού και ημέρες απασχόλησης) για την αποκατάσταση των εν λόγω ζημιών. Αν τα στοιχεία αυτά ελλείπουν, η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως (ΑΠ 1342/2006, ΕφΔωδ 42/2017 δημ. νόμος). Με τον τρίτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως δικονομικά απαράδεκτη λόγω αοριστίας η βάση που επιχειρείτο να θεμελιωθεί επί των διατάξεων επί αδικοπραξίας. Ο λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μοναδικό εναγόμενο είναι το διεθνές κεφάλαιο αποζημιώσεων από ρύπανση πετρελαίου που η εκ των ειδικών διατάξεων ευθύνη του είναι αντικειμενική, ενώ στην αγωγή δεν αναφέρεται συγκεκριμένη  αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου ή των προστηθέντων του, από την οποία να προκύπτει η αξίωση της ενάγουσας από αδικοπραξία, ότι δηλαδή το εναγόμενο, αρνούμενο να της καταβάλει την προβλεπόμενη αποζημίωση, ενήργησε με δόλο παραβιάζοντας τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Κρίνοντας επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξιών βάση της αγωγής ήταν δικονομικά απαράδεκτη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και το όσα περί του ανιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τρίτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των προβλημάτων από τη ρύπανση, λόγω της μεταφοράς δια θαλάσσης του πετρελαίου, υπογράφηκε το έτος 1969 στις Βρυξέλλες η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.314/1976 και αποτελεί έκτοτε κατά συνέπεια αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού δικαίου έχοντας την κατ` αρ. 28 παρ. 1 του Συντ. αυξημένη τυπική, υπερνομοθετική ισχύ, μετά δε την κύρωση και των Πρωτοκόλλων των ετών 1976, 1984 και 1992, η σύμβαση αυτή ονομάζεται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992). Οι ρυθμίσεις της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης του 1992 συμπληρώθηκαν με την υπογραφείσα στη συνέχεια Διεθνή Σύμβαση Κεφαλαίου των Βρυξελλών του 1971 «για την Ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 1638/1986 και με την οποία δημιουργήθηκε και οργανώθηκε σε νομικό πρόσωπο το Κεφάλαιο από εισφορές που προβλέπονται εκεί. Η τελευταία αυτή Διεθνής Σύμβαση Κεφαλαίου  τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα Πρωτόκολλα των ετών 1976 και 1992, τα οποία κυρώθηκαν με το π.δ. 270/1995 «Αποδοχή των Πρωτοκόλλων των ετών 1976 και 1992 για την τροποποίηση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1971 αναφορικά με την ίδρυση Διεθνούς Κεφαλαίου Αποζημίωσης Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο» («Σύμβαση Κεφαλαίου του 1992») (ΟλΑΠ 23/2006). Το 2003 ψηφίστηκε το Πρωτόκολλο της Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, με το οποίο ιδρύθηκε ένα Συμπληρωματικό Κεφάλαιο («Πρωτόκολλο Συμπληρωματικού Κεφαλαίου»). Με την Σύμβαση CLC και μάλιστα το άρθρο Ill καθιερώθηκε, εκτός από τις αναφερόμενες εκεί εξαιρέσεις, αυστηρό σύστημα αντικειμενικής ευθύνης για εκείνον που προκαλεί ρύπανση της θάλασσας και θεσπίστηκε ρητή υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας ανεξάρτητα από την ύπαρξη υπαιτιότητας του. Ειδικότερα με το αρ. Ill παρ. 1 ορίζεται ότι, με εξαίρεση τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του ιδίου άρθρου “ο πλοιοκτήτης κατά τον χρόνο του συμβάντος ή όταν τούτο αποτελείται εκ σειράς περιστατικών κατά τον χρόνο του πρώτου περιστατικού, θα ευθύνεται δια οποιαδήποτε ζημία εκ ρυπάνσεως, προξενηθείσα υπό πετρελαίου διαφυγόντος ή εκρεύσαντος”. Στην έννοια της “ζημίας εκ ρυπάνσεως” περιλαμβάνονται και οι δαπάνες προληπτικών μέτρων, προληπτικά δε μέτρα είναι όλα εκείνα τα εύλογα μέτρα που ελήφθησαν από οποιοδήποτε πρόσωπο μετά την επέλευση συμβάντος ρύπανσης για την πρόληψη ή μείωση της ζημίας από την ρύπανση (αρ. Ι παρ. 6 και 7 της Σύμβασης). Κατά συνέπεια δαπάνες προληπτικών μέτρων και επόμενη ζημία από την ρύπανση αποτελούν και εκείνες που έγιναν από επαγγελματία ιδιώτη για την απορρύπανση της θάλασσας από την διαρροή πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Συνακόλουθα αυτός έχει αξίωση με βάση την Σύμβαση αυτή κατά του πλοιοκτήτη του πλοίου που προκάλεσε την ρύπανση για την πληρωμή των δαπανών αυτών, είτε προέβη στην απορρύπανση ύστερα από υπόδειξη της αρμόδιας λιμενικής αρχής, είτε συνήψε σχετική συμφωνία με τον πλοιοκτήτη, αφού η Σύμβαση δεν διακρίνει (ΕφΠειρ 1000/2006 δημ. νόμος).

Περαιτέρω, η ευθύνη του προαναφερόμενου Διεθνούς Κεφαλαίου προς αποζημίωση είναι δευτερογενής σε σχέση με την πρωτογενή ευθύνη του κυρίου του πλοίου. Καλείται, μεταξύ άλλων, να καλύψει τα έξοδα αποκατάστασης της περιβαλλοντικής ζημίας, στην περίπτωση όπου ο κύριος του πλοίου λόγω οικονομικής αδυναμίας δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευθύνης 1992, τους δικαιούχους (αρ. 2 § Ια και 4 § 1β της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1992) (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση, εις Μνήμη Ι.Κ. Καρακατσάνη, σελ. 441 επ.). Σύμφωνα δε με το αρ. 1 της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως (Σύμβαση Κεφαλαίου 1992), “… 2. “Πλοίο” … “Ζημία από Ρύπανση”, “Προληπτικά Μέτρα”, … έχουν έννοια ίδια με αυτή που αναφέρεται στο αρ. 1 της Σύμβασης Ευθύνης 1992…”. Επομένως, για την εφαρμογή των ρυθμίσεων των θεμάτων των ανωτέρω Συμβάσεων, ο ορισμός του πλοίου, της ζημίας από ρύπανση και των προληπτικών μέτρων είναι ο ίδιος και στις δύο Διεθνείς Συμβάσεις, Ευθύνης και Κεφαλαίου, του έτους 1992. Βάσει του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, καταβάλλεται πρόσθετη αποζημίωση από το Κεφάλαιο του 1992 εφόσον οι αιτούντες δεν έλαβαν πλήρη αποζημίωση δυνάμει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992. Τούτο μπορεί να συμβεί στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Η ζημία υπερβαίνει το όριο ευθύνης του πλοιοκτήτη βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992. β) Ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992, επειδή η ζημία προκλήθηκε από σοβαρή φυσική καταστροφή ή προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από κάποιον τρίτο εκ προθέσεως ή οφειλόταν εξ ολοκλήρου στην αμέλεια κάποιας δημόσιας αρχής σε συνάρτηση με τη συντήρηση των φάρων, φανών ή άλλων βοηθημάτων της ναυσιπλοΐας. γ) Ο πλοιοκτήτης δεν είναι οικονομικώς σε θέση να εκπληρώσει εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις, που υπέχει βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992 και η ασφάλιση δεν επαρκεί για την ικανοποίηση έγκυρων απαιτήσεων αποζημίωσης. Ο Πλοιοκτήτης  θεωρείται,  ότι  δεν  μπορεί  να  εκπληρώσει  τις οικονομικές  του  υποχρεώσεις  και  η οικονομική  ασφάλεια χαρακτηρίζεται ανεπαρκής, αν το πρόσωπο  που  ζημιώθηκε  δεν  πέτυχε  να  ικανοποιηθεί πλήρως  με  το  ποσό αποζημίωσης που προβλέπεται από τη σύμβαση ευθύνης μετά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου σύμφωνα με τη δικαστική προστασία  που διατέθηκε προς αυτόν (ΑΠ 783/2021 δημ. νόμος). Εξάλλου, από τις προαναφερθείσες διατάξεις των Διεθνών Συμβάσεων του 1992, αναφορικά με τη ζημία από ρύπανση και τα προληπτικά μέτρα, προκύπτει ότι αποκαθίστανται τα εύλογα έξοδα που συνεπάγονται τα μέτρα που λήφθηκαν ή πρόκειται να ληφθούν προς αποκατάσταση της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, καθώς και τα έξοδα των εύλογων μέτρων, που έλαβε οποιοδήποτε πρόσωπο μετά την επέλευση του συμβάντος με σκοπό την πρόληψη της ζημίας που μπορεί να ακολουθήσει ή τη μείωση της, καθώς και οι ζημίες που προξένησαν οι τυχόν βλάβες ή απώλειες, που προκάλεσε η εφαρμογή των μέτρων αυτών και, τέλος, κάθε βλάβη ή απώλεια περιουσιακών στοιχείων (ΕφΠειρ133/2008, Ι. Ρόκα, “Ο ρόλος της ασφάλισης αστικής ευθύνης στη θέσπιση ειδικής αστικής ευθύνης του ρυπαίνοντος και στην αποζημίωση για τη θαλάσσια ρύπανση”, Πρακτικά 5ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου με θέμα “Θαλάσσια Ρύπανση: το πρόβλημα της αποζημίωσης και των κυρώσεων”, σελ. 129 επ.). Σημειώνεται ότι αποζημίωση καταβάλλεται για τις δαπάνες λήψης εύλογων μέτρων απορρύπανσης και άλλων μέτρων πρόληψης ή ελαχιστοποίησης της ζημίας από ρύπανση σε Συμβαλλόμενο Κράτος, οπουδήποτε και αν ληφθούν τα μέτρα αυτά. Επί παραδείγματι, σε περίπτωση που αναληφθεί δράση στην ανοικτή θάλασσα ή στα χωρικά ύδατα Κράτους το οποίο δεν είναι Συμβαλλόμενο στις Συμβάσεις με σκοπό την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση της ζημίας από ρύπανση εντός των χωρικών υδάτων ή της ΑΟΖ ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, οι δαπάνες ανάληψης της δράσης αυτής πληρούν καταρχήν τις προϋποθέσεις αποζημίωσης. Τα έξοδα λήψης προληπτικών μέτρων ανακτώνται ακόμη και αν δεν συμβεί εκροή πετρελαίου, υπό την προϋπόθεση ότι υπήρχε σοβαρή και επικείμενη απειλή πρόκλησης ζημίας από ρύπανση. Αποζημίωση καταβάλλεται επίσης για τις εύλογες δαπάνες που συνδέονται με την αιχμαλώτιση, τον καθαρισμό και την επανένταξη άγριων ζώων, ιδίως πτηνών, θηλαστικών και ερπετών. Ειδικότερα, αποζημίωση καταβάλλεται για τις εύλογες δαπάνες καθαρισμού, επιδιόρθωσης ή αντικατάστασης περιουσιακών στοιχείων τα οποία μολύνθηκαν από το πετρέλαιο (υλικές ζημίες), καθώς επίσης καταβάλλεται αποζημίωση για την απώλεια εσόδων την οποία υπέστησαν οι κύριοι περιουσιακών στοιχείων τα οποία μολύνθηκαν από το πετρέλαιο λόγω της εκροής (παρεπόμενη ζημία). Ένα παράδειγμα παρεπόμενης ζημίας αποτελεί η απώλεια εισοδημάτων την οποία υφίστανται οι αλιείς, λόγω της κηλίδωσης των διχτυών τους με πετρέλαιο, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να αλιεύσουν μέχρι τα δίχτυα τους να καθαριστούν ή να αντικατασταθούν. Σε ορισμένες περιστάσεις, αποζημίωση καταβάλλεται επίσης για την απώλεια εσόδων την οποία υπέστησαν, λόγω της ρύπανσης από πετρέλαιο, άτομα των οποίων δεν έχουν ρυπανθεί περιουσιακά στοιχεία (αμιγώς οικονομικές απώλειες). Επί παραδείγματι, ένας αλιεύς του οποίου τα δίχτυα δεν έχουν κηλιδωθεί μπορεί, εντούτοις, να αδυνατεί να αλιεύσει, επειδή έχει ρυπανθεί η θαλάσσια περιοχή στην οποία συνήθως αλιεύει και δεν μπορεί να αλιεύσει αλλού. Παρομοίως, ο ιδιοκτήτης ξενοδοχείου ή εστιατορίου που βρίσκεται κοντά σε μολυσμένη δημόσια παραλία μπορεί να υποστεί απώλειες λόγω μείωσης του αριθμού των επισκεπτών κατά την περίοδο της ρύπανσης. Συνεπώς, ζημία από ρύπανση αποτελούν και οι δαπάνες που έγιναν από επαγγελματία ιδιώτη για την απορρύπανση θαλασσίου περιβάλλοντος και ακτών από τη διαρροή πετρελαίου. Επομένως, αυτός έχει αξίωση, βάσει της Συμβάσεως Ευθύνης 1992, κατά του κυρίου του πλοίου, που προκάλεσε τη ρύπανση, και υπό τις προϋποθέσεις της Συμβάσεως Κεφαλαίου 1992, κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου, για την πληρωμή των εν λόγω δαπανών (ΤρΕφΠειρ 401/2022 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Θεωρητικά το διεθνές κεφάλαιο αποζημίωσης ζημιών ρύπανσης από πετρέλαιο (ΙΟΡCF) λαμβάνει και εξετάζει τις απαιτήσεις για περιουσιακή ζημία και για το κόστος των επιχειρήσεων παράκτιου και θαλάσσιου καθαρισμού και λαμβάνει μέτρα για την αποτροπή ή την ελαχιστοποίηση της ζημίας από ρύπανση. Λαμβάνει επίσης υπόψη την επακόλουθη απώλεια, όπως απώλεια εισοδημάτων που υπέστησαν οι κύριοι ή χρήστες περιουσίας, η οποία μολύνθηκε ως αποτέλεσμα πετρελαιοκηλίδας. Επιπροσθέτως ερευνά την απώλεια εισοδημάτων των οποίων η ιδιοκτησία δεν έχει μολυνθεί, ήτοι την καθαρή οικονομική ζημία, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αφού αυτές γίνονται δεκτές μόνο αν αφορούν απώλεια ή ζημία συνεπεία μόλυνσης. Το σημείο εκκίνησης είναι η ρύπανση όχι το συμβάν καθεαυτό. Όταν κρίνεται το κατά πόσον πληρούται το κριτήριο της εύλογης εγγύτητας λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: α) η γεωγραφική εγγύτητα ανάμεσα στη δραστηριότητα των αιτούντων αποζημίωση και τη μόλυνση, β) ο βαθμός στον οποίο ο αιτών αποζημίωση είναι οικονομικά εξαρτημένος από μια πηγή που επηρεάστηκε, γ) η έκταση στην οποία ένας αιτών αποζημίωση έχει εναλλακτικές πηγές προμήθειας ή επιχειρηματικών ευκαιριών και δ) η έκταση στην οποία η επιχείρηση του αιτούντος συνιστά ουσιώδες κομμάτι οικονομικής δραστηριότητας εντός της περιοχής που επηρεάστηκε από την πετρελαιοκηλίδα (βλ. προσκ. Σχετ. 34 Ευθύνη και αποζημίωση για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο: μια εξέταση των συμβάσεων του IMO R. Bhanu Krishna Kiran).  Να σημειωθεί ότι όλες οι παραπάνω διατάξεις ίσχυαν και εφαρμόζονται κατ’άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, καθώς από 1.5.2023 με το νέο ΚΙΝΔ (βλ. άρθρο 293) η διαδικασία μετά τον περιορισμό ευθύνης του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται από τα άρθρα 235επ., η αρμοδιότητα του δικαστηρίου ρυθμίζεται από το άρθρο 250 και η ικανότητα παράστασης του εφεσιβλήτου από το άρθρο 249 του νέου ΚΙΝΔ (5020/2023).

Με τους δύο πρώτους συναφείς λόγους εφέσεως και τους δύο επίσης συναφείς πρόσθετους λόγους αυτής η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου ισχυριζόμενη ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε πρώτα να ενεργοποιήσει τις διατάξεις της διεθνούς σύμβασης ευθύνης με συμμετοχή της στη συλλογική διαδικασία. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η διαδικασία ενώπιον του εφεσιβλήτου είναι παράλληλη της διαδικασίας αναγγελίας στην εκκαθάριση τυχόν αξιώσεων μετά τη σύσταση του κεφαλαίου ευθύνης της πλοιοκτήτριας και ότι από την ίδια τη σύσταση του κεφαλαίου ευθύνης και ακολούθως του πίνακα κατάταξης αποδεικνύεται ότι η πλοιοκτήτρια δεν είναι οικονομικώς σε θέση να εκπληρώσει εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις, που υπέχει βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992 και ότι για το λόγο αυτό το εφεσίβλητο της έχει ήδη καταβάλει εξωδίκως το ποσό των 135.964,47 ευρώ, αλλά ότι ως προς το υπόλοιπο μέρος οι αξιώσεις της δεν έχουν τύχει αναγνώρισης με αποτέλεσμα να τρέχουν οι ειδικές παραγραφές (τριετής και υπό προϋποθέσεις εξαετής) από το συμβάν της ρύπανσης, οι οποίες με βεβαιότητα θα συμπληρώνονταν πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενώπιον του εκκαθαριστή κεφαλαίου ευθύνης που συνέστησε η πλοιοκτήτρια (πρώτος λόγος εφέσεως).  Ότι η εκκαλουμένη εμπεριέχει αντιφατική αιτιολογία καθώς αναφέρεται σ’ αυτήν ότι ένα μέρος των αγωγικών αξιώσεων λόγω θετικής ζημίας και συγκεκριμένα το ποσό των 104.906,65 ευρώ που αφορά δαπάνες αντιρρύπανσης και απορρύπανσης έχει καταβληθεί, αλλά στη συνέχεια κρίνει ότι το εφεσίβλητο που συνομολόγησε έτσι την ύπαρξη της ευθύνης του δεν υπέχει ευθύνη (δεύτερος λόγος εφέσεως). Ακόμη, εκθέτει στον πρώτο πρόσθετο λόγο εφέσεως ότι πεμπτουσία των ρυθμίσεων της Διεθνούς Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992 είναι η σκέψη ότι οι οικονομικές συνέπειες των ζημιών που προέρχονται από ρύπανση λόγω διαφυγής ή απορρίψεως πετρελαιοειδών που μεταφέροντα με πλοία θα πρέπει να βαρύνουν όχι μόνο τον εκάστοτε εμπλεκόμενο στο ζημιογόνο γεγονός πλοιοκτήτη, αλλά και όσους καρπώνονται τα οφέλη από τη μεταφορά των πετρελαιοειδών. Ότι το εφεσίβλητο λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη διεθνή σύμβαση ευθύνης του 1992 και ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση μόνο στις περιοριστικά προβλεπόμενες στη σύμβαση περιπτώσεις, δηλαδή σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 αν αποδείξει ότι οι ζημίες ρύπανσης ήταν αποτέλεσμα πολεμικής ενέργειας, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου ή ανταρσίας, ή προκλήθηκαν από πετρέλαιο το οποίο διέφυγε ή απορρίφθηκε από πολεμικό πλοίο ή άλλα πλοία που ανήκουν ή εργάζονται για λογαριασμό του κράτους και χρησιμοποιούνται για κυβερνητικούς και μη εμπορικούς σκοπούς κατά τη στιγμή του συμβάντος ή αυτός που έχει την απαίτηση δεν μπορεί να αποδείξει ότι η ζημία έγινε από περιστατικό στο οποίο εμπλέκονται ένα ή περισσότερα πλοία. Ότι σε κάθε περίπτωση υφίσταται υποκατάσταση του εφεσίβλητου εφόσον την ικανοποιήσει το οποίο δύναται αναγωγικά να ζητήσει την κατάταξη του στον πίνακα του κεφαλαίου ευθύνης που συνέστησε η πλοιοκτήτρια. Τέλος, ότι η εκκαλουμένη αβασάνιστα έκρινε ότι δεν νομιμοποιείται να στραφεί κατά του εφεσιβλήτου διεθνούς κεφαλαίου αποζημιώσεων από ρύπανση πετρελαίου με το σκεπτικό ότι η ευθύνη αυτού γεννάται μόλις εξαντληθεί η ευθύνη του πλοιοκτήτη και ότι αυτή δεν έχει δικαίωμα διότι επέλεξε να μη συμμετάσχει στη διαδικασία της συλλογικής ικανοποίησης απαιτήσεων και να αναγγείλει την απαίτηση της στον εκκαθαριστή ώστε να συμπεριληφθεί στον πίνακα απαιτήσεων του άρθρο 20 του πδ 666/1982, ενώ το ίδιο το εφεσίβλητο της κατέβαλε μέρος του αγωγικού αιτήματος και ειδικότερα το ποσό των 135.964,47 ευρώ για τη λήψη προληπτικών μέτρων γεγονός που αναφέρθηκε και πρωτοδίκως (δεύτερος πρόσθετος λόγος εφέσεως). Επί των τεσσάρων αυτών αιτιάσεων που ουσιαστικά υποβάλλουν όμοιο παράπονο, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Βάσει του άρθρου 4 της Σύμβασης Κεφαλαίου του 1992, καταβάλλεται πρόσθετη αποζημίωση από το Κεφάλαιο του 1992 εφόσον οι αιτούντες δεν έλαβαν πλήρη αποζημίωση δυνάμει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992. Τούτο μπορεί να συμβεί στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Η ζημία υπερβαίνει το όριο ευθύνης του πλοιοκτήτη βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992. β) Ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992, επειδή η ζημία προκλήθηκε από σοβαρή φυσική καταστροφή ή προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από κάποιον τρίτο εκ προθέσεως ή οφειλόταν εξ ολοκλήρου στην αμέλεια κάποιας δημόσιας αρχής σε συνάρτηση με τη συντήρηση των φάρων, φανών ή άλλων βοηθημάτων της ναυσιπλοΐας. γ) Ο πλοιοκτήτης δεν είναι οικονομικώς σε θέση να εκπληρώσει εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις, που υπέχει βάσει της Σύμβασης Αστικής Ευθύνης του 1992 και η ασφάλιση δεν επαρκεί για την ικανοποίηση έγκυρων απαιτήσεων αποζημίωσης. Ο Πλοιοκτήτης  θεωρείται,  ότι  δεν  μπορεί  να  εκπληρώσει  τις οικονομικές  του  υποχρεώσεις  και  η οικονομική  ασφάλεια χαρακτηρίζεται ανεπαρκής, αν το πρόσωπο  που  ζημιώθηκε  δεν  πέτυχε  να  ικανοποιηθεί πλήρως  με  το  ποσό αποζημίωσης που προβλέπεται από τη σύμβαση ευθύνης μετά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου σύμφωνα με τη δικαστική προστασία  που διατέθηκε προς αυτόν. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για να στραφεί δανειστής κατά του διεθνούς κεφαλαίου και εδώ εφεσίβλητου πρέπει πρώτα να ακολουθήσει τη συμμετοχή στη συλλογική διαδικασία που άρχεται με τη σύσταση περιορισμού κεφαλαίου της πλοιοκτήτριας. Και ναι μεν αυτό δεν προβλέπεται ρητά στις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών ή CLC “περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου” που υπογράφηκε το έτος 1969 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 314/1976, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1976 που κυρώθηκε με το π.δ. 81/1989 και το Πρωτόκολλο του 1992 που κυρώθηκε με το π.δ. 197/1985, ούτε στο ν. 1638 της 18/18.7.8 με τον οποίο κυρώθηκε από τη χώρα μας η διεθνής σύμβαση που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες το 1971  για την ίδρυση διεθνούς κεφαλαίου για την αποζημίωση   ζημιών ρύπανσης από πετρελαιοειδή, δηλαδή του εφεσίβλητου, και ούτε από το πδ. 98/1990 περί αρμοδιότητας δικαστηρίων και διαδικασίας εκδίκασης υποθέσεων στις οποίες είναι διάδικος το Διεθνές Κεφάλαιο αποζημίωσης ζημιών ρύπανσης από πετρέλαιο που ήδη καταργήθηκε από 1.5.2023, ίσχυε όμως κατά την έκδοση της εκκαλουμένης, με το νέο ΚΙΝΔ (ν. 5020/2023), αντίθετη όμως ερμηνεία θα παραβίαζε την γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών που βρίσκονται στην ίδια θέση που συνάγεται και από τις διατάξεις 90 έως 104 του ΚΙΝΔ που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης, από τις οποίες προκύπτει ότι μετά τον περιορισμό ευθύνης του πλοιοκτήτη με σύσταση κεφαλαίου, οι δανειστές συμμετέχουν στην εκκαθάριση επί ίσους όρους (αρ. 90-104 ΚΙΝΔ). Εξάλλου η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών αποτελεί θεμελιώδη γενική αρχή του δικαίου αφερεγγυότητας (βλ. αιτιολογική έκθεση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής πτωχευτικού κώδικα ΚΝΒ 2007,1553, Περάκη Πτωχευτικό δίκαιο 2012, σελ. 21). Επίσης η αρχή της μη χειροτέρευσης των πιστωτών που συμμετέχουν στη διαδικασία εξυγίανσης και η αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών που βρίσκονται στην ίδια θέση προβλέπονται ρητά με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 54 του ν. 4738/2020. Συνεπώς αυτοτελής εναγωγή του εναγομένου για το λόγο ότι η αξίωση κατά του διεθνούς κεφαλαίου αποζημιώσεων υπόκειται σε ειδική τριετή και υπό προϋποθέσεις εξαετή παραγραφή (άρθρο 6 ν. 1638/1986), (ήδη άρθρο 283 του ΚΙΝΔ), οι οποίες τρέχουν παράλληλα με τη συλλογική διαδικασία επαλήθευσης αξιώσεως και σύνταξη πίνακα κατάταξης για την ικανοποίησή τους, και δεν διακόπτονται ούτε παρατείνονται σύμφωνα με τις διατάξεις 285 και 286 του νέου ΚΙΝΔ, δεν επιτρέπεται διότι διαφορετική ερμηνεία θα απάλλασσε το δανειστή από την υποχρέωση του να τηρήσει την παράλληλη συλλογική διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης. Για το λόγο αυτό εξάλλου σύμφωνα με το νέο ΚΙΝΔ που ισχύει από 1.5.2023 και όχι το χρόνο που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ορίζεται στο άρθρο 251 που έχει τίτλο “Αγωγή κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου” ότι : 1. Εάν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης για ζημίες από ρύπανση κατά το άρθρο 237, αγωγή κατά του Διεθνούς Κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 7 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν έχει υποβληθεί σχετική αναγγελία στον εκκαθαριστή σύμφωνα με το άρθρο 243. 2. Εάν ασκηθεί αναγγελία στον εκκαθαριστή, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αγωγής κατά του Κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Σύμβασης Διεθνούς Κεφαλαίου, αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι τη σύνταξη του οριστικού πίνακα διανομής του άρθρου 246″.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την επισκόπηση των εδώ προσκομιζόμενων εγγράφων αποδεικνύεται ότι μετά την από 19.10.2017 (µε αριθµό κατάθεσης δικογράφου ………../2017) δήλωση περιορισµού ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας µε την επωνυµία «…………», που είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αυτή έγινε δεκτή µε τη με αριθμό 4909/2017 απόφαση της Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιά …………. που είχε ορισθεί ως Εισηγήτρια με τη με αριθμό …../2017 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συµβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως αποφασίστηκε ότι το κεφάλαιο των 5.409.925,40 ευρώ ανταποκρίνεται στις διατάξεις του άρθρου V της Σύµβασης του 1992 και συνεπώς μετά ταύτα συστάθηκε κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης για ζηµίες ρύπανσης από πετρέλαιο του δεξαµενόπλοιου «ΑΖΙΙ» ύψους 5.409.925,40 ευρώ, και στη συνέχεια ορίσθηκε εκκαθαριστής του συσταθέντος κατά τα ανωτέρω κεφαλαίου, ο δικηγόρος Πειραιώς …….. που δημοσίευσε πρόσκληση κατά την προβλεπόµενη από το π.δ. 666/1982 διαδικασία, και κάλεσε τους φερόµενους ως ζηµιωθέντες από το ανωτέρω ζηµιογόνο συµβάν, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους σε αυτόν, εντός της προβλεπόµενης από τις διατάξεις του προαναφερόμενου π.δ. προθεσµίας, η οποία έληγε στις 7.5.2017 και η εδώ εκκαλούσα όφειλε πρώτα να προβεί σε αναγγελία της απαίτησής της, ώστε να εξελεγχθεί αυτή από τον κατά τα ανωτέρω ορισθέντα εκκαθαριστή και να συµπεριληφθεί στον από 2-9-2019 καταρτισθέντα πίνακα Απαιτήσεων του άρθρου 20 του π.δ. 666/1982. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι εφόσον έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης της σύμβασης του άρθρου 1992 η ενάγουσα και εδώ εκκαλούσα κατ’επιλογή της δεν προέβη σε αναγγελία της απαίτησης της ώστε να εξελεγχθεί αυτή από τον ορισθέντα εκκαθαριστή και να συμπεριληφθεί στον καταρτισθέντα πίνακα του άρθρου 20 του πδ 666/1982 και ότι μετά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης η ενάγουσα δεν δικαιούται να ασκήσει οποιαδήποτε αξίωση κατά της πλοιοκτήτριας για τη ρύπανση διότι μετά τη μη συμμετοχή της ενάγουσας στην παραπάνω διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των απαιτήσεων δεν υφίσταται νόμιμη βάση για την έγερση της κρινόμενης αγωγής ορθά ερμήνευσε το νόμο, και συνεπώς μετά τη συμπλήρωση της αιτιολογίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται στους δύο πρώτους λόγους και στους δύο πρόσθετους λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος να τονιστεί ότι στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, πλην όμως η μία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, ήτοι δεν τελεσφορεί, οι λόγοι, με τους οποίους προσβάλλεται η άλλη αιτιολογία, είναι αλυσιτελείς, γιατί οι προσβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο στηρίζεται αυτοτελώς από την ή τις μη πληττόμενες ή πληττόμενες ανεπιτυχώς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 25/2003, ΑΠ 648/2019, ΑΠ 138/2019, ΑΠ 383/2017 δημ. νόμος). Συνεπώς, εν προκειμένω αλυσιτελώς παραπονείται η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο εφέσεως για αντιφατική αιτιολογία, κατά τα προαναφερθέντα, διότι ο λόγος αυτός και αν ήταν αληθινός δεν θα οδηγούσε σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, της οποίας το διατακτικό της είναι ορθό και στηρίζεται στην αιτιολογία του κεφαλαίου που επλήγη με τους προαναφερόμενους λόγους εφέσεως, οι οποίοι κρίθηκαν ήδη απορριπτέοι.

Με τον τελευταίο πρόσθετο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η δικαστική δαπάνη που επέβαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη σε βάρος της, ύψους 8.700 ευρώ, είναι υπέρμετρη και αυθαίρετη. Ο λόγος αυτός ο οποίος είναι  νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 176 του ΚΠολΔ και 63 του ν. 4194/2013, πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία του. Όπως αποδεικνύεται από τις παραδοχές της εκκαλουμένης η εκκαλούσα περιόρισε το αγωγικό αίτημα στο ποσό των 580.040,89 ευρώ. Επομένως η αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου προσδιορίζεται σε ποσοστό 1.5% με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης και ανέρχεται σε 8.700 ευρώ που συνεπώς δεν είναι υπέρμετρη, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.

Κατόπιν των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου με αριθμό ………../2022 ποσού 150 ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε  (άρθρο 179 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος τους στην εκκαλούσα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 25.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/2022 και προσδιορισμού ………../2022 έφεση με τους από 23.3.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2023 προσθέτους λόγους αυτής κατά της με αριθμό 2293/2022 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεσή και τους προσθέτους λόγους αυτής

Απορρίπτει αυτή κατ’ουσία

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου με αριθμό …………./2022 ποσού 150 ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσης

Συμψηφίζει κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και επιβάλλει το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων), σε βάρος της εκκαλούσας το οποίο καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00) ευρώ, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 25η Μαΐου 2023  και δημοσιεύθηκε στις 13 Ιουνίου 2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ