Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 373/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  373/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ των κάτωθι αναφερομένων προσώπων:

Α. Της εκκαλούσας ανακόπτουσας: Της εδρεύουσας στον ………. (………..) και νόμιμα εκπροσωπουμένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των εφεσίβλητων καθ’ων η ανακοπή: 1) …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Νταλάκο με δήλωση  του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, 2) της εδρεύουσας στο ….. Αττικής (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο ……… Αττικής (…………) και εκπροσωπείται νόμιμα από τη ορισθείσα με την υπ’αριθμ. 182/1/4.4.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 925/5.4.2016) ως ειδική εκκαθαρίστρια αυτής εταιρεία με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………….», εδρεύουσα στο …….. Αττικής (………………) και νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ψυχάρη.

Β. Του εκκαλούντος καθ’ου η  ανακοπή: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Νταλάκο με δήλωση  του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης: Της εδρεύουσας στον …. Αττικής (………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Της εφεσίβλητης ανακόπτουσας: Της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο ………. Αττικής (οδός ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα από τη ορισθείσα με την υπ’αριθμ. 182/1/4.4.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 925/5.4.2016) ως ειδική εκκαθαρίστρια αυτής εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………………», εδρεύουσα στο ……….. Αττικής (Λεωφόρος ……….) και νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ψυχάρη.

Της εφεσίβλητης καθ’ης η ανακοπή: Της εδρεύουσας στο ……. Αττικής (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……….» ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2019) ανακοπή της κατά πίνακα κατάταξης δανειστών του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………» ζήτησε να γίνει δεκτή η από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2019) ανακοπή της κατά του  ιδίου πίνακα κατάταξης, την οποία άσκησε ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου.

Επί των εν λόγω ανακοπών (και τεσσάρων ακόμη, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω) εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2604/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν άπασες αυτές, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφενός μεν απορρίφθηκε η ανακοπή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», αφετέρου δε έγινε δεκτή η ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» ως προς τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ων ……. και εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» αντίστοιχα και μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας κατά τα ειδικότερα σ’αυτήν αναφερόμενα.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα της από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2019) ανακοπής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 23.9.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ………/23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……./23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 21ης.10.2021, κατά την οποία η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Ο εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό δεύτερος καθ’ου της από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./2019) ανακοπής ……… με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 16.9.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………../28.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………/7.1.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την επιμέλεια της δεύτερης εφεσίβλητης αρχικά για τη δικάσιμο της 21ης.10.2021, κατά την οποία η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή ως άνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή τους με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκ των διαδίκων «……….» και ……. δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκ των διαδίκων ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» εμφανίσθηκε και, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: α) Η από 23.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……/23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας της από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2019) ανακοπής του άρθρου 979 του ΚΠολΔ κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, (συνταχθέντος από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος κατασχεθέντος και εκπλειστηριασθέντος υπό ελληνική σημαία πλοίου) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», αναγγελθείσας δανείστριας της καθ’ης η εκτέλεση στο διενεργηθέντα πλειστηριασμό, που ασκήθηκε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) η από 16.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./28.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……./7.1.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του επίσης εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό δεύτερου καθ’ου της από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../2019) ανακοπής της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……… .» κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης ……….., επισπεύσαντος την εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας και αναγγελθέντος στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο δανειστή, που ασκήθηκε ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ. 2604/2020 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν οι ανακοπές αυτές (και τέσσερις ακόμη κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, των αντίστοιχων κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης μη μεταβιβασθέντων ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου διά της άσκησης έφεσης), αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφενός μεν απορρίφθηκε η ανακοπή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», ήδη εκκαλούσας της υπό στοιχεία α΄έφεσης, αφετέρου δε έγινε δεκτή η ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» ως προς τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ων …………. (ήδη εκκαλούντος της υπό στοιχεία β΄έφεσης) και εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» αντίστοιχα και μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας κατά τα ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφερόμενα, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των δικαστικών εξόδων (άρθρα 246, 524 § 1 εδαφ.α΄ και 591 § 1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Σφάλματα του συμβολαιογράφου κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης προσβάλλονται με ανακοπή, οπότε εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 979 του ΚΠολΔ. Από αυτή καθώς και από εκείνες των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή, που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης, προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ’ου η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατατάχθηκε στον πίνακα και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετάσχοντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, που δεν άσκησε ανακοπή. Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 περ.1), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ’ων η ανακοπή συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 περ.2) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ’ων, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ’ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 264/2020, ΑΠ 2117/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).

Από την υπ’αριθμ………./25.9.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………….., που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα της από 23.9.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………./23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης κατά της υπ’αριθμ. 2604/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης αυτής, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά προσδιορισθείσα, με την επιμέλεια της εκκαλούσας, προς εκδίκαση της υπόθεσης δικάσιμο της 21ης.10.2021, κατά την οποία η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε από το πινάκιο της ανωτέρω δικασίμου για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στο πινάκιο της οποίας εγγράφηκε, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη εφεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………….». Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, για την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, η ανωτέρω εφεσίβλητη εταιρεία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ιδίου Κώδικα, καθώς η μετά την αναβολή της συζήτησης εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δε χρειάζεται κλήση τους για εμφάνιση στη νέα δικάσιμο (άρθρο 224 παρ.4 εδαφ. δ΄ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία συζήτησης της έφεσης κατά το άρθρο 498 παρ.2 εδαφ.β΄του ιδίου Κώδικα), με την επισήμανση ότι οι πλείονες εφεσίβλητοι/καθ’ων οι ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης δανειστών του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, δανειστές της καθ’ης η εκτέλεση, των οποίων οι αναγγελθείσες απαιτήσεις έχουν εν όλω ή εν μέρει καταταγεί στον προσβαλλόμενο πίνακα και στη θέση των οποίων επιδιώκει να καταταγεί η ανακόπτουσα, αφού αποβληθούν, επικαλούμενη ότι προηγείται έναντι αυτών στην κατάταξη λόγω του προνομιακού χαρακτήρα της δικής της απαίτησης, συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της απλής ομοδικίας, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, συνεπώς, η ανωτέρω απολειπόμενη διάδικος δε μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύεται από τους παρασταθέντες ομοδίκους της.

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 23.9.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ………/23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……../23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», ανακόπτουσας της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/2019) ανακοπής του άρθρου 979 του ΚΠολΔ κατά πίνακα κατάταξης δανειστών, συνταχθέντος από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος σε διενεργηθέντα πλειστηριασμό υπό ελληνική σημαία πλοίου, με αίτημα τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα ούτως ώστε να καταταγεί η απαίτηση της ανωτέρω λόγω του προνομιακού της χαρακτήρα στη θέση των απαιτήσεων των καθ’ων, σε βάρος της εκδοθείσας – μεταξύ άλλων ανακοπών κατά του ιδίου πίνακα – και επί της ανακοπής αυτής υπ’αριθμ. 2604/2020 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν άπασες οι εισαχθείσες προς κρίση ανακοπές, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 του ΚΠολΔ, απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η προαναφερθείσα ανακοπή της εκκαλούσας εταιρείας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 23.9.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ………../23.9.2020), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 24.7.2020, ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 591 § 1 εδαφ.α΄ και παρ.7 εδαφ.α΄, 937 παρ.3 και 1006 παρ.3 του ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των άρθρων 69 και 517 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έφεση απευθύνεται κατά του νικητή αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη υπέρ αυτού που βλάπτει τον εκκαλούντα (AΠ 264/2020 ό.π., ΜονΕφΘεσ 297/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα η κατάταξη των δανειστών, για τη διανομή του πλειστηριάσματος, γίνεται μεν με ενιαία πράξη, ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Γι’αυτό κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, που συντάχθηκε και τη στρέφει εναντίον εκείνων μόνο, από τους δανειστές, κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών, που αναγγέλθηκαν. Έτσι, εφόσον μεταξύ των δανειστών, δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 76 του ΚΠολΔ και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή, που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή, που απευθύνθηκε κατ’άλλου δανειστή, όπως προεκτέθηκε, δεν είναι αναγκαίο η ανακοπή, κατά του πίνακα κατάταξης, να ασκείται από όλους τους δανειστές, ούτε να στρέφεται εναντίον όλων των δανειστών, Για τον ίδιο λόγο και όσα ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 68, 74, 76, και 516 του ΚΠολΔ το ένδικο μέσο της έφεσης που ασκείται κατά της απόφασης, που εκδόθηκε για την ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, δεν απευθύνεται, καταρχήν, εναντίον όλων των δανειστών, που μετείχαν στη δίκη ως ομόδικοι, ούτε το ένδικο μέσο, που ασκεί ο ένας από τους ομόδικους δανειστές, μπορεί να το απευθύνει κατά των άλλων ομοδίκων του δανειστών (ΑΠ 2055/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Από τις υπ’αριθμ……/4.2.2021 και …/4.2.2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……, που προσκομίζει και επικαλείται η υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………», δεύτερη εφεσίβλητη της από 16.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../28.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………/7.1.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης του ……… κατά της αυτής ως άνω πρωτόδικης απόφασης, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης αυτής, με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικά προσδιορισθείσα, με την επιμέλεια της δεύτερης εφεσίβλητης, προς εκδίκαση της υπόθεσης δικάσιμο της 21ης.10.2021, κατά την οποία η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε από το πινάκιο της ανωτέρω δικασίμου για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, στο πινάκιο της οποίας εγγράφηκε, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη της έφεσης αυτής εταιρεία με την επωνυμία «………» και στην τρίτη εφεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………..» αντίστοιχα. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης όμως στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, για την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, οι ανωτέρω εφεσίβλητες ήταν απούσες και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθούν ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτές παρούσες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ιδίου Κώδικα, καθώς η μετά την αναβολή της συζήτησης εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δε χρειάζεται κλήση τους για εμφάνιση στη νέα δικάσιμο (άρθρο 224 παρ.4 εδαφ. δ΄ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία συζήτησης της έφεσης κατά το άρθρο 498 παρ.2 εδαφ.β΄του ιδίου Κώδικα), ενόψει και της μεταξύ των εφεσιβλήτων σχέσης απλής ομοδικίας κατά τα προεκτεθέντα, με αποτέλεσμα οι ανωτέρω δικονομικά απούσες διάδικοι να μην αντιπροσωπεύονται από την παρασταθείσα ομόδικό τους δεύτερη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία.

Η έτερη εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 16.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/28.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……../7.1.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του επίσης εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό δεύτερου καθ’ου της ασκηθείσας ενώπιον του αυτού ως άνω Δικαστηρίου από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./2019) ανακοπής της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και ήδη δεύτερης εφεσίβλητης κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης ………., επισπεύσαντος την εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της πλοιοκτήτριας του εκπλειστηριασθέντος πλοίου και ήδη πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «. ………….» και επίσης αναγγελθέντος στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο δανειστή, στρεφόμενη κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, με την  οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω ανακοπή ως προς το δεύτερο και την τρίτη των καθ’ων (εκκαλούντα και τρίτη εφεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………» αντίστοιχα) και μεταρρυθμίσθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας με την αποβολή των προαναφερθέντων καθ’ων κατά το ποσό των 159.000 ευρώ και το ποσό των 60.000 ευρώ αντίστοιχα, για τα οποία κατατάχθηκαν στον πίνακα και την κατάταξη στη θέση τους της ανακόπτουσας τράπεζας, οριστικά και προνομιακά, σε μερική εξόφληση της απαίτησής της, ως ενυπόθηκης δανείστριας της καθ’ης η εκτέλεση, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 28.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../28.9.2020), δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 24.7.2020, ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από τον εκκαλούντα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 591 § 1 εδαφ.α΄ και παρ.7 εδαφ.α΄, 937 παρ.3 και 1006 παρ.3 του ΚΠολΔ) ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη και μόνον ανακόπτουσα και αντίδικο του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό. Αντίθετα όσον αφορά τις απολειπόμενες πρώτη και τρίτη εφεσίβλητες η έφεση τυγχάνει απαράδεκτη και συνακόλουθα απορριπτέα, διότι η πρώτη εξ αυτών (καθ’ης η εκτέλεση/πλοιοκτήτρια του εκπλειστηριασθέντος πλοίου) δεν ήταν διάδικος/αντίδικος του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη επί της ανακοπής της δεύτερης εφεσίβλητης, ούτε καθολική διάδοχος ή κληροδόχος διαδίκου και, επομένως, δε μπορεί η έφεση να απευθυνθεί παραδεκτά και κατ’αυτής, σύμφωνα  με τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, ενώ όσον αφορά την τρίτη εφεσίβλητη και τρίτη καθ’ης η ανακοπή στον πρώτο βαθμό αντίστοιχα, απλή ομόδικο του εκκαλούντος και δεύτερου καθ’ου, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του τελευταίου, εφόσον η πρωτόδικη απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη υπέρ της ανωτέρω εφεσίβλητης, που να βλάπτει ταυτόχρονα και τον ίδιο, όπως προεκτέθηκε αναλυτικά στη μείζονα σκέψη. Παράβολο ερημοδικίας δεν θα ορισθεί διότι στις δίκες επί ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών δεν επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 979 παρ.2 εδαφ.γ΄του ΚΠολΔ). Διάταξη περί επιβολής της δικαστικής δαπάνης των ανωτέρω εφεσιβλήτων σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, διότι δεν υποβλήθηκε απ’αυτές σχετικό αίτημα λόγω της απουσίας τους (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» με την από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.καταθ. ………../2019) ανακοπή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι, με επίσπευση του δεύτερου των καθ’ων, εκπλειστηριάσθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., το υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «Π», με αριθ.νηολ.Πειραιώς ………., πλοιοκτησίας της καθ’ης η εκτέλεση, εδρεύουσας στον Πειραιά εταιρείας με την επωνυμία «………..» και κατακυρώθηκε στην εδρεύουσα στον Πειραιά ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «………….», ως υπερθεματίστρια, αντί του ποσού του 1.350.010 ευρώ. Ότι η ίδια διατηρεί κατά της καθ’ης η εκτέλεση ληξιπρόθεσμη απαίτηση, που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 61.027,38 ευρώ και αφορά σε τέλη και δικαιώματα για την παροχή στο ως άνω πλοίο σε ιδιωτικά ναυπηγεία κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2012 έως 31.1.2018 υπηρεσιών ελλιμενισμού (πρυμνοδέτησης), όπως η απαίτησή της αυτή ειδικότερα περιγράφεται στο δικόγραφο της ανακοπής της. Ότι μετά τον πλειστηριασμό του πλοίου, λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, ο αυτός ως άνω Συμβολαιογράφος, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συνέταξε τον υπ’αριθμ. ……../2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο δεν κατέταξε προνομιακά στο εναπομείναν, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, πλειστηρίασμα, ποσού 1.338.628,52 ευρώ, την ίδια για την ανωτέρω νομότυπα και εμπρόθεσμα αναγγελθείσα απαίτησή της με την αιτιολογία ότι δεν είναι εξοπλισμένη με προνόμιο, αλλά κατέταξε προνομιακά και οριστικά την πρώτη των καθ’ων η ανακοπή Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, προνομιακά αλλά υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαίτησής τους τον δεύτερο και την τρίτη των καθ’ων ………….. και εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..» αντίστοιχα και προνομιακά και οριστικά την τέταρτη καθ’ης, υπό εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», για αναγγελθείσες απαιτήσεις τους, με αποτέλεσμα, λόγω εξάντλησης του προς διανομή πλειστηριάσματος, ουδεμία άλλη απαίτηση δανειστή της καθ’ης η εκτέλεση να καταταχθεί. Ότι εσφαλμένα και παρά το νόμο δεν κατατάχθηκε στον ανακοπτόμενο πίνακα για την ανωτέρω απαίτησή της, η οποία είναι εξοπλισμένη με το προνόμιο της πρώτης τάξης του άρθρου 205 του Κ.Ι.Ν.Δ., καθόσον αφορά σε τέλη και δικαιώματα, που βαρύνουν το εκπλειστηριασθέν πλοίο, άλλως με το προνόμιο της ίδιας τάξης του άρθρου 19 παρ.6 περ.β’ του επέχοντος ισχύ ουσιαστικού νόμου «Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του Ο.Λ.Π. και ελέγχου αυτής» και, επομένως, προηγείται στην κατάταξη των απαιτήσεων των καθ’ων. Με την επίκληση αυτού του ιστορικού ζήτησε να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης δανειστών, ούτως ώστε να καταταχθεί η ίδια σ’αυτόν οριστικά και προνομιακά για το ανωτέρω συνολικό ποσό της αναγγελθείσας απαίτησής της στη θέση των καθ’ων, οι οποίοι και να αποβληθούν από την κατάταξη κατά το ισόποσο, καθώς και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Περαιτέρω, η υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» με την από 25.6.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ. καταθ………./2019) ανακοπή της, που άσκησε ενώπιον του ιδίου πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ζήτησε να μεταρρυθμισθεί, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο λόγους δι’έκαστον των καθ’ων, ο αυτός πίνακας κατάταξης, που συντάχθηκε για τη διανομή του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος του ως άνω εκπλειστηριασθέντος πλοίου, στον οποίο κατατάχθηκε και η ίδια, προνομιακά και οριστικά, για το ποσό του 1.115.343,31 ευρώ, σε μερική εξόφληση αναγγελθείσας απαίτησής της σε βάρος της πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου, συνολικού ποσού 6.533.314,89 ευρώ, πλέον τόκων, προερχόμενη από καταρτισθείσες μεταξύ τους συμβάσεις δανείων και παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, ως ενυπόθηκη δανείστρια αυτής, μετά την προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεων των καθ’ων, οι οποίοι και να αποβληθούν από τον προσβαλλόμενο πίνακα και συγκεκριμένα α) το πρώτο εξ αυτών Ελληνικό Δημόσιο για το συνολικό ποσό, για το οποίο κατατάχθηκε διά της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, προνομιακά και οριστικά, άλλως επικουρικώς για το ποσό των 168,89 ευρώ, β) ο δεύτερος . … για το ποσό των 159.000 ευρώ, για το οποίο κατατάχθηκε προνομιακά, πλην όμως υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαίτησής του, άλλως επικουρικώς για το ποσό των 155.000 ευρώ, άλλως για το ποσό των 149.400 ευρώ και επικουρικότερα για το ποσό των 106.000 ευρώ και γ) η τρίτη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………» για το συνολικό ποσό, για το οποίο κατατάχθηκε, επίσης προνομιακά, πλην όμως υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της απαίτησής της, άλλως επικουρικώς για το ποσό των 40.000 ευρώ και ακολούθως να καταταγεί στη θέση τους η ίδια στα ποσά αυτά προνομιακά και οριστικά, καθώς και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί των ανωτέρω ανακοπών (και τεσσάρων ακόμη κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης δανειστών, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω), εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2.604/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν άπασες αυτές, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 του ΚΠολΔ, απορρίφθηκε η από 20.6.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2019)  ανακοπή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» όσον αφορά το πρώτο καθ’ου Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, ως απαράδεκτη λόγω μη επίδοσης του δικογράφου της στο Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ενώ όσον αφορά τους λοιπούς των καθ’ων …….., εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….» και ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….» ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, διότι, όπως έγινε δεκτό, στην αναγγελία της ανακόπτουσας προς τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο δεν περιλήφθηκε αίτημα περί προνομιακής κατάταξης της απαίτησής της στον πίνακα κατάταξης δανειστών, που επρόκειτο να συνταχθεί για τη διανομή του πλειστηριάσματος του εκπλειστηριασθέντος πλοίου της καθ’ης η εκτέλεση, όπερ συνιστά εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του αναγγελτηρίου, ώστε η αναγγελλόμενη απαίτηση να καταταγεί προνομιακά από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η απαίτηση της ανακόπτουσας δεν είναι εξοπλισμένη με προνόμιο και, συνεπώς, ορθά δε κατατάχθηκε ως τέτοια στον προσβαλλόμενο πίνακα. Ειδικότερα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι «εφόσον η επίμαχη διαδικασία της επισπευδόμενης σε βάρος της πλοιοκτήτριας αναγκαστικής εκτέλεσης ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της θέσης σε ισχύ της Αναθεωρημένης Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΟΛΠ της 24ης.6.2016 και της έκδοσης του Κυρωτικού αυτής Νόμου (υπ’ αριθ. 4404/2016), αλλά και της επακολουθήσασας αυτών  ολοκλήρωσης της σύμβασης αγοραπωλησίας της πλειοψηφίας των μετοχών του ΟΛΠ σε ιδιώτη επενδυτή… οι απαιτήσεις του ΟΛΠ, που δεν αποτελεί πλέον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου «διφυούς χαρακτήρα», αλλά ιδιωτική κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, από την παροχή προς το πλοίο λιμενικών υπηρεσιών, όπως είναι και οι άνω αναγγελλόμενες απαιτήσεις, δεν απολαύουν πλέον του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 στοιχ. α’ του ΚΙΝΔ προνομίου κατάταξης κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος του πλοίου, ως τέλη και δικαιώματα βαρύνοντα το πλοίο, και δη προνομίου της πρώτης τάξης των ειδικότερα με τη διάταξη αυτή θεσπιζομένων προνομίων, όπως ειδικότερα προβλεπόταν με το άρθρο 19 παρ.6 του Κανονισμού Οικονομικής Διαχείρισης του ΟΛΠ, ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση της παρασχεθείσας στον ΟΛΠ, υπό την τότε μορφή του ΝΠΔΔ, νομοθετικής εξουσιοδότησης με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21 παρ. 2 του Α.Ν. 1559/1950 να εκδίδει κανονισμούς προς ρύθμιση διαφόρων θεμάτων αρμοδιότητάς του με ισχύ ουσιαστικού νόμου, και εγκρίθηκε με την υπό στοιχεία 45057/11/1972 Κοινή Υπουργική Απόφαση, διότι ήδη ο ανωτέρω Αναγκαστικός Νόμος και ο εκδοθείς βάσει αυτού Κανονισμός θα πρέπει να θεωρηθούν καταργηθέντες με την Αναθεωρημένη Σύμβαση Παραχώρησης και τον Κυρωτικό αυτής Νόμο (αφού ο συγκεκριμένος Κανονισμός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών που ρητά προβλέπεται στην ως άνω Σύμβαση ότι διατηρούνται σε ισχύ και μετά την έναρξη της ισχύος της και αναλυτικά παρατίθενται στο Παράρτημα 1.7 αυτής), καθώς δε συνάδουν με την περιέλευση του ελέγχου της ……… σε ιδιωτικό οικονομικό φορέα εκμετάλλευσης, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο στο δημόσιο πυλώνα της λειτουργίας της πολιτείας…». Περαιτέρω με την ίδια απόφαση η από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ……./2019) ανακοπή κατά του αυτού πίνακα κατάταξης της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τον αυτό λόγο με την έτερη ανακοπή (μη επίδοση του δικογράφου της στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.) όσον αφορά το πρώτο καθ’ου Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσον αφορά τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ων ……… και εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» αντίστοιχα έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, διότι, ως προς μεν τον εξ αυτών …………, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση αναγγελθείσα  με συμπληρωματική αναγγελία απαίτησή του, ποσού 159.000 ευρώ, για έξοδα φύλαξης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου του χρονικού διαστήματος από 4.9.2013 έως 28.2.2018, για την οποία και κατατάχθηκε αυτός στον προσβαλλόμενο πίνακα προνομιακά υπό την  αίρεση της τελεσιδικίας της και της οποίας την ύπαρξη αρνήθηκε η ανακόπτουσα με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της  κατά το συναφές σκέλος του (συνακόλουθα κρίθηκε ότι κατόπιν της παραδοχής του λόγου αυτού ως ουσιαστικά βάσιμου κατέστη άνευ αντικειμένου η εξέταση του παραδεκτού και του βασίμου των τρίτου και τέταρτου λόγων της ανακοπής, κατά το μέρος αυτών, που αναφερόταν στην κατάταξή του), ως προς δε την ανωτέρω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, καθόσον κρίθηκε ότι η αναγγελθείσα απαίτησή της, ποσού 60.000 ευρώ, για την οποία επίσης κατατάχθηκε προνομιακά και υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της στον ανακοπτόμενο πίνακα, ως έξοδα φύλαξης του πλοίου, δεν είναι εξοπλισμένη με το προνόμιο του άρθρου 205 περ.β΄του ΚΙΝΔ, κατά παραδοχήν και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας του τρίτου λόγου της ανακοπής κατά το μέρος που αφορούσε στη συγκεκριμένη απαίτηση. Κατόπιν τούτου, αφού έγινε δεκτό ότι οι ανωτέρω δεύτερος και τρίτη των καθ’ων εσφαλμένα κατατάχθηκαν στον προσβαλλόμενο πίνακα, διατάχθηκε με την πρωτόδικη απόφαση η μεταρρύθμιση του εν λόγω πίνακα διά της αποβολής τους απ’αυτόν, ο μεν δεύτερος κατά το ποσό των 159.000 ευρώ, η δε τρίτη κατά το ποσό των 60.000 ευρώ και της κατάταξης στη θέση τους της ανακόπτουσας για ισόποσο μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής της, οριστικά και προνομιακά, ως ενυπόθηκη δανείστρια της καθ’ης η εκτέλεση. Σε βάρος της απόφασης αυτής ασκήθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: 1) Η από 23.9.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……../23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……./23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της ανακόπτουσας της από 20.6.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./2019) ανακοπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «. ………….», που ηττήθηκε εν όλω στον πρώτο βαθμό, με την οποία η ανωτέρω εκκαλούσα ζητεί, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στην απορριπτική επί της ανακοπής της κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί της ανυπαρξίας προνομίου της αναγγελθείσας απαίτησής της, την παραδοχή της έφεσής της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το κεφάλαιο αυτό και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή της και ως κατ’ουσίαν βάσιμη. 2) Η από 16.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/28.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………./7.1.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του επίσης εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό δεύτερου καθ’ου της από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./2019) ανακοπής της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» ………., με την οποία ο τελευταίος πλήττει την εκκαλουμένη για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο της έφεσής του λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη της αναγγελθείσας απαίτησής του, δέχθηκε τη σε βάρος του ασκηθείσα ανακοπή και κατ’ουσίαν και διέταξε, καθ’ό μέρος τον αφορά, τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα με την αποβολή της δικής του απαίτησης και την κατάταξη στη θέση του της απαίτησης της ανακόπτουσας, ζητώντας, κατ’εκτίμηση του αιτήματος της έφεσης, την παραδοχή της, προκειμένου να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να αναδικασθεί η υπόθεση, ούτως ώστε ν’απορριφθεί η ανωτέρω ανακοπή.

Επί άσκησης έφεσης, στην περίπτωση που το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και με τους λόγους της έφεσης πλήττεται η μια μόνον από αυτές, οι ανωτέρω λόγοι έφεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. (βλ. σχετ. ΑΠ 22/2022, ΑΠ 713/2020, ΑΠ 627/2020, ΕφΛαμ 8/2023, ΕφΑθ 121/2022, ΕφΠειρ 402/2022, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα της από 23.9.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ. ………/23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………/23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης και εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα της απορριφθείσης με την εκκαλουμένη από 20.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./2019) ανακοπής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….», με όλους τους λόγους της ανωτέρω έφεσής της σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας πλήττει αποκλειστικά και μόνον την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η ανακοπή της κατά του συνταχθέντος πίνακα κατάταξης δανειστών για τη διανομή του πλειστηριάσματος εκπλειστηριασθέντος πλοίου πρέπει ν’απορριφθεί, διότι η αναγγελθείσα απαίτησή της δεν απολαύει του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 στοιχ.α΄του ΚΙΝΔ προνομίου, ως τέλη και δικαιώματα βαρύνοντα το πλοίο και επομένως ορθά δεν κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα ως εγχειρόγραφη απαίτηση, λόγω εξάντλησης του πλειστηριάσματος μετά την κατάταξη των προνομιακών απαιτήσεων των καθ’ων, σύμφωνα με όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν. Πλην όμως η απορριπτική της ανακοπής κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στηρίχθηκε επιπροσθέτως και στην επάλληλη αιτιολογία ότι στο αναγγελτήριο της ανακόπτουσας στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο δεν περιλήφθηκε αίτημα για την προνομιακή κατάταξη της απαίτησής της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, όπερ, όπως έγινε δεκτό, συνιστά απολύτως αναγκαίο στοιχείο του περιεχομένου του αναγγελτηρίου και επομένως, ορθά δεν κατατάχθηκε η απαίτησή της και για το λόγο αυτό στον προσβαλλόμενο πίνακα, η οποία όμως (ανωτέρω αιτιολογία) ουδόλως πλήττεται από την ανακόπτουσα με την έφεσή της. Επομένως, εφόσον η μη προσβαλλόμενη με την έφεσή της αιτιολογία στηρίζει επαρκώς το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης, οι λόγοι έφεσης, που πλήττουν αποκλειστικά και  μόνον την έτερη επάλληλη αιτιολογία της απορριπτικής της ανακοπής της κρίσης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, απορριπτέοι τυγχάνουν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Πρέπει, συνεπώς, ενόψει τούτων, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η εκ των συνεκδικαζομένων από 23.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………../23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………/23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση. Λόγω της ήττας της εκκαλούσας θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που προκατέβαλε αυτή κατά την κατάθεση της έφεσής της (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των παρασταθέντων πρώτου και τρίτης των εφεσιβλήτων, κατόπιν της υποβολής από τους τελευταίους σχετικού αιτήματος για την επιδίκασή τους με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της έφεσης αυτής προτάσεις τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα. Τέλος, παράβολο ερημοδικίας δεν θα ορισθεί για την απολειπόμενη δεύτερη εφεσίβλητη, διότι στις δίκες επί ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης δανειστών δεν επιτρέπεται η άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 979 παρ.2 εδαφ.γ΄του ΚΠολΔ).

Οι λόγοι του διαπλαστικού χαρακτήρα ένδικου βοηθήματος της ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής, με σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατάταξης αυτού, μπορεί να αφορούν και σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ’ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1783/2001 ΕΝΔ 2002.310), αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ’ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ’ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του (ΑΠ 1501/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1052/2005 ΕλλΔνη 2005.1086, ΑΠ 1340/2004 ΕλλΔνη 2005.1433, ΑΠ 1666/2003 ΕλλΔνη 2005.1716, ΑΠ 404/2003 ΕλλΔνη 2003.1602, ΑΠ 183/2002 ΤΝΠ Νόμος). Ο καθ’ου η ανακοπή φέρει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης των γενεσιουργών της απαίτησής του γεγονότων, καθώς και εκείνων που προσδίδουν σε αυτή προνομιακό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά, εάν δηλαδή ο καθ’ου η ανακοπή δεν επικαλεσθεί κατά τη συζήτηση της ανακοπής με τρόπο σαφή και ορισμένο αυτά τα γεγονότα ή δεν τα αποδείξει, γίνεται δεκτή η σε βάρος του ανακοπή (ΑΠ 74/2022, ΑΠ 1052/2015, ΑΠ 644/2011, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 1311/2009, ΑΠ 1297/2005, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ………., ο οποίος εξετάσθηκε με επιμέλεια της τρίτης καθ’ης η από 25.6.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./2019) ανακοπή εταιρείας με την επωνυμία «………..» νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου  κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του της δικασίμου της 10ης.12.2019, της υπ’αριθμ. ……/9.12.2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της ανακόπτουσας της ανακοπής αυτής υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» ………., που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της να παραστούν (άρθρο 422 του ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις υπ’ προσκομιζόμενες υπ’αριθμ………../4.12.2019 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……………, καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’αριθμ. ……./26.10.2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………. κατασχέθηκε αναγκαστικά, με επίσπευση του ………., δεύτερου καθ’ου της από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2019) ανακοπής, ο οποίος διατηρούσε ατομική επιχείρηση με το διακριτικό τίτλο «………..» στο …….. Αττικής (επί της οδού  ……..), σε εκτέλεση του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ. …………/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίγραφο του οποίου επέδωσε στην οφειλέτριά του και καθ’ ης η εκτέλεση ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «……….» με επιταγή προς πληρωμή στις 12.10.2017, το με ελληνική σημαία, υπό ναυπήγηση στο ναυπηγείο της εταιρείας με την επωνυμία «…………..», τρίτης καθ’ης της ίδιας ανακοπής, δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «Π», νηολογίου Πειραιά,  με αριθμ. ……… και ΙΜΟ ……., κόρων καθαρής χωρητικότητας 435 και ολικής χωρητικότητας 998, πλοιοκτησίας της ανωτέρω καθ’ης η εκτέλεση, για την ικανοποίηση χρηματικής του απαίτησης σε βάρος της, συνολικού ποσού 56.064,46 ευρώ, πλέον τόκων από την επίδοση της επιταγής μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 28.2.2018, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………../28.2.2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού πλοίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά ενώπιον του τελευταίου στον Πειραιά το ως άνω κατασχεθέν πλοίο με ηλεκτρονικά μέσα και κατακυρώθηκε στην εδρεύουσα στον Πειραιά ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «………..», ως υπερθεματίστρια, αντί του ποσού των 1.350.010 ευρώ. Ακολούθως, επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση του επισπεύσαντος την εκτελεστική διαδικασία και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, ο ως άνω υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο με αριθμό ……../10.4.2019 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και δη α) του ποσού των 8.597,04 ευρώ, που αφορούσε στα έξοδα και στην αμοιβή του ιδίου ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού και β) του ποσού των 2.784,44 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα έξοδα και στην αμοιβή του δικαστικού επιμελητή, κατέταξε επί του υπολοίπου ποσού του πλειστηριάσματος των 1.338.628,52 ευρώ, στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ οριστικά και προνομιακά τη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά για το ποσό των 4.024,81 ευρώ, στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, προνομιακά και τυχαία, υπό την αίρεση της τελεσιδικίας των απαιτήσεών τους, τον επισπεύσαντα τον πλειστηριασμό …… για το ποσό των 159.260,40 ευρώ και την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» για το ποσό των 60.000 ευρώ αντίστοιχα και, τέλος, προνομιακά και οριστικά, λόγω εξασφάλισης της απαίτησής της με ναυτική υποθήκη, την υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………….», ανακόπτουσα της ως άνω ανακοπής, για το ποσό του 1.115343,31 ευρώ, ενώ οι λοιποί αναγγελθέντες δανειστές δεν κατατάχθηκαν λόγω εξάντλησης του προς διανομή ποσού του πλειστηριάσματος κατόπιν της κατάταξης των προαναφερθεισών απαιτήσεων. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 978 παρ.2 του ΚΠολΔ, προβλέφθηκε στον ίδιο πίνακα ότι, σε περίπτωση που δεν τελεσιδικούσε η απαίτηση κάποιου εκ των τυχαίως καταταγέντων δανειστών, στο αντίστοιχο ποσό θα κατατασσόταν η υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………………», ενώ το τυχόν υπόλοιπο θα αποδίδετο στην καθ’ης η εκτέλεση. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο δεύτερος καθ’ου της ανωτέρω ανακοπής και επισπεύσας τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατέθεσε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού την από 24.11.2017 αναγγελία του, με την οποία ζητούσε να καταταγεί, συμμέτρως με τις απαιτήσεις άλλων δανειστών που τυχόν θ’αναγγέλλονταν και υπό την αίρεση τελεσιδικίας της περιγραφομένης σ’αυτήν απαίτησής του, απορρέουσας από την εκτέλεση εργασιών επί του ως άνω πλοίου κατά τη διάρκεια της ναυπήγησής του, ως εγχειρόγραφος δανειστής, στον πίνακα κατάταξης, που θα συντασσόταν, για το ποσό των 584.899,29 ευρώ, πλέον τόκων, ενσωματώνοντας στο αναγγελτήριο το δικόγραφο της από 23.12.2013 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../2013) αγωγής του κατά, μεταξύ άλλων, της πλοιοκτήτριας εταιρείας, που είχε ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για την επιδίκαση της απαίτησής του αυτής. Η ανωτέρω απαίτηση, ως μη εξοπλισμένη με προνόμιο, δεν κατατάχθηκε στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης, διότι δεν απέμεινε υπόλοιπο από το πλειστηρίασμα μετά την κατάταξη των απαιτήσεων του ιδίου, αλλά και των άλλων αναγγελθέντων δανειστών της καθ’ης η εκτέλεση που προαναφέρθηκαν, οι οποίες έγινε δεκτό από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ότι απολαύουν προνομίου. Επιπροσθέτως, ο αυτός ως άνω επισπεύσας τον πλειστηριασμό  κατέθεσε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο την από 14.3.2018 συμπληρωματική αναγγελία του, με την οποία ζήτησε να καταταγεί προνομιακά και οριστικά στον πίνακα, που θα συντασσόταν, στην πρώτη τάξη των προνομίων του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ α) για απαίτησή του συνολικού ύψους 260,40 ευρώ πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας για δαπάνες επίσπευσης του πλειστηριασμού και β) για απαίτησή του, συνολικού ποσού 159.000 ευρώ, που αφορούσε, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο αναγγελτήριο, σε “έξοδα φύλαξης του πλοίου με προσωπικό του (…………..), ελέγχου και συντήρησης των επιστομίων αναρροφήσεων και καταθλίψεων προς αποφυγήν εισροής υδάτων στο μηχανοστάσιο και τους λοιπούς χώρους” του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, κατά το χρονικό διάστημα από 4.9.2013, ημερομηνία επιβολής, με τη δική του επίσπευση, της πρώτης κατάσχεσης σε βάρος του ιδίου πλοίου (με την υπ’ αριθμ. …./4.9.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθήνας ………….) έως 28.2.2018, ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού, ήτοι επί 53 μήνες αντί του ποσού των 3.000 μηνιαίως, πλέον νομίμων τόκων από το τέλος κάθε μήνα μέχρι και την τελεσιδικία του συνταχθησόμενου πίνακα. Στην εν λόγω αναγγελία αναφερόταν επίσης ότι η αμοιβή των 3.000 ευρώ μηνιαίως ήταν η ειθισμένη για τη φύλαξη του ως άνω υπό ναυπήγηση πλοίου, στην οποία ο ίδιος ήταν υποχρεωμένος υπό την ιδιότητά του ως επισπεύδοντος  την εκτέλεση δανειστή της πλοιοκτήτριας, καθώς και  ότι η απαίτησή του τυγχάνει προνομιακή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 205 περ.α΄του ΚΙΝΔ, καθόσον αφορά σε έξοδα φύλαξης του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, στον οποίο εισήλθε με την καθέλκυσή του, όπου και κατασχέθηκε αναγκαστικά και παρέμεινε μέχρι τον πλειστηριασμό του στις 28.2.2018. Η ανωτέρω απαίτηση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατατάχθηκε από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο στον προσβαλλόμενο πίνακα προνομιακά και υπό την αίρεση της τελεσιδικίας της, με την αιτιολογία ότι είναι εξοπλισμένη, κατά μεν το ποσό των 260,40 ευρώ με το προνόμιο του άρθρου 205 παρ.1α΄του ΚΙΝΔ, ως δικαστικά έξοδα, που έγιναν για το κοινό συμφέρον όλων των δανειστών (δαπάνες κοινοποίησης της υπ’αριθμ………./5.2.2018 πράξης του αυτού ως άνω Συμβολαιογράφου περί συνέχισης της διαδικασίας του πλειστηριασμού), κατά δε το υπόλοιπο ποσό των 159.000 ευρώ με το προνόμιο της διάταξης του άρθρου 205 παρ.1β΄ του ΚΙΝΔ, ως έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από του κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, που καταβλήθηκαν από τον επισπεύσαντα την εκτέλεση και κατασχόντα, ο οποίος και υποχρεούται στη φύλαξη του κατασχεθέντος πλοίου (άρθρο 1 του Π.Δ.280/2000). Πλην όμως η ανωτέρω αναγγελθείσα απαίτηση κατά το ποσό των 159.000 ευρώ δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται, κατόπιν της αμφισβήτησης/άρνησης της ύπαρξής της, που προβλήθηκε από την ανακόπτουσα υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» με το δεύτερο λόγο της από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………../2019) ανακοπής της κατά το σκέλος αυτού, που αφορά στο δεύτερο καθ’ου της ίδιας ανακοπής ……………, διότι, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, ο τελευταίος δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος να αποδείξει τα γενεσιουργά αυτής γεγονότα ως απαίτησης προνομιακού χαρακτήρα, σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα πρόταση. Συγκεκριμένα, ο ανωτέρω, ο οποίος δεν εξήτασε μάρτυρα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ούτε προσκόμισε σχετικώς ένορκη βεβαίωση, προσκόμισε αντίθετα, προκειμένου προφανώς να καταδείξει το ύψος της απαίτησής του, τις από 2.9.2013 και 5.9.2013 προσφορές των «………….», Γενικές Ναυτικές Εργασίες και «……..», Επισκευές – Συντηρήσεις – Φυλάξεις Πλοίων & Σκαφών Αναψυχής, για το ποσό των 6.000 ευρώ και των 5.000 ευρώ μηνιαίως (30 ημέρες εργασίας σε 24ωρη βάση), αντίστοιχα, ως αμοιβή τους για τη φύλαξη του εν λόγω πλοίου σε 24ωρη βάση. Όπως έχει ήδη εκτεθεί, στην ανωτέρω συμπληρωματική αναγγελία του δεύτερου καθ’ου, με την οποία ο τελευταίος, που επέσπευσε την αναγκαστική εκτέλεση, ανήγγειλε το πρώτον στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο την ανωτέρω απαίτησή του, ρητά αναφέρεται ότι, κατά το ποσό των 159.000 ευρώ, αφορά σε έξοδα φύλαξης και συντήρησης του κατασχεθέντος και στη συνέχεια εκπλειστηριασθέντος πλοίου για το χρονικό διάστημα από την επιβολή σε αυτό της πρώτης κατάσχεσης (4.9.2013) έως και την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού του (28.2.2013), λόγω της παροχής τέτοιων υπηρεσιών από τον εργαζόμενο της επιχείρησής του …………, που αυτός και μόνο κατονομάζεται ως απασχοληθείς και όχι από άλλους μη κατονομαζόμενους εργαζομένους του, των οποίων επικεφαλής ήταν ο ανωτέρω, όπως ισχυρίσθηκε το πρώτον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μετά τη συζήτηση της υπόθεσης με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών του και επαναλαμβάνει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης, εξακολουθώντας να μην κατονομάζει τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού του, που φέρονται ότι απασχολήθηκαν στα ίδια καθήκοντα, ενώ αυτό τελούσε υπό ναυπήγηση στου χώρους του ναυπηγείου της τρίτης καθ’ης της από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………/2019) ανακοπής εταιρείας με την επωνυμία «………….» στο Πέραμα Αττικής (βλ. σχετ. περί τούτου την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης), ως υποχρεούτο εκ της ιδιότητάς του ως κατασχόντος το πλοίο, εξαιτίας της ιδιαίτερα υψηλής δαπάνης, στην οποία θα έπρεπε να υποβληθεί εάν προσελάμβανε για την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας εξειδικευμένη εταιρεία φύλαξης,  καθώς και ότι το ποσό των 3.000 ευρώ το μήνα, με βάση το οποίο υπολογίσθηκε το ποσό της αναγγελθείσας απαίτησής του, συνιστά την “ειθισμένη” αμοιβή για αυτού του είδους την εργασία. Ωστόσο δεν προσκομίζεται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας και σε βαθμό σχηματισμού πλήρους δικανικής πεποίθησης, η πρόσληψη και απασχόληση από το δεύτερο καθ’ου του μοναδικού κατονομαζόμενου στην ανωτέρω αναγγελία προσώπου, αναφορά, εκ της οποίας εξυπακούεται ότι το πρόσωπο αυτό θα έπρεπε να εργάζεται επί 24 ώρες καθημερινά, παράλληλα με την εργασία του στην επιχείρηση του δεύτερου καθ’ου, όπερ δε συνάδει με τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ή έστω κάποιου άλλου προσώπου ή προσώπων στα συγκεκριμένα καθήκοντα, η ταυτότητα του οποίου ή των οποίων δε διακριβώθηκε, με την επισήμανση ότι όπως ο ίδιος ο δεύτερος καθ’ου συνομολογεί το ανωτέρω πρόσωπο απασχολείτο στη δική του επιχείρηση μέχρι και τις 18.2.2016, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς λόγω διακοπής των εργασιών της επιχείρησής του κατόπιν της συνταξιοδότησής του, για να προσληφθεί αυθημερόν στην ατομική επιχείρηση της θυγατέρας του, που τον διαδέχθηκε, στην οποία και εργάσθηκε μέχρι και τις 23.5.2019, όταν και αποχώρησε, δηλαδή καθόλο το χρονικό διάστημα, που φέρεται ότι παρείχε υπηρεσίες φύλαξης στο κατασχεθέν πλοίο. Αντίθετα προσκομίζεται από την ανακόπτουσα το υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./9.12.2019 έγγραφο του Δ’ Λιμενικού Τμήματος (Περάματος) του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά (Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής), στο οποίο βεβαιώνεται ότι ουδέποτε υποβλήθηκε από το δεύτερο καθ’ου, ως έχοντα επιβάλει δύο αναγκαστικές κατασχέσεις επί του ως άνω πλοίου, σχετική αίτηση, ούτε εκδόθηκε έγγραφο για την τοποθέτηση επ’αυτού προσοντούχου φύλακα, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 280/2000, παρά τις με αριθμ. πρωτ. ……..1/14/2013 από 10.9.2013 και  με αριθμ. πρωτ. ………./2017 από 1.11.2017 έγγραφες ενημερώσεις του από το προαναφερθέν Λιμενικό Τμήμα αναφορικά με την υποχρέωσή του αυτή, με αποτέλεσμα να βεβαιωθούν σε βάρος του συνολικά έντεκα (11) παραβάσεις, για τις οποίες εκδόθηκαν ισάριθμες αποφάσεις επιβολής προστίμου για παράβαση του άρθρου 1 παρ.1 του ως άνω Π.Δ. Και ναι μεν το ανωτέρω έγγραφο αφορά πράγματι στην πρόσληψη και απασχόληση από το δεύτερο καθ’ου προσοντούχου φύλακα, ενώ αυτός ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε την εκ του νόμου υποχρέωσή του με προσωπικό της δικής του επιχείρησης, που προφανώς δεν εμπίπτει στην έννοια του “προσοντούχου φύλακα”, πλην όμως απασχόληση εργαζομένου του ή κάποιου άλλου προσώπου στα συγκεκριμένα καθήκοντα καθημερινά και για πόσες ώρες δεν αποδείχθηκε μετά βεβαιότητας από κάποιο άλλο στοιχείο από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι ο ενόρκως καταθέσας ενώπιον Συμβολαιογράφου,  με επιμέλεια της ανακόπτουσας της από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ………/2019) ανακοπής τράπεζας “……”, μάρτυράς της ………, μεσίτης ασφαλιστικών συμβάσεων και ναυλομεσίτης, που, όπως κατέθεσε, είχε μεσολαβήσει για την ασφάλιση του άνω πλοίου από την ενυπόθηκη δανείστρια/ανακόπτουσα και  για το λόγο αυτό ήρθε σε επαφή με το ναυπηγό ……….., ο οποίος τον Μάιο του 2017 επισκέφθηκε το πλοίο προκειμένου να προβεί σε εκτίμηση της αξίας του, αλλά και με τον επιθεωρητή ………., ο οποίος στις 6 Φεβρουαρίου 2018 επίσης επισκέφθηκε το πλοίο, προκειμένου να το επιθεωρήσει, ανέφερε ότι αμφότεροι τον ενημέρωσαν, σε συζητήσεις του μαζί τους, ότι στο πλοίο δεν υπήρχε μόνιμος φύλακας. Εξάλλου, ο μάρτυρας . …….., που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με επιμέλεια της τρίτης καθ’ης η ανακοπή «…….», στο ναυπηγείο της οποίας κατασκευαζόταν το κατασχεθέν πλοίο και η οποία μάλιστα ανήγγειλε και η ίδια στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο με συμπληρωματική αναγγελία της απαίτησή της, συνολικού ποσού 222.000 ευρώ, για υπηρεσίες φύλαξης του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως και 28.2.2018, ουδέν ανέφερε περί παροχής υπηρεσιών φύλαξης του πλοίου από προστηθέντα του δεύτερου καθ’ου …………., αντίθετα κατέθεσε ότι το πλοίο επιτηρείτο καθημερινά από την ανωτέρω εταιρεία επί 24 ώρες με κάμερες ασφαλείας, καθώς και ότι κατά τις ώρες λειτουργίας του ναυπηγείου φυλασσόταν από το προσωπικό της επιχείρησης, που εργαζόταν στο χώρο και δεν απαιτείτο η παρουσία φύλακα επί του πλοίου, στο οποίο επιβιβαζόταν για εκ του σύνεγγυς έλεγχο εργαζόμενος στο ναυπηγείο (ο ……..) δύο φορές την ημέρα, όταν αυτό δε λειτουργούσε και δη περί ώρα 20.00 και περί ώρα 22.00. Επισημαίνεται ότι η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου περί ανυπαρξίας της αναγγελθείσας απαίτησης του δεύτερου καθ’ου δεν αναιρείται από τις προσκομιζόμενες από τον τελευταίο αποδείξεις είσπραξης (σχετικά υπό στοιχεία ΙΒ1 έως ΙΒ30), που δεν αναγράφουν αριθμό, ούτε το όνομα του εισπράξαντος, αλλά φέρουν μόνον μία υπογραφή κάτωθεν της ένδειξης “ο εισπράξας”, η οποία ουδόλως αποδείχθηκε ότι έχει τεθεί από τον ……. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ανακόπτουσα της ανωτέρω ανακοπής τράπεζα “………..”, η οποία έχει τεθεί υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και εκπροσωπείται πλέον νόμιμα από τη ορισθείσα με την υπ’αριθμ. 182/1/4.4.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 925/5.4.2016) ως ειδική εκκαθαρίστρια αυτής εταιρεία με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………………» με  την από 28.11.2017 αναγγελία της, που κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ζήτησε την κατάταξή της στο συνταχθησόμενο πίνακα για το συνολικό ποσό των 6.533.314,89 ευρώ, για απαιτήσεις της απορρέουσες από τρεις (3) δανειακές συμβάσεις και από μία (1) σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Οι απαιτήσεις της από δύο εκ των ανωτέρω δανείων είχαν εξασφαλισθεί διά της εγγραφής επί του πλοίου πρώτης και δεύτερης προτιμώμενης υποθήκης για το ποσό των 1.100.000 και των 1.560.000 ευρώ αντίστοιχα (βλ. σχετ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. …../23.11.2017 πιστοποιητικό βαρών πλοίου του Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολόγιων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς). Συγκεκριμένα η ανωτέρω τράπεζα διατηρούσε σε βάρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας τις κάτωθι απαιτήσεις: 1. Απαίτηση συνολικού ποσού 1.434.099,10 ευρώ, πλέον τόκων, πλην του κονδυλίου των τόκων, το οποίο επιτάχθηκε η καθ’ης η εκτέλεση να της καταβάλει με την από 6.2.2015 επιταγή προς πληρωμή, που γράφτηκε κάτω από την υπ’ αριθμ. …../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και προερχόταν από τη χορήγηση στην ανωτέρω έντοκου δανείου ποσού 1.250.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../26.5.2010 σύμβασης δανείου τακτής λήξης που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, όπως η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την από 11.11.2011 σύμβαση και με την υπ’ αριθμ. ………../28.9.2012 πρόσθετη πράξη τροποποίησης όρων σύμβασης δανείου. Προς εξασφάλιση της απαίτησης από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση η καθ’ ης η εκτέλεση παραχώρησε επί του πλοίου την υπ’ αριθμ. ………/2010 πρώτη προτιμώμενη υποθήκη για το ποσό του 1.100.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που καταχωρήθηκε στα ναυτικά υποθηκολόγια του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά στις 27.5.2010. Μάλιστα η ασκηθείσα σε βάρος της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής από 20.2.2015 (με αυξ.αριθ.εκθ.καταθ. …../2015) ανακοπή της καθ’ης η εκτέλεση – μεταξύ άλλων συνοφειλετών – απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ. 376/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη. 2. Απαίτηση συνολικού ποσού 1.618.677,47 ευρώ, νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων, το οποίο επιτάχθηκε η καθ’ης η εκτέλεση να  της καταβάλει με την από 6.2.2015 επιταγή προς πληρωμή, γεγραμμένη παρά πόδας της υπ’ αριθμ…./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και προερχόταν από τη χορήγηση στην ανωτέρω έντοκου δανείου, ποσού 1.200.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../11.11.2011 σύμβασης δανείου τακτής λήξης, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, όπως η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. …../1/27.9.2012 πρόσθετη πράξη τροποποίησης όρων σύμβασης δανείου. Προς εξασφάλιση της απαίτησης από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση η καθ’ης η εκτέλεση παραχώρησε επί του πλοίου την υπ’ αριθμ. ……./2011 δεύτερη προτιμώμενη υποθήκη για το ποσό του 1.560.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, που καταχωρήθηκε στα ναυτικά υποθηκολόγια του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά στις 14.11.2011. Επισημαίνεται ότι η ασκηθείσα σε βάρος της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής από 20.2.2015 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ………/2015) ανακοπή της καθ’ης η εκτέλεση και άλλων υποχρέων απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ. 378/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει επίσης τελεσιδικήσει. 3. Απαίτηση συνολικού ποσού 701.359,64 ευρώ, νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων, το οποίο επιτάχθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να της καταβάλει με την από 5.2.2015 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθμ. ……/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και προερχόταν από τη χορήγηση στην καθ’ ης η εκτέλεση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό ορίου 500.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../18.5.2009 σύμβασης, που συνήφθη μεταξύ της άνω τράπεζας ως δανείστριας και της καθ’ ης η εκτέλεση ως πιστούχου, όπως η ανωτέρω σύμβαση τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. …/…./5.2.2010 πρόσθετη πράξη αύξησης ορίου πίστωσης, με την υπ’ αριθμ. …/…./5.2.2010 πρόσθετη πράξη τροποποίησης όρων σύμβασης και με την υπ’ αριθμ. …/…./4-6.2011 πρόσθετη πράξη αύξησης του ορίου της πίστωσης. Σημειώνεται ότι η ασκηθείσα σε βάρος της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής από 20.2.2015 (με αυξ.αριθ.καταθ. …./2015) ανακοπή απορρίφθηκε με την υπ’αριθμ. 377/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη. 4. Απαίτηση συνολικού ποσού 2.779.178,68 ευρώ, νομιμοτόκως, πλην του κονδυλίου των τόκων, το οποίο επιτάχθηκε η καθ’ ης η εκτέλεση να της καταβάλει με την από 5.2.2015 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας της υπ’ αριθμ. …../2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και προερχόταν από τη χορήγηση στην καθ’ης η εκτέλεση έντοκου δανείου ποσού 2.500.000 ευρώ, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …./28.5.2009 σύμβασης δανείου τακτής λήξης, που συνήφθη μεταξύ της άνω τράπεζας ως δανείστριας και της καθ’ης η εκτέλεση ως δανειολήπτριας, όπως η ανωτέρω σύμβαση τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθμ. …/1/5.2.2010, …/2/15.11.2011 και …./3/27.9.2012 πρόσθετες πράξεις τροποποίησης όρων σύμβασης δανείου. Σημειώνεται ότι η ασκηθείσα σε βάρος της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής από 20.2.2015 (με αυξ. αριθ.εκθ.καταθ. …./2015) ανακοπή της καθ’ης η εκτέλεση απορρίφθηκε με την 375/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έχει επίσης καταστεί τελεσίδικη. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ανωτέρω τράπεζα κατατάχθηκε προνομιακά και οριστικά στον προσβαλλόμενο πίνακα, μετά την κατάταξη των απαιτήσεων των καθ’ων η προαναφερθείσα ανακοπή, για το ποσό του 1.115.343,31 ευρώ, σε μερική εξόφληση κατά το ισόποσο της αναγγελθείσας απαίτησής της, ως ενυπόθηκη δανείστρια της καθ’ης η εκτέλεση. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω παραδοχές, που αποτελούν και παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σχετικά με την ύπαρξη και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησης της ανακόπτουσας τράπεζας, δεν πλήττονται από το δεύτερο καθ’ου της ίδιας ανακοπής με την έφεσή του. Συνεπώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη της ανωτέρω αναγγελθείσας απαίτησης του δεύτερου καθ’ου, εσφαλμένα κατατάχθηκε αυτός στον προσβαλλόμενο πίνακα προνομιακά και υπό την τελεσιδικία της απαίτησής του, κατά το ποσό των 159.000 ευρώ. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η από 25.6.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ……./2019) ανακοπή και κατ’ουσίαν κατά το αντίστοιχο σκέλος του δεύτερου λόγου της και να μεταρρυθμισθεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης διά της αποβολής του δεύτερου καθ’ου και της κατάταξης στη θέση του της ανακόπτουσας κατά το ισόποσο, προνομιακά και οριστικά, όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από το δεύτερο καθ’ου της ανακοπής αυτής με την εκ των συνεκδικαζομένων από 16.9.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ……../28.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……/7.1.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, συνεπώς, ενόψει τούτων, ν’απορριφθεί στο σύνολό της και η ανωτέρω έφεση ως κατ’ουσίαν αβάσιμη όσον αφορά στη δεύτερη εφεσίβλητη. Λόγω της ήττας του εκκαλούντος της έφεσης αυτής θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής του (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της παρασταθείσας δεύτερης των εφεσιβλήτων της ίδιας έφεσης, κατόπιν της υποβολής από την τελευταία σχετικού αιτήματος για την επιδίκασή τους με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της έφεσης αυτής προτάσεις της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις α) από 23.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……../23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) από 16.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../28.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………7.1.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.2604/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης της υπό στοιχεία α΄έφεσης και των πρώτης και τρίτης των εφεσιβλήτων της υπό στοιχεία β΄έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 23.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/23.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………/23.9.2020 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης αυτής στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας της ανωτέρω έφεσης τη δικαστική δαπάνη των πρώτης και τρίτης των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1000) ευρώ για την καθεμία εξ αυτών.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 16.9.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./28.9.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ……./7.1.2021 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφεσιβλήτων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση αυτή ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος της ως άνω έφεσης τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης των εφεσιβλήτων της έφεσης αυτής του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 7-7-2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ