Αριθμός Απόφασης 376/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………, 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βάια Στεργιοπούλου (ΑΜ: …….. ΔΣΠ), η οποία κατέθεσε την από 11-01-2023 δήλωση, κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Ελισσάβετ Πούλιου (ΑΜ: …… ΔΣΑ) και κατέθεσε προτάσεις.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-09-2016 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ…./ΕΑΚ………/27-09-2016 αγωγή του κατά των εκκαλούντων, με την οποία ζητούσε να γίνει δεκτή. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3980/2017 μη οριστική απόφαση και στη συνέχεια η υπ’ αριθ. 830/08-03-2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 10-04-2019 έφεσή τους, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18-04-2019 με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ…./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 04-02-2022, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ…../2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων δεν εμφανίστηκε, αλλά έχοντας υποβάλει κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ την από 11-01-2023 δήλωσή της, προκατέθεσε προτάσεις και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές, η δε πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 10-04-2019 έφεση των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 18-04-2019 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ…./2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 04-02-2022, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ…/2022, κατά της με αριθμό 830/08-03-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 27-09-2016 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ……/ΕΑΚ……./27-09-2016 αγωγής του εφεσιβλήτου κατά των εκκαλούντων, με την οποία ζητούσε να γίνει αυτή δεκτή, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§1 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 22-03-2019, το δε πρωτότυπο της κρινόμενης έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 18-04-2019. Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ……….. e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2016 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι μεταξύ αυτού και του θείου του ………… καταρτίστηκε σύμβαση δανείου την 10-11-99, δυνάμει της οποίας του κατέβαλε το ποσό των 9.000.000 δρχ, με τόκο 10%, χωρίς να συμφωνηθεί χρόνος απόδοσής του. Ότι μετά την θάνατό του την 06-10-02 ζήτησε με έγγραφη εξώδικη πρόσκληση από τους εκκαλούντες, ως κληρονόμους του, που τους επιδόθηκε στις 15 και 20-10-15 αντίστοιχα, την απόδοση αυτού, στην οποία δεν συμμορφώθηκαν. Ζήτησε δε, όπως παραδεκτά συμπλήρωσε την αγωγή του με τις ανώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις του, να γίνει δεκτή η αγωγή του και να υποχρεωθούν να του αποδώσουν το ανωτέρω ποσό, ύψους 26.412,32 ευρώ, καθώς και ποσό 16.000 ευρώ για συμβατικούς τόκους, κατά ποσοστό 50% έκαστος, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστούν στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους εκκαλούντες να καταβάλουν στον εφεσίβλητο τα ανωτέρω ποσά, κατά 50% έκαστος, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, επέβαλε δε σε βάρος τους τη δικαστική του δαπάνη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να απορρίφθεί η αγωγή και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στα δικαστικά τους έξοδα.
Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. ………/04-01-2017 ένορκης βεβαίωσης των …….. και ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου ……., που προσκομιζουν με επίκληση οι εκκαλούντες, ….. και …./28-11-2016 ενόρκων βεβαιώσεων των …… και …… αντίστοιχα ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ……., που προσκομίζει με επίκληση ο εφεσίβλητος, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους, της υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. …../13-03-2018 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της πραγματογνώμονα ….., δικαστικής γραφολόγου, που διορίστηκε με την υπ’ αριθ. 3980/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και της από 31-05/2018 γραφολογικής γνωμοδότησης του τεχνικού συμβούλου των εκκαλούντων ……, που διορίστηκε με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. …../06-02-2018 δήλωσή τους στη Γραμματέα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 392 ΚΠολΔ, καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………, κάτοικος εν ζωή Λαμίας, απεβίωσε την 06-10-02 στο θεραπευτήριο ……. και με την από 27-09-02 ιδιόγραφη διαθήκη του κατέλιπε την περιουσία του στους εκκαλούντες – ανίψια του. Το κύρος της διαθήκης αυτής προσέβαλαν τα αδέρφια του, μεταξύ των οποίων και η μητέρα του εφεσιβλήτου, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 95/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση κατά της υπ’ αριθ. 116/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία ζητήθηκε η αναγνώριση της ακυρότητάς της. Την κληρονομιά αυτή αποδέχθηκαν οι εκκαλούντες, ενώ στη συνέχεια, με εξώδικη όχλησή του που τούς επιδόθηκε στις 15 και 20-10-15 αντίστοιχα, ο εφεισίβλητος ζήτησε από αυτούς, την απόδοση σ’ αυτόν του ποσού των 9.000.000 δρχ., ήτοι 26.412,32 ευρώ, πλέον συμφωνηθέντων τόκων, που ο κληρονομούμενος θείος τους είχε λάβει από αυτόν ως δάνειο την 10-11-1999, στην οποία οι εκκαλούντες δεν ανταποκρίθηκαν. Προς απόδειξη της αξίωσής του αυτής ο εφεσίβλητος προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την από Νοεμβρίου 1999 απόδειξη δρχ 9.000.000 δρχ. Στο κείμενο αυτής ο ίδιος ο εφεσίβλητος έγραψε επί λέξει: «ο υπογεγραμμένος ………. έδωσα στον θείο μου ………. το ποσόν των 9.000.000 ως δανεικά με δικαίωμα επιστροφής όποτε μπορέσει με τόκο 10% (δέκα).». Κάτωθι του κειμένου αυτού και πάνω από την ένδειξη «Ο λαβών» φέρεται ότι υπέγραψε ως δανειολήπτης ο ……… Η πρώτη εκκαλούσα προέβαλε ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του δικαιοπαρόχου της, ενώ ο δεύτερος εκκαλών αρνήθηκε τη γνησιότητά της. Ωστόσο, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ιδίως από την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. …./2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αποδεικνύεται ότι η υπογραφή αυτή έχει χαραχθεί κατά τρόπο φυσιολογικό και αυθόρμητο από τον …….. και συνιστά γνήσια υπογραφή του, πόρισμα στο οποίο κατέληξε και η ανωτέρω διορισθείσα πραγματογνώμονας και υιοθετεί το Δικαστήριο αυτό, μετά από σύγκριση αυτής με πλήθος δειγματικών υπογραφών εκτενούς τύπου του τελευταίου, σε πληθώρα μη αμφισβητούμενης γνησιότητας δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, ετών 1990 έως 2002. Σύμφωνα με αυτήν, μεταξύ των συγκρινόμενων υπογραφών εντοπίζονται ομοιότητες σημαίνουσας γραφολογικής βαρύτητας, στην εν γένει εξωτερική εμφάνιση και τύπο, στην ποιότητα χάραξης, αφού η ένδικη υπογραφή έχει και αυτή ικανοποιητική χαρακτική ροή και ευχέρεια, στον αριθμό των χαρακτικών κινήσεων ολοκλήρωσης (4 κινήσεις, όσες και στις δειγματικές), στη μορφή, τον τρόπο απόδοσης, το μέγεθος, τις σχετικές θέσεις, την κλίση και τις υψομετρικές αναλογίες των επιμέρους τμημάτων των επιμέρους υπογραφικών σχηματισμών, χωρίς να εντοπιστούν ευρήματα πλαστότητας. Ο τεχνικός σύμβουλος των εκκαλούντων εντόπισε διαφορές μεταξύ της ένδικης και των δειγματικών υπογραφών, εστιάζοντας στα εξής σημεία: διαφορά του μεγέθους, αφού η ένδικη φέρεται ως εμφανώς μεγαλύτερου μεγέθους από τις ομοειδείς δειγματικές, χαράσσεται με αργή ταχύτητα και χωρίς ρυθμό και αυθορμητισμό, ενώ οι δειγματικές ελεύθερα, γρήγορα και με υπογραφικό αυτοματισμό, σχηματίζεται αργά σε 4 χρόνους, ενώ οι δειγματικές σε 5 και πλέον χρόνους, δεν έχει χαραχθεί με την ίδια μορφοκινητική διαδικασία, αφού παρατηρούνται διαφορές στην κίνηση της γραφίδος κατά την έναρξη της χάραξης, κατά τους συμβολικούς σχηματισμούς που υιοθετούνται, κατά την απόδοση των γιρλαντοειδών κινήσεων του μεσαίου υπογραφικού σχηματισμού, κατά το λασσοειδές γραφολογικό μόρφωμα και κατά τις υπογραμμιστικές των υπογραφών κινήσεις. Ωστόσο, η γνωμοδότησή του αυτή δεν κρίνεται πειστική για τους ακόλουθους λόγους: Ι. Παρότι ο ανωτέρω γραφολόγος διαπιστώνει διαφορές στην χάραξη και μορφή συγκεκριμένων σχηματισμών, κατόπιν σύγκρισης με συγκεκριμένα δείγματα, επισυνάπτει στην έκθεσή του εικόνες και άλλων δειγμάτων που φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά με την ένδικη, όπως Α) ο αρχικός σχηματισμός του γράμματος «Ν», που πράγματι διαφέρει σε σχέση με τα δείγματα Σ5 και Σ4, τόσο ως προς την άνω αριστερή απόληξη του γράμματος αυτού, όσο και στην καμπύλη κατάληξή του (σελ. 19 της γραφολογικής γνωμοδότησης), πλην όμως ομοιάζει με τα συγκρινόμενα δείγματα Σ8, σε αμφότερα τα σημεία και Σ10 στο πρώτο σημείο (στη σελίδα 17), Β) οι γιρλαντοειδείς κινήσεις του μεσαίου υπογραφικού σχηματισμού διαφέρουν με το δείγμα Σ4, με το οποίο γίνεται σύγκριση (ίδια σελίδα), αλλά δεν διαφέρουν με τα άλλα σχήματα, ιδίως Σ5 και Σ22 (στη σελίδα 17), διαφορές που ούτως ή άλλως διακρίνονται και μεταξύ των δειγμάτων, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας. ΙΙ. Δεν διευκρινίζει από πού εξάγει τα συμπεράσματα ότι η ένδικη υπογραφή έχει χαραχθεί με αργή ταχύτητα και χωρίς ρυθμό και αυθορμητισμό, σε 4 χρόνους, ενώ οι δειγματικές σε 5 και πλέον χρόνους. Τέλος το μέγεθος της υπογραφής, που φέρεται μεγαλύτερο στην ένδικη απόδειξη σε σχέση με τις δειγματικές, δεν δύναται από μόνο του να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι έχει τεθεί από τρίτο πρόσωπο. Συνεπώς, μεταξύ του εφεσιβλήτου και του δικαιοπαρόχου των εκκαλούντων συνήφθη σύμβαση δανείου ύψους 9.000.000 δρχ και ήδη 26.412,32 ευρώ, ποσό που κατέβαλε στον τελευταίο ο εφεσίβλητος στις 10-11-1999 και το οποίο, μαζί με συμβατικούς τόκους ύψους 16.000 ευρώ, δεν απέδωσαν σ’ αυτόν οι εκκαλούντες – μοναδικοί εκ διαθήκης κληρονόμοι του, κατόπιν της σχετικής όχλησης που τους απηύθυνε στις ανωτέρω ημερομηνίες. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τους εκκαλούντες με το δικόγραφο της έφεσής τους, ότι α) ο εφεσίβλητος δεν εμφάνισε την ένδικη απόδειξη σε προηγούμενο χρόνο, αλλά μετά την τελεσίδικη κρίση περί του κληρονομικού τους δικαιώματος, β) ότι ο …….. ήταν επιφανής επαγγελματίας με μόρφωση και επαγγελματική εμπειρία και δεν θα υπέγραφε την ένδικη πρόχειρα συντεταγμένη ένδικη απόδειξη, πάνω από τη λέξη «Ο λαβών», γ) δεν είχε ανάγκη δανεισμού, αφού ήταν οικονομικά εύρωστος, περιστατικό που αποδεικνύεται από το ότι το έτος 2001 είχε επενδύσει σε κινητές αξίες και χαρτοφυλάκια χρηματοπιστωτικών μέσων, συνάπτοντας τις προσκομιζόμενες συμβάσεις με την εταιρεία «……» και «……» και νοσηλεύθηκε στο ιδιωτικό θεραπευτήριο «……….», δ) αν είχε ανάγκη χρημάτων θα δανειζόταν από τους ίδιους, που εμπιστευόταν και τους τίμησε με τη διαθήκη του, ή από πιστωτικό ίδρυμα με μικρότερο επιτόκιο, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση. Ειδικότερα, η ένδικη απόδειξη είσπραξης του ανωτέρω ποσού ως δανείου εμφανίστηκε στον κατάλληλο χρόνο, όταν είχε πλέον ξεκαθαριστεί το ζήτημα των κληρονόμων του, ενεχόμενων για τα χρέη της κληρονομίας. Η καλή οικονομική του κατάσταση δεν αποδείχθηκε μόνον από το γεγονός ότι είχε προβεί το έτος 2001 σε σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης με την προαναφερόμενη εταιρεία λήψης και διαβίβασης εντολών, ούτε από το ότι νοσηλεύθηκε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο, ενώ επιπλέον αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει και στο συμπέρασμα ότι δεν αντιμετώπισε πρόβλημα ρευστότητας, για να αντιμετωπίσει συγκεκριμένη ανάγκη κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης δανειακής σύμβασης (1999), ανεξάρτητα από το αν έλαβε ως τίμημα από την πώληση ακινήτου του το ποσό των 85.592.000 δρχ δύο χρόνια αργότερα. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε η κατά τον ίδιο χρόνο (1999) πιστοληπτική του ικανότητα και μάλιστα πέραν του ποσού των 30.000.000 δρχ που είχε χορηγηθεί ως δάνειο στην εκπροσωπούμενη από αυτόν εταιρεία «…….» με την υπ’ αριθ. ………../19-07-99 σύμβαση με την «………..», στην οποία είχε συμβληθεί ως εγγυητής, και του ποσού των 120.000.000 δρχ που είχε χορηγηθεί στην ίδια εταιρεία δυνάμει της υπ’ αριθ. …./22-04-1999 σύμβασης πίστωσης μεταξύ αυτής και της «……….», ούτε ότι κατά τον χρόνο εκείνο (1999), κατά τον οποίο μάλιστα δεν αποδείχθηκε και ότι είχε αποφασίσει ποιοι θα ήταν οι κληρονόμοι του, θα απευθυνόταν μόνο στους εκκαλούντες για οικονομική βοήθεια. Με τον «2ο λόγο έφεσης» οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη εκτίμησε την υπ’ αριθ. ……/2016 ένορκη βεβαίωση του ………., με την οποία κατέθεσε ότι ο …… δανείστηκε χρήματα από τον εφεσίβλητο και από τον …… για να πουλήσει ένα οικόπεδο, παρότι αυτή ήταν ψευδής, αφού ο ίδιος στις από 07-11-08 έγγραφες εξηγήσεις του προς την πταισματοδίκη Ηρακλείου είχε καταθέσει ότι ο κληρονομούμενος δεν είχε χρέη. Ωστόσο, από το περιεχόμενο των ανωτέρω έγγραφων εξηγήσεων αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος, αναφερόμενος στο θέμα της πλαστότητας της διαθήκης του ………, κατέθεσε ότι οι εκκαλούντες ισχυρίζονταν ότι ο κληρονομούμενος «χρωστούσε πάρα πολλά χρήματα στην εφορία και στις τράπεζες» … ότι τους έλεγαν ότι πρέπει να αποποιηθούν «από το κληρονομικό δικαίωμα διότι ο θείος, χρωστούσε παντού, και η περιουσία που είχε δεν έφτανε και θα έβαζαν χρήματα από την τσέπη τους…», πλην όμως, «πηγαίνοντας ο ……… στη Λαμία … σταμάτησε να δει τους φίλους του … έμαθε τα εξής… ότι ο …… δεν χρωστούσε πουθενά χρήματα ούτε μια δραχμή.». Η ανωτέρω ωστόσο αναφορά του ……….. στην φερόμενη ως επικαλούμενη από τους εκκαλούντες ανάγκη αποποίησης της κληρονομίας του, λόγω του μεγάλου παθητικού της, ιδίως λόγω οφειλών σε πιστωτικά ιδρύματα και στο δημόσιο, δεν έρχεται σε αντίθεση με όσα ο ίδιος κατέθεσε στην ανωτέρω υπ’ αριθ. ………../2016 ένορκη βεβαίωσή του, στην οποία αναφέρεται σε δανεισμό του ίδιου από μέλη της οικογένειάς του και ιδίως στο επίδικο χρέος και λαμβάνεται υπόψη, συνεκτιμώμενη με το σύνολο των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη έκρινε ομοίως και δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της με την παρούσα, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και πρέπει, αφού απορριφθούν στο σύνολό τους οι αιτιάσεις των εκκαλούντων, περί κακής εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού, να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε για την παραδεκτή άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, κατ’ άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191§2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή του υπ’ αριθ. ……… παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 11-07-2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ