Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 291/2023

 ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   291/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – εναγόμενης: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χλούπη (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: …………. η οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Στάθη (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 03.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …./2015 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2883/2017 μη οριστική απόφασή του διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσδιορίσει η ενάγουσα το μέρος της αξίωσης της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που αναλογεί στην δια της από 18.09.2012 αγωγής της εναγόμενης επικαλούμενης αδικοπραξίας και, αντίστοιχα, το μέρος που αναλογεί στην τελεσθείσα δια του τύπου επικαλούμενη αδικοπραξία, ενώ με την υπ’ αριθ. 3482/2018 μη οριστική απόφασή του διατάχθηκε ο χωρισμός των απαραδέκτως σωρευθεισών αγωγών, κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην και παραπέμφθηκε η εκδίκαση της αγωγής προσβολής της προσωπικότητας μέσω του τύπου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και της αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας αδικοπραξίας δια της από 18.09.2012 αγωγής, στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 3609/2019 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή προσβολής της προσωπικότητας μέσω του τύπου. Η εκκαλούσα – εναγόμενη προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 05.12.2019 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/06.12.2019 και ειδικό …./06.12.2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./08.06.2021 και ειδικό …./08.06.2021, για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εναγόμενης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3609/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 591 και 614 παρ. 7 του ΚΠολΔ, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, αναγκαίως δε, κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ (βλ. ΕφΠειρ 189/2015 ΝΟΜΟΣ), και κατά των προγενέστερων υπ’ αριθ. 2883/2017 και 3482/2018 μη οριστικών αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την πρώτη από τις οποίες διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και με την δεύτερη από τις οποίες παραπέμφθηκε η εκδίκαση της σωρευθείσας αγωγής προσβολής της προσωπικότητας μέσω του τύπου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 05.12.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 06.12.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/06.12.2019 και ειδικό …../06.12.2019 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 01.11.2019. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη το παράβολο των 150,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Δ του ΚΠολΔ (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), στην οποία υπάγονται όλες ανεξαιρέτως οι διαφορές, που σχετίζονται με την αποκατάσταση οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και οι αξιώσεις προστασίας των ατόμων εκείνων, η περιουσία ή η προσωπικότητα των οποίων προσβλήθηκε από δημοσίευμα ή τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου (βλ. ΑΠ 1595/2013 ΧΡΙΔ 2014. 497, ΑΠ 1701/2013 ΔΙΜΕΕ 2014. 365, ΑΠ 1596/2011 ΔΙΜΕΕ 2012. 360, ΕφΔωδ 220/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8962/2006 ΝΟΜΟΣ), με την επισήμανση ότι στην εκκαλουμένη απόφαση εκ παραδρομής αναγράφεται ως προσήκουσα η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 591 και 614 παρ. 7 του ΚΠολΔ, παρότι η κρινόμενη από 03.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …../2015 αγωγή κατατέθηκε πριν την 01.01.2016, και ως εκ τούτου ως προς αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 4335/2015, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015.

Η ενάγουσα στην από 03.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2015 και ειδικό ……/2015 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι στα πλαίσια μακροχρόνιας αντιδικίας της με την εναγόμενη, εξαιτίας της μεταξύ τους διαφοράς που απορρέει από τη σχέση οροφοκτησίας των περιγραφόμενων στην αγωγή οριζόντιων ιδιοκτησιών, η εναγόμενη άσκησε εναντίον της την από 18.09.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αγωγή, με την οποία διέδωσε ενώπιον τρίτων τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αγωγή συκοφαντικούς και υβριστικούς για την ενάγουσα ισχυρισμούς, διαπράττοντας σε βάρος της τα αδικήματα της συκοφαντικής και της απλής δυσφήμισης και της εξύβρισης, και προσβάλοντας την προσωπικότητά της, ότι στη συνέχεια η εναγόμενη προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά της με συνεχή αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος της των αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής και της απλής δυσφήμισης και της εξύβρισης δια του τύπου, καθόσον δημοσίευσε τρία κείμενα στην τοπική εφημερίδα «………….», στα φύλλα της 20.02.2014, της 18.09.2014 και της 06.11.2014, αντίστοιχα, στα οποία περιέλαβε τους λεπτομερώς εκτιθέμενους στην αγωγή συκοφαντικούς ισχυρισμούς και υβριστικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος της, που θίγουν την τιμή και την υπόληψή της. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να προβεί με δήλωση που θα δημοσιευθεί στην ανωτέρω εφημερίδα σε ανάκληση των δυσφημιστικών και υβριστικών αναφορών προς το πρόσωπο της ενάγουσας, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 5.000,00 ευρώ για κάθε παραβίαση της διάταξης αυτής της εκδοθησομένης απόφασης, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να παραλείπει στο μέλλον τη διάδοση μέσω εντύπων, ραδιοφώνου ή άλλων μέσων μαζικής ενημέρωσης, ψευδών ή εξυβριστικών ισχυρισμών και χαρακτηρισμών σε βάρος της ενάγουσας, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 5.000,00 ευρώ για κάθε παραβίαση της διάταξης αυτής της εκδοθησομένης απόφασης, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, και με προσωπική της κράτηση διάρκειας ενός έτους, να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης το ποσό των 25.750,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, χωρίς συνυπολογισμό του ποσού των 250,00 ευρώ ως προς το οποίο επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα στα ποινικά Δικαστήρια, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 2883/2017 μη οριστική απόφασή του διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσδιορίσει η ενάγουσα το μέρος της αξίωσης της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που αναλογεί στην δια της από 18.09.2012 αγωγής της εναγόμενης επικαλούμενης αδικοπραξίας και, αντίστοιχα, το μέρος που αναλογεί στην τελεσθείσα δια του τύπου επικαλούμενη αδικοπραξία, ενώ με την υπ’ αριθ. 3482/2018 μη οριστική απόφασή του διατάχθηκε ο χωρισμός των απαραδέκτως σωρευθεισών αγωγών, κηρύχθηκε αυτό αναρμόδιο καθ’ ύλην και παραπέμφθηκε η εκδίκαση της αγωγής προσβολής της προσωπικότητας μέσω του τύπου στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και της αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας αδικοπραξίας δια της από 18.09.2012 αγωγής, στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 3609/2019 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή προσβολής της προσωπικότητας μέσω του τύπου και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, υποχρέωσε την εναγόμενη να παραλείπει τη διάδοση δια του τύπου εξυβριστικών και δυσφημιστικών για την ενάγουσα ισχυρισμών, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 1.000,00 ευρώ για κάθε παραβίαση της διάταξης αυτής της απόφασης και καταδίκασε την εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη με την από 05.12.2019 έφεσή της, για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή.

Σύμφωνα με το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από  αίτηση του προσβληθέντος, όπως και αξίωση ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητας του ατόμου, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1735/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως άρση της προσβολής νοείται ο άμεσος παραμερισμός της πράξης που συνθέτει την προσβολή και συνεπώς κατευθύνεται στην αποκατάσταση των πραγμάτων στην πριν από την ολοκλήρωση της προσβολής κατάσταση. Συνεπώς, η παράνομη προσβολή πρέπει να είναι ενεργός ενώ, αν έχει ήδη ολοκληρωθεί ή εκ της φύσεως της προσβλητικής πράξης δεν νοείται ανάκλησή της, παρά μόνο παραμερισμός των αποτελεσμάτων της, τότε προστασία δύναται να παρασχεθεί μόνο με τη διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ και υπό τις προϋποθέσεις εκείνης. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων (57 και 58 του ΑΚ), το δικαστήριο, με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Και ενώ η διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αναγνωρίζει ως μέσο ικανοποίησης της ηθικής βλάβης την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, η διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ προβλέπει και άλλα μέσα ικανοποίησής της, που δεν κατονομάζει, και συνεπώς απόκειται ο καθορισμός αυτών στην κρίση του δικαστηρίου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιο μέσο μπορεί να αποτελέσει και η ανάκληση της προσβολής, υπό την έννοια της άρσης των αποτελεσμάτων της, που, όπως προαναφέρθηκε, για την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης δεν απαιτείται να είναι εισέτι ενεργή. Τούτο μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, με αποκαταστατικό της αλήθειας δημοσίευμα, με αίτηση συγνώμης χωρίς όρους ή και δημοσίευση της σχετικής απόφασης (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τομ. Α’, σελ. 279 – 298, παρ. 30, 297 επ., παρ. 3 επ. 300, παρ. 7). Προσβολή προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατό να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα (ΑΠ 1662/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 64/2015 ΝΟΜΟΣ). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 του ΠΚ (ΑΠ 265/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου, οι οποίες, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, αρκεί να είναι δυσμενείς (ΟλΑΠ 2/2019 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1313/2018 ΝΟΜΟΣ). Μόνη δε η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της κατάστασης που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διάταξης διαγραφομένων ορίων (ΟλΑΠ 8/2018 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 10/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 755/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της έφεσης και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το Εφετείο, στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 829/2007 ΝΟΜΟΣ). Η δε διάταξη του άρθρου 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, που, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 534 του ίδιου κώδικα, απαγορεύει, κατά την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, πριν από την εξαφάνισή της, την έκδοση απόφασης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα και, συνεπώς, απόφασης με δυσμενέστερο γι’ αυτόν δεδικασμένο, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, δεν επιτρέπει υπέρβαση των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί μέσα στα όρια αυτά, οπότε δεν απαγορεύεται η έκδοση απόφασης (πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης), με ισοδύναμο προς την πρωτόδικη δεδικασμένο, η οποία δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 385/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 314/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης επαναφέρει τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό της περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής, επικαλούμενη προς θεμελίωσή του ότι η ενάγουσα άσκησε αυτή με μοναδικό σκοπό να αμυνθεί κατά προαναφερόμενης της από 18.09.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012 αγωγής της εναγόμενης εναντίον της και ότι ουδέποτε κατέθεσε μηνύσεις σε βάρος της εναγόμενης για τους περιεχόμενους στην κρινόμενη αγωγή της δήθεν συκοφαντικούς και εξυβριστικούς ισχυρισμούς εναντίον της. Με το περιεχόμενο αυτό η ένσταση είναι νόμω αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον τα προβαλλόμενα προς θεμελίωσή της ως άνω περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, την εκ μέρους της ενάγουσας άσκηση του αγωγικού δικαιώματός της, αφού η εναγόμενη δεν επικαλείται περιστατικά που να εκπορεύθηκαν από την ενάγουσα και να αφορούν την ίδια, με βάση τα οποία να δημιουργήθηκε σ’ αυτή, εύλογα μάλιστα, η πεποίθηση ότι δεν θα στραφεί εναντίον της, ούτε περιστατικά αδράνειας της ενάγουσας να στραφεί εναντίον της, η οποία, όμως, από μόνη της δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του ενδίκου δικαιώματός της. Επιπλέον, ουδόλως εκτίθενται οι επαχθείς συνέπειες, που προκαλεί στην εναγόμενη η ιστορούμενη συμπεριφορά της ενάγουσας, ούτε με ποιο τρόπο η κατ’ αυτήν προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος της τελευταίας από την άσκηση του δικαιώματός της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε ορισμένη και νόμιμη την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας και στη συνέχεια απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου γεγονός που, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, αφού η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται για την απόρριψη της ένστασής της και η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη γι’ αυτήν από την εκκληθείσα, και συνεπώς πρέπει, αφού αντικατασταθεί η αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η ένσταση αυτή ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι δεν δημιουργείται δυσμενέστερο δεδικασμένο, αφού η αόριστη προβολή της ένστασης αυτής, όπως και η απόρριψή της ως μη νόμιμης ή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, καλύπτεται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης απόφασης που δέχτηκε την αγωγή. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο συναφής τέταρτος λόγος της κρινόμενης έφεσης.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από τις υπ’ αριθ. …/03.05.2018, …./03.05.2018 και …../03.05.2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων ……….. που λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης (βλ. Την υπ’ αριθ. ………/26.04.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ………..), από τις υπ’ αριθ. …./07.03.2017, …/07.03.2017 και …/07.03.2017 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων ………. και ……. που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγόμενης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. Την υπ’ αριθ. …/02.03.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ….), της υπ’ αριθ. ……./02.12.2015 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον Ειρηνοδίκη Πειραιώς της μάρτυρος ……. που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των ιδίων διαδίκων (και συγκεκριμένα προς αντίκρουση της από 18.09.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012 αγωγής της εναγόμενης εναντίον της) και λαμβάνεται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (βλ. ΑΠ 881/2013 ΕλλΔνη 2014. 378, ΑΠ 411/2012 ΝΟΜΟΣ), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα των ποινικών δικογραφιών, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΕφΑθ 781/2009 ΕΦΑΔ 2009. 453), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η εναγόμενη και ο σύζυγος αυτής ……… είναι συγκύριοι ενός ενιαίου κτίσματος, που έχει ανεγερθεί προ του έτους 1955 σε οικόπεδο επιφάνειας 121,30 τ.μ. στον Πειραιά, στη θέση “………”, επί των οδών …………, ……….. και ……….. Όσον αφορά στο οικόπεδο, η ενάγουσα είναι συγκύρια κατά ποσοστό 50%, η εναγόμενη κατά ποσοστό 25% και ο σύζυγος της τελευταίας κατά ποσοστό 25%. Όσον αφορά στο κτίσμα, αποτελείται από δύο επίπεδα, τα οποία αναφέρονται στους τίτλους κτήσης της μεν ενάγουσας ως ισόγειο (με είσοδο από την οδό ….) και Α’ όροφος (με είσοδο από την οδό ….), της δε εναγόμενης ως ισόγειο (με είσοδο από την οδό ……..) και υπόγειο, διαφορά που οφείλεται στη μεγάλη υψομετρική διαφορά μεταξύ των οδών …… και …….. Ειδικότερα, η ενάγουσα έχει τη χρήση τμήματος του πρώτου επιπέδου του κτίσματος, επιφάνειας 85,30 τ.μ. με είσοδο από την οδό …….. και τμήματος του δεύτερου επιπέδου, επιφάνειας 36,00 τ.μ., με αυτοτελή είσοδο από την οδό ….., ενώ η εναγόμενη με τον σύζυγό της έχουν τη χρήση τμήματος του δεύτερου επιπέδου, επιφάνειας 82,80 τ.μ. με είσοδο από την οδό ……… και του πρώτου επιπέδου, επιφάνειας 35,30 τ.μ. Ωστόσο, από τους προσκομιζόμενους τίτλους κτήσης των διαδίκων και τις περιγραφές σ’ αυτούς των μεταβιβαζόμενων ακινήτων, δεν προκύπτει με σαφήνεια εάν το κτίσμα έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και εάν έχουν νομίμως συσταθεί σε αυτό διηρημένες ιδιοκτησίες. Ειδικότερα, στον τίτλο κτήσης της ενάγουσας, ήτοι στο υπ’ αριθ. …./22.04.1988 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, αναφέρεται ότι αυτή αποκτά λόγω γονικής παροχής από την μητέρα της δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες, η μία του ισογείου με ποσοστό συγκυριότητας 35% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και η άλλη του Α’ ορόφου με ποσοστό συγκυριότητας 15% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, οι οποίες έχουν συσταθεί με το υπ’ αριθ. ………/1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… Στον τίτλο κτήσης του …….., ο οποίος αρχικώς απέκτησε ποσοστό συνιδιοκτησίας 50% επί του οικοπέδου από τις εξαδέλφες της ενάγουσας, … και ………, και ακολούθως μεταβίβασε στην εναγόμενη, σύζυγό του, το ήμισυ του ποσοστού αυτού, ήτοι στο υπ’ αριθ. …/30.04.1993 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, αναφέρεται η ίδια ως άνω πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας υπ’ αριθ. …../1968 και οι διατάξεις του Ν. 3741/1929, ενώ αναφέρονται επιπλέον και οι διατάξεις του ν.δ 1024/1971 που παραπέμπουν σε σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Επίσης ως μεταβιβαζόμενο ακίνητο αναφέρεται μία οριζόντια ιδιοκτησία ισογείου – υπογείου με ποσοστό συγκυριότητας 50% επί οικοπέδου έκτασης 84,855 τ.μ., αντί 121,30 τ.μ. Στον τίτλο κτήσης της εναγόμενης, ήτοι στο υπ’ αριθ. ………../30.12.1994 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….., το οικόπεδο περιγράφεται με έκταση 84,855 τ.μ., γίνεται αναφορά στην ίδια ως άνω πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας υπ’ αριθ. …./1968, στις διατάξεις του Ν. 3741/1929, καθώς και στις διατάξεις του ν.δ 1024/1971, αλλά ως μεταβιβαζόμενα ακίνητα αναφέρονται μία οριζόντια ιδιοκτησία ισογείου – υπογείου με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου (έκτασης 84,855 τ.μ.) 50% εξ αδιαιρέτου και μία οριζόντια ιδιοκτησία με ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου (έκτασης 84,855 τ.μ.) 50% εξ αδιαιρέτου, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ανεγέρσεως πρώτου ορόφου στο δώμα και το δικαίωμα υψούν πάνω από τον όροφο αυτό. Ακολούθως, από τους τίτλους κτήσης των διαδίκων δεν προκύπτει με σαφήνεια εάν υφίσταται εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα ή εάν το κτίσμα έχει υπαχθεί νομίμως είτε στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 με τη σύσταση σ’ αυτό διηρημένων ιδιοκτησιών, είτε του ν.δ 1024/1971 με τη σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας, η ασάφεια δε αυτή εντείνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι στο υπ’ αριθ. ………../1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… και στον τίτλο κτήσης της ενάγουσας περιγράφεται ως πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, ενώ στον τίτλο κτήσης της εναγόμενης ως προικοσύμφωνο. Επιπλέον, στον τίτλο κτήσης του ……………. αναφέρεται ότι αυτός έχει δικαίωμα με συμπληρωματικό συμβόλαιο πώλησης, ακόμη και διά αυτοσυμβάσεως και χωρίς την καταβολή επιπλέον τιμήματος, να αποκτήσει την κυριότητα ενός χώρου διαστάσεων 2 μ. Χ 5 μ. περίπου, και σε άλλα σημεία διαστάσεων 3 μ. Χ 5 μ., ο οποίος αποτελεί επέκταση του υπογείου της ιδιοκτησίας προς την οδό …. με είσοδο από την οδό ….., μέσω ενός διαδρόμου μήκους 7 μ. Τέτοιο συμπληρωματικό συμβόλαιο δεν προκύπτει ότι έχει καταρτιστεί, πλην όμως ο …….. δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./30.12.1994 συμβολαίου αγοραπωλησίας, μεταβίβασε στην εναγόμενη και τον χώρο αυτό. Εξαιτίας της προαναφερόμενης ασάφειας των τίτλων κτήσης των συγκυρίων του ακινήτου, της αμφισβητούμενης κυριότητας του ανωτέρω χώρου διαστάσεων 2 μ. Χ 5 μ., άλλως 3 μ. Χ 5 μ., αλλά και της επίκλησης από την εναγόμενη και τον σύζυγό της ότι είναι κύριοι του δικαιώματος υψούν, προκλήθηκε μεταξύ των διαδίκων σφοδρή αντιδικία, η οποία εντάθηκε με την έναρξη των οικοδομικών εργασιών συντήρησης και ανακαίνισης των ακινήτων τους. Ακολούθως δημιουργήθηκαν μεταξύ τους εντάσεις και προστριβές, καθόσον η κάθε πλευρά θεωρούσε παράνομες τις οικοδομικές εργασίες της άλλης πλευράς, αλλά και συχνά επεισόδια με εκατέρωθεν εξυβρίσεις και απειλές, προσφυγές στην Αστυνομική Αρχή, μηνύσεις, αγωγές και πληθώρα καταγγελιών στην αρμόδια Πολεοδομία ….. Αποδείχθηκε περαιτέρω αναφορικά με τον προαναφερόμενο χώρο διαστάσεων 2 μ. Χ 5 μ., άλλως 3 μ. Χ 5 μ., ότι επρόκειτο για χώρο του πρώτου επιπέδου του κτίσματος, ο οποίος εκτεινόταν προς την οδό ….. και σε συνέχεια του χώρου χρήσης της εναγόμενης, επιφάνειας 35,30 τ.μ. στο ίδιο επίπεδο του κτιρίου, ισόγειο ως προς την ιδιοκτησία της ενάγουσας και υπόγειο ως προς την ιδιοκτησία της εναγόμενης, βρισκόταν εκτός της ρυμοτομικής γραμμής του οικοπέδου, ήτοι σε κοινόχρηστο χώρο, και είχε δίοδο από την οδό ….., μέσω διαδρόμου μήκους 7 μ. Η οροφή του χώρου αυτού χρησίμευε και ως πλατύσκαλο επί του οποίου υφίστατο, από πολλών δεκαετιών, η κλίμακα εισόδου στην οικία της ενάγουσας του δεύτερου επιπέδου του κτιρίου. Εξαιτίας των συνεχών προστριβών και εντάσεων μεταξύ των διαδίκων σχετικά με τη χρήση του χώρου αυτού, η εναγόμενη προέβη σε διαδικασίες για την κατεδάφισή του, υποβάλλοντας την 12.06.1997 αίτηση στην Πολεοδομία …., διά του πολιτικού μηχανικού …….., για τη χορήγηση αδείας κατεδάφισης υπογείου εκτός ρυμοτομικής γραμμής, προσκομίζοντας ως δικαιολογητικά: α) τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού με ημερομηνία έγκρισης 19.06.1997, β) το από 19.06.1997 τοπογραφικό του ιδίου πολιτικού μηχανικού, στο οποίο, εμφανίζεται το οικόπεδο επιφάνειας 120 τμ, και με αναφορά σε μία μόνο ιδιοκτήτρια, την …….., γ) την από 19.06.1997 κάτοψη του δευτέρου και του πρώτου επιπέδου, στην οποία δεν αποτυπώνεται η οικία της ενάγουσας, και δ) τομή και όψεις του κτιρίου, στις οποίες δεν εμφανίζεται η είσοδος και η πρόσβαση της οικίας της ενάγουσας από την οδό ….. (τομή Α/Α). Με βάση τα έγγραφα αυτά και χωρίς τη διενέργεια αυτοψίας, η Διεύθυνση Πολεοδομίας …. εξέδωσε την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./04.02.2000 άδεια κατεδάφισης υπογείου εκτός ρυμοτομικής γραμμής, η ισχύς της οποίας παρατάθηκε μέχρι και την 04.02.2001. Την 26.01.2001, η εναγόμενη κατεδάφισε τον υπόγειο αυθαίρετο χώρο της αποθήκης μαζί με το πλατύσκαλο – πεζοδρόμιο και την πρόσβαση – κλίμακα εισόδου στην οικία της ενάγουσας στο δεύτερο επίπεδο του κτίσματος, με αποτέλεσμα να είναι πλέον αδύνατη η χρήση της εισόδου αυτής και η πρόσβαση της ενάγουσας στην οικία της. Ακολούθως, η ενάγουσα απευθύνθηκε στον ΣΥΝΗΓΟΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ και συντάχθηκε το προσκομιζόμενο από Μαΐου 2002 πόρισμα «Υπόθεσης …../19.06.2001», σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του οποίου η σχετική άδεια κατεδάφισης εκδόθηκε παράνομα, και συγκεκριμένα: «1. Η εκδοθείσα οικοδομική άδεια κατεδάφισης δεν εξεδόθη νομίμως, διότι: (α) εξεδόθη για κτίσμα σε κοινόχρηστο χώρο ανήκοντα στο Δήμο (Το Τμήμα Οδοποιίας Δήμου ….., ήδη από το 1996 είχε επισημάνει ότι το αυθαίρετο βρισκόταν κάτω από πεζοδρόμιο). Επομένως σε περίπτωση αίτησης για έκδοση άδειας κατεδάφισης ο ενδιαφερόμενος θα ήταν ο Δήμος, (β) Ακόμη και αν το Πολεοδομικό Γραφείο παραπλανήθηκε από την αίτηση και τα προσκομισθέντα στοιχεία ενός των ιδιοκτητών θα έπρεπε να ζητήσει την προσκόμιση συμβολαίου, επομένως και την κατ’ αρχήν υποβολή αίτησης από τους συνιδιοκτήτες. Εάν για την έκδοση της οικοδομικής αδείας προσκομίστηκε ο υπ’ αριθμ. …./1993 ή υπ’ αριθμ. …./1994 τίτλος ιδιοκτησίας, το Πολεοδομικό Γραφείο θα έπρεπε να επισημάνει την αναγραφόμενη σ’ αυτά δήλωση των ιδιοκτητών περί πλήρους κυριότητας του κοινόχρηστου χώρου. Εξάλλου, η εκφρασθείσα γνώμη της Νομικής Διεύθυνσης του Δήμου ……. αναφέρεται σε θέματα ιδιοκτησιακά του συγκεκριμένου τμήματος και όχι στην δυνατότητα χορήγησης της οικοδομικής αδείας για πολεοδομικούς ή άλλους λόγους, (γ) Για τη συμμόρφωση των συνιδιοκτητών με την έκθεση αυτοψίας, δηλαδή την αχρησία του υπογείου χώρου, δεν απαιτείται ούτε σήμερα οικοδομική άδεια, μετά την ειδική μνεία περί αυτού από τον Νομοθέτη, ούτε απαιτείτο κατά τον χρόνο της κατεδάφισης. Ο χώρος κρίθηκε ως αυθαίρετος επειδή δεν είχε (με οικοδομική άδεια), ούτε ήταν δυνατόν να αποκτήσει (με οποιοδήποτε τρόπο) νόμιμη υπόσταση, ως ευρισκόμενος εντός κοινοχρήστου χώρου. Ούτως ή άλλως κατεδαφίζεται με τις προβλεπόμενες από τον νομοθέτη ειδικές περί αυθαιρέτων διατάξεις και όπως αναφέρουν οι συστάσεις για τις κατεδαφίσεις κτιρίων. 2. Το Τμήμα Οδοποιίας, παρότι, έχοντας την αρμοδιότητα, διαπίστωσε την ύπαρξη του αυθαιρέτου και γνώριζε τουλάχιστον από το 1996 ότι στο σημείο αυτό υπήρχε πεζοδρόμιο, απεδέχθη το 2001 ότι σωστά κατεδαφίστηκε κατασκευή, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει προβεί στην αποκατάσταση της πρόσβασης, προκειμένου να διασφαλιστεί η επικοινωνία της ιδιοκτησίας του πολίτη με τον κοινόχρηστο χώρο». Επιπλέον αποδείχθηκε ότι με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ………./09.04.2001 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου …., τάχθηκε στην εναγόμενη προθεσμία δεκαπέντε ημερών προκειμένου να επαναφέρει το πλατύσκαλο στην αρχική του κατάσταση, πλην όμως αυτή αρνήθηκε. Ακολούθως ο Δήμος … με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 570/01.08.2002 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ενέκρινε την κατασκευή βοηθητικής κλίμακας επί οδού . ….., επιτρέποντας στην ενάγουσα να δημιουργήσει πρόσβαση ανόδου από την οδό … στον Α’ όροφο της οικοδομής της, και χορήγησε σ’ αυτή την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……./26.09.2002 άδεια για την κατασκευή βοηθητικής κλίμακας επί της οδού ……………. Την ανωτέρω απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και την ανωτέρω άδεια κατασκευής κλίμακας προσέβαλε η εναγόμενη ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 195/2009 απόφασή του έκρινε νόμιμες τις προσβαλλόμενες πράξεις και απέρριψε την από 09.05.2003 προσφυγή – αίτηση ακυρώσεως της εναγόμενης κατά του Δήμου …… Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 799/1997 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 25 ημερών για τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας που τέλεσε σε βάρος της εναγόμενης το τελευταίο εικοσαήμερο του μηνός Απριλίου του έτους 1995 και την 12.06.1995, ενώ δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 4632/2009 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 4 μηνών για τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης που τέλεσε σε βάρος της εναγόμενης την 06.09.2005, η δε έφεση κατά της απόφασης αυτής τέθηκε στο αρχείο με Πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς κατ’ άρθρο 2 του Ν. 4042/2012. Επίσης, δυνάμει της προσκομιζόμενης υπ’ αριθ. 4503/2011 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, δικάζοντας κατ’ έφεση κατά της υπ’ αριθ. 4503/2010 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης 70 ημερών για τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης, της απειλής και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας που τέλεσε σε βάρος της εναγόμενης την 17.04.2008. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατόπιν της από 29.12.2000 έγκλησης της εναγόμενης ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της ενάγουσας για την αξιόποινη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, και συγκεκριμένα ότι αυτή προκειμένου να ενεργήσει οικοδομικές εργασίες στην προαναφερόμενη οικοδομή συνιδιοκτησίας των διαδίκων, επέτυχε να βεβαιωθούν στην υπ’ αριθ. ……../2000 οικοδομική άδεια που εκδόθηκε από το Πολεοδομικό Γραφείο ……, κατά παραπλάνηση των υπαλλήλων αυτού, περιστατικά μη ανταποκρινόμενα στην πραγματική κατάσταση της οικοδομής, όπως αυτά εμφανίζονταν στην τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ……., κατά την οποία οι υπό εκτέλεση οικοδομικές εργασίες δεν προσέκρουαν στις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις. Με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. 75/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς κρίθηκε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι η ενάγουσα τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτή ως άνω πράξη και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της, ενώ η έφεση κατά αυτού του βουλεύματος απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. 181/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, κατά του οποίου απορρίφθηκε η ασκηθείσα από την εναγόμενη από …../20.05.2003 αίτηση αναίρεσης με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. 829/2004 βούλευμα του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατόπιν της από 02.01.2002 μηνυτήριας αναφοράς της εναγόμενης ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της ενάγουσας για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία πραγματογνώμονα, και συγκεκριμένα ότι αυτή προκάλεσε την απόφαση στους πραγματογνώμονες ………… που διορίσθηκαν από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, αφού διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη κατόπιν της ανωτέρω από 29.12.2000 έγκλησης της εναγόμενης, να συντάξουν την από 20.09.2001 έκθεση στην οποία εξέθεταν εν γνώσει τους ψευδή γεγονότα και απέκρυπταν τα αληθή. Με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. 1411/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που κατέστη αμετάκλητο λόγω της μη άσκησης ενδίκων μέσων, κρίθηκε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ότι η ενάγουσα τέλεσε την αποδιδόμενη σ’ αυτή ως άνω πράξη και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος της. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι στα πλαίσια της προαναφερόμενης σφοδρής και μακροχρόνιας αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, η εναγόμενη προέβη σε τρεις συνολικά δημοσιεύσεις κειμένων στην εφημερίδα “………..”. Συγκεκριμένα, στο υπ’ αριθ. φύλλο …. της 20.02.2014 στο εξώφυλλο της εφημερίδας υπό τον τίτλο «ΔΗΜΟΣ ….: Πόσο σέβεται τον Δημότη και κατά πόσο υπηρετεί τα συμφέροντα του?», αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Επί 20 (είκοσι) χρόνια σχεδόν τα βρώμικα κυκλώματα του Δήμου με έχουν γεμίσει με πρόστιμα “μαϊμού”, τα οποία βεβαιώνουν σε διάφορους χρηματικούς καταλόγους και κατά διαστήματα μου στέλνουν ειδοποιήσεις να τα πληρώσω, απειλώντας ακόμη και με κατασχέσεις κινητής και ακίνητης περιουσίας». Στη συνέχεια, στη σελίδα 27 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «Η ιστορία αυτή άρχισε το 1984, όταν η συνιδιοκτήτρια στο εξ αδιαιρέτου οικόπεδο όπου βρίσκεται η κατοικία μου, κα ……., γέμισε με καταγγελίες το ακίνητο μου για “αυθαίρετες κατασκευές”… Οι καταγγελίες στο σύνολο τους έγιναν με ανακριβή στοιχεία και ορισμένες με αναληθή και εντελώς ψευδή στοιχεία. Με βάση τις καταγγελίες αυτές, η καταγγέλλουσα κα ………., επί Δημάρχου κυρίου …. και Αντιδημάρχου τεχνικών υπηρεσιών κυρίου …., προσκόμισε επί πλέον πλαστά έγγραφα και ο Δήμος εξέθρεψε μία μεγάλη απάτη σε βάρος μου. Με αυτή την απάτη η αντίδικος μπορούσε να αποσπάσει ένα μεγάλο μέρος από την ιδιοκτησία μου και να το ενσωματώσει στη δική της. Η υπόθεση αυτή βρίσκεται στα Αστικά, Διοικητικά και ποινικά δικαστήρια». Στο εν λόγω δημοσίευμα η εναγόμενη παραθέτει ορισμένα στοιχεία της μεταξύ των διαδίκων αντιδικίας, κάνοντας λόγο για «καταγγελίες με ανακριβή στοιχεία στο σύνολό τους και ορισμένες με αναληθή και εντελώς ψευδή στοιχεία», «πλαστά έγγραφα» και «απάτη» εκ μέρους της ενάγουσας προκειμένου να «αποσπάσει ένα μεγάλο μέρος από την ιδιοκτησία μου και να το ενσωματώσει στη δική της». Οι ισχυρισμοί αυτοί της εναγόμενης κρίνονται αναληθείς, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι η ενάγουσα προέβη σε καταγγελίες προς την αρμόδια Πολεοδομία ……, χρησιμοποιώντας εν γνώσει της ανακριβή ή αναληθή στοιχεία, ούτε ότι έκανε χρήση πλαστών εγγράφων, ούτε ότι τέλεσε το αδίκημα της απάτης, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της εναγόμενης, με την απόσπαση μέρους της ιδιοκτησίας της. Αντιθέτως προέκυψε ότι κατόπιν των υπ’ αριθ. ../94, …/94, …/94, …/94, …/94, ../95, …/97 εκθέσεων αυτοψίας που διενεργήθηκαν από τη Διεύθυνση – Υπηρεσία Δόμησης του Δήμου ……, διαπιστώθηκαν αυθαίρετες κατασκευές στα ακίνητα της εναγόμενης και βεβαιώθηκαν ταμειακά σε βάρος της πρόστιμα διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών. Άλλωστε, και η ίδια η εναγόμενη στα επίδικα δημοσιεύματα αναφέρεται στις υπ’ αριθ. …./94 και …/94 εκθέσεις αυτοψίας που διενεργήθηκαν κατόπιν καταγγελιών της ενάγουσας, καθώς και στα εκδοθέντα σε βάρος της πρωτόκολλα αυθαίρετων κατασκευών. Επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί θίγουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας ως ατόμου, αφού την παρουσιάζουν ως εμπλεκόμενη στα ιδιαίτερης απαξίας αδικήματα της χρήσης πλαστού και της απάτης σε βάρος της εναγόμενης. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εναγόμενη δημοσίευσε στο υπ’ αριθ. φύλλο ….. της 18.09.2014 της ίδιας εφημερίδας και στο εξώφυλλο αυτής κείμενο υπό τον ίδιο τίτλο στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σε αυτό το δημοσίευμα μου θα αναφερθώ στο ποινικό μέρος αυτής της υπόθεσης. Παρόλο που η πολεοδομία μου στέλνει συνεχώς ειδοποιήσεις να πληρώσω τα πρόστιμα διατήρησης της καταγγελίας με έκθεση αυτοψίας …./94. Η καταγγελία αυτή αφορά κλιμακοστάσιο της κατοικίας μου, το οποίο υπήρχε και δεν είναι αυθαίρετη κατασκευή δική μας, όπως υπήρχε και η αποθήκη που κατεδαφίστηκε. Αξίζει να δει κανείς πως χρησιμοποιήθηκαν όλα αυτά τα έγγραφα των ψευδών καταγγελιών που απέσπασε η κα ……… από την Πολεοδομία». Στη συνέχεια, στη σελίδα 23 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, «Πρώτα – πρώτα έπεισε τον άλλο γείτονα μου, ιδιοκτήτη της όμορης προς την δική μου ιδιοκτησίας και οικογενειακό της φίλο, τον κύριο ……., να προσπαθήσει να αποσπάσει και αυτός μέρος της ιδιοκτησίας μου. Τώρα που μπορούσαν να αποσπούν από την πολεοδομία τα οποιαδήποτε έγγραφα που τους εξυπηρετούσαν, πίστεψαν πως ήταν εύκολο να επιτύχουν τα σχέδια τους. Άρεσε στον κύριο ………….. αυτή η ιδέα και άρχισε να μου ζητά ένα τμήμα της κατοικίας μου επί της οδού ………………, 80 εκ. πλάτος επί 12 μέτρα, το οποίο ονόμαζε μεσοτοιχία και ισχυριζόταν ότι ήταν δικό του. Ζητούσε να μου κατεδαφίσει το τμήμα αυτό του κτίσματος και να ενσωματώσει τη λωρίδα της γης στο δικό του οικόπεδο. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει φυσικά διότι στην πλήρη σειρά των τίτλων της ιδιοκτησίας μου, που υπάρχει από το 1908, αναφέρεται το μήκος των πλευρών του οικοπέδου μου καθώς και το εμβαδόν του. Μέσα σε αυτό το εμβαδόν υπάρχει το κτίσμα μου. Ενώ τα συμβόλαια του κυρίου …. γράφουν ότι έχει ένα οικόπεδο 100 τμ περίπου, μείζον ή έλασσον. Άρχισαν λοιπόν μία ομαδική επίθεση εναντίον μου και οι δύο οικογένειες … – ….. Και τότε αντιμετώπισα τριτοκοσμικές καταστάσεις. Έχοντας ανά χείρας τα πρωτόκολλα αυθαιρέτων των ψευδών καταγγελιών, άρχισαν να με βρίζουν χυδαία, σε σημείο να μην μπορώ να σταθώ στην γειτονιά. Σιγά – σιγά άρχισαν να σκληραίνουν την στάση τους. Μου πετούσαν πέτρες και ξύλα. Όχι απλά ξύλα, αλλά μικρά σανίδια με πρόκες επάνω, από την οικοδομή μου. Έκαναν επιθέσεις στους οικοδόμους και δεν τους άφηναν να δουλέψουν. Μάλιστα κάποιον προσπάθησαν να τον γκρεμίσουν από την σκαλωσιά. Αμέσως ζήτησα βοήθεια από το Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά, με την υπ’ αριθμ. ./../… στις 17-7-1996 αίτηση μου και την είχα… Άρχισαν να μου κάνουν ζημιές. Το ζεύγος ….. με ξύλα ξεσοβάντιζε τις προσόψεις της κατοικίας μου και μου πετούσαν τους σοβάδες στο πρόσωπο μου. Φυσικά κατέφυγα στα ποινικά δικαστήρια. Καταδικάστηκαν σε όλα. Αλλά τα δικαστήρια είναι χρονοβόρα και το τελευταίο τελείωσε πριν ένα χρόνο περίπου. Το επόμενο βήμα τους ήταν να καλούν την Άμεσο Δράση να δείχνουν τις εκθέσεις αυτοψίας των ψευδών καταγγελιών και να μου διακόπτουν τις εργασίες καθημερινά… Οι “νόμιμοι” κύριοι … – ….. δεν σταμάτησαν εδώ. Αποφάσισαν να διώξουν από την γειτονιά τους μία “παράνομη” σαν εμένα. Μοίρασαν λοιπόν σε όλη τη γειτονιά τις εκθέσεις αυτοψίας των ψευδών καταγγελιών και μάζεψαν υπογραφές από τους υπόλοιπους “νόμιμους” γείτονες και πήγαν στον Συνήγορο του Πολίτη. Και ο Συνήγορος του Πολίτη χωρίς να ακούσει την αντίδικη πλευρά τους δικαίωσε. Συγχαρητήρια λοιπόν και στον Συνήγορο του Πολίτη. Παρόλες τις βρώμικες προσπάθειες για να μου αποσπάσουν από την ιδιοκτησία μου τα τμήματα που ήθελαν οι αντίδικοι, δεν τα κατάφεραν. Πήγαν λοιπόν στην Πολεοδομία του Δήμου …… και έκαναν την δουλειά τους. Η κυρία ……… με την υπ’ αριθμ. άδεια οικοδομής …../2000 καταπάτησε τα τμήματα που ήθελε παρ’ όλο που τα είχε χάσει και στα ασφαλιστικά μέτρα και στην αγωγή… Τελικά το πιο φτηνό πράγμα στη ζωή είναι οι συνειδήσεις των ανθρώπων. Θα επαναλάβω για άλλη μια φορά αυτό που έγραψε στο δεύτερο δημοσίευμα μου, ότι ο Δήμος ……, ένας από τους μεγαλύτερους Δήμους της Ελλάδος, έχει μετατραπεί σε εργαλείο βρώμικων υπηρεσιών, από τους ………….. Είναι λυπηρό». Αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγόμενη με το κείμενο της, που δημοσιεύθηκε υπό τον ίδιο τίτλο στην ίδια εφημερίδα στο υπ’ αριθ. φύλλο ….. της 06.11.2014, στο εξώφυλλο αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Μετά την μικρή παρένθεση που έκανα στο δημοσίευμα μου στις 18 Σεπτεμβρίου 2014, η οποία αφορούσε το ποινικό μέρος της υπόθεσής μου, επανέρχομαι στα κατορθώματα του Δήμου ….. Ειδικά στα κατορθώματα εκείνα με τα οποία ο Δήμος άρχισε να διαμορφώνει τον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού μου, σύμφωνα με τον χώρο που βρίσκεται έξω από το κτίσμα του ………. Έχω αναφέρει σε προηγούμενο δημοσίευμά μου ότι η αντίδικος ……… χρησιμοποίησε στα δικαστήρια το κτίσμα του ………, που βρίσκεται στο απέναντι τετράγωνο από την δική μου ιδιοκτησία», ενώ στη σελίδα 21 αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Συγκεκριμένα στους πραγματογνώμονες ………. που ορίστηκαν από το Δικαστήριο, η …….. ενεχείρησε την οικοδομική άδεια του ……… με αριθμό ………/1950 καθώς και όλη την σειρά των ψευδών καταγγελιών, οι οποίες προέκυψαν από τις διαφορές που έχουν τα δύο κτίσματα, το δικό μου και του …….. Έτσι η κυρία ….. βγήκε κατά τα κοινώς λεγάμενο “Ασπροπρόσωπη”. Η πιο σημαντική διαφορά ήταν η αυθαίρετη αποθήκη που υπήρχε στην ιδιοκτησία μου, στην οδό ……….., εκτός οικοδομικής γραμμής. Φτιαγμένη πολλά χρόνια πριν το 1955. Στη σωρεία καταγγελιών της …. αναφέρεται ως αυθαίρετη αποθήκη. Στην έκθεση αυτοψίας με αριθμό …/94 αναφέρεται ως αυθαίρετη αποθήκη. Στο σκαρίφημα του μηχανικού κυρίου Νομικού που έκανε την αυτοψία, αναφέρεται ως αυθαίρετη αποθήκη. Στα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης, αναφέρεται ως αποθήκη. Στην απόφαση κατεδάφισης της Πολεοδομίας στις 29-5-1995 με αριθμό πρωτοκόλλου ….. αναφέρεται ως αυθαίρετη αποθήκη. Στην άδεια κατεδάφισης …./2000, την οποία υπέγραψε η μηχανικός του Δήμου κα …., αναφέρεται ως υπόγειο εκτός Ρυμοτομικής Γραμμής. Από της 29/5/1995 που απεφάσισε η Πολεοδομία την κατεδάφιση της αυθαιρέτου αποθήκης, η κατεδάφιση πραγματοποιήθηκε στις 26-1-2001 διότι η μεν Πολεοδομία αδυνατούσε να την πραγματοπιήσει για τεχνικού λόγους και εγώ προσπαθούσα να την διασώσω μέσω των τεχνικών και νομικών συμβούλων μου. Η …. άρχισε τότε έναν βρώμικο και απάνθρωπο πόλεμο προκειμένου να με αναγκάσει να την κατεδαφίσω. Θα αναφέρω μόνο δύο περιστατικά, τα οποία ενεγράφησαν στο βιβλίο συμβάντων της Αμέσου Δράσεως και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στα ποινικά Δικαστήρια, από την πληθώρα των εγγεγραμμένων περιστατικών (καμιά πενηνταριά περίπου). Το ένα περιστατικό ήταν στις 14-4-1996 ημέρα, του Πάσχα, που η …. με το σύζυγό της άνοιξαν τρύπες χτυπώντας με λοστό το παλαιό ρολό της επίμαχης αποθήκης και τοποθέτησαν ψησταριά με τον οβελία έξω ακριβώς από την αποθήκη. Αμέσως γέμισε καπνούς το σπίτι μου, διότι, η αποθήκη επικοινωνούσε με το υπόλοιπο σπίτι. Ήμουν χειρουργημένη και δεν μπορούσα μετακινηθώ και αναγκαστήκαμε να καλέσουμε την Άμεσο Δράση για να τους υποχρεώσει να απομακρύνουν τον οβελία από την αποθήκη. Παρά τις υποδείξεις της Αμέσου Δράσεως οι κύριοι … άρχισαν να φωνάζουν “Μωρή βρώμα που θα πας με τα έντερα έξω, εδώ θα μείνεις και θα σκάσεις σαν το ποντίκι”. Έκανα το “ωραιότερο” Πάσχα της ζωής μου. Το άλλο περιστατικό που έπαιξε ρόλο στην απόφασή μου να κατεδαφίσω την αυθαίρετη αποθήκη ήταν στις 16-3-1997. Οι κύριοι ….. μου γέμισαν με νερό τον πίνακα της ΔΕΗ που βρίσκεται στη μεσοτοιχία των δύο κατοικιών και άρχισαν να φωνάζουν “Μωρή βρώμα αν δεν γκρεμίσεις την αποθήκη θα σε κάψουμε ζωντανή”. Κάλεσα την Άμεσο Δράση και το συνεργείο της ΔΕΗ και έκοψε το ρεύμα. Εκτός από τα ανωτέρω περιστατικά ακολούθησαν και άλλα γεγονότα εξίσου άσχημα, που αναστάτωσαν την ζωή μου, για αρκετά χρόνια. Δεν μπορούσα να καθυστερήσω άλλο την κατεδάφιση της αυθαίρετης αποθήκης, διότι τα προβλήματα που μου δημιουργούσαν καθημερινά οι κύριοι … ήταν πολύ δυσάρεστα. Η κατεδάφιση έγινε στις 26-1-2001. Και ξαφνικά άρχισε η μεγάλη ταλαιπωρία της ζωής μου. Η …. στις 20-1-2001 με την υπ’ αριθμ. …./29-1-2001 καταγγελία της διαμαρτύρεται ότι κατεδάφισα πεζοδρόμιο από το οποίο είχε πρόσβαση για εβδομήντα χρόνια στο ακίνητο της στην οδό ……….. ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ ΑΠΟΘΗΚΗ, ΗΤΑΝ ΠΛΑΣΜΑ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΜΟΥ, ΥΠΗΡΞΕ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΑ!!! Τότε πήρε αμέσως τη σκυτάλη ο ΔΗΜΟΣ …… και άρχισε να διαμορφώνει τον περιβάλλοντα χώρο της κατοικίας μου, σύμφωνα με τον περιβάλλοντα χώρο της κατοικίας ……….. ΠΡΩΤΗ: Η οδοποιία με την υπ’ αριθμόν …./…/2001 στις 6-2-2001 διαπιστώνει ότι αποξήλωσα πεζοδρόμιο με το πρόσχημα άρσης της αυθαιρεσίας. ΔΕΥΤΕΡΗ: Η Πολεοδομία με αριθμ. πρωτ. …/…. στις 9-4-2001 διαπιστώνει ότι αποξήλωσα πλατύσκαλο. Το σχετικό έγγραφο μου το έστειλε η ίδια η κα …. που είχε ελέγξει και υπογράψει την 55/2000 άδεια κατεδάφισης, μετά τον έλεγχο φυσικά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και την ομόφωνη απόφασή της να κατεδαφιστεί η αποθήκη. Βροχή οι ενστάσεις και τα εξώδικα από τον νομικό μου Σύμβουλο, καθώς και οι τεχνικές εκθέσεις με τις αεροφωτογραφίες και φωτοερμηνείες από τον μηχανικό μου. Από την σειρά των αεροφωτογραφιών των ετών 1953 μέχρι 1970 αποδεικνύεται ότι η ……. το 1970 έφτιαξε ένα παράνομο εξώστη και τον είχε ενώσει με την πλάκα επικαλύψεως της Αποθήκης μετατρέποντας την εστεγασμένη τζαμαρία της ταβέρνας σε κατοικία, χωρίς να αλλάξει την χρήση και χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας, διότι την είχε καταπατήσει. ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ!!! Ο Δήμος …… να υπηρετεί τις παράνομες και παράλογες απαιτήσεις μιας Γυναίκας που μπαίνει και βγαίνει στα ποινικά Δικαστήρια. Το πλέον γελοίο έγγραφο που παρέλαβα από τον Δήμο ήταν στις 5-12-2001 με αριθμό πρωτ. ……./2001 (………../7-12-01) που έγραφε ότι το τμήμα που κατεδαφίστηκε ήταν και αποθήκη και πεζοδρόμιο». Κατόπιν τούτων, από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι η ενάγουσα πράγματι καταδικάσθηκε με τις προαναφερόμενες αποφάσεις για τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης, της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης και της απειλής που τέλεσε σε βάρος της εναγόμενης, πλην όμως απαλλάχθηκε των δύο σοβαρών κατηγοριών, για τις οποίες της ασκήθηκε ποινική δίωξη, μετά από τις ανωτέρω μηνύσεις της εναγόμενης, και συγκεκριμένα για την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία πραγματογνώμονα. Συνεπώς, κρίνονται αναληθείς οι ισχυρισμοί που περιέχονται στο δεύτερο και στο τρίτο δημοσίευμα, με τους οποίους επιχειρείται να εμφανισθεί η ενάγουσα ως άτομο που απασχολεί συνεχώς τη δικαιοσύνη «μιας Γυναίκας που μπαίνει και βγαίνει στα ποινικά Δικαστήρια», ταυτόχρονα δε αποκρύπτεται σκοπίμως η απαλλαγή της ενάγουσας από τις αποδιδόμενες σ’ αυτή, μετά από μηνύσεις της εναγόμενης, αξιόποινες πράξεις της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία πραγματογνώμονα, που ενέχουν πολύ μεγαλύτερη απαξία σε σχέση με τις ανωτέρω πράξεις για τις οποίες αυτή καταδικάσθηκε. Επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί με τους οποίους αμφισβητείται ευθέως η εντιμότητα, η ακεραιότητα και η ηθική υπόσταση της ενάγουσας, έχουν ως αποτέλεσμα να προσβάλλεται η τιμή και υπόληψή της, αφού την παρουσιάζουν ως κατ’ επανάληψη εμπλεκόμενη σε ποινικές υποθέσεις, ταυτόχρονα δε τυγχάνουν και υβριστικοί σε βάρος της ενάγουσας, αφού προσδίδουν σ’ αυτήν χαρακτηριστικά ανθρώπου που αναλαμβάνει παράνομες δράσεις. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών προέκυψε ότι τα εκτιθέμενα στα επίδικα δημοσιεύματα ως άνω γεγονότα, που θίγουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας ως ατόμου, είναι ψευδή, ενώ η εναγόμενη τελούσε σε γνώση του ψεύδους αυτών. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η εναγόμενη, παρότι γνώριζε τη δυσμενή για την ίδια έκβαση της υπόθεσης αναφορικά με τον ανωτέρω χώρο κατ’ επέκταση του πρώτου επιπέδου του κτίσματος σε κοινόχρηστο δρόμο, κατόπιν της έκδοσης του προαναφερόμενου από Μαΐου 2002 πορίσματος «Υπόθεσης …./19.06.2001» του Συνηγόρου του Πολίτη, αλλά και της έκδοσης της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 195/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, εν γνώσει της προέβη σε εξυβριστικούς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς σε βάρος της ενάγουσας, και συγκεκριμένα ανέφερε ότι ο Συνήγορος του Πολίτη και ο Δήμος ….. υπηρετούν τα «βρώμικα» συμφέροντα της, γεγονός αναληθές. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί και χαρακτηρισμοί που περιέχονται στα επίδικα δημοσιεύματα κρίνονται απαξιωτικοί και προσβλητικοί για την ενάγουσα, ενώ ταυτόχρονα προσβάλλουν και την προσωπικότητά της, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη και του γεγονότος ότι η σφοδρή αντιδικία μεταξύ των διαδίκων παρουσιάζεται μονόπλευρα υπέρ της εναγόμενης, με φρασεολογία εξυβριστική για την ενάγουσα. Αποδείχθηκε επίσης με τη δημοσίευση από την εναγόμενη των επίδικων κειμένων στην ανωτέρω τοπική εφημερίδα, των οποίων έλαβαν γνώση οι αναγνώστες αυτής, δυσφημίστηκε η ενάγουσα σε ευρύ κύκλο προσώπων, και ακολούθως υπέστη ηθική βλάβη, εξαιτίας της εν λόγω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης που συνιστά και προσβολή της προσωπικότητάς της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την ύπαρξη παράνομης και υπαίτιας προσβολής του δικαιώματος της ενάγουσας στην προσωπικότητά της και στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη, και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά αντιθέτως έκρινε ορθά. Συνακόλουθα, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας – εναγόμενης που διαλαμβάνονται στον πρώτο, στον δεύτερο και στον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εσφαλμένο εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν σε βάρος του, αλλά σε υπέρογκο ποσό, κατά την άποψή του, από αυτό που έπρεπε να υπολογιστούν. Ως «ουσία της υπόθεσης» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ’ άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1688/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1818/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2193/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1637/2011 ΝΟΜΟΣ) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης. Εάν το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης, απορριφθεί, ως απαράδεκτο, επέρχε­ται, συγχρόνως, η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Α­ντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται, εάν απορριφθεί, για άλλον λόγο, το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 226/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 4/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑιγ 84/2021 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΔωδ 176/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 104/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 160/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 625/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και εφαρμόζοντας την αρχή της ήττας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας (άρθρα 176, 189 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), επέβαλε τα δικαστικά έξοδα αυτής, τα οποία καθόρισε στο συνολικό ποσό των 600,00 ευρώ, σε βάρος της εναγόμενης. Η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος της των δικαστικών εξόδων επικαλούμενη ότι τα δικαστικά έξοδα έπρεπε να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης – ενάγουσας, λόγω της εύλογης αμφιβολίας περί του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος της τελευταίας. Ο λόγος αυτός ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Τούτο δε, διότι η εκκαλούσα – εναγόμενη δεν προσδιορίζει το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή εάν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας έγινε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποβλήθηκε σχετικό αίτημα απ’ αυτήν, η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 του ΚΠολΔ, αρχή της ήττας, επέβαλε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 180 παρ. 1 και 192 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης τα έξοδα, τα οποία καθόρισε, με βάση το άρθρο 189 παρ.1 του ΚΠολΔ και τα άρθρα 58, 63, 68 και 84 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», καθώς και την αξία του αντικειμένου της ένδικης αγωγής, ενώ, άλλωστε, για τον προσδιορισμό αυτό, με βάση τις ως άνω διατάξεις, δεν παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη. Κατά την επιβολή δε αυτών των δικαστικών εξόδων σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας – εναγόμενης, το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του και επί πλέον, τα οριζόμενα στο Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (βλ. ΑΠ 99/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 81/2021 ΝΟΜΟΣ), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας, που νίκησε εν μέρει στο ποσό αυτό των 600,00 ευρώ.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 05.12.2019 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλε η εκκαλούσα – εναγόμενη, λόγω της ήττας της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 05.12.2019 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3609/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 591 και 614 παρ. 7 του ΚΠολΔ.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. ……../2019 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ που προκατέβαλε η εκκαλούσα – εναγόμενη.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας – εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης – ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 27.4.2023  και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 26.05.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ