Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 374/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης   374/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στη ……………. όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Άγγελου Ροντήρη και

 ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ««………….», που εδρεύει στη ………….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευαγγελίας Μπάλλα με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/21.6.2019 αγωγή κατά της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην της, η υπ’αριθμ.1645/2020 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου η ερημοδικασθείσα εναγομένη, με την από 3.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../3.7.2020 και προσδιορισμού ………../3.7.2020 ανακοπή ερημοδικίας, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1720/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε, κατ’ουσίαν.

Την ανωτέρω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ηττηθείσα ανακόπτουσα, με την από 28.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./28.9.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/28.9.2021 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνηση της με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. H κρινόμενη από 28.9.2021 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./28.9.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/28.9.2021 έφεση της εκκαλούσας – ανακόπτουσας – ερημοδικασθείσης εναγομένης, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 1720/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε κατ’ουσίαν την από 3.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/3.7.2020 και προσδιορισμού ………../3.7.2020 ανακοπή ερημοδικίας της, κατά της υπ’αριθμ.1645/2020 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας, ερήμην της, έγινε δεκτή η από 9.6.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/21.6.2019 αγωγή της ενάγουσας – καθ’ης η ανακοπή ερημοδικίας, ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 παρ. 1 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία, νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 224/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη (ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 6/2012, ΑΠ 633/2011, ΑΠ 1260/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2009 ΕλλΔνη 2010 681, ΑΠ 1562/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Γεγονότα ανώτερης βίας είναι δυνατό να θεωρηθούν, μεταξύ άλλων, η αιφνίδια ασθένεια ή τυχόν ατύχημα, υπό ορισμένες περιστάσεις, του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, όπως και κάθε άλλο, εξαιτίας του οποίου ο διάδικος ή ο δικηγόρος περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας να εμφανιστεί στο δικαστήριο ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτέλεσης της εν λόγω πράξης, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επιπλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΑΠ 1347/2012, ΑΠ 6/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, για το διάδικο θα χρησιμοποιηθούν και υποκειμενικά κριτήρια (ΑΠ 1778/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), για το δικηγόρο, όμως, θα χρησιμοποιηθούν αντικειμενικά κριτήρια, αφού ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι ο δικηγόρος ασκεί λειτούργημα, το οποίο απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεών του. Κατά συνέπεια, το πταίσμα του δικηγόρου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γεγονός ανώτερης βίας (ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΑΠ 774/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008 ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν δηλαδή δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (ΕφΑθ 3670/2007 ΕΦΑΔ 2008 816, ΕφΑθ 2931/2007 ΕΦΑΔ 2008 709, ΕφΠατρ 1011/2007 ΑχαΝομ 2008 433). Το ελάττωμα της κλητεύσεως ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία, που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι (ΕφΔωδ 190/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 409/2010 ΕΠΟΛΔ 2010.853 , ΕφΔωδ 111/2004, ΕφΔωδ 274/2004, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5732/2002, ΕλλΔνη 44. 1384)

Περαιτέρω, κατά την κρατούσα στην νομολογία και θεωρία ορθή άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας με σχέση εντολής, είναι, βάσει αυτής, αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος της, δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας), κατ’άρθρο 211 ΑΚ και, κατά τα συμφωνηθέντα, για ένα ή περισσότερα πλοία της, σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και, συνεπώς, είναι δεκτικός για την επίδοση των απευθυνόμενων σ’ αυτή (πλοιοκτήτρια) δικογράφων αναγομένων στον κύκλο των ανατεθεισών στον εν λόγω εντολοδόχο πράκτορα υποθέσεων (ΕφΠειρ 162/2018, ΕφΠειρ 137/2018, ΕφΠειρ 299/2006 ΕΝαυτΔ 2007, 39, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τομ. Ι, 5η έκδ. σελ. 308-309). Εξάλλου, το εριζόμενο ζήτημα περί της ιδιότητας του ναυτικού πράκτορα, ως αντικλήτου, επιλύθηκε νομοθετικά, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 68 του νέου Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Ν.5020/2023 ΦΕΚ Α΄ 29/15.2.2023), αναφορικά με την αντιπροσωπευτική εξουσία του ναυτικού πράκτορα, με όμοιο τίτλο, προβλέπεται ότι : «1. Ο ναυτικός πράκτορας ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του. 2. Περιορισμοί της αντιπροσωπευτικής εξουσίας του ναυτικού πράκτορα αντιτάσσονται στους τρίτους, εφόσον οι τρίτοι τους γνώριζαν ή, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, όφειλαν να τους γνωρίζουν. 3. Αναφορικά με τις υποθέσεις που του ανατίθενται, ο ναυτικός πράκτορας είναι αντίκλητος του εντολέα του.». Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται αντίκλητος της πλοιοκτήτριας με την ιδιότητα του αυτή καθεαυτή, ως ναυτικός πράκτορας, σχετικά με τις ανατιθέμενες σ’αυτόν υποθέσεις και δεν απαιτείται να διοριστεί, ως αντίκλητος, με έναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 142 ΚΠολΔ τρόπους.

III. Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα, ήδη εκκαλούσα μεταφορική εταιρεία, ζητούσε με την από 3.7.2020 ανακοπή ερημοδικίας, που άσκησε, να εξαφανιστεί η με αριθμό 1645/2020 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην αυτής και έκανε δεκτή την σε βάρος της από 9.6.2019 αγωγή της ενάγουσας – καθ’ης η ανακοπή ερημοδικίας, ήδη εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, υποκαθιστάμενης στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της, παραγγελιοδόχου μεταφοράς για αποζημίωση κατά της εναγομένης – ανακόπτουσας, ήδη εκκαλούσας μεταφορέως, ένεκα ζημίας του φορτίου, κατά την μεταφορά, κατόπιν καταβολής εκ μέρους της του ασφαλίσματος στην αγοράστρια και παραλήπτρια των εμπορευμάτων, για τον λόγο ότι δεν κλητεύθηκε νόμιμα για να παραστεί, κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής της αντιδίκου, στην έδρα της, που βρίσκεται στη ………., αλλά εχώρησε άκυρη επίδοση στην πράκτορα της στην Ελλάδα, εταιρεία με την επωνυμία «………….», που βρίσκεται στον Πειραιά, όπως προκύπτει από την από 1.7.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……….., για λογαριασμό αυτής ως εναγομένης, με την επίκληση ότι η ως άνω εταιρεία αποτελεί γενικό πράκτορα και εκπρόσωπο της στην Ελλάδα, πλην όμως μόνο ο χαρακτηρισμός αυτός δεν αρκεί για να της προσδώσει την ιδιότητα του αντικλήτου, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι είχε διοριστεί, κατ’άρθρο 142 ΚΠολΔ, επιδιώκοντας να εκδικαστεί εκ νέου η αγωγή της ενάγουσας – καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης εταιρείας, με σκοπό την απόρριψη της.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη δέχθηκε τυπικά την ανωτέρω ανακοπή ερημοδικίας και την απέρριψε κατ’ουσίαν, αποφαινόμενο για την νομική αβασιμότητα του μοναδικού, ως άνω, λόγου της και διέταξε την εισαγωγή του προκαταβλητέου  οικείου παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ).

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η εκκαλούσα – ανακόπτουσα – εναγομένη με την κρινόμενη έφεση για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ούτως ώστε η ως άνω ανακοπή ερημοδικίας να γίνει δεκτή αποδιδόμενου του σχετικού παραβόλου και ακολούθως, να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη εκδοθείσα ερήμην της πρωτόδικη απόφαση, με σκοπό την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την απόρριψη της καθ’ ολοκληρίαν.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 142 ΚΠολΔ, έκρινε ότι η επίδοση της από 9.6.2019 αγωγής της αντιδίκου στην εν Πειραιά πράκτορα της «………….” για λογαριασμό της, αποτελεί νόμιμο τρόπο επίδοσης, ενώ τυγχάνει άκυρος, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για την απόκτηση από την εν λόγω εταιρεία της ιδιότητας του αντικλήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 142παρ.1 και 4 ΚΠολΔ και συνεπώς, εσφαλμένα ερημοδικάστηκε κατά την συζήτηση της ανωτέρω αγωγής και έδει δεκτής γενομένης της ανακοπής της, να εξαφανιστεί η εκδοθείσα ερήμην της πρωτόδικη απόφαση, που την έκανε δεκτή.

Ο κρινόμενος λόγος, ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη, καθίσταται απορριπτέος, ως μη ερειδόμενος στον νόμο, εφόσον η εν λόγω ναυτική πράκτορας και αντιπρόσωπος της εναγομένης – ανακόπτουσας -εκκαλούσας εταιρείας στην Ελλάδα, είναι δεκτική επιδόσεως των απευθυνομένων στην αντιπροσωπευομένη απ’αυτήν πλοιοκτήτρια εντολέα της δικογράφων, ούσα αντίκλητος της εναγομένης πλοιοκτήτριας με την ιδιότητα της αυτή καθεαυτή, ως ναυτικός πράκτορας, σχετικά με τις ανατιθέμενες σ’αυτήν υποθέσεις και δεν απαιτείται επιπλέον να έχει διοριστεί, ως αντίκλητος, με έναν από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 142 ΚΠολΔ τρόπους, ως αβασίμως αιτιάται η εκκαλούσα. Ως εκ τούτων, η κρινόμενη επίδοση έλαβε χώρα νομότυπα και δεν στοιχειοθετείται βάσιμος λόγος ανακοπής ερημοδικίας, που να δικαιολογεί την ερημοδικία της εναγομένης εκ μη νομίμου κλητεύσεως της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τον νόμο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στην κρινόμενη έφεση, ως αβασίμων. Περαιτέρω, το υποβαλλόμενο προφορικά από την εκκαλούσα, κατά την συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και με τις προτάσεις της, αίτημα, κατ’άρθρο 20 Α ΚΠολΔ, περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος από το Δικαστήριο τούτο προς την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το ανωτέρω νομικό ζήτημα, ως νέο δυσχερές ερμηνευτικά γενικότερου ενδιαφέροντος, παρίσταται εντελώς αλυσιτελές, εφόσον ουδόλως πρόκειται για νέο νομικό ζήτημα, αντίθετα επί σειρά ετών έχει διαμορφωθεί η εκτιθέμενη κρατούσα στην νομολογία ορθή άποψη, που υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο και ήδη αυτή έχει περιληφθεί ρητά στην νομοθετική διάταξη του άρθρου 68 παρ.3 του νέου Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Ν.5020/2023 ΦΕΚ Α΄ 29/15.2.2023), ούτως αποκλειομένης οποιασδήποτε αντίθετης ερμηνείας.

IV. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, παρελκομένης της εξέτασης του δεύτερου λόγου περί εσφαλμένης επιβολής με την εκκαλουμένη σε βάρος της, λόγω ήττας της, των δικαστικών εξόδων, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στην  εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 10 Ιουλίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ