Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 375/2023

Αριθμός     375/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ειρήνη Κοντοσέα (………….).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην ……. Αττικής (οδός …………..) (ΑΦΜ …………. /Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Σταμούλη.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  27.11.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2621/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή εν μέρει.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αμφότερα τα διάδικα μέρη, αφ΄ ενός ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος με την από 11.7.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022-………../2022) έφεσή του, αφ΄ ετέρου η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από 21.7.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022-………/2022) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 11.7.2022 και 21.7.2022 και με αριθμούς κατάθεσης ………./2022 και ………../2022 και προσδιορισμού ………./2022 και ………./2022 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 2621/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της από 27.11.2020 με αριθμό κατάθεσης …………../2020 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος ναυτικός, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………../2020 αγωγή του εξέθετε ότι δυνάµει συµβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε με την εναγομένη πλοιοκτήτρια, ναυτολογήθηκε την 21η-12-2018 στο λιµάνι του Πειραιά υπό την ειδικότητα του θαλαµηπόλου επί του υπό ελληνική σηµαία επιβατηγού- οχηµαταγωγού πλοίου «ΒSP» (αριθ. νηολογίου Πειραιώς …..) πλοιοκτησίας της εναγοµένης, µε µηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόµενες από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύµβαση Εργασίας των Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων και ότι εργάσθηκε συνεχώς στο ως άνω πλοίο µέχρι την 4η-11-2019, οπότε απολύθηκε αµοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου. Ακολούθως, δυνάµει νεότερης σύµβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε με την εναγοµένη πλοιοκτήτρια προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο αυτό ως άνω πλοίο µε την αυτή ειδικότητα και όρους και παρέσχε την εργασία του συνεχώς κατά το χρονικό διάστηµα από 4.12.2019 έως 24.3.2020, οπότε και απολύθηκε λόγω καταγγελίας της συµβάσεως του από τον Πλοίαρχο. Ότι από την προσφορά των υπηρεσιών του στο ως άνω πλοίο διατηρεί κατά της εναγοµένης πλοιοκτήτριας εταιρίας απαιτήσεις συνολικού ύψους 39.687,15 ευρώ για αµοιβή από παροχή υπερωριακής εργασίας σε καθηµερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, αµοιβή για δροµολόγια εξπρές, επιδόµατα εορτών, όπως εξειδίκευε τις επιµέρους απαιτήσεις κατ’ είδος, χρόνο και ποσόν στο δικόγραφο της αγωγής. Ακολούθως αιτήθηκε να αναγνωρισθεί ότι η εναγοµένη υποχρεούται να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 16.111,90 ευρώ για αµοιβή για δροµολόγια εξπρές και επιδόµατα εορτών και να υποχρεωθεί αυτή (η εναγοµένη) να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 23.575,25 ευρώ για αµοιβή από παροχή υπερωριακής εργασίας (σε καθηµερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες), εντόκως νοµίµως από της απολύσεώς του, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16§1 περ, 2 και 25§2 Κ.Πολ.Δ. άρθρο 51 § 3α του ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και εφήρμοσε την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα, των εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3 στοιχ. α και 621 επ. ΚΠολΔ). Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή με έρεισμα τη σχετική ΣΣΝΕ του έτους 2019 κρίνοντας ότι υφίσταται ομολογία ως προς την ιδιότητα των διαδίκων μερών ως μέλη των συλλογικών οργανώσεων που την υπέγραψαν σε συνδυασμό με το άρθρο 361 του ΑΚ. Στη συνέχεια αφού βεβαίωσε ότι καταβλήθηκε το αρμόζον τέλος δικαστικού ενσήμου τη δέχθηκε και κατ’ουσίαν κατά ένα μέρος και αφενός αναγνώρισε την υποχρέωση της πλοιοκτήτριας να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.272,12 ευρώ και επίσης την υποχρέωσε να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 4.495,99 ευρώ και αμφότερα τα ποσά από την επομένη της απολύσεως εντόκως με τον τόκο επιδικίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων αιτούμενα την εξαφάνιση της, η εναγομένη για τη συνολική απόρριψη της αγωγής και ο ενάγων ναυτικός για να γίνει δεκτή αυτή συνολικά κατ’ουσίαν.

Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002 δημ. νόμος).

Με τον έκτο λόγο εφέσεως η εναγόμενη – εκκαλούσα πλοιοκτήτρια επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’ αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων ναυτικός με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι εργάστηκε συνολικά στα πλοία της για 20 έτη και ότι ουδέποτε διατύπωσε παράπονο για τις συνθήκες εργασίας του, ούτε συμπλήρωσε ποτέ το σχετικό έντυπο για να εκφράσει τα παράπονα του, και αφού συνταξιοδοτήθηκε αποφάσισε να ασκήσει την αγωγή με τους ανεδαφικούς ισχυρισμούς του των οποίων τελεί σε γνώση και αποσιωπά το σύνολο των ποσών που πράγματι εισέπραξε. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός (πέραν της αοριστίας του) δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης ως νομικά αβάσιμο ορθά ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός περί του αντιθέτου έκτος λόγος εφέσεως.

Σύμφωνα με την σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων».

Από την επανεκτίμηση της με αριθμό ………../2021 ένορκης βεβαίωσης του ………. (σχετ. 4α) που λήφθηκε ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς, ………., της με αριθμό ………../2021 ένορκης βεβαίωσης του ………. (σχετ. 4γ) που λήφθηκε ενώπιον της συµβολαιογράφου Σαπών Ροδόπης, ……………, που λήφθηκαν με τις διατυπώσεις των διατάξεων 421επ. του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις με αριθμό …/27.4.2021 και …./18.5.2021 εκθέσεις της δικαστικής επιµελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ………. (σχετ. 4β, 4δ) και της με αριθμό …./22.9.2021 ένορκης βεβαίωσης του ……….., που δόθηκε ενώπιον της συµβολαιογράφου Πειραιώς ……… κατόπιν νοµίµου κλητεύσεως του άλλου διάδικου μέρους όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ………/16.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή ……….., καθώς και από το σύνολο των εγγράφων (ατοµικές συµβάσεις εργασίας, αποδείξεις µισθοδοσίας, έντυπο «Ώρες ανάπαυσης ναυτικού» κλπ)  που τα διάδικα μέρη επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και τις ομολογίες τους σχετικά με την ειδικότητα του ενάγοντος και τις ημεροχρονολογίες ναυτολόγησης του στο πλοίο πλοιοκτησίας της εναγομένης αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων ναυτικός ναυτολογήθηκε την 21η-12-2018 στο λιµάνι του Πειραιά υπό την ειδικότητα του θαλαµηπόλου επί του υπό ελληνική σηµαία επιβατηγού- οχηµαταγωγού πλοίου «BSP» (αριθ. νηολογίου Πειραιώς ….) πλοιοκτησίας της εναγοµένης, µε µηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόµενες από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύµβαση Εργασίας των Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων και εργάσθηκε συνεχώς στο ως άνω πλοίο µέχρι την 4η-11-2019, οπότε απολύθηκε αµοιβαία συναινέσει αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου. Ακολούθως, δυνάµει νεότερης σύµβασης ναυτική; εργασίας αορίστου χρόνου, µεταξύ του ιδίου και της εναγοµένης προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο αυτό ως άνω πλοίο µε την αυτή ειδικότητα και όρους και παρέσχε την εργασία του συνεχώς κατά το χρονικό διάστηµα από 4-12-2019 έως 24-3-2020, όταν και απολύθηκε λόγω καταγγελίας της συµβάσεως του από τον Πλοίαρχο. Κατά τα κρίσιµα χρονικά διαστήµατα ναυτολόγησης του, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθµιζε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 και ανεξάρτητα από την κύρωση της με Υπουργική απόφαση, κατ’άρθρο 49 του ν. 4597/2019. Τούτο διότι με το άρθρο 49 ν. 459~2019 (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019) ορίζεται ότι η αληθής έννοια της παρ 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/ και κύρωσής της από τον Υπουργό. Η διάταξη αυτή, που αναφέρεται σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει ερμηνευτική διχογνωμία σε νομολογία και επιστήμη, διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια της άνω διατάξεως, αποτελεί δηλαδή γνήσιο ερμηνευτικό νόμο και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται από το εφετείο χωρίς τους περιορισμούς του άρθρου 533§2 ΚΠολΔ (βλ.  προσκομιζόμενη ΜΕφΠειρ 118/2023 με τις εκεί παραπομπές). Επομένως ο πρώτος λόγος εφέσεως με τον οποίο η πλοιοκτήτρια παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου επικαλούμενη νομολογία της ολΑΠ προγενέστερη και για άλλο θέμα ισχυριζόμενη ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 α.ν. 3276/1944 που φέρεται να ερμηνεύεται από τη διάταξη του άρθρου 49 ν. 4597/2019 (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019) δεν ήταν ασαφής όσον αφορά την παροχή ή μη νομοθετικής εξουσιοδότησης περί αναδρομικής επέκτασης της ισχύος των κυρούμενων ΣΣΝΕ και ως εκ τούτου η διάταξη του άρθρου 49 ν. 4597/2019 δεν είναι πράγματι ερμηνευτική αλλά ψευδοερμηνευτική, αφού η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 α.ν. 3276/1944 δεν χρήζει ερμηνείας ως προς την ύπαρξη ή μη νομοθετικής εξουσιοδότησης περί αναδρομικής επεκτάσεως των κυρούμενων συλλογικών} συμβάσεων ναυτικής εργασίας και ότι είναι ξεκάθαρο από τη διατύπωσή της ότι τέτοια νομοθετική εξουσιοδότηση δεν δίδεται με την εν λόγω διάταξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Το πλοίο είχε συνολικά 10 θαλαµηπόλους το καλοκαίρι και 8 θαλαµηπόλους το χειµώνα. Επιπλέον, είχε 11 επίκουρους το καλοκαίρι και 9 επίκουρους το χειµώνα. Το 2019 εκτελούσε ως επί το πλείστον δροµολόγια στη γραµµή Πειραιάς – Σύρος – Τήνος – Μύκονος µε επιστροφή. Αναχωρούσε καθηµερινά από Πειραιά στις 7.30 το πρωί και επέστρεφε Πειραιά στις 19.45 το βράδυ. Το καλοκαίρι εκτελούσε ο ίδιο δροµολόγιο µε εξαίρεση την Τρίτη που εκτελούσε δροµολόγιο στη γραµµή Πειραιάς – Αγ. Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι – Βαθύ Σάµου µε επιστροφή. Τέλη 2019 και αρχές 2020 εκτελούσε δροµολόγια από Πειραιά προς Πάρο, Νάξο, Δονούσα, Αµοργό και Αστυπάλαια µε επιστροφή ή από Πειραιά προς Πάρο, Νάξο, Ηρακλειά, Σχοινούσα, Κουφονήσι και Αµοργό µε επιστροφή. Τον Απρίλιο του 2019 το πλοίο έκανε επισκευή, οπότε δεν εκτέλεσε δροµολόγια. Το 2019 και µέχρι τις αρχές του 2020, δηλαδή πριν τον κορωνοϊό, μετέφερε κατά µέσο όρο 500-600 επιβάτες το χειµώνα και 1.100 επιβάτες το καλοκαίρι. Αυτό αποδεικνύεται και από τις αποφάσεις του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας από τις οποίες αποδεικνύεται ότι το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών προς τις Κυκλάδες και ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 ως 7-4-2019 και από 2-10-2019 έως 4-11-2019 ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Πειραιάς – Σύρος – Τήνος – Μύκονος με επιστροφή. Αναχωρούσε καθημερινά στις 7.30 από Πειραιά προς Σύρο (11.15), Τήνο (12.00), Μύκονο (12.45) και επιστροφή από Μύκονο (14.15), προς Τήνο (15.00), Σύρο (16.00) και κατάπλου στον Πειραιά (19.45). Από 8-4-2019 ως 22-4- 2019 το πλοίο βρισκόταν σε ακινησία τελώντας την ετήσια επιθεώρησή του. Από 24-4-2019 ως 14-5-2019 το πλοίο έκανε το εξής δρομολόγιο: Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Πάρο (21.45) Νάξο (22.45) Δονούσα (00.15) Αμοργό Αιγιάλη (01.10) Αστυπάλαια (02.50) επιστροφή από Αστυπάλαια (05.15) προς Αμοργό – Αιγιάλη (6.55) Νάξο (9.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Κάθε Τρίτη και Κυριακή αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Σύρο (21.10) Πάρο (22.30) Νάξο (23.35) Αμοργό Κατάπολα (02.50) Αστυπάλαια (02.50) επιστροφή από Αμοργό – Κατάπολα (6.00) Νάξο (9.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Κάθε Πέμπτη αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Σύρο (21.10) Πάρο (22.30) άξο (23.35) Δονούσα (01.05) Αμοργό Αιγιάλη (02.00) Αστυπάλαια (03.40) Επιστροφή από Αστυπάλαια (05.15) Αμοργό Αιγιάλη (6.55) Νάξο (9.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Κάθε Παρασκευή αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Πάρο (21.45) Νάξο (22.45) Αμοργό Κατάπολα (02.00) Επιστροφή από Αμοργό – Κατάπολα (6.00) Νάξο (9.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Κάθε Σάββατο αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Πάρο (21.45) Νάξο (22.45) Σαντορίνη (01.15), διανυκτέρευση και επιστροφή από Σαντορίνη (07.00) προς Νάξο (9.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Κατά την ένδικη ναυτολόγηση και από 14-6-2019 ως 11-7-2019 και από 11-8-2019 ως 1- 10-2019 καθημερινά εκτός Τρίτης αναχωρούσε από Πειραιά (7.30) προς Σύρο (11.15) Τήνο (12.00) Μύκονο (12.45) και επιστροφή από Μύκονο (13.45) Τήνο (15.00) Σύρο (16.00) Πειραιά (19.45). Ταυτόχρονα από 14/6/2019 ως 1/10/2019 το πλοίο είχε αναχώρηση κάθε Δευτέρα (22.00) προς Αγ. Κήρυκο (04.50) Φούρνους (06.00) Καρλόβασι (07.1 Ο) Βαθύ Σάμου (08.20) και επιστροφή από Βαθύ (10.0) προς Καρλόβασι (11.10) Φούρνους (12.20) Αγ. Κήρυκο (13.35) Πειραιά (20.25). Από 12- 7-2019 ως 10-8-2019 καθημερινά εκτός Τρίτης κάθε Δευτέρα. Τετάρτη. Πέμπτη. Παρασκευή και Κυριακή αναχωρούσε από Πειραιά (7.30) προς Σύρο (11.15) Τήνο (12.00) Μύκονο (12.45) και επιστροφή από Μύκονο (14.15) προς Τήνο {15.00) Σύρο (16.00) Πειραιά (19.45). Κάθε Παρασκευή με την επιστροφή στον Πειραιά αναχωρούσε (21.30) προς Σύρο 1.10 Μύκονο (02.15) άμεση επιστροφή προς Πειραιά (07.00). Κάθε Σάββατο αναχωρούσε από Πειραιά 09.00 προς Σύρο (12.45) Τήνο (13.30) Μύκονο (14.15) αναχώρηση (15.00) προς Τήνο (15.45) Σύρο (16.45) Πειραιά (20.30). Κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος από 4-12-2019 ως 24-3-2020 το πλοίο έκανε το εξής δρομολόγιο: Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Πάρο (21.45) Νάξο (22.45) Δονούσα (00.15) Αμοργό Αιγιάλη (01.10) Αστυπάλαια (02.50) Επιστροφή από Αστυπάλαια Τρίτη -Πέμπτη (05.15) προς Αμοργό – Αιγιάλη (6.55) Νάξο (9.30) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Κάθε Τρίτη και Κυριακή αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Σύρο (21.1 Ο) Πάρο (22.30) Νάξο (23.35) Ηράκλειά (00.50) Σχοινούσα (01.10) Κουφονήσι (1.55) Κατάπολα Αμοργό (02.50). Επιστροφή Δευτέρα Τετάρτη και Κυριακή από Αμοργό – Κατάπολα (6.00) για Κουφονήσι (06.40) Σχοινούσα (07.25) Ηράκλειά (07.45) Νάξο (9.00) Πάρο (10.45) Πειραιά (15.00). Κάθε Πέμπτη αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Σύρο (21.10) Πάρο (22.30) Νάξο (23.35) Δονούσα (01.05) Αμοργό Αιγιάλη (02.0) Αστυπάλαια (03.40) επιστροφή από Αστυπάλαια Παρασκευή (05.15) Αμοργό Αιγιάλη (6.55) Δονούσα (7.35) Νάξο (9.00) Πάρο -(10.45) Πειραιά (15.00). Κάθε Παρασκευή αναχώρηση από Πειραιά (17.30) προς Πάρο (21.45) Νάξο (23.05) Ηρακλειά (00.00) Σχοινούσα (00.20) Κουφονήσι (01.05) Αμοργό Κατάπολα (02.00), όπου το πλοίο διημέρευε το Σάββατο και επέστρεφε την Κυριακή από Αμοργό Κατάπολα (6.00). Ανεκτέλεστα παρέμειναν τα δρομολόγια των ακόλουθων ημερών ή το πλοίο δεν ταξίδεψε (αντικαταστάθηκε από άλλο πλοίο): 1/1/2019 Πρωτοχρονιά, 10/1/2019, 25/1/2019, 5/2/2019, 13/2/2019 που το πλοίο παρέμεινε στη Σύρο, 14/2/2019, 24/2/2019, 25/2/2019, 29/3/2019, 30/3/2019 λόγω απαγορευτικού και 2/10/2019 λόγω απεργίας της ΠΝΟ, 7/5/2019, 8/5/2019, 10/5/2019 λόγω τεχνικού προβλήματος, 28/4/2019 (Κυριακή του Πάσχα), 3/7/2019 και 24/9/2019 λόγω απεργίας της ΠΝΟ, 14/9/2019, 22/12/2019, 23/12/2019, 8/1/2020, 9/1/2020, 16/3/2020, 17/3/2020 λόγω απαγορευτικού. Περαιτέρω από την ίδια την ένορκη βεβαίωση του προϊσταμένου του ενάγοντος Παναγιώτη Καραντζή αποδεικνύεται ότι το ωράριο του ναυτικού όταν το πλοίο δεν εκτελούσε επισκευές ανερχόταν στις 12 ώρες. Ειδικότερα αυτός καταθέτει ότι ο ενάγων ήταν διαµεριστής µαζί µε άλλον έναν θαλαµηπόλο. Το πλοίο είχε συνολικά είκοσι καµπίνες συν δύο καµπίνες για ΑΜΕΑ και δύο καµπίνες για επιβάτες που ταξίδευαν µε σκύλο συνολικά δηλαδή 24 καµπίνες, που µοιράζονταν στους δύο θαλαµηπόλους. Τις µισές τις καθάριζε ο ένας και τις άλλες µισές ο άλλος. Ο καθένας είχε και έναν επίκουρο µαζί του. Ο επίκουρος καθάριζε το µπάνιο και έκανε σκούπισµα πατώµατος και σφουγγάρισµα. Ο θαλαµηπόλος έστρωνε τα κρεβάτια και καθάριζε τον υπόλοιπο χώρο (σκρίνιο, ντουλάπες κλπ). Όταν το πλοίο εκτελούσε το δροµολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Τήνος – Μύκονος, ο ενάγων µαζί µε τον άλλο θαλαµηπόλο που ήταν διαµεριστές εργάζονταν εναλλάξ ανά εβδοµάδα ως εξής τη µία εβδοµάδα ο ένας ξεκινούσε στις 06.00 το πρωί και ήταν κάτω στην είσοδο του πλοίου στην κυλιόµενη σκάλα µαζί µε τους υπόλοιπους επίκουρους και έλεγχε την επιβίβαση των επιβατών και ο άλλος   ήταν επάνω στην πόρτα στο VIP σαλόνι. Την άλλη εβδοµάδα δούλευαν αντίστροφα, δηλαδή αυτός που ήταν στην είσοδο πήγαινε στο νιρ σαλόνι και ο άλλος που ήταν στο VIP σαλόνι πήγαινε στην είσοδο. Μετά την αναχώρηση του πλοίου από τον Πειραιά στις 07.30 και µετά το τέλος της επίδειξης των σωστικών µέσων στους επιβάτες, αυτός που ήταν κάτω στην επιβίβαση επιβατών έπαιρνε τη βάρδια στο σαλόνι VIP, καθώς ο άλλος θαλαμηπόλος αναπαυόταν µέχρι τις 11.15 που έπρεπε να απασχοληθεί στην υποδοχή επιβατών και καθαριότητα στις καµπίνες µέχρι τις 13.10 που το πλοίο κατέπλεε στη Μύκονο. Από 13.30 που ξεκινούσε η παραλαβή στη Μύκονο ο ένας πήγαινε στην είσοδο για την επιβίβαση και ο άλλος στο σαλόνι νιρ µέχρι τις 14.15 που το πλοίο απέπλεε από Μύκονο. Μετά είχαν διάλειµµα και συνέχιζαν µε την παραλαβή στην Τήνο και στη Σύρο. Από Σύρο έως Πειραιά (16.00 έως 19.30) αυτός που ήταν στην επιβίβαση επιβατών είχε ξεκούραση. Ο άλλος έµενε στο σαλόνι VIP. Με την άφιξη στον Πειραιά έκαναν καθαριότητα στις καµπίνες που όπως είπα ξανά δεν γέµιζαν ποτέ όλες μέχρι τις 21.00. Εποµένως, σε κάθε δροµολόγιο είχαν 3,5 ώρες ξεκούραση από Πειραιά προς Σύρο, 3,5 ώρες ξεκούραση από Σύρο προς Πειραιά και τα διαλείµµατα για φαγητό. Την εβδοµάδα που ο ενάγων ήταν βραδινός ξεκινούσε 15.30 στον Πειραιά για την παραλαβή επιβατών µέχρι τις 17.30 που το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά. Από τις 17.30 έως τις 23.00 αναπαυόταν και στις 23.00 ξαναέπιανε δουλειά µέχρι τις 9.00. Επομένως αποδεικνύεται 12ωρη απασχόληση κατά την οποία αυτός απασχολείτο με παραλαβή επιβατών και καθαριότητα στις καµπίνες. Από τις 09.00 έως τις 15.30 είχε ύπνο και ξεκούραση.  Διευκρινίζεται ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», εκδ.3η, σελ. 160). Περαιτέρω, το γεγονός ότι το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ., Φ.Ε.Κ. Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 238/2023 σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς με τις εκεί παραπομπές), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εργοδότρια. Επιπροσθέτως σημειώνεται ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας του ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006.948, ΜονEφΠειρ 698/2014 ΕλλΔνη 2015.504, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208). Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι η απασχόληση του ενάγοντος ανερχόταν στις 15 ώρες όπως αυτός παραπονείται με τον πρώτο λόγο εφέσεως του, καθώς αμφότεροι οι ενόρκως βεβαιώσαντες δεν απασχολήθηκαν στο ίδιο πλοίο ή στο ίδιο πόστο και συνεπώς δεν μπορούν να αναφερθούν αναλυτικά στις συνθήκες απασχόλησης του όπως ο προϊστάμενος του. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η απασχόληση του ανέρχεται στις 11 ώρες ημερησίως εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς θα γίνει κατά ένα μέρος δεκτός κατ’ουσίαν ο λόγος εφέσεως του ναυτικού που αναγκαία πλήττει και τον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών αλλά και της αποζημίωσης για εξπρές δρομολόγια (εφόσον κριθεί ότι οφείλεται). Αντιθέτως ο σχετικός λόγος εφέσεως με τον οποίο η πλοιοκτήτρια παραπονείται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού διότι η απασχόληση του ναυτικού δεν υπερέβαινε τις 9 ώρες, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος.

Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του μάγειρα, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326). Εξάλλου, εάν υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ακολούθως ως υπερωριακή απασχόληση με βάση τις παραπάνω παραδοχές αυτός δικαιούται : α) για 55 Σάββατα και 12 αργίες του διαστήματος απασχόλησης του δηλαδή  για 67 ημέρες αφού θα αφαιρεθεί η 1.1.2019, η 28.4.2019 (Κυριακή Πάσχα) και η 14η.9.2019 που δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια κατά τα προαναφερόμενα και κατά παραδοχή του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας είναι, το ποσό των (67 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 10,44 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 50%) 8.393,76 ευρώ. 2) για 299  καθημερινές και Κυριακές, του ως άνω χρονικού διαστήματος, αφού θα αφαιρεθούν οι 21 καθημερινές ή Κυριακές που το πλοίο δεν κινήθηκε κατά τα ανωτέρω καθώς προφανώς δεν υπήρχε λόγος υπερωριακής απασχόλησης , το ποσό των (299 ημέρες Χ 4 ώρες Χ 8,70 € αμοιβή υπερωριακής εργασίας με προσαύξηση 25%)  10.405,20 ευρώ και συνολικά για αμοιβή υπερωριακής εργασίας δικαιούται το ποσό των 18.798,96 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί για υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών το ποσό των 1.008,69 ευρώ και για υπερωρίες Σαββάτων και αργιών το ποσό των 6.168,71 ευρώ, και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 11.621,56 ευρώ. Επιπλέον θα αφαιρεθεί ποσό 4.639,11 ευρώ που έλαβε ως έκτακτη αμοιβή σύμφωνα με ρητό όρο με αριθμό 4 που περιλαμβάνεται στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του εναγοντος, από τη γραμματική ερμηνεία της οποίας αποδεικνύεται ότι ορίστηκε ρητά ύψος αποδοχών υπέρτερων του κλειστού μισθού στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας. Και ναι μεν επειδή δεν προσδιορίστηκε επακριβώς το ύψος του συμψηφιζόμενου ποσού με την τυχόν παρασχεθείσα υπερωριακή απασχόληση, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αληθινή βούληση των μερών δεν ήταν ο συμψηφισμός, πλην όμως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί. Όμως επειδή συνήθως οι ετήσιες συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας καταρτίζονται στα μέσα ή στο τέλος ενδεχομένως του έτους και ισχύουν από τη δημοσίευση του, ήταν αδύνατον να προσδιοριστεί εκ των προτέρων το ύψος του συμψηφιζόμενου ποσού. Εάν τα διάδικα μέρη ήθελαν πραγματικά να μην συμψηφίζονται οι υπέρτερες αποδοχές με την υπερωριακή απασχόληση θα το όριζαν ρητά στις ατομικές συμβάσεις εργασίας του ναυτικού, ή θα όριζαν ότι ο κλειστός μισθός καλύπτει συγκεκριμένο αριθμό υπερωριών και οι υπόλοιπες που τυχόν διενεργηθούν θα είναι αμειβόμενες. Ο ναυτικός ισχυρίζεται ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε από την εταιρία “…………….” που μίσθωνε και εκμεταλλευόταν τους χώρους εστιατορίων κλπ του πλοίου, όμως δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό του που αποτελεί αντένσταση. Επομένως κατά την εν μέρει παραδοχή της σχετικής ενστάσεως εξοφλήσεως δια συμψηφισμού που προέβαλε όπως και στον πρώτο βαθμό η εργοδότρια θα πρέπει να αφαιρεθεί το παραπάνω ποσό και το σχετικό περί του αντιθέτου δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Ακολούθως για την παραπάνω αιτία οφείλεται στο ναυτικό το ποσό των 6.982,45 ευρώ.

Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε. πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά  μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες  παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η  τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387).

Ακολούθως για το διάστημα από 1.1.2019 έως 30.4.2019 ο ενάγων δικαιούται ως επίδομα εορτών Πάσχα το ποσό των : µισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ, επίδοµα Κυριακών 22% 265,05 ευρώ, επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ, αντίτιµο τροφής 599,40 ευρώ, επίδοµα αδείας 433,95 ευρώ, κατά µέσο όρο υπερωριακή αµοιβή για την εργασία του [(τακτικώς παρεχόµενη υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθηµερινές και τις Κυριακές επί 4ωρο πέραν του νοµίµου οκταώρου ηµερησίως Χ 8,70 ευρώ ανά ώρα Χ 26 ηµέρες µηνιαίως) 904,8 ευρώ και (τακτικώς παρεχόµενη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα επί 12 ώρες Χ 10,44 ευρώ ανά ώρα Χ 4 Σάββατα µηνιαίως) 501,12 ευρώ]  ευρώ, ίσον µηνιαίως 3.945,73 ευρώ Χ 1/2 ίσον 1.972,86  ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 993,03 και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 979,83 ευρώ, β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2019, δεδοµένου ότι εργάσθηκε από 1-5-2019 έως 15-5-2019, από 14-6-2019 έως 4-11-2019, από 4-12- 2019 έως 31-12-2019, το ποσό των 3.106,07 (µηνιαίες αποδοχές 3.945,73 ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήµερο Χ 9,84 δεκαενναήµερα) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.606,98 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.499,09 ευρώ, γ) για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2020, δεδοµένου ότι εργάσθηκε από 1-1-2020 έως 24-3- 2020 το ποσό των 1.381 (µηνιαίες αποδοχές ευρώ 3.945,73 Χ 1/2 Χ 1/15 για κάθε οκταήµερο εργασίας Χ 10,5 οκταήµερα) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 746,03 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 634,97 ευρώ.

Σύμφωνα με το άρθρο 33 της οικείας σσνε πληρωμάτων ακτοπλοικών επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με τις ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. ‘Ομως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 ημ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 27, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/ 2000, ΕφΠειρ 1206/2000, ΕφΠειρ 207/2001 αδημ).

Η βάση των παραδοχών της πρωτοβάθμιας απόφασης με την οποία υπολογίστηκε ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως. Ο ενάγων παραπονείται διότι δεν υπολογίστηκε για τον υπολογισμό της εβδομαδιαίας αμοιβής κάθε επέκταση δρομολογίου κατά τις νυχτερινές ώρες και όχι μόνο τα δρομολόγια πέραν των πέντε, και επίσης παραπονείται (βασίμως) επειδή δεν συνυπολογίστηκε στην αμοιβή των εξπρές δρομολογία η αναλογία των επιδομάτων εορτών. Η πλοιοκτήτρια παραπονείται για το ότι δεν ίσχυε όλο το διάστημα της απασχόλησης του ναυτικού η σσνε και επιπλέον ισχυρίζεται ότι το πλοίο ως ημερόπλοιο εξαιρείται της καταβολής αμοιβής για εξπρές διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο εξαιρετικά πραγματοποιείτο υπέρβαση δρομολογίων τις νυχτερινές ώρες. Όμως οι παραπάνω ισχυρισμοί έρχονται σε αντίθεση με τη διάταξη της σσνε που προεκτέθηκε. Επιπλέον από το παραπάνω αποδεικτικό υλικό και με βάση τα εβδομαδιαία δρομολόγια του πλοίου αποδεικνύεται ότι αυτό τη εβδομάδα από 11-2-2019 έως 17-2-2019 πραγματοποίησε δρομολόγια, δηλαδή αναχώρησε στις 7.30 από Πειραιά προς Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Τήνο, Σύρο και κατάπλου στον Πειραιά 19.45, ενώ στις 13-2-2019 μετά την άφιξη στη Σύρο δεν πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο, στις 15-2-2019 το πλοίο αναχώρησε από τη Σύρο στις 3.00 με προορισμό Πειραιά όπου από εκεί και πέρα συνέχισε κανονικά το δρομολόγιό του, στις 14-2-2019 δεν πραγματοποιήθηκε δρομολόγιο λόγω απαγορευτικού. Κατά τις εβδομάδες από 4-3-2019 έως 10-3-2019, 18-3-2019 έως 24-3-2019,25-3-  2019 έως 31-3-2019 το πλοίο αναχώρησε στις 7.30 από Πειραιά προς Σύρο Τήνο, Μύκονο, Τήνο, Σύρο και κατάπλου στον Πειραιά 19.45, ενώ στις 18-3-2019, στις 22-3-2019 και στις 27-3-2019 πραγματοποιήθηκαν έκτακτα δρομολόγιο με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 21.00 προς Πάρο και επιστροφή στον Πειραιά στις 5:40 της επομένης, στις 29-3-2019 και στις 30-3-2019 δεν πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια λόγω απαγορευτικού. Κατά την εβδομάδα από 1-4-2019 έως 7-4-2019 το πλοίο πραγματοποίησε δρομολόγια όπως αυτά αναφέρονται ανωτέρω και δη 7.30 από Πειραιά προς Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Τήνο, Σύρο και κατάπλου στον Πειραιά 19.45, ενώ στις 2-4-2019 πραγματοποίησε έκτακτο δρομολόγιο με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 21.00 προς Πάρο και επιστροφή στον Πειραιά στις 5:40 της επομένης, στις 4-4-2019 πραγματοποίησε έκτακτο δρομολόγιο με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 21.00 προς Πάρο και επιστροφή στον Πειραιά στις 5:40 της επομένης, στις 5-4-2019 πραγματοποίησε έκτακτο δρομολόγιο με αναχώρηση από τον Πειραιά στις 8.00 προς Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Τήνο, Σύρο και επιστροφή στον Πειραιά στις 19.45. Επομένως τα κυκλικά του δρομολογια δεν υπερέβαιναν τα 5 και συνεπώς δεν δικαιούται αμοιβή για πραγματοποιούμενα δρομολόγια όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων με το σχετικό λόγο έφεσης. Περαιτέρω, την εβδομάδα από 22-4-2019 έως 28-4-2019 το πλοίο αναχώρησε στις 17.30 από Πειραιά προς Κυκλάδες και κατάπλου στον Πειραιά 15.00 της επομένης, και συνεπώς δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποίησε 6 κυκλικά δρομολόγια δικαιούται αμοιβή για 1 δρομολόγιο εξπρές, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζοντας ορθά το νόμο. Το διάστημα από 29-4-2019 έως 15-5-2019, το πλοίο αναχώρησε στις  17.30 από Πειραιά προς Κυκλάδες και κατάπλου στον Πειραιά 15.00 της επομένης και συνεπώς, δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποίησε 7 κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, εκ των οποίων τα άνω των 5 αποτελούν δρομολόγια εξπρές και συνεπώς δικαιούται για το χρονικό διάστημα αυτό συνολικά για 4 δρομολόγια εξπρές. Το διάστημα από 14-6-2019 έως 7-7-2019, δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 8 κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, εκ των οποίων τα άνω των 5 αποτελούν δρομολόγια εξπρές, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για 3 δρομολόγια εξπρές την εβδομάδα, και συνολικά για 9 δρομολόγια. Την εβδομάδα από 18-7-2019 έως 14-7-2019, δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποίησε 10 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων τα άνω των 5 αποτελούν δρομολόγια εξπρές, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για 5 δρομολόγια εξπρές. Το διάστημα από 15.7.2019 έως 28.7.2019, δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 8 κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, εκ των οποίων τα άνω των 5  αποτελούν δρομολόγια εξπρές, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για 3 δρομολόγια εξπρές την εβδομάδα και συνολικά για 6 δρομολόγια εξπρές. Την εβδομάδα από 29-7-2019 έως 4-8-2019, δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 10 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων τα άνω των 5 αποτελούν δρομολόγια εξπρές, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για 5 δρομολόγια εξπρές. Την εβδομάδα από 5.8.2019 έως 11.8.2019, δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 9 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων τα άνω των 5 αποτελούν δρομολόγια εξπρές, ο ενάγων αμοιβή για 4 δρομολόγια εξπρές. Τις εβδομάδες από 12-8-2019 έως 6-10-2019, δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποιούσε συνολικά 8 κυκλικά δρομολόγια, εκ των οποίων τα άνω των 5 αποτελούν δρομολόγια εξπρές και ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για 3 δρομολόγια εξπρές εβδομαδιαίως, επί τις 8 εβδομάδες του ανωτέρω διαστήματος, συνολικά για 24 δρομολόγια εξπρές. Το διάστημα από 4-12-2019 έως 24-3-2020 δεδομένου ότι τα δρομολόγια του πλοίου εκτείνονταν τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας και το πλοίο πραγματοποίησε συνολικά 6 κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, εκ των οποίων τα άνω των 5 αποτελούν δρομολόγια εξπρές και ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για 1 δρομολόγιο εξπρές την εβδομάδα και τις 16 εβδομάδες του ανωτέρω διαστήματος, συνολικά για 16 δρομολόγια εξπρές. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή για 74 εξπρές δρομολόγια, κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας περί εσφαλμένου υπολογισμού του αριθμού των δρομολογίων για τα οποία οφείλεται αμοιβή και ειδικότερα δικαιούται με βάση τις προαναφερόμενες μηνιαίες αποδοχές των 3.945,73 πλέον  Μ.Ο. επιδομάτων εορτών (1.972,86+3106,07 + 1381 = 6.459,93 /391 ημέρες εργασίας Χ 30 =495,65), και συνολικά 4.441,38 ευρώ επί 1/30 επί 74 εξπρές δρομολόγια ίσον 10.955,40 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 5667,37 ευρώ και συνεπώς δικαιούται τη διαφορά ποσού 5.288,03 ευρώ. Επομένως κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως του ναυτικού θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της αυτό και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 341 του ΑΚ περί δήλης ημέρας “Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα,  ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.”. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε  από 2 Απριλίου  2012, των άρθρων 2 και 113 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.14 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021 κατά το οποίο “14. Για το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας.”, και του άρθρου 74 παρ.15  Ν.4690/2020,ΦΕΚ Α 104/30.5.2020 με το οποίο ορίστηκε ότι για το χρονικό διάστημα της αναστολής  λειτουργίας των δικαστηρίων (13.3.2020 -31.5.2020) δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας, περί τόκου επιδικίας : «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.». Με τον τελευταίο (7ο λόγο εφέσεως) η πλοιοκτήτρια παραπονείται διότι αναιτιολόγητα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το αίτημα της περί επιδίκασης μόνο τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας. Ο λόγος αυτός όμως κρίνεται απορριπτέος διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν κήρυξε προσωρινά εκτελεστό το καταψηφιστικό αίτημα και επιδίκασε τόκους επιδικίας μόνο από την επίδοση της αγωγής. Σύμφωνα δε με την αιτιολογικής έκθεση του ν. 4055/2012 δε νοείται αποκλεισμός της διατάξεως του άρθρου 346 του ΑΚ εδ. τελευταίο σύμφωνα με το οποίο “Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης” Τούτο δε διότι με τη διάταξη αυτή αυξάνεται το ποσοστό των οφειλόμενων τόκων, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου, για αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Σε κάθε περίπτωση το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί και επομένως κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς το κεφάλαιο αυτό, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός έβδομος λόγος εφέσεως περί του αντιθέτου, σύμφωνα με τον οποίο η πλοιοκτήτρια πρότεινε ισχυρισμό περί εύλογης αντιδικίας.

Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση θα πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές αμφότερες οι εφέσεις ως ουσιαστικά βάσιμες κατά ένα μέρος ως προς το λόγο που αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού αναφορικά με την υπερωριακή απασχόληση και τον συνυπολογισμό αυτής της υπερωριακής εργασία στα επιδόματα εορτών και στην αμοιβή για δρομολόγια εξπρές και κατά τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας και εν μέρει του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου εφέσεως, και στη συνέχεια να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507) και ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων. Τούτο δε διότι όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143). Κατόπιν θα πρέπει να κρατήσει να δικάσει επί της ουσίας το παρόν δικαστήριο την υπόθεση και ακολούθως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη η από 27.11.2020 με αριθμό κατάθεσης 9590/4571/2020 αγωγή η οποία έχει κατά προεκτεθέντα νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 648, 653, 655 ΑΚ, 75, 105, 106 του ισχύοντος κατά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ) ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» σε συνδυασμό με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, και 70 του ΚΠολΔ.  Θα αναγνωριστεί ότι η εναγομένη πλοιοκτήτρια οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ναυτικό το ποσό των 979,83+ 1.499,09 + 634,97 + 5.288,03 = 8.401,92 ευρώ εντόκως όπως και πρωτοδίκως (με τον τόκο επιδικίας από 24.3.2020), αφού δεν προσβλήθηκε η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της που αφορά την τοκοδοσία των επιδομάτων εορτών. Επιπλέον θα πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.982,45 εντόκως όπως και πρωτοδίκως (με τον τόκο επιδικίας από 24.3.2020) και μέχρι την εξόφλησή. Μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνει την εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων από 11.7.2022 και 21.7.2022 και με αριθμούς κατάθεσης ……/2022 και  …./2022 και προσδιορισμού …../2022 και …./2022 εφέσεις κατά της με αριθμό 2621/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 27.11.2020 με αριθμό κατάθεσης …./2020 αγωγής

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν τις εφέσεις

Εξαφανίζει τη με αριθμό 2621/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί και δικάζει κατ’ουσίαν την υπόθεση επί της από  27.11.2020 με αριθμό κατάθεσης ……../2020 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ………../2020 αγωγή

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ενός ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (8.401,92) εντόκως όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας  και επιπλέον

Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών του ευρώ (6.982,45) όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας

Επιβάλλει μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγομένης δηλαδή το ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Ιουλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ